Το παρακάτω απόσπασμα προέρχεται από το τελευταίο κεφάλαιο του μυθιστορήματος «Ο Ναύτης» (1993). Ύστερα από μια σειρά περιπέτειες και περιπλανήσεις ο αφηγητής, και ώριμος πια Ναύτης, επιστρέφει στο χωριό του, στο Παγγαίο και στην πεδιάδα των Φιλίππων όπου αντικρίζει ένα αποκαλυπτικό τοπίο καταστροφής του τόπου, της ομορφιάς, της ιστορίας και του περάσματος των πολιτισμών.
Μακάρι οι σελίδες αυτές να παραμείνουν στα χαρτιά ως μυθοπλασία και μόνον:
«Ο Ναύτης» (σελ. 397-400)
“Λίγα χρόνια μετά τον ανεξιχνίαστο πνιγμό της μικρής, στο κανάλι όπου βρέθηκε να κολυμπά το πτώμα της έχασκε η μεγαλύτερη τάφρος της χώρας. Τουλάχιστον μου φάνηκε απύθμενη. Όπως στα όνειρα, πίστευα πως αν έπεφτα μέσα, μπορεί να έβγαινα από την απέναντι πλευρά της γης.
Το χωριό μου βυθίστηκε στη θλίψη που προκαλεί το αίσθημα ότι η ζωή και ο τόπος πέρασαν τις τύχες τους σε κάποιων άλλων τα χέρια. Γέμισαν τα καφενεία και οι δρόμοι με εργάτες που φορούσαν φόρμες και μάσκες. Οι υπόλοιποι είχαν μαύρη σκόνη στα πρόσωπά τους. Οι περισσότεροι ήταν ξένοι μηχανικοί με ειδικότητα. Πολλοί ντόπιοι δούλευαν κι αυτοί ως ανειδίκευτοι εργάτες ή παρακολουθούσαν μερικά ταχύρρυθμα προγράμματα για να αποκτήσουν εξειδίκευση. Η εντολή που είχε δοθεί ήταν σαφής: έπρεπε να απορροφηθεί ένα μεγάλο ποσοστό αγροτών στις εργασίες κατασκευής των εργοστασίων.
Παντού υπήρχε μια κινητικότητα ανθρώπων που δεν είχαν σχέση με τον τόπο και τους παλιούς του ρυθμούς. Αυτοκίνητα με ξένους αριθμούς κυκλοφορούσαν στους καινούργιους δρόμους που είχαν χαραχτεί ανάμεσα στα χωράφια, γερανοί τεράστιοι έσκαβαν και όργωναν, μυτερά τρυπάνια αναζητούσαν το απόλυτο βάθος του εδάφους. Οι τελικές εγκαταστάσεις θα αργούσαν ακόμη, αλλά ο συντονισμός των εργασιών ήταν ακριβής. Άνθρωποι με ξένα συμφέροντα μπλέχτηκαν με ντόπιους, εξαγοράστηκαν συνειδήσεις, καταπατήθηκαν κτήματα, δόθηκαν κρυφές προσφορές. Άρχισαν οι διχόνοιες και τα χωριά του κάμπου βρέθηκαν στο έλεος όλων εκείνων που είχαν προαποφασίσει. την εξολόθρευσή του.
Οι διαμαρτυρίες ήταν ελάχιστες, αφού η γενικότερη κρίση που μάστιζε και την ίδια τη χώρα, λόγω των αναταραχών στα σύνορα, ανάγκαζε τους πάντες να δέχονται την αξιοποίηση κάθε ενεργειακού υλικού ως δεδομένη. Ήταν μια εποχή που οι γείτονες των συνόρων αλληλοσφάζονταν, μας έκλειναν τους δρόμους και μας στερούσαν την πρόσβαση σε πηγές ενέργειας που ως τότε μας παρείχαν βάσει συμφωνιών. Σταματούσαν τις ροές των ποταμών, έφραζαν τους αγωγούς αερίων που περνούσαν από τα δικά τους εδάφη, δε δίσταζαν να διοχετεύσουν τα απόβλητα των δικών τους βιομηχανικών περιοχών στις κοίτες των ποταμών που έβγαιναν στο Αιγαίο. Ο Στρυμόνας ήταν το πρώτο υγρό θύμα σ’ αυτή την εκδικητική συμπεριφορά μεταξύ όμορων λαών.
Μέσα σε μια τέτοια κρίση, οι αξίες και οι παραδόσεις βούλιαζαν σαν τα χωράφια, που αυτοκτονούσαν στα ίδια τους τα χώματα. Η πλημμύρα του κάμπου από έργα και νερά που έβγαιναν από τα υπεδάφη ήταν ένα φαινόμενο που αποτέλεσε αξιοπερίεργο θέαμα.
Πολλοί άνεργοι, πρώην αγρότες, ανέβαιναν στους γύρω λόφους του Παγγαίου και χάζευαν το τεράστιο εργοτάξιο και τα έργα που συντελούνταν πάνω στην άλλοτε καταπράσινη γη. Άλλοι αναγνώριζαν τα μερτικά της γης που τους έπεφταν, λέγοντας «εκεί κάποτε ήταν τα καλαμπόκια μου, εκεί είχα τέσσερα στρέμματα σιτάρι.» Κάθονταν και αγνάντευαν σαν τους πνιγμένους που βρήκαν σωτηρία πάνω σε βραχονησίδες, ενώ τριγύρω συνεχιζόταν η μεγάλη φουρτούνα και το βούλιαγμα του καραβιού. Δεν μπορούσαν να αντιδράσουν παρά μόνο με ένα θλιμμένο βλέμμα που αντικατόπτριζε την προδοσία τη δική τους και όσων τους είχαν εξαπατήσει.
«Μας είχαν πει ότι θα έχουμε τουρισμό...», είπε με πικρία η ιδιοκτήτρια μιας ταβέρνας που τάιζε μεροκαματιάρηδες εργάτες.
Στα εκκλησάκια δεν άναβαν πια τα καντήλια. Θα ‘λεγε κανείς ότι η φθορά του τόπου συμβάδιζε με μια γενικότερη απώλεια της πίστης. Πολλές γυναίκες κατέφευγαν στο μοναστήρι που είχε προεκτείνει τις εγκαταστάσεις του και μπορούσε να φιλοξενήσει μεγάλο αριθμό επισκεπτών. Όσοι άνδρες δε δούλευαν στα νέα έργα αρκούνταν στην πρόωρη σύνταξη και στα καφενεία. Ο καπνός των καμινάδων ενώθηκε με τον καπνό των τσιγάρων που τώρα αγοράζονταν από ξένες αγορές. Η χαρτοπαιξία συναγωνιζόταν τη συμπλήρωση των τυχερών δελτίων ποδοσφαίρου και άλλων αντιστοίχων που αντιστοιχούσαν σε μια κλήρωση την ημέρα.
Οι νέοι μόλις τέλειωναν το λύκειο έφευγαν για τις πόλεις, αφού η ιδέα της δουλειάς σε ένα μαυριδερό τόπο δεν τους φαινόταν ιδιαίτερα ελκυστική. Έτσι άρχισε να φθείρεται και ο θεσμός της οικογένειας. Αλλού ο πατέρας, αλλού η μάνα και αλλού τα παιδιά. Ακόμη και στα ίδια σόγια άρχιζαν να διαλύονται οι συγγενικοί δεσμοί. Όσοι είχαν υποστηρίξει το έργο παρέμεναν στα σπίτια τους, όσοι το είχαν πολεμήσει έφευγαν προς τα παραλιακά χωριά όπου προσπαθούσαν να αγοράσουν καινούργια γη και να ξανακαλλιεργήσουν. Εκεί υπήρχαν τα αμπέλια και συνεχιζόταν η παραγωγή κρασιού.
Κάπως έτσι τα χωριά διαλύθηκαν και οι άνθρωποι σκορπίστηκαν. Καμιά φορά, στους σταθμούς των υπεραστικών λεωφορείων, συναντιόντουσαν, τυχαία, άνθρωποι που κάποτε ήταν γείτονες ή δούλευαν σε διπλανά χωράφια. Αντάλλασσαν μερικές κουβέντες χωρίς να αναφέρονται στα μέρη απ’ όπου είχαν διωχθεί.
Κάθε χρόνο, ένα διαφορετικό χωριό προστίθετο στον ξεριζωμό των υπολοίπων. Οι δρόμοι του άδειαζαν, τα σπίτια γέμιζαν φαντάσματα και αρουραίους, ενώ τα σπιτικά φίδια έβγαιναν από τα υπόγεια και αναζητούσαν αλλού πέτρες και ανθρώπους. Μια τέτοια πομπή φιδιών είδανε επιβάτες ενός λεωφορείου, να εγκαταλείπει το χωριό Αντιφίλιπποι και κάποιος αναγνώρισε το δικό τους.
Οι Φίλιπποι, πάλι, που βρίσκονται απέναντι, διασώθηκαν γιατί έπεφταν στη μακρινότερη ακτίνα των έργων και γιατί σκεπάστηκαν από μια τέντα μέσα από την οποία δεν περνούσαν οι μολυσμένες ουσίες που αιωρούνταν στον αέρα του κάμπου…”
να είστε σίγουροι ότι η τοπικη κοινωνία δεν θα αφήση να γίνει πραγματικότητα η περιγραφή από το βιβλίο του συνχωριανού μας Θοδωρή Γρηγοριάδη.Υπάρχουν ακόμη κάποιοι που φυλάνε Θερμοπύλες!
ΑπάντησηΔιαγραφήΟι δικές μας θερμοπύλες Βαγγέλη έχουν από τη μια την πεδιάδα και από την άλλη το βουνό. Θα είναι δύσκολο το πέρασμα όπως παλιά...
ΑπάντησηΔιαγραφή