tag:blogger.com,1999:blog-1574462765089191094.post3675879796298230324..comments2023-11-02T09:30:34.726-07:00Comments on Θεόδωρος Γρηγοριάδης // Theodoros Grigoriadis: Στάθης Γουργουρής : ποιήματαΘεόδωρος Γρηγοριάδηςhttp://www.blogger.com/profile/17888033207760724286noreply@blogger.comBlogger1125tag:blogger.com,1999:blog-1574462765089191094.post-44186139291092840682008-07-25T01:26:00.000-07:002008-07-25T01:26:00.000-07:00ΓΙΩΡΓΗ ΧΟΛΙΑΣΤΟΥ(από το βιβλίο του «Ο ΧΑΛΑΣΜΕΝΟΣ Ε...ΓΙΩΡΓΗ ΧΟΛΙΑΣΤΟΥ<BR/><BR/>(από το βιβλίο του «Ο ΧΑΛΑΣΜΕΝΟΣ ΕΚΤΥΠΩΤΗΣ»)<BR/><BR/>Μία μικρή παρέκκλιση<BR/><BR/><BR/><BR/>Ναι, είναι μια μικρή παρέκκλισις...<BR/>αυτός ο τρόπος της γραφής-των παρακάτω ποιημάτων. <BR/>Ναι, είναι, όμως η πορεία δεν αλλάζει έτσι κι<BR/>αλλιώς.<BR/>Κι αυτός ο δρόμος στο Χαμό τραβάει.<BR/>Η παρέκκλισις μπορεί λοιπόν ν' ανοίξει νέο δρόμο, παράλληλο, με διαφορά μόνο του τρόπου του βαδίσματος πάνω σ' αυτόν.<BR/>Να πάω aπ’ αυτόν λοιπόν ή στον ίδιονε να<BR/>συνεχίσω;<BR/>(αυτονοείται πως αν συνεχίσω εδώ<BR/>τα νοήματα βαθαίνουν)<BR/>Ποιος θα μου πει-ποιος θα μου δώσει μία γνώμη;<BR/>Κανένας δε μιλάει.<BR/>Μα και να μιλούσε με τι γνώσεις θα γνωμοδοτούσε;<BR/>Μου λένε να πάω μαζί τους.<BR/>Μα θεέ μου ,να κάνω τι; <BR/>("Κουράστηκε η καρδιά μου να ζητάει")<BR/> Ότι μ' απόμεινε με τα δόντια το κρατώ<BR/>για ν' αγοράσω το εισιτήριό μου να περάσω.<BR/>Αυτοί όλοι έχουν πράγματα να δώσουνε γι<BR/>αντίτιμο.<BR/>Δεν τους περνάει από το νου,<BR/>πως δεν περνούν αυτά εκεί.<BR/>Έχουνε σπίτια, βίλλες, κόττερα, στρέμματα ελιές και πορτοκάλια. ημέρες ξεγνιασιάς και ηδονής, εκατομμύρια.<BR/>Τύχη αγαθή τέτοιο κάτι να μην αποκτήσω μ'<BR/>έκαμε.<BR/>Γιατί θα είχα επαναπαυτεί.<BR/>Μου λένε να πάω μαζί τους.<BR/>Μα αυτοί τις νύχτες έχουν ύπνο.<BR/>Μα αυτοί όταν βρέχει λένε με μια σιγουριά:<BR/>βρέχει.<BR/>Μα αυτοί δεν ξέρουν πόσο απέχει ο<BR/>άνθρωπος από τον εαυτό του.<BR/>Μα αυτοί δεν ακούν τα ρυάκια να μιλούν.<BR/>Νιώθουν τη θλίψη των πεσμένων δέντρων;<BR/>Έχουν ραγίσει με το κλάμα τους αυτοί<BR/> το κρύσταλλο της νύχτας;<BR/>Πια με τι γλώσσα εγώ μαζί τους να μιλήσω;<BR/>Και τότε τι θα δώσω στους κριτές μου σαν<BR/>απόδειξη<BR/>πως γνώριζα από τότε που εζούσα-<BR/>στην τύχη ότι δεν ήμουν αφημένος<BR/>παρά προετοιμαζόμουνα<BR/>έστω και μόνο για το δεύτερο<BR/>να γίνω άξιος βραβείο;<BR/>Λοιπόν, να επεκτείνω την παρέκκλιση; (Αρκετά εξαρτώνται απ' αυτό)<BR/>Θα δω...<BR/><BR/><BR/><BR/><BR/><BR/><BR/><BR/><BR/><BR/><BR/>(Είμαι ο τάδε, γεννήθηκα εκεί, <BR/>εκεί μεγάλωσα, εκεί πήγα σχολείο, λέγομαι έτσι ακριβώς, <BR/>ο πατέρας μου ήταν... <BR/>μέναμε στον... <BR/>φύγαμε όταν...<BR/>Ουφ! Αντί τέτια να εξηγείς <BR/>κάθε που κάποιον ανταμώνεις <BR/>ας παν οι γνωριμιές καλιά τους.<BR/>Η νύχτα τίποτα δε με ρωτά<BR/>κι ο αγέρας ως τον δέχομαι με δέχεται.)<BR/><BR/><BR/><BR/><BR/><BR/><BR/><BR/><BR/><BR/>α. Τρίπολη<BR/>Ax! Τρίπολη με τα βραχιόνια σου υψωμέγα στον σταχτί ουρανό!<BR/>Αχ! Τρίπολη με τρεις σταγόνες μάραθο στου λαγηνιού τον πάτο!<BR/>Ax! Τρίπολη!<BR/>Κτίρια μαβιά-δρόμοι κλεισμένοι!<BR/>Τα παιδιά σου τραγουδούν στα στέκια των αγάδων.<BR/><BR/>Για μάτια πράσινα όλα τα δέντρα σου μιλούν.<BR/>(Στην Τάκα πλένεις τα ρηχά σου πόδια, Στους αγέρηδες τα λόγια σου σκορπάς}.<BR/>Αχ! Τρίπολη! Με τo θάνατο στους στενούς σου δρόμους<BR/>και τις μαύρες κορδέλες ν' ανεμίζουν στα μπαλκόνια τους.<BR/>(Ένα ποτάμι πίσσας σε κυκλώνει<BR/>και μέσα του το πέτρινο κορμί σου ανασαίνει)<BR/>Ax! Τρίπολη! Με όνομα από τρεις χάντρες τσιγγάνικες<BR/>και με μαλλιά τα πεύκα της Δεξαμενής σου!<BR/>(Στα πηγάδια σου τρελές γυναίκες<BR/>πνίγονται.<BR/>Ρόπαλα βάφουν μ' αίμα τις αυλές σου).<BR/><BR/><BR/><BR/><BR/><BR/><BR/><BR/><BR/><BR/>β. Νάσια<BR/><BR/>-Ποιητή γιατί για μέγα oλa τα τραγούδια σου;<BR/>(φόρμα κόκκινη, μάτια σμαράγδινα)<BR/>Αχ! Για του ποταμιού τις δάφνες<BR/>και για της ιτιάς τα μυτερά κλαδιά εγώ τραβάω.<BR/>Στο χωράφι με τις καλαμιές<BR/>τρεις θεριστάδες νιούτσικοι<BR/>τη Νάσια την καλή αντιπερνάνε:<BR/>-Κυρά μου ax! To ποτάμι δρόμο άλλαξε και δε θα το 'βρεις!<BR/>-Ποιητή γιατί για μένα όλες οι θλίψες σου; <BR/>(φόρμα κόκκινη, μάτια σμαράγδινα)<BR/>Εγώ είμαι στον πλατύ ουρανό δοσμένη <BR/>κι εκεί αλαφρά πηγαίνω.<BR/>Τρεις άγγελοι ανταμώνουν την ωραία Νάσια <BR/>στον ανοιχτό το δρόμο τ' ουρανού. <BR/>-Κυρά μου αχ! Να μάθει ότι έρχεσαι <BR/>ο ουρανός τραβήχτηκε στον πύργο του<BR/>μ' όλα τ' αστέρια του μαζί.<BR/><BR/><BR/>-Ποιητή γιατί για μένα όλοι οι χτύποι της καρδιάς σου;<BR/>(φόρμα κόκκινη, μάτια σμαράγδινα)<BR/>To άσπρο αίμα μου ντυμένη<BR/>για το νεραιδοπάλατο ενώ τραβώ<BR/>σέρνοντας βάρος πίσω μου στο χώμα πάνω<BR/>ης σκονισμένες σου κραυγές.<BR/>Τρία πουλιά τη φωτεινή τη Νάσια <BR/>στου παλατιού το έμπα καρτερούν. <BR/>-Κυρά μου το παλάτι αχ! κλειδωμένο! <BR/>Kαι στη χρυσή του κλειδαριά ταιριάει <BR/>μονάχα το κορμί το χαρισμένο!<BR/><BR/>-Ποιητή γιατί με θέλεις μες στην αγκαλιά σου;<BR/>(φόρμα κόκκινη, μάτια σμαράγδινα)<BR/>Ενώ ιδέα είμαι κι αερικό. <BR/>Εγώ<BR/>απ' τα ποιήματά σου μέσαθε περνώντας<BR/>πνοή τους δίνω<BR/>και για το πεπρωμένο μου τραβώ.<BR/>Ax! Mιαν αχτίδα από σβυσμένο αστέρι αγάπησες.<BR/>Αχ! Για το χάρτινό μου ψέμα εγώ τραβώ.<BR/>-Εγώ τ' αστέρι σου είμαι το σβυσμένο. <BR/>To χάρτινό σου ψέμα ειμ' εγώ. <BR/>(φόρμα κόκκινη, μάτια σμαράγδινα).<BR/><BR/><BR/><BR/><BR/><BR/>γ. τσιγγάνα<BR/>(Ας ξαναδώ αυτό το ποίημα πριν το δώσω.<BR/>Την καρέκλα του Άλλου βάζω απέναντί μου<BR/>και στη δικιά μου κάθομαι εγώ.<BR/>-Κοιτάξτε, λέω, το τρίτο ποίημά μου εδώ.<BR/>Τι λέτε για τον πρώτο στίχο; Είναι ποίηση αυτή<BR/>τα στήθη έτσι ανοιχτά στήθη να λέγωνται-<BR/>να δείχνονται πες-<BR/>και να ρωτιέται η τσιγγάνα ποιος της το χαϊδεύει;<BR/>Στην άλλη κάθομαι καρέκλα,<BR/>ύφος παίρνω κριτικού εμβριθούς<BR/>και<BR/>-Ισως, λέω,<BR/>πράγματι θα 'τανε καλλίτερα<BR/>εκείνο το «χαιδεύει» να 'φευγε.<BR/>Ας πούμε να το λέγατε "ορίζει"-ποια η γνώμη σας;<BR/>Όχι πως κι έτσι είστε εν απολύτω τάξει ποιητική,<BR/>μα ορισμένως κάπως έτσι ο στίχος στέκει.<BR/>Πάω στην καρέκλα μου.<BR/>-Σα δίκιο να 'χετε.<BR/>Λοιπόν ας το αλλάξω». Άλλο τι<BR/>σ' αυτό το ποίημα θσ διορθώνατε;<BR/>Αλλάζω θέση.<BR/>-Να σας πω...<BR/>To άνοιγμα των ποδιών των γυναικείων<BR/>κάπως χυδαίο δε σας μοιάζει και φτηνό;<BR/>Αφήστε<BR/>που λέγεται σε κάθε άπρεπο ανέκδοτο,<BR/>κάτι που και κοινό πολύ το κάνει<BR/>έξω από χυδαίο.<BR/>Ίσως το άνοιγμα, να πούμε, των γονάτων...<BR/>Πάλι δεν ξέρω...σεις τι λέτε; Μήπως<BR/>για κάποιο λόγο που πιο κάτω θα χρειαζόσασταν<BR/>τόσο να δείχνατε θα θέλατε ωμός; <BR/>Σεις ξέρετε…<BR/>Παίρνω τη θέση μου απέναντι.<BR/> -Κι εγώ το έβλεπα, μα ήθελα <BR/>και όπως τη δική σας μία γνώμη. Για τα υπόλοιπα τι λέτε;<BR/>Στην άλλη την καρέκλα βρίσκομαι. <BR/>-Καλά μου φαίνονται αλήθεια.<BR/>Η άνοιξη ειναι αλαφριά-μια ίδέα-δε βαραίνει,<BR/>όπως θα νόμιζε κανείς σε πρώτη ανάγνωση,<BR/>τα φύλλα που καθένα κι από μία δέχονται.<BR/>Κι ούτε κανείς κουτός δε θα φανεί<BR/>νο σας ρωτήσει τόσες άνοιξες πού βρήκατε<BR/>(κι αν θα βρεθεί, βεβαίως τον αγνοείτε).<BR/>Δεν έχει φαίνεται η τσιγγάνα σας αγόρι.<BR/>Μα δεν της χρειάζεται αφού έχει φτάσει<BR/>στην τέτοια ταύτισή της με τη φύση. Πάλι<BR/>μπορεί σα σύμβολο κανείς να την δεχθεί<BR/>της παραδοσιακής τσιγγάνικης ελευθερίας<BR/>που κάπως ξένη είναι για μας.<BR/>Αν πάλι δεν είν' έτσι,<BR/>και η τσιγγάνα σας<BR/>δε βρήκε ακόμα ταίρι<BR/>ΚΙ ας το θέλει,<BR/>ΤΗΝ περηφάνια έτσι δε δείχνει πάλι ΤΗΝ τσιγγάνικη<BR/>και το αγέρωχο της λυγερής φυλής της;<BR/>«Και τι σε νοιάζει εσένα και ρωτάς;»<BR/>θα ήτανε υποθέτω η απόκρισή της<BR/>σε μιαν ακόμα σας ερώτηση…<BR/>Και θα 'ΧΕ δίκιο,. Όμως και σεις<BR/>δίκιο έχετε και σταματάτε να ρωτάτε.<BR/>Ύστερα, νιώθοντας μονάξα ένα πλάσμα μέσα σ' ένα ποίημα<BR/>τη μοναξά μετριάζει του ποιητή του.<BR/>Όχι, εντάξει όλ’ αυτά νομίζω είναι.<BR/>Στην άλλη ΤΗΝ καρέκλα μου πηγαίνω. <BR/>-Αυτή τη γνώμη έχω κι εγώ. <BR/>Σε κάθε όμως περίπτωση ευχαριστώ <BR/>για τις καλές σας συμβουλές. <BR/>Σας έχω χάρη.<BR/><BR/>Και δίχως πια να μετακινηθώ:<BR/><BR/>-Παρακαλώ. Καθόλου. Νιώθω τόσο <BR/>ένα μαζί σας, που έτσι πάρτε το, <BR/>σα γα μιλούσατε με ΤΟΝ εαυτό σας. <BR/>Nα συμπληρώσω θα 'θελα όμως<BR/>ότι αυτή η στάση της τσιγγάνας<BR/>είναι κι η στάση η προαιώνια<BR/>του θηλυκού προς το αρσενικό-<BR/>στάση εχθρική και μίσους,<BR/>στάση-αντίδραση σε κάτι απ' έξω,<BR/> που με τη βiα επιβλημένο είναι, <BR/>κάτι που επιβεβαιώνει<BR/> σαν λεκτική τουλάχιστον απέχθεια <BR/>το αναμφισβήτητο το γεγονός).<BR/><BR/><BR/><BR/><BR/><BR/><BR/>-Τσιγγάνα μου τα στήθη σου αυτά ποιος τα<BR/>ορίζει;<BR/>-Ο αγέρας που απ' ολούθεν έρχεται κι<BR/>ολούθε πάει.<BR/>-Τσιγγάνα μου τα γόνα σου τα σφαλιxτά<BR/>ποιος σου τ' ανοίγει;<BR/>-To νερό του ποταμiού που πάει απ' το βουνό<BR/>στον κάμπο.<BR/>-Και ποιος είν' ο καλός σου εσύ τσιγγάνα μου<BR/>μικρή;<BR/>-To ρόδο με μιαν άνοιξη σε κάθε πέταλό του.<BR/><BR/><BR/><BR/><BR/><BR/><BR/>δ. Κύριε...<BR/>Κύριε,<BR/>Ο ουρανός με βλέπει ως τον βλέπω;<BR/>Η γη ακούει τα πατήματά μου τα δειλά;<BR/>Την ψυχή μου η ψυχή των Πραγμάτων <BR/>τη νιώθει, <BR/>ως εγώ τη δική τους νιώθω την ψυχή;<BR/>Ή μη το περπάτημά μου στη γη πάνω<BR/>εγώ μονάχα το γνωρίζω;<BR/>Κύριε,<BR/>ξέρεις πως υπάρχω;<BR/><BR/><BR/><BR/><BR/><BR/>ε. απιστία<BR/>Ανοιχτή πληγή στο σώμα τ' ουρανού το<BR/>φεγγάρι.<BR/>Η μαυρομάτα η νιόπαντρη εβγήκε <BR/>τ' απλωμένα της τα ρούχα να μαζέψει.<BR/>Τρεις νέοι έξω από την πόρτα της περνούνε.<BR/><BR/>-Νια μου κυρά, τα ρούχα κι αν μαζέψεις<BR/> μα η ευωδιά τους τον αγέρα έχει μυρώσει.<BR/>-Αγέρας είναι κι ας μυρώνεται.<BR/><BR/>-Νια μου κυρά τα ρούχα σου, που τα 'δα μόνο,<BR/>την καρδιά μου μάτωσαν.<BR/>-Καρδιά είναι κι ας ματώσει.<BR/><BR/><BR/>-Νια μου κυρά το σώμα μου άναψε ολόκληρο<BR/>για σένα.<BR/>-To βράδυ ο άντρας μου βαριοκοιμάται, Θα<BR/>'χω την πόρτα μου μισανοιχτή.<BR/><BR/><BR/><BR/><BR/>ΣΤ. ο νιος τραγουδιστής<BR/>-Σε τούτο το χωριό ήξερα έναν νιο<BR/>τραγουδιστή.<BR/>Πού έχει πάει μικρή μελαχρινή κοπέλα μου;<BR/>-Είναι αυτός εδώ, μα η φωνή του<BR/>στ' ουρανού τα πλάτια τραγουδάει.<BR/>-Και ποιος ακούει στον ουρανό <BR/>τα θλιβερά τραγούδια του κοπέλα μου;<BR/>-Τ αστέρια με τα λαμπερά τ' αυτιά τους.<BR/>Και το φεγγάρι, με το μαντήλι η γη να του<BR/>κρατάει, γύρω της αυτό χορεύει.<BR/>-Αχ! Και πού τον έχουνε θαμένον;<BR/>-Στου τζίτζικα το φράκο μέσα το λευκό και<BR/>χρυσαφένιο<BR/>και στο λαιμό του πεθαμένου του αηδονιού<BR/><BR/><BR/><BR/><BR/><BR/><BR/><BR/>ζ. Αν, Κύριε<BR/>Αν, Κύριε,<BR/>ήθελες να φτιάξεις έναν κόσμο <BR/>για να γέμιζες το γύρω σου κενό <BR/>θα 'ταν όπως ετούτος ο δικός μας;<BR/>Μια κούπα θα 'τανε, γεμάτη θλίψη,<BR/>με όντα μέσα της<BR/>έρμαια σε κάθε κουταλιού ανακάτωμα, <BR/>έτσι που ανεμοστρόβιλοι απελπισιάς<BR/> να τα τσακίζουν κάθε λίγο;<BR/>Και θα τυραγνούσε μιαν άγνοια βασανιστική-<BR/>της έννοιας και του προορισμού τους-<BR/>το κρίνο, τη λαμπρίτσα και την πέτρα;<BR/>Και όλος θα όδευε αυτός ο κόσμος προς το<BR/>τέλος του<BR/>χωρίς κανείς να ξέρει αν αυτό<BR/>μια νέα αρχή για κάτι άλλο θα 'ταν;<BR/>Και<BR/>Κύριε<BR/>θα μας έδινες αυτιά<BR/>που την απάντησή σου<BR/>στις ερωτήσεις μας αυτές<BR/>να μην ακούνε;<BR/><BR/><BR/><BR/><BR/><BR/><BR/><BR/><BR/><BR/>η. απορίες<BR/>Υπάρχει μία μουσική<BR/>που την ψυχή κι όχι τ' αυτιά μας τέρπει,<BR/>Υπάρχει μία μουσική<BR/>πιο μαγική από κύλισμα ρυακιού<BR/>mo θελκτική από τζίτζικα τραγούδι.<BR/>Κάποτε θα την ακούσουμε;<BR/>Υπάρχουνε κοιλάδες πιο λαμπρές <BR/>από τις ομορφότερες της γης.<BR/> Υπάρχουνε ασύγκριτα ψηλά βουνά <BR/>και ποταμοί γαλάζιοι ατελείωτοι.<BR/>Κάποτε θα τους δούμε;<BR/>Υπάρχουν αίστησες που εμείς δεν έχουμε-<BR/>που με αυτές<BR/>πιότερα αμέτρητες φορές<BR/>απ' όσα τώρα νιώθουμε θα νιώθαμε,<BR/>ίδια καθώς περσότερο μια αχτίδα του ήλιου<BR/>τη ζέστα μες στον ήλιο νιώθει,<BR/>παρά σα φύγει μακριά.<BR/>Και τάχα θα 'vaι o θάνατος<BR/>σ' αυτά που θα μας πάει<BR/>τ' ανείδωτα κι ανάκουστα και μαγικά,<BR/>ή η αχτίδα είμαστ' εμείς η μακρυσμένη<BR/>που του ηλιού αόριστα θυμάται τη φωτιά,<BR/>κι οριστικά χαμένη πια στου σύμπαντος τα<BR/>μάκρη<BR/>μόνο που δύναται είναι να τη νοσταλγεί;<BR/><BR/><BR/><BR/><BR/><BR/><BR/><BR/><BR/><BR/>θ. Η γλυκιά γυναίκα του ψαράδικου <BR/>Η γλυκιά γυναίκα του ψαράδικου<BR/>με λευκό δέρμα και χέρια βελουδένια,<BR/>με το πρόσωπο το αθώο σαν αυγή<BR/>και με τα μάτια τα γεμάτα γλύκα,<BR/>στην αγορά εβγήκε<BR/>και να κάνει περιμένει τις φωτοτυπίες της.<BR/>-Γυναίκα όμορφη πέρασε πρώτη.<BR/>-Εγώ πριν από έναν ποιητή;<BR/>-Χωρίς την ομορφιά σου<BR/>η ποίηση δε θα τραγουδούσε.<BR/>-Δίχως την ποίηση<BR/>θα πέθαινε μαζί κι η ομορφιά μου.<BR/>Μα κιόλας,<BR/>η ψυχή,<BR/>με εικόνες είχε πλημμυρίσει<BR/>ακτών μαγευτικών,<BR/>γλυκόλαλων νηρηίδων<BR/>και παραδείσιων των βυθών της θάλασσας<BR/>ερωτικών πλασμάτων.<BR/> <BR/>ι. σκοπός και μέτρο<BR/>-Πόσο οι φράουλές σου παν μικρή μου<BR/>φραουλίτσα;<BR/>-Δεν τις πουλώ-τις έχω να τις βλέπεις να<BR/>πονείς.<BR/>-Ένα λευκό σου πεταλάκι<BR/>σαν το φτερό φωτόλουστο της πεταλούδας<BR/> να κλείσω άσε μες στο χέρι μου.<BR/>-Όχι η ψυχή και η καρδιά μου λένε.<BR/>-Θεό εσύ δεν έχεις φραουλίτσα μου μικρή; <BR/>-Η Απονιά θεός μου κι η Σκληρότη.<BR/>-Άδοτη αν απομείνεις φραουλίτσα μου, <BR/>τότε γιατί γεννήθηκες στον κόσμο μέσα; <BR/>-Τον πόνο να σου δώσω που σκοπός <BR/>και μέτρο είναι της γήινης ζωής σου.<BR/><BR/><BR/><BR/><BR/><BR/><BR/><BR/><BR/>ια. τ’ αλογάκια<BR/>Τα μάτια σου χρυσάφι και νερό. Καστανός τα μαλλιά σου αφρός.<BR/>Τ' άλογα στέκουν ανυπόμονα.<BR/>To τρέμισμα κοιτάζω των κλαδιών σου.<BR/>Χείλια σου, στήθος και λαιμός παιχνίδια στου άνεμου το χάδι.<BR/>Στο δέντρο χέρι δεν απλώνω.<BR/>Τ' άλογα έρωτα οσμίζοντας φρουμάζουνε με ταραγμένο το αίμα.<BR/>Μαγνήτης σαν το χέρι μου να είναι <BR/>μονάχος του ο καρπός σου εντός του πέφτει.<BR/>Αχ! Έρωτα που τελειωμό δεν έχεις!<BR/>Τ' άλογα τρέχουν γύρω γύρω τρελαμένα.<BR/>Σφιχτά κλεισμένη μες στο χέρι μου γυρνάς μαζί τους.<BR/>Φέρνω στο στόμα και δαγκώνω τον καρπό.<BR/>Μες στον αφρό τους βουτηγμένα<BR/> κάτω πάνε τ' αλογάκια.<BR/><BR/><BR/><BR/><BR/><BR/><BR/><BR/><BR/>ιβ. αγριοτριαντάφυλλο<BR/>Αντάρτης χωρίς ταυτότητα. <BR/>Πρίγκιπας χωρίς περγαμηνές ευγένειας.<BR/>Λαχτάρα όλο ο ταξιδιώτης πάνω σου γέρνει.<BR/>Ο πραματευτής αγέρας <BR/>τ' αγκάθια σου ακριβά πληρώνει <BR/>για ΤΟ άρωμα που από σε φορτώνει <BR/>και τριγύρω θα μοσχοπουλήσει.<BR/>Αγριοτριαντάφυλλο!<BR/>Λεύτερο από φράχτες<BR/>κι αμόλυντο από φώτα σαλονιών!<BR/>Αγριοτριαντάφυλλο!<BR/>Συντρόφι εσύ των στιλβωμένων αστεριών<BR/>τις ξάστερες τις νύχτες του χειμώνα!<BR/><BR/><BR/><BR/><BR/><BR/><BR/><BR/>ιγ. σταυροδρόμι<BR/><BR/>Αυτός που πηγαίνει λέει: δεξιά ,αριστερά.<BR/>Αυτός που έρχεται λέει: αριστερά, δεξιά.<BR/>Και δίκιο δίνεις και στους δυο<BR/>αγαθέ πανάρχαιε δικαστή<BR/>σε νόμους τέσσερους ακλόνητους<BR/>στεριωμένε.<BR/>Στράβωνα σκίσε τις περγαμηνές σου, Αινστάιν, ξαναζεσταμένη ειν’ η σοφία σου.<BR/><BR/><BR/><BR/><BR/><BR/><BR/><BR/>ιδ. σανγκουίνι<BR/>Να δώσω ένα στην αγάπη μου να τη<BR/>ζεστάνω.<BR/>Γιατί το χιόνι ως μέσα στην καρδιά της έχει<BR/>μπει.<BR/>Κάθε του φέτα μια παλλόμενη καρδιά. <BR/>Οι ίνες του αίματός του χτενισμένες όλες <BR/>προς τη φορά των ζωογόνων του αρτηριών.<BR/>Τρέμοντας TO κορμί του μαχαιρώνω.<BR/>Ο Θεός της αγάπης ας με συχωρέσει-<BR/>πρέπει να δώσω ένα στην αγάπη μου.<BR/>Να τη ζεστάνω.<BR/><BR/><BR/><BR/><BR/><BR/><BR/><BR/>ιε. ήλιε χρυσέ<BR/>Χρυσέ ήλιε με το χρυσάφι σου κλεμμένο από την καρδιά μου…<BR/>Θα σε κλείσω μέσα στο μαύρο της ντουλάπι.<BR/>Για πάντα.<BR/>Να γίνω ό,τι μου 'χει απομείνει.<BR/>Τότε<BR/>σε κάθε κενό στροβίλισμά μου<BR/>γύρω από τα στήθη της αγαπημένης μου<BR/>ο επιμένων δορυφόρος της θα είμαι<BR/>που κάποτε θα πέσω πάνω της<BR/>με τις κρυφές αχτίδες σου να τήνε κάψω.<BR/>Χρυσέ ήλιε με TO χρυσάφι σου κλεμμένο από τη χαρά μου…<BR/><BR/><BR/><BR/><BR/><BR/><BR/><BR/>ιστ. πριν τελειώσει ο πόλεμος<BR/><BR/>-Γιατί γυρίζεις πίσω φανταράκι μου; <BR/>Ο εχθρός είναι μπροστά.<BR/>-Πάω, προτού τελειώσει ο πόλεμος να τήνε πάρω λάφυρό μου.<BR/>-Να πάρεις ποιάνε λάφυρό σου φανταράκι μου;<BR/>-Για την αγαπημένη μου μιλάω.<BR/>-Πόλεμος γίνεται, αγάπες συ έχεις στο μυαλό σου φανταράκι μου;<BR/>-Έτσι, που αν σκοτωθώ,<BR/>μαζί μου να πεθάνει,<BR/>και μαζί να πάμε στο αποχωρητήριο του<BR/>σχολείου<BR/>όπου δεκατετράχρονα κορίτσια στα<BR/>διαλείμματα<BR/>παίζουν τον έρωτα με τους συμμαθητές<BR/>τους.<BR/>-Αχ! Φανταράκι μου! Ο θεός <BR/>ΤΟ τέτοιο φέρσιμο δεν TO ΣΧΩΡΝΑΕΙ. <BR/>-Γι αυτό κι αλλαξοπίστησα,<BR/>και πέος ένα διογκωμένο<BR/>μες σ' ένα σπαρταρώντας δαχτυλίδι αιδοίου<BR/>είν' ο θεός μου.<BR/><BR/><BR/><BR/><BR/><BR/><BR/><BR/><BR/><BR/><BR/><BR/><BR/><BR/>ιζ. με μαχαίρι<BR/>Mια δυσοίωνη οργή εκπηγάζει <BR/>από το σακατεμένο μου κορμί<BR/>Πού είναι η γλυκιά η νοσοκόμα;<BR/>Μήπως σε λάθος πόλη αποπειράθηκα;<BR/>Μη το νοσοκομείο της δεν είναι που<BR/>εφημερεύει;<BR/>Ή τ' ωράριό της άλλαξε με άλλην<BR/>και άλλη κάποια θα μου βγάλει<BR/>τα κολλημένα στις λιωτές μου σάρκες<BR/>ρούχα,<BR/>και άλλη κάποια θα με ακούσει<BR/>τη μόνη λέξη που 'μαθα μες στη ζωή να λέω,<BR/>και ας την είχα μαθημένα μόνο<BR/>για να την ψιθυρίσω στο δικό της μέσα αυτί;<BR/>"Πονάτε;"<BR/>Ερώτηση γιατρού σε πολυτραυματία<BR/>ετοιμοθάνατον...<BR/>Σ’ άλλη περίπτωση θα του ’λεγα πολλά. Μα<BR/>τώρα<BR/>μόνο να πω μπορώ: "Πού είναι ΑΥΤΗ;"<BR/>Ο γιατρός στους νοσοκόμους:<BR/>"Πιο γρήγορα! Πεθαίνει!”<BR/>Σ' ακούω γιατρέ της κακιάς ώρας. <BR/>Τα λένε αυτό μπροστά σε κείνον <BR/>που αληθινά πεθαίνει;<BR/>Ξανά εγώ τη δύναμή μου όλην βάζοντας:<BR/>"ΠΟΥ EINAΙ AYTH;"<BR/>"Σώπα, Έρχεται"<BR/>Ο νοσοκόμος, ανοίγοντας την πόρτα του<BR/>χειρουργείου:<BR/>«Για ποια λέει;»<BR/>0 γιατρός: "Ποιος ξέρει...<BR/>Τότε είναι που δεν άντεξα<BR/>και τους άφησα τους αλιτήριους.<BR/>Και πήγα εκεί όπου οι λέξεις παύουν να<BR/>'χουνε φωνή.<BR/>Σιωπή και χιόνι γύρω.<BR/>Όχι χιόνι.<BR/>Πέπλα πάλλευκα.<BR/>Και το σώμα μου ακέριο,<BR/>Ώστε ζωή μετά το θάνατο λοιπόν; <BR/>Μα τι…μα πώς…μα…να! ΕΚΕΙΝΗ!<BR/>Ξεπροβάλλει μέσα από κάτι<BR/>σα μιαν αδιόρατη χαραματιά των πέπλων.<BR/>Στέκω βουβός σε τέτοια μέσα μια σιωπή υπερισχύοντας οι καλοί μου τρόποι. <BR/>Μα όλη σκούζει η ύπαρξή μου.<BR/>Σπάει εκείνη τη σιγή και με φωνή σα μελωδία: "Μίλα", μου λέει, "εδώ, <BR/>μόνο όσοι αγαπούν-<BR/>μονάχα αυτοί μιλούνε."<BR/>"Σ' αγαπώ."<BR/>"Λες να μην το ξέρω;"<BR/>"Κι εσύ;.."<BR/>«Τρελαίνομαι για σένα.»<BR/>"Τότε γιατί εκεί με απόφευγες…όμως καλά-κι εσύ είσαι πεθαμένη;"<BR/>"Όχι. Ολοζώντανη, Όπως και συ."<BR/>"Εκεί…εκείνος ήτανε ο θάνατος;"<BR/>"Ναι"<BR/>"Καλά το έλεγα εγώ λοιπόν, Αλλ' ας τ'<BR/>αφήσουμε αυτά. Γλυκιά μου Ρωρερκάρ<BR/>θέλω μαζί σου<BR/>να κάνω εκείνο που δεν ήθελες στη γη"<BR/>"Mη λες δεν ήθελα.<BR/>Δεν έπρεπε.<BR/>Μα εδώ καταργημένα όλα τα πρέπει.<BR/>Και πια μη χρησιμοποιείς ψευδώνυμο"<BR/>«Γλυκιά λοιπόν.»<BR/>"Ναι. Για σένα. Και για πάντα."<BR/>Το χέρι της εσήκωσε<BR/>κι ένα βελούδινο ροζ παραπέτασμα<BR/>μας απομόνωσε.<BR/>Τάχα από ποιον;<BR/>Μια κίνησή της άλλη βιαστική<BR/>κι ένα κρεβάτι στήθηκε μπροστά μας.<BR/>Για μια στιγμή τον πόθο η έκπληξη έδιωξε απ' τη ματιά μου.<BR/>To είδε.<BR/>Και για να μου δείξει<BR/>πως όλα γίνονταν καθώς κι οι δυο τα θέλαμε,<BR/>το χέρι μου 'πιασε,<BR/>απαλά στο κρεβάτι με οδήγησε<BR/>και πλάι μου έπεσε αλαφρά, αφού πρώτα<BR/>με μίαν άλλη όλο ανυπομονησία κίνησή της<BR/>από τα ρούχα όλα της απαλλάχτηκε.<BR/>Και κει<BR/>στριφογυρίζοντας σαν λυσσασμένοι στο<BR/>κρεβάτι πάνω,<BR/>οι δυο μας γίναμε ένα τόσο,<BR/>που για τους δυο μας ένας μόνο ανάπνεε.<BR/>Και σ' έναν ύπνο έπειτα βυθίσαμε<BR/>που απ' αυτόν εκείνη μ' έβγαλε<BR/>για να με πάρει γελαστή απ' το χέρι<BR/>και να με πάει σ' ένα χώρο<BR/>απ' όπου βγήκα ολόλευκος κι εγώ<BR/>και έχοντας κι εγώ φτερά<BR/>λευκά και κείνα κι απαλά κι αιθέρια.<BR/><BR/>"Έτσι θα είμαστε οι δυο από δω και πέρα.<BR/>Κι έρωτα όλο.<BR/>Σαν έμαθα πως έπεσες απ' τον γκρεμό<BR/>αφήνοντας κείνο το γράμμα,<BR/>δεν άντεξα και νιώθοντάς σε πεθαμένον<BR/>ήρθα εδώ αμέσως.<BR/>Μα όπως είδα, πρώτη.<BR/>Χωρίς εσένα η ζωή θα ήτανε μαρτύριο.<BR/>Σε λάτρευα καθώς και συ.<BR/>Μα οι συνθήκες εκεί πέρα...<BR/>η κοινωνία, τα παιδιά, ο φόβος της αγάπης...<BR/>δε γίνονταν<BR/>ούτε να ξέρεις ότι σ' αγαπώ.<BR/>Μα τώρα έλα,<BR/>πάμε στα γλυκά του έρωτα ακρογιάλια<BR/>και στις γλυκές του τις πηγές<BR/>και στης αγάπης τις γλυκές φωλιές<BR/>φτιαγμένες για όσους ένιωσαν πως έρωτας<BR/>είναι ο θάνατος ο ίδιος."<BR/>"Δε θα χωρίσουμε ποτέ!"<BR/>"Εδώ κουτούλη μου δεν έχει χωρισμό.<BR/>Εδώ είν' η αιωνιότητα<BR/>και όπως μέσα της θα μπεις<BR/>έτσι και μένεις."<BR/>...Με σώσανε οι αχρείοι. Τώρα κείτομαι<BR/>σ' ένα κρεβάτι πάνω,<BR/>ζαλισμένος,<BR/>γεμάτος γάζες και ήμερες πληγές.<BR/>Δοκιμάζω το χέρι μου-δεν έχει δύναμη να σηκωθεί.<BR/>Λίγο πιο ύστερα<BR/>που κάπως η αδυναμία κι η ζάλη θα 'χουν φύγει<BR/>έρχομαι οριστικά Γλυκιά,<BR/>με μαχαίρι<BR/>τον άχρωμο σωλήνα κόβοντας του ορού,<BR/>έτσι που ολότελα να ξαιματώσω.<BR/><BR/><BR/><BR/><BR/><BR/>ιη. τελετουργίες<BR/>"Θέλεις;"<BR/>"Θέλω."<BR/>"Γιατί λοιπόν μου φεύγεις;"<BR/>"Qt ρίζες μου με σπρώχνουν μακριά σου'<BR/>"Τις ρώτησες γιατί;"<BR/>"Μου είπαν γιατί πρέπει να λέει το στόμα όχι,<BR/>τα μάτια σε ντροπή να ’ναι<BR/>κατεβασμένα,<BR/>ενώ την ίδια ώρα θα διαλέγω<BR/>τον πιo όμορφο και δυνατό<BR/>απ' όσους με ζητούνε."<BR/>"Αλλά με θέλεις.-δε θα πει: με διάλεξες;"<BR/>"Ναι, μα και πάλι πρέπει<BR/>όλα να γίνουν δύσκολα για σένα."<BR/>"Για να ’ναι μεγαλύτερη η χαρά της ένωσης;"<BR/>"Όχι, δε γνιάζονται οι ρίζες για χαρές.<BR/>Μον' θε ’νε να πλαντάει το σπέρμα από τον πόθο<BR/>για να ’χει μεγαλύτερην ορμή,<BR/>κι ο σπόρος που θα σπείρει να ριζώσει,"<BR/>"Μα ούτε συ ουτ' εγώ παιδί ζητάμε να<BR/>γεννήσουμε.<BR/>Λοιπόν έλα."<BR/>"Έρχομαι. Οι ρίζες ας με συχωρέσουνε."<BR/>"Τ’ άνθος σου εγώ θα δρέψω μόνο."<BR/><BR/><BR/><BR/><BR/><BR/><BR/><BR/><BR/><BR/><BR/><BR/>ΙΘ. ταυτότης επιθυμιών<BR/>-Καλή σου όρεξη κυρά μου στα φασόλια σου.<BR/>Αν φασολάκι εγίνομουν<BR/>και καρφωνόμουν στο πηρούνι σου<BR/>στου στόματος σου τη γλυκιά φωλιά θα μ' έβαζες;<BR/>-Φαί θα ήσουν και θα σ' έβαζα.<BR/>-Και πηρουνάκι αν εγινόμουν<BR/> θα με ρουφούσαν έτσι τα χειλάκια σου;<BR/>-Θα 'σουνα πηρουνάκι και θα σε ρουφούσαν.<BR/>-Κυρά μου για ένα όνομα μη σε καυμό με<BR/>ρίξεις.<BR/>Φασόλι πες με και το στόμα σου ας με γέψει.<BR/>-Λωλό μού μοιάζεις αγοράκι μου άγουρο.<BR/>-Και πηρουνάκι πες με και τα χείλια μου έλα πιες.<BR/>-Του κόσμου πώς την τάξη εγώ ν' αλλάξω αλανάκι μου γλυκό;<BR/>-Με κολυμπήθρες τα ματάκια σου τα<BR/>ολόμαυρα<BR/>και αγιονέρι το καυτό μου TO αίμα.<BR/>-Κιόλας σε βάφτισα γλυκό μου αγόρι. Όμως τον άντρα μου που οργώνει πέρα, <BR/>πώς να τον ειπώ;<BR/>-Μπαξέ που ένας διαβάτης του 'κοψε ένα ρόδο.<BR/>-Αχ! Άντρα μου μπαξέ<BR/>πάει το τριανταφυλλάκι σου.<BR/><BR/><BR/><BR/><BR/><BR/><BR/><BR/><BR/><BR/>κα. ο χορός<BR/>Μικρή η ζωή κι ο πόθος μας μεγάλος.<BR/>Όλα τριγύρω σου γλυκό χορό μέσα στην άνοιξη έχουν στήσει.<BR/>Χόρεψε και συ γλυκό κορίτσι!<BR/>Όλα τριγύρω σου γλυκό χορό έχουν στήσει.<BR/>Και τ' αγριολούλουδο κι ο λόφος κι η<BR/>λαμπρίτσα.<BR/><BR/>Όλα τρελά χορεύουν μες στην άνοιξη.<BR/>Χόρεψε γλυκό κορίτσι!<BR/>Γύρους με το φουστάνι σου απ' αστέρια<BR/>φέρνε<BR/>να ζαλιστεί ο ουρανός, στη γη να πέσει<BR/>και το φεγγάρι σου να δει κι εδώ να μείνει,<BR/><BR/>Όλα τριγύρω σε τρελό ρυθμό γυρνούνε. <BR/>Μικρή η ζωή κι ο πόθος μας μεγάλος. <BR/>Χόρεψε μαζί μου γλυκό κορίτσι.<BR/><BR/><BR/>Γιώργης ΧολιαστόςKleon Gelastoshttps://www.blogger.com/profile/03908794836610124198noreply@blogger.com