Διπλές ταυτότητες ως μορφές απόκρυψης
Το τελευταίο αυτό μυθιστόρημα του Θεόδωρου Γρηγοριάδη ανήκει καταρχάς στη «λογοτεχνία της μετανάστευσης», η οποία αθροίζει ήδη και συνεχίσει να αθροίζει πολλά δείγματα, αφού η Ελλάδα, πέρα από χώρα εκροών, είναι πλέον και τόπος υποδοχής αλλοδαπών ή ενδιάμεση βαθμίδα για τις άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Από την έλευση των Αλβανών και των Βορειοηπειρωτών τη δεκαετία του 1990 μέχρι τη μαζική είσοδο Μεσανατολιτών και Αφρικανών προσφύγων και μεταναστών, η Ελλάδα ζυμώνεται τις τελευταίες δεκαετίες με τις παγκοσμιοποιημένες εξελίξεις, γίνεται πιο πολυπολιτισμική αλλά και ρατσιστική, πιστεύει στον ξένιο Δία αλλά και στον βάρβαρο Άρη.
Το Ελσίνκι στηρίζεται σε έναν προγραμματικά στημένο τρίποδα. Από τη μία το ιρακινό Κουρδιστάν, από όπου ξεκινά ο Αβίρ, από την άλλη η Φινλανδία, όπου αυτός φτάνει το 2009 και προσπαθεί να πάρει νόμιμα έγγραφα παραμονής, αφού πρώτα έχει περάσει για εννιά περίπου χρόνια από το τρίτο πόδι του τρίποδα, την Ελλάδα. Ανάμεσα, λοιπόν, στη γενέτειρα χώρα και τον τελικό προορισμό, υπάρχει η ενδιάμεση γη, η Αθήνα, όπου ο πρωταγωνιστής έμενε στο σπίτι του Αντώνη, που είναι (θεατρικός) συγγραφέας –το alter ego του Θεόδωρου Γρηγοριάδη–, με τον οποίο έγιναν φίλοι και επικοινωνούν ακόμα μέσω ηλεκτρονικών μηνυμάτων και βιντεοκλήσεων. Αυτά τα τρία πόδια του βιβλίου τοποθετούνται χρονικά σε δύο επίπεδα: από τη μια στο 2009 και εξής, όταν ο Αβίρ πρωτοφτάνει στη Φινλανδία κι επιχειρεί να βρει τρόπους, προκειμένου να αποκτήσει δικαιώματα στη χώρα, κι από την άλλη στο 2018 και εξής, όταν τελικά έχει φέρει στο Ελσίνκι τη νυν γυναίκα του Εβίν και τα δυο παιδιά τους, ενώ ο Έλληνας φίλος του τον επισκέπτεται για να τον ξαναδεί μετά από πολλά χρόνια.
Γεωγραφικό και πολιτισμικό τρίγωνο
Το έργο του Θεόδωρου Γρηγοριάδη κινείται στο ίδιο μήκος κύματος με Το εξιλαστήριο θαύμα (2022) της Έλενας Μαρούτσου, καθώς κι εκεί μια Ελληνίδα φιλοξενεί έναν νεαρό μετανάστη στο οικογενειακό της περιβάλλον. Ο Θεόδωρος Γρηγοριάδης, όμως, το οδηγεί αλλού. Στήνοντας το τρίγωνο με τις τρεις κορυφές του, προσπαθεί να αναδείξει τις διαφορές ανάμεσα στον επικίνδυνο και φτωχό γενέθλιο τόπο, που ανάγκασε τον Αβίρ να φύγει, τη μεσολαβούσα Ελλάδα, φιλόξενη μαζί και ανοργάνωτη, και την τελική ξενίστρια Φινλανδία, οργανωμένη αλλά παγερή, κλιματικά και γραφειοκρατικά, στην οποία δεν λείπουν οι εγκληματικές πράξεις. «Πώς είναι δυνατόν να είναι ίδιοι οι άνθρωποι με τέτοιες θερμοκρασίες;», αναρωτιέται ο πρωταγωνιστής, που έζησε και στα τρία μέρη. Το κοινό πιάτο μεταξύ των μελών της οικογένειας στο Ιράκ και οι ηλιόλουστες παρέες στην Ελλάδα ισοδυναμούν με χαρά, ενώ το κρύο Ελσίνκι συμβολίζει την αποξένωση και τη μουντή διάθεση.
Τα δύο πρόσωπα της Ευρώπης λοιπόν. Το Ελσίνκι που τελικά προτιμά ο Κούρδος είναι ο χώρος της οργανωμένης υποδοχής, με κανόνες κι επιδόματα, με ευνοϊκές συνθήκες για δουλειά και δυνατότητες κανείς να ριζώσει. Η Αθήνα και ο συγγραφέας-αφηγητής είναι η φιλόξενη φωλιά, η οποία ωστόσο δεν μπορεί να προσφέρει σταθερές οικονομικές βάσεις, ειδικά όσο η κρίση αχνοφαίνεται στον ορίζοντα και τελικά έρχεται δρομαία.
Στα προηγούμενα έργα του έχουμε δει τον Θεόδωρο Γρηγοριάδη να κοιτάζει τη (Μέση) Ανατολή με τις εξωτικές, μυθικές της συνήθειες και τις μυστικιστικές της πλευρές. Τώρα, ο ρεαλισμός κυριαρχεί, εστιασμένος στη σύγχρονη καθημερινότητα χωρίς ωραιοποιήσεις ή διεκτραγωδήσεις, και η Ανατολή, το μακρινό δηλαδή κουρδικό Ιράκ, φαίνεται κάπου μακριά, ενώ η αφήγηση εστιάζεται στη Δύση, και μάλιστα στη βόρεια εκδοχή της. Η σύγκριση δεν είναι ισοδύναμη, αφού η φινλανδική κοινωνία και η νοοτροπία των κατοίκων της, ο τρόπος υποδοχής και εγκλιματισμού των ξένων κ.λπ. δεσπόζει.
Μετά τη μέση, ωστόσο, μια εγκάρσια λάμα συνδέει τις δύο πλευρές του τρίποδα, τον Έλληνα και τον Κούρδο, μια σχετικά ξαφνική εμβολή, που μετατρέπει την ομοκοινωνικότητα σε ομοφυλοφιλία. Η στενή σχέση των δύο ανδρών δεν είχε (εντέλει) μείνει μόνο σε επίπεδα φιλίας, αλλά είχε προχωρήσει στη σωματική και ψυχική έλξη. Το νοιάξιμο, η συντροφικότητα, η αγάπη μπαίνουν πάνω στον παρονομαστή τής γκέι προσέγγισης και αποκτούν διαφορετικό χρώμα. Η αλήθεια είναι ότι αυτός ο έρωτας, που εξασθένησε τόσο λόγω απόστασης όσο και λόγω του γάμου του Αβίρ με προξενιό, οδηγεί το μυθιστόρημα από τη μετανάστευση και τις δυσκολίες της νέας ζωής στον αποχωρισμό και την απώλεια. Προσωπικά θεωρώ ότι το πρώτο μισό σε σχέση με την αρχή του δεύτερου μέρους κινείται σε άλλη ρότα και σχετικά βεβιασμένα βγαίνουν στο προσκήνιο οι νέες οδηγίες πλεύσης.
Οι δύο άξονες που τέμνονται μεταξύ τους εγκάρσια, αυτός της μετανάστευσης κι αυτός της ανομολόγητης σχέσης, αναδεικνύουν ζητήματα ταυτότητας, η οποία αναγκάζεται να κρύβεται. Ο Αβίρ δεν αποκαλύπτει στις φινλανδικές αρχές ότι είναι Κούρδος, ούτε ότι έχει και ιρακινό διαβατήριο, ώστε να μπορεί με αυτό να επισκέπτεται τους δικούς του, κι αντίστοιχα κρύβει από όλους –κι από τη γυναίκα του, όταν παντρεύεται– τη σχέση του με τον Αντώνη. Ο μετανάστης κι ο ομοφυλόφιλος δεν γίνονται αποδεκτοί, αν δεν δείξουν –επιφανειακή έστω– νομιμότητα, δεν αποκρύψουν την πραγματική τους ταυτότητα, δεν κινηθούν στο παρασκήνιο ελισσόμενοι ανάμεσα σε ποικίλα επίπεδα δράσης και συμπεριφοράς.
Το σκόπιμα απότομο τέλος, όπου χάνονται ίχνη και σχέσεις, δεν είναι κατανάγκην απαισιόδοξο. Είναι το μαύρο που πέφτει σαν τελειώσει νομοτελειακά μια φιλία, μια αγάπη, μια περιπλάνηση, χωρίς να είναι σίγουρο ότι θα οδηγήσει σε μια νέα ισορροπία.
Ο ΓΙΩΡΓΟΣ Ν. ΠΕΡΑΝΤΩΝΑΚΗΣ είναι διδάκτορας Νεοελληνικής Φιλολογίας, κριτικός βιβλίου και συγγραφέας.
Τελευταίο του βιβλίο, το μυθιστόρημα «Πυθαγόρας» (εκδ. Καστανιώτη).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου