Στην σκηνή όπου η Χάνα Συγκούλα συμφιλιώνεται με την Τουρκάλα γκόμενα της σκοτωμένης κόρης της και εκείνη της διορθώνει την λέξη «Τσουκούρτζουμα», έχω την αίσθηση ότι ο Φατίχ Ακίν, καλεί στην οθόνη τον Φασμπίντερ, όχι μόνον επειδή γνωρίζει ότι –αν ζούσε ο Γερμανός σκηνοθέτης- θα σύχναζε στο κολασμένο «Τσουκούρτζουμα Χαμάμ», στο Hell’s Kitchen, της Τουρκίας, αλλά και επειδή η Συγκούλα, ωριμάζοντας είναι η μετενσάρκωση του Φασμπίντερ όταν κουράστηκε να υποδύεται τον S/M ντυμένο λεσβία.
Κατά τα άλλα η ταινία περιστρέφεται γύρω από την γνωστή θεματολογία του Φατίχ Ακίν-μετανάστευση, Κουρδικό, γυναικεία δικαιώματα, η Τουρκία στον 21ο αιώνα-, μόνον που τώρα ο σκηνοθέτης σεναριακά μαθαίνει από τον Guillermo Arriaga των «21 γραμμαρίων» και των «Αμόρες Πέρος», σχεδιάζοντας κι αυτός τις αλληλοπλεκόμενες ιστορίες του.
Ο Φακίν ξέρει ότι οι ταινίες του είναι υπό επίβλεψη και ότι τις αφουγκράζονται οι μετανάστες Τούρκοι της Ευρώπης και της πατρίδας του. Κινδυνεύει ενίοτε να γίνει διδακτικός αλλά ισορροπεί τελικά, προσπερνάει το μελό έστω και με την αντίθετη συνταγή του (οι συμπτώσεις αποφεύγονται, αναβάλλεται η κάθαρση συνεχώς).
Κινηματογραφικά έχει επίσης προχωρήσει, βρίσκει τους σωστούς ηθοποιούς (οι Έλληνες σκηνοθέτες ΔΕΝ έχουν πια ηθοποιούς, μολυσμένοι καθώς είναι από την τηλεόραση), οι μουσικές τους είναι πάντα προτάσεις (μπορεί να μην ακούσαμε την λατρεμένη του Σεζάν Ακσού αλλά το επώνυμό της ακουγόταν στον πρωταγωνιστή της ταινίας).
Ο Φατίχ Ακίν μπορεί να είναι καλύτερος ακόμη και από τον Αλμοδοβάρ, έχει προσπεράσει την παγίδα του Eurofilm, τολμάει εκεί που ο Πέδρο παγκοσμιοποιεί το ισπανικό βαριετέ, είναι auteur, και μακάρι να έψαχνε κανέναν σεναριογράφο για να ανανέωνε την θεματολογία του. Σκέφτομαι μια ταινία του βασισμένη σε βιβλίο του Ορχάν Παμούκ και ανατριχιάζω, λίγο δύσκολο όμως για δύο «υπέροχους εγωιστές».
Την ταινία του Φατίχ Ακίν είναι ό,τι πιο συγκινητικό και ύπουλα διανοουμενίστικο είδα φέτος. Αναρωτιέμαι πού ήταν οι Τουρκολάτρες ή τουρκομερίτες ΄Ελληνες θεατές, όλοι αυτοί που έβλεπαν το μελανζέ «δήθεν-συμφιλιωτικό-διαφημιστικών προθέσεων» σήριαλ ή εκείνοι που χόρτασαν με την γλιτσιασμένη «Πολίτικη Κουζίνα»;
Η αλήθεια είναι πολύ σκληρή και η τέχνη πολύ βαριά για απενεργοποιημένους θεατές.
monternos kai epideixiomanis skinothetis-opos kai o ellinas giannaris kai o skopianos manchevski-.me to ena podi stin anatoli kai to allo stin europi.anthropines sxeseis,ena zoom se mia tourkiki specialite kai disco-tsiftetelia.(oraio soundtrack !)
ΑπάντησηΔιαγραφήΜ αυτο το υπεριχο κείμενο γνωρίχεις οτι ακυρωνεις καθε εννοια κριτικης στην Ελλάδα, της ελαφράδας της ημιμάθειας και των δελτιων Τυπου που εχουν εισβάλει καλλυμενα τοβ μανδυα της κριτικης και προσπαθουν να απευθυνθουν στα 16χρονα παιδακια των multiplex.
ΑπάντησηΔιαγραφήΘελει τετοιου ειδους γνωση σαν τη δικη σου πριν πιασεις το στυλο η το πληκτρολόγιο για να γραψεις. ΑΡΑΓΕ εστω σε διαβαζουν ΓΙΑ ΝΑ ΜΑΘΟΥΝ?
Η προηγούμενη ταινία του που είδα με είχε εντυπωσιάσει .Οι διαπιστώσεις σου περί Ελλήνων σκηνοθετών και ηθοποιών είναι πολύ σωστές και δυστυχώς τώρα πια ισχύουν συχνά και στο θέατρο (Στρίνμπεργκ :Δεσποινίς Τζούλια σα σε επεισόδιο σήριαλ).
ΑπάντησηΔιαγραφήΤην ταινία θα τη δω σήμερα...
Επιτρέψτε μου τώρα που "ανακάλυψα" το δικό σας ιστολόγιο να μοιραστώ μαζίσας κάποιες σκέψεις που έκανα διαβάζοντας την Αναστενάρισσα από τους Χάρτες και τις οποίες "ανέβασα" στο δικό μου χώρο.
ΑπάντησηΔιαγραφήΈνα ζευγάρι μιας σύγρονης πόλης. Εκείνος ο άνθρωπος μηχανή. Εκείνη όμορφη σαν ηθοποιός. Σ' ένα χωριό κι ο ουρανός έτοιμος να στάξει. Το ταμπούρλο να καλεί σε μια μυσταγωγία ακατάλληπτη αλλά θεαματική. Ενώ τα κάρβουνα καίγονται το κορμί εκείνης παραδίδεται φλεγόμενο σε μια τελετή πρόστυχη μα λυτρωτική, καθαρτική.
Κι ο άνθρωπος μηχανή; Τον αγαπώ ακόμη, όπως δεν τον θέλω άλλο στο κορμί μου. Τι να ονειρευτεί πια. Ονειρευόμαστε όσα επιθυμούμε όχι όσα κατακτήσαμε. Οι πατούσες είχαν πάρει πια το αποτύπωμα του χώματος και της φωτιάς.
Η οικονομία στο λόγο, η ικανότητα να λες πολλά αφήνοντας στη σκιά τα περισσότερα δεν είναι κάτι που συναντάς συχνά στους νεοέλληνες λογοτέχνες, που παραδομένοι στη δυναστεία της εικόνας ξεχνούν πως η τέχνη του λόγου δεν είναι απλή αποτύπωση διαδοχικών εικόνων, ή κλινική παρατήρηση του πραγματικού... Η καλύτερη λογοτεχνία, βέβαια, ουδέποτε αδιαφόρησε για το πραγματικό. Αδιαφόρησε όμως για το βαθμό αληθοφάνειας, δια της οποίας θα τον αποδώσει. Και σε αυτό το βιβλίο ο Γρηγοριάδης φαίνεται πως το γνωρίζει καλά αυτό.
συμφωνώ με ότι λες, και γω την απόλαυσα την τανία, από τις καλύτερες που είδα τελευταία, και ο επίλογος σου περί Τουρκολαγνείας πολύ διαφωτιστικός. Μας αρέσει η Τουρκία κλισαρισμένη, τι κοινό έχει το κοινό της Πολίτικης με τη Σιγκούλα, κανένα? Η ταινία δεν πρέπει να χει πάει άσχημα εμπορικά νομίζω πάντως.
ΑπάντησηΔιαγραφήΣυμφωνώ μαζί σου Θόδωρε,επιτέλους μια ταινία που έχει κάτι να πει..
ΑπάντησηΔιαγραφή