Κάρμεν Λαφορέτ: έγραψε ένα από τα πιο σημαδιακά βιβλία της ισπανικής λογοτεχνίας
Η γιαγιά του Αλμοδόβαρ
ΤΟ 1944, ΠΕΝΤΕ ΧΡΟΝΙΑ ΜΕΤΑ ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΕΜΦΥΛΙΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ ΣΤΗΝ ΙΣΠΑΝΙΑ,
ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΕΝΑ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ ΠΟΥ ΕΜΕΛΛΕ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΕΝΑ ΑΠΟ ΤΑ ΠΙΟ ΣΗΜΑΔΙΑΚΑ
ΒΙΒΛΙΑ ΤΗΣ ΙΣΠΑΝΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ. Η ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ ΤΟΥ, Η ΚΑΡΜΕΝ
ΛΑΦΟΡΕΤ, ΜΟΛΙΣ ΕΙΚΟΣΙ ΤΡΙΩΝ ΕΤΩΝ, ΕΧΟΝΤΑΣ ΑΦΗΣΕΙ ΠΙΣΩ ΤΗΣ ΤΟΝ ΓΕΝΕΘΛΙΟ
ΤΟΠΟ ΤΗΣ, ΤΑ ΚΑΝΑΡΙΑ ΝΗΣΙΑ, ΕΙΔΕ ΤΗ ΦΗΜΗ ΤΗΣ ΝΑ ΕΚΤΟΞΕΥΕΤΑΙ ΚΑΙ ΝΑ ΥΛΟΠΟΙΕΙΤΑΙ
ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΤΗΣ ΝΑ ΓΙΝΕΙ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ
Η καινούργια μετάφραση του μυθιστορήματος « Άβυσσος» (Νada, δηλαδή «τίποτα»), στα αγγλικά με εισαγωγή του Μάριο Βάργκας Λιόσα, αναζωπύρωσε το ενδιαφέρον για το βιβλίο της Λαφορέτ, που στην πατρίδα της, αφού βραβεύτηκε με το πρωτοθεσπισμένο βραβείο Νadal, δεν έπαψε να πουλάει κάποιες χιλιάδες αντίτυπα κάθε χρόνο. Πέθανε στα 82 της, ήρεμη, μακριά από τη δημοσιότητα, αφήνοντας πίσω της μια ηρωίδα κλασική, τη νεαρή Αντρέα.
Η Αντρέα, με μια βαλίτσα φορτωμένη όνειρα και βιβλία, φτάνει χειμωνιάτικα στη Βαρκελώνη, αφήνοντας πίσω της την μακρινή επαρχία. Στην οδό Αριμπάου, σε ένα παλιό κτίριο, μένουν οι συγγενείς της που θα τη φιλοξενήσουν όσο εκείνη θα σπουδάζει φιλολογία.
Φτωχή και ορφανή κοπέλα, έχει το δικαίωμα δωρεάν εγγραφής στο Πανεπιστήμιο. Όμως μέσα στο διαμέρισμα τα πράγματα δεν μοιάζουν λαμπερά.
Αφημένο, με μισοφωτισμένους διαδρόμους και στοιβαγμένα έπιπλα, της δημιουργεί ασφυξία. Η γιαγιά της, η θεία Αγκούστιας, η θεία Γκλόρια και η βοηθός Αντόνια, όλες μοιάζουν με φασματικές γυναίκες. Οι θείοι της, ο Χουάν, σύζυγος της Γκλόρια και ο αδελφός του, ο Ρομάν, ονειροπαρμένος καλλιτέχνης, αλληλοσπαράζονται μεταξύ τους. Οι πόρτες χτυπάνε με θυμό, κραυγές διαταράζουν τη νύχτα, κι η Αντρέα ξυλιασμένη από το κρύο, στο βαρυφορτωμένο σαλόνι, όπου την έχουν βάλει, αναρωτιέται πόσο ανούσιες θα είναι οι μέρες της. Το μυαλό της γκρίζα πέτρα, σε ένα σπίτι όπου «η τρέλα χαμογελούσε από τις στραβωμένες κάνουλες».
Η Αντρέα, με μια βαλίτσα φορτωμένη όνειρα και βιβλία, φτάνει χειμωνιάτικα στη Βαρκελώνη, αφήνοντας πίσω της την μακρινή επαρχία. Στην οδό Αριμπάου, σε ένα παλιό κτίριο, μένουν οι συγγενείς της που θα τη φιλοξενήσουν όσο εκείνη θα σπουδάζει φιλολογία.
Φτωχή και ορφανή κοπέλα, έχει το δικαίωμα δωρεάν εγγραφής στο Πανεπιστήμιο. Όμως μέσα στο διαμέρισμα τα πράγματα δεν μοιάζουν λαμπερά.
Αφημένο, με μισοφωτισμένους διαδρόμους και στοιβαγμένα έπιπλα, της δημιουργεί ασφυξία. Η γιαγιά της, η θεία Αγκούστιας, η θεία Γκλόρια και η βοηθός Αντόνια, όλες μοιάζουν με φασματικές γυναίκες. Οι θείοι της, ο Χουάν, σύζυγος της Γκλόρια και ο αδελφός του, ο Ρομάν, ονειροπαρμένος καλλιτέχνης, αλληλοσπαράζονται μεταξύ τους. Οι πόρτες χτυπάνε με θυμό, κραυγές διαταράζουν τη νύχτα, κι η Αντρέα ξυλιασμένη από το κρύο, στο βαρυφορτωμένο σαλόνι, όπου την έχουν βάλει, αναρωτιέται πόσο ανούσιες θα είναι οι μέρες της. Το μυαλό της γκρίζα πέτρα, σε ένα σπίτι όπου «η τρέλα χαμογελούσε από τις στραβωμένες κάνουλες».
Οι συγγενείς
Η θεία Αγκούστιας την προειδοποιεί «ζεις από την ελεημοσύνη των συγγενών», την αποτρέπει να τριγυρίζει στους δρόμους της κολασμένης πόλης. Με χριστιανικές αρχές, μισεί τη νύφη της, την Γκλόρια, και δέρνεται μαζί της. Η Γκλόρια πάλι, εξωστρεφής, ευφυής αλλά και τσαπατσούλα, δήθεν πουλάει τους πίνακες του Χουάν, ενώ τους «σκοτώνει» κυριολεκτικά στα παλιατζίδικα και με εκείνα τα λίγα λεφτά ξεροσταλιάζει στη χαρτοπαικτική λέσχη της αδελφής της ώς τα ξημερώματα. Ο θείος Ρομάν, στη σοφίτα του, όταν δεν χτυπιέται με τον αδελφό του, ονειροφαντάζεται διαρκώς ιστορίες. Αισθάνεται μοναδικός, αποτραβηγμένος καλλιτέχνης, πρώην κομμουνιστής και καταδότης. Παίζει πιάνο και προκαλεί αισθησιακά την Αντρέα, όπως και τη νύφη του.
Η Αντρέα μη αντέχοντας τη μιζέρια και τη στέρηση, ακόμη και του φαγητού, παίρνει τους δρόμους, σαν αερικό, ένα πλάσμα που αψηφεί τους πειρασμούς και θέλει να διεισδύσει στα μυστικά της πόλης, στον λαβύρινθο των άλλων: «Να μ΄αφήσουν ήσυχη να κάνω το καπρίτσιο μου». Γνωρίζεται με την Ένα, συμφοιτήτριά της, από μια πλούσια οικογένεια που ζει διαρκώς σε μετακίνηση. Αργότερα αποκαλύπτεται ότι η μητέρα της Ένα ήταν ερωμένη του Ρομάν, αλλά και η κόρη δεν αργεί να παγιδευτεί στη γοητεία του απόμερου άντρα.
Η Αντρέα μη αντέχοντας τη μιζέρια και τη στέρηση, ακόμη και του φαγητού, παίρνει τους δρόμους, σαν αερικό, ένα πλάσμα που αψηφεί τους πειρασμούς και θέλει να διεισδύσει στα μυστικά της πόλης, στον λαβύρινθο των άλλων: «Να μ΄αφήσουν ήσυχη να κάνω το καπρίτσιο μου». Γνωρίζεται με την Ένα, συμφοιτήτριά της, από μια πλούσια οικογένεια που ζει διαρκώς σε μετακίνηση. Αργότερα αποκαλύπτεται ότι η μητέρα της Ένα ήταν ερωμένη του Ρομάν, αλλά και η κόρη δεν αργεί να παγιδευτεί στη γοητεία του απόμερου άντρα.
Οι εμμονές
Η Αντρέα δοκιμάζεται. Πεινάει κυριολεκτικά, αναπτύσσει ψυχοπαθολογικά συμπτώματα, αποσυντονίζεται στη χαώδη Βαρκελώνη, όμως αντί να δραπετεύσει υπομένει την καταπίεση των συγγενών, ταυτίζεται μαζί τους, σωματοποιεί την αγωνία της. Της έρχεται «κάτι σαν τρέλα», θέλει να δαγκώσει την παλλόμενη σάρκα της Γκλόρια, να τη μασήσει. Με κάτι τέτοιες φράσεις οι μεταμοντέρνες αναγνώσεις σίγουρα αναζητούν ομοερωτικές τάσεις. Η ερωτική καταπίεση είναι ένα από τα μοτίβα του βιβλίου, όπως και οι σαδομαζοχιστικές εμμονές, απόρροια των κοινωνικών και πολιτικών δεδομένων. Η Αντρέα διατρέχει την προσωπική της ιστορία παράλληλα με την εθνική, ενώ στο πρόσωπό της συμπιέζεται μια ολόκληρη γενιά της Φρανκικής Ισπανίας. Η θεία Αγκούστιας σαφώς είναι επηρεασμένη από την ομώνυμη ηρωίδα στο Σπίτι της Μπερνάντα Άλμπα που γράφτηκε λίγο πριν από το βιβλίο της Αντρέα.Άλλωστε η βαλίτσα της Αντρέα είναι γεμάτη βιβλία. Το κοριτσάκι με τα σπίρτα, γίνεται μια έφηβη σταχτοπούτα, μια όψιμη Τζέιν Έυρ, θυμίζει ηρωίδες γκόθικ μυθιστορημάτων: «Ζούσα ανάμεσα στις σκιές και στα πάθη που με περιστοίχιζαν. Μερικές φορές αμφέβαλλα ακόμη κι αν ζούσα». Όταν αυτοκτονεί ο Ρομάν τρέχει απελπισμένα στους δρόμους, ντυμένη με το μαύρο της φόρεμα, πέφτει σε κατάθλιψη, κλαίει, συνέρχεται, παρατηρεί, λογαριάζει τις επόμενες κινήσεις της. Φτιάχνει έναν προσωπικό κόσμο, λυτρωτικό, προτιμώντας να ζει εκεί μέσα χωρίς νόημα, παρά να μένει εγκλεισμένη σε μια φυλακή, όπως η ισπανική κοινωνία με το μαύρο φάσμα του πολέμου να πλανιέται παντού. Κι όταν έρχεται η πρόταση της Ένα, να την ακολουθήσει στη Μαδρίτη, αναχωρεί χωρίς εξηγήσεις, χωρίς αποχαιρετισμούς.
Το κείμενο, πρωτοπρόσωπο, εξομολογητικό, αποφεύγει την παγίδα του μελοδραματισμού. Αντιθέτως η αφήγηση έχει μια παγερότητα, μια αυτοσυγκράτηση, γράφεται σε κοντινή απόσταση από τον χρόνο που έλαβαν χώρα τα γεγονότα. Σε μια μακρινή αναλογία θυμίζει τις Δύσκολες νύχτες της πρωτοπόρου Μέλπως Αξιώτη, όπου κι εκεί ηρωίδα και μυθιστόρημα αποδεσμεύονταν από τις ασφυκτικές αφηγήσεις των μεσογειακών δικτατορικών καθεστώτων. Η Άβυσσος εξακολουθεί πάντως να παραμένει παράξενο και σαγηνευτικό κείμενο, αφήνοντας αρκετές αινιγματικές χαραμάδες.
«Ξημερώματα πια, μια λιτανεία, από μαύρα σύννεφα σαν μακριά δάχτυλα, άρχισαν να αρμενίζουν στον ουρανό. Στο τέλος, έπνιξαν το φεγγάρι». Όταν γράφεις έτσι, στα είκοσι τρία σου και εξήντα χρόνια πριν, πώς να μην αναρωτιέσαι γιατί τα περισσότερα κορίτσια σήμερα γράφουν με το κραγιόν στο χέρι;
ΝΕΑ, βιβλιοδρόμιο, Σάββατο 17 Νοεμβρίου 2007
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου