Η σημασία του διαλόγου
ΤΟΥ ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΑΔΗ
Βιβλίο και Τύπος δεν περνάνε τις καλύτερες μέρες τους διεθνώς. Ακόμη και στις πιο μεγάλες και έγκριτες εφημερίδες, όπως οι «New York Times» ή οι «Los Angeles Times», οι σελίδες βιβλίου συρρικνώνονται, ενώ διατυπώνονται συνεχώς αντιρρήσεις για την περιορισμένη κάλυψη των βιβλιοπαρουσιάσεων. Ο λόγος παραμένει οικονομικός, αλλά είναι και συνυφασμένος με μια γενικότερη υποχώρηση της κριτικής σκέψης και θεωρίας. Επομένως η ύπαρξη, σε μια εφημερίδα, ενός ξεχωριστού ενθέτου για βιβλία, σε μια μικρή χώρα σαν τη δική μας, είναι όχι απλώς αξιοσημείωτο, αλλά μοναδικό γεγονός. Η «Βιβλιοθήκη» κατόρθωσε να διατηρήσει την αυτονομία και τον χαρακτήρα της, κόντρα σε μια κοινωνία επιπόλαιη και αδιάβαστη και κόντρα σε στενοκέφαλους διαφημιστές, που δεν μπορούν καν να διανοηθούν πόσο επιρρεπείς είναι οι ευφάνταστοι αναγνώστες σε προϊόντα που θα παρεμβάλλονταν των ιεροτελεστικών τους συνηθειών. Γιατί, επιμένω, ένθετα σαν τη «Βιβλιοθήκη» έχουν ένα πιστό κοινό που θα ξεφυλλίσει με σχολαστικότητα και θα κρατήσει -τουλάχιστον δεν θα ξεφορτωθεί άμεσα- ένα περιοδικό - φετίχ.
Για τους αναγνώστες το κέρδος είναι πολλαπλό από μια τακτική έκδοση για το βιβλίο. Εχουν έναν σίγουρο μπούσουλα που στηρίζεται πάνω στις αναγνώσεις των συντακτών και όχι σε επιπόλαιες λίστες, όπου συνωθούνται κάθε λογιών βιβλία σε μια αμφισβητούμενη δεκάδα. Ο αναγνώστης της «Βιβλιοθήκης» δεν έχει ανάγκη τέτοιες περιορισμένες και πρόσκαιρες λίστες, γιατί το ίδιο το έντυπο προϋποθέτει την αντικειμενική αξιολόγηση - τουλάχιστον με τα μέτρα των βιβλιοπαρουσιαστών. Ισως -με μια μικρή ένσταση- να λέγαμε ότι ο περιορισμένος αριθμός των κριτικών καθιστά πολλές φορές προβλέψιμη και την κριτική τους, αλλά, για τον ίδιο λόγο, η συμπαγής αυτή ομάδα αποτελεί μια ασφαλιστική δικλίδα.
Για έναν συγγραφέα λογοτεχνίας η «Βιβλιοθήκη» αποτελεί όαση και καταφύγιο. Θα προστρέξω σε δικό μου παράδειγμα όταν, δεκαπέντε μέρες μετά την έκδοση του τελευταίου μου βιβλίου («Χάρτες»), είδα μια εκτεταμένη παρουσίασή του (ίσως και η πληρέστερη μέχρι τώρα - χωρίς να σημαίνει ότι ήταν εγκωμιαστική), ενώ σε καθιερωμένα λογοτεχνικά περιοδικά δεν γράφτηκε κάτι αντίστοιχο, πράγμα που δεν το αποδίδω σε αδιαφορία αλλά στην αδυναμία τους να ελέγξουν το μέσο παρουσίασης με τον ίδιο επαγγελματισμό. Ετσι, στα ταπεινά συγγραφικά μας αρχεία συνήθως υπερτερούν οι κριτικές της «Βιβλιοθήκης».
Ισως η παρουσία ενός ενθέτου βιβλίων να το φέρνει σε μια διακριτική απόσταση από τους μη-βιβλιόφιλους αναγνώστες, και ίσως αυτό το επιχείρημα να πρωτοστατεί σε κάποιες άλλες εφημερίδες, στις επιλογές ενσωμάτωσης των σελίδων του «βιβλίου» σε μια γενικότερη πολιτιστική ύλη. Και πάλι, όμως, το αποτέλεσμα κρίνεται στις επιλογές και στις αντοχές όσων διαπραγματεύονται το αντίστοιχο υλικό.
Θα ήταν κρίμα, στη φλύαρη και ψευδή ευημερία των καιρών μας, να μην υπάρχουν περισσότερα ένθετα που να σέβονται τους σοβαρούς αναγνώστες μιας εφημερίδας: εκείνους που προσπερνάνε τα CD και άλλα ψιλικά, αναζητώντας ενημέρωση, διάλογο και πολιτιστική αφύπνιση. Και όσοι επιμένουν ότι το διάβασμα υποχωρεί και ο κόσμος «άλλα θέλει», μάλλον εκείνοι θέλουν έτσι τον κόσμο. Στο κάτω κάτω ο αναγνωστικός πυρήνας μιας εφημερίδας στηρίζει σταθερά τη σοβαρότητα, την ενημέρωση και τον πολιτιστικό της προσανατολισμό. Ποτέ μια εφημερίδα δεν λύγισε επειδή χαρίστηκε στα γράμματα, αλλά σίγουρα θα χάσει αν απευθύνεται σε ευκαιριακούς συλλέκτες μικροπροσφορών.
Χρόνια πολλά!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου