Από το ¨Παρτάλι"
Ο Μάικ κόμπιαζε για πρώτη φορά. Πίσω τους, ο καβαλάρης Μεγαλέξανδρος καμάρωνε νυχτιάτικα πάνω στο θεόρατο χάλκινο άλογο. Ο Μάικ αισθάνθηκε μια κούραση για την διαρκή πολεμόχαρη διάθεση του καβαλάρη. Ανέβηκε πάνω στο κρηπίδωμα και αισθάνθηκε την οπλή του αλόγου πάνω από το κρανίο του, έτοιμη να τον συνθλίψει. Προχώρησε στην άκρη του κρηπιδώματος. Η σκοτεινή θάλασσα τον ανάγκαζε να είναι πιο εξομολογητικός.
«Δώδεκα χρονών βουβάθηκα, έμεινα στο κρεβάτι χωρίς να μπορεί να με συνεφέρει κανείς. Στην αρχή μου έφερναν αγιάσματα, με έταξαν σε κάθε δύσβατο μοναστήρι, οι λαμπάδες έφταναν το μπόι μου παραγγελία, γιατί ήμουν ψηλό παιδί, μέχρι παπά μου έφεραν να με διαβάσει. Έζησα τον «Εξορκιστή» κι εγώ μια Λίντα Μπλερ, αμετανόητη. Με τον καιρό συνήθισαν και μου έφερναν βιβλία και παιγνίδια, με ρωτούσαν τι ήθελα. Δεν ήξερα τι θέλω...Ευτυχώς διάβαζα και ξεχνιόμουνα».
Ο Μάικ απομακρύνθηκε από τον χώρο του αγάλματος.
«Πάμε από δω, μην πέσει και μας πλακώσει αυτός ο αλαζονικός κατακτητής...Τον συγχωρώ μόνον για τις δυνατές του φιλίες. Γι’ αυτό έφτασε μέχρι τα πέρατα. Με τόσους αφοσιωμένους άντρες πας και στο φεγγάρι! Τι λέγαμε; Ά για την κρισούλα μου! Με τον καιρό συνήλθα. Αν συνήλθα δηλαδή. Ήταν ένα πείσμα που με έκανε να σηκωθώ και να πω, ναι, θα είμαι ένα αλλιώτικο παιδί. Μισούσα την ιδέα ότι θα μεγαλώσω και θα είμαι όπως όλοι, ίδιος με όλους. Με τρόμαζαν οι ίδιοι γονείς, τα ίδια παιδιά, τα ίδια παιγνίδια, οι ίδιες οικογένειες...»
«Μα δεν είσαι ίδιος με κανέναν, Μάικ...»
«Απελευθερώθηκα πια, έτσι θέλω να πιστεύω. Γι αυτό σε συμπάθησα. Είδα ότι είχες κάτι διαφορετικό, είχες αυτό που λείπει από πολλούς: εσωτερικότητα και μια πρωτογενή αγνότητα».
Ο Μάικ σηκώθηκε και προχώρησε στην άκρη της θάλασσα δίπλα σε ένα κάβο.
«Δεν μου πάνε τα δράματα. Πάμε να φύγουμε, Μανουήλ, προτού πέσω στον βούρκο του Θερμαϊκού και λασπωθώ...»
(Μέρος Τέταρτο: Η παράσταση αρχίζει, σελ.276-277 )
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου