Όπου γάμος και χαρά-Πόλη, Απρίλιος 2004
Η Χρύσα και ο Κώστας το διασκέδαζαν και μαζί τους ένα ναυλωμένο λεωφορείο κόσμος, οι φίλοι τους, που είχαν είχαν έρθει από τη Θεσσαλονίκη για να παραστούν στους γάμους τους. Με δικά τους έξοδα, εννοείται, είχαν έρθει οι φίλοι ΄ τα παιδιά-δηλαδή σαράντα και πάνω-μακάρι να μπορούσανε να πληρώσουν για όλους, αλλά όλοι τους ζούσανε με έναν μισθό εκείνη την εποχή θαρρείς κι οι πλούσιοι δεν είχανε θέση στην ζωή τους, ξέχναγαν ότι υπήρχαν.
Ο γάμος έγινε στο Ταξίμ, στην εκκλησία της Αγίας Τριάδας, και μάλιστα βρήκαν την ευκαιρία να προσέλθουν και αρκετοί Ρωμιοί, οι οποίοι, κατασυγκινημένοι, κοίταζαν τους Έλληνες νοσταλγούς. Απ’ έξω και μέσα στον προαύλιο χώρο χάζευαν παραξενεμένοι έως φιλοπερίεργοι ξένοι τουρίστες και ντόπιοι περαστικοί, αυτή τη νησίδα που ξεπερνούσε τους αναδασμούς της ιστορίας.
Αυτό ακριβώς σκεφτόταν και ο Διονύσης: Πού σταματάει η νοσταλγία και πού αρχίζει η πραγματικότητα; Τους έβλεπε μελαγχολικούς, άδειους, αδειασμένους. Η εκκλησία ήταν σαν μια νότα παράφωνη ή μήπως όλα τα άλλα τριγύρω;. Μακάρι να είχαν γίνει όλα διαφορετικά, αλλά την ιστορία δεν την αλλάζεις, εκείνη μπορεί. Ύστερα παρατηρούσε την κουμπάρα, τη Σάρα, θαρραλέα και αξιοπρεπή. Έλειπε από το πλάι της ο άντρας της και το αποδεχόταν σαν να τον είχε στην ξενιτιά, σαν να ταξίδευε μήνες με τα καράβια. Ντυμένη με το προσωπικό της στιλ, ξεχώριζε ίδια νύφη, φορώντας ένα φόρεμα με δαντέλες και μια εσάρπα που θα την έπνιγε καθώς έκανε μαζί τους τον γύρο του Ησαΐα και την πατούσε.
Τους άλλαξε τα πρώτα στέφανα. Ρύζια, γέλια, σκουντήματα. Ο Χρήστος τραβούσε συνεχώς φωτογραφίες, άλλαζε θέση΄ για μια στιγμή αισθάνθηκε μέσα στο μπουφάν να χτυπάει το κινητό του. Από τον συγκεκριμένο ήχο αντιλήφθηκε ότι μάλλον ήταν ο Τζεμάλ.
Βγήκε έξω στην αυλή.
«Πού είσαι, Χρήστο;»
Του εξήγησε. Εκείνος βρισκόταν στην Αδριανούπολη. Κάτι δεν πήγαινε καλά, τα είχε βρει σκούρα. ΄Εβγαινε εκείνη τη στιγμή από το κτίριο της αστυνομίας, όπου τους είχαν κουβαλήσει και τους δύο. Αυτόν και την Τίνα. Ευτυχώς ο αστυνόμος-γαμπρός του Ορχάν–τον ήξερε και από την καλή και από την κακή πλευρά. Αναγκάστηκαν όμως να τους μπουζουριάσουν γιατί είχαν ξεσηκώσει τη γειτονιά.
Ο αστυνόμος είπε: «Δεν είδα στη ζωή μου γυναίκα να βρίζει τόσο πολύ και τόσο άσχημα».
Θα του έδινε το δίκιο΄ η Ελληνίδα δεν είχε πάθει απλώς κρίση, δεν φώναζε υστερικά. Έβριζε Χριστούς και Μωάμεθ. Έπεφτε πάνω στο θεριό και προσπαθούσε να τον κατασπαράξει. Και όλα αυτά μέσα στο μικρό διαμέρισμα, στην πόλη, που το νοίκιαζαν από τον Ορχάν. Είχανε πιει και λίγο νωρίτερα, είχανε πηδηχτεί κανονικά, όπως κάθε μέρα και κάνα δυο φορές τη μέρα, και μετά εκείνος έκανε να φύγει χωρίς να της εξηγήσει πού θα πήγαινε.
«Στο εστιατόριο θα πάω» της εξήγησε.
«Γιατί δεν έρχομαι κι εγώ;»
«Μα είμαι πορτιέρης, κάνω δουλειά» της εξηγούσε. "Δεν πάμε για διασκέδαση».
Η Τίνα δεν περίμενε εξηγήσεις, όποιο επίθετο γνώριζε κατά του Τούρκου εχθρού και του αλλόπιστου το χρησιμοποίησε. Η κατηγόρια που του απέδωσε ήταν ότι πήγαινε και το έδινε όπου να ’ναι, εδώ κι εκεί. Οι κουβέντες τους, βαριές και ασήκωτες, ξεσήκωσαν τον μαχαλά, πίσω από τα συνεργεία αυτοκινήτων και τις αυθαίρετες αποθήκες, κοντά στην καινούργια γέφυρα, πάνω στον δρόμο προς τη Βουλγαρία και την κεντρική Ευρώπη. Δυο στενά παραπέρα, στο πουθενά, κρυβόταν και το πορνείο της πόλης, χτισμένο ανάμεσα σε γεροχτισμένους τοίχους, τέσσερα σπιτάκια στη σειρά, η μικρότερη εντοιχισμένη γειτονιά του κόσμου. Εκεί ακριβώς πήγε όταν τελείωσε ο καβγάς τους ο Τζεμάλ. Εκεί ήταν η δουλειά του το τελευταίο διάστημα. Κάποιος έπρεπε να προστατεύει το σύστημα των εκδιδόμενων γυναικών, στην άκρη της πόλης, στη μοναξιά του υγρού κάμπου.
Η αλλόφρων Τίνα μπήκε στο αυτοκίνητό της, το έβρισε που ήταν μικρό, και κατευθύνθηκε προς τα σύνορα. Ξημέρωνε. Οι τελωνειακοί και των δύο χωρών με πρησμένα μάτια προσπαθούσαν να διεκπεραιώσουν τη δουλειά τους. Την αναγνώρισαν, κόντευαν να γίνουν συμπεθέρια εκ τελωνείων. Εκείνη σταμάτησε στα αφορολόγητα και αγόρασε ένα ακριβό άρωμα για να συνέλθει. Ταξίδευε μέχρι το πρωί ακούγοντας κασέτες της δεκαετίας του ’80 με Άλισον Μουαγιέ και το συγκρότημά της Yazoo, που πλέον αγνοείται η τύχη τους, μ’ εκείνη να χορεύει σε πίστες γυαλιστερές ξέφρενα, με τις φράντζες πάνω στα μάτια, σχισμένα γάντια, τις κρεμασμένες αλυσίδες. Η πιο λαμπρή πιτσιρίκα.
Το πάρτι μέσα στο χαμάμ ήταν ιδέα της πολίτικης πτέρυγας, της Χρύσας και του Χρήστου. Ακουγόταν ως η πιο έξυπνη και λογική λύση, ο μόνος χώρος που θα μπορούσαν να κλείσουν για ένα ολόκληρο βράδυ, χωρίς να είναι μια ακριβή αίθουσα, με προσωπικό και κουζίνα. Ακόμα και στον ιδιοκτήτη του χαμάμ άρεσε η ιδέα. Αντί να έχει πέντ’ έξι φτωχοπελάτες σε μια βραδιά, θα είχε τριάντα, και με διπλά κέρδη, αφού κάθε καλεσμένος μετρούσε ξεχωριστά, χώρια τα έξτρα φιλοδωρήματα. Έτσι, μετά την εκκλησία πήγανε για ένα τσάι σε μια μεγάλη καφετέρια του Τοπ Χανέ και από εκεί κατευθείαν στο συνοικιακό χαμάμ, ένα από τα ενενήντα της Πόλης. Οι συζητήσεις και τα γέλια συνεχίζονταν μέσα στις θολές αίθουσες και έξω στο σαλόνι. Το χαμάμ ήταν σχετικά καθαρό, αρκετοί είχαν φέρει δικά τους μπουρνούζια, αλλά μέσα στον κυρίως χώρο κυκλοφορούσαν είτε γυμνοί είτε με την πετσέτα τυλιγμένη στη μέση. Δυστυχώς η αρμονία του σώματος είχε πια χαθεί οριστικά στο μικρό αντιπροσωπευτικό των σαραντάρηδων και βάλε, αναθρεμμένων στα τσιπουράδικα της Θεσσαλονίκης και εμποτισμένων με μίσος για τις ενόργανες και οργανικές γυμναστικές.
(σελ. 178-179)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου