Σάββατο 19 Οκτωβρίου 2024

Μια συζήτηση του Κώστα Αγοραστού με τον Θεόδωρο Γρηγοριάδη με αφορμή το «Ελσίνκι»



Συνέντευξη στον Κώστα Αγοραστό 

Bookpress 19/07/24


Ο Θεόδωρος Γρηγοριάδης είναι ένας τολμηρός και ταυτόχρονα χαμηλών τόνων συγγραφέας. Μέχρι στιγμής έχει παρουσιάσει μυθιστορήματα, νουβέλες, διηγήματα (πολλά και καλά), θεατρικά κείμενα, τα οποία αποτελούν έναν συμπαγή συγγραφικό κόσμο. Και αυτό γιατί ο συγγραφέας όχι μόνο δεν ξεχνά αλλά επανέρχεται στο μέρος απ' όπου ξεκίνησε, τον τόπο της καταγωγής του, τις παιδικές του μνήμες, τα εφηβικά του σκιρτήματα. Κι αν το Ελσίνκι μοιάζει τόπος μακρινός και ασύνδετος με το Παλαιοχώρι, ο Γρηγοριάδης θα αναδείξει τα κοινά βιώματα της μετανάστευσης, του ξεριζωμού, της βίαιης μετακίνησης των δικών του ανθρώπων μέχρι να βρουν ένα μόνιμο τόπο κατοικίας, αλλά και των πρώτων ερωτικών σκιρτημάτων, των εφηβικών προτύπων μαζί με την αθωότητα και την ορμή που τα χαρακτηρίζει. Ο Θεόδωρος Γρηγοριάδης βρίσκεται στη συγγραφική του ωριμότητα και το μυθιστόρημα του Ελσίνκι είναι το αποτέλεσμα αυτής.


Διαβάζοντας την ιστορία του Αβίρ και του Αντώνη δεν εστιάζετε στα τρία χρόνια που ήταν «μαζί» αλλά ξεκινάτε την αφήγησή σας, αρκετά χρόνια μετά. Το πώς διαχειρίστηκε ο καθένας τα συναισθήματά του και ποια μορφή πήρε η σχέση τους είναι στοιχεία ενδεικτικά ενός μεγάλου έρωτα ή ένας έντιμος συμβιβασμός με την πραγματικότητα;


Θέλησα να πω την ιστορία τους από απόσταση μιας και ο χρόνος λειτουργεί καταλυτικά στις ανθρώπινες σχέσεις. Τη στιγμή που ο Αβίρ ανακοινώνει στον Αντώνη ότι σκοπεύει να φύγει στην Φινλανδία έχει αρχίσει και η αντίστροφη μέτρηση της συμβίωσης. Στο εξής δεν θα είναι πια μαζί αλλά θα παρακολουθούν ο ένας τη ζωή του άλλου, θα συναντιώνται σποραδικά και κάτω από άλλες συνθήκες ακόμη και όταν ο Αβίρ θα φτιάξει τη δική του οικογένεια. Στο βάθος ενδεχομένως να κρυβόταν μια λύτρωση – μπορεί και ένας συμβιβασμός.

 

Στα θεμέλια αυτής της ιστορίας βρίσκονται όλες οι πολιτισμικές, κοινωνικές και θρησκευτικές αντιλήψεις που φέρει ο κάθε ήρωας και οι οποίες, τελικά καθορίζουν όλες τις σημαντικές αποφάσεις τους. Γράφετε: «Ο Αβίρ είχε κάτι το ανατολίτικο και νωχελικό. Δεν ήταν τόσο ερωτικός όσο δοτικός. Και με τον καιρό αφηνόταν, χαλάρωνε, καταστέλλοντας τις αναστολές του, μέχρι που αναχώρησε και υποχώρησε εκεί όπου οι θεσμικές σειρήνες της ζωής και της Ανατολής τον καλούσαν από καιρό. Κι εκεί, όσες φορές τον έβλεπα στο δικό του περιβάλλον, ανακτούσε τους κώδικες συμπεριφοράς που του είχαν επιβληθεί από παλιά». Γιατί ο Αντώνης μπαίνει σ’ αυτόν τον μονόδρομο, ενώ υπάρχει από την αρχή η σήμανση για το αδιέξοδο;


Όλα ξεκίνησαν από μια τυχαία γνωριμία, από τον δρόμο. Από εκεί και πέρα προχώρησαν σαν φίλοι και εραστές, αποδεχόμενοι ο ένας τον άλλο, μέσα στα δικά τους πλαίσια. Όμως παραδίπλα υπήρχαν κι άλλοι φράχτες: καταγωγή, θρησκεία, κοινωνία, συντηρητικοί θεσμοί. Δεν μπορείς να τα υπερβείς όλα αυτά και μάλιστα είκοσι χρόνια πριν –όταν ξεκίνησε η ιστορία τους– ήταν ακόμη πιο δύσκολα.

Από την άλλη πρέπει να αποδεχτείς τον άλλον με τις δυσκολίες του και τις ιδιαιτερότητές του. Ας μην ξεχνάμε ότι μιλάμε για ένα μυθιστόρημα όπου οι αντίθετοι χαρακτήρες τροφοδοτούν την ιστορία και την εξέλιξη της πλοκής. Βασικό μοτίβο παραμένει η ένταξη μιας σχέσης σε ένα ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον, αυτό όμως δεν προχωρούσε γιατί ο καθένας και ειδικά ο Αβίρ κουβαλούσε μια ισχυρή οικογενειακή δέσμευση. Ως πρωτότοκος, έπρεπε να παντρευτεί για να πάρουν σειρά οι αδελφές του, οι υποσχέσεις που έδωσε στους γονείς εγείρονταν εκβιαστικά κάθε φορά που εκείνος προχωρούσε σε μια επόμενη κίνηση. Οι ελεύθερες επιλογές περιορίζονται όσο το άτομο είναι δέσμιο τόσων υποχρεώσεων.


Η προσωπική διαδρομή του Αβίρ, η μετατόπισή του, όχι μόνο γεωγραφικά αλλά και ψυχοσυναισθηματικά, μοιάζει να είναι μεγαλύτερη από αυτή του Αντώνη, ο οποίος βεβαίως ήταν ο καταλύτης αυτής της μετατόπισης. Τι μένει στο τέλος για τον καθένα τους;


Σίγουρα ο Αβίρ δοκιμάστηκε περισσότερο από τον Αντώνη, βασίστηκε στο κορμί, στο ένστικτο και στην αγάπη του που ενεργοποιήθηκε από την παρουσία του άλλου. Αν όμως πραγματικά δεν ήθελε να ενδώσει δεν θα έμπαινε στο αυτοκίνητο του άλλου. Κανείς δεν μπαινοβγαίνει στις ζωές και στα αυτοκίνητα των ξένων αν δεν το επιθυμεί. Πάντως και οι δύο δοκιμάστηκαν το ίδιο συναισθηματικά και, όπως φαίνεται στους διαλόγους και στις συναντήσεις τους, δεν το μετάνιωσαν ποτέ. Ενδεχομένως να ξανασκέφτηκαν –ειδικά ο Αντώνης– αν έπρεπε να είχε προσπαθήσει παραπάνω για να κρατήσει η σχέση τους. Ωστόσο η παρουσία του ενός στην ζωή του άλλου έδωσε μια νέα πνοή στην ύπαρξή τους, διεύρυνε την σκέψη και τα συναισθήματά τους.


 

Ανάμεσα στους δύο ήρωες υπάρχουν διαφορές (ηλικίας, κοινωνικές, πολιτισμικές) που δύσκολα μπορούν να καλυφθούν, αν και κανείς τους δεν ρίσκαρε να το θέσει αυτό ως επιθυμία. Θεωρείτε απαραίτητη συνθήκη την ύπαρξη διαφορών, για να προκύψει ένας μεγάλος έρωτας;


Παρά τις διαφορές η επιθυμία θριαμβεύει στο τέλος. Ο Αντώνης, ως συγγραφέας προσπάθησε να πειραματιστεί μπαίνοντας και ο ίδιος σε μία περσόνα, μια προέκταση του συγγραφικού του εγώ. Είχε τα πνευματικά εφόδια, την εμπειρία, τα διαβάσματα αλλά και την ανάλογη καταγωγή. Κατά βάθος και οι δύο ήταν δύο άνθρωποι από λαϊκές τάξεις: ο Αντώνης έβλεπε στον πρόσφυγα Αβίρ τα σώματα των εφηβικών του προτύπων αλλά και των συμπατριωτών του μιας άλλης εποχής. Ο ένας το πνεύμα και ο άλλος το σώμα. Κοινή επιθυμία, αμοιβαία η έλξη.


Ο Αβίρ ποτέ δεν σκέφτηκε με όρους δυτικούς ούτε θα υιοθετούσε μια διαφορετική συμπεριφορά. Κάπου εκεί προδιαγραφόταν και η απόδραση από την σχέση τους. Πρέπει να αποδεχτούμε ότι κάθε σχέση έχει τη δική της μοναδικότητα. Το μυθιστόρημα παρακάμπτει κάθε κατηγοριοποίηση με βάση τον ομοερωτισμό τους: δύο άντρες που αγαπιούνται όπως και οι υπόλοιποι άνθρωποι.


Τα τελευταία χρόνια παρατηρούμε μια αναζωπύρωση του ενδιαφέροντος για το autofiction. Συγγραφείς όπως η Rachel Cusk και η Annie Ernaux έχουν βάλει στο κέντρο των αφηγήσεών τους προσωπικά βιώματα, τραυματικές σχέσεις με γονείς, ερωτικούς συντρόφους αλλά και παιδιά. Ήταν αυτή η τάση (που επανήλθε και) που σας έδωσε τον τρόπο να αφηγηθείτε αυτή την ιστορία ή ήταν η ίδια η ιστορία που έκλεισε με έναν τρόπο;


Βασικό χαρακτηριστικό του autofiction είναι η πρωτοπρόσωπη αφήγηση ενός χαρακτήρα που συμπίπτει με την ταυτότητα του συγγραφέα. Στο Ελσίνκι υπάρχουν τέσσερις διαφορετικές αφηγηματικές μέθοδοι· μόνον μία, η πρωτοπρόσωπη παρέμβαση του Αντώνη, διατηρεί το ύφος και την εξομολογητικότητα της “αυτομυθοπλασίας”. Αυτό έγινε και κάπως ηθελημένα, όχι για να αποφύγω προσωπικά την ταύτιση με τον Αντώνη αλλά για να «παίξω» με τα όρια της αυτομυθοπλασίας και της μεταμυθοπλασίας μέσα στο ίδιο μυθιστόρημα.


Γράφετε: «Την πιο κρίσιμη ώρα, που ταξίδευε ήδη παράνομα από την Ελλάδα για τη Σουηδία, είχαμε μαζευτεί Καθαρά Δευτέρα στο σπίτι της Έλλης στον Κεραμεικό […] Κάποια στιγμή η Έλλη γύρισε και μας είπε: ❝Αυτή τη στιγμή πρέπει να φτάνει στη Ρώμη❞». Αν δεν υπερερμηνεύω, εδώ μοιάζει να χαρίζετε στον ήρωά σας την παρέα μιας άλλης σας ηρωίδας, της Έλλης. Επανέρχεστε στα πρόσωπα των βιβλίων σας; Αποτελούν ευρύτερα μια άτυπη οικογένεια για εσάς;


Επανέρχομαι στους χαρακτήρες μου σε πολλά διηγήματα και μυθιστορήματα. Η Έλλη, από το Μυστικό της Έλλης, εμφανίζεται σε ένα διήγημα στην Νοσταλγία της απώλειας όπου εκεί σε ένα πάρτι συναντάει και πάλι το ζευγάρι Αντώνη/Αβίρ με άλλα ονόματα. Η Νοσταλγία της απώλειας εμπεριέχει πολλά στοιχεία του Ελσίνκι. Θα έλεγα ότι το τωρινό μυθιστόρημα (παρά την αυτονομία του) είναι μια γιγαντωμένη αφήγηση που ξεπήδησε μέσα από την προηγούμενη συλλογή διηγήσεων την οποία προτείνω να διαβαστεί μαζί ή μετά με το Ελσίνκι γιατί θα φωτιστεί κι από άλλες οπτικές γωνίες η ιστορία του Αβίρ και του Αντώνη.

Εδώ και χρόνια έχω φτιάξει ένα πλέγμα αφηγήσεων που χαλαρά και διακριτικά αλληλοκαλύπτονται. Το έχω ανάγκη αυτό, μου δημιουργεί μια αφηγηματική ολότητα, ένα διαφορετικό γενεαλογικό δέντρο. 

 

Ίσως η σημαντικότερη φράση του βιβλίου λέει το εξής: «Για την αγάπη και τα γραπτά σου δεν πρέπει να μετανιώνεις ποτέ». Αισθάνεστε ότι με αυτό το βιβλίο κλείνει ένας κύκλος και ανοίγει ένας άλλος για σας και τα γραπτά σας;


Πράγματι κλείνει ένας κύκλος αγάπης και γραφής ταυτόχρονα. Δεν ανήκω στους συγγραφείς που βγαίνουν μπροστά από τα γραπτά τους. Θα μπορούσα σε προσωπικό επίπεδο να είμαι πολύ πιο αποκαλυπτικός αλλά με ενδιαφέρει να εκτεθώ λογοτεχνικά και όχι προσωπικά. Δεν μου αρέσουν οι αναγνώστες της κλειδαρότρυπας. Ως συγγραφέας όλα αυτά τα χρόνια παραμένω χαμηλότονος, ήταν επιλογή μου. Το Ελσίνκι είναι η πιο γενναία λογοτεχνική μου κατάθεση μαζί με το Παρτάλι. Μέχρι στιγμής η κριτική αποδοχή ξεπέρασε θετικά κάθε προηγούμενο βιβλίο. Για την εμπορική θα περιμένω – είναι νωρίς ακόμη. Αν θα ανοίξει ένας άλλος συγγραφικός κύκλος θα εξαρτηθεί ενδεχομένως από την αποδοχή και την πρόσληψη αυτού του βιβλίου.


* Ο ΚΩΣΤΑΣ ΑΓΟΡΑΣΤΟΣ είναι δημοσιογράφος.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Μια συζήτηση του Κώστα Αγοραστού με τον Θεόδωρο Γρηγοριάδη με αφορμή το «Ελσίνκι»

Συνέντευξη στον Κώστα Αγοραστό  Bookpress 19/07/24 Ο Θεόδωρος Γρηγοριάδης είναι ένας τολμηρός και ταυτόχρονα χαμηλών τόνων συγγραφέας. Μέχρι...