Το συνέδριο, που διοργανώθηκε στην Αθήνα για το έργο του Μ. Καραγάτση την Παρασκευή 4 και το Σάββατο 5 Απριλίου 2008, στο Μπουσείο Μπενάκη απέδειξε ότι το ενδιαφέρον για τον Έλληνα συγγραφέα καλώς κρατεί όχι μόνον από την πλευρά του αναγνωστικού (και τηλεοπτικού) κοινού που δεν έπαψε να διαβάζει μερικές δεκαετίες τώρα, αλλά και από την πλευρά των κριτικών και των θεωρητικών λογοτεχνίας που επανακάμπτουν στο έργο του συγγραφέα μέσα από καινούργιες προσεγγίσεις και τολμηρότερα θεωρητικά εργαλεία.
Το πρώτο συνέδριο για τον Καραγάτση άψογα διοργανωμένο συγκέντρωσε ορισμένες από τις πιο σημαντικές παρουσίες των ελληνικών γραμμάτων. Ο Σταύρος Ζουμπουλάκης, διευθυντής του λογοτεχνικού περιοδικού της Εστίας, συνόψιζε στο κλείσιμο ακριβώς αυτή την εκδοχή του συνεδρίου. Για πρώτη φορά 25 κριτικοί και πανεπιστημιακοί ασχολήθηκαν τόσο σοβαρά, παραμερίζοντας παλιότερες αγκυλωμένες απόψεις. Το συνέδριο ολοκληρώθηκε με στρογγυλό τραπέζι συγγραφέων και πανεπιστημιακών στο οποίο προέδρευε ο Δημήτρης Τζιόβας, καθηγητής Νεοελληνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου του Μπέρμινγκχαμ. Έθεσε ορισμένα ερωτήματα στους υπόλοιπους για τον συγγραφέα που πέθανε μόλις 52 ετών:
- Πώς δικαιολογείται η απήχηση του έργου του τόσον καιρό μετά;
- Ποιο είναι το κέντρο βάρος των μυθιστορημάτων του, η πλοκή ή οι χαρακτήρες;
- Προκύπτει από τα κείμενά του κάποια πολιτική άποψη ή θέση για την ιστορία μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο;
- Είναι ο Καραγάτσης μισογύνης ή σεξιστής διαβάζοντας το έργο του;
- Ποιο από τα έργα του θα επιλέγατε προσωπικά;
Ο ποιητής Στρατής Πασχάλης επικεντρώθηκε στην αρχική απάρνηση του συγγραφέα και στο τρόπο που τον ξανασυνάντησε διακρίνοντας στο άναρχο υλικό του μύθους, πεζό λόγο και παραμυθένια διάσταση.
Η Ελένη Γιαννακάκη, συγγραφέας και ερευνήτρια στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης πρότεινε να εξεταστεί το ζήτημα της πολιτικής ορθότητας την εποχή που γράφτηκε το έργο του.
Ο συγγραφέας Μένης Κουμανταρέας μίλησε με θαυμασμό για τα υλικά του Καραγάτση: στο έργο του συνυπάρχουν όλα. Είναι εξ ίσου αφηγητής και παραμυθάς. Αν δεν μεταφράστηκε στη δύση, όπως ο Καζαντζάκης, οφείλεται στο γεγονός ότι δεν υπήρξε τόσο μυστικιστής, ήταν επαρκώς αστός και δεν κατείχε τους μηχανισμούς μεταφραστικούς προώθησης που είχε ο Καζαντζάκης.
Ο συγγραφέας και κριτικός λογοτεχνίας Δημοσθένης Κούρτοβικ μίλησε για το ύφος του Καργάτση, την ήπια γλώσσα του, τη ζωηρή μυθοπλασία, τη γέφυρα που αποτέλεσε η γραφή του ανάμεσα στο λόγιο και πιο «ελαφρό δημοφιλές» γράψιμο. Αναφέρθηκε στις πολιτικές επιλογές του συγγραφέα όταν τη δεκαετία του 50 πολιτεύτηκε ανεπιτυχώς με το Μαρκεζίνη, ένα κόμμα αστικό και αντικομμουνιστικό.
Ο συγγραφέας Χρήστος Χωμενίδης υπερασπίστηκε την σχέση του Καραγάτση με το γυναικείο φύλο και τόνισε ότι δεν ήταν καθόλου σεξιστής αλλά ούτε και βερμπαλιστής όπωςτον χαρακτήρισε κάποτε ο Στρατής Τσίρκας. Πράγματι ο Καραγάτσης δεν μεταφράστηκε στο εξωτερικό γιατί ακόμη και οι ήρωές του «Γιούγκερμαν», «Λιάπκιν» θύμιζαν ήρωες δυτικών μυθιστορημάτων τους οποίους πολύ εύκολα θα συναντούσε και το ξένο αναγνωστικό κοινό. Ο Καζαντζάκης, από την μια, με τον οικουμενισμό του πρότεινε χαρακτήρες σύμβολα διαφυγής για τον δυτικό και από την άλλη έγραψε μικρότερα βιβλία που μεταφράζονταν ευκολότερα.
Μήπως θα έπρεπε να διαβάσω ξανά τον Καραγάτση-αναρωτιέμαι. Αλλά όχι επειδή «ως Έλληνας συγγραφέας» άντεξε στις συνειδήσεις ενός μέτριου-με τηλεοπτικά αναγνωστικά ανακλαστικά κοινού-αλλά επειδή άντεξε δίπλα στις αναγνώσεις των άλλων παγκόσμιων συγγραφέων. Ας δούμε δύο τυχαία βιβλία του.
Όταν κυκλοφόρησε η «Μεγάλη Χίμαιρα» το 1936, εκείνη τη χρονιά είχανε εκδώσει επίσης βιβλία οι: Κάρελ Τσάπεκ, Τζον Ντε Πάσος, Δάφνη Ντυ Μωριέ, Άλντους Χάξλευ, Τζον Στάϊνμπεκ, Ουίλιαμ Φώκνερ.
Τη χρονιά του «Γιούγκερμαν», 1940, έγραψαν ο Τζιόρτζιο Μπασάνι, Αδόλφο Μπιοϋ Κασάρες, Άρθουρ Κέσλερ, Κάρσον Μακ Κάλερς, Μιχαήλ Σολόκοφ. Επομένως είναι μεγάλο το θέμα πώς κρίνουμε ένα βιβλίο: από το βάρος της επίδρασης στην εποχή του ή από την αντοχή του σε ένα παγκόσμιο κοινό ως τις μέρες μας;
Ίσως εκείνο που αντέχει ακόμη στον Καραγάτση είναι η γλώσσα του: αυθόρμητη, καθόλου ιδιωματική κάτι που δεν συμβαίνει με πολλούς συγγραφείς μας: αντί για ύφος και τόνο, επιλέγουν γλωσσικό ιδίωμα φοβούμενοι την απλότητα του λόγου, παρασύροντας το αναγνωστικό κοινό.
Είναι σαν να λες ότι όλη η ομορφιά του κόσμου είναι ένα λυρικό ηλιοβασίλεμα.
Όχι, είναι και μια γκρίζα μέρα μπροστά σε ένα χωμάτινο μονοπάτι ή μια θολή νύχτα καθώς πέφτει πάνω στις πολυκατοικίες μιας άχαρης ελληνικής πόλης.
Κι εκεί μέσα ιστορίες γράφονται.
Ελπίζω σύντομα να διαβάσω Καραγάτση, έχω μείνει μόνο με τον "Κίτρινο Φάκελο".
ΑπάντησηΔιαγραφήΔυστυχώς πιστεύω ότι ο χρόνος δε θ' αφήσει και πολλά από τον Καραγάτση .Δεν έχω βέβαια ακόμη διαβάσει το "10", ελπίζω εκεί να βρω κάτι...
ΑπάντησηΔιαγραφήΤο "10" το παράτησα στη μέση πριν 10 χρόνια...
ΑπάντησηΔιαγραφήΤο συνέδριο ανέδειξε το πολυδιάστατο έργο του Μ. Καραγάτση (και όχι Μιχάλη). Πέρα από τη γλώσσα του, μίλησαν για την αφηγηματική του δεινότητα, για τις ψυχαναλυτικές του καταβολές, το πλάσιμο των χαρακτήρων, την πολυειδή διαστρωμάτωση του έργου, αλλά ακούστηκαν και κατακριτικές απόψεις για τον λαϊκισμό και την εν μέρει φασιστική του οπτική.
ΑπάντησηΔιαγραφήΈχει πολλά ακόμα να δείξει η έρευνα και δεν πρέπει να μείνουμε σε όσα -υποκειμενικά και μονόπλευρα- επισήμαναν οι συγγραφείς.
Μετά τιμής
Πατριάρχης Φώτιος
Από παιδί που τον διάβαζα Μιχάλη τον έλεγα...
ΑπάντησηΔιαγραφήΜε αρχικά έναν "Κ" αποδέχτηκα μόνον.
με φιλικούς χαιρετισμούς
ΘΓ
Πίσω από το Μ. κρύβεται το όνομα Μίτια, χαιδευτικό του Δημήτρη στα ρωσικά.
ΑπάντησηΔιαγραφήΠιθανότατα το Μ προέκυψε από το Μίτια, όπως λέει ο/η sea-dreamy.
ΑπάντησηΔιαγραφήΠατριάρχης Φώτιος