Δευτέρα 20 Νοεμβρίου 2023

Big Publishing Killed the Author

How corporations wrested creative control from writers and editors—to produce less interesting books.

....

Big Fiction is sharply written and sharply argued, part of a wave of cutting-edge works of literary history put out by Columbia University Press. Wisely, Sinykin “defers judgment about whether conglomeration was good or bad,” instead charting its consequences.


At this point, the question of whether conglomeration was good or bad seems largely beside the point. Artists adapt. Artists have always been subject to the whims of the wealthy. Yet the same economic forces that led to conglomeration are undeniably immiserating artists today. More authors than ever before have access to an audience and the means of literary production; fewer authors than in decades past are able to support themselves through writing alone. Publishing houses continue to consolidate—and one of the biggest, Simon & Schuster, was just sold to a private equity firm, part of an industry infamous for gutting local newspapers. Meanwhile, entry-level employees at those publishing houses are paid so abominably that many have recently quit en masse.


Where do writers, editors, and for that matter critics go from here? How do we make art under these conditions? One’s answer to such questions is inextricable from one’s politics more broadly, from one’s view of what we owe each other, whether the rich deserve their spoils, and the extent to which workers should determine the course of their lives. W.W. Norton’s collective ownership provides one glimmer of a possible artistic future. So too does the recent strike of HarperCollins workers for fair wages, the rise of artists’ and freelancers’ unions, the flowering of writers’ collectives during the pandemic. If, as Sinykin argues, the ascent of conglomerate publishing relocated power “out of the hands of the author and the editor and into a great many hands,” as the ranks of publicists, marketers, and agents swelled, perhaps the possibility of solidarity remains, of strength in the growing numbers of collaborative workers.

Ολόκληρο το άρθρο:

https://newrepublic.com/article/176458/big-publishing-killed-author-sinykin-fiction-review

Δευτέρα 30 Οκτωβρίου 2023

Iris Murdoch «Θάλασσα, θάλασσα»,

Γράφει ο Θεόδωρος Γρηγοριάδης 


μετάφραση: Αθηνά Δημητριάδου, εκδόσεις Gutenberg, 2023   



Ένας θεατράνθρωπος αποτραβιέται σε ένα μοναχικό σπίτι στη βόρεια θάλασσα της Αγγλίας αντιμέτωπος με τα στοιχεία της φύσης και τα στοιχειά που ρίζωσαν μέσα του. Ο Τσαρλς  Άροουμπαϊ, ηθοποιός και συγγραφέας, δεν ξεχνιέται εύκολα μετά την ανάγνωση του καλύτερου μυθιστορήματος της Άιρις Μέρντοκ που της χάρισε το βραβείο Booker 1978.


Στο ογκώδες αυτό μυθιστόρημα, ο άλλος πρωταγωνιστής είναι η ίδια η θάλασσα που αντικατοπτρίζει τις φοβίες και τα συμπλέγματα του Τσαρλς. Ένα τέρας προβάλλει από τον σκοτεινό βυθό σαν μαύρο φίδι, άγνωστο στην επιστήμη, μια γκόθικ ατμόσφαιρα πλανιέται μέσα σπίτι και στον περίγυρο που -χωρίς ηλεκτρικό και ανέσεις- είναι ο ιδανικός τόπος για να αποσυρθεί και να λύσει κάποιος σαν τον Τσαρλς τις προσωπικές του διαφορές και τα υπαρξιακά του ερωτήματα. Κι έτσι ξεκινάει να γράφει. Το μυθιστόρημα που διαβάζουμε είναι, από τη μια, η καταγραφή της καθημερινότητας και, από την άλλη, η διαδικασία της γραφής του βιβλίου του ως προσωπική εξομολόγηση. Ο Τσαρλς γράφοντας την αυτοβιογραφία του, αναρωτιέται διαρκώς για το εγχείρημά του για να καταλήξει σε έναν πρωτοπρόσωπο μη-πιστευτό αφηγητή.


Με βασικές αναφορές στον σαιξπηρικό Πρόσπερο, οι σκηνές που διαδραματίζονται παραπέμπουν σε θεατρικό σκηνικό χώρο που επεκτείνεται στην αχανή φύση του ουρανού και του πελάγους. Τα χρώματα αλλάζουν ανάλογα με τη διάθεση και τη δράση των χαρακτήρων. Ο Τσαρλς θυμάται όσες και όσους συνάντησε και ξανασυναντά τους περισσότερους: Στο σπίτι του εισβάλλουν σταδιακά φίλοι και φίλες, πρώην αγαπημένες που αναδεικνύουν το δράμα αυτού του εγωκεντρικού ατόμου του οποίου το Εγώ  είναι πιο τρομακτικό και από το αναδυόμενο τέρας της θάλασσας. Οι συμπτώσεις και τα περιστατικά ενισχύουν τη θεατρική αίσθηση αλλά και τις επιρροές μιας προμοντερνικής ρεαλιστικής αφήγησης καθώς πλαισιώσουν την ιστορία άλλοτε δραστικά και άλλοτε με μια ασυνήθιστη χαλαρότητα για τα δεδομένα της σημερινής μυθιστορηματικής γραφής.


Τρικυμία στη θάλασσα και στην καθημερινότητα

Εκπληκτικές, τρισδιάστατες, περιγραφές της θάλασσας, των κυμάτων και του ορίζοντα ενώ μέσα στο σπίτι κυριαρχεί μια εξίσου τρικυμιώδης καθημερινότητα. Ο Τσαρλς μαγειρεύει με ό,τι βρίσκει πιο εύκολο στην τοπική αγορά και στη φύση, προτρέχοντας της σύγχρονης οργανικής μαγειρικής ενώ, δίνοντας αναλυτικά τις συνταγές των γευμάτων, προλαμβάνει και την τάση  της “πεζογραφία της κουζίνας” που μας χόρτασε τα τελευταία χρόνια. Ο σημερινός αναγνώστης μόνον δυσπεψία μπορεί να νιώσει με τις συνταγές που αναφέρονται περισσότερο στο πρώτο μισό του βιβλίου γιατί στο δεύτερο κυριαρχεί η “ανθρωποφαγία”! Οι επισκέπτριες και οι επισκέπτες λύνουν τις διαφορές τους με έναν κακοποιητικό λόγο ή και σωματικά θανατηφόρο τρόπο: σπρώχνονται από τα βράχια στο νερό, στήνουν παγίδες, κρύβουν γράμματα, αποκαλύπτουν μυστικά και εκδικούνται για το παρελθόν.




Σαν κάλεσμα όλων των χαρακτήρων επί σκηνής παρελαύνουν οι παλιές ερωμένες και οι φίλοι. Και τι σύμπτωση: η εφηβική αγάπη του Τσαρλς, η Χάρτλι, ζει λίγο πιο μακριά με έναν αυταρχικό σύζυγο, τον Μπεν και το υιοθετημένο τους παιδί, τον Τίτο, ο οποίος εξαφανίζεται και έρχεται να ζήσει με τον Τσαρλς, άλλη μια σχέση πατέρα και υιοθετημένου γιου. Αργότερα ο Τσαρλς θα παγιδέψει και την Χάρτλι, κλειδώνοντάς την στο πάνω δωμάτιο του σπιτιού του· καταβάλλει κάθε προσπάθεια να την πείσει να εγκαταλείψει τον βίαιο άντρα της στα γεράματα. Θα την φέρει στα όρια της, εκείνη φωνάζει «Κόλαση, είμαι η κόλαση». Σε πιο ήπιες φάσεις η μεταξύ τους κουβέντα, κάπου στη μέση του βιβλίου, απλώνεται σε σαράντα σελίδες, σε έναν διάλογο γεμάτο έντονη επιχειρηματολογία.

Η Μέρντοκ μελέτησε τον Πλάτωνα και έγραψε ογκώδεις τόμους για το έργο του, γιατί να μην ενσωματώσει στα μυθιστορήματά τις τεχνικές του διαλόγου και της φιλοσοφικής σκέψης; Ως φυλακισμένη η Χάρτλι, θυμίζει την Αλμπερτίν του Προυστ αλλά και την ηρωίδα του μυθιστορήματος «Ο Συλλέκτης» του Τζων Φώουλς (που προηγήθηκε της Μέρντοκ), μόνον που στο τέλος η Χάρτλι θα δραπετεύσει σε μιαν άλλη ήπειρο. Όμως κάποιοι άλλοι θα βρούνε παράδοξο και άσχημο τέλος, όπως ο Τίτος, που διάβαζε την ερωτική ποίηση του Δάντη. Ο ξάδελφος του Τσαρλς ο Τζέιμς, στρατιωτικός, οριενταλιστής και βουδιστής, με το δικό του πέρασμα στο Θιβέτ, παραπέμπει στα μυθιστορήματα του Ε.Μ. Φόρστερ. Όπως έγραψε ο κριτικός λογοτεχνίας Frank Kermode, «αν ο κύκλος του Μπλούμσμπερι έχει έναν καλό κληρονόμο, αυτή είναι η  Άιρις Μέρντοκ».


Μια συγγραφέας που δεν ενδίδει σε ευκολίες


Η Άιρις Μέρντοκ επικοινωνεί με όλους τους σημαντικούς συγγραφείς που προηγήθηκαν. Φαίνεται η αγάπη της για τον Τολστόι, διαπερνά τον μοντερνισμό, κοντοστέκεται στη μεταμυθοπλασία. Προτιμά τις μεγάλες αφηγήσεις, δίνει άπλετο χώρο και λόγο στους χαρακτήρες, πολλές φορές αισθάνεσαι ότι ως αναγνώστης θα σε καταπιεί η θάλασσα της γραφής της. Τα μυθιστορήματα της Μέρντοκ δεν αποπνέουν λογοτεχνική οικειότητα. Γράφει  υψηλή λογοτεχνία και αφ’ υψηλού: δεν ενδίδει σε ευκολίες, δεν ενδίδει στο editing. Βέβαια έγραφε σε μια περίοδο προ-διαδικτυακή όπου σου επιτρεπόταν να αφοσιώνεσαι στο διάβασμα απρόσκοπτα, χωρίς τη σημερινή ψηφιακή αποσπασματικότητα και την αλόγιστη εγρήγορση να προλάβεις το επόμενο βιβλίο. Δύσκολα γράφονται τέτοια μυθιστορήματα με τόση συγγραφική κυριαρχία. Με κωμικοτραγικές καταδύσεις στην υπαρξιακή αγωνία κάθε απλού θνητού ή διάσημου, με έμφαση στην πάλη του Καλού και του Κακού, με φιλοσοφημένη αλλά και διαβρωτική σκέψη.

Η Άιρις Μέρντοκ, (Δουβλίνο, 1919-Οξφόρδη, 1999) παραμένει μια σπουδαία συγγραφέας της αγγλικής λογοτεχνίας και το έργο της  ξαναδιαβάζεται και αναλύεται. Πνεύμα ελεύθερο, ανεξάρτητη και τρομερά ελκυστική, τη λάτρεψαν άντρες και γυναίκες. «Η πιο έξυπνη γυναίκα της Αγγλίας», την αποκάλεσε στο αυτοβιογραφικό του βιβλίο ο σύζυγός της Τζόν Μπέιλι. Τότε εκείνη είχε φύγει από τη ζωή με το μυαλό μιας τρίχρονης, καθώς το τέρας του Αλτσχάιμερ συρρίκνωσε την τεράστια σκέψη της.


H  αυτοβιογραφική ταινία «Iris» (2001), σε σκηνοθεσία του Ρίτσαρντ Έϊρ, βασισμένη στο βιβλίο του Τζον Μπέιλι και με πρωταγωνίστριες τις Τζούντι Ντεντς και την Κέιτ Γουίνσλετ σε διαφορετικές ηλικίας της συγγραφέως κέρδισε πολλές υποψηφιότητες και κινηματογραφικά βραβεία. Το μυθιστόρημα «Θάλασσα, θάλασσα» εκδόθηκε για πρώτη φορά στα ελληνικά το 1990 από τις εκδόσεις Χατζηνικολή. Η τωρινή μετάφραση της Αθηνάς Δημητριάδου αποδίδει το ιδιόμορφο ύφος του αφηγητή και του αγγλικού πρωτότυπου με θαυμαστή γλωσσική μαεστρία.



Εποχή των βιβλίων.

 


Σάββατο 21 Οκτωβρίου 2023

Μπέρναρντ Μάλαμουντ. «Ο βοηθός»



Γράφει ο Θεόδωρος Γρηγοριάδης






Μπέρναρντ Μάλαμουντ «Ο βοηθός», μετάφραση: Κατερίνα Σχινά, εκδόσεις Καστανιώτη, 2023

 

Σε ένα ταπεινό μπακάλικο, στο μεταπολεμικό Μπρούκλιν και σε μια μη-εβραϊκή γειτονιά, κλεισμένος, σχεδόν θαμμένος, ο 60χρονος Εβραίος Μόρις Μπόμπερ, προσπαθεί να επιβιώσει σε ένα περιβάλλον που αλλάζει δραματικά. Και σαν να μη του έφτανε η οικονομική μιζέρια, ένα βράδυ εισβάλλουν στο μαγαζί δυο ληστές και του ανοίγουν το κεφάλι. Λεφτά πάντως ελάχιστα βρήκαν.

 

Από την πρώτη σελίδα που ξεκινάει το μυθιστόρημα του αμερικανοεβραίου συγγραφέα Μπέρναρντ Μάλαμουντ [Bernard Malamud] (1904-1986), δίνεται το δείγμα της γραφής του: ρεαλιστής με μια μελαγχολική νότα καταθέτει τη δική του ανθρώπινη κωμωδία. Άνθρωποι παραμερισμένοι, απογοητευμένοι, ζουν στο ημίφως, έτοιμοι να αποδεχθούν ακόμη και την ανυπαρξία τους και αποκτούν μια ιδιαίτερη υπόσταση, μια ταπεινή φωνή και μια ευλαβική παρουσία μέσα στη στενότητα της ύπαρξής τους. Έτσι και ο Μόρις παλεύει μετρώντας και το τελευταίο σεντς, ενώ κατασκοπεύει κάθε κατάστημα που ανοίγει στη γειτονιά. Ώσπου καταφτάνει ένας ρακένδυτος εικοσιπεντάχρονος, εξαϋλωμένος σαν άγιος, ιταλικής καταγωγής και ζητάει να δουλέψει στο μαγαζί ως βοηθός. Το μπακάλικο δεν έχει τη δυνατότητα να κρατήσει έναν βοηθό αλλά ο Φρανκ Άλπαϊν επιμένει και σταδιακά γίνεται βοηθός αναβαθμίζοντας κάπως τον χώρο και φέρνοντας λίγα έσοδα παραπάνω. Ταυτόχρονα έχει βάλει στο μάτι την κόρη του μπακάλη, την Έλεν, που δουλεύει σκληρά έξω από το σπίτι και συχνάζει στην τοπική βιβλιοθήκη διαβάζοντας κλασικούς συγγραφείς. Στην ιστορία παρεμβαίνουν και άλλα γεγονότα που δεν θα έπρεπε να αποκαλύψουμε, καθώς όλα χτίζονται γύρω από τα διπολικά ζεύγη, Φρανκ - Μόρις, Έλεν - Φρανκ.

Στην πρώτη περίπτωση, η σχέση των δύο αντρών παραπέμπει στην αντίστοιχη γιου - πατέρα (ο Μόρις έχει χάσει τον γιο του). Η δεύτερη σχέση προχωράει με δυσκολία, επειδή η Έλεν (τουλάχιστον στην αρχή) δεν επιθυμεί μια τέτοια σχέση με τον Φρανκ, πόσο μάλλον με έναν μη-Εβραίο.

 

Ταυτότητες και κοινωνικές τάξεις

 

Η πλοκή χτίζεται με στοιχεία κοινωνικού θρίλερ αλλά και ένα ντοστογιεφσκικό υπόβαθρο γιατί η περίπτωση του Φρανκ μπορεί να διαβαστεί στη σκιά του μυθιστορήματος «Εγκλημα και τιμωρία» - το οποίο διαβάζει η Έλεν. Έτσι όσο προχωράει η ιστορία επικεντρώνεται στον ιταλιάνο Φρανκ, που τυραννιέται από τύψεις και προσπαθεί να ταυτιστεί με τον μπακάλη όχι μόνον σαν γιος αλλά και σαν Εβραίος! Αυτό το τελικό στοιχείο της μεταμόρφωσης και της νέας αποκτημένης ταυτότητας αποκτάει πολύ ενδιαφέρον όχι μόνον για το ίδιο το μυθιστόρημα (γραμμένο το 1957) αλλά και για τον σημερινό αναγνώστη. Τελικά τα διαχωριστικά ανάμεσα σε ταυτότητες και κοινωνικές τάξεις στη μεταπολεμική Αμερική διακτινίζονται σε μεγαλύτερο φάσμα μέχρι και τον επόμενο αιώνα.

Υπάρχει πόνος και θλίψη στον Μάλαμουντ, αλλά αυτό ήταν το κλίμα της γραφής της πρώτης γενιάς των εβραίων συγγραφέων που είχαν μεγαλώσει με τη φτώχεια της προσφυγιάς και της παγκόσμιας ύφεσης, που βίωνε το Ολοκαύτωμα αν όχι άμεσα τουλάχιστον τις συνέπειές του. Η γραφή του, άμεση, χωρίς περικοκλάδες. Γλώσσα απλή αγγλική που την χαρακτηρίζει η ακριβολογία, η γεωμετρικότητα και η συμπύκνωση ενώ απηχεί και την πρωταρχική του εβραϊκή για όσους μπορούν να την «αφουγκραστούν».

Οι περισσότεροι χαρακτήρες του Μάλαμουντ, στα επτά μυθιστορήματα και στα πενήντα πέντε εξαιρετικά διηγήματα, παραμένουν μόνοι, κυνηγημένοι, στο περιθώριο που τους έσπρωξαν κάποιες πράξεις τους, τα χρέη, οι εντάσεις με την οικογένειά τους. Πολλοί δεν γνώρισαν καν μια ανθρώπινη ζεστή αγκαλιά. Κάποιοι αρνήθηκαν να την δώσουν. Δεν απολαμβάνουν το σεξ, ο γάμος δεν τους δίνει καμιά ευχαρίστηση. Το μοτίβο του μπακάλικου, που πασχίζει να επιβιώσει στον Βοηθό, συναντιέται σε αρκετά ακόμη γνωστά διηγήματά του.1

 

Ένας δεξιοτέχνης

 

Ο Μπέρναρντ Μάλαμουντ γεννήθηκε το 1914 από ρωσοεβραίους μετανάστες γονείς που έφυγαν από την Ουκρανία ξεφεύγοντας από τα πογκρόμ και εγκαταστάθηκαν στο Μπρούκλιν. Ο πατέρας του ήταν παντοπώλης που τα έβγαζε πέρα με δυσκολία. Σκηνές από την παιδική του ηλικία περιγράφονται σε όλα του τα κείμενα και φυσικά στον Βοηθό. Στα δεκατρία του βρήκε τη μητέρα του στο πάτωμα. Είχε κάνει απόπειρα αυτοκτονίας και πέθανε σε ψυχιατρείο λίγα χρόνια μετά. Σπούδασε στο City College της Νέας Υόρκης και στη συνέχεια έκανε μεταπτυχιακό στο Κολούμπια πάνω στον Τόμας Χάρντι. Την ίδια περίοδο άσκησε διάφορα επαγγέλματα, υπάλληλος ξενοδοχείου, εργάτης σε φάρμα, δάσκαλος, ιδιωτικός υπάλληλος ενώ έγραφε σε σταθερή βάση.

Το 1945, στα είκοσι επτά, παντρεύτηκε την Αν ντε Κιάρα, κόρη ιταλών μεταναστών που είχαν όμως καλλιτεχνικές τάσεις και ενδιαφέροντα και απέκτησαν δύο παιδιά, τον Πωλ και την Γιάννα. Ο πατέρας του δεν του μιλούσε επειδή παντρεύτηκε μια μη-εβραία αλλά αργότερα συμβιβάστηκε όταν απέκτησε εγγόνια. Ο γάμος του είχε συνέπεια και στη μυθοπλασία του. Οι περισσότεροι Εβραίοι του ήταν ευγενικοί, αντιερωτικοί, δοτικοί, ενώ οι Ιταλοί πιο εγκληματικοί, αισθησιακοί ή τρελαμένοι. Τελικά ό,τι δεν αποδεχόταν στον εαυτό του τα απέδιδε σε έναν Ιταλό, κρυβόταν πίσω από μια μάσκα.

Δίδαξε στον Κολέγιο Μπένινγκτον γράφοντας ταυτόχρονα διηγήματα και μυθιστορήματα. Μεσολάβησαν κάποια ταξίδια ενώ πέρασε από το Χάρβαρντ για μια διετία ως επισκέπτης καθηγητής. Τουλάχιστον έντεκα ταινίες μεγάλου και μικρού μήκους στηρίχτηκαν πάνω στα βιβλία του. Βραβεύτηκε δύο φορές με το National Book Award, με το Pulitzer Prize και από την Εθνική Ακαδημία Γραμμάτων και Τεχνών.

Η συγγραφέας Σίνθια Όζικ, στο συγκινητικό της λόγο στο μνημόσυνο που έγινε προς τιμήν του στο πολιτιστικό κέντρο της Νέας Υόρκης, ανέφερε: «Είναι ένας αμερικανός δεξιοτέχνης; Φυσικά. Όχι μόνο έγραψε στην αμερικάνικη γλώσσα, την εμπλούτισε με δροσερή πλαστικότητα, σμίλεψε τα αγγλικά μας σε νέες καταπληκτικές μορφές... Έγραψε για Εβραίους που υποφέρουν, για φτωχούς Εβραίους, για μπακάληδες και μαστόρους, και πουλιά και άλογα και αγγέλους στο Χάρλεμ, και προξενητές και πωλητές και ραβί και σπιτονοικοκύρηδες και νοικάρηδες και δοκιμαστές αυγών και συγγραφείς και χιμπαντζήδες. Έγραψε για την πληρότητα και την ενότητα του κόσμου».

Στο μυθιστόρημά του Φίλιπ Ροθ «Ο συγγραφέας φάντασμα» (1979), στο πρώτο βιβλίο της σημαντικής τριλογίας του «Ζούκερμαν Δεσμώτης», ο νεαρός Ζούκερμαν συναντάει τον συγγραφέα Λόνοφ, ο οποίος παραπέμπει στον Μπέρναρντ Μάλαμουντ. Ο Φίλιπ Ροθ εκτιμούσε πολύ τον Μάλαμουντ και τον αναφέρει τακτικά στα δοκιμιακά του κείμενα. Γιατί ο Μάλαμουντ ήταν ένας παθιασμένος συγγραφέας και ταυτίζεται με αυτό που είχε πει και ο ίδιος: «Η τέχνη γιορτάζει τη ζωή και μας προσφέρει το μέτρο μας».

 

Σημείωση

1. Το μαγικό βαρέλι και άλλες ιστορίες, «Άπαντα τα διηγήματα», τόμος πρώτος, εκδόσεις Καστανιώτη, 2020.

 



Δημοσιεύτηκε στην ΕΠΟΧΗ, στο ένθετο Η εποχή των βιβλίων.

Πέμπτη 19 Οκτωβρίου 2023

Κριτική της Ασημένιας Σαράφη για την "Νοσταλγία της απώλειας".

Σκέψεις για τη «Νύφη που (δεν) φεύγει», διήγησης συμπεριλαμβανομένης στη συλλογή διηγημάτων του Θεόδωρου Γρηγοριάδη «Η νοσταλγία της απώλειας», εκδ. Πατάκη

 


Αν το μυθιστόρημα είναι το βαρύτιμο περιδέραιο της αυτοκράτειρας μυθοπλασίας, το διήγημα είναι το λαμπερό μαργαριτάρι που στολίζει τους λοβούς των αυτιών της. Απουσία των ευσύνοπτων πετραδιών, το κεφάλι της αυτοκράτειρας δεν φωτίζεται επαρκώς. Μολαταύτα, παραμένει γεγονός πως οι εκδοτικοί οίκοι, και αναφέρομαι στην Ελλάδα, δεν προτιμούν ούτε προκρίνουν την έκδοση συλλογών διηγημάτων: δεν τα θεωρούν αρκούντως χορταστικά για να κορέσουν την αναγνωστική βουλιμία. Οι εκτεταμένες σε πολλές σελίδες πλοκές που εγγυώνται οι πολυπρόσωπες συνάξεις ηρώων στο ένα και το αυτό αφηγηματικό σύμπαν προτιμώνται σαφώς. Εντούτοις, τα διηγήματα συνεχίζουν να διατηρούν το μάλλον πιο ευάριθμο, αλλά ασφαλώς φανατικά πιστό κοινό τους. Ευτυχώς!

Κατά την ανάγνωση της συλλογής διηγήσεων του Θεόδωρου Γρηγοριάδη Η νοσταλγία της απώλειας (Πατάκης 2022) επιβεβαίωσα για άλλη μια φορά την προτίμηση και εκτίμησή μου στη μικρή φόρμα. Επανεπιβεβαίωσα, επιπλέον, πως για όποιον θελήσει να κάνει μια ελάχιστη έστω κριτική ή ερμηνευτική αποτίμηση μιας συλλογής διηγημάτων υπάρχει εξαρχής ο κίνδυνος να παραλείψει πολλά στοιχεία και να καταλήξει να διατυπώσει τελικώς κάποιες γενικές εκτιμήσεις που θα αδικήσουν το πολυμελές και πολυσχιδές όλον: σε κάθε μία διήγηση ανοίγουν κόσμοι, εντυπώσεις, επισημάνσεις, θεματικά μοτίβα, σχόλια, τοπία και οπτικές, τα οποία διανύουν την καμπύλη τους και κλείνουν τον παλλόμενο κύκλο τους λίγες σελίδες παρακάτω. Ασφαλώς, οι διηγήσεις της συλλογής συνδέονται οργανικά. Αν όμως κάποιος επιλέξει, αντί να ορίσει και να περιγράψει το οργανικό όλον, να σταθεί και να μελετήσει το μέρος, δεν θα έχει κατορθώσει μία αντίστροφη πορεία προσέγγιση της συλλογής;

Επιλέγω να εστιαστώ στη διήγηση με τον τίτλο «Η νύφη φεύγει», από τον πρώτο εκ των τριών κύκλο της συλλογής, ο οποίος επιγράφεται «Η νοσταλγία της απώλειας». Πρόκειται για τον βορειοελλαδίτικο και θρακιώτικο κύκλο της συλλογής, βασισμένον σε αναμνήσεις και εντυπώσεις από τη δεκαετία του 1970 και εξής. Το γεγονός πως ο θεματικός πυρήνας αντλεί από αυτοβιογραφικό υλικό, που είχε παραμείνει στα σημειωματάρια του συγγραφέα για δεκαετίες, γίνεται αντιληπτό εξαρχής. Εντούτοις, οι διηγήσεις που σχηματίζουν την αποσπασματική προσωπική ιστορία αναπτύσσονται και συνδυάζονται με τέτοιον τρόπο, ώστε να καταλήξουν αυτομυθοπλαστικές και όχι αυτοβιογραφικές του συγγραφέα που αφηγείται σε α΄ πρόσωπο.

Η διήγηση που αφορά τη νύφη που (δεν) φεύγει εκτυλίσσεται σε χώρο τυπικό και γνώριμο και από άλλες αφηγήσεις του Γρηγοριάδη: ο αφηγητής κινείται στον δημόσιο δρόμο, που πλαισιώνεται από το δάσος με τα δροσερά του ανοίγματα, από τα οποία προβάλλει ο θρακικός κάμπος, στιγματισμένος από τα κοπάδια των αγελάδων και φυτρωμένος μυρωδική ρίγανη, για να καταλήξει σε ένα μειονοτικό καπνοπαραγωγικό χωριό, παραδομένο στη ζέστη. Στο χωριό αυτό κατοικεί προσωρινά ένας φίλος που εργάζεται «στο φράγμα λίγο παραπάνω, μπας και μαζευτεί νερό για το διψασμένο χώμα. Χρόνια κωλυσιεργούσε το έργο, πήγαινε από προκήρυξη σε ακύρωση και πάλι από την αρχή, σταγόνα δεν μαζευόταν» (σελ. 92). Το αίσθημα της δίψας εμφανίζεται από την αρχή κυρίαρχο να μαστίζει όχι μόνο το τοπίο, αλλά και τα πρόσωπα της ιστορίας.

Ο αφηγητής, την ώρα που πίνει την μπύρα του στην ταβέρνα της πλατείας, γίνεται μάρτυρας μίας νυφιάτικης πομπής, που πολύ δείχνει να τον ιντριγκάρει: «Θέλω να γράψω, του λέω, μια ιστορία για εκείνη τη μέρα, για τη νύφη που την πήγαιναν στον γαμπρό με όργανα και χορούς, με νταούλια και ζουρνάδες που όσο πλησίαζαν μας ξεκούφαιναν και οι άντρες χόρευαν εκστατικά, μεθυσμένοι εντελώς, γύρω από μια μαύρη BMW μέσα στην οποία καθόταν η νύφη, και ένας κοστουμαρισμένος τύπος οδηγούσε με μηδαμινή ταχύτητα μέχρι το σπίτι των πεθερικών, όπου θα την παρέδιδαν στον γαμπρό.» (σελ. 93) Αυτή η σκηνή αποτελεί και το πρώτη ισχυρή εντύπωση, πάνω στην οποία θα δομηθεί η ιστορία.

Η δεύτερη εντύπωση είναι εντελώς διαφορετική: «Να τι ήθελα να θυμηθώ! Εκείνο το μπαρ στη μέση του κάμπου, για αγρότες και εργάτες, που είχε στηθεί αφότου ξεκίνησε το φράγμα. Η Ρωσίδα είχε βάλει μέσα κορίτσια, πίσω υπήρχε ένα δωματιάκι για πιο ιδιαίτερες στιγμές, απέξω τρακτέρ και αγροτικά.» (σελ. 93)

Ουδόλως δείχνουν να συνδέονται αυτές οι δύο ισχυρές  εντυπώσεις, από τη μια της νυφιάτικης πομπής κι από την άλλη του μπαρ στη μέση του πουθενά. Τι σχέση μπορεί να έχει η πειθήνια μουσουλμάνα που οδηγείται τελετουργικά στον γαμπρό της με τα πρόθυμα κορίτσια της Ρωσίδας που παρηγορούν με τα κορμιά τους τους ζαλισμένους από τη ρωσική βότκα εργάτες του φράγματος;

Στο μυαλό, όμως, του αφηγητή παραμένει επί μακρόν η πεποίθηση πως οι εντυπώσεις αυτές επικοινωνούν υπόγεια και πως αν ανακαλύψει/επινοήσει αυτή τη λανθάνουσα διασύνδεση θα κατορθώσουν να αποτελέσουν μία ιστορία. (Καθώς, όσο παραμένουν ασύνδετες αποτελούν μόνο δύο ενδιαφέρουσες περιγραφές.) Ο φίλος του αφηγητή Δημήτρης, μάλιστα, τον διαβεβαιώνει: «Μα δεν συνέβη κάτι εκείνη τη μέρα.» Ο αφηγητής, όμως, δεν πείθεται. Επινοεί τη διασύνδεση, η οποία και θα αποτελέσει και την εξέλιξη και κορύφωση της ιστορίας.

Οι κοινωνικές συνθήκες, εξάλλου, και οι καταστάσεις στις οποίες αυτές οδηγούν είναι επιβεβαιωμένες από την πραγματικότητα. Η μουσουλμάνα νύφη οπωσδήποτε θα οδηγηθεί στο σπίτι των πεθερικών της, ενδεχομένως δυσφορώντας – ο αφηγητής είναι πολύ μακριά για να δει – μπορεί όμως να φανταστεί, δήθεν ενθυμούμενος, «τα νταούλια και τους ζουρνάδες, τις χλωμές λάμπες στα στενόδρομα, τους ασκούπιστους δρόμους, τη νύφη καθηλωμένη στο άρμα του γάμου, […], η νύφη να σκύβει ανυπόμονα να δει πότε θα παραμερίσουν οι μεθυσμένοι πολιορκητές για να συναντήσει επιτέλους τον γαμπρό, ούτε τριακόσια μέτρα δεν είχαν απομείνει, όλα θα τελείωναν τότε, μετά θα έμπαιναν στο αυτοκίνητο, εκείνη φορώντας μαντίλα, φορτωμένη δώρα, και θα ταξίδευαν ώρες, διασχίζοντας χώρες, διανυκτερεύοντας σε μοτέλ, θα έφταναν στην Ολλανδία, σε μια συνοικία κοντά σε εργοστάσια, θα έμεναν σε ένα σπίτι σαν των άλλων εργατών, δικοί τους είναι οι περισσότεροι, οι δικοί τους μουσουλμάνοι, Έλληνες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.» (σελ. 95)

 

Θοδωρής Γρηγοριάδης

 

Η απομάκρυνση από τη μητριά πατρίδα είναι όχι απλώς πιθανή, αλλά βέβαιη. Το κορίτσι είναι καταδικασμένο, με το που θα βγάλει το νυφικό του, να ντυθεί τη ρόμπα εργασίας της βιομηχανικής εργάτριας, της μετανάστριας στην άλλη εκείνη στιβαρή ακόμη οικονομικά Ευρώπη των εργοστασίων που αναζητούν και απασχολούν φτηνό εργατικό δυναμικό.  Ο αφηγητής δεν επιθυμεί ένα τέτοιο μέλλον για τη νύφη του. Οπότε και αναφωνεί: «Όχι, δεν πρέπει η νύφη να τον ακολουθήσει.» Αλλά και πού να πάει;

Στην εξέλιξη του διηγήματος, η οποία και θα παρακολουθήσει τη λανθάνουσα εκείνη διασύνδεση των δύο φαινομενικά άσχετων περιγραφών, η νύφη θα φύγει και θα καταφύγει στο μόνο μέρος όπου μπορεί να πάει και το οποίο ίσως και να είναι δυνατόν να της δώσει μία θύρα εξόδου από το προδιαγραμμένο μέλλον της, από την ασφυκτικά εκείνη ζεστή μέρα του Αυγούστου, οπότε το χώμα και οι άνθρωποι διψούν: στο Bar Baikal. Δίνει μια σπρωξιά στους περιτμημένους μεθύστακες, ανασηκώνει το νυφικό της και τρέχει στο μπαρ. Η Ρωσίδα την καλοδέχεται: «Έλα εδώ, κορίτσι μου, θα σε βρει αν θέλει ο γαμπρός, όλοι από εδώ περνάνε, κι αν δεν έρθει, εμείς έχουμε να πάμε κι αλλού, μεθαύριο ξεστήνουμε, τελειώνει το φράγμα». (σελ. 95)

Το διήγημα ολοκληρώνεται με μία σειρά ανατροπών, τις οποίες και δύσκολα θα επέτρεπε η αληθινή ζωή: το φράγμα ολοκληρώνεται, πράγμα που σημαίνει πως ο φρυγμένος κάμπος επιτέλους θα υδροδοτηθεί επαρκώς και θα βλαστήσει, η νύφη δραπετεύει από τη μοίρα της ύπανδρης βιομηχανικής εργάτριας, επιλέγοντας την ελεύθερη ή ελευθέρια ζωή που επ’ ουδενί τρόπω θα της επέτρεπε το κοινωνικό και θρησκευτικό της υπόβαθρο, ενώ το μπαρ «Βαϊκάλη» συνεχίζει το γεωγραφικό του ταξίδι, προκειμένου να προσφέρει ξανά την ανάπαυλα και τον ανακουφιστικό έρωτα (έστω και επί πληρωμή) στους όπου γης καταπονημένους εργάτες των χωραφιών και των δημοσίων έργων, αλλά και την παγωμένη ρωσική του βότκα, τη «φτιαγμένη από τα νερά της πιο βαθιάς λίμνης του πλανήτη, της λίμνης Βαϊκάλης» (σελ. 95) Ο άνυδρος κάμπος (της Θράκης) / ο άνυδρος κόλπος (της νύφης) / ο άνυδρος λάρυγγας (των εργατών και αγροτών) ενυδατώνονται επιτέλους, οπότε και απομακρύνεται προς στιγμήν το ενδεχόμενο της ξηρασίας και της ξηρότητας και της αποξήρανσης του τόπου και των ανθρώπων.

Η υγρασία, επομένως, εγγυάται την καρποφορία, την ευτυχία και την ευημερία του τόπου και των ανθρώπων. Η μυθική λίμνη Βαϊκάλη είναι ανεξάντλητη, δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας καμίας, το νερό της θα φτάσει για όλους. Το φράγμα που στήθηκε θα συγκρατήσει και θα διαχειριστεί την επάρκεια του νερού. Ο αφηγητής μετέβαλε το ασυνεχές και αποσπασματικό των επεισοδίων σε μία ιστορία απελευθέρωσης με οικονομημένη εσωτερική διασύνδεση, οργάνωση και σκοπό, οπότε και ο κόσμος απέκτησε νόημα από την αρχή. Γιατί, όταν αυτό το νόημα χάνεται, χανόμαστε κι εμείς. Με την ολοκλήρωση ανάγνωσης της διήγησης / διηγήματος αυτού καθησυχαζόμαστε. Κι ας ανέλαβε τον ρόλο της κλωστής που ενώνει τα αποσπάσματα των εντυπώσεων μιας εκδρομής σε ένα πολύχρωμο patchwork ο οραματισμός του αφηγητή.

Με την ολοκλήρωση της ανάγνωσης της νύφης που (δεν) φεύγει αλλά και των υπόλοιπων διηγήσεων που συναπαρτίζουν τη Νοσταλγία της απώλειας, οραματίζομαι κι εγώ τον αφηγητή / συγγραφέα που, κατά δική του ομολογία, δεν αυτοβιογραφείται αλλά αυτομυθοπλάθει/-εται, τις στεγνές και απειλητικές νύχτες της καραντίνας να ανακατεύει τα συρτάρια του και τον βυθό της μνήμης του, ανασύροντας θραύσματα στιγμών και εικόνων που με κόπο πρόκειται στη συνέχεια να προάγει σε απροσδόκητες και καλογραμμένες ιστορίες. Η αφοσίωση, η επάρκεια και η ικανότητά του είναι, εξάλλου, από παλιά γνωστές και αναγνωρισμένες. Κι αν τα θραύσματα αυτά τού υπενθύμισαν τις απώλειες που αναγκαστικά βίωσε, όπως και όλοι μας αναγκαστικά βιώνουμε, άλλος σε μεγαλύτερο και άλλος σε μικρότερο βαθμό, τού υπενθύμισαν επίσης και τον άνθρωπο που υπήρξε τότε που τις βίωνε. Ο χρόνος είναι, άλλωστε, συντριπτικός: όλα τα αμβλύνει και τα ξεθωριάζει, και μαζί μ’ όλα τ’ άλλα και τις απώλειες. Τολμώντας, όμως, να νοσταλγήσουμε την απώλεια εξανθρωπιζόμαστε. Και είναι, μάλλον, αυτό το νόημα του τίτλου της συγκεκριμένης συλλογής διηγημάτων που στην αρχή μου φάνηκε κάπως οξύμωρος: καθώς πολλά είναι όσα νοσταλγούμε, τις απώλειες, όμως, τείνουμε να τις εγκαταλείπουμε στις σκοτεινές καμπές του παρελθόντος μας.  Ως εκ τούτων, η νοσταλγία της απώλειας δεν μπορεί παρά να ιδωθεί ως μία επαναστατική και τολμηρή ενέργεια, την οποία με επιτυχία ανέλαβε και έφερε σε πέρας ο αφηγητής.

 

 

* Η Ασημένια Σαράφη γεννήθηκε το 1973. Μεγάλωσε στον Άγιο Λαυρέντιο Πηλίου. Σπούδασε στο Τμήμα Φιλολογίας του Α.Π.Θ., με ειδίκευση στη Νεοελληνική Λογοτεχνία. Η μεταπτυχιακή διατριβή της εστιάζεται στη διαπλοκή μύθου και Ιστορίας στο πεζογραφικό έργο του Νίκου Μπακόλα. Εργάζεται ως φιλόλογος στη Μέση Εκπαίδευση. Έχουν κυκλοφορήσει τα βιβλία της: Το παράδοξο ταξίδι της εφηβείας της (νουβέλα, Καστανώτης 1998), Platanus Orientalis. Οι διακλαδώσεις μιας ασυνήθιστης ιστορίας (μυθιστόρημα, Πατάκης 2003), Φεγγαράδα στο δέρμα (διηγήματα, Πατάκης 2007), Αρόδο (μυθιστόρημα, Πατάκης 2011), Ο παππούς δεν θα ψηφίσει φέτος (μυθιστόρημα, Κλειδάριθμος 2022).


Δημοσιεύτηκε στο Fractal  23/08/23 

 

 

Saul Bellow «Το δώρο του Χάμπολντ»

Γράφει ο Θεόδωρος Γρηγοριάδης


Saul Bellow «Το δώρο του Χάμπολντ»

μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου, εκδόσεις Gutenberg, 2023


 

Κοντεύουν πενήντα χρόνια από την πρώτη έκδοση του μυθιστορήματος του Σoλ Μπέλοου και τίποτε δεν έχει ατονήσει πάνω του, παραμένει ένα κωμικό, αυτοσαρκαστικό, φαρμακερό -oρισμένες στιγμές- βιβλίο με πολλές αυτομυθοπλαστικές προεκτάσεις του συγγραφέα. Ο Μπέλοου γεννήθηκε το 1915, δύο χρόνια αφότου ο πατέρας του ήρθε από την Ρωσία στο Κεμπέκ και από εκεί στο Σικάγο.

Βασικός αφηγητής είναι ο Τσάρλι Σιτρίν, θεατρικός συγγραφέας και βιογράφος, που γνωρίζει μέρες δόξας, με δύο Πούλιτζερ και παραστάσεις στο Μπρόντγουεϊ. Είναι πενηνταπεντάρης, σε καλή φόρμα, με ένα ακριβό αυτοκίνητο, τραπεζικές καταθέσεις και με μια εντυπωσιακή φιλενάδα, την Ρενάτα, που έχει ένα αγοράκι από τον προηγούμενο γάμο της. Ταυτόχρονα ο Σιτρίν πρέπει να αντιμετωπίσει τις υπερβολικές απαιτήσεις της πρώην συζύγου του με την οποία απέκτησαν δύο παιδιά, και η οποία σκοπεύει να τον στραγγίξει οικονομικά σέρνοντάς τον διαρκώς σε δικαστικές διαμάχες.

 

Ο Σιτρίν γεννήθηκε στο Γουινσκόνσιν, γιος μετανάστη ρωσοεβραίου που ήρθε στην Αμερική από το Κίεβο. Ο τόπος του Σιτρίν είναι το Σικάγο όπου γράφει εμπνεόμενος από τη ζωή και την περιρρέουσα ατμόσφαιρα. Η πόλη τον εμπνέει σαν ζωντανός χαρακτήρας, τον φορτίζει ψυχικά κι αυτός την περιγράφει μοναδικά, με τη «Bellovian» ματιά του συγγραφέα δίνοντας τα ωραιότερα παραδείγματα της «urban realism»[1]. Περιγράφει όχι μόνον τις ομορφιές της φύσης, και ειδικά των λιμνών, αλλά και της παρακμιακής πλευράς της πόλης, ενώ δεν παραλείπει την αναπτυσσόμενη βιομηχανία με τις καταστροφικές συνέπειες για το περιβάλλον. Υπάρχει μια δυνατή σκηνή που εξελίσσεται πάνω σε έναν νεοαναγειρόμενο ουρανοξύστη. Εκεί τον έχει ανεβάσει ο μαφιόζος Καντάμπιλε για να τον εκφοβίσει. Σχεδόν αιωρούμενος στο κενό, ο έντρομος Σιτρίν περνάει ακόμη μια δοκιμασία αφού η ζωή του είναι γεμάτη τέτοιες. Ο Καντάμπιλε του έχει ήδη καταστρέψει το πανάκριβο αυτοκίνητο και συνεχίζει να τον τρομοκρατεί γιατί ο Σιτρίν τόλμησε να αμφισβητήσει την αξιοπιστία του σε ένα χαρτοπαικτικό παιγνίδι και απαίτησε να πάρει πίσω τα λεφτά που έχανε. Τώρα, όμως, όσα και να δώσει δεν την γλιτώνει.

 

Πνεύμα και ύλη, μαφιόζοι και καλλιτέχνες

 

Ο Σιτρίν, στον παρόντα χρόνο του μυθιστορήματος, που τοποθετείται στις αρχές της δεκαετίας του εβδομήντα, κινείται ανάμεσα σε δύο εκ διαμέτρου αντίθετα περιβάλλοντα. Πνεύμα και ύλη, μαφιόζοι και καλλιτέχνες: Από τη μια ο αδηφάγος κομπιναδόρος Καντάμπιλε και από την άλλη ο Βαν Χάμπολντ Φλάισερ, ένα σπουδαίος ποιητής που διέπρεψε τις δεκαετίες του ’30 και ’40 αλλά είχε ένα θλιβερό, άσημο τέλος, θαμμένος πια στο νεκροταφείο των φτωχών. Κατά κάποιον τρόπο η εμπλοκή του Καντάμπιλε πυροδοτεί τις μνήμες του Χάμπολντ, την κοινή τους ζωή, την επιρροή του ποιητή πάνω στη σκέψη και στη διαμόρφωση του Σιτρίν. Ο Χάμπολντ, από πατέρα ουγγροεβραίο μετανάστη, πρέσβευε ότι «η Αμερική είναι περήφανη για τους νεαρούς ποιητές της», αλλά στο τέλος της ζωής του δεν συμπεριλαμβανόταν σε καμιά ανθολογία. Για δεκαπέντε χρόνια ήταν σαν αδέλφια με τον Σιτρίν αλλά η επιτυχία του νεότερου τους οδήγησε σε μια οξυμένη αντιπαλότητα, σε σημείο να του αποσπάσει ο Χάμπολντ με ίντριγκα αρκετά χρήματα. Στο τέλος όμως θα επιστραφούν στον Σιτρίν με άλλο τρόπο αφού, πέντε χρόνια μετά τον θάνατο του Χάμπολντ, βρέθηκε στη διαθήκη του ένα σενάριο που είχαν δουλέψει μαζί και κάποιοι το είχαν κλέψει για να γυριστεί μια πετυχημένη ταινία.

Με το σενάριο αυτό, ο Σιτρίν εμπλέκεται σε νέες διενέξεις και συμβιβασμούς με τους παραγωγούς, κερδίζοντας πάντως χρήματα που τα είχε ανάγκη για τη σπάταλη Ρενάτα και την απαιτητική Ντενίζ. Όμως και πάλι ο Καντάμπιλε θα αναμιχθεί στις διαπραγματεύσεις με τα στούντιο για να «βοηθήσει» τον Σιτρίν παίρνοντας ποσοστά, ενώ απαιτεί να βοηθήσει την νεαρή σύντροφό να γράψει το διδακτορικό της βασισμένο στο έργο του Χάμπολντ! Δυσάρεστη αίσθηση αφήνει η κακοποιητική συμπεριφορά του Χάμπολντ απέναντι στη γυναίκα του που -μαζί με τα υπόλοιπα- αναρωτιέσαι τι ακριβώς θαύμασε ο Σιτρίν σ’ αυτό το εγωκεντρικό και αυτοκαταστροφικό άτομο ώστε να αναχθεί η σχέση τους σε «δεσμό εκστατικής ευτυχίας»;

Ο Σιτρίν για να αντιμετωπίσει τις δυσκολίες, την ηλικία, τη λήθη και το άγχος του θανάτου καταφεύγει στη θεοσοφία και τον μυστικισμό, με δάσκαλο τον Ρούντολφ Στάινερ (τον οποίο συνάντησε και ο Κάφκα, σύμφωνα με τα ημερολόγιά του). Θα λέγαμε ότι όλος του ο αγώνας είναι η αγωνία και το βάρος της θνητότητας εξ ου και οι ιδεαλιστικές θεωρίες που τον ελκύουν, κόντρα στην υλιστική πραγματικότητα.

 

Τα άγχη και τα πάθη των νεκροζώντανων

 

Θεοσοφία, μαφία, το Σικάγο, η Αμερική «ως πείραμα Θεού», καταναλωτισμός και φιλοχρηματία, λυρισμός και χυδαιότητα, ο Εβραϊσμός της Αμερικής, η νοσταλγία της Ευρώπης, είναι μερικά από τα θεματικά μοτίβα αυτού του άναρχου, φιλόδοξου έργου, το οποίο δεν υποδέχτηκαν θερμά οι κριτικοί όταν κυκλοφόρησε. Όμως το βιβλίο χάρισε στον Μπέλοου το Pulitzer τη χρονιά που κέρδισε και το Νόμπελ το 1976.

Ο Φίλιπ Ροθ, που μαθήτευσε δίπλα στον Μπέλοου, τον αποκάλεσε «Κολόμβο της πεζογραφίας» γιατί «ο Μπέλοου λειτούργησε πράγματι σαν Κολόμβος για ανθρώπους όπως εγώ, τα εγγόνια μεταναστών που, μετά απ’ αυτόν, θα έβαζαν στόχο να γίνουν αμερικανοί συγγραφείς»[2].

Στο Δώρο του Χάμπολντ εδρεύει η καρδιά της Αμερικής, της παγκοσμιοποιημένης μυθοπλασίας και ο ιδιόμορφος ρεαλισμός του Μπέλοου με καταβολές από τον Λόρενς Στερν και τους μοντερνιστές. Ποτέ δεν έχεις την αίσθηση ότι είναι ένα παρωχημένο κείμενο κι ας λείπει από μέσα η σύγχρονη τεχνολογία. Είναι τόσος ο όγκος των πληροφοριών και των αλληλένδετων γεγονότων, τόση η ένταση της φωνής του Σιτρίν/Μπέλοου, που αντιστοιχεί στη σημερινή υστερική μεταμοντέρνα κατάσταση μιας κοινωνίας χωρίς αυτοεπίγνωση και αυτοκριτική.

Στο βάθος, στο σκοτεινό τοπίο, παραμονεύει ο μεταφυσικός τρόμος. Άραγε άξιζε να περάσει όλα αυτά ο ήρωάς μας; Στο φινάλε, όταν κηδεύει ξανά σε ένα καλύτερο κοιμητήριο τη σορό του Χάμπολντ, χαμηλώνει τους τόνους, θάβοντας τις φιλοδοξίες των ζωντανών. Το βλέμμα του επικεντρώνεται στα λουλούδια που φύονται ανάμεσα στους τάφους - είναι κρόκοι. Ό,τι και νά ’ναι δεν έχουν τα άγχη και τα πάθη των νεκροζώντανων πάνω και κάτω από τη γη. Κάπου εκεί ο Μπέλοου μας αφήνει το δικό του μυθιστορηματικό δώρο. Ας πούμε ότι ο είναι ο σημαντικότερος αμερικανός συγγραφέας του 20ού αιώνα για να αφήσουμε χώρο για κάποιους άλλους στον 21ο.

 

Σημειώσεις

1. James Wood, The Irresponsible Self. On Laughter and the Novel. Pimlico 2005.

2. Rhilip Roth Διαβάζοντας τον εαυτό μου και άλλους. Πόλις 2014 και Rhilip Roth “Κουβέντες του συναφιού”. Πόλις 2004.

 



ΕΠΟΧΗ, εποχή των βιβλίων


Τρίτη 15 Αυγούστου 2023

Το καλοκαίρι των λογοτεχνών

Στην Καθημερινή , Δεκαπενταύγουστο 2023, δημοσιεύεται ένα αφιέρωμα στο καλοκαίρι των λογοτεχνών από τον Δημήτρη Αθηνάκη με αναφορά σε ένα δικό μου διήγημα "Το τελευταίο καλοκαίρι τους" από τους "Χάρτες", το καλοκαίρι μιας βορειοελλαδίτικης παρέας στα παράλια της Τουρκίας το 1982. Το παραθέτω ολόκληρο:

"ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ ΣΟΥ"
Πώς τις έσερναν τις βαλίτσες από λεωφορείο σε ταξί κι από εκεί σε λεωφορείο – ξανά και ξανά. Δέκα μέρες τι τα ήθελαν τόσα λούσα, καλοκαιριάτικα, στα παράλια της Ιωνίας. Αυτές χαμογελούσαν, η Μαρία και η Σάσα, εικοσιπεντάχρονες. Δεν τις ένοιαζε τίποτε, ούτε είχαν συναίσθηση πού βρίσκονταν. Από την άλλη, οι άλλοι τρεις της παρέας γνώριζαν πολύ καλά γιατί είχαν έρθει εδώ. Έκαναν τις βόλτες τους τα βράδια στα πάρκα της Σμύρνης, γνώριζαν αγόρια κι έτρεχαν μαζί τους σε φτωχόσπιτα, σε παράγκες, σε ξενοδοχεία χωρίς κατηγορία. Μόλις έφευγε ο καλεσμένος, έμπαινε στο δωμάτιο και ο ρεσεψιονίστ, να μη μείνει παραπονεμένος κανένας περιτμημένος.
Η Σάσα έφερε κι έναν καινούριο στην παρέα, τον ξαδελφούλη της, τον Άγγελο, ακόμη με την ακμή στο πρόσωπο, γλυκούλης, μόλις τελείωσε το λύκειο και θέλει να πάει σε σχολή μονίμων υπαξιωματικών. Όταν σπάζει ο πάγος, ομολογεί ότι θέλει να ζει μόνο με αγόρια και μόνον ανάμεσά τους. Νωρίς νωρίς βγήκε έξω από την ντουλαπίτσα του.
Η Σάσα γελάει. Χίλια εννιακόσια ογδόντα δύο, καλοκαίρι. Οι άλλοι δύο είναι φίλοι της Μαρίας, ο ένας δουλεύει σε τράπεζα, ο άλλος κρατάει το μαγαζί του πατέρα του στην Καβάλα, γεμάτο υφάσματα για κουρτίνες. Γελάνε. Ο Άγγελος είναι πρώτη φορά που ταξιδεύει εκτός Ελλάδας.
«Μα δεν είναι εκτός» μονολογεί βλέποντας γύρω του τόσα οικεία πρόσωπα.
Κάτω από μια ψάθινη τέντα στο Αϊβαλί, χαλαρωμένοι, χωρίς την ανάγκη ακόμη του αλκοόλ, άντε ένα ρακί. Χωρίς τη βουλιμία του φαγητού, που είκοσι χρόνια μετά θα οδηγήσει τους μισούς σε ανεπνευστήρες. Με τον ήλιο χορτασμένοι και τα γέλια.
«Κι οι Τούρκοι σαν κι εμάς» λένε.
Γελάνε.
Ο Άγγελος έχει ακούσει ότι το καλύτερο μέρος της Ελλάδας και όλου του κόσμου είναι η Μύκονος. Εκεί υπηρετούσε στα ραντάρ ένας γείτονάς του και του περιέγραψε πόσο μοντέρνο και ξακουστό είναι το νησί, γεμάτο ξένους, απελευθερωμένους.
«Του χρόνου το καλοκαίρι θα μαζέψω λεφτά και θα πάω…»
Οι άλλοι δύο, ελαφρώς μεγαλύτεροί του, κοιτάζονται μεταξύ τους΄ δεν τους ενδιαφέρει η Μύκονος, γι’ αυτούς όλα τα μέρη είναι ξακουστά, όπου υπάρχουν άνθρωποι οι τόποι είναι διασκεδαστικοί και ζωντανοί. Θα συνεχίσουν να ταξιδεύουν και την επόμενη δεκαετία, άλλοτε έχοντας τη Σάσα μαζί τους και άλλοτε τη Μαρία. Κι εκείνες θα σέρνουν τη βαλίτσα και θα τους ακολουθούν σε ανύποπτες διαδρομές, σε μέρη χωρίς διάσημους. Ο Άγγελος δεν θα ξαναπάει μαζί τους. Το επόμενο καλοκαίρι θα αράξει στη Μύκονο και τέλος Σεπτεμβρίου θα τους συναντήσει για καφέ στην παραλιακή καφετερία της Καβάλας.
«Είμαι ευτυχισμένος, πέρασα στην Αθήνα, στη σχολή υπαξιωματικών. Το πιο ωραίο, γνώρισα στη Μύκονο έναν σαραντάρη από το Σαν Φρανσίσκο. Κόλλησε πάνω μου, με κάλεσε να πάω Αμερική. Ήταν τέλεια στη Μύκονο».
Το Πάσχα της επόμενης χρονιάς ταξίδευαν οι τέσσερις για Αίγυπτο. Αγοράζοντας εφημερίδες στο αεροδρόμιο, μια αγγλική, έτσι, για να υπάρχει ένας κοσμοπολιτισμός στο ταξίδι τους, το μάτι του Μάρκου έπεσε πάνω σε ένα ανησυχητικό δημοσίευμα:
«Ντίνο, για δες εδώ…»
Μιλούσε για μιαν αρρώστια που θέριζε στην Αμερική και είχε αρχίσει να έρχεται και στην Ευρώπη. Κοιτάχτηκαν ανήσυχοι. Δεν ομολόγησαν τους φόβους τους΄ κάτι θα άλλαζε στο εξής, κανένα καλοκαίρι δεν θα ήταν το ίδιο.
Τα κορίτσια ακόμη και στην έρημο έσερναν τις βαλίτσες με τις ρόδες, έτοιμες να αλλάξουν κάθε τρεις ώρες.
«Τι κάνει ο Άγγελος στην Αθήνα;» ρώτησε η Μαρία.
«Περιμένει τον φίλο του από το Σαν Φρανσίσκο».
«Μια χαρά…» είπε η Μαρία.
Οι δύο άλλοι δεν μίλησαν. Μέσα στους τάφους των Φαραώ η ατμόσφαιρα βάραινε σαν να αφαιρούσες τον αέρα. Οι Αιγύπτιοι τα είχαν βρει με τον θάνατο. Οι τέσσερις δεν είχαν ακόμη αρχίσει να τον σκέφτονται. Ο Άγγελος ήδη τον είχε συναντήσει. Τρία χρόνια μετά το καλοκαίρι του στη Μύκονο, έλιωσε. Μόλις είκοσι τριών. Ένας από τους πρώτους που έφυγαν άδικα. Μπορεί και ο πρώτος. Πάντως στον θάνατο κανείς δεν καμαρώνει την πρωτιά.
Τα καλοκαίρια των τεσσάρων σκοτείνιασαν. Οι φίλες αρραβωνιάστηκαν και οι φίλοι κοίταζαν ένοχα γύρω τους. Μια ανάσχεση του κόσμου που ήξεραν.
«Έκλεισε ο κόσμος γύρω μου» έλεγε ο Κλέων. «Ο έρωτας πεθαίνει τον κόσμο. Φρόντισαν να το χαλάσουν κι αυτό…»



Μου αρέσει!
Σχόλιο

Τρίτη 1 Αυγούστου 2023

"Γράμματα στον Frank"

Το έγραψα ειδικά για την Bookpress  αλλά το είχα κρατημένο για καιρό μέσα μου. Διαβάστε το μέχρι τέλους και θα καταλάβετε γιατί. Και δεν θα ναι το πρώτο γράμμα στον φίλο μου Frank.


"Γράμματα στον Frank"

«Πειράζοντας» λίγο το περίφημο «Je est un autre» [«Εγώ είναι ένας άλλος»] του Arthur Rimbaud, λέμε: «Εγώ είναι ένα άλλ@». Ζητήσαμε από σύγχρονους Έλληνες συγγραφείς ιστορίες που έχουν στο κέντρο τους θέματα σχετικά με το φύλο και τη σεξουαλικότητα, ιστορίες ισότητας και αποδοχής, δεύτερων και τρίτων ευκαιριών στην αγάπη, αλλά και ιστορίες για τη στοχοποίηση του διαφορετικού ή της ελεύθερης έκφρασης. Ξεκινάμε με το διήγημα του Θεόδωρου Γρηγοριάδη.

Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός

14 Ιουλίου 2023

Dear Frank

Εδώ είμαστε πάλι – πενήντα χρόνια μετά. Για την ακρίβεια εγώ είμαι εδώ πενήντα τρία χρόνια μετά. Εσύ άραγε πού βρίσκεσαι; Ήθελα να σου γράψω από καιρό αυτό το γράμμα, το είχα ανάγκη όπως τότε.

Θυμάσαι πώς γνωριστήκαμε, όταν βρέθηκε στα χέρια μου το βιβλίο της Άννας και μου άλλαξε τον τρόπο να εκφράζομαι γράφοντας ημερολόγιο. Στα δεκατέσσερα είχα διαβάσει πολλά βιβλία, κυρίως μυθιστορήματα, που τα δανειζόμουν ή μου τα αγόραζε ο πατέρας μου. Διάβαζα πολύ κι ας είχα τα μαθήματα, τις δουλειές στο μαγαζί μας και στα καπνοχώραφα. Έκλεβα χρόνο για το διάβασμα, υπογράμμιζα φράσεις που μπορεί να τις χρησιμοποιούσα ως καλολογικά στοιχεία στις εκθέσεις μου· τέτοια μας ζητούσαν στο γυμνάσιο.

Και ξαφνικά αυτό το βιβλίο –δεν θυμάμαι πώς ήρθε στα χέρια μου– με συγκλόνισε. Η αγωνία μιας συνομήλικης, κρυμμένης σε ένα δωμάτιο, με τον φόβο αν θα υπάρξει η επόμενη μέρα. Ένιωθα την ανάγκη της να εκφραστεί, να μιλήσει σε μια φίλη, να επινοήσει την ζωή που την στερήθηκε τόσο νέα.

Σάββατο 3-1-1970

Αγαπητέ Frank

Το χαρτί νιώθει τον άνθρωπο λέγει στο ημερολόγιό της η Άννα Φρανκ. Είναι αλήθεια αυτό. Το έχω διαπιστώσει. Αισθάνομαι την ανάγκη να γράψω... Γι’ αυτό από δω και πέρα θα γίνει η ζωή μου γραμένη, οι εντυπώσεις μου οι επιθυμίες μου.

Η Άννα με το ημερολόγιο ήταν ό,τι χρειαζόμουν: η γραφή, η κρυφή παρέα και ένας φίλος που θα στεκόταν απέναντί μου –ιδεατά– στον οποίο απευθυνόμουν κάθε μέρα. Χρειαζόμουν έναν ξένο φίλο, έναν άνθρωπο να έρχεται απ’ αλλού, γιατί δεν μπορούσα να μιλήσω ανοιχτά με τους συνομήλικούς μου. Παίζαμε, τρέχαμε, όλα όμως σταματούσαν μπροστά σε ένα εμπόδιο, σαν τα ντουβάρια που σκαρφαλώναμε στα μισογκρεμισμένα σπίτια.

Εδώ τα παιδιά του χωριού μου μαζί μεγαλώσαμε και δεν έχει εμπιστοσύνη ο ένας στον άλλον. Γι’ αυτό δημιούργησα εσένα Frank...

Έπειτα, ήταν από καιρό και ορισμένες κραυγές, κάτι λέξεις που εκτοξεύονταν σαν πετραδάκια εναντίον μου κι ακούγονταν βίαια στα αυτιά και στην ψυχή μου· ένας-δύο ήταν αυτοί, τα περισσότερα παιδιά με αγαπούσαν γιατί τους έδινα ιδέες στο παιγνίδι και τους βοηθούσα στα μαθήματα. Όμως φτάνει ένας κακός σπόρος για να χαλάσει τον μπαχτσέ. Κι εγώ δεν καταλάβαινα τι κακό είχα κάνει, ναι, δεν ήμουν ακριβώς σαν κι αυτούς, αλλά μήπως κι εκείνοι ήταν σαν τους άλλους; Πέρασε πολύς καιρός να αντιληφθώ πού ακριβώς διαφέραμε και γιατί δεν ήταν αποδεκτό απ’ όλους. Όμως τότε δεν το γνώριζα κι αναζητούσα έναν δικό μου άνθρωπο. Καθώς είχαμε στρατιωτική χούντα, για έξι ολόκληρα χρόνια στο γυμνάσιο, οι περιορισμοί και οι απαγορεύσεις επέτειναν την προσωπική μου μοναξιά. Απαγόρευση της κυκλοφορίας μετά τις 8:00 το βράδυ, υποχρεωτικός εκκλησιασμός, αποβολές για το μακρύ μαλλί ή το φαρδύ παντελόνι, ειδική άδεια για να πάω στον κινηματογράφο που τόσο αγαπούσα. Και από την άλλη μια κρυφή απροσδιόριστη ανησυχία που είχε να κάνει με την αγάπη, την επιθυμία, τον αυτοπροσδιορισμό ενός εφήβου. Αβοήθητος μέσα κι έξω.

Dear Frank

Προέκυψες από το επώνυμο της Άννας – από το άλλο της μισό: βγάζοντας το όνομα, κρατούσα την ιδέα της και ένα ακόμη φασματικό σχήμα. Η Άννα ήταν κορίτσι, όμως το «Φρανκ» μπορούσε να’ ναι και ένα αγόρι, πιο κοντά στο δικό μου φύλο. Έτσι ξεκίνησε το πρώτο μου ημερολόγιο απευθυνόμενος σε σένα και μάλιστα με την προσφώνηση Dear Frank. Γραμμένη στα αγγλικά πρόσθετε ένα ακόμη στοιχείο ξενικότητας, άλλη μια «παρανομία» γιατί έπρεπε να κρύβω το τετράδιο σε ειδικά μέρη μέσα στο σπίτι. Κατά βάθος ήταν μια πράξη αντίστασης, θα ενοχλούσε αν γνώριζαν ότι ένα παιδί δεκατεσσάρων ετών γράφει μυστικά, απομονωμένος από τον υπόλοιπο κόσμο.

Θυμάσαι τι σου έγραφα... Καθώς είχες μπει πρόσφατα στη ζωή μου, σου περιέγραφα με λεπτομέρειες το σπίτι μου, το χωριό, το σχολείο, την καθημερινότητα, τα κουτσομπολιά που άκουγα, πράγματα που δεν ήθελα να ξεστομίσω, μα έβρισκα πάντα τρόπο να καταγράψω με υπαινιγμούς, με συνθηματικές λέξεις, με σύμβολα αλλά και σε αγγλικά, πρωτόλεια αγγλικά. Άλλωστε πόσο παρελθόν να κουβαλούσε ένας δεκατετράχρονος; Για τον παππού μου, τον Πόντιο πρόσφυγα, σου έλεγα τις ιστορίες που άκουγα απ’ αυτόν, ιστορίες διωγμού και εξόντωσης σαν εκείνες που υπέφερε η φίλη μας. Πάντως την φρικαλεότητα του ολοκαυτώματος δεν την είχα αντιληφθεί τότε ούτε μας διδάχτηκε στο χουντικό γυμνάσιο· μόνον μπαίνοντας στο πανεπιστήμιο στη Θεσσαλονίκη κατανόησα την ασύλληπτη τραγωδία· έκανα μάλιστα παρέα με έναν συμφοιτητή μου από εβραϊκή οικογένεια της πόλης που διασώθηκε από τον εκτοπισμό.

Δευτέρα 19-1-70

Αγαπητέ Φρανκ

Συγχώρησέ μου που έχω να σου γράψω τόσες μέρες. Έχω πάρα πολλά να σου πω. Χθες πήγα στον κινηματογράφο...

Η σχέση μας γινόταν ολοένα και πιο φιλική. Λίγους μήνες μετά (και λίγες σελίδες παρακάτω), ερχόσουν στο χωριό, κατέβαινες από το λεωφορείο, σε φιλοξενήσαμε στο σπίτι, βγήκαμε στο ζαχαροπλαστείο για μια πάστα, ανεβήκαμε στο κάστρο, μιλούσαμε μόνον αγγλικά· ήσουν απ’ αλλού, διαφορετικός, όλοι μας κοίταζαν και μας ζήλευαν μα πιο πολύ εκείνοι οι λίγοι που μ’ ενοχλούσαν. Πόσες φορές δεν ονειρεύτηκα να φύγουμε μαζί, να ταξιδέψουμε μακριά από τον μικρό τόπο που με στένευε όσο μεγάλωνα.

Πέμπτη 5-3-70

Dear Frank

Σήμερα σου ετοιμάζω μιαν έκπληξιν σου γράφω από την εκδρομήν που ήλθαμε και σκοπεύω να μεταφέρω στο κύριο ημερολόγιο αυτάς τας σελίδας.

Μιλούσα μαζί σου, σε ρωτούσα πώς θα ένιωθες κι εσύ σε αντίστοιχες καταστάσεις, προσπαθούσα να σε καταστήσω συνένοχο στις δικές μου ατασθαλίες και πονηριές. Και έφτασα στο σημείο, στην τελευταία τάξη του γυμνασίου, να ταχυδρομώ δήθεν δικά σου γράμματα, που τα έγραφα ο ίδιος και τα έστελνα σε μένα από την διπλανή κωμόπολη. Πολύ θα ήθελα να τα είχες γράψει πραγματικά εσύ και τη στιγμή που αντιλήφθηκα ότι γίνομαι παράλογος, τα σταμάτησα. Ύστερα χαθήκαμε· τέλειωσα το γυμνάσιο, πέρασα στο πανεπιστήμιο. Συνέχισα να γράφω στο ημερολόγιο αλλά σταδιακά δεν απευθυνόμουν σε σένα. Ως φοιτητής σ’ αναζητούσα ανάμεσα στους συμφοιτητές, στις συνοικίες και στις πλατείες της Θεσσαλονίκης, στις βόλτες στην επαρχία. Γινόμουν πιο εξομολογητικός, είχα στρέψει την φωνή μου εντός μου. Ταυτόχρονα, κυκλοφορώντας στον κόσμο, αισθανόμουν πιο απελευθερωμένος –ίσως πιο θαρραλέος–, με περισσότερη γνώση και πείσμα. Όμως γι’ αυτά θα σου γράψω σε ένα επόμενο γράμμα...

Μια μέρα, περπατώντας στη γειτονιά των Εβραίων, κατευθυνόμενος στον Βαρδάρη, σκέφτηκα την Άννα και τον κόσμο που τα φόρτωναν στα τρένα από την Θεσσαλονίκη προς τα ναζιστικά στρατόπεδα. Τον εκτοπισμό, την εξόντωση κάθε Άννας, την απόλυτη φρίκη της ανθρώπινης ιστορίας αλλά και τις καθημερινές εκτοπίσεις της δικής μου γενιάς, τον ρατσισμό που παραμόνευε από τότε μέχρι σήμερα. Ταυτιζόμουν μαζί τους και μαζί σας. Μου δώσατε φωνή, μου δώσατε ταυτότητα. Εκείνο το βράδυ μέθυσα σε μια υπόγεια ταβέρνα.

Σήμερα, που όλοι μιλάνε για το ημερολόγιο της Άννας Φρανκ, σκέφτομαι πόσο κοντά της βρέθηκα, το 1970, τριάντα χρόνια αφότου το έγραφε, όταν ξεκινούσα κι εγώ –εξαιτίας της– το δικό μου ημερολόγιο που κράτησε χρόνια και με βοήθησε να βρω την προσωπική, συγγραφική μου, φωνή. Τα ημερολόγια γράφονται κρυφά, μα σε κανέναν μην τύχει να το αφήσει πίσω του, με μια λευκή σελίδα, μια άδεια ημερομηνία, με μια ανεπίδοτη προσφώνηση, γιατί τον άρπαξαν και τον έκλεισαν σε ένα στρατόπεδο θανάτου. Φρανκ, εσένα σε γλίτωσα, όχι όμως την Άννα. Ελπίζω να με θυμάσαι, υπάρχεις ακόμη στα δικά μου τετράδια όπως κι εκείνη στην καρδιά μου.

Θάθελα νάμουν μαζί σου Φρανκ στην φανταστική σου χώρα να παίζουμε να βλέπουν και οι άλλοι και να ζηλεύουν. Διότι αυτοί δεν με πολυλογαριάζουν παρά μόνο στην ανάγκη. Ελπίζω με σένα Φρανκ (όχι ελπίζω αλλά είναι) ότι θα με νιώθεις για κάθε τι πράγμα.

Φιλικώτατα Θεόδωρος.

 

grigoriadis agapite frank 1


Big Publishing Killed the Author

How corporations wrested creative control from writers and editors—to produce less interesting books. .... Big Fiction is sharply written an...