Τρίτη 15 Αυγούστου 2023

Το καλοκαίρι των λογοτεχνών

Στην Καθημερινή , Δεκαπενταύγουστο 2023, δημοσιεύεται ένα αφιέρωμα στο καλοκαίρι των λογοτεχνών από τον Δημήτρη Αθηνάκη με αναφορά σε ένα δικό μου διήγημα "Το τελευταίο καλοκαίρι τους" από τους "Χάρτες", το καλοκαίρι μιας βορειοελλαδίτικης παρέας στα παράλια της Τουρκίας το 1982. Το παραθέτω ολόκληρο:

"ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ ΣΟΥ"
Πώς τις έσερναν τις βαλίτσες από λεωφορείο σε ταξί κι από εκεί σε λεωφορείο – ξανά και ξανά. Δέκα μέρες τι τα ήθελαν τόσα λούσα, καλοκαιριάτικα, στα παράλια της Ιωνίας. Αυτές χαμογελούσαν, η Μαρία και η Σάσα, εικοσιπεντάχρονες. Δεν τις ένοιαζε τίποτε, ούτε είχαν συναίσθηση πού βρίσκονταν. Από την άλλη, οι άλλοι τρεις της παρέας γνώριζαν πολύ καλά γιατί είχαν έρθει εδώ. Έκαναν τις βόλτες τους τα βράδια στα πάρκα της Σμύρνης, γνώριζαν αγόρια κι έτρεχαν μαζί τους σε φτωχόσπιτα, σε παράγκες, σε ξενοδοχεία χωρίς κατηγορία. Μόλις έφευγε ο καλεσμένος, έμπαινε στο δωμάτιο και ο ρεσεψιονίστ, να μη μείνει παραπονεμένος κανένας περιτμημένος.
Η Σάσα έφερε κι έναν καινούριο στην παρέα, τον ξαδελφούλη της, τον Άγγελο, ακόμη με την ακμή στο πρόσωπο, γλυκούλης, μόλις τελείωσε το λύκειο και θέλει να πάει σε σχολή μονίμων υπαξιωματικών. Όταν σπάζει ο πάγος, ομολογεί ότι θέλει να ζει μόνο με αγόρια και μόνον ανάμεσά τους. Νωρίς νωρίς βγήκε έξω από την ντουλαπίτσα του.
Η Σάσα γελάει. Χίλια εννιακόσια ογδόντα δύο, καλοκαίρι. Οι άλλοι δύο είναι φίλοι της Μαρίας, ο ένας δουλεύει σε τράπεζα, ο άλλος κρατάει το μαγαζί του πατέρα του στην Καβάλα, γεμάτο υφάσματα για κουρτίνες. Γελάνε. Ο Άγγελος είναι πρώτη φορά που ταξιδεύει εκτός Ελλάδας.
«Μα δεν είναι εκτός» μονολογεί βλέποντας γύρω του τόσα οικεία πρόσωπα.
Κάτω από μια ψάθινη τέντα στο Αϊβαλί, χαλαρωμένοι, χωρίς την ανάγκη ακόμη του αλκοόλ, άντε ένα ρακί. Χωρίς τη βουλιμία του φαγητού, που είκοσι χρόνια μετά θα οδηγήσει τους μισούς σε ανεπνευστήρες. Με τον ήλιο χορτασμένοι και τα γέλια.
«Κι οι Τούρκοι σαν κι εμάς» λένε.
Γελάνε.
Ο Άγγελος έχει ακούσει ότι το καλύτερο μέρος της Ελλάδας και όλου του κόσμου είναι η Μύκονος. Εκεί υπηρετούσε στα ραντάρ ένας γείτονάς του και του περιέγραψε πόσο μοντέρνο και ξακουστό είναι το νησί, γεμάτο ξένους, απελευθερωμένους.
«Του χρόνου το καλοκαίρι θα μαζέψω λεφτά και θα πάω…»
Οι άλλοι δύο, ελαφρώς μεγαλύτεροί του, κοιτάζονται μεταξύ τους΄ δεν τους ενδιαφέρει η Μύκονος, γι’ αυτούς όλα τα μέρη είναι ξακουστά, όπου υπάρχουν άνθρωποι οι τόποι είναι διασκεδαστικοί και ζωντανοί. Θα συνεχίσουν να ταξιδεύουν και την επόμενη δεκαετία, άλλοτε έχοντας τη Σάσα μαζί τους και άλλοτε τη Μαρία. Κι εκείνες θα σέρνουν τη βαλίτσα και θα τους ακολουθούν σε ανύποπτες διαδρομές, σε μέρη χωρίς διάσημους. Ο Άγγελος δεν θα ξαναπάει μαζί τους. Το επόμενο καλοκαίρι θα αράξει στη Μύκονο και τέλος Σεπτεμβρίου θα τους συναντήσει για καφέ στην παραλιακή καφετερία της Καβάλας.
«Είμαι ευτυχισμένος, πέρασα στην Αθήνα, στη σχολή υπαξιωματικών. Το πιο ωραίο, γνώρισα στη Μύκονο έναν σαραντάρη από το Σαν Φρανσίσκο. Κόλλησε πάνω μου, με κάλεσε να πάω Αμερική. Ήταν τέλεια στη Μύκονο».
Το Πάσχα της επόμενης χρονιάς ταξίδευαν οι τέσσερις για Αίγυπτο. Αγοράζοντας εφημερίδες στο αεροδρόμιο, μια αγγλική, έτσι, για να υπάρχει ένας κοσμοπολιτισμός στο ταξίδι τους, το μάτι του Μάρκου έπεσε πάνω σε ένα ανησυχητικό δημοσίευμα:
«Ντίνο, για δες εδώ…»
Μιλούσε για μιαν αρρώστια που θέριζε στην Αμερική και είχε αρχίσει να έρχεται και στην Ευρώπη. Κοιτάχτηκαν ανήσυχοι. Δεν ομολόγησαν τους φόβους τους΄ κάτι θα άλλαζε στο εξής, κανένα καλοκαίρι δεν θα ήταν το ίδιο.
Τα κορίτσια ακόμη και στην έρημο έσερναν τις βαλίτσες με τις ρόδες, έτοιμες να αλλάξουν κάθε τρεις ώρες.
«Τι κάνει ο Άγγελος στην Αθήνα;» ρώτησε η Μαρία.
«Περιμένει τον φίλο του από το Σαν Φρανσίσκο».
«Μια χαρά…» είπε η Μαρία.
Οι δύο άλλοι δεν μίλησαν. Μέσα στους τάφους των Φαραώ η ατμόσφαιρα βάραινε σαν να αφαιρούσες τον αέρα. Οι Αιγύπτιοι τα είχαν βρει με τον θάνατο. Οι τέσσερις δεν είχαν ακόμη αρχίσει να τον σκέφτονται. Ο Άγγελος ήδη τον είχε συναντήσει. Τρία χρόνια μετά το καλοκαίρι του στη Μύκονο, έλιωσε. Μόλις είκοσι τριών. Ένας από τους πρώτους που έφυγαν άδικα. Μπορεί και ο πρώτος. Πάντως στον θάνατο κανείς δεν καμαρώνει την πρωτιά.
Τα καλοκαίρια των τεσσάρων σκοτείνιασαν. Οι φίλες αρραβωνιάστηκαν και οι φίλοι κοίταζαν ένοχα γύρω τους. Μια ανάσχεση του κόσμου που ήξεραν.
«Έκλεισε ο κόσμος γύρω μου» έλεγε ο Κλέων. «Ο έρωτας πεθαίνει τον κόσμο. Φρόντισαν να το χαλάσουν κι αυτό…»



Μου αρέσει!
Σχόλιο

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Τα δωμάτια των συγγραφέων:

  Ο συγγραφέας Θεόδωρος Γρηγοριάδης μιλάει για τον χώρο όπου εμπνέεται για να γράψει Εδώ γράφω: σε ένα μικρό δωμάτιο που μετατράπηκε σε γραφ...