Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα θεωρία/απόψεις. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα θεωρία/απόψεις. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 20 Αυγούστου 2025

Ocean Vuong. Ο αυτοκράτορας της χαράς


 

Δεν έχω διαβάσει ακόμη αυτόν τον πολυσυζητημένο συγγραφέα, δεν βιάζομαι άλλωστε, έχω ακόμη πολλά αδιάβαστα κλασικά και νεότερα βιβλία. Ούτε προσκυνώ ότι μας έρχεται από τις λίστες των ευπώλητων της Αμερικής και από τις μικρές λίστες των αγγλόφωνων βραβείων. Αν μη τι άλλο χρόνια τώρα διαβάζω ό,τι θέλω και ό,τι επιλέγω φτιάχνοντας προσωπικές λίστες και μικρούς κύκλους ανάγνωσης για μένα από μένα...

Επειδή πρόσεξα μια αποθέωση της κριτικής στα ελληνικά σάιτς και στα μέσα δικτύωσης του τελευταίου βιβλίου του Ocean Vuong "Ο αυτοκράτορας της χαράς" παραθέτω εδώ μια κριτική σχεδόν 5.000 λέξεων όπου δεν αφήνει τίποτε όρθιο. Δεν χαίρομαι ούτε συμφωνώ με την κριτική αυτή (αφού δεν διάβασα το βιβλίο) αλλά ως συνδρομητής του περιοδικού London Review of Books βασίζομαι πολύ στις απόψεις των κριτικών της λογοτεχνίας στους οποίους αναθέτει τέτοια μακροσκελή άρθρα, πληρώνοντάς τους -μάλιστα- πολύ καλά...

Μάλιστα στο περιοδικό δημοσιεύονται επιστολές που αντιδρούν και συνεχίζεται ο διάλογος...

Προσωπικά θα τον διαβάσω τον συγγραφέα αν είμαι καλά σε 3 χρόνια σύμφωνα με το δικό μου πρόγραμμα. 

Εδώ ένα απόσπασμα:

....Ι groaned​ my way through The Emperor of Gladness. I writhed. I felt real despair every time I forced myself to open the covers. It was one of the worst ordeals of my reading life. This is because, while it is bad in all the ways that On Earth We’re Briefly Gorgeous was bad, it is also bad in new and unexpected ways. For one, it is a more traditional, peopled novel, spends much more time with its characters and has a much higher proportion of dialogue, for which Vuong has no talent. It tries, and fails, to be funny. Hai’s co-workers at HomeMarket include his self-glorifying manager, a rapping wannabe-wrestler called Big Jean (BJ), with a magic recipe for cornbread and a heart of gold; his Civil War-obsessed cousin Sony; and Maureen, a conspiracy theorist with bad knees and a passion for Star Wars inherited from her dead son. Maureen gives Hai a model of R2-D2 that looks like a penis, which fact is frequently mentioned. A co-worker called Russia has a tattoo of Bugs Bunny eating a suggestive-looking carrot, excuse for further hilarity.....




Δευτέρα 4 Αυγούστου 2025

Before Sebald Was Great



Before Sebald Was Great

By looking at his early work, we can better understand who the German writer was beyond his persona as the melancholy intellectual and serious man of letters.

David Schurman Wallace 

 Εξαιρετικά ενδιαφέρον άρθρο, διαβάζεται ολόκληρο (είναι τεράστιο) εδώ:


Ένα μικρό απόσπασμα: 

 Since his death in 2001, the reputation of W.G. Sebald has become formidable, even imposing. At times, he feels like a totem: the Western world’s last Absolutely Serious Writer. The German English author of novels (or simply works of “prose” if you prefer, as he did) has cast a long and melancholy shadow over the literature of the 21st century: Deeply erudite and formally inventive, his work absorbed the weight (or burden) of European history and literature and established a new model for writers. For those unconvinced by “merely” aesthetic novelties, he was unafraid to wrestle with ethical questions, most famously Germany’s confrontations with historical memory and its inability to fully process the Holocaust. For many—he does have his detractors—he was the capstone of literature in the 20th century, both burnishing and waving goodbye to a sophisticated culture on the wane.

Τετάρτη 19 Φεβρουαρίου 2025

Fitzcarraldo Editions: The Biggest Little Press in the World

 



Οι ΕΚΔΟΣΕΙΣ FITZCARRALDO είναι η μεγαλύτερη αίσθηση των εκδόσεων εδώ και δεκαετίες. Με έδρα την περιοχή Deptford του Λονδίνου, ο ανεξάρτητος οίκος δημοσίευσε τέσσερις νικητές του βραβείου Νόμπελ Λογοτεχνίας και μέτρησης. Τι κάνει όμως τον Τύπο τόσο επιτυχημένο έξω από τους παραδοσιακούς κύκλους του βιβλίου; Είναι το εκλεπτυσμένο λογοτεχνικό τους γούστο ή τα κομψά, διακριτικά βιβλία τους που λειτουργούν ως πολιτιστικό σημαίνον;

Αυτή η ιστορία δεν αφορά το branding, αλλά ίσως θα έπρεπε, ήταν η πρώτη σκέψη που μου ήρθε καθώς έβγαινα από τα γραφεία της Fitzcarraldo Editions, του ανεξάρτητου εκδοτικού οίκου που έχει καταιγίσει τον λογοτεχνικό κόσμο. Παρόλο που οι τελευταίες 12 λέξεις της προηγούμενης πρότασης θα μπορούσαν να προκαλέσουν ανατριχίλες σε ορισμένους αναγνώστες για τους απόηχους των άρθρων και καταλόγων clickbait, ίσως δεν υπάρχει καλύτερος τρόπος να περιγραφεί τι έχει πετύχει ο εκδότης Jacques Testard από τότε που ο Γάλλος ιθαγενής ίδρυσε τον οίκο του Λονδίνου ως μία επιχείρηση το 2014. Λογοτεχνία (Svetlana Alexievich το 2015, Olga Tokarczuk το 2018, Annie Ernaux το 2022 και Jon Fosse το 2023) και οι συγγραφείς τους βρίσκονται στις λίστες και στις βραχυπρόθεσμες λίστες όλων των πιο διάσημων βρετανικών και διεθνών βραβείων, μερικά από τα οποία έχουν λάβει. Από πέρυσι, ο οίκος έχει επίσης πουλήσει περισσότερες από ένα εκατομμύριο τυπογραφικές μονάδες και κάθε τίτλος, με μια εξαίρεση, έχει πουλήσει τουλάχιστον 1.000 αντίτυπα. Για αναφορά, οι μέσες πωλήσεις ανά μονάδα για ένα νέο έργο λογοτεχνικής φαντασίας είναι 250 αντίτυπα στο Ηνωμένο Βασίλειο. Αυτά δεν είναι μικρά κατορθώματα για μια μικρή ομάδα που είχε τζίρο λίγο λιγότερο από δύο εκατομμύρια λίρες το 2023, αλλά ο μεγαλύτερος θρίαμβός τους μέχρι σήμερα μπορεί να είναι ότι έχουν κάνει την «προκλητική λογοτεχνία chic», όπως το θέτει ένα πρόσφατο προφίλ του New Yorker.


Γιατί όμως chic; Και πώς γίνεται να παίρνω κομπλιμέντα για το καλό μου γούστο στη λογοτεχνία όταν έχω ένα βιβλίο του Fitzcarraldo να βγαίνει από την τσέπη του σακακιού μου σε ένα λόμπι ξενοδοχείου και ο τίτλος δεν είναι καν ορατός; Η απάντηση μάλλον έχει να κάνει με το branding, σκέφτηκα καθώς κατέβαινα μια σκάλα μέσα στο κτίριο Fuel Tank, το οποίο φιλοξενεί τον ανοιχτό χώρο 67 τετραγωνικών μέτρων που μοιάζει ακριβώς όπως θα περίμενε κανείς να είναι το γραφείο ενός ανεξάρτητου εκδοτικού οίκου: αντίγραφα των βιβλίων τους καλύπτουν ράφια με αδυνατισμένα φυτά πάνω τους. ένα στρογγυλό τραπέζι συσκέψεων καλύπτεται από ομοιώματα εκτύπωσης και αντίγραφα εκ των προτέρων ανάγνωσης. Post-it με το επερχόμενο πρόγραμμα δημοσίευσης διάστικτο στον τοίχο. γραφεία με υπολογιστές αντικριστά. και η τέχνη είναι διάσπαρτη, συμπεριλαμβανομένης μιας κούκλας με ανατίναξη του John Waters και μιας ακουαρέλας Giles Round του βιβλίου του Paul B. Preciado από τον Fitzcarraldo.


(αυτόματη μετάφραση)

Το άρθρο στα αγγλικά: 



Κυριακή 9 Φεβρουαρίου 2025

Μια συζήτηση με τον σπουδαίο κριτικό Michael Dirda

Post critic Michael Dirda turns a page


Story by John Williams


Ποιο είναι το πιο δύσκολο πράγμα στο να είσαι εβδομαδιαίος κριτικός βιβλίων, εκτός από όλη την ανάγνωση που πρέπει να κάνεις τόσο γρήγορα;

Κρατώ ένα κουμπί στο γραφείο μου που λέει «Ζωή; Φυσικά και έχω μια ζωή. Είναι μια ζωή γεμάτη βιβλία». Για μένα δεν υπάρχουν ρεπό. Διαβάζω αργά – στην πραγματικότητα κινώ τα χείλη μου ενώ ακούω κάθε λέξη – και χρειάζομαι τακτικά αρκετές μέρες για να ολοκληρώσω ένα μυθιστόρημα ή μια βιογραφία, πόσο μάλλον ένα επιστημονικό έργο, ας πούμε, πνευματικής ιστορίας. Σημειώνω βασικά αποσπάσματα, γράφω στο περιθώριο, σημειώνω στον εαυτό μου και, όποτε είναι δυνατόν, συμβουλεύομαι παλαιότερα έργα του συγγραφέα ή για το ίδιο θέμα. Το να μπορείς να το κάνεις τελευταίο είναι μια δικαιολογία για να έχεις προσωπική βιβλιοθήκη. Σε όλη αυτή τη διαδικασία, σκέφτομαι επίσης πώς να προσεγγίσω καλύτερα το βιβλίο που εξετάζω. Δεν είμαι φυσικός συγγραφέας, αλλά κατέχω μια αντισταθμιστική αρετή: την επιμονή. Απλώς συνεχίζω να προσαρμόζω τις προτάσεις μέχρι να φαίνονται λίγο πολύ εντάξει. Μερικές φορές παίρνει λίγο χρόνο.

Γενικά, θεωρώ μια βιβλιοκριτική ή μια στήλη βιβλίου ως ουσιαστικά εγγράμματη ψυχαγωγία. Πρέπει να κινείται γρήγορα, να αποφεύγει τη συγκατάβαση, να είναι διασκεδαστικό να διαβάζεται. Σε λίγο, μπορώ να γράψω γρήγορα, αλλά τις περισσότερες φορές μια κριτική ή ένα δοκίμιο θα διαρκέσει περίπου τρεις ημέρες. Τείνω να ολοκληρώσω ένα προκαταρκτικό σχέδιο σε μια κουραστική μέρα των επτά ή οκτώ ωρών. Το επόμενο πρωί, γυαλίζω, αναθεωρώ και κόβω και, στη συνέχεια, στέλνω με email το κομμάτι στον εκδότη μου, συνήθως στην ανεκτίμητη Νόρα Κρουγκ, η οποία απαντά με σκέψεις, ερωτήσεις και προτάσεις. Αυτό οδηγεί σε περαιτέρω μικροαλλαγές και επανεγγραφή έως ότου είμαι λίγο-πολύ ικανοποιημένος με αυτό που έχω κάνει ή απλά παραιτήθηκα ότι δεν μπορώ να βελτιώσω τα πράγματα. Επιτρέψτε μου να προσθέσω ότι όσο παράξενο ή αξιολύπητο κι αν ακούγεται, σπάνια ήμουν πιο χαρούμενος από ό,τι όταν κάθομαι σε ένα πληκτρολόγιο και δουλεύω σε μια κριτική και ασχολούμαι με τις προτάσεις μου. Γι' αυτό έμεινα τόσο καιρό στο παιχνίδι.

(*μετάφραση αυτόματη)
 
Συνεχίστε την ανάγνωση στον σύνδεσμο πάνω στον τίτλο της ανάρτησης. 

Κυριακή 12 Ιανουαρίου 2025

Stranger than Fiction: Lives of the Twentieth-Century Novel βυ Edwin Frank



In search of a new 20th-century canon


By John Mullan

The photo of the author on the jacket of Stranger Than Fiction tells you something. Edwin Frank sits at a small desk, entirely hemmed in by overflowing bookshelves and teetering stacks of books. His reading glasses have been pushed back on his head, so that he can meet your gaze; you have interrupted him in the engrossing business of reading, reading, reading. Stranger Than Fiction is testimony to its author’s sheer appetite for books, and especially for 20th-century fiction at its most testing and ambitious. His article of faith is that the most demanding novels are often the most satisfying.


Frank is the editorial director of the New York Review of Books, and founder of the NYRB Classics series, which specialises in reprints and new translations of often neglected literary “classics” (or should-be classics), especially of the 20th century. It is telling that he became known for championing John Williams’s novel Stoner, reissued as a NYRB Classic in 2005, exactly 50 years after its first publication. Stoner is the story of a man who gives his life up to the love of great literature, pursued despite the petty vindictiveness of managers at the university where he teaches. Frank has presided over this series of “classics” for the general reader during a period when many in American universities have become scornful of any canon of great literary works.


In Stranger Than Fiction, Frank describes his own modern canon, and, refreshingly, without worrying about what the academics might think. He tells “the story of the novel” in the 20th century, claiming inspiration from Alex Ross’s story of modern classical music, The Rest Is Noise. While including works that you would expect, like À la recherche du temps perdu and Ulysses, he offers surprising picks and many translated works. Two-thirds of the novels were originally written in a language other than English. In many cases he is advocating works that he does not expect his reader to know, yet.


In his introduction, Frank recognises that his is “a story of translation in the largest sense, not only from language to language and place to place but more broadly as the translation of lived reality into written form, something the expansive and adaptable form of the novel had from the start been uniquely open to”. For most Anglophone readers, there will be unknown texts recommended here. Frank is an enthusiast for the Austrian Alfred Kubin’s The Other Side, the Brazilian Machado de Assis’s The Posthumous Memoirs of Brás Cubas and the Japanese Natsume Sōseki’s Kokjoro. The only American writers who make the cut are Gertrude Stein (for Three Lives, her odd group of fictional biographies of American women), Ernest Hemingway and Ralph Ellison. (And Vladimir Nabokov, if you want to count him as American.) No Fitzgerald, Dos Passos, Faulkner, Steinbeck, Baldwin, Updike, Pynchon, Morrison, Roth.


The unexpectedness of some of Frank’s choices is just what makes the book entertaining. He tackles some 32 novels, in a series of case studies, starting the 20th century not with, say, Joseph Conrad or Henry James, but with HG.Wells’s The Island of Doctor Moreau and André Gide’s The Immoralist. He gives rapt attention to Rudyard Kipling’s Kim, acknowledging that the author “sought in empire a refuge from a dangerous and fractured world”, but relishing “its language dense, plastic, encrypted, and alive”. He even half-convinces you that Kipling’s polyglot English, full of the babble of other languages, “anticipates the murmurous, echoic dream language of Finnegans Wake”. The work with which he brings the 20th century to its end is VS Naipaul’s autobiographical novel about his life in the Wiltshire countryside, The Enigma of Arrival.


But, except as a chronological fact, is there such a thing as “the 20th-century novel”? To demonstrate that there is, we start with Dostoevsky’s Notes from Underground, first published in 1864. According to Frank, Dostoevsky’s sour, utterly disenchanted, self-disgusted monologue, is the first 20th-century novel, avant la lettre. This “unclassifiable” work is “written and rewritten time and time again in the century to come”. It is “the voice of the 20th-century novel”. Take it or leave it: Frank does not much argue for this proposition, but throughout the rest of his book, he will think that he hears echoes of Dostoevsky’s cynical narrator in the oddest places.


Generous, catholic, undogmatic, this is a vindication of novels that push at the boundaries of what fiction can or should do. (There is no room here for the thought that novelistic pretensions might be absurd or disastrous.) The novels chosen are relished for unsettling or upsetting the discerning reader. Indeed, by this account, many of them unsettled or upset the novelists who wrote them. In an epilogue, we peep into the 21st century with WG Sebald’s Austerlitz, published in 2001, but Frank seems to think that there have been “no remarkable changes to the form of the novel” in recent decades.

So, what was “modern” is now past. The clinching phrases that Frank uses to celebrate this fiction’s thoroughly modern resistance to neatness or closure tend to be interchangeable. The Magic Mountain is “a book of studiously opposed contraries”; Sōseki’s Kokoro is “a book of urgent irresolution”; all Lawrence’s fiction is “essentially provisional, unfinished”; Musil’s The Man without Qualities  is “an infinite scaffolding around an unbuildable house”. His summarising judgements tend to be once resonant and indistinct: The Enigma of Arrival is “haunted by its precursors, haunted by itself and above all by the fear of not being itself – a fear it shares with so many of its precursors”.


In Frank’s chronological progress through his list of great novels, there is little attempt to trace influences. This is not really a history, which would involve the tracing of impressions and reactions. Frank does this only rarely. We do get Virginia Woolf reading Ulysses, reacting with exasperation and some disgust, but then going back to it for ideas that would shape Mrs Dalloway. Usually, however, when he spies a connection between two of his novels, it is a passing notion, often made in parentheses. (He likes his insights in brackets, like theatrical asides.) As he links Aureliano in Gabriel García Márquez’s One Hundred Years of Solitude, reading from the book of the mysterious gypsy Melquíades, to Marcel in Proust’s In Search of Lost Time, emerging from the library of the Prince de Guermantes, he confides, “I am not making any claim of conscious influence in any of these cases.” Connections between novels are mere impressions.


Frank calls his method “descriptive criticism”, and so it is. He includes for each novel a rapid but vivid biographical sketch of each novelist, seeing each novel rooted in the hang-ups, thwarted desires and, above all, bloody-minded ambitions of the individual novelist. For the potential bluffer, there are then some excellent plot summaries (condensing the plot of Italo Svevo’s Confessions of Zeno or Georges Perec’s Life: A User’s Manual is no easy feat). Yet Frank’s gift for summing up can lead us away from the stuff of the fiction itself. When he stoops to detail, he is at his best, but he does so rarely. His chapter on Hemingway’s In Our Time actually provides some substantial quotations from the work and then tries to analyse the forcefulness of what you have just read. We can see and hear Hemingway’s prose, “its symmetries and repetitions, checking and testing its progress”. In his chapter on DH Lawrence (the only author who is allowed two novels in Frank’s selection), we are given a couple of passages from The Rainbow that do more to illuminate Lawrence’s originality than all the critic’s eloquent advocacy on his behalf.


Proust’s achievement, we are told, was to find “a voice, a tone”, “pitched between the intimate and the impersonal” – “it is this tone that the work is, among other things, about”. But the reader does not get shown, or allowed to hear, this elusive “tone”. We are told that Mrs Dalloway is extraordinary for its use of stream-of-consciousness narration to convey “the intimacy, immediacy, and character of the self and to establish point of view, while also counterpointing the active mind with the worldly activity around it”. You must either agree or not, for there is no illustration of this. The power of One Hundred Years of Solitude is “its extraordinary musicality, the measured flow of its sentences”, but this musicality is a promise rather than a fact on the page – all the more elusive, of course, because we are dealing with translation. Frank is suspicious of what he calls “world literature” – books written in order to be translated, readily understandable anywhere – yet does not investigate what happens when everything is turned into English prose.


We end, eccentrically, with a list. Why these novels, rather than others? Frank, asks, and answers by appending the titles – headed “Other Lives of the Twentieth-Century Novel”  – of some 94 novels that he has not talked about. One might say in either praise or criticism of what he has done that you can be sure that he could have written equally well about these books too.


New Statesman 23 December 2024

 


Τετάρτη 13 Νοεμβρίου 2024

Against Autofiction: Two Paths for the Internet Novel

 


By Conor Truax

SPIKE 28 October 2024

Πολύ ενδιαφέρον άρθρο πάνω στο μυθιστόρημα στο διαδίκτυο, την αφήγηση, την αυτομυθοπλασία. 

https://spikeartmagazine.com/articles/essay-against-autofiction-two-paths-for-the-internet-novel

Απόσπασμα:

But what of the internet novel today? It’s tempting to read A Thousand Plateaus as anticipating the structure of the internet. (Wikipedia, with its rhizomatic hypertext, might be seen as a scale model of the internet as a whole.) However, it’s less clear how their formulation maps onto contemporary fiction, as was their intent, and, more broadly, why the culture writ-large has so inexorably linked autofiction and the internet novel.


Following Deleuze and Guattari, we might define the internet novel as a physical, rhizomatic text with two instantiations: the autofictional novel and the database novel. In the former, more common case, the author is interpreted, willingly or not, as its hermeneutic center; whereas the latter, less common case employs some combination of innovative structuring, excision, and appropriation that highlights (1) the factuality of elements that are presented as such; and/or (2) the order of its content. As a result, most database novels tend to be indeterminate. Olga Tokarczuk’s Flights (trans. 2018) is written in various, rhizomatic set pieces – with different protagonists spanning centuries and locales – that relate to each other by loose association, and can be read in any order. Conversely, autofiction’s scrollable, anesthetized prose tends to be linearly ordered, winking and nudging the reader’s attention to the authorial persona outside of the text, as is the case in Gabriel Smith’s Brat (2024), which is narrated as it is being written by one Gabriel Smith.


These classifications leave us with two clean brackets of categorization, but also two questions: Why has so much of recent literary fiction deferred to the autofictional camp? and why should we look beyond it?

Τετάρτη 23 Οκτωβρίου 2024

Todd May's 6 favorite books that offer philosophical insight


Todd May's 6 favorite books that offer philosophical insight

By The Week US|Aug. 13th, 2024

 Philosopher Todd May was an adviser for NBC's acclaimed sitcom "The Good Place" and is the author of 18 books of philosophy. His latest, "Should We Go Extinct?," explores whether Earth would be better off without human beings. 

'Memoirs of Hadrian' by Marguerite Yourcenar (1951)

The greatest novel most people have never heard of. The Roman emperor Hadrian dictates a letter to his successor, Marcus Aurelius, detailing what he has learned in life. Every line is a bit of poetry that one is reluctant to let go off. One example: "The lover who leaves reason in control does not follow his god to the end." Buy it here. 

'The Sound and the Fury' by William Faulkner (1929)

This is a book you'll read twice before you understand it, and that you'll want to read twice more when you do. The first section — fittingly, a tale told by an idiot — signals the decline of a Southern family and the transformation of the South itself. This is prose at its most intense. Buy it here. 



'In Search of Lost Time' by Marcel Proust (1913-27)

Seven volumes of the most meticulously observed human behavior in the history of literature. Following the life journey of its unnamed narrator, the novel details the character of a specific time, and the lives that inhabited it, in ways that will bring to mind people you know, and who you are. Buy it here. 


'To the Lighthouse' by Virginia Woolf (1927)

Woolf is the virtuoso of internal dialogue. A simple planned trip to a lighthouse across the way reveals the complex relationships in a family as well as the ravages of the passing of time. The husband in this novel is a failed philosopher — too close to home for me? Buy it here. 


'Invisible Cities' by Italo Calvino (1972)

In this brief but extraordinary novel, Kublai Khan and Marco Polo sit together at twilight, the latter telling the former about the cities he has visited. But the cities he describes, bearing names such as Theodora and Zaira and Euphemia, are not actual places; instead, each one captures a moment of our world in metaphor, love, or grief. The world the pair speaks of is a dream, but a dream of the real. Buy it here.

'King Lear' by William Shakespeare (1606)

The essential Shakespeare play, notwithstanding Hamlet and Macbeth being perennial contenders. Pride before the fall; unrecognized love;  Shakespearean irony; and a fool wiser than the wise men. Lear has it all. Buy it here.

 

 

Postlight Reader

A Labs project from your friends atPostlight, an NTT Data Company

Τετάρτη 25 Σεπτεμβρίου 2024

Has Olga Tokarczuk Been Struck by the Nobel Curse?



Has Olga Tokarczuk Been Struck by the Nobel Curse?

With its million-dollar purse and instant prestige, the Nobel Prize in Literature can secure or even revive a literary career. Yet the prominence from such an award applies a pressure that many writers cannot withstand. After his 1968 win, Yasunari Kawabata abandoned a serialized novel and never published another piece of writing in his lifetime. Others feel the pull of public affairs, deploying their newfound power in support of both domestic and international causes and turning their literature into activism.


Such seems to be the case for Polish novelist Olga Tokarczuk, who won the Nobel Prize in 2018. Beginning with the 2007 publication of her Man Booker International Prize–winning novel, Flights, she has fallen into a rhythm, following each mystically inclined, formally challenging work with a light genre riff more focused on dictating a salient political message than pushing the bounds of art or reality. Unfortunately, her newest novel, The Empusium, only amplifies this pattern.


Published in Poland in 2022, and translated this year by Antonia Lloyd-Jones, the book opens in mid-September 1913. Mieczysław Wojnicz, a young Polish engineer in training, has arrived at the sanatorium in Göbersdorf, a resort town in the Silesian mountains near the current Polish-Czech border. Wojnicz is a delicate, sensitive man, with an “exaggerated fear of being spied on” and an uncomfortable relationship with his father, and he has come to the sanatorium to cure his tuberculosis. Standing atop an underground lake, Göbersdorf’s air is simply better than elsewhere, a natural cure in which treatment becomes inseparable from life. “Merely breathing will stop the process of decay in your lungs,” explains his doctor. “Every breath is curative.”


Göbersdorf is a popular destination with patients from across Austro-Hungary and further afield. So popular, in fact, that he cannot yet get a room at the sanatorium. Instead, he lodges at the Gästehaus für Herren, a small, damp establishment run by a gruff local and his strange, slightly animalistic servant. His fellow guests are also patients, including Longin Lukas, a Catholic traditionalist from Prussia, the Viennese scholar and socialist August August, and Thilo, a fey, morose art student from Berlin who is perpetually on the brink of death. Together, these men eat, drink, and talk, while attempting to gloss over the death already inside their bodies.


The Empusium is clearly in conversation with Thomas Mann’s The Magic Mountain, another tale of a young man who arrives at a mountain sanatorium where, through his participation in a series of philosophical conversations, scientific observations, and occult experiences, he comes to a form of self-knowledge. Tokarczuk’s book is also full of conversations — arguments, really — without beginning or end, in which the humanistic August and the authoritarian Lukas duke it out over questions of nationalism, democracy, race, and art. Yet there is something pointedly off about these dialogues. Unlike the figures in The Magic Mountain, whose opposing viewpoints are substantive and supply the young Hans Castorp with viable interpretations of reality, Tokarczuk’s characters lecture; they speak in bromides, and their conversations never build, develop, or resolve. In fact, in this place of supposed healing, Wojnicz begins to notice a certain strange dissipation, as if no one were actually getting better at all.


The reader will have guessed this long before our humble protagonist. In English, the book is subtitled A Health Resort Horror Story, and Tokarczuk works hard to insinuate an undercurrent of dread through all the proceedings. From the first pages, she hints at a secondary, mystic reality just beneath the surface of our own. Wojnicz’s sequences are narrated in a standard past-tense third-person, rarely straying from his thoughts and memories. Yet every so often, the prose will switch into a slippery, present-tense collective voice, a “we” that can slide through walls and floors, peer into sick lungs, and feel the pulsing of the natural world. This is the voice of the Tüntschi, a mysterious forest-dwelling force that seems to exist outside time. In these moments, the novel’s otherwise dull prose style becomes supple and slippery, expanding the reader’s vision beyond the tiny, cloistered world of its characters and embracing the potential of fiction to alter a viewer’s vision of the world. It resembles the liberatory moment in Tokarczuk’s 2013 Books of Jacob (translated by Jennifer Croft), when the dying Yente swallows a spell and her soul flies off through the night, part of that wind that is really “the vision of the dead.” In changing her perspective, the old woman has liberated herself of body, sex, nationality. “Yente’s vision knows no such borders, after all.”


This collective voice irregularly erupts into The Empusium, to remind the reader that much more is going on than initially seems. And in Göbersdorf, threats certainly loom. Centuries before, the region was the site of horrible witch hunts; many women were said to have fled into the forests and never returned. Wandering those woods with his companions, Wojnicz comes upon soot-faced charcoal burners, near-wild men who mock the genteel patients and copulate with feminine dolls sculpted from the materials of the forest floor. And as Thilo discovers at the cemetery, one man from the village dies every November.


Horror stories are often about the disjuncture between appearances and depths and turn on a change in perception: the genteel aristocrat who is in fact a monster, the idyllic town that conceals a dark secret. Using the tools of the novel, Tokarczuk is trying to lead us to an understanding of the horror at the basis of European culture. The residents of the guesthouse consume Schwämerei, a local liquor distilled from mushrooms with ostensibly hallucinogenic qualities. Those hoping this will unlock the author’s mystic side will be disappointed; its effect is much more convenient. The drink spurs the characters to talk, and it allows Wojnicz to sense those strange voices whispering at the periphery of consciousness. It grants him an (irritatingly rare) insight: “Wojnicz had noticed that every discussion … eventually led to women.”


Many of the characters, including Lukas and August, have a lot to say about women. Women are weak; too close to nature; at an earlier stage of evolution; overcome by their emotions; of low morals. They cannot raise children, or understand real art, or think deeply about anything at all.


More so than race, nation, culture, or politics, misogyny is at the core of all their beliefs. This gives the novel’s endless conversations a deadly flat quality because the ideas in question are not meant to be substantive. They are feints, leading us back to a fundamental misogyny. The arguments feel cobbled together from external sources because they are: In her author’s note, Tokarczuk attributes “all the misogynistic views on the topic of women” to past authors as diverse as Augustine, Darwin, Ovid, Pound, Wagner, Freud, Plato, and Jack Kerouac. That last one is key. Rather than an interrogation of the beliefs of particular people at a particular place and time, Tokarczuk’s novel presents an undifferentiated compendium of eternal misogyny.


Thomas Mann began work on The Magic Mountain in 1912 with the intention of writing, as he put it in a 1915 letter, “a story with basic pedagogic-political intentions.” Mann spent the following years cheering on the German war effort and fighting with his brother, the left-wing novelist Heinrich, in the press. Yet Mann’s initially conservative views changed with the world, and by the time he published the novel in 1924, the supposedly simple, straightforward story had become a long, ambivalent work.


Even before his Nobel win in 1929, Mann was the most prominent German novelist of his era. So too is Tokarczuk in contemporary Poland. She has placed herself in direct opposition to reactionary currents in Polish politics and culture, writing against those who scapegoat “the so-called crazy leftists, queer-lovers, Germans, Jews, European Union puppets, feminists, liberals and anyone who supports immigrants.” Using her Nobel money, she set up the Olga Tokarczuk Foundation to support the arts and human rights in Poland and abroad.


Despite its historical setting, it is impossible to extract The Empusium from this context. The novel was written during the majority rule of the right-wing Law and Justice Party and published before a center-left coalition pushed L&J out of power in 2023. Like her 2009 murder mystery, Drive Your Plow Over the Bones of the Dead, it attacks contemporary political problems through the lens of genre fiction. These novels transform Tokarczuk’s enemies into a set of significant types — intellectuals, priests, doctors, fur farmers — and then begins to pick them off.


Yet there is no real mystery in Plow: Tokarczuk presents her doddering old narrator as an essentially righteous avenger, cutting down those despoilers of the earth whom the vegetarian author abhors. The Empusium similarly crams potentially interesting ideas inside the straitjacket of a basic horror plot. Whatever her attraction to genre material, Tokarczuk does not write gripping narratives, and her new one jerks irregularly along, introducing plot threads — the voices, the dead men, the strange chair in the guesthouse’s attic, then dropping them, sometimes for hundreds of pages, so that we can listen to more philosophizing. Again and again, Wojnicz will find himself compelled by something strange, or even frightening, only to abruptly pull back, drawing Tokarczuk’s conceit thinner and thinner until you can only see the seams of what she is teaching you.


Yet the best word to describe Empusium would not be horror but fear: not the reader’s, or any character’s, but the author’s. Tokarczuk seems desperately afraid that you not miss the point of her book or take away the wrong lesson. Philosophical ideas are presented only in their bluntest, most outrageous form because she can’t risk allowing the reader to believe them. She finds their misogyny odious, and so you must, too. Rather than learning from the novel, it ends up instructing you. So, too, the characterizations, which dictate exactly how we are meant to respond.


No one frightens her more than Wojnicz. In Illness As Metaphor, Susan Sontag writes that tuberculosis was believed to purify those who suffered from it. TB was the illness of innocents: “The virtuous only become more so as they slide toward death.” The Polish student reads as a parody of this tendency. Shy and naïve, he has nothing to contribute to the arguments at the guesthouse. He does not have philosophical ideas of his own, and he does not seem to think about women much at all. Because he is ignorant, he becomes completely innocent, exempting him from their misogyny and from the reader’s scorn. Just about every memory of his father and uncle turns on the question of masculinity, how manly qualities must triumph over the pitiful feminine. “His father believed that blame for both national disasters and educational failures lay with a soft upbringing that encouraged girlishness, mawkishness and passivity.” These memories arise instructively, pre-interpreted, with no space for the reader to reflect or respond.


There is a deeper explanation for this, which, in a crass, regressive move, the author waits a full 236 pages to reveal, and even then only via a leering, Crying Game–style focus on his genitalia. Though described and perceived as male (and gendered as such in the narration, hence my persistent use of his), Wojnicz is in fact intersex, with both penis and uterus, a much more serious medical problem, in his father’s view, than his TB. This revelation reframes much of the earlier novel, from his paranoia to his discomfort in stiff formal clothing to his father’s obsession with manliness. Yet this does not deepen our understanding of Wojnicz, only replacing it with another justification for his essential innocence. He exists for her as a purely symbolic creature, real only in what he signifies. As Wojnicz’s doctor explains in a long speech late in the novel, “You will be a clear reminder that the vision of the world as black and white is a false and destructive vision … You treat us to a land ‘in between,’ which we’d rather not think about.”


This unintentionally describes the novel’s treatment of Wojnicz. His middleness becomes a muddle. At no point does she allow him to have flaws, to hate, to hurt others, be mistaken — be human. You sense her always protecting him from culture, time, environment, guiding him away from saying or doing anything that might impugn him in the eyes of the reader. Tokarczuk cannot even risk having Wojnicz view himself negatively after all those years of observation and persecution. “Well, he was as he was,” she writes during the big reveal. “He couldn’t help it. He thought of himself as normal.” A born victim, he remains eternally innocent.


It is a good, pure-hearted choice, an attempt to refute her right-wing critics and affirm the marginalized people they attack. An intersex person like Wojnicz is nothing more than an idea, a symbol to these people. Yet in trying to oppose these bigots, she capitulates to them, orienting her novel as an inversion of their beliefs, rather than using it to express the messy, ambiguous, disappointing truth of life. Even if she is writing against them, she is still writing on their terms, and her book ends up feeling cramped and small.


A work of literature is at bottom a mechanism for the generation of meaning. The author brings the material and shapes it into a desired form. We bring ourselves to the work, make connections, read other works, allow our thoughts to spiral off into unexpected places. This is how an artwork continues to live. But in order to do so, space must be made for the reader to  make their own associations and draw their own conclusions. Irony, ambiguity, ambivalence: all create a chance for misunderstanding. But they also create the necessary gap between author and reader that creates the space for meaning.


In her best work, Tokarczuk has created that gap through voice and form. Jacob convincingly resurrects a dead world of magic and superstition through confidence and humor; the fragmented structure of Flights enlists the reader in its reconstruction. When it heeds the call of the Tüntschi, The Empusium approaches those earlier heights. But for the most part, she has settled on something much closer to Mann’s original “story with basic pedagogic-political intentions” than the great novel he ended up writing. The novel might end with a moment of possibility, with Wojnicz embracing the possibility of his own multiplicity, of deploying appearances to transcend them. But The Empusium is rarely more than it appears and frequently much less.


VULTURE book review 

Τρίτη 13 Αυγούστου 2024

Συνέντευξη με τον Δημήτρη Τερζή στο in.gr



Θεόδωρος Γρηγοριάδης: «Είχα μια ροπή στο να τη φέρω στο σύστημα. Διάβαζα πολύ, κάθε βιβλίο από 15 χρόνων»

Μια από τις σημαντικότερες φωνές της Λογοτεχνίας της Μεταπολίτευσης μιλάει στο in με αφορμή το τελευταίο του βιβλίο «Ελσίνκι» που βάζει στο προσκήνιο τα θέματα της ταυτότητας. «Σήμερα η κοινωνία είναι τικ τοκ, like, ο καθένας εγκλωβισμένος στην ατομικότητά του».

 Έχει έρθει στο γραφείο το «Ελσίνκι», το τελευταίο βιβλίο του Θεόδωρου Γρηγοριάδη. Εδώ και χρόνια, το εκδοτικό ραντεβού με τον συγγραφέα είναι συγκεκριμένο, καθώς πάνω – κάτω ανά διετία κυκλοφορεί κι ένα καινούργιο βιβλίο του. Είναι ένα βιβλίο που διαπραγματεύεται την ταυτότητα, τόσο την εθνική όσο και την σεξουαλική μέσα από τον έρωτα ενός πρόσφυγα της Ανατολής κι ενός αστού της Δύσης. Αλλά πριν πάμε στα ειδικότερα, ας κάνουμε μια μικρή αναδρομή στο παρελθόν.

Παλαιοχώρι Καβάλας. Εκεί, στις πλαγιές του όρους Παγγαίου, λίγα χιλιόμετρα από την πεδιάδα των Φιλίππων και στη σκιά του «κάστρου του Αλέξανδρου» θα γεννηθεί –σε μια ταραγμένη πολιτικά περίοδο- ο Θεόδωρος Γρηγοριάδης, ο συγγραφέας 19 βιβλίων, στα οποία περιλαμβάνονται 12 μυθιστορήματα, συλλογές διηγημάτων, ένα μονόπρακτο κλπ.

Η γνωριμία μου με τον συγγραφέα πάει 25 χρόνια πίσω, όταν είχε κυκλοφορήσει από τον «Κέδρο» το βιβλίο του «Τα Νερά της Χερονήσου». Είχαμε κάνει μια συνέντευξη για λογαριασμό της εφημερίδας στην οποία εργαζόμουν τότε και ήδη είχα έρθει σ’ επαφή με το έργο του, καθώς λίγο καιρό πριν είχα διαβάσει τον «Χορευτή στον Ελαιώνα» και με είχε ενθουσιάσει.

Είναι η εποχή που η Ελλάδα αρχίζει να ζει κάτω απ’ το όνειρο του «εκσυγχρονισμού» και το βιβλίο κυκλοφορεί μεταξύ δύο κομβικών γεγονότων: από τη μια τα όσα είχαν συμβεί λίγα χρόνια πριν με το Μακεδονικό και από την άλλη όσα θα ακολουθούσαν πολύ σύντομα με τις λαοσυνάξεις για τις ταυτότητες. Η αναζήτηση της ταυτότητας της ιστορίας στην ταραγμένη βαλκανική χερσόνησο μέσα από το οδοιπορικό τριών ηρώων –διαφορετικής εθνικότητας- απασχολούσε τον συγγραφέα στα «Νερά της Χερσονήσου».

Λίγα χρόνια νωρίτερα στο πρώτο βιβλίο, το «Κρυμμένοι Άνθρωποι», ο Γρηγοριάδης έχει ασχοληθεί με τους Πομάκους. Ο διορισμός του ως εκπαιδευτικού στα πομακοχώρια της Ξάνθης αποτέλεσε το εφαλτήριο της γραφής. Στα πρώτα βιβλία του η πλοκή εκτυλίσσεται στη βόρεια Ελλάδα, κυρίως στη σκιά του Παγγαίου, της γενέθλιας γης του.

Πρόκειται για ένα κομμάτι της Ελλάδας που ψηφίζει παραδοσιακά συντηρητικά, εξάλλου η Πρώτη Σερρών (το μέρος καταγωγής του Κωνσταντίνου Καραμανλή) είναι κάποια χιλιόμετρα πιο πέρα απ’ το Παλαιοχώρι. Φτωχοί και πλούσιοι ψηφίζουν, στην πλειονότητά τους, χωρίς ταξική συνείδηση, ΕΡΕ εκείνα τα χρόνια και Δεξιά αργότερα. Η Χούντα, που βρίσκει τον Θεόδωρο στο Γυμνάσιο, είναι απλώς το κερασάκι στην τούρτα.

Το βιβλίο που θα τον κάνει διάσημο είναι ο «Ναύτης» και λίγο αργότερα θα ακολουθήσει το «Παρτάλι». Με το βιβλίο «Ζωή Μεθόρια» ο συγγραφέας θα τιμηθεί με το κρατικό βραβείο Λογοτεχνίας.

Η ιστορία της Μεταπολίτευσης έως σήμερα διαπνέει όλα τα βιβλία του συγγραφέα. Οι ήρωες στα βιβλία του είναι κομμάτι της, από τις ένδοξες εποχές της δεκαετίας του ’80 έως τις σκοτεινές μέρες των Μνημονίων.

Για όλα αυτά, την περίοδο της Επταετίας, την ελληνική επαρχία, την κάθοδο στην Αθήνα, τη συγγραφή, τα βιβλία, την πολιτική, την Αριστερά το in μιλάει με μια από τις πιο δυνατές φωνές της Λογοτεχνίας της Μεταπολίτευσης: τον Θεόδωρο Γρηγοριάδη.

«Γράφω γιατί διάβαζα. Διάβαζα πάρα πολύ από 15 χρονών», είναι η πρώτη απάντηση στην ερώτηση γιατί κάποιος έχει την ανάγκη να γράψει και να γίνει συγγραφέας.

-Βιώσατε ως μαθητής την εμπειρία της Χούντας στην ελληνική επαρχία. Πώς ήταν εκείνα τα χρόνια;

«Μιλάμε για ένα αγροτόπαιδο που δούλευε στο μπακάλικο του πατέρα του και διάβαζε τότε Μπλεκ και Μικρό Ήρωα και ξαφνικά έρχεται αντιμέτωπος με τη μικρή βιβλιοθήκη του θείου του Γρηγόρη που ζούσε στη Θεσσαλονίκη. Ήταν ο μοναδικός σπουδαγμένος από τ’ αδέλφια του πατέρα του. Έρχομαι λοιπόν αντιμέτωπος με Τσβάιχ, Περλ Μπακ και άλλους μεγάλους της λογοτεχνίας».

»Ταυτόχρονα, ο πατέρας μιας συμμαθήτριάς μου στο χωριό που ήταν ο γραμματέας της κοινότητας και που διαβάζει Ταχυδρόμο και ΝΕΑ, έχει επίσης μια βιβλιοθήκη, που ίσως ήταν η μοναδική στο χωριό. Προέρχονται από οικογένεια αριστερών, ο παππούς της διαβάζει Ριζοσπάστη και μιλάμε για την εποχή που όλες αυτές οι εφημερίδες ήταν σχεδόν υπό δίωξη. Η δική μου οικογένεια χωρίς να είναι ιδιαίτερα πολιτικοποιημένη ήταν Καραμανλικοί. Ανήκαμε εξάλλου στα λεγόμενα καραμανλικά χωριά του Παγγαίου».


Η βιβλιοθήκη

»Το σπίτι του γραμματέα, είχε μια τεράστια βιβλιοθήκη. Ήταν γεμάτη από κλασική λογοτεχνία. Αρχίζω λοιπόν να διαβάζω βιβλία και να γράφω μικρές κριτικές για βιβλία και ταινίες. Ήμουν τυχερός επειδή το χωριό μας είχε κινηματογράφο και μπορούσα να βλέπω ταινίες. Κινηματογράφος ο «Μέγας Αλέξανδρος», δεν θα μπορούσε να λέγεται κι αλλιώς τότε. Αρχίζω να αντιλαμβάνομαι και πολιτικά κάποια πράγματα μέσα απ’ αυτή την οικογένεια. Προέρχονταν από προσφυγικές ροές, από την ανταλλαγή των πληθυσμών του ’22. Μεγάλωσα λοιπόν σε μια γειτονιά προσφύγων και σ’ ένα μέρος όπου τόσο το ελληνικό όσο και οθωμανικό στοιχείο ήταν έντονα».

Στα χωράφια

»Παράλληλα, μπορεί να διαβάζω και να γράφω, από την άλλη όμως εκτός από το μαγαζί βοηθάω την οικογένεια και στα χωράφια, στα καπνά. Όλη η οικογένεια ασχολούνταν με τα καπνά. Ο πατέρας μου θεωρούσε ότι «έπαιρνα τα γράμματα» και πολλές φορές μ’ έπαιρνε μαζί του στην Καβάλα για να πάρω κάποιο βιβλίο. Επί Χούντας λοιπόν που εγώ είμαι στο Γυμνάσιο, μπορώ να σου πω ότι κανείς δεν μας μίλησε γι’ αυτήν ή για τη Δημοκρατία. Τέτοιος σκοταδισμός. Νόμιζα ότι το καθεστώς είναι αυτό που βλέπαμε και ζούσαμε».


Μαθητικά χρόνια

»Στο σπίτι δεν γίνονται πολιτικές συζητήσεις. Η οικογένεια των Αριστερών ήταν εκείνη που με έκανε να αντιληφθώ ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Φαντάσου ότι για να πας σινεμά τότε θα έπρεπε να έχεις την έγκριση κάποιου καθηγητή από το σχολείο. Η μοναδική αποβολή που έφαγα στο σχολείο ήταν επειδή πήγα σ’ ένα γουέστερν, το ¨Κορμιά για Κρέμασμα¨. Έγινε λοιπόν αιφνιδιαστική έφοδος –αν έχεις το Θεό σου- καθηγητών από την Καβάλα προκειμένου να δουν αν υπάρχουν μαθητές στον κινηματογράφο του χωριού χωρίς έγκριση. Την άλλη μέρα λοιπόν ο διευθυντής του σχολείου, μάς έβγαλε όσους είχαμε πάει σινεμά ενώπιον όλου του σχολείου, λέγοντας ¨ιδού τα κορμιά για κρέμασμα¨. Ο πατέρας μου θυμάμαι ήταν απαρηγόρητος απ’ αυτή μου την αποβολή, κυρίως επειδή ήμουν καλός μαθητής. Τον φώναξαν λοιπόν και του είπαν ¨να μην παρασύρεται ο Θόδωρος γιατί είναι καλό παιδί¨«

»Εγώ όμως τότε ήθελα να παρασυρθώ. Θυμάμαι πηγαίναμε με συμμαθητές μου στην εξοχή, έξω από το χωριό και τους έδειχνα τολμηρά σινερομάντζα που μου έστελνε τότε ταχυδρομικά από τη Γερμανία, όπου είχε μετακομίσει με τους δικούς της μια γειτονοπούλα, με την οποία είχα αλληλογραφία. Είχαν φύγει πολλοί στη Γερμανία τότε. Εγώ της έστελνα το «Φαντάζιο» κι εκείνη το αντίστοιχο γερμανικό. Είχα μια ροπή στο ¨να τη φέρω¨ στο σύστημα που με καταπίεζε. Για παράδειγμα στην Εκκλησία όπου παίρνονταν απουσίες κάθε Κυριακή αν δεν δίναμε το παρών. Αν π.χ. θέλαμε να κάνουμε ένα πάρτυ πηγαίναμε σε κάτι ρέματα με το φόβο να μας πιάσουν».


Ο εξευτελισμός της Χούντας

»Όσο τα σκέφτομαι τώρα διαπιστώνω τι ζήσαμε. Στις πόλεις προφανώς και ήταν διαφορετικά και πιο ολοκληρωτική η κατάσταση με βασανιστήρια, φυλακίσεις. Αλλά κι εμείς στην επαρχία δεν ζούσαμε ωραία. Φανταστείτε, είμασταν μαθητές, δεν μας άφηναν να χαρούμε τίποτε, μας απαγόρευαν να γνωρίσουμε τον κόσμο, μάς απαγόρευαν την κυκλοφορία μετά τις 8 το βράδυ, μας κούρευαν, εξευτελιστικά πράγματα, αδιανόητα».

»Την τελευταία χρονιά πριν περάσω στο Πανεπιστήμιο είχα πάει στη Θεσσαλονίκη να κάνω φροντιστήριο. Ήρθε η επιστράτευση της Κύπρου, θυμάμαι τον θείο μου τον Γρηγόρη να λέει τη λέξη ¨πόλεμος¨. Γυρίσαμε άρον, άρον στο χωριό και σκεφτόμουν ότι δεν ήθελα να μείνω πάλι πίσω, στο χωριό, ήθελα να φύγω, να γνωρίσω τον κόσμο».

»Πέρασα μέσα στους 30 πρώτους εκείνης της χρονιάς στην αγγλική φιλολογία. Στους πρωτεύοντες είχαν δώσει τότε και μια μικρή υποτροφία, την οποία και χρησιμοποίησα μαζί με κάποια χρήματα που μου έδωσε ο πατέρας μου για να πάω για ένα μήνα στην Αγγλία την επόμενη χρονιά».


– Και πώς ήταν αυτός ο μήνας;

«Από το πρωί έως το βράδυ έτρεχα στα σινεμά, για μένα αυτή η περίοδος, μιλάμε για το 1976, ήταν η πιο απελευθερωτική της ζωής μου. Δεν έχω μιλήσει ποτέ γι’ αυτήν, όχι επειδή κρύβει κάτι τρομερό, αλλά επειδή είναι κάτι πολύ προσωπικό».

-Η Μεταπολίτευση σάς βρήκε φοιτητή….

«Στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Μετά την μεταπολίτευση ήταν κάτι τρομερό, δε νομίζω ότι μπορεί να το περιγράψει κάποιος αν δεν το έχει ζήσει. Θυμάμαι τα υπόγεια της Φιλοσοφικής όπου όλα τα άτομα ήταν πολιτικοποιημένα. Τα γράφω αυτά στο «Παρτάλι». Εμένα με παρέσυρε περισσότερο η νεολαία του Ρήγα. Μου φάνηκε πως ήταν πιο κοντά σε μένα. Το κορίτσι που έχω στο «Παρτάλι», η Ζωή, είναι το ίδιο κορίτσι στο «Ζωή Μεθόρια» που έγραψα αργότερα, ήταν αυτή που πουλούσε την εφημερίδα του Ρήγα στα σκαλιά της Φιλοσοφικής».


Ανακαλύψεις

»Είναι η εποχή που ανακαλύψαμε τον Φασμπίντερ, τον Παζολίνι, τους μεγάλους αιρετικούς. Όλο αυτό ήταν σαν μια αποκάλυψη. Είχαμε αφήσει πίσω μας τις εποχές που μας κούρευαν, μας απαγόρευαν τα πάντα και βρεθήκαμε σ’ εκείνα τα υπόγεια που είμασταν ελεύθεροι να χορέψουμε, να τραγουδήσουμε, να πάμε στα πάρτι, να γνωρίσουμε πράγματα που δεν ξέραμε ότι υπάρχουν. Μπορούσαμε να διαβάσουμε και να δούμε ότι θέλαμε».

»Τότε γνωρίσαμε και την περιθωριακή Θεσσαλονίκη. Στον Βαρδάρη με τις πουτάνες και τα φαντάρια, με τους μύθους του Χριστιανόπουλου, με τον απόηχο του Γιώργου Ιωάννου. Δημιουργήθηκε μια πολύ ωραία ομάδα τότε, τέσσερις, πέντε φίλοι, ψάξαμε να βρούμε τον ευατό μας και απ’ αυτόν το χώρο, συν τα εφόδια του Πανεπιστημίου. Αυτό ήταν και το υπόβαθρο για να γράψω το «Παρτάλι».


-Περιγράφετε ένα γοητευτικό πλαίσιο. Θεωρείτε ότι αυτή η εικόνα που περιγράφετε ήταν κάτι συγκυριακό για την πόλη ή ισχύει αυτό που λέγεται για την «ερωτική Θεσσαλονίκη»;


«Η Μεταπολίτευση απελευθέρωσε δυνάμεις. Ο κόσμος είχε πιεστεί πολύ. Το Πανεπιστήμιο είχε κορυφαίους καθηγητές –τον Μαρωνίτη, τον Σαββίδη- πολιτικοποιημένους φοιτητές και η πόλη ακουμπούσε στην εποχή του Ιωάννου, της Καρέλλη, του Πεντζίκη, του Θέμελη, ακόμα και συντηρητικών ανθρώπων που ήταν όμως σπουδαίοι. Ήταν μια λογοτεχνική πόλη».

»Ακόμη πιο πίσω ήταν ο Ξεφλούδας και ο Δέλιος, αυτοί που έφεραν τους μοντερνιστές στη Θεσσαλονίκη. Ο Τζόϋς για πρώτη φορά μεταφράστηκε στη Θεσσαλονίκη. Ήταν μια πόλη που είχε την υποδομή και διατηρούσε τον βυζαντισμό της ως παράδοση. Μετά μετατράπηκε σε μια χριστιανοκρατία. Σήμερα έχει αλλάξει πάρα πολύ το τοπίο αυτό. Πάντα ήταν ερωτική η πόλη. Τώρα, δεν ξέρω».


-Πού βρίσκει την παρέα σας η Αλλαγή;


«Εγώ ήμουν στο ναυτικό με 28 μήνες θητεία. Περισσότερο με ένοιαζε πως να επιβιώσω εκεί καθώς ήμουν σχεδόν μόνιμα στο καράβι, στο «Ιέραξ». Έκανα και ωραία ταξίδια, εκπαιδευτικά. Ήταν μια περίοδος που κοίταζα περισσότερο το προσωπικό μου στίγμα, στο στρατό εξάλλου δεν σε νοιάζουν και πολλά πράγματα από τον έξω κόσμο. Μετά αρχίζει η περίοδος που ανακαλύπτω την Αθήνα, πράγματα που περιγράφω στον «Ναύτη». Ήταν και η βάση ώστε να γυρίσω μια μέρα σε αυτή την πόλη».


-Πότε ξεκινά η επαγγελματική σας πορεία;


«Διορίστηκα ως καθηγητής το 1982. Ένα χρόνο πριν εργαζόμουν σε φροντιστήρια στη Θεσσαλονίκη. Θυμάμαι πως το κτίριο ήταν την Προξένου Κορομηλά και βρισκόταν απέναντι από το «Μπανάλ», ένα θρυλικό μαγαζί της εποχής. Δούλεψα κι εγώ εκεί με κάποια κειμενάκια για κάποιες επιθεωρήσεις, παρλάτες κλπ. Ήρθε λοιπόν ο διορισμός, ένας όμορφος εξοστρακισμός στο τελευταίο λύκειο του Έβρου, στα Δίκαια».


-Στην πινέζα του χάρτη που λέμε.


«Το περίφημο τριεθνές. Είχα εμποτιστεί από το Πανεπιστήμιο, τα ταξίδια, τα διαβάσματα, κατά συνέπεια την επαρχία την έβλεπα με άλλο μάτι, από μια πλευρά πιο μυθολογική, όσο κι αν το μυαλό μου ήταν προς τις πόλεις. Τρία χρόνια αργότερα βρέθηκα με μετάθεση στην Ξάνθη, ήμουν πλέον πιο κοντά στην Καβάλα και στο πατρικό μου. Ήταν μια πόλη που μου άρεσε γιατί είχε αυτό το πολυπολιτισμικό. Είχε π.χ. τους Πομάκους, που στάθηκαν η αφορμή για να γράψω το «Κρυμμένοι Άνθρωποι». Ήταν μια ωραία, ήπια πόλη».


-Στην Αθήνα πότε κατεβαίνετε;


«Παίρνω μετάθεση σε ένα λύκειο του Κορυδαλλού το 1987. Ήταν αρκετά δύσκολα τότε. Είχα μάθει σε αυτό το βορειοελλαδίτικο κλίμα, το πιο χαλαρό και τότε η Αθήνα ήταν πιο «γκρίζα», περισσότερο «παλαιομοδίτικη», μετά έγινε life style. Τα πρώτα χρόνια ζοριζόμουν τόσο που κάποιοι φίλοι μου, μού έλεγαν «σήκω φύγε». Έμεινα όμως. Έβγαλα και τον «Ναύτη» το 1993 στον «Κέδρο» και πήγε καλά, πούλησε. Οπότε έβγαλα κάποια χρήματα κι έκανα πάλι ταξίδια, κυρίως στο Λονδίνο, και σκέφτηκα μήπως πρέπει να μείνω».


-Εκδοτικά πως ήταν η εποχή τότε;

«Εντελώς διαφορετική. Θυμάμαι όταν έβγαλα τη συλλογή διηγημάτων, τον «Αρχαίο Φαλό», έγραψε η Κοτζιά μια κριτική στην «Καθημερινή». Ήταν εντελώς διαφορετικά τα πράγματα σε σχέση με σήμερα. Λιγότεροι συγγραφείς και πολύ λιγότερος κόσμος που ασχολιόταν με το βιβλίο. Τότε αν σου έγραφαν 2-3 κριτικές ήταν σπουδαίο πράγμα. Ήταν επίσης μια περίοδος που οι εκδότες αναζητούσαν νέους Έλληνες συγγραφείς και υπήρχε και η άποψη πως αν ήσουν καλός μπορούσες να βγάλεις και λεφτά απ’ αυτό. Θυμάμαι τότε πως το μεγάλο μπαμ το είχε κάνει ο Μουρσελάς με το «Βαμμένα Κόκκινα Μαλλιά» που είχε μεταφερθεί στην τηλεόραση. Έχω μια λίστα με τα ευπώλητα από εκείνη την περίοδο και βλέπεις ονόματα μέσα: Ζατέλη, Γαλανάκη, εγώ, ο Χωμενίδης, δεν υπήρχε η άλλη λογοτεχνία, η πιο «εύπεπτη», όπως τη λένε. Δεν τα βάζω με αυτήν, ο καθένας βγάζει ό,τι θέλει και κρίνεται όπως όλοι. Αυτό που θέλω να πω είναι πως αν υπήρχαν μπεστ σέλερ τότε, ήταν αυτά που σας αναφέρω πιο πάνω».


-Έχει μείνει πίσω και η γενιά του 30 που τη διάβαζαν τότε πολλοί, έχετε έρθει στο προσκήνιο οι νέοι συγγραφείς.


«Ακριβώς. Εχει ένα ενδιαφέρον πως αυτή η γενιά του Τατσόπουλου, του Ραπτόπουλου κλπ. που είναι η γενιά του 80, είναι όλοι ένα-δύο χρόνια μικρότεροί μου. Εγώ ξεκίνησα να γράφω αργότερα και ανήκω στη γενιά του 90. Τα δικά μου διαβάσματα ήταν οι συγγραφείς του 60, δηλαδή Ιωάννου, Ταχτσής, Τσίρκας, η Μέλπω Αξιώτη. Είχαν αυτή την υπέροχη δημοτική την οποία λατρεύω. Αυτοί οι συγγραφείς είχαν μια ωραία ελληνικότητα στη γλώσσα».


-Φαντάζομαι πολλοί θα σε έχουν ρωτήσει ποιον θεωρείς εξαιρετικό συγγραφέα, ας πούμε από την ξένη λογοτεχνία.


«Επειδή σπούδασα Αγγλική φιλολογία, πρώτα διάβασα και εκτίμησα τους Αγγλοσάξονες. Τώρα διαβάζω το «Τύχη» του Κόνραντ. Περιέχει απίστευτα αφηγηματικά τερτίπια. Του ίδιου, το «Η Καρδιά του Σκότους» μπορώ να στο πω απέξω. Η Βιρτζίνια Γουλφ μου άρεσε επίσης. Με τον Τζόυς και τον Σαίξπηρ ζορίστηκα. Μετά ανακάλυψα τους νεότερους, τον Μακ Γιούαν, τον Ισιγκούρο, τον Σουίφτ. Η γενιά του 80 που σπάει κόκκαλα. Ειδικά με τον Ισιγκούρο έχω ένα πάθος».


-Στην ισπανόφωνη Λογοτεχνία;


«Ξεκίνησα με τον Μαρκές, μετά με τον Κορτάσαρ και τελευταία διαβάζω πάρα πολύ ισπανόφωνη λογοτεχνία. Ο καταπέλτης για μένα ήταν ο Μπολάνιο. Ξέρω πολύ κόσμο που δεν τον αντέχει, αλλά ο άνθρωπος άλλαξε πολλά πράγματα. Αυτό που έκανε δεν μπορεί να το κάνει κανένας Αγγλοσάξονας, τους ξέρω απ έξω κι ανακατωτά. Ο Μπολάνιο μεθούσε, παραληρούσε κι έγραφε. Όλοι οι σύγχρονοι αντίστοιχοι Αγγλοσάξονες, αν διαβάσεις τις τελευταίες σελίδες των βιβλίων τους έχουν πέντε σελίδες ευχαριστίες, σε editors, managers, υποτροφίες. Σήμερα ένα καλό βιβλίο του μέσου όρου στις ΗΠΑ έχει περάσει από 50 φίλτρα. Αναρωτιέμαι μετά απ’ όλα αυτά, τί έχει μείνει από τον συγγραφέα. Απ’ αυτή την άποψη νομίζω ότι είμαστε τυχεροί στην Ελλάδα. Γράφουμε και το βλέπει ο εκδότης. Απελευθερώνονται έτσι περισσότερες δυνάμεις από την έλλειψη διάφορων μεσολαβητών. Αυτό βέβαια είναι και καλό και κακό».


Αβοήθητο το βιβλίο στην Ελλάδα

-Πως σχολιάζετε την πολιτική του βιβλίου στην Ελλάδα;


«Το βιβλίο είναι τρομακτικά αβοήθητο από την Πολιτεία, σε βαθμό σκανδάλου. Δεν έχει ξανασυμβεί τέτοιο πράγμα. Φέτος δόθηκαν 2,5 εκατ. ευρώ σε διάφορες ομάδες για ενίσχυση του πολιτισμού. Και καλώς έγινε αυτό. Το βιβλίο όμως δεν είναι πουθενά. Οποιοδήποτε βιβλίο πάρεις από εδώ (μου δείχνει μια ντάνα με βιβλία στο τραπέζι) και είναι μεταφρασμένο θα δεις πως έχει την υποστήριξη των ανάλογων φορέων της χώρας απ’ όπου προέρχεται. Άρα αν θες να προχωρήσεις, πρέπει να το ενισχύσεις».


-Δεν είναι εντυπωσιακό πάντως για μια χώρα που κατά κοινή ομολογία δεν διαβάζει, να έχει πάρα πολλούς που ασχολούνται με τη συγγραφή, όπως και πάρα πολλούς εκδότες;

«Πάρα πολύ. Κι εμένα μου κάνει εντύπωση. Επίσης μου κάνει εντύπωση πως ανθίζει το έντυπο βιβλίο στην Ελλάδα, σε αντίθεση με τα e books. Άσε που υπάρχουν πολλοί που τα εκδίδουν μόνοι τους, π.χ. ηλεκτρονικά. Καλό είναι ότι γράφει ο κόσμος. Για μια μεγάλη περίοδο είχαν ανθίσει και τα εργαστήρια δημιουργικής γραφής, τα οποία μπορεί να μην έφτιαξαν συγγραφείς, ωστόσο νομίζω ότι έφτιαξαν αναγνώστες. Πάντα νομίζω ότι είχαν καλό υλικό για να διαβάσουν».


-Διδάσκεται η συγγραφή;

«Όχι, δεν διδάσκεται, απλά δίνεις σε κάποιον τις κατευθύνσεις. Του λες π.χ. να διαβάσει Φίλιπ Ροθ για να δεις το κοινωνικό πλαίσιο, τον Μακ Γιούαν για να δεις τις οπτικές γωνίες, τον Τζόναθαν Κόου για να δεις πως μπορείς στο ίδιο βιβλίο ν’ αλλάξεις επίπεδα. Εγώ θα πρόσθετα, διάβασε Μέλπω Αξιώτη για να διατηρήσεις τα ελληνικά σου. Τα εργαστήρια μπορούν να σε βοηθήσουν να αγαπάς το διάβασμα».


-Πώς μπαίνετε στη διαδικασία να γράψετε;


«Είναι απλό, όταν μου έρθει μια ιδέα κάθομαι και γράφω. Το πρώτο χέρι είναι πολύ σημαντικό, πάει ως το τέλος και στη συνέχεια θα καθίσω από την αρχή να ξαναδώ τι έχω γράψει, να κάνω διορθώσεις κλπ. Κατεβάζω τηλέφωνα κι εργάζομαι πρωϊνές ώρες».


-Σκέφτεστε εκείνη την ώρα τον αναγνώστη;


«Δεν μπορείς να μην τον σκέφτεσαι από τη στιγμή που αποφασίζεις να εκδώσεις. Θέλω να πω δεν μπορείς να σκέφτεσαι μόνο τον καημό σου, αλλά θα σκεφτείς τον καημό ή τη χαρά και του άλλου. Είναι άλλο πράγμα η προσωπική γραφή που μπορεί να μείνει στο συρτάρι σου και άλλο αυτό που θα βγάλεις έξω. Υπάρχει μια διαχωριστική γραμμή, τουλάχιστον για μένα, σε όλο αυτό».


-Για να έρθουμε στο σήμερα, είμαστε σε μια εποχή που δείχνει να πηγαίνει προς τα πίσω.


«Ναι έχουμε, παλινδρομήσεις, υποχωρήσεις. Γι’ αυτό έλεγα και πριν για τη Μεταπολίτευση, πως είμασταν τα πρώτα χρόνια, στο ίδιο τραπέζι καθόμασταν άνθρωποι διαφορετικών τοποθετήσεων και μπορούσαμε να μιλήσουμε. Σήμερα δεν ξέρω αν μπορεί να γίνει αυτό. Σήμερα η κοινωνία είναι τικ τοκ, πόσα like θα πάρουμε, ο καθένας εγκλωβισμένος στην ατομικότητά τοθ. Είμαι κι εγώ μέρος αυτού του ψηφιακού ριάλιτι που ζούμε. Τουλάχιστον, λέω πως είμαι μέσα για να βοηθήσω τα βιβλία μου. Στο είπα και πριν, παλιά όταν είχες μια συνέντευξη και 2-3 κριτικές για το βιβλίο σου, ήσουν καλυμμένος. Σε είχαν διαβάσει και δει εκατομμύρια άνθρωποι. Σήμερα και 50 συνεντεύξεις να δώσεις ή άλλες τόσες κριτικές, αυτά τα νούμερα δεν τα μαζεύεις από πουθενά».


-Σας ανησυχεί η ολοένα και μεγαλύτερη συντηρητικοποίηση του κόσμου, η άνοδος της Ακροδεξιάς;


«Πάντα υπήρχαν αυτά νομίζω. Απλώς ήταν δυνάμεις που κρύβονταν. Θεωρώ ότι οι άνθρωποι είναι συντηρητικοί από τη φύση τους γενικά, ελάχιστοι είναι αυτοί που τολμούν. Δες το άλλο. Τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα έχει εκτιναχθεί απίστευτα ψηλά ο ρόλος της Εκκλησίας, είτε φανερά είτε υπογείως και στο πως επηρεάζει την κοινωνία, ειδικά στην επαρχία. Αυτό νομίζω ότι οφείλεται στο γεγονός ότι τα χωριά έχασαν και τον αυτοδιοικητικό τους ρόλο, όταν έπαψαν να υπάρχουν κοινότητες. Κατά συνέπεια χάθηκαν οντότητες κι ένας συγκεκριμένος τρόπος ζωής. Όλος αυτός ο συντηρητισμός βγαίνει σε θυμό. Και η απελευθέρωση των media δεν βοήθησε πολύ. Ο οποιοσδήποτε σήμερα στο you tube μπορεί να βγάλει μια θεωρία και οι άλλοι να τον πιστέψουν. Το πρόβλημα της Ακροδεξιάς είναι πολύ συγκεκριμένο: Δεν αγαπάνε τους άλλους. Δεν αγαπάνε τη διαφορετικότητα, το να έχεις άλλη γνώμη».


-Για την Αριστερά τι γνώμη έχετε; Γιατί ενώ μιλάει για ανθρώπινα δικαιώματα, για κατάργηση των ανισοτήτων κλπ. δεν κατάφερε να πείσει τον κόσμο;


«Γιατί στην ουσία δεν της δόθηκε ποτέ μια δεύτερη ευκαιρία όταν κλήθηκε να κυβερνήσει, την ώρα που δόθηκαν πολλές ευκαιρίες σε κάποιους που αποδεδειγμένα δεν ήταν ικανοί και δεν βοήθησαν. Η αλήθεια είναι βέβαια ότι η Αριστερά έχει μέσα της περισσότερη θεωρία παρά πρακτική».


-Για εσάς τι είναι η Αριστερά;


«Στο μυαλό μου δεν είναι μόνο θεωρία, είναι τρόπος σκέψης. Σκέφτομαι ανοιχτά, μια κοινωνία με όλους και για όλους, όπου μπορούν να εκφράζονται όπως θέλουν και που απολαμβάνουν τα ίδια δικαιώματα. Με άτομα που δεν κατευθύνονται που έχουν ανεξαρτησία στη σκέψη και που συνεχώς θα αναρωτιούνται τι συμβαίνει γύρω τους και που θα είναι και πιο διαλεκτικοί. Αυτή τη στιγμή προσωπικά δεν μπορώ να συγχωρέσω στην Αριστερά ότι είναι τόσο διασπασμένη. Έχει αυτοτραυματιστεί εντελώς. Πιστεύω επίσης ότι όσοι κινούνται αυτή τη στιγμή στην Αριστερά ως εκπρόσωποί της, είναι σαν τις πάπιες μέσα σε μια λίμνη. Η λίμνη ειναι η Αριστερά, ο χώρος, οι σκέψεις, η ιδεολογία. Όποιος θέλει μπαίνει μέσα και φτιάχνει το τσαρδί του. Μπορεί και να το εγκαταλείψει μετά. Εμένα, απ’ αυτόν τον χώρο, απ’ αυτή τη λίμνη δεν μπορεί να με βγάλει εύκολα κανείς».


Έγινε πολύ της μόδας τελευταία το τρίπτυχο «Πατρίς Θρησκεία Οικογένεια»…


«Ναι έγινε, εξαρτάται πως το χρησιμοποιείς. Εγώ το χρησιμοποιώ στο τελευταίο μου βιβλίο, το «Ελσίνκι», αλλά πως; Με έναν ήρωα, έναν Κούρδο που αναζητά μια πατρίδα, αρχικά στην Ελλάδα και μετά στη Φινλανδία. Τη θρησκεία, όταν έχεις έναν μουσουλμάνο προσαρμόζεται στον δυτικό τρόπο ζωής και που συζεί με έναν άντρα κι εδώ ανατρέπονται τα πράγματα.. Και στο τέλος ο εραστής του που αναζητά μια υβριδική οικογένεια, άρα έρχεται κι αυτό το στοιχείο και συμπληρώνει τα υπόλοιπα. Για τη θρησκεία λέω ότι μπορείς να πιστεύεις σε πολλά πράγματα, αλλά η Εκκλησία σαν θεσμός είναι αναχρονιστικός. Η μεγαλύτερη ήττα του οποιοδήποτε κράτους είναι να μην μπορεί να κοντρολάρει τη σχέση του με την Εκκλησία».


Επειδή έχετε ρίζες στη βόρεια Ελλάδα κι έχουμε δει πιο ακραίες αντιδράσεις εκεί σε ζητήματα εθνικά, όπως π.χ. η συμφωνία των Πρεσπών, γιατί πιστεύετε ότι συμβαίνει αυτό; 


«Είναι πολύ μεγάλο θέμα αυτό. Αρχικά πιστεύω ότι είναι γεωγραφικό το θέμα. Δηλαδή όταν είσαι μακριά από το κέντρο αποφάσεων και ζεις στα σύνορα, αισθάνεσαι ανασφάλεια. Αυτή, καλλιεργείται πολλές φορές. Όταν επίσης υπάρχει μια εγκατάλειψη από το κεντρικό κράτος, τότε όλα αυτά τα συναισθήματα έρχονται και τα αναπληρώνει η Εκκλησία και οι ακραίες φωνές. Την ίδια ώρα η μοναδική ενημέρωση των ανθρώπων είναι η τηλεόραση, δεν υπάρχουν οι εφημερίδες στα καφενεία όπως παλιά ή η προσέγγιση άλλων απόψεων. Δεν υπάρχουν πια πολιτιστικές εκδηλώσεις ή σύλλογοι γιατί τα περισσότερα μέρη έχουν συρρικνωθεί ή ερημώσει. Κατά συνέπεια πολύ εύκολα μπορούν να ταυτιστούν με τα λόγια ενός ιεροκήρυκα. Υπάρχει χάσμα του Βορά με το Νότο και δεν ξέρω πως μπορεί να καλυφθεί».




Τετάρτη 24 Ιουλίου 2024

Η Λίνα Πανταλέων γράφει στην Καθημερινή "Δεύτερη γέννα



"Δεύτερη γέννα".

Με το άρθρο της, "Από την Ορθοκωστά» στα ορθοπολιτικά'" στην "Καθημερινή της Κυριακής" (22/06/24), η κριτικός λογοτεχνίας, Λίνα Πανταλέων, γράφει για την ελληνική λογοτεχνία της μεταπολίτευσης. Αυτό το έργο μου κρατάει αυτό το βιβλίο των 95 σελίδων που κυκλοφόρησε το 2009. Θυμίζω ότι παίχτηκε στο ΔΗΠΕΘΕ Καβάλας ως σκηνικός μονόλογος σε σκηνοθεσία Θοδωρής Γκόνης με την Φιλαρέτη Κομνηνού, περιόδευσε στις γειτονικές πόλεις και συγκίνησε πολύ τον κόσμο η πρωτοπρόσωπη φωνή μιας νέας μάνας από την Καβάλα  που προσπαθεί να συμφιλιωθεί με την τρομακτική απώλεια της φοιτήτριας κόρης της.



Το άρθρο:

Κρατάω σίγουρα τα καλά βιβλία. Ξέρουν αυτά ποια είναι. Δεν χρειάζονται υπεράσπιση, ούτε τα πτοούν οι αποκαθηλώσεις. Μένουν εκεί, λίγο ψηλότερα, λίγο χαμηλότερα, αλλά πάντα εκεί, για να διαβαστούν ξανά και ξανά. Κρατάω σίγουρα και τα λιγότερο καλά. Είναι αναγκαίο ένα μέτρο σύγκρισης. Αν ο πήχυς είναι η Μαντά και η Δημουλίδου, τότε κατακλυζόμαστε από δυνάμει Νομπέλ. Κρατάω πάντα τα βιβλία και αφήνω τους συγγραφείς. Παραδόξως, συχνά αποδεικνύονται οι χειρότεροι υπερασπιστές των έργων τους.


Πενήντα χρόνια μετά το 1974. Πόσο πολλή πεζογραφία. Διατρέχοντας νοερά τη θεματογραφία, κρατάω την απαγκίστρωση από την πολιτική και την Ιστορία. Προφανώς ουδέποτε θα εκλείψουν. Ακόμη και σημερινοί πρωτοεμφανιζόμενοι γράφουν για τον εμφύλιο, σαν να μην υπήρξε η «Ορθοκωστά» (1994) του Θανάση Βαλτινού ή το «Κιβώτιο» (1975) του Αρη Αλεξάνδρου (1922-1978). Κρατάω την απομάκρυνση από την πολιτική και την ιδεολογία, για να σταθώ στη σχέση που διερευνά η λογοτεχνία ανάμεσα στο άτομο και τον κόσμο, ανάμεσα στην καθημερινή κακοπάθεια και τις συλλογικές αναπηρίες. Απέραντη θεματική, άπειροι και οι τρόποι διερεύνησής της. Ξεχωρίζω τα πρώτα έργα της Μάρως Δούκα, όπως η «Πλωτή πόλη» (1983), οι «Λεύκες ασάλευτες» (1987) και η «Ουράνια μηχανική» (1999), αλλά αφήνω τα πρόσφατα μυθιστορήματά της με τη φωναχτή, στην ένταση μανιφέστου, στράτευσή τους. Αντιθέτως, ο Δημήτρης Νόλλας πέτυχε στα έργα του μια θαυμαστή σύζευξη του ιδιωτικού και του συλλογικού, μυθολογώντας μέσα από ένδον αδιέξοδα μια, τρόπον τινά, εξατομικευμένη πολιτική.


Κρατάω σχεδόν όλα τα μυθιστορήματα της Ιωάννας Καρυστιάνη, της Ρέας Γαλανάκη και της Ζυράννας Ζατέλη. Πιστεύω πως συνιστούν μια τριάδα κορυφαίων συγγραφέων, η οποία λάμπρυνε τη λογοτεχνία. Η μελοδραματική Καρυστιάνη, η ακαδημαϊκή Γαλανάκη και η μαγική Ζατέλη έδωσαν τις δεκαετίες του ’90 και του ’00 τα εξοχότερα έργα τους. Κρατάω επίσης με πολλή αγάπη το «Εορταστικό τριήμερο στα Γιάννενα» (1982), το «Μεξικό» (1988) και τη «Χοιροκάμηλο» (1992) της Ερσης Σωτηροπούλου, χωρίς όμως να αφήνω τα μεταγενέστερα μυθιστορήματά της. Σκέφτομαι στο σημείο αυτό πως οι άνδρες γράφουν καλύτερα από τις γυναίκες. Η λίστα, η δική μου προφανώς, με τα καλά βιβλία ανδρών συγγραφέων ολοένα μεγαλώνει, ενώ η αντίστοιχη λίστα βιβλίων γυναικών συγγραφέων μένει λίγο – πολύ στάσιμη.


Ας μιλήσουμε για τη Σώτη Τριανταφύλλου. Τα βιβλία της με απωθούν με το εξυπνακίστικο ύφος τους και τον αφ’ υψηλού χλευασμό τους, αλλά δεν θα μπορούσα να μην κρατήσω το «Σάββατο βράδυ στην άκρη της πόλης» (1996), το «Αύριο, μια άλλη χώρα» (1997) και τον «Υπόγειο ουρανό» (1998). Αντιθέτως, όλα τα βιβλία της Μαρίας Μήτσορα με συγκινούν για τον άγριο ανορθολογισμό τους, τον ναρκοληπτικό τους λόγο, τις ερεβώδεις παραισθήσεις τους, όπως επίσης με γοητεύει η σκοτεινιά των μυθιστορημάτων της Μαρίας Κουγιουμτζή.


Μάλλον εξίσου με τη λογοτεχνία του εμφυλίου με ενοχλεί η έμφυλη λογοτεχνία, ιδίως όταν διανθίζεται με αντιπατριαρχικές τσιρίδες και ιαχές για την απολύτρωση της ταυτότητας. Το βιβλίο δεν είναι πανό. Γενικότερα, τη γυναικεία φωνή στη λογοτεχνία θα την άφηνα ευχαρίστως να σιγήσει. Επειδή, όμως, δεν θέλω να κατηγορηθώ για μισογυνισμό, θα περάσω στους άνδρες. Αλέξανδρος Κοτζιάς (1926-1992), Θανάσης Βαλτινός, Αλέξης Πανσέληνος, Μένης Κουμανταρέας (1931-2014), Παύλος Μάτεσις (1933-2013). Ο Κοτζιάς έφερε το άτομο στο κέντρο της μυθοπλασίας, αποσπώντας το από τον κοινωνικοπολιτικό περίγυρο, ακριβώς για να καταδείξει την άλυτη εξάρτησή του από δόλιους μηχανισμούς, που απεργάζονται τον εκμηδενισμό του. Από το άλλο μέρος, ο Βαλτινός σημάδεψε την ελληνική λογοτεχνία με την ευτολμία της τεχνοτροπίας του, που δοκιμάζεται στους πιο απρόσμενους πειραματισμούς. Και εδώ η πολιτική παρεισδύει λοξά, μέσα από ιδιωτικές, δαιδαλώδεις και τυραννικές ατραπούς. Ο Βαλτινός γράφει Ιστορία και χωρίς πλοκή. Τα εμβληματικά «Στοιχεία για τη δεκαετία του ’60» (1989), λόγου χάριν, απαθανατίζουν αριστοτεχνικά τις μεταστροφές της ελληνικής κοινωνίας σε ένα μεγάλο χρονικό άνυσμα.


Σπουδαία έργα έδωσαν τις πρώτες δεκαετίες της Μεταπολίτευσης ο Κουμανταρέας, ο Μάτεσις και ο Πανσέληνος. Αλησμόνητα η «Βιοτεχνία υαλικών» (1975), η «Κυρία Κούλα» (1978), ο «Ωραίος Λοχαγός» (1982), η «Μητέρα του σκύλου» (1990) και ο «Παλαιός των ημερών» (1994), όπως και η «Μεγάλη πομπή» (1985) του Πανσέληνου. Ωστόσο, η όψιμη πεζογραφία τους δεν στάθηκε στο ύψος της παλαιότερης. Δύο συγγραφείς, τα βιβλία των οποίων εκτιμώ πολύ, είναι ο Νίκος Δαββέτας και ο Θεόδωρος Γρηγοριάδης. Από τον πρώτο κρατάω την «Εβραία νύφη» (2009), έναν περίτεχνο συγκερασμό Ιστορίας και υπαρξιακού τραύματος, ενώ από τον Γρηγοριάδη την ομήλικη «Δεύτερη γέννα» (2009), για τον καθηλωτικό σπαραγμό της. Από τα βιβλία των νεότερων πεζογράφων, άκρως αξιοπαρατήρητη θεωρώ την «Καινούργια μέρα» (2018) του Νίκου Χρυσού.


Ο Γιώργος Χειμωνάς (1938-2000), ο Σωτήρης Δημητρίου και ο Σάκης Σερέφας, τρεις συγγραφείς εξαιρετικοί αλλά και εξαιρετικά διαφορετικοί μεταξύ τους, κατόρθωσαν μια μείζονα λογοτεχνική επίτευξη, έπλασαν τη δική τους γλώσσα. Μολονότι και οι τρεις στέκονται επέκεινα της πολιτικής, η Ιστορία πάντοτε υποφώσκει στα έργα τους. Δεσπόζουσα είναι η θέση του ατόμου, του ανίσχυρου εγώ, έκθετου σε έναν κόσμο παράλογο, τραγικό ή και ανείπωτα φαιδρό. Η σχεδόν απισχνασμένη από νόημα γλώσσα του Χειμωνά, ερμητική και επτασφράγιστη, ονειρική και μυθώδης, μετουσιώνει σε λογοτεχνία ένα άχρονο, αέναο ψυχόδραμα. Ο Δημητρίου αρδεύοντας τη γραφή του με το χοϊκό ήθος της γενέτειρας, εγκεντρίζει στο ηπειρωτικό ιδιόλεκτο εμμελείς, πανάρχαιους αναπαλμούς. Ο Σερέφας, από την άλλη, με τις φαρσικές του γλωσσοπλασίες συγκαλύπτει με ξεκαρδίσματα την τραγικότητα των αλλόκοσμων μυθοπλασιών του.


Γελοιογραφώντας

Από τη δεκαετία του ’80 θα άφηνα τους γκροτέσκους καγχασμούς της παρωδίας, όπου θρασομανούν ο κυνισμός και ο μηδενισμός, γελοιογραφώντας μέχρις εσχάτων την κοινωνική παθογένεια. Απόγονος των γνωστών γελοιογράφων της περιόδου (Τατσόπουλος, Χωμενίδης, Ραπτόπουλος) φαίνεται πως είναι ο Μιχάλης Μιχαηλίδης. Μετά από μια εντυπωσιακή αρχή με τα μυθιστορήματα «Ο μηχανισμός της σύγχυσης» (1997), «Η πισίνα των αναμνήσεων» (1999) και «Η σκύλα και το κουτάβι» (2002), επέπεσε σε ένα βαρύ ατόπημα δημοσιεύοντας το σκανδαλοθηρικό μυθιστόρημα «Πινακοθήκη τεράτων» (2009). Του πήρε επτά χρόνια για να επανεμφανιστεί με τους συναρπαστικούς «Επόπτες» (2016). Ο συνομήλικός του Κωνσταντίνος Τζαμιώτης είναι ένας πνευματώδης πεζογράφος, ο οποίος συναρμόζει στις μυθοπλασίες του λόγια γλώσσα με ραφινάτη φιλοσοφική σκέψη και ένα βλέμμα έντονα κριτικό. Από εκείνον κρατάω με αμείωτο θαυμασμό τη «Συνάντηση» (2002), τον «Βαθμό δυσκολίας» (2004) και την «Παραβολή» (2006). Από τον Χρήστο Χρυσόπουλο κρατάω το μοναδικό στυλ της συγγραφικής του ιδιοσυστασίας, την έξοχη σύμμειξη ρεαλισμού και μεταμοντερνισμού.


Από τη δεκαετία του ’90 αφήνω την ανεξέλεγκτη βιβλιοπαραγωγή, που συσκότιζε τη θέαση των αξιόλογων βιβλίων. Σίγουρα κρατάω τα βιβλία δύο πρωτοεμφανιζόμενων πεζογράφων, τους «Τέσσερις τοίχους» του Βαγγέλη Χατζηγιαννίδη (2000) και «Των κεκοιμημένων» (1999) του Δημήτρη Μίγγα. Δυστυχώς κανένας από τους δύο δεν τήρησε τις υποσχέσεις της πρώτης του εμφάνισης. Κάνοντας ένα άλμα δύο δεκαετιών φτάνω σε δύο νεότατους πρωτοεμφανιζόμενους, που ελπίζω πως θα φανούν προσεκτικοί με τις υποσχέσεις τους. Πρόκειται για τους Αρη Αλεξανδρή και Χάρη Καλαϊτζίδη. Κοντά τους κρατάω τον Χρήστο Αρμάντο Γκέζο και τον Γιάννη Νικολούδη. Και πάλι άνδρες. Αλλά τι να πω; Για τους ανεκδιήγητους τίτλους τής Αλεξάνδρας Κ* ή για τις «αλεπούδες» της Ρένας Λούνα, διάσημης εδώ και ένα μήνα εξαιτίας μιας (φεμινιστικής ασφαλώς) τυμβωρυχίας;


Κρίση της γραφής και όχι γραφή της κρίσης

Πηγαίνοντας στο 2010, το οποίο έχει οριστεί ως το τέλος της Μεταπολίτευσης, αφήνω σχεδόν όλα τα βιβλία της οικονομικής κρίσης. Στερημένα την απρόσκοπτη θέαση που διασφαλίζει η αποστασιοποίηση, τα βιβλία αυτά μοιάζουν με λογοτεχνικά ντοκιμαντέρ. Αντιθέτως, η διηγηματογραφική συλλογή τού Χρήστου Οικονόμου «Κάτι θα γίνει, θα δεις» (2010), μολονότι εγκιβωτίζει όλη την απόγνωση και τη μιζέρια της περιόδου, ανάγεται σε εκλεκτή λογοτεχνία χάρη στην εκπληκτική δεξιοτεχνία της γλώσσας.


Θα άφηνα μετά χαράς το «Μπλε υγρό» (2017) της Βίβιαν Στεργίου. Με αφορμή τη Στεργίου, η οποία τόσο στα βιβλία της όσο και σε άρθρα της αρθρώνει έναν λόγο που όζει μεγαλαυχίας, θέλω να αφήσω μια και καλή (αν και δύσκολα ξεμπερδεύει κανείς μαζί τους) τους φωστήρες του Διαδικτύου, που φιλοσοφούν αμετροεπώς για καθετί μικρό και ελάχιστο. Η προκλητική κενολογία τους υποβιβάζει έως εξαφανίσεως όχι μόνο τη γλώσσα και τη σημασιολογική της λειτουργία, αλλά και τον κριτικό λόγο, που περιορίζεται σε χειροκροτήματα και γιουχαΐσματα. Και εδώ επιστρέφω στα παλιά για να πω πόσο μου λείπει η ποιότητα της κριτικής στα έντυπα. Λείπει η Μάρη Θεοδοσοπούλου (1950-2016). Και ο Δημοσθένης Κούρτοβικ. Θα ήθελα ακόμη να διάβαζα συχνότερα τον υπέροχα λεπτουργημένο λόγο της Κατερίνας Σχινά. Η αναμφίλεκτα κρίσιμη παρουσία του Βαγγέλη Χατζηβασιλείου και της Ελισάβετ Κοτζιά στην επικαιρική κριτική δεν αρκεί για να πληρωθεί το κενό στην αποτίμηση της βιβλιοπαραγωγής. Μένοντας στα έντυπα θέλω να πω ότι μου λείπει πολύ η «Νέα Εστία» του Σταύρου Ζουμπουλάκη, ενώ κρατάω ως κόρην οφθαλμού τον Ηρακλή Παπαλέξη (1951-2003) και το «Διαβάζω» του, όπου είχε υποδεχθεί τόσες αναγνώσεις. Με τρυφερότητα κρατάω και την πολύτιμη συνεργασία μου με δύο σπάνιους ανθρώπους του βιβλίου, τον Γιώργο Κορδομενίδη και τον Γιώργο Χρονά.


ΤΙ ΚΡΑΤΑΩ: Την απαγκίστρωση από την πολιτική και την ιδεολογία.

ΤΙ ΠΕΤΑΩ: Τις αντιπατριαρχικές τσιρίδες. Τους γκροτέσκους καγχασμούς της παρωδίας. Την επιμόλυνση της λογοτεχνίας με το σύνδρομο της ραγδαίας φήμης.


Πάνω από όλα θέλω να κρατήσω το κύρος του βιβλίου. Δεν νομίζω ότι εξωραΐζω καταστάσεις λέγοντας πως πριν από δύο δεκαετίες και πιο πίσω το βιβλίο αντιμετωπιζόταν με μεγαλύτερη σοβαρότητα από ό,τι στις μέρες μας. Τόσο από τους συγγραφείς όσο και από τους αναγνώστες. Πέρα από τη γλωσσική και στοχαστική ένδεια, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης επιμόλυναν τη λογοτεχνία και με το σύνδρομο της ραγδαίας φήμης. Κοντεύει ένα βιβλίο να ισοδυναμεί με σέλφι, με φίλτρο ασφαλώς.


Λοιπόν, τι κρατάω, τι αφήνω; Οσα μου άρεσαν και όσα δεν μου άρεσαν. Καμία ανθολόγηση δεν μπορεί να χωρέσει τις αρέσκειες και τις απαρέσκειες μιας πεντηκονταετίας. Φυσικά δεν είναι σωστό η κριτική να περιορίζεται στο γούστο, ούτε όμως αληθεύει πως υπάρχει αντικειμενική κριτική. Τα καλά βιβλία ξέρουν πάντα ποια είναι. Μένει να διαβαστούν.


Η κ. Λίνα Πανταλέων είναι κριτικός λογοτεχνίας.

Καθημερινή 22/06/2024


Κυριακή 17 Μαρτίου 2024

Λογοτεχνική μετάφραση και Τεχνητή Νοημοσύνη

17 March 2024 - Sunday

AI and literary translation (cont'd) | Prix Jean d'Ormesson longlist

       AI and literary translation (cont'd)

       With yesterday's posts on AI and translation and the posting of The Club of True Creators-review, I really should have put two and two together, since the latter more than touches upon the subject of the London Book Fair panel on AI and Literary Translation and the two articles I linked to, as the publisher of The Club of True Creators, the new Rossum Press, have explicitly embraced a publishing- and translation-model based on Artificial Intelligence.
       As they explain/maintain:
Using a system of AI-assisted team translation, our skilled editors are able to create high quality literary translations with a fraction of the resources which traditional methods require.

Every word of the AI-generated draft translation is carefully weighed by a professional stylist of the target language, and we work closely with our authors at every step along the way.
       Like it or not -- and many people (not just, but especially translators) really, really don't like it --, this is (at least a significant part of) the future, especially for popular and genre fiction (and, for example, manga), and, if nothing else, props to Rossum Press for making it very clear that this is how they operate. (Well, they might have mentioned it in the translator-creditless book itself as well .....)
       The 'machine translation + (human) editing' model seems likely to become the dominant one -- with the amount of editing varying widely (as it does already: one should never overlook that a lot of entirely human translations are terrible, not least because they are often published without much editorial oversight or involvement)).
       One of the reasons given for so little being published in translation is the cost involved. The use of machine-translation -- to whatever extent -- can reduce those costs drastically -- but will the final product justify those (reduced) costs, or are we possibly losing too much ?
       (I do note -- and I do think this isn't acknowledged nearly enough -- that, both historically and currently, a lot of (human) translation of literary work, both popular and 'literary', is really bad. (Admittedly, the main reason for this -- (many) publishers simply don't care about the (end-)product-- applies to any form of translation, i.e. won't be rectified by greater reliance on machine-aided translation.))

(Posted by: M.A.Orthofer)    permanent link -

Robert Penn Warren «Ένας τόπος για να επιστρέφεις»

Μετάφραση: Αθηνά Δημητριάδου, εκδόσεις Πόλις, 2025 Γράφει ο Θεόδωρος Γρηγοριάδης Στο τελευταίο βιβλίο του Ρόμπερτ Πεν Γουόρεν ο αφηγητής και...