Σάββατο 19 Οκτωβρίου 2024

Μια συζήτηση του Κώστα Αγοραστού με τον Θεόδωρο Γρηγοριάδη με αφορμή το «Ελσίνκι»



Συνέντευξη στον Κώστα Αγοραστό 

Bookpress 19/07/24


Ο Θεόδωρος Γρηγοριάδης είναι ένας τολμηρός και ταυτόχρονα χαμηλών τόνων συγγραφέας. Μέχρι στιγμής έχει παρουσιάσει μυθιστορήματα, νουβέλες, διηγήματα (πολλά και καλά), θεατρικά κείμενα, τα οποία αποτελούν έναν συμπαγή συγγραφικό κόσμο. Και αυτό γιατί ο συγγραφέας όχι μόνο δεν ξεχνά αλλά επανέρχεται στο μέρος απ' όπου ξεκίνησε, τον τόπο της καταγωγής του, τις παιδικές του μνήμες, τα εφηβικά του σκιρτήματα. Κι αν το Ελσίνκι μοιάζει τόπος μακρινός και ασύνδετος με το Παλαιοχώρι, ο Γρηγοριάδης θα αναδείξει τα κοινά βιώματα της μετανάστευσης, του ξεριζωμού, της βίαιης μετακίνησης των δικών του ανθρώπων μέχρι να βρουν ένα μόνιμο τόπο κατοικίας, αλλά και των πρώτων ερωτικών σκιρτημάτων, των εφηβικών προτύπων μαζί με την αθωότητα και την ορμή που τα χαρακτηρίζει. Ο Θεόδωρος Γρηγοριάδης βρίσκεται στη συγγραφική του ωριμότητα και το μυθιστόρημα του Ελσίνκι είναι το αποτέλεσμα αυτής.


Διαβάζοντας την ιστορία του Αβίρ και του Αντώνη δεν εστιάζετε στα τρία χρόνια που ήταν «μαζί» αλλά ξεκινάτε την αφήγησή σας, αρκετά χρόνια μετά. Το πώς διαχειρίστηκε ο καθένας τα συναισθήματά του και ποια μορφή πήρε η σχέση τους είναι στοιχεία ενδεικτικά ενός μεγάλου έρωτα ή ένας έντιμος συμβιβασμός με την πραγματικότητα;


Θέλησα να πω την ιστορία τους από απόσταση μιας και ο χρόνος λειτουργεί καταλυτικά στις ανθρώπινες σχέσεις. Τη στιγμή που ο Αβίρ ανακοινώνει στον Αντώνη ότι σκοπεύει να φύγει στην Φινλανδία έχει αρχίσει και η αντίστροφη μέτρηση της συμβίωσης. Στο εξής δεν θα είναι πια μαζί αλλά θα παρακολουθούν ο ένας τη ζωή του άλλου, θα συναντιώνται σποραδικά και κάτω από άλλες συνθήκες ακόμη και όταν ο Αβίρ θα φτιάξει τη δική του οικογένεια. Στο βάθος ενδεχομένως να κρυβόταν μια λύτρωση – μπορεί και ένας συμβιβασμός.

 

Στα θεμέλια αυτής της ιστορίας βρίσκονται όλες οι πολιτισμικές, κοινωνικές και θρησκευτικές αντιλήψεις που φέρει ο κάθε ήρωας και οι οποίες, τελικά καθορίζουν όλες τις σημαντικές αποφάσεις τους. Γράφετε: «Ο Αβίρ είχε κάτι το ανατολίτικο και νωχελικό. Δεν ήταν τόσο ερωτικός όσο δοτικός. Και με τον καιρό αφηνόταν, χαλάρωνε, καταστέλλοντας τις αναστολές του, μέχρι που αναχώρησε και υποχώρησε εκεί όπου οι θεσμικές σειρήνες της ζωής και της Ανατολής τον καλούσαν από καιρό. Κι εκεί, όσες φορές τον έβλεπα στο δικό του περιβάλλον, ανακτούσε τους κώδικες συμπεριφοράς που του είχαν επιβληθεί από παλιά». Γιατί ο Αντώνης μπαίνει σ’ αυτόν τον μονόδρομο, ενώ υπάρχει από την αρχή η σήμανση για το αδιέξοδο;


Όλα ξεκίνησαν από μια τυχαία γνωριμία, από τον δρόμο. Από εκεί και πέρα προχώρησαν σαν φίλοι και εραστές, αποδεχόμενοι ο ένας τον άλλο, μέσα στα δικά τους πλαίσια. Όμως παραδίπλα υπήρχαν κι άλλοι φράχτες: καταγωγή, θρησκεία, κοινωνία, συντηρητικοί θεσμοί. Δεν μπορείς να τα υπερβείς όλα αυτά και μάλιστα είκοσι χρόνια πριν –όταν ξεκίνησε η ιστορία τους– ήταν ακόμη πιο δύσκολα.

Από την άλλη πρέπει να αποδεχτείς τον άλλον με τις δυσκολίες του και τις ιδιαιτερότητές του. Ας μην ξεχνάμε ότι μιλάμε για ένα μυθιστόρημα όπου οι αντίθετοι χαρακτήρες τροφοδοτούν την ιστορία και την εξέλιξη της πλοκής. Βασικό μοτίβο παραμένει η ένταξη μιας σχέσης σε ένα ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον, αυτό όμως δεν προχωρούσε γιατί ο καθένας και ειδικά ο Αβίρ κουβαλούσε μια ισχυρή οικογενειακή δέσμευση. Ως πρωτότοκος, έπρεπε να παντρευτεί για να πάρουν σειρά οι αδελφές του, οι υποσχέσεις που έδωσε στους γονείς εγείρονταν εκβιαστικά κάθε φορά που εκείνος προχωρούσε σε μια επόμενη κίνηση. Οι ελεύθερες επιλογές περιορίζονται όσο το άτομο είναι δέσμιο τόσων υποχρεώσεων.


Η προσωπική διαδρομή του Αβίρ, η μετατόπισή του, όχι μόνο γεωγραφικά αλλά και ψυχοσυναισθηματικά, μοιάζει να είναι μεγαλύτερη από αυτή του Αντώνη, ο οποίος βεβαίως ήταν ο καταλύτης αυτής της μετατόπισης. Τι μένει στο τέλος για τον καθένα τους;


Σίγουρα ο Αβίρ δοκιμάστηκε περισσότερο από τον Αντώνη, βασίστηκε στο κορμί, στο ένστικτο και στην αγάπη του που ενεργοποιήθηκε από την παρουσία του άλλου. Αν όμως πραγματικά δεν ήθελε να ενδώσει δεν θα έμπαινε στο αυτοκίνητο του άλλου. Κανείς δεν μπαινοβγαίνει στις ζωές και στα αυτοκίνητα των ξένων αν δεν το επιθυμεί. Πάντως και οι δύο δοκιμάστηκαν το ίδιο συναισθηματικά και, όπως φαίνεται στους διαλόγους και στις συναντήσεις τους, δεν το μετάνιωσαν ποτέ. Ενδεχομένως να ξανασκέφτηκαν –ειδικά ο Αντώνης– αν έπρεπε να είχε προσπαθήσει παραπάνω για να κρατήσει η σχέση τους. Ωστόσο η παρουσία του ενός στην ζωή του άλλου έδωσε μια νέα πνοή στην ύπαρξή τους, διεύρυνε την σκέψη και τα συναισθήματά τους.


 

Ανάμεσα στους δύο ήρωες υπάρχουν διαφορές (ηλικίας, κοινωνικές, πολιτισμικές) που δύσκολα μπορούν να καλυφθούν, αν και κανείς τους δεν ρίσκαρε να το θέσει αυτό ως επιθυμία. Θεωρείτε απαραίτητη συνθήκη την ύπαρξη διαφορών, για να προκύψει ένας μεγάλος έρωτας;


Παρά τις διαφορές η επιθυμία θριαμβεύει στο τέλος. Ο Αντώνης, ως συγγραφέας προσπάθησε να πειραματιστεί μπαίνοντας και ο ίδιος σε μία περσόνα, μια προέκταση του συγγραφικού του εγώ. Είχε τα πνευματικά εφόδια, την εμπειρία, τα διαβάσματα αλλά και την ανάλογη καταγωγή. Κατά βάθος και οι δύο ήταν δύο άνθρωποι από λαϊκές τάξεις: ο Αντώνης έβλεπε στον πρόσφυγα Αβίρ τα σώματα των εφηβικών του προτύπων αλλά και των συμπατριωτών του μιας άλλης εποχής. Ο ένας το πνεύμα και ο άλλος το σώμα. Κοινή επιθυμία, αμοιβαία η έλξη.


Ο Αβίρ ποτέ δεν σκέφτηκε με όρους δυτικούς ούτε θα υιοθετούσε μια διαφορετική συμπεριφορά. Κάπου εκεί προδιαγραφόταν και η απόδραση από την σχέση τους. Πρέπει να αποδεχτούμε ότι κάθε σχέση έχει τη δική της μοναδικότητα. Το μυθιστόρημα παρακάμπτει κάθε κατηγοριοποίηση με βάση τον ομοερωτισμό τους: δύο άντρες που αγαπιούνται όπως και οι υπόλοιποι άνθρωποι.


Τα τελευταία χρόνια παρατηρούμε μια αναζωπύρωση του ενδιαφέροντος για το autofiction. Συγγραφείς όπως η Rachel Cusk και η Annie Ernaux έχουν βάλει στο κέντρο των αφηγήσεών τους προσωπικά βιώματα, τραυματικές σχέσεις με γονείς, ερωτικούς συντρόφους αλλά και παιδιά. Ήταν αυτή η τάση (που επανήλθε και) που σας έδωσε τον τρόπο να αφηγηθείτε αυτή την ιστορία ή ήταν η ίδια η ιστορία που έκλεισε με έναν τρόπο;


Βασικό χαρακτηριστικό του autofiction είναι η πρωτοπρόσωπη αφήγηση ενός χαρακτήρα που συμπίπτει με την ταυτότητα του συγγραφέα. Στο Ελσίνκι υπάρχουν τέσσερις διαφορετικές αφηγηματικές μέθοδοι· μόνον μία, η πρωτοπρόσωπη παρέμβαση του Αντώνη, διατηρεί το ύφος και την εξομολογητικότητα της “αυτομυθοπλασίας”. Αυτό έγινε και κάπως ηθελημένα, όχι για να αποφύγω προσωπικά την ταύτιση με τον Αντώνη αλλά για να «παίξω» με τα όρια της αυτομυθοπλασίας και της μεταμυθοπλασίας μέσα στο ίδιο μυθιστόρημα.


Γράφετε: «Την πιο κρίσιμη ώρα, που ταξίδευε ήδη παράνομα από την Ελλάδα για τη Σουηδία, είχαμε μαζευτεί Καθαρά Δευτέρα στο σπίτι της Έλλης στον Κεραμεικό […] Κάποια στιγμή η Έλλη γύρισε και μας είπε: ❝Αυτή τη στιγμή πρέπει να φτάνει στη Ρώμη❞». Αν δεν υπερερμηνεύω, εδώ μοιάζει να χαρίζετε στον ήρωά σας την παρέα μιας άλλης σας ηρωίδας, της Έλλης. Επανέρχεστε στα πρόσωπα των βιβλίων σας; Αποτελούν ευρύτερα μια άτυπη οικογένεια για εσάς;


Επανέρχομαι στους χαρακτήρες μου σε πολλά διηγήματα και μυθιστορήματα. Η Έλλη, από το Μυστικό της Έλλης, εμφανίζεται σε ένα διήγημα στην Νοσταλγία της απώλειας όπου εκεί σε ένα πάρτι συναντάει και πάλι το ζευγάρι Αντώνη/Αβίρ με άλλα ονόματα. Η Νοσταλγία της απώλειας εμπεριέχει πολλά στοιχεία του Ελσίνκι. Θα έλεγα ότι το τωρινό μυθιστόρημα (παρά την αυτονομία του) είναι μια γιγαντωμένη αφήγηση που ξεπήδησε μέσα από την προηγούμενη συλλογή διηγήσεων την οποία προτείνω να διαβαστεί μαζί ή μετά με το Ελσίνκι γιατί θα φωτιστεί κι από άλλες οπτικές γωνίες η ιστορία του Αβίρ και του Αντώνη.

Εδώ και χρόνια έχω φτιάξει ένα πλέγμα αφηγήσεων που χαλαρά και διακριτικά αλληλοκαλύπτονται. Το έχω ανάγκη αυτό, μου δημιουργεί μια αφηγηματική ολότητα, ένα διαφορετικό γενεαλογικό δέντρο. 

 

Ίσως η σημαντικότερη φράση του βιβλίου λέει το εξής: «Για την αγάπη και τα γραπτά σου δεν πρέπει να μετανιώνεις ποτέ». Αισθάνεστε ότι με αυτό το βιβλίο κλείνει ένας κύκλος και ανοίγει ένας άλλος για σας και τα γραπτά σας;


Πράγματι κλείνει ένας κύκλος αγάπης και γραφής ταυτόχρονα. Δεν ανήκω στους συγγραφείς που βγαίνουν μπροστά από τα γραπτά τους. Θα μπορούσα σε προσωπικό επίπεδο να είμαι πολύ πιο αποκαλυπτικός αλλά με ενδιαφέρει να εκτεθώ λογοτεχνικά και όχι προσωπικά. Δεν μου αρέσουν οι αναγνώστες της κλειδαρότρυπας. Ως συγγραφέας όλα αυτά τα χρόνια παραμένω χαμηλότονος, ήταν επιλογή μου. Το Ελσίνκι είναι η πιο γενναία λογοτεχνική μου κατάθεση μαζί με το Παρτάλι. Μέχρι στιγμής η κριτική αποδοχή ξεπέρασε θετικά κάθε προηγούμενο βιβλίο. Για την εμπορική θα περιμένω – είναι νωρίς ακόμη. Αν θα ανοίξει ένας άλλος συγγραφικός κύκλος θα εξαρτηθεί ενδεχομένως από την αποδοχή και την πρόσληψη αυτού του βιβλίου.


* Ο ΚΩΣΤΑΣ ΑΓΟΡΑΣΤΟΣ είναι δημοσιογράφος.


Παρασκευή 18 Οκτωβρίου 2024

A.S. Byatt «Η Παρθένος στον κήπο»,



 Μετάφραση: Κατερίνα Σχινά,  εκδόσεις Πόλις, 2024   


Γράφει ο Θεόδωρος Γρηγοριάδης


Κάπως αργοπορημένα αλλά σε μια άψογη έκδοση και θαυμαστή μετάφραση υποδεχόμαστε το ογκώδες μυθιστόρημα της Α.Σ. Μπάιατ «Η Παρθένος στον κήπο» (1978). Ένα πλούσιο σε περιγραφές και χαρακτήρες μυθιστόρημα όπου τίποτε δεν βιάζεται να ολοκληρωθεί καθώς η απόλαυση της αφήγησης είναι ο βασικός του στόχος.

Η ιστορία τοποθετείται το 1953, στο Βόρειο Γιορκσάιρ της Αγγλίας, στη μικρή πόλη Μπλέσφορντ. Ο νεαρός καθηγητής και συγγραφέας Αλεξάντερ Γουέντερμπερν έχει γράψει ένα έμμετρο θεατρικό έργο με αφορμή την επικείμενη στέψη της Βασίλισσας Ελισάβετ. Όμως τη δική του βασίλισσα, την Παρθένο Βασίλισσα, την Ελισάβετ Α΄, θα την υποδυθεί η δεκαεπτάχρονη Φρεντερίκα, της οικογένειας Πότερ.

Η σχέση του συγγραφέα και της νεαρής θα περάσει από πολλά κύματα μιας και ο Αλεξάντερ είναι δεσμευμένος, ενώ η αποφασισμένη Φρεντερίκα αγωνιά να ξεμπερδεύει με την παρθενιά της. Και οι δυο, όμορφα πλάσματα και έξυπνα, έχουν τα κατάλληλα πνευματικά και κοινωνικά εφόδια. Εκείνος πειραματίζεται με την λογοτεχνία, με παραστάσεις σεξπιρικές, με το φύλο και το σώμα των χαρακτήρων-ηθοποιών όμως η ωραιοπάθειά του φέρνει απογοητευτικά αποτελέσματα στις σχέσεις του με τις γυναίκες. Για την Φρεντερίκα ο ερωτικός της οδηγός παραμένει ο Ντ.Χ. Λώρενς. Ωστόσο η μελετηρή κοπέλα έχει επίγνωση ότι υπερβάλλει: «Αν ήμασταν σε μυθιστόρημα, αυτός ο διάλογος θα είχε κοπεί ως επιτηδευμένος», ακούγεται σε μια συνομιλία της με τον Αλεξάντερ. Ενώ η δαιμόνια Μπάιατ παρεμβαίνει: «Και η Λολίτα δεν είχε γραφτεί ακόμη».

Όταν και η τελευταία απόπειρα ξεπαρθενέματος με τον Αλεξάντερ δεν θα ευοδώσει, η Φρεντερίκα απευθύνεται στον έμπειρο Γουίλκι, και εκείνος αναλαμβάνει -σχεδόν χειρουργικά- να την απαλλάξει από το εμπόδιο του παρθενικού υμένα. Η Φρεντερίκα βιώνει την στιγμή: «Με ένα στιγμιαίο αίσθημα ναυτίας, τις περιγραφές του Λώρενς για την κατά κύματα κορύφωση της ηδονής.»

Οι χαρακτήρες

Οι περισσότεροι χαρακτήρες είναι βιβλιόφιλοι, διαβάζουν, έχουν βιβλιοθήκες στο σπίτι ή πηγαινοέρχονται σε πανεπιστημιακές. Ανήκουν στη μεσαία τάξη, είναι δάσκαλοι σε σχολεία, καθηγητές σε κολέγια της επαρχιακής Αγγλίας. Γίνονται αναφορές σε κλασικούς βρετανούς ποιητές: στον Τένισον, τον Γουέντσγουορθ ακόμη και στον μακρινό τους Μπόρχες! Ακούνε δίσκους με ηχογραφήσεις του Τ.Σ. Έλιοτ όπου διαβάζει τα Τέσσερα Κουαρτέτα. Τα βιβλία επηρεάζουν τη ζωή τους και κάποια έχουν σκοτεινό παρελθόν: όταν ένας εφημέριος έκαψε κάποτε ένα βιβλίο του Τόμας Χάρντι, όπως θυμάται ο καθηγητής λογοτεχνίας Μπιλ Πόρτερ. Ο αυταρχικός οικογενειάρχης επιβάλλεται στις επιλογές και τις τύχες των τριών παιδιών του και ειδικά της Στέφανι, της δεύτερης κόρης, που εγκατέλειψε το Κέιμπριτζ για μια απλή θέση δασκάλας κοντά τους. Η Φρεντερίκα πάντως, που θα είναι η βασική ηρωίδα και στα τρία επόμενα μυθιστορήματα της τετραλογίας της Αντόνια Μπάιατ («Τετραλογία της Φρεντερίκα Πότερ»), μάχεται για τους στόχους της παρά τις εντάσεις του πατέρα της.

Όμως η ζωή της Στέφανι αλλάζει ραγδαία. Ένας εύσωμος κληρικός της πόλης, ο Ντάνιελ Όρτον, εμφανίζεται στο κατώφλι του σπιτιού των Πόρτερ, «σαν παράλογος αναχρονισμός» βγαλμένος από τις σελίδες της Σάρλοτ Μπροντέ και της Ελίζαμπεθ Γκάσκελ. Θα ζητήσει σε γάμο την Στέφανι, έχοντας επίγνωση του σωματικού του βάρους αλλά και της θυελλώδους άρνησης του μελλοντικού πεθερού. Συγκροτημένος χαρακτήρας, δεν έχει ξεπεράσει το παρελθόν και ειδικά τον θάνατο του πατέρα του σε νεαρή ηλικία. Άραγε μπορεί να μοιραστεί το καταχωνιασμένο πένθος, αναρωτιέται σε μία από τις ομορφότερες σελίδες του βιβλίου. Και εκείνη πράγματι «ένιωσε μια κάποια τρυφερότητα να γεννιέται μέσα της». Η πρόταση γάμου του κληρικού Ντάνιελ στην Στέφανι, μπροστά σε μια αγριεμένη και επιβλητική θάλασσα, φέρνει στο νου σκηνές από τη Θάλασσα, Θάλασσα της Άιρις Μέρντοκ, φίλη και μέντορας της Αντόνια Μπάιατ. Η Μπάιατ έγραψε πολλά δοκίμια για το έργο της Μέρντοκ ενώ το μυθιστόρημα «Θάλασσα, Θάλασσα», βραβεύτηκε με το Booker την ίδια χρονιά που εκδόθηκε η Παρθένος στον κήπο!

Ιδιόρρυθμος και ο έφηβος Μάρκους, ο γιος των Πόρτερ, παθιασμένος με τον καθηγητή του Σίμοντς (η Στέφανι παρατηρώντας τους ομολογεί, «ας τα είχαν τουλάχιστον»). Οι δύο τους πειραματίζονται με φυσικά και μεταφυσικά φαινόμενα αλλά όχι κατ’ ανάγκη με επιστημονικές μεθόδους. Θεωρίες συνομωσίας, σημάδια του παρελθόντος, περίεργες ενδείξεις, αρχετυπικά λατρευτικά σύμβολα. Ο Μάρκους πανικοβάλλεται με τη σεξουαλική προσέγγιση του Σίμοντς που καταρρέει ψυχολογικά πιστεύοντας ότι παρακολουθείται από αγνώστους. Η ψυχοπαθολογία του θυμίζει τους εμμονικούς χαρακτήρες των πρώτων μυθιστορημάτων του Ντον Ντελίλο που έγραφε την ίδια περίοδο στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού.


 Κρυφές και φανερές χάρες κλασικών συγγραφέων

Το μυθιστόρημα καλύπτει χρονικά το διάστημα κατά το οποίο γίνονται οι πρόβες του έμμετρου θεατρικού έργου του Αλεξάντερ Γουέντερμπερν μέχρι και την παράσταση (Γουέντερμπερν ήταν και το επίθετο του δικηγόρου στο μυθιστόρημα «Χαμένα κορμιά»[1] του Άλασντερ Γκρέι). Η επιλογή των ηθοποιών, οι προετοιμασίες του έργου και οι σχέσεις ανάμεσα στον πολυπληθή θίασο είναι τα βασικά στοιχεία της δράσης με όσα συμβαίνουν εντός και εκτός σκηνής. Ξεχωρίζει, βέβαια, η Φρεντερίκα αλλά έμφαση δίνεται και στους άλλους χαρακτήρες που συνυπάρχουν δυαδικά και σε συνάρτηση με τους υπόλοιπους. Ωστόσο ο χρόνος λειτουργεί διαφορετικά για τον καθένα: Για την νεαρή Φρεντερίκα η παροδική ταύτιση με έναν ρόλο εποχής, για τον Αλεξάντερ το εφαλτήριο μιας σημαντικής μελλοντικής καριέρας.

Η τριτοπρόσωπη αφήγηση παρακολουθεί ξεχωριστά κάθε ήρωα ή ζευγάρι όμως, κατά καιρούς, γίνεται ένα αιφνιδιαστικό άλμα στο μέλλον, ένα metafiction εύρημα (το οποία θα χρησιμοποιούν πολύ η Μιούριελ Σπαρκ, ο Τζον Φόουλς[2] κ.ά.). Σε μια τέτοια προδρομική φάση βλέπουμε τον Αλεξάντερ, χρόνια μετά, να αναφέρει σε ένα άρθρο του την συγγραφέα Τζαν Μόρις[3] που είχε υποβληθεί σε επέμβαση αλλαγής φύλου, έχοντας ζήσει πολλά χρόνια ως άντρας. Μια ακόμη περίπτωση που παραπέμπει στον αποκρυφιστικό μύθο ότι η πρώτη Ελισάβετ ήταν άντρας ή γυναίκα με ανδρικά χαρακτηριστικά. Η Μπάιατ αρκετά πρώιμα ενσωματώνει στο έργο της τις «αναστατώσεις» του φύλου και της σεξουαλικότητας. Γενικά στο έργο της αναδεικνύει τις κρυφές και φανερές χάρες των κλασικών συγγραφέων που λατρεύει: της Τζορτζ Έλιοτ[4] και του Μαρσέλ Προυστ, ενώ δεν σταματάει να υπονομεύει τον Ντ.Χ. Λώρενς - ειδικά στις ερωτικές συνευρέσεις σε κήπους και στην οργιαστική φύση. Ας μη ξεχνάμε ότι το μυθιστόρημα γράφτηκε σε μια περίοδο λογοτεχνικών ανακατατάξεων όπου η αποδέσμευση από τον κλασικό ρεαλισμό είχε ήδη ολοκληρωθεί με τους μοντερνιστές αλλά η έμπειρη και θεωρητικός της λογοτεχνίας, Μπάιατ, τον επαναγράφει σε μια μεταρεαλιστική φόρμα. Αυτή τη μεταβατική εποχή, ιστορικά και λογοτεχνικά, θέλει να αποτυπώσει μέσα από τη δομή του έργου, την παλλόμενη γλώσσα και τις σπαρταριστές περιγραφές της.

Στο μεταξύ καταγράφεται ο κοινωνικός περίγυρος της δεκαετίας του ’50 στην Αγγλία, ο επερχόμενος καταναλωτισμός, η απεξάρτηση της νεότερης γενιάς από το οικογενειακό περιβάλλον ενώ συνδιαλλέγεται με τη μνήμη, την αγγλική ιστορία και την ανθρώπινη περιπέτεια, αναδεικνύοντάς τα σε οικουμενικά ζητήματα.

H Αντόνια Σούζαν Μπάιατ (1936-2023) κέρδισε το βραβείο Booker το 1990 με τη μεγαλόπνοη Εμμονή. Το έργο της ενέπνευσε μια               ολόκληρη γενιά νεότερων βρετανών πεζογράφων με τους οποίους συνομίλησε και συνεργάστηκε σε εκδοτικά εγχειρήματα (Φίλιπ Χένσερ, Άλαν Χόλινγκχερστ, Ντέιβιντ Μίτσελ, Ζέιντι Σμιθ κ.ά).

Η πολυδιάσταση γραφή της μας επαναφέρει σε έναν ιδεατό, εύφορο λογοτεχνικό κήπο, όπου ο καλός αναγνώστης απολαμβάνει απρόσκοπτα την ανάγνωση. Περιμένουμε ανυπόμονα την ολοκλήρωση της τετραλογίας της Φρεντερίκα Πόρτερ.


Σημειώσεις

1. «Poor things» (1992)

2. Η ερωμένη του Γάλλου λοχαγού ήταν το αγαπημένο βιβλίο της Μπάιτ.

3. Τα βιβλία «Τεργέστη», «Βενετία» από τις εκδόσεις Πάπυρος.

4. Ειδικά με τo Middlemarch (1871)


Η Εποχή, Η εποχή των βιβλίων. 6/10/24


 


Τετάρτη 16 Οκτωβρίου 2024

Για το «Ελσίνκι» του Θεόδωρου Γρηγοριάδη – γράφει η Ευγενία Μπογιάνου


 

Σύνορα και ταυτότητες

Θεόδωρος Γρηγοριάδης, Ελσίνκι, εκδ. Πατάκη, Αθήνα 2024.


Μια ερωτική ιστορία βρίσκεται στον πυρήνα του μυθιστορήματος Ελσίνκι του Θεόδωρου Γρηγοριάδη, μέσα σε ένα σύμπαν ρευστό και διφορούμενο, όπου η γεωγραφία, ως κινούμενη Ιστορία, ανακατεύει διαρκώς την τράπουλα επαναπροσδιορίζοντας έννοιες όπως αυτές της πατρίδας, της οικογένειας, της μετανάστευσης, της νομιμότητας, της αφομοίωσης, της αγάπης. Ένα βαθιά πολιτικό, υπαρξιακό οδοιπορικό μιας μερίδας ανθρώπων –αυτών που, δίχως να το επιλέξουν, βρέθηκαν «πλάνητες, χωρίς διαβατήρια, έτοιμοι να αποκτήσουν μια καινούργια πατρίδα, αρκεί να τους αποδεχτούν»–, οι οποίοι αναζητούν, επανεστιάζοντας διαρκώς σε αυτό που κάθε φορά επείγει, μια ταυτότητα: είτε εθνική είτε σεξουαλική. Με διαρκή, αριστοτεχνικά δομημένα, φλας μπακ, δίχως γραμμική δηλαδή χρήση του χρόνου, ξεδιπλώνοντας την αφήγηση από το 2010 μέχρι και σήμερα, ο Γρηγοριάδης παρακολουθεί την πορεία του Αβίρ, ενός 29χρονου Κούρδου από το Ιράκ, ο οποίος προσπαθεί να επιβιώσει στη Δύση, σε μια αναγκαστική πορεία διαρκούς μετακίνησης, αλλά και την ερωτική σχέση του ίδιου με τον, κατά είκοσι πέντε χρόνια, μεγαλύτερό του Έλληνα συγγραφέα Αντώνη, προφανώς alter ego του ίδιου του Γρηγοριάδη. O Αβίρ μπαίνει στη ζωή του Αντώνη το ίδιο ήσυχα, απροσδόκητα και αβίαστα με τον τρόπο που εντέλει φεύγει κιόλας. Αρχές του 2000, πριν η οικονομική κρίση να χτυπήσει την πόρτα στην Ελλάδα αλλάζοντας εντελώς τις συνθήκες διαβίωσης, όταν όλα ακόμα έμοιαζαν πιθανά, τόσο για τη χώρα όσο και για τον ίδιο τον Αντώνη. «Εγώ οδηγούσα κι εκείνος περπατούσε λικνιστικά, ξεχώριζε από το βάδισμα ότι ερχόταν από την Ανατολή, μια γλυκιά ραθυμία στις κινήσεις του συμβάδιζε με μια εξωτική αύρα – όσο οριενταλιστικό κι αν ακούγεται αυτό. Βάδιζε ανέμελα και αδιάφορα, όταν ξαφνικά κάποιος φρενάρει και ρωτάει τον ξένο πλάνητα: “Συγγνώμη, είστε από δω;”. Κανείς δεν είναι από πουθενά στην πραγματικότητα».


Και κανείς δεν ανήκει σε κανέναν ή, αλλιώς, ο Γρηγοριάδης μιλάει για το αδιέξοδο ορισμένων σχέσεων καθώς δεν στηρίζονται μόνο στα συναισθήματα αλλά, θέλουν δεν θέλουν, υποτάσσονται και καθορίζονται από την περιρρέουσα ατμόσφαιρα τόσο του τόπου όσο και του χρόνου. Τα προσωπικά όσο και τα εθνικά σύνορα αλλάζουν διαρκώς. Υπάρχουν άνθρωποι που παραμένουν ξένοι όπου και να πάνε και οι οποίοι δεν έχουν τόπο να επιστρέψουν γιατί απομακρύνθηκαν δια παντός από τις πολιτισμικές συνθήκες που τους διαμόρφωσαν, αλλά που, επίσης, αδυνατούν να τις αποτινάξουν από πάνω τους ολοκληρωτικά. Ίσως από μια αίσθηση ιερού καθήκοντος προς την οικογένεια, προς τον πολιτισμό δηλαδή, που τους ανάθρεψε. Έτσι, παρακολουθούμε τον Αβίρ να ζει έναν δυνατό έρωτα με τον Αντώνη και, παραλλήλως, να παντρεύεται με προξενιό την συμπατριώτισσά του Εβίν αποκτώντας μαζί της τρία παιδιά. Ο Γρηγοριάδης με μεγάλη ευαισθησία, οξυδέρκεια και ανθρωποκεντρική βαθύτητα, ψυχογραφεί τους τρεις βασικούς ήρωές του. Ο στωικός, σπαρακτικά μόνος Αντώνης που μοιάζει να παρακολουθεί αποστασιοποιημένα, σαν να κάνει ρεπορτάζ, σαν να βλέπει ένα οδοιπορικό στον κινηματογράφο και παρασύρεται από τη χάρη της αφήγησης, δίχως να πολυανησυχεί για την έκβαση της ιστορίας, αλλά που, κατά βάθος, δονείται από λεπταίσθητα συναισθήματα. Η συγκίνηση προκύπτει από τη σιωπή του. Η σιωπή είναι μέρος του λόγου, το πιο έντονο ίσως.


Η καλόγνωμη και καλότροπη Εβίν, στη σκιά πάντα του άντρα της, αόρατη σχεδόν, στη μεγάλη, ατέρμονη, αλυσίδα των αόρατων γυναικών, παρατηρητική όσο και διακριτική, προσπαθώντας να βρει έναν τρόπο να ζήσει τη ζωή που της δόθηκε.


Και τέλος, ο πολύπλοκος, πολυπλόκαμος Αβίρ, η πορεία του προς την ωριμότητα, ό,τι και να σημαίνει αυτό, ένας ήρωας σύνθετος, ούτε καλός ούτε κακός, μόνο αναγκεμένος, σκιαγραφημένος δίχως ίχνος ωραιοποίησης ή φολκλορισμού, ένας άνθρωπος με συναισθήματα αλλά και αδίστακτος μπροστά στη σκληρή πραγματικότητα που διαμορφώνει τη ζωή του. Ανακαλύπτει διαρκώς τρόπους να ξεγελά τη γραφειοκρατία και μαζί τον φόβο του. Γιατί η πορεία του είναι πορεία μετακίνησης και φόβου. Άλλωστε «η ευαισθησία των άλλων είναι μια κατασκευασμένη συνθήκη που συντηρείται από τα παθήματα των αληθινών μαρτύρων».


Με μικρά κεφάλαια όπου εναλλάσσεται η τριπρόσωπη αφήγηση για τις περιπέτειες της διαρκούς μετακίνησης του Αβίρ, με τον πρωτοπρόσωπο λόγο, σαν ημερολογιακή καταγραφή, του Αντώνη, αλλά και εντάσσοντας στην αφήγηση διαλογικά κομμάτια στα greeklish, κομμάτια όπου είναι λες και απελευθερώνεται, «κρυμμένο» μέσα στην μικτή άτυπη γλώσσα, το συναίσθημα του ζευγαριού, ο Γρηγοριάδης με μια λιτή δωρική αφήγηση, χωρίς ούτε στιγμή να υποκύπτει στον πειρασμό του εντυπωσιασμού ή της πρωτοτυπίας, δίχως καταγγελτικό τόνο σε μια σειρά θεμάτων που προσφέρονται για κάτι τέτοιο, με λεπτότητα, σχεδόν αέρινα, με μια γραφή που αρνείται να δείξει τον συγγραφικό κόπο, γράφει ένα μυθιστόρημα για την έννοια της ταυτότητας. Συγχρόνως, καταθέτει μια σπουδή για την ίδια τη λειτουργία της γραφής. Οι τελευταίες σελίδες είναι σπαρακτικές. Άλλωστε δεν μπορεί κανείς εύκολα να γλιτώσει από το «τολστοϊκό κάρμα», γιατί «μια δυστυχισμένη οικογένεια είναι δυστυχισμένη με τον δικό της τρόπο». Το ίδιο κι ένας έρωτας. Αλλά «για την αγάπη και τα γραπτά σου δεν πρέπει να μετανιώνεις ποτέ».




[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. 

Τρίτη 15 Οκτωβρίου 2024

Joseph Conrad «Τύχη - Μια ιστορία σε δύο μέρη»


 

μετάφραση: Μιχάλης Παπαντωνόπουλος εκδόσεις Gutenberg, 2023   


Γράφει ο Θεόδωρος Γρηγοριάδης



Η έκδοση ενός αμετάφραστου μυθιστορήματος του Τζόζεφ Κόνραντ (1857-1924) είναι σπουδαίο εκδοτικό γεγονός αν σκεφτεί κανείς ότι Η καρδιά του σκότους μετράει τρεις μεταφράσεις σε κυκλοφορία. Η Τύχη δεν συγκαταλέγεται ανάμεσα στα μεγάλα έργα του μοντερνιστή συγγραφέα, φέρνει όμως τα αποτυπώματα των μυθοπλασιών που προηγήθηκαν και μάλιστα σε μια στιγμή που ο Κόνραντ, στα πενήντα επτά του, ήθελε να αποδείξει ότι είναι ακόμη ακμαίος. Θα πεθάνει δέκα χρόνια αργότερα έχοντας αφήσει πίσω του μια ανεκτίμητη κληρονομιά στην αγγλική και παγκόσμια λογοτεχνία. Ένας Πολωνός, που πολιτογραφήθηκε Άγγλος, εμπλουτίζοντας τη γλώσσα και τη μυθοπλασία μιας χώρας με ισχυρή λογοτεχνική παράδοση.

Η Τύχη κυκλοφόρησε το 2014, αφού είχε δημοσιευτεί σε συνέχειες στο κυριακάτικο ένθετο της εφημερίδας New York Herald. Πούλησε 13.000 αντίτυπα, τρεις φορές περισσότερο από το προηγούμενο μυθιστόρημα του «Με τα μάτια ενός δυτικού», και ακολούθησαν 20.000 αντίτυπα στην Αμερική καθιστώντας την το πλέον ευπώλητο βιβλίο του. Ήταν το μοναδικό του έργο με γυναικεία ηρωίδα και «ευτυχισμένο» τέλος. Διαβάζοντας το μυθιστόρημα διαπιστώνουμε ότι οι αποφάνσεις αυτές είναι μάλλον άστοχες. Ενδεχομένως ένα δυνατό μάρκετιγκ και ένας επίμονος εκδότης να ώθησαν το βιβλίο στην εμπορικότητα την οποία –γιατί όχι– την επιθυμούσε επιτέλους και ο ίδιος ο συγγραφέας.

Η ιστορία δεν είναι καθόλου γραμμική, αναπαράγεται μέσα από διαφορετικούς αφηγητές που μεταφέρουν και συμπληρώνουν τα στοιχεία των προηγούμενων. Ο βασικός αφηγητής είναι ανώνυμος, αυτός πρωτακούει για την Φλόρα Μπαράλ από τον γνωστό μας Μάρλοου, τον ναυτικό που συναντήσαμε σε προηγούμενες ιστορίες του Κόνραντ («Νιάτα», «Η καρδιά του σκότους», «Λόρδος Τζιμ»). Εδώ είναι κάπως πιο κουρασμένος και έξω από τα νερά του καθώς δεν βρίσκεται στα θαλασσινά νερά. Άλλωστε το μισό περίπου μυθιστόρημα διαδραματίζεται στην αγγλική στεριά και έπειτα η δράση μεταφέρεται πάνω στο καράβι όπου θα συμπλεύσουν –τυχαία;– οι βασικοί χαρακτήρες του μυθιστορήματος: η νεαρή γυναίκα Φλόρα Μπαράλ, ο γερασμένος πατέρας της, που μόλις έχει αποφυλακιστεί, ο πλοίαρχος Άντονι και ο νεαρός ανθυποπλοίαρχος Πάουελ, βασικός τροφοδότης της ιστορίας μέσω του Μάρλοου για τον οποίο ο ανώνυμος αφηγητής τονίζει: «Με τον Μάρλοου ποτέ δεν μπορείς να είσαι σίγουρος». Δεν είναι και ο μόνος αφού στο μυθιστόρημα κυριαρχούν οι «αναξιόπιστοι αφηγητές». Και πώς όχι, όταν η ιστορία έχει συμβεί μερικά χρόνια πριν, κατά τη διάρκεια δεκαεπτά ετών, και πυροδοτείται από τη συνάντηση του Μάρλοου με τον υποπλοίαρχο Πάουελ στα έλη των αγγλικών ακτών.

Κορίτσι στη θάλασσα

Το κορίτσι, μοναχοπαίδι του Ντε Μπαράλ, θα φιλοξενηθεί από την οικογένεια των Φέιν, τη στιγμή που ο πατέρας της φυλακίζεται ύστερα από μια σειρά μεγάλων οικονομικών σκανδάλων – πιο απλά έχοντας καταληστέψει όσους του είχαν εμπιστευτεί τα χρήματά τους για επενδύσεις και γρήγορο κέρδος. Ο τραπεζίτης Ντε Μπαράλ, μετά το κραχ, είναι πια κατάδικος με αποτέλεσμα οι καταθέτες και οι αρχές να του έχουν πάρει πίσω ακόμη και το ρολόι του. Οι Φέιν είναι ένα ιδιαίτερο ζευγάρι που θα χρειαζόταν σελίδες για να περιγραφεί. Η απόφασή τους να προστατέψουν μια ταλαιπωρημένη, φτωχή, έφηβη και να την κρατήσουν μακριά από έναν αδιάφορο συγγενή της (τον έστειλε ο Μπαράλ να την πάρει κοντά του), παραπέμπει στα έργα του Ντίκενς, για τον οποίο μάλιστα γίνεται ευκρινής αναφορά μέσα στο μυθιστόρημα.

Κανένας δεν την ήθελε κοντά του. Η Φλόρα είναι ατίθαση, ακοινώνητη, θυμωμένη με όλους και αργότερα αποφασίζει να ακολουθήσει τον πλοίαρχο Άντονι, αδελφό της κυρίας Φέιν, ύστερα από τόσα χρόνια ταλαιπωρίας και κακομεταχείρισης που υπέστη, φτάνοντας στα όρια της τρέλας. Η απόφασή της αναστατώνει τους Φέιν, αλλά και το πλήρωμα του Φερντέιλ που θα την υποδεχθεί με καχυποψία στη νέα της ζωή μέσα στη θάλασσα. Ο πλοίαρχος Άντονι, ντροπαλός και αμήχανος με τις γυναίκες, έπρεπε να εξηγήσει πολλά στη φεμινίστρια αδελφή του, η οποία δυσπιστούσε σε κάθε αντρική άποψη που δεν ενείχε επαρκή θηλυκότητα. Όμως ο λιγομίλητος Άντονι, γιος εκκεντρικού ποιητή, ήταν και ο μόνος που μίλησε ανοιχτά στην Φλόρα: «Είμαι ο άντρας που θα σας πάρει μακριά τους... μου είπατε ότι δεν έχετε φίλους. Ούτε κι εγώ... Με ποιον θα αποχωριζόσασταν; Κανέναν. Δεν έχετε κανέναν να σας ανήκει». Ο ερωτευμένος πλοίαρχος πράγματι θα την σώσει.

Στη μισά του μυθιστορήματος ο Μάρλοου, φέρνει με την αφήγησή του στο προσκήνιο την Φλόρα που την συνάντησε στον δρόμο έτοιμη να ακολουθήσει τον Άντονι. Με τον Μάρλοου είχαν ξαναβρεθεί, σε μια δύσκολη, αυτοκτονική στιγμή της ζωής της όμως τώρα: «Αδύνατη, κοκαλιάρα σχεδόν, με το σεμνό μαύρο της φόρεμα, αποτελούσε μια ελκυστική και οπωσδήποτε ποθητή μικρόσωμη φιγούρα.»

Και όμως η παρουσία της επιταχύνει τον ρυθμό της ιστορίας, παρόλο που η νεοπαντρεμένη Φλόρα βρίσκεται συνεχώς κλεισμένη στην καμπίνα της έχοντας βασικό ανταγωνιστή της το πλήρωμα και ειδικά τον υποπλοίαρχο Φράνκλιν, ο οποίος δεν ήθελε να μοιραστεί με τίποτε και με κανέναν τον πλοίαρχο Άντονι! Τελικά, η Φλόρα ήταν καταδικασμένη να την υποψιάζονται ακόμη και μέσα στη θάλασσα! Οι σκηνές εν πλω θα μεταφερθούν στον Μάρλοου από τον ανθυποπλοίαρχο Πάουελ, ο οποίος θα παίξει καθοριστικό ρόλο στην έκβαση της ιστορίας πάνω στο Φερντέιλ.

Τύχη μέσα στην ατυχία

Διαβάζοντας σήμερα την Τύχη αναρωτιόμαστε πόσο διαφορετικοί ήταν οι αναγνώστες του Κόνραντ ώστε να παρακολουθούν σε συνέχειες μια ιστορία με τόση περίπλοκη δομή. Βέβαια, η τελική εκδοχή του κειμένου υπέστη κάποιες αλλαγές αλλά εκεί, στο μπάσιμο του 20ού αιώνα, που ερχόταν δριμύς και ανήσυχος, η λογοτεχνία άνοιγε τα πρώτα της μεγάλα μέτωπα. Οι μοντερνιστές καταβυθίζονταν στη γραφή και στην κοινωνία, ένα κίνημα στο οποίο ο Κόνραντ υπήρξε πρωτοπόρος εκδίδοντας το 1895 το πρώτο του μυθιστόρημα «Η τρέλα του Αλμάγερ» και το 1902 το αριστουργηματικό Η καρδιά του σκότους».


Η Τύχη μιλάει –έστω και πρωτοφεμινιστικά– για τη γυναίκα, για τη συντροφικότητα των αντρών, για τις φούσκες των τραπεζιτών και την απληστία των επενδυτών, για την αβεβαιότητα της ανθρώπινης ύπαρξης. Το σκοτάδι κι εδώ επικρατεί ως βασικό ατμοσφαιρικό ή αλληγορικό στοιχείο, στη θάλασσα, στα έλη, στη νύχτα, στις ψυχές, στη μοναχικότητα των ανθρώπων. Προφανώς η τύχη αλλάζει στη ζωή ορισμένων υπάρξεων όπως της Φλόρας, αν θεωρηθεί «τυχερή» με όσα έζησε και όσα εμείς μαθαίνουμε διαθλασμένα και αποσπασματικά. Η ασυγκράτητη και ανήσυχη αφήγηση της Τύχης συμπίπτει εκδοτικά και με την έναρξη του πρώτου παγκόσμιου πολέμου όπου κανένας δεν θα σταθεί τυχερός.


Η Εποχή , Εποχή των βιβλίων 8/09/24 


Κυριακή 13 Οκτωβρίου 2024

Han Kang’s Nobel win underscores essential role of translators as literary tastemakers




www.japantimes.co.jpjapantimes.co.jp

Han Kang’s Nobel win underscores essential role of translators as literary tastemakers

By Mike Fu Oct. 11th, 2024


Han Kang’s eminence in the literary world was reaffirmed by the Swedish Academy’s announcement on Thursday that she will be conferred this year’s Nobel Prize in Literature.

Though she has been publishing in her native South Korea since the early 1990s, the 53-year-old Han was virtually unknown to Western readers until the English translation of “The Vegetarian” in 2016. Her meteoric rise since attests to the outsize influence that individual translators can exert on the literary world and a burgeoning global interest in East Asian storytelling.

Deborah Smith, the British translator of “The Vegetarian,” decided to learn Korean in 2009 on a lark. Freshly graduated from college, she found herself floundering in the wake of the global financial crisis and thought that learning a language would be “useful and enjoyable.” She chose Korean specifically because there was “barely anything available in English ... so the work had to be out there.”


A few years later, Smith encountered Han’s writing while pursuing a PhD in Korean literature. She won over an editor with her sample translation of “The Vegetarian,” which had been released in Korea in 2007. The book, Han’s first to appear in English, was published by Portobello Books in 2015 and received the International Booker Prize the following year.

Since then, three more of Han’s novels have appeared in English: “Human Acts” (2016), “The White Book” (2017) and “Greek Lessons” (2023), all of them translated by Smith, the last in partnership with Emily Yae Won. A fourth — “We Do Not Part,” translated by Yae Won and Paige Aniyah Morris — is scheduled to be released in January 2025.

“The Vegetarian” has now been translated into more than 30 languages. The author acknowledged that the dramatic increase in translated literature from Korea in recent years may be partially tied to her high-profile Booker win, but is also connected to the country’s soft power cachet in the film and music industries.

Smith founded Tilted Axis Press in 2015, a translation-focused publishing house that has put out works such as “Tokyo Ueno Station” by Yu Miri (translated by Morgan Giles), winner of the 2020 National Book Award, and “Love in the Big City” by Sang Young Park (translated by Anton Hur), an English-language debut that was longlisted for the 2022 International Booker Prize.

A person examines a stack of Han Kang's novels in English at a book store in Seoul. Translations of Han into English and other languages paved the way for her consideration by the Nobel Committee for Literature.

The impact of these titles, among others, demonstrates that literary translators are not simply advocates of individual authors and facilitators of cultural flow, but have the potential to be outright tastemakers for a worldwide literary audience.

For better or worse, the prevalence of English as a global lingua franca means that anglophone translators wield more power than their compatriots. Years before Smith’s translation drew worldwide attention, the Japanese edition of “The Vegetarian” by Kim Hoon-ah had been published as “Saishoku Shugisha,” in 2011. Kim had majored in Japanese literature at university and was motivated to translate from Korean to Japanese, in particular, when she discovered the lopsided nature of the literary flow between the two countries.

Han’s other essays, poetry and fiction appear in Japanese translations by Ayako Furukawa, Shunsaku Ide and Mariko Saito. Meanwhile, more than a dozen translations of “The Vegetarian” appeared following Han’s global debut via the International Booker Prize.

Han’s Nobel win marks the first time a Korean-language author has received this top accolade. She is only the fifth author (and first woman) from East Asia to be recognized, after Yasunari Kawabata and Kenzaburo Oe broke ground in the 20th century, followed by Chinese writers Gao Xingjian and Mo Yan.


As recently as Tuesday, Han had been given 33-to-1 odds on winning the Nobel Prize by a prominent U.K. betting outlet. Rumors were flying that Can Xue, an avant-garde Chinese writer whose sensibilities have been described as Kafkaesque, would clinch the prize.


Besides the Nobel, major industry accolades like the U.K.-based International Booker Prize and the United States’ National Book Award for Translated Literature also have a record of spotlighting East Asian authors in translation — including Bora Chung (translated by Anton Hur), Ge Fei (translated by Canaan Morse), Yoko Tawada (translated by Margaret Mitsutani) and Yang Shuang-zi (translated by Lin King) — on their shortlists.


These nominations and awards may represent a peak in a writer’s career, but one must not lose sight of the fact that Western institutions and judging committees would have no access to these literatures at all were it not for the painstaking effort of translators and the publishing houses that make space for them. The abysmal statistic of 3% — the proportion of new translations published annually in the anglophone sphere, an already tiny number that gets further parceled out across all languages and comes with a heavy European bias — means that every title is a leap of faith.


“The challenging task for any translator is to navigate through this dark tunnel of loss,” Han ruminated in a 2023 interview with the Booker Prize Foundation, regarding the impossibility of finding perfect commensurability between languages. But only by moving through this tunnel can one find communion, on the other side, with readers who would never be able to undertake the journey themselves.



Σάββατο 12 Οκτωβρίου 2024

Ο Θεοφάνης Παναγιωτόπουλος γράφει για το Ελσίνκι


Fractal  18/0624


«Ένα βιβλίο για την επίπλαστη ελευθερία μας, τις κοινωνικές αδικίες, τους προσωπικούς και συνεχείς αγώνες»

Γράφει ο Θεοφάνης Λ.Παναγιωτόπουλος // *

 

Ένα ανοιξιάτικο απόγευμα στο Παγκράτι ο συγγραφέας Θεόδωρος Γρηγοριάδης παρουσίασε το νέο του μυθιστόρημα με τίτλο: Ελσίνκι – το οποίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη.


Οι πρωταγωνιστές του βιβλίου είναι δύο άνδρες. Ένας Έλληνας συγγραφέας κι ένας Κούρδος πρόσφυγας. Μια συνάντηση καθοριστικής και ζωτικής σημασίας. Το μέλλον ακαθόριστο το παρελθόν τους κοινό. Η μνήμη θα τρέχει ανάμεσα τους από εδώ και στο εξής.


‘’Από εκεί κατέβαινε ο Αβίρ. Στον φωτισμένο δρόμο διέκρινα μια ψηλόλιγνη φιγούρα, ένα περπάτημα προδοτικό, που μ’ έκανε να σταματήσω και να τον ρωτήσω πού πήγαινε. Μιλούσε καλά ελληνικά. Πήγαινε σε ένα ίντερνετ καφέ στο κέντρο. Στα σκοτεινά, μου φάνηκε ήρεμος, τα μάτια γυάλιζαν υγρά. Τον ζύγισα με το ένστικτο. Να τον έβαζα μέσα στο αυτοκίνητο; Τελικά πρότεινα να τον κατεβάσω εγώ στην Ομόνοια. Μπήκε πρόθυμα, σπρώχνοντας πίσω το κάθισμα του συνοδηγού για να χωρέσει. Έβαλα χαμηλή μουσική. Μιλούσαμε γενικά και αόριστα, “μη σε ξέρω από κάπου;”. Τον χάιδεψα απαλά και ενέδωσε, τραβώντας το σώμα του παραπίσω. Έδειχνε πανέτοιμος’’.


Ο Αβίρ αφήνει την πατρίδα του, την πόλη Καλάρ η οποία βρίσκεται στην περιοχή του Κουρδιστάν στο Ιράκ. Φεύγει μακριά από τον πόλεμο που μαίνεται στη Μέση Ανατολή. Πρώτος σταθμός το Ελληνικό κράτος και ο Αντώνης, η φωτεινή αχτίδα στο άγνωστο. Δεύτερος σταθμό το Τουρκού της Φιλανδίας όπου αγωνίζεται με εμπόδιο την ατελείωτη γραφειοκρατία για νομιμοποιήσει την παραμονή του, εκεί θα γνωριστεί με μια γυναίκα. Αυτή εδώ μοιάζει μια σκοτεινή γραμμή στο άγνωστο. Έπειτα από μερικά χρόνια θα γίνει πολίτης της Φιλανδίας και θα παντρευτεί με τη συμπατριώτισσα του, Εβίν με την οποία θα αποκτήσει παιδιά. Η Εβίν είναι μια μετέωρη αχτίδα στη ζωή του.


Με ιδιαίτερη οικονομία λέξεων και ένα συνεχές παιχνίδι παρόντος – παρελθόντος ο συγγραφέας Θ.Γ. καταφέρνει να κρατήσει τον αναγνώστη με κομμένη την ανάσα ως το τέλος. Η γραφή του ρεαλιστική, σκληρή και συγχρόνως με σπαράγματα ρομαντισμού και ποιητικότητας. Ένα βιβλίο για την επίπλαστη ελευθερία μας, τις κοινωνικές αδικίες, τους προσωπικούς και συνεχείς αγώνες που καλείται ο σημερινός άνθρωπος να δίνει κάθε μέρα για υπερασπιστεί τα δικαιώματα του. Ένα βιβλίο με φόντο την Ελληνική κοινωνία που πασχίζει μέσα από τις αγκυλώσεις του παρελθόντος να γίνει σύγχρονη και δίκαιη με ίσα δικαιώματα και ελευθερίες προς τους πολίτες της.



*O Θεοφάνης Λ.Παναγιωτόπουλος είναι Συγγραφέας, Θεολόγος, Ραδιοφωνικός Παραγωγός & Αρθρογράφος


  


Μια συζήτηση του Κώστα Αγοραστού με τον Θεόδωρο Γρηγοριάδη με αφορμή το «Ελσίνκι»

Συνέντευξη στον Κώστα Αγοραστό  Bookpress 19/07/24 Ο Θεόδωρος Γρηγοριάδης είναι ένας τολμηρός και ταυτόχρονα χαμηλών τόνων συγγραφέας. Μέχρι...