Πέμπτη 18 Μαΐου 2023

Henry D. Thoreau «Walden ή Η ζωή στο δάσος»

Mετάφραση: Βασίλης Αθανασιάδης, εκδόσεις Κέδρος, 2007



Γράφει ο Θεόδωρος Γρηγοριάδης 


Θέλοντας να ενταχθεί στο περιβάλλον και στην αρμονία της φύσης, ο νεαρός Χένρι Ντέιβιντ Θορώ έχτισε, στα μέσα του 19ου αιώνα στις όχθες της λίμνης Ουόλντεν, μια ξύλινη καλύβα που δεν κλείδωνε ποτέ. Να επενδύσουμε στην αγαθότητα, στη λιτότητα μα πάνω απ’ όλα στην ανιδιοτελή συνδιαλλαγή με τον γείτονα, τον ξένο και τον περαστικό, έγραφε. Αποτέλεσμα του «πειράματος Ουόλντεν» ήταν το θεμελιακό κείμενο της παγκόσμιας σκέψης «Walden, ή Η ζωή στο δάσος», ένα ποιητικό, κείμενο, μανιφέστο ήθους, προδρομικό της οικολογίας και των βιβλίων αυτοβοήθειας!

Ο Χένρι Ντέιβιντ Θορώ γεννήθηκε το 1817 στο Κόνκορντ της Μασαχουσέτης και σπούδασε στο Χάρβαρντ. Καλός σπουδαστής και καλός δάσκαλος στη συνέχεια γνώρισε τον Ραλφ Γουόλντο Έμερσον που είχε εγκατασταθεί στο Κόνκορντ. Ο Θορώ μετακόμισε στο σπίτι του Έμερσον και μαζί υπήρξαν οι βασικότεροι εκπρόσωποι του Υπερβατισμού, που ξεκίνησε στην Ευρώπη ως φιλοσοφικό κίνημα και στην Αμερική πήρε τα χαρακτηριστικά κοινωνικού κινήματος. Οι υπερβατιστές πίστευαν στην υπεροχή της βαθιάς γνώσης και της διορατικότητας έναντι του ορθολογισμού, στην έμφυτη καλοσύνη του ανθρώπου, στη μοναδική ένωση όλων των δημιουργημάτων με το Θείο και τη Φύση. Απομονωμένος στη φύση ο άνθρωπος μπορεί να βιώσει τη μοναδική εμπειρία. Γι’ αυτό εκεί, στη Νέα Αγγλία, στα κτήματα του Έμερσον, το 1845 ο Θορώ πήρε μια μικρή έκταση δίπλα στη λίμνη Ουόλντεν και έχτισε την καλύβα του καλλιεργώντας τη γη. Έζησε μόνος δύο χρόνια μέσα στη φύση, εφαρμόζοντας απόλυτα τις ιδέες που τον εκπροσωπούσαν.

Όσο ζούσε στο δάσος ο Θορώ περισσότερο απορροφήθηκε στη δράση και την παρατήρηση παρά στην καταγραφή. Κρατούσε λεπτομερείς σημειώσεις για κάθε μορφή ενόργανης και ανόργανης ζωής που παρατηρούσε με τη διεισδυτική ματιά του. Το βιβλίο εκδόθηκε το 1854, μια δεκαετία μετά, δουλεμένο πολλές φορές. Η δομή και το ύφος του δεν είναι καθόλου τυχαία, αφού κάθε δοκίμιο αντιστοιχεί σε μια ξεχωριστή θεματική ενότητα και όλα μαζί ακολουθούν το βιολογικό ρολόι της φύσης και τον κύκλο των εποχών γύρω από τη λίμνη Ουόλντεν.


Η αρμονία της φύσης εφαρμοσμένη στον άνθρωπο

Αρχίζοντας με το κεφάλαιο «Οικονομία», ο Θορώ καταδικάζει τη ζωή μας ως ψυχαναγκαστική, μας συμβουλεύει να μην αρκούμαστε σε έναν αποκλειστικό τρόπο ζωής, επισημαίνει τη χρεοκοπία και την άρνηση κάθε ευθύνης στις αστικές κοινωνίες. Μας προτρέπει να επενδύσουμε στα σπίτια με ομορφιά, στα σημεία όπου ερχόμαστε σε επαφή με τη ζωή, να απαλλαγούμε από τα περιττά είδη που εμποδίζουν ακόμη και την κίνηση μέσα στα σπίτια μας. Τα λαξευμένα μνημεία είναι οι ταφόπλακες του έθνους αποφαίνεται ο ελεύθερος και ανατρεπτικός Θορώ. Επιθυμεί έναν κόσμο με διαφορετικούς ανθρώπους και κατηγορεί τους φιλάνθρωπους που δεν αντιστρέφουν τα ποσοστά της φιλανθρωπίας υπέρ των φτωχότερων. Δίνει πρακτικές λύσεις μέσα από την προσωπική του εμπειρία για λιτή ένδυση και λιτή διατροφή που να προέρχεται εξ ολοκλήρου από την προσωπική καλλιέργεια ή την ανταλλαγή προϊόντων, αφού η καλλιέργεια της γης κάποτε αποτελούσε τέχνη ιερή. «Οι άνθρωποι χτίζουν την καθημερινή, μονότονη ζωή τους πάνω σε θεμέλια ψευδαισθήσεων».

Οι αναφορές και οι παραπομπές του βιβλίου ανάγονται στις μεγάλες ανατολικές θρησκείες, στον Ινδουισμό, στον Κομφούκιο, στους Πέρσες ποιητές και στην Ιλιάδα. Αυτός ο τολμηρός σκεπτικιστής προτείνει να υπακούσουμε στους ανώτερους νόμους, ειδικά της φύσης, γιατί η φύση δίνει περίγραμμα στα αντικείμενα και τη ζωή μας και η αρμονία της πρέπει να εφαρμοστεί στον άνθρωπο. «Κάθε μέρα θα έπρεπε να γυρίζουμε σπίτι μας από μακριά, από περιπέτειες και κινδύνους και νέες ανακαλύψεις, με νέες εμπειρίες και νέο χαρακτήρα». Έμφαση στο διάβασμα, στα κλασικά κείμενα, «στα μόνα μαντεία που δεν έχουν παρακμάσει και μέσα τους υπάρχουν απαντήσεις ακόμα και για τα πιο σύγχρονα ερωτήματα».

Το Ουόλντεν είναι ένα πολλαπλά σημαντικό βιβλίο. Μιλάει για τη φύση και την προσαρμογή του ανθρώπου στους οργανικούς νόμους που την διέπουν. Εμπεριέχει τη φιλοσοφία του υπερβατισμού με κάθε είδους προεκτάσεις στον μικρόκοσμο, την καθημερινή επιβίωση, τη χειρωνακτική εργασία. Ασκεί κοινωνική κριτική και διαβάζεται ως σάτιρα, αφού περισσότερο αποδομεί τον κόσμο από τον οποίο αποσύρθηκε ο Θορώ παρά τον επανασυγκροτεί. Κριτικάρει τον αιώνα της εκμετάλλευσης των ανθρώπων, της ανθρώπινης δουλείας, της πολιτικής διαφθοράς, της αποξένωσης από το φυσικό περιβάλλον. Αποτελεί μια αυτοβιογραφική κατάθεση των νεανικών χρόνων του Θορώ, επεξηγώντας τους λόγους για τους οποίους επέλεξε να ζήσει μέσα στα δάση, πώς προσαρμόστηκε και πώς εμπλουτίστηκε πνευματικά από αυτή την εμπειρία. Πάνω απ’ όλα, όμως, το «Walden ή Η ζωή στο δάσος» είναι ένα καλλιτεχνικό επίτευγμα, μια ποιητική πρόζα σε μορφή δοκιμίων που τέρπουν, διδάσκουν και σίγουρα ωφελούν ακόμη και τον πιο αδιάφορο αναγνώστη. 


 Είναι εφαρμόσιμες οι ιδέες του Θορώ;

Σε μια άλλη καθοριστική φάση της ζωής του ο Θορώ αρνήθηκε να πληρώνει για έξι χρόνια τον κεφαλικό φόρο που του αντιστοιχούσε στην Μασαχουσέτη ως διαμαρτυρία για τον πόλεμο κατά του Μεξικού και τον θεσμό της δουλείας. Βρέθηκε μια νύχτα στη φυλακή, την πιο διάσημη νύχτα της αμφισβήτησης, και βγήκε γιατί πλήρωσαν οι φίλοι του. Έτσι προέκυψε το δοκίμιο «Πολιτική ανυπακοή»[1] (1849) ένα σπουδαίο μανιφέστο που αν και δεν προκάλεσε μεγάλη συζήτηση τότε, πενήντα χρόνια μετά, θαυμαστές του υπήρξαν ο Τολστόι, ο Γκάντι, ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ και οι ιδέες του ενέπνευσαν κινήματα στη Νότια Αφρική, στην Ινδία, αντιστασιακά κινήματα, οικολογικές και ειρηνιστικές οργανώσεις. Αρχίζει ως εξής: «Δέχομαι ένθερμα το απόφθεγμα “Η καλύτερη κυβέρνηση είναι αυτή που κυβερνά ελάχιστα” και θα ήθελα να το δω να εφαρμόζεται πιο γρήγορα και συστηματικά. Εάν αυτό συμβεί, τότε θα έχουμε καταλήξει σε κάτι που επίσης πιστεύω: “Η καλύτερη κυβέρνηση είναι αυτή που δεν κυβερνά καθόλου”· κι όταν οι άνθρωποι θα είναι έτοιμοι, μια τέτοια κυβέρνηση θα έχουν».

Άραγε σήμερα είναι εφαρμόσιμες οι ιδέες του Θορώ όταν ζούμε μέσα στη διαρκή καταπάτηση της φύσης και του περιβάλλοντος; Όταν η γραφικότητα της καλύβας έχει δώσει τη θέση της σε εργοτάξια που εκμεταλλεύονται κάθε ανεξερεύνητη γωνιά του πλανήτη και όταν η «απομόνωση» είναι μια σχετική έννοια κάτω από την διαρκή παρακολούθηση από δορυφόρους και GPS; Και κατά πόσον η πολιτική ανυπακοή ενός «πρώιμου αναρχικού» μπορεί να προταχθεί στην εποχή της παγκοσμιοποίησης και των υποταγμένων καθεστώτων;


Σημείωση

1. Χένρι Ντέιβιντ Θορώ, «Πολιτική ανυπακοή», Πατάκης 2020, μτφ. Γιώργος Λαμπράκος


ΕΠΟΧΗ, εποχή των βιβλίων, Απρίλιος 2023


 


Τετάρτη 19 Απριλίου 2023

Η φωνή του συγγραφέα και το φύλο της αφήγησης στο "Τρίτο στεφάνι"



«Τίνος φωνή είναι Αυτή;» 

(Η φωνή του συγγραφέα και  το φύλο της αφήγησης στο Τρίτο Στεφάνι)



Είναι ίσως το μοναδικό κείμενο στην ελληνική λογοτεχνία του 20ου αιώνα που εξ αρχής δήλωσε την ετερότητά του και μάλιστα τόσο προκλητικό. Που θέτει ζητήματα γένους του αφηγητή σε σχέση με τη φωνή του συγγραφέα.

Στις απαρχές του ευρωπαϊκού μυθιστορήματος οι άντρες γράφουν σε πρώτο γυναικείο πρόσωπο για να αποδείξουν την δεξιοτεχνία τους αλλά και την εμπάθειά τους για την γυναίκα, ενώ την ίδια εποχή οι γυναίκες γράφουν με ανδρικό ψευδώνυμο για να κατοχυρωθούν επαγγελματικά στον χώρο. 

Όμως το 1922 ο Τζόις, τον Οδυσσέα, πειραματίζετει  με την χρήση του γένους των αφηγητών με αποκορύφωμα τον μονόλογο της Μόλυ, για να μην αναφερθούμε στο διάλογο μεταξύ του Dr Dixon και του Bloom όπου ο πρώτος αναγγέλλει την εγκυμοσύνη του Bloom αποκαλώντας τον «a finished example of the new womanly man...». 

  Στο δικό μας πεζογραφικό κανόνα το Τρίτο Στεφάνι είναι η πρώτη ολοκληρωμένη γυναικεία αφήγηση σε μυθιστόρημα.

 Στο Τρίτο Στεφάνι  υπάρχει μια μοναδική εμπλοκή του ανθρώπου -συγγραφέα-δημόσιο πρόσωπο και του συγγραφέα του μυθιστορήματος. Αν  δεν γνωρίζαμε κανένα στοιχείο της προσωπικής ζωής του συγγραφέα, τότε τι θα απόμενε; Θα έπρεπε η κριτική να αντιμετωπίσει με θαυμασμό το πόσο δεξιοτεχνικά ο συγγραφέας πασχίζει να υποδυθεί την γυναίκα-ηρωίδα του και μάλιστα τα καταφέρνει με την παρατηρητικότητα και τη διαίσθηση ενός προικισμένου πεζογράφου όπως έγραψε τότε ο κριτικός Βάσος Βαρίκας (1). 

Στην πρώτη αυτή κριτική ή μάλλον σε μία από τις πρώτες κριτικές είναι εντυπωσιακό ότι ο Βαρίκας δεν  παρατηρεί τίποτε το ιδιόμορφο στη σύλληψη ή στην δομή του μυθιστορήματος. Οι αφηγήτριες θεωρούνται αυτονόητες ηρωίδες και η διήγηση είναι απλά «σε πρώτο πρόσωπο». 

Η κάπως ψύχραιμη αυτή προσέγγιση  υποχωρεί στη δεκαετία του ’70. Έχει προηγηθεί η στρατιωτική δικτατορία, στην μεταπολίτευση υιοθετούνται καινούργιες λογοτεχνικές θεωρίες, ενώ η δημόσια στάση του συγγραφέα με την ταυτόχρονη εμπορική επιτυχία του μυθιστορήματος  δημιουργούν ένα διαφορετικό πλαίσιο αποδοχής και ερμηνείας του βιβλίου. 

  Ορισμένοι κριτικοί έχοντας υπόψη τις προσωπικές περιπλανήσεις του συγγραφέα καταφεύγουν στην παγίδα ή στην ευκολία να τον ερμηνεύσουν με όρους κουτσομπολίστικους. Ο Σαχίνης (2) -κατέγραψε την πρωτοπρόσωπη αφήγηση στις αδεξιότητες του κειμένου. 


Στο σημείο αυτό παρεμβάλλω μια σύντομη ανάγνωση:

«Και πάνω σ’ αυτόν τον οίστρο ο Γιωργάκης μεθυσμένος έγραφε πως έφυγε το βαπόρι και τον παράτησε μαζί με τον Επαμεινώντα στη Γένοβα, μόνο και έρημο και οικονομικά κατεστραμμένο. Δεν κάνανε, λέει, τίποτα κακό, μονάχα που αργήσανε λιγάκι, γιατί σαν άνθρωποι κι αυτοί ήπιανε λίγο να ξεχάσουν τους καημούς τους και νυχτωθήκανε μέσα στους δρόμους της Γένοβας, και μέσα στα σκοτάδια ο Επαμεινώντας ρίχτηκε σε έναν καθολικό παπά και άρχισε να του φωνάζει: «Ψιστ! Ψίστ!» γιατί τον πήρε πως ήτανε γυναίκα, όμως ο κόσμος τον παρεξήγησε και τον πιάσανε και τον βάλαν μέσα τον Επαμεινώντα, όμως ο πρόξενος της Ελλάδας έλαχε να είναι συμπατριώτης του Γιωργάκη απ’ το κρατητήριο, και σε λίγες μέρες θα τους μπαρκάρει για την Πόλη για να γιορτάσουνε τους αρραβώνες, αν η Λωξάντρα τον δέχεται για γαμπρό. Και πριν κλείσει το γράμμα, ορκίζεται πως πιοτό στο στόμα του πια δεν πρόκειται να βάλει» (3).

Η Μαρία Ιορδανίδου, στην οποία ανήκει το παραπάνω απόσπασμα, έγραψε την  Λωξάντρα το 1963 ένα χρόνο μετά το Τρίτο στεφάνι. Φαντάζομαι πως ο Ταχτσής δεν αντάλλαξε χειρόγραφα με την 65χρονη τότε συγγραφέα,  αν και ο ίδιος θα λάτρευε την παραπάνω σκηνή. Κανείς δεν θα αποκαλέσει την Ιορδανίδου μισ «γυναικούλα της αυλής», είναι μια γιαγιά παραμυθατζού, μια «χυμώδης Λωξάντρα», όπως   λέει και η Λίζυ Τσιριμώκου (4) εντοπίζοντας μια υψηλής στάθμης αστική ηθογραφία.  

  Εκεί που έπρεπε να  επαινεθεί ο Ταχτσής,  ακριβώς εκεί επικρίθηκε. Στην καλύτερη περίπτωση θα μπορούσαν να εκληφθούν τις αφηγήτριές του ως ένα τύπο «αναξιόπιστου και αθυρόστομου αφηγητή» και όχι να περιμένουν να  υπηρετεί πιστά την εποχή  και την ιστορία  σε μια γραμμική αφήγηση.   

Όμως ο αντροκεντρικός χαρακτήρας των συγγραφέων της γενιάς του’30 δεν είχε βρει ακόμη γυναικείο αντίπαλο. Και πολλές γυναίκες θα ύψωναν αργότερα τη δική τους φωνή, βλ. Μάρω Δούκα.

Ο Ταχτσής άνοιγε μέτωπο απ’ τη μεριά των γυναικών.    Ακροβατούσε επικίνδυνα ανάμεσα στα δύο φύλα θέτοντας ζητήματα ταυτότητας και ορίων. Να γιατί το Τρίτο στεφάνι στην περίοδο της χούντας χαρακτηρίστηκε έργο ενός «κίναιδου», στην μεταπολίτευση «γυναικίστικο», ενώ τα τελευταία χρόνια με την διεύρυνση των θεωρητικών σπουδών στο λογοτεχνικό πεδίο-βλέπε φεμινισμός, gay and lesbian studies, gender narrative αλλά και της γενικότερης trans-culture- φαντάζει διαφορετικό.  

 Ο Δημήτρης Τζιόβας στο βιβλίο του Το Παλίμψηστο της ελληνικής αφήγησης συμφωνεί με τον Peter Mackridge (5)  ότι πράγματι ο συγγραφέας Ταχτσής μας παρουσιάζει μέσα από τα κείμενά του «έναν Πρωτεϊκό εαυτό υιοθετώντας τη στάση και το λόγο προσώπων που ανήκουν  στο άλλο φύλο ή έχουν διαφορετικές σεξουαλικές προτιμήσεις. Υποδυόμενος το ρόλο ενός αφηγηματικού τραβεστί στη θέση μιας συμβατικής αυτοβιογραφικής προοπτικής, ο Ταχτσής φιλτράρει  τις ιστορίες του μέσα από γυναικεία αφηγηματικά πρόσωπα». Δεν είναι τυχαίο ότι το κείμενο του Mackridge δημοσιεύτηκε στην European Gay Review, ενώ απόσπασμα της αγγλικής μετάφρασης συμπεριλήφθηκε στην παγκόσμια ανθολογία gay λογοτεχνίας του Penguin το 1995, η γνωστή σκηνή στην ταράτσα. Είναι η εποχή όπου το gay δεν έχει ακόμη προσπεραστεί από το queer.

Πολλές οι διακειμενικές αναφορές του κειμένου, η μεταμοντέρνα δομή του, η αυτοαναφορικότητα, οι παλινδρομήσεις και αλληλοδιεισδύσεις της αφήγησης, το ιστορικό πλαίσιο κάθε εποχής πόσο απλά πλαισιώνει την αφήγηση χωρίς να επιβάλλεται.

Το κωμικό στοιχείο-σαρκαστικό και διονυσιακό μαζί-είναι έκδηλο παντού αγγίζοντας τα όρια του αριστοφανικού λόγου.

Τι είναι λοιπόν το Τρίτο στεφάνι; Ποιος μιλάει; Ποιος υποδύεται ποια; Τίνος φωνή είναι αυτή; Τι είναι εκείνο που  υποδηλώνει την θηλυκότητα της αφήγησης; Και τι είναι εκείνο που  εξοργίζει και σκανδαλίζει ακόμη; 

Κάπου εδώ νομίζω ότι πρέπει να ξεχωρίσουμε την τρισυπόστατη συγγραφική προσωπικότητα του Κώστα Ταχτσή. Όπως κάθε  δημιουργός υιοθετεί για όλο του το έργο έναν ορισμένο τύπο συγγραφέα ή διαφορετικούς τύπους ανάλογα με κάθε έργο, έτσι και στην πολυσχιδή προσωπικότητα του Ταχτσή ξεπήδησαν τρεις περσόνες. 

Έχουμε τον ομοφυλόφιλο και αμφισεξουαλικό διηγηματογράφο που ανατρέχει  στα χρόνια της παιδικής και εφηβικής ανάπλασης αναζητώντας τους λόγους που θα τον οδηγήσουν στην ερωτική του «ανορθοδοξία», έχουμε τον παρενδυτικό άνθρωπο Ταχτσή, όπως παρουσιάζεται μέσα από τις προσωπικές εξομολογήσεις του στο Φοβερό Βήμα, σε επιστολές και υπαινικτικές φράσεις στο σύνολο του έργου του, και τέλος τον έμπειρο μυθιστοριογράφο που έγραψε το Τρίτο στεφάνι.  

Τον άνθρωπο που ντύθηκε με άσπρη μπλούζα γιατρού για να μπορέσει να δει στην εντατική τον Σεφέρη, τον  ταξιδιώτη που  τριγύριζε στο Λονδίνο στη γειτονιά της παρέας του Μπλούμζμπερυ (κοιτάξτε την καθόλου τυχαία του αναφορά στον Φόρστερ, στον Στράτσυ και στην Βιρτζίνια Γουλφ), (6) τον δοκιμιογράφο που με «Το προσωπείο του δοκιμιογράφου» στο ομώνυμο κείμενο κάνει αναφορά στον Ζενέ ότι παίζει με τους ανθρώπους σαν να είναι τραπουλόχαρτα:  «Αυτός κι άλλοι, Γάλλοι και μη, έχοντας μάθει όλα τα παλιά ταχυδακτυλουργικά κόλπα, σου δείχνουν μια ντάμα που ενώ τη βλέπεις και την αγγίζεις και την περνάς γι’ αληθινή, δεν είναι. Κι όταν σταματήσεις το παιγνίδι και σβήσει η μαγεία και ξυπνήσεις, λες: ας το καλό! Τόση ώρα μ’ είχε υπνωτίσει αυτός ο παλιάνθρωπος ο συγγραφέας, μιλούσε ο ίδιος κι εγώ τον πέρασα για γυναίκα ενώ δεν είναι παρά ένα τραπουλόχαρτο...Περιττό να πω ότι σ’ αυτό το είδος του μυθιστορήματος-ή του θεάτρου, ιδίως του θεάτρου-αυτό που προέχει και που επίσης απαιτεί διαμορφωμένη εθνική ή προσωπική γλώσσα, είναι ο τόνος».

Αυτός είναι ο άνθρωπος που έγραψε το Τρίτο στεφάνι. Βαθιά μορφωμένος, ευρωπαϊστής, γνώστης του μυθιστορήματος, επέβαλε την πιο αναγνωρίσιμη λογοτεχνική φωνή.

  Τίνος λοιπόν φωνή είναι αυτή και πού κρύβεται ο συγγραφέας. Είναι το τρισυπόσαστο που αναφέραμε, είναι ο Τζέκιλ και ο Χάιντ ή ο ανδρόγυς καθώς έλεγε και η Βιρτζίνια Γουλφ που κουβαλάει κάθε άνθρωπος και δη καλλιτέχνης; 

Είναι ο διανοούμενος που χρησιμοποιεί την γυναικεία αμφίεση σε συνδυασμό με το διονυσιακό και ανατρεπτικό καρναβαλικό στοιχείο; 

Το  Τρίτο στεφάνι δημιούργησε μια αληθινή κρίση σαν κι εκείνες που ξεσπάνε όταν διακυβεύονται ζητήματα ερωτικής απόκλισης, επαναπροσδιορισμού   ρόλων και ταυτοτήτων.   Το Τρίτο στεφάνι είναι η αγωνία και η κρίση της νεοελληνικής ταυτότητας. Είναι queer, bizzare, camp και ταυτόχροναγραμμένο σε μια υπέροχη ακατάστατη γλώσσα που κουβαλάει όλες τις εκφορές της ελληνικής γλώσσας.

Η φωνή του συγγραφέα γίνεται φωνή της μεταπολεμικής Ελλάδας. Η απελπισία, ο σαρκασμός και η ζωντάνια της Νίνας και της Εκάβης στοιχειώνουν ως  συμβολικές φιγούρες του νεότερου ελληνισμού. O  χειμαρρώδης  λόγος τους με το πέρασμα των χρόνων γίνεται νεοελληνικό ιδίωμα και θα βρει αντηχεία στην νεότερη ελληνική επιθεώρηση και στην τηλεόραση. Όμως το Τρίτο στεφάνι διαβάζεται από μέσα, δεν φωνάζεται προς τα έξω, αλλιώς το ταχτσικό  εκφώνημα μετατρέπεται σε ξεφώνημα. Οι γυναίκες που ουρλιάζουν στις τηλεοπτικές σειρές είναι οι κακόφωνες  τραβεστί εκδοχές της  Νίνας και της Εκάβης.  

 Ο  Κώστας Ταχτσής, αφού τροφοδότησε το σύστημα που τον εξόργιζε με νεοελληνικούς  χαρακτήρες  φρόντισε να δολοφονήσει  τον συγγραφέα ώστε να  παραμένει προκλητική   και θανάσιμη κάθε  ταύτιση μαζί του.

Ό, τι απομένει πια από το Τρίτο στεφάνι είναι η αδυναμία μας να βάλουμε ένα τέταρτο στο κεφάλι μας, γιατί μας το απαγορεύουν οι θεσμοί και οι κανόνες του ίδιου του μυθιστορήματος. 

 

Θεόδωρος Γρηγοριάδης

Διαβάστηκε στο:

Συμπόσιο της Πανελλήνιας Πολιτιστικής Κίνησης με θέμα:

«Ο Άλλος στην ελληνική λογοτεχνία του 20ου αιώνα» 

Σάββατο 2-12-2000, Πολιτιστικό Κέντρο Δήμου Αθηναίων



Σημειώσεις:


1 Συγγραφείς και κείμενα Α΄ 1961-1965, Ερμής 1975

2 Μεσοπολεμικοί και μεταπολεμικοί πεζογράφοι, εκδ. Κωνσταντινίδη, θεσσαλονίκη 1979

3 Μαρίας Ιορδανίδου Λωξάντρα, Εστία, σελ. 142


4 Λίζυ Τσιριμώκου, Μυθολόγηση της Ιθαγένειας στα δοκίμια Εσωτερική Ταχύτητα, Άγρα 2000

5 Peter Mackridge, «The Protean Self of Costas Taktsis», The European Gay Review, τομ.6-7, 1991

6 Μια μικρή χριστουγεννιάτικη ιστορία, Η γιαγιά μου η Αθήνα, Ερμής 1990
































Τρίτη 11 Απριλίου 2023

Τσέζαρε Παβέζε «Το φεγγάρι και οι φωτιές»




Μετάφραση: Άννα Παπασταύρου, εκδόσεις Μεταίχμιο, 2021

«Πού γεννήθηκα δεν ξέρω· δεν υπάρχει σε τούτα τα μέρη ούτε ένα σπίτι ούτε ένα κομμάτι γης ούτε οστά, για να μπορώ να πω: “Ορίστε, να τι ήμουν προτού γεννηθώ”». Αυτά αναφέρει στις πρώτες αράδες του μυθιστορήματος ο σαραντάχρονος αφηγητής δίνοντας το στίγμα όσων θα ακολουθήσουν. Έχει γυρίσει στον τόπο του από την Αμερική όπου δούλεψε αρκετά χρόνια («ο κόσμος εκείνος ήταν μπάσταρδος, όλοι τους») κι αναζητεί τα ίχνη της εφηβείας του, να επανασυνδεθεί με τα αλλοτινά κομμάτια του εαυτού του.

Ο τόπος του είναι η βόρεια Ιταλία, η κοιλάδα του Μπέλμπο, τα χωριά, οι λόφοι κι οι απόκρημνες πλαγιές, τα αμπέλια, οι φλαμουριές. Γνωρίζει ότι είναι ένας μπάσταρδος και ότι τον είχε υιοθετήσει μια πολύ φτωχική οικογένεια ίσα για να κοιμάται στον αχυρώνα και να τους βοηθάει στις δουλειές. Θα περάσει την εφηβεία του με απίστευτες στερήσεις. Όταν μάλιστα θα τον πάρουν υπηρέτη σε μια πιο εύπορη οικογένεια, εκεί θα αρχίσει να συνειδητοποιεί την τεράστια κοινωνική ανισότητα, όταν δεν θα έχει να φορέσει παρά μόνον τα χειμωνιάτικα τσόκαρα ή όταν θα αναγνωρίζει από τα χέρια την καταγωγή των άλλων. Θα τον αποκαλούν «Χέλι» γιατί είναι λεπτός και γιατί ταυτίζεται με τη συμπεριφορά του χελιού, ξεγλιστρώντας και επιβιώνοντας.

Η επιστροφή του αντί να γεφυρώνει τις όχθες του ποταμού, που άφησε πίσω του, τις βαθαίνει. «Ερχόμουν από πάρα πολύ μακριά. Δεν ανήκα πια σ’ εκείνο το σπίτι, δεν ήμουν πια όπως ο Τσίντο. Ο κόσμος με είχε αλλάξει». Οι περισσότεροι άνθρωποι που γνώριζε δεν υπάρχουν πια. Μεσολάβησε η γερμανική κατοχή, η αντίσταση, το κυνήγι των παρτιζάνων, το φευγιό στις πόλεις. Θα συναντήσει μόνον τον Νούτο, τον παιδικό του φίλο, που είναι μαραγκός και παίζει κλαρίνο στα τοπικά πανηγύρια. Ο σαραντάρης Νούτο, πρώην αντάρτης, με τη μαρξιστική αντίληψη, θα είναι ο συνομιλητής του και ένας πολύ σημαντικός χαρακτήρας της ιστορίας αυτής. Όσα σημαντικά μαθαίνει το Χέλι ξεστομίζονται από τον Νούτο, με αποκορύφωμα μια δραματική διήγηση που αφορά την Σάντα, τη ζωηρή κοπέλα των παιδικών τους χρόνων, που κατηγορήθηκε ως συνεργάτιδα των Γερμανών.

Οσμές γήινες και ανθρώπινες

Οι περιγραφές του τόπου και της φύσης ανάγονται σε εκείνες που άφησε το Χέλι πίσω του. Πολλά πράγματα δεν θα τα ξαναβρεί στη θέση τους. Όμως επανέρχονται οι οσμές, γήινες και ανθρώπινες, ευχάριστες και δυσάρεστες, διάχυτες στα αμπέλια, στα κτήματα, στις κάμαρες, στα πεζούλια. Δυσάρεστες όταν προέρχονται από θαμμένα πτώματα της κατοχής που ξαναβρίσκονται.

Ωστόσο δύο στοιχεία κυριαρχούν αλληγορικά και μοιραία: το φεγγάρι και οι φωτιές. Φωτιές που ευεργετούν τη γη αλλά και φωτιές εκδικητικές που καίνε σπίτια, αχυρώνες και ζωντανούς ανθρώπους. Όπου φωτιά αναγέννηση αλλά και στάχτες. Το φεγγάρι πάλι, η πανσέληνος, είναι σημάδια για το μπόλιασμα, για την κοπή των πεύκων, «έστηνα αυτί στο φεγγάρι», λέει το Χέλι.

Το ρήμα «θυμάμαι» επαναλαμβάνεται στην αφήγηση που γράφτηκε για να επαναπροσδιοριστεί το παρελθόν ενός ανθρώπου ο οποίος όμως δεν είναι παρά η σκιά εκείνου που έφυγε. Ο συνειρμικός λόγος διακόπτεται ξαφνικά, πασχίζει να ολοκληρωθεί και να προλάβει κάποια πράγματα πριν τα καταπιεί εντελώς η λησμονιά. Παρά τον λυρικό, συγκρατημένο, τόνο του κειμένου, είναι διάχυτη η μελαγχολία λες και προετοιμάζεται η δραματική έξοδος του αφηγητή αλλά του συγγραφέα του. Το Φεγγάρι και οι φωτιές γράφτηκε το φθινόπωρο του 1949, εκδόθηκε την άνοιξη του 1950, ενώ ο Παβέζε αυτοκτόνησε τον Ιούνιο της ίδιας χρονιάς, έχοντας μόλις βραβευτεί με το μεγαλύτερο βραβείο της ιταλικής λογοτεχνίας, το Strega.

Ανάμεσα σε κλασικούς

Φεύγοντας τόσο νωρίς ο Παβέζε άφησε πίσω του μυθιστορήματα, διηγήματα, ποιήματα και πολλές μεταφράσεις. Γεννήθηκε το 1908 στο Σάντο Στέφανο Μπέλμπο. Σπούδασε Κλασικές Φιλολογίες και πήρε πτυχίο με μια εργασία πάνω στον Ουόλτ Ουίτμαν. Του ανατέθηκαν πολλές μεταφράσεις (έφταναν τις δύο χιλιάδες σελίδες το χρόνο): του Χέρμαν Μέλβιλ (ο Moby-Dick παραμένει κορυφαία ιταλική μετάφραση), του Τζον Στάινμπεκ, του Γουίλιαμ Φόκνερ, του Ντάνιελ Ντεφόε, του Τζον Ντος- Πάσος, του Τσαρλς Ντίκενς. Στον εκδοτικό οίκο Einaudi διηύθυνε σειρές με ξένη λογοτεχνία και ιταλούς κλασικούς. Κάποιοι από τους συγγραφείς τον επηρέασαν στο ύφος του: ειδικά ο Στάινμπεκ με τον τραχύ ρεαλισμό και τις περιγραφές των εργατών και της σκληρής τους επιβίωσης. Και πώς να μην πάει ο νους μας στη νουβέλα του Φόκνερ «Ο αχυρώνας καίγεται», όταν ανάβουν φωτιές στους αχυρώνες του Παβέζε;

Οι επιρροές όμως δεν είναι καθόλου μιμητικές, περισσότερο στοχεύουν σε ένα απέριττο, νεορεαλιστικό «αγροτικό μυθιστόρημα» ταιριαστό με την ατμόσφαιρα της δικής του, μεταπολεμικής, εποχής μιας και «ο Φόκνερ αναγνωρίζεται από συγγραφείς που έρχονται από έντονα αγροτικές περιοχές, με αρχαϊκές πολιτισμικές δομές».[1] Το ανθρωπολογικό και εθνολογικό στοιχείο του μυθιστορήματος καταγράφει σε ένα άρθρο του ο Ίταλο Καλβίνο, συμπεριλαμβάνοντάς τον σε μια ανθολογία με τριάντα κλασικούς συγγραφείς.[2] Άλλωστε οι δυο τους ήταν φίλοι, απαραίτητοι ο ένας στον άλλον, και ο Καλβίνο παραδέχεται ότι χωρίς τον Παβέζε δεν θα ήταν αυτό που έγινε.




Ένας ήρωας, μοναχικός, απελπισμένος

Αντιφασίστας ο Παβέζε συνελήφθη το 1935, επειδή βρέθηκε στην κατοχή του μια επιστολή του Αλτιέρο Σπινέλι, που ήταν τότε πολιτικός κρατούμενος. Φυλακίστηκε και κατόπιν εξορίστηκε σε ένα χωριό της Νότιας Ιταλίας. Μετά τον πόλεμο έγινε μέλος του Κομουνιστικού Κόμματος και δούλεψε στην Unità. Το στοιχείο του εκτοπισμού τον επηρέασε και στο μυθιστόρημα που έχει πολλά κοινά στοιχεία ανάμεσα στον αφηγητή και τον συγγραφέα. Την αίσθηση της αποξένωσης και της εκτόπισης, την περιπλάνηση σε τοπία μιας αποκλεισμένης ύπαρξης, περιπλάνηση που θυμίζει τις ταινίες του Αντονιόνι ο οποίος το 1955 γύρισε τις Φίλες ταινία βασισμένη πάνω στο «Κοπέλες μόνες»[3] του συγγραφέα.


Ο Παβέζε, με το τελευταίο του μυθιστόρημα, αφήνει πίσω ένα ήρωα, μοναχικό, απελπισμένο, χωρίς ρίζες και ταυτότητα, ξένο μέσα στη χώρα του, προβλέποντας το επόμενο πεδίο μιας Ευρώπης και ενός κόσμου γεμάτου ανθρώπους ξένους προς τον εαυτό τους και τους άλλους και όπου, όπως το κατέγραψε ένα άλλος σπουδαίος ποιητής, «η αλήθεια βρίσκεται μες στα χέρια μας/ αλλά είναι άπιαστη και ξεγλιστρά σαν χέλι»[4].


Θεόδωρος Γρηγοριάδης, ΕΠΟΧΗ των βιβλίων, 5/Μαρτίου /2023

Σημειώσεις

1. Pascale Casanova, «Η παγκόσμια πολιτεία των γραμμάτων», Πατάκης 2011.

2. «Ο Παβέζε και οι ανθρωποθυσίες» (Ίταλο Καλβίνο, Γιατί να διαβάζουμε τους κλασικούς)

3. «Κοπέλες μόνες», μετ. Στρατής Τσίρκας, Κέδρος 2021

4. Eugenio Montale, «Άλλοι Στίχοι» (1980, μετ. Ευαγγελία Πολύμου) www.Ποιείν.gr


 

Πέμπτη 23 Μαρτίου 2023

Μέλπω Αξιώτη «Δύσκολες νύχτες»

Eπιμέλεια: Μάρω Δούκα, εκδόσεις Κέδρος, 2008



 Οι Δύσκολες Νύχτες, το 1937, έκαναν γνωστή την Μέλπω Αξιώτη που τιμήθηκε με το πρώτο βραβείο του Γυναικείου Συλλόγου Γραμμάτων και Τεχνών. Το πρώτο της μυθιστόρημα αγαπήθηκε και κατακρίθηκε εξ αρχής. Όπως έγραψε ο Αλέξανδρος Αργυρίου το 1976: «Είναι πάντως γεγονός ότι οι Δύσκολες νύχτες φυσιολογικά αιφνιδίαζαν τους αναγνώστες τους». Το ίδιο και σήμερα, κάθε φορά που ξαναδιαβάζουμε αυτό το σπουδαίο μυθιστόρημα, ξαφνιαζόμαστε θετικά.


Η Μέλπω Αξιώτη γεννήθηκε το 1905 στην Αθήνα αλλά έζησε τα παιδικά της χρόνια στην Μύκονο απ’ όπου καταγόταν ο παππούς της. Ο πατέρας της συγγραφέα, Γεώργιος, γεννήθηκε στη Μαριανούπολη και παντρεύτηκε την Αθηναία Καλλιόπη Βάβαρη, ένας γάμος που δεν κράτησε πολύ (η απουσία της μητέρας κυριαρχεί φανερά ή υπόγεια στο έργο της συγγραφέα). Φοίτησε στη Σχολή Ουρσουλινών Τήνου ως εσωτερική. Το 1925 παντρεύτηκε τον θεολόγο καθηγητή της Βασίλη Μάρκαρη, αλλά χώρισαν φιλικά το 1929. Τον επόμενο χρόνο ήρθε στη Αθήνα όμως δεν στέριωσε σε κανένα συγγενικό σπίτι. Έζησε μόνη σε πανσιόν ή σε νοικιασμένα δωμάτια.

Σαν πίνακες ζωγραφικής που πλαισιώνουν μικροϊστορίες

Το βιβλίο χωρίζεται σε τέσσερα κεφάλαια, το καθένα περιγράφει μια διαφορετική εποχή της ανώνυμης αφηγήτριας. Στο πρώτο μέρος περιγράφονται τα παιδικά της χρόνια στην Μύκονο, στο δεύτερο η εφηβεία της, εσώκλειστη στη Σχολή Ουρσουλινών Τήνου, στο τρίτο η ενηλικίωση και πάλι στο νησί της και στο τέταρτο, ερχόμενη στην Αθήνα, η κοινωνική και ερωτική της αφύπνιση. Όλα αυτά λέγονται συνειρμικά, κάπως ασύνδετα, αφού η μνήμη αναλαμβάνει να τα ανασυνθέσει μέσα από την αφήγηση. «Τάχατες με ποιο τρόπο μπορεί κανείς να θυμάται τον τόπο του; Με τον ασβέστη, τη μυρωδιά του καντηλιού στις εκκλησίες τ’ απόγεμα, τον κατηφέ, όπως τα λένε κείνα τα κόκκινα λουλουδάκια σαν βελούδο, και με τη φτώχεια. Ε; δεν είναι αλήθεια; πώς αλλιώτικα γνώρισε κανένας τον τόπο του... - θυμάσαι μήπως εσύ τίποτ’ άλλο;» Ταυτόχρονα με τις δικές της εμπειρίες παρακολουθεί τις αποσπασματικές ζωές άλλων κοριτσιών ή νέων γυναικών, μέσα από τις κοινές εμπειρίες που μοιράστηκε μαζί τους. Είναι η Ισμήνη, το Λενιώ, η θεία Διαλεχτή αλλά και αρκετές αντρικές φιγούρες, με βασικό τον πατέρα της στο νησί. Καθοριστικό επίσης στοιχείο είναι ο πόλεμος, η επιστράτευση, αυτοί που μένουν πίσω κι αυτοί που δεν επιστρέφουν αλλά και όσοι μεταναστεύουν και χάνονται.

Είναι πολλοί οι χαρακτήρες που εμφανίζονται στο βιβλίο, φτάνουν τους 110, άλλοι διαγράφονται αχνά, με ένα απλό πέρασμα, κι άλλοι έχουν ένα μεγαλύτερο ρόλο, ποτέ όμως πάνω από μια δυο σελίδες. Καθένας ωστόσο μιλάει τη γλώσσα του, το ιδίωμά του, ανάλογα με την καταγωγή και την κοινωνική του θέση. Δεν είναι μόνον τα πρόσωπα και οι λαλιές, είναι και οι συγκλονιστικές εικόνες, σαν πίνακες ζωγραφικής που πλαισιώνουν τις μικροϊστορίες. Η εκδρομή με τον πατέρα της, στο μακρινό κτήμα, αναδείχνει τη συνείδηση του κόσμου σαν ολότητα, μέσα από μια καθάρια ποιητική ματιά. Μια άλλη εκδρομή στην θάλασσα, θυμίζει σελίδα από το μυθιστόρημα της Βιρτζίνια Γουλφ «Στο φάρο».

«Λοιπόν κι εμείς τον πήραμε όλοι μαζί η οικογένεια, και τον φέραμε στην ακρογιαλιά. Απάνω της οι πατημασιές πλήθαιναν, αλλού βαθιές, αλλού ρηχές, όσο προχωρούσαμε. Έκανε ζέστη, ο ήλιος πιο ψηλά, και μερικοί έβγαλαν μαντίλια. Εμπήκε η μέρα μέσα μας, κι όλος ο τόπος, και γίναμε χαρούμενοι».


Η ετερογλωσσία ως στάση ζωής

Η αφήγηση είναι αναδρομική αλλά διατηρεί το ύφος της περιόδου και, ενώ ακούγονται δεκάδες ιδιωματικές φωνές, όλες μαζί, αλληλοεμπλέκονται με την ιδιάζουσα προσωπική φωνή της αφηγήτριας σε ένα πολύπλοκο κολάζ με αναγνωρίσιμο ύφος και τεχνοτροπία. Αυτό είναι το μοντέρνο στοιχείο που φέρνει η Αξιώτη με τη γραφή της. Την μπαχτινική πολυφωνία, την προφορικότητα, χωρίς την επιτηδευμένη χρήση της δημοτικής που συναντιέται στους άλλους συγγραφείς εκείνης της περιόδου. Στο βιβλίο συνυπάρχουν ντοπιολαλιές, εγκιβωτισμένες αφηγήσεις, αρχαιόπληκτα καθαρευουσιάνικα, αλαλαγμοί, στεναγμοί, εγκοπές του λόγου αλλά και αποσιωπήσεις της φωνής και της ψυχής.


Η ιδιόρρυθμη γλώσσα της αντανακλά τόσο την πολυφωνία του κειμένου όσο και τη δική της απόσταση από τον κοινωνικό περίγυρο και τον αγώνα που έδωσε να κρατηθεί μέσα στη δική της γλώσσα, κάνοντάς την τόπο της, επιστρέφοντας πάντα εκεί, διατηρώντας και επινοώντας την.


Αυτή η ετερογλωσσία αποτελεί στάση ζωής μιας γυναίκας που αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη χώρα της το 1947 επειδή ανήκε στο ΕΑΜ και να καταφύγει στο Παρίσι. Εκεί θα γνωρίσει όλη τη διανόηση, ειδικά τους διακεκριμένους αριστερούς και θα σχετιστεί μαζί τους (Αραγκόν, Ελιάρ, Πάμπλο Νερούντα, Πάμπλο Πικάσο). Ωστόσο θα απελαθεί από την Γαλλία κατόπιν αιτήματος της ελληνικής κυβέρνησης και θα βρεθεί στην Ανατολική Γερμανία, στο Βερολίνο και αργότερα στην Πολωνία, πάντα διαδίδοντας και διδάσκοντας τα ελληνικά γράμματα. Μόλις το 1964 θα επαναπατριστεί στην πατρίδα της που τόσο αγαπούσε και τόσο ανέδειξε με τα πολύτιμα γραπτά της. Θα αργήσει να αποκατασταθεί στον λογοτεχνικό κανόνα αλλά με τα χρόνια η δικαίωση είναι πια μεγάλη. Πέθανε το 1973 και κηδεύτηκε στο κοιμητήριο του Ζωγράφου στην Αθήνα.

Χαμηλόφωνα και δυναμικά μαζί

Στο έργο της μίλησε για όσα γνώρισε και που ταλανίζουν την ελληνική κοινωνία: Θρησκοληψία, δεισιδαιμονία, μοιρολατρία, αφόρητη πατριαρχία. Για τη γυναίκα που το άξιο χαρτί της είναι η «νοικοκυροσύνη», η αμορφωσιά και το χαμηλωμένο βλέμμα. Προίκα, προξενιά, πορνεία από ανέχεια, γενικευμένη φτώχεια της επαρχίας, στέρηση αναγκαίων αγαθών, κοινωνική ανισότητα, θάνατοι από γεννησιμιού, επιδημίες, διαλυμένες οικογένειες, νευρωτικοί χαρακτήρες. «Θα καρτεράς ολάκερη ζωή», λέει η μάνα στη Λενιώ ενώ ο αρραβωνιαστικός της, ο ναυτικός, με γράμματα την καθοδηγεί πότε να εκκλησιαστεί και τι φόρεμα να φορέσει.


Οι Δύσκολες νύχτες, όπως και τα επόμενα έργα της, είναι η απάντηση σε όλα τα παραπάνω: χωρίς να καταγγέλλει, αφήνει τα πρόσωπα και τις καταστάσεις να μιλήσουν από μόνα τους. Ταυτόχρονα ξεπροβάλλει η αναζήτηση της δικής της ταυτότητας, της αφηγήτριας, που δεν είναι παρά η συνείδηση μια νέας, μοντέρνας, γυναίκας που θέλει να απαγκιστρωθεί από τις συμβάσεις και τις πατροπαράδοτες φόρμες. Μια γυναίκα που αποφασίζει εκείνη για τα πάντα. Πόσο λιτά περιγράφεται το τέλος της πρώτης της σχέσης!


«Όμως την άλλη μέρα εκείνης της κουβέντας, πρώτη φορά βαρέθηκα να πάω σ’ εκείνο το χαμηλό σπίτι με τον Κώστα. Είπα: “πώς κόβεται ο σπάγγος άξαφνα πίσω από το κάντρο, και γκρεμίζεται - έτσι, με τέτοιο τρόπο. Και μήτε μαθαίνεις γιατί”».


Η στιγμή που βαριέται και σπάει το κάδρο, τότε, ανάμεσα στα θρυμματισμένα γυαλιά, αναδύεται το πορτρέτο της σύγχρονης Ελληνίδας του 20ού αιώνα.


Θεόδωρος Γρηγοριάδης , ΕΠΟΧΗ , Εποχή των βιβλίων. 5 Φεβρουαρίου 2023


 


 

Κυριακή 26 Φεβρουαρίου 2023

Συνέντευξη στον Ελεύθερο Τύπο


Συνέντευξη στη Γιούλη Τσακάλου

Θεόδωρος Γρηγοριάδης στον Ε.Τ.: «Μια κοινωνία χωρίς διάλογο είναι χωρίς ελπίδα»

eleftherostypos.gr 26/02/2023

|Το νέο βιβλίο του Θεόδωρου Γρηγοριάδη «Η νοσταλγία της απώλειας» από τις εκδόσεις «Πατάκη» είναι 31 διηγήσεις με κοινά τους στοιχεία τη μνήμη, τον πόνο, την απώλεια, τις εμμονές του έρωτα, τα ανθρώπινα παθήματα. Καταστάσεις που καθόρισαν τη δική του ζωή, αλλά και όλων όσων γνώρισε. Αφηγητής και δημιουργός ταυτίζονται και οι εμπειρίες της ζωής τους προσφέρονται στον αναγνώστη χωρίς το όποιο προσωπείο της κατασκευασμένης μυθοπλασίας.

Ο Χέμινγουεϊ έλεγε ότι αυτό που χρειαζόταν για να ξεκινήσει να γράφει ήταν η πρώτη πρόταση, μετά είχε στο μυαλό του όλη την ιστορία. Είναι και για εσάς τόσο σημαντική η αφετηρία;

Βεβαίως, είναι σημαντικό το πώς ξεκινάς, η πρώτη παράγραφος είναι πολύ καθοριστική για τον συγγραφέα, αλλά και για τον αναγνώστη. Προσωπικά, δεν έχω ποτέ ολόκληρη την ιστορία στο μυαλό μου. Την προχωράω όσο γράφω και αυτό αποτελεί μέρος της προσωπικής μου εμπλοκής με το γράψιμο. Συνήθως, επιβάλλεται από μόνη της η πρώτη φράση, αυτό είναι το μαγικό όταν γράφεις, αναβλύζουν ιδέες και προτάσεις που δεν τις είχε καν φανταστεί. Ομως, ακόμη πιο σημαντικό είναι να έχεις ήδη συλλάβει την ατμόσφαιρα και το πλαίσιο στο οποίο θέλεις να κινηθείς. Αυτά είναι που θα επιβάλλουν το ύφος και τον τόνο του κειμένου.

Το νέο σας βιβλίο είναι διηγήσεις σε πρώτο πρόσωπο που χαρτογραφούν εμπειρίες με κοινό στοιχείο τον πόνο για την απώλεια, με την έννοια της οποίας καλούμαστε να συμφιλιωθούμε. Αυτός περίπου είναι ο σκοπός του βιβλίου;

Είναι το πιο προσωπικό μου βιβλίο μέχρι σήμερα, το πιο εξομολογητικό. Τριάντα μία διηγήσεις στις οποίες προσπάθησα να μιλήσω για πρόσωπα και καταστάσεις που καθόρισαν τη δική μου ζωή, αλλά και όλων όσων γνώρισα. Οσο μεγαλώνεις αυξάνονται οι απώλειες. Αυτό καθόρισε και τη θεματική μου αλλά με έναν τρόπο «νοσταλγικό» και επουλωτικό -θα έλεγα- για τη μνήμη. Σαν να ήθελα να αποκαλύψω ανομολόγητα πράγματα που κρύβονταν μέσα μου ή τα είχα εντοπίσει στον κοινωνικό μου περίγυρο.

Πορευόμαστε εν μέσω φόβων, ανατάσεων, ευφορίας, μελαγχολίας, σιωπών, αλλιώς δεν γίνεται;

Μα αυτό είναι η ζωή μας. Ποιος μπορεί να πει ότι το διάγραμμα της ανθρώπινης πορείας του είναι πάντα ανοδικό και αποθεωτικό; Η απώλεια εγγράφεται από την πρώτη στιγμή στη ζωή μας, όταν χάνουμε ανθρώπους και πράγματα. Ολη αυτή η εφήμερη δόξα και η αναζήτηση μιας τεχνητής ευτυχίας στην πραγματικότητα καταβάλλουν τον άνθρωπο. Αν αποδεχθούμε τον φόβο, την ήττα, την απουσία, τότε θα αναπηδήσουν οι άλλες παράπλευρες δυνατότητες που υπάρχουν μέσα μας.

Πόσο αποκαλυπτόμαστε μέσα από τα λόγια και τις ιστορίες µας; Και πότε η ανάκληση μιας ιστορίας γίνεται εκμυστήρευση;

Ο βιωματικός συγγραφέας, όπως είμαι κι εγώ, πάντα παίρνει το ρίσκο να μιλήσει μέσα από τα προσωπικά του, εκθέτοντας τον εαυτό του και με κάθε κόστος. Αν αυτό γίνει σωστά, δεν υπάρχει «έκθεση», υπάρχουν η γραφή και η λογοτεχνική αναδημιουργία.

Ποιος ή τι είναι ο δικός σας φόβος για την απώλεια;

Ο μόνος φόβος μου είναι η απώλεια της γραφής, της δυνατότητας να εκφράζομαι. Η τέχνη δίνει πάντα ελπίδα. Ο επόμενος φόβος μου είναι η έλλειψη επικοινωνίας σε μια κοινωνία που οχυρώνεται σε πολλά στεγανά χωρίς να αφήνει κάποιο ανοιχτό φεγγίτη για να βλέπει απέξω τον άλλον, τον διαφορετικό. Μια κοινωνία χωρίς διάλογο είναι χωρίς ελπίδα.

Τελικά, ως συγγραφέας αναζητάτε την αλήθεια σχετικά με αυτό που λέμε νόημα της ζωής; Ή κατασκευάζετε ένα ζωτικό ψέμα με σκοπό να νοηματοδοτήσει την ύπαρξή σας;

Το νόημα της ζωής δεν το κατέχει κανένας. Απλώς ένα μέρος της προσωπικής μας αλήθειας κατασκευάζεται είτε από εμάς είτε από την κοινωνία μέσα στην οποία βρεθήκαμε. Η τέχνη πάλι δίνει μια διαφορετική υπόσταση στην ύπαρξή μας, την αναβαθμίζει και την καθιστά πιο ελπιδοφόρα και πιο επικοινωνιακή.

Πώς σχετίζεστε με συμβιβασμούς; Με άρνηση; Τους ξεγελάτε;

Δεν χρειάστηκε να κάνω πολλούς συμβιβασμούς στη ζωή μου, γιατί αυτό που πάντα διεκδικούσα ήταν να είμαι ο εαυτός μου, να μην τον προδώσω. Ηταν ο συγγραφέας, ο παραμυθάς που κρυβόταν μέσα μου, ο αφηγητής που επιζητούσε να εκφραστεί. Από την άποψη αυτή αισθάνομαι πολύ τυχερός που η συγγραφική μου πορεία χαράχτηκε με γνώμονα τις δικές μου προσδοκίες, αλλά βρήκε αρκετούς ανθρώπους να συνομιλήσει.

Πώς καταφέρνετε να προσφέρετε στον αναγνώστη μια ποικιλία θέσεων όρασης γεγονότων και ανθρώπων, ενώ παράλληλα καταγράφετε μια ιδεολογική πορεία ζωής;

Εζησα σε πολλούς διαφορετικούς τόπους και με διαφορετικές ιδιότητες (αγρότης, ναύτης, καθηγητής, συγγραφέας). Από τα δεκαοκτώ μου μετακινιόμουν συνεχώς, συνάντησα πολλούς ανθρώπους από κάθε κοινωνικό στρώμα. Κάθε δεκαετία ήταν μια άλλη εποχή και μια διαφορετική γενιά. Αυτά όλα για έναν πεζογράφο είναι ευεργετικά και μετατρέπονται σε έμπνευση. Γράφω βλέποντας την κοινωνία και τους ανθρώπους γύρω μου. Τίποτε δεν είναι αλληγορικό ή συμβολικό στα βιβλία μου. Υπάρχει πολύ πλούσιο υλικό έξω στον κόσμο, αρκεί να τον προσέχεις και να τον αγαπάς.

Ο Κίνγκσλεϊ Εϊμις είχε πει κάποτε ότι ως συγγραφέας θεωρούσε τα βραβεία απολύτως περιττά, μέχρι τη στιγμή που κέρδισε το βραβείο Μπούκερ! Τι σημαίνει ένα βραβείο για έναν συγγραφέα; Ποια η σχέση σας με τη ματαιοδοξία;


Μια χαρά τα είπε ο Κίνγκσλεϊ Εϊμις, που τον διάβασα στο πανεπιστήμιο και αργότερα διάβαζα και τον γιο του, Μάρτιν! Αλλωστε, εκφράζεται με το περίφημο, φλεγματικό, βρετανικό χιούμορ. Κοιτάξτε, από μαθητής έπαιρνα επαίνους και βραβεία, στο πανεπιστήμιο, στις εισαγωγικές, πήρα μια υποτροφία. Τα χαιρόμουν αυτά ως μια φυσική ανταμοιβή για τους κόπους μου. Το ίδιο και με τα βιβλία. Αρχισαν να εκδίδονται το 1990 και έγραφα πιστεύοντας ότι στον χώρο του βιβλίου δεν ισχύουν εκείνοι οι κανόνες της εκπαίδευσης. Το 2016 πήρα το πρώτο μου βραβείο, το Κρατικό, για το μυθιστόρημα «Ζωή μεθόρια». Επίσης, το βραβείο «Νίκος Θέμελης» για το «Τραγούδι του πατέρα», που απονέμει το περιοδικό «Ο αναγνώστης», ήταν άλλο ένα ευπρόσδεκτο βραβείο. Δεν κυνήγησα τα βραβεία αυτά. Αυτό είναι πολύ ξεκάθαρο στον χώρο μου. Ετσι, τα χάρηκα πολύ. Πιστεύω στην επιβράβευση, μόνο να μη γίνεται αυτοσκοπός. Ωστόσο, επιβράβευση είναι και άλλα πολλά: Το κάλεσμα σε μια ομάδα ανάγνωσης, η επίσκεψη σε μια σχολική τάξη, η δραστηριότητα σε μια βιβλιοθήκη, η συμμετοχή σε ένα συνέδριο, μια υποτροφία στο εξωτερικό, μια συνέντευξη, η εκτίμηση από τους αναγνώστες. Αυτή η διαδραστικότητα κρατάει ζωντανή την τέχνη, επίσης τον συγγραφέα και το κοινό.



Τρίτη 21 Φεβρουαρίου 2023

Κριτική για την Νοσταλγία στο diastiho


 

Γράφει η Διώνη Δημητριάδου  

Δημοσιεύτηκε 17 Φεβρουαρίου 2023

Η ζωή μας είναι ένας περιπλεγμένος ιστός από ιστορίες που μας συνδέουν με το παρελθόν και τις ζωές των άλλων, αλλά και μας παγιδεύουν μέσα στους χιλιάδες τους αδιόρατους κόμβους. (σ. 114)

Τριάντα μία διηγήσεις γραμμένες στο διάστημα 2020-21, μέσα δηλαδή στη σκληρή καραντίνα της απομόνωσης και του φόβου, αποτελούν την πρόσφατη πεζογραφική κατάθεση του Θεόδωρου Γρηγοριάδη, ενός από τους σημαντικότερους σύγχρονους συγγραφείς, που εμπιστεύεται τις προσωπικές ιστορίες (δικές του ή των άλλων) ως αφορμή για την εντέλει επινοημένη μυθοπλασία των αφηγήσεών του και των διηγημάτων του. Γιατί, δεν θα βρίσκαμε ουσιαστική διαφορά ανάμεσα στη μυθοπλασία και στην πραγματικότητα, ανάμεσα στη λογοτεχνία και στην αυτοβιογραφία· η μια μορφή αφήγησης εισχωρεί στην άλλη για να προκύψει η ιστορία, εν μέρει αληθινή εν μέρει επινοημένη, με την αξία της να κρίνεται κάθε φορά στη συγγραφική δεινότητα, στην αληθοφάνεια και όχι στην αλήθεια της. Ο Γρηγοριάδης δεν είναι ο μόνος από τους σύγχρονους πεζογράφους που θα στραφεί προς τα πίσω για να αποτυπώσει μέσα στα γραφτά του πρόσωπα και γεγονότα αληθινά, που συνιστούν και κομμάτι των δικών του βιωμάτων, μεταποιημένα ωστόσο για να προκύψει το γοητευτικό στην ανάγνωση προσωπικό του ύφος γραφής. Η αληθοφάνεια κερδίζεται σε όλα τα βιβλία του μέσα από την ειλικρίνεια, τον ανεπιτήδευτο τρόπο εκφοράς της γλώσσας, τη λιτότητα των μέσων που χρησιμοποιεί για να προσδώσει στις ιστορίες του την αυθεντικότητα μιας εξομολογητικής, προφορικής κουβέντας.

Η συλλογή μοιράζεται σε τρεις κύκλους και έναν επίλογο: Η νοσταλγία της απώλειας, Η ανάμνηση των παθημάτων, Περαστικοί στον νέο κόσμο, Ο θόρυβος των χρωμάτων. Αρχικά έχει ενδιαφέρον το γεγονός πως, αν και γράφτηκαν στην περίοδο του εγκλεισμού, δεν αντλούν τη θεματική τους από αυτήν ακριβώς τη δύσκολη συνθήκη ζωής (εκτός από την τελευταία διήγηση), επαληθεύοντας εμμέσως μια συγγραφική αλήθεια: Σπάνια η γραφή μπορεί να αποτυπώσει «εν βρασμώ» τις πραγματικές διαστάσεις γεγονότων που έχουν διάρκεια και εξέλιξη. Αντιθέτως, απαιτείται το χρονικό διάστημα, η αναγκαία απόσταση, προκειμένου να κατασταλάξουν ως βιωματική κατάσταση στις πραγματικές τους διαστάσεις. Ο Γρηγοριάδης γράφει στο προλογικό «Σημείωμα του συγγραφέα»: Η επιλογή των ιστοριών ενδεχομένως να είναι απόρροια εκείνης της περιόδου, εστιάζοντας έτσι στο κλίμα, στον απόηχο του εγκλεισμού, που στάθηκε ικανός να ωθήσει τη σκέψη προς τα πίσω και να οδηγήσει στις διηγήσεις αυτές, που όμως ως γεγονότα ή ψήγματα γεγονότων ανήκουν σε παλαιότερα χρόνια, από το τέλος της δεκαετίας του ’70 έως σήμερα. Έτσι, σημειώσεις και αποσπασματικές αφηγήσεις, μνήμες και επινοήσεις, βρήκαν την καλή τους ώρα και μέσα από το βάρος μιας δύσκολης εποχής μορφοποιήθηκαν σε ιστορίες, σε μια συλλογή από τις πιο ενδιαφέρουσες του συγγραφέα.

Με τον ιδιαίτερο τρόπο του θυμάται και επινοεί, σε μια προσωπική γραφή, ικανή να μας συμπεριλάβει όλους, με τα δικά μας βιώματα να συναντούν τα δικά του, μέσα από τους «αδιόρατους χιλιάδες κόμβους» των διηγήσεών του.

Ο πρώτος κύκλος (Η νοσταλγία της απώλειας, δεκατρείς διηγήσεις σε χώρο βορειοελλαδίτικο), με τον τίτλο που στέγασε και τους υπόλοιπους, δημιουργεί μια περίεργη αίσθηση γύρω από την πρόσληψη της «απώλειας». Ας θυμηθούμε τον τρόπο που βρήκε ο Μπόρχες για να μιλήσει για τα απολεσθέντα της ζωής, την κερδισμένη απώλεια: «Ξέρω πως έχω χάσει αμέτρητα πράγματα και πως, τώρα, αυτές οι απώλειες είναι τα μοναδικά δικά μου πράγματα. […] Δεν υπάρχουν άλλοι παράδεισοι από τους χαμένους παραδείσους» (από την «Κατοχή του χθες», συλλ. Οι συνωμότες, 1985, μτφρ. Αχιλλέας Κυριακίδης). Γι’ αυτά τα δικά του, κερδισμένα ως μνήμη και πείρα ζωής, θα μιλήσει ο Γρηγοριάδης, με την αίσθηση του οικείου, της ζεστής, ακόμα ζωντανής, επαφής με πρόσωπα και καταστάσεις, κι ας φέρουν μέσα τους πόνο, κάποιες ενοχές ίσως, ή συχνά μια αίσθηση κενού ή ανολοκλήρωτου.

Στον δεύτερο κύκλο (Η ανάμνηση των παθημάτων, δέκα διηγήσεις κυρίως για τα χρόνια της ενασχόλησής του με τη Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη Σερρών και την Κινητή Βιβλιοθήκη), το ύφος φαινομενικά πιο ελαφρύ, οι ιστορίες διανθισμένες με το χιούμορ, που έτσι κι αλλιώς πότε ξεκάθαρα και πότε υποδόρια χαρακτηρίζει πολλές από τις γραφές του.

Στον τρίτο κύκλο (Περαστικοί στον νέο κόσμο, επτά διηγήσεις), αθηναϊκό πλέον το τοπίο, από τον Νέο Κόσμο, κατά την τελευταία δεκαετία. Εδώ έχουν θέση οι πρόσφυγες, οι Ρωσοπόντιοι, οι Άραβες, βασανισμένοι, ανέστιοι και ανώνυμοι που ψάχνουν σταθερή ταυτότητα, ένα μωσαϊκό ανθρώπων σε έναν χώρο που βαδίζει προς την αναβάθμισή του αγνοώντας, όπως είναι αναμενόμενο, τον ανθρώπινο παράγοντα.

Κι έρχεται ο τέταρτος, ο επιλογικός κύκλος (Ο θόρυβος των χρωμάτων) με μία και μοναδική διήγηση, προσωπική αυτή εντελώς, «Brown noise», λες και μόνη αυτή έφτανε για να αποτελέσει ξεχωριστή ενότητα και να ενώσει μέσα από τον ήχο των χρωμάτων, όλα τα υπόλοιπα της συλλογής, τα απολεσθέντα που ο συγγραφέας νοσταλγεί, τα ποικίλα παθήματα, τους περαστικούς στον νέο κόσμο. Είναι η αϋπνία το θέμα, ως απότοκο του εγκλεισμού, είναι η ιαματική μουσική, αυτή η υποτονική σαν βόμβος υπόκρουση στην οποία καταφεύγει για να βρει επιτέλους ύπνο; Συνδυασμένη με τους χαμηλούς τόνους των αφηγήσεών του, θα μπορούσε να υπονοεί την ακατέργαστη φωνή (από πού έρχεται άραγε, από ποιους ξεχασμένους κόσμους εκκινεί για να φτάσει σ’ αυτόν;) που μέσα του επιμένει να τον κρατά σε μια κατάσταση εναλλαγής από την εγρήγορση στην ύπνωση, ώσπου να του χαριστεί το έναυσμα της δημιουργίας, που αγωνιά να βρει τις κατάλληλες λέξεις, να πάρει τη μορφή μιας ιστορίας, αρχέγονης στα στοιχεία της, μελλοντικής άραγε; – ποιος μπορεί όμως να ορίσει χρονικά τη δημιουργία; Εξαιρετική η καταληκτική παράγραφος της διήγησης:

Γι’ αυτό και κοιμάμαι όσο το δυνατόν περισσότερο, βυθίζομαι στην απέραντη θάλασσα όπου ήχος και εικόνα ανασυνθέτουν μια νέα διάσταση και τα αισθητηριακά μας όργανα είναι πολύ μικρά για να τη συλλάβουν. Χρειάζεται ο εγκέφαλος να την επεξεργαστεί, γι’ αυτό και, μέσα στον ύπνο, του δίνεται περισσότερος χώρος και χρόνος. Όμως σε ποιον κώδικα μπορεί να καταγραφεί μια τέτοια φωνή; Σε ποιο αλφάβητο, σε ποια γλώσσα; Γλώσσα που χάθηκε ή που ακόμη δεν μιλήθηκε; («Brown noise», σ. 286).

Ο Γρηγοριάδης, με την πρόσφατη συλλογή του με διηγήσεις, δεν συνοψίζει απλώς μια συγγραφική πορεία που αριθμεί ήδη πάνω από τρεις δεκαετίες. Δείχνει τον τρόπο που οι προσωπικές μνήμες δένουν με τις ιστορίες των άλλων και όλες μαζί εκβάλλουν σε μια σπουδαία επινοητική μυθοπλασία, στην κοινή θεματική που πάντα τροφοδοτεί και αναζωογονεί τη λογοτεχνία: ο έρωτας, η απώλεια, οι σχέσεις των ανθρώπων, η μνήμη και η εσωτερική αναδιάταξη του χρόνου. Ακούει, παρατηρεί, προσέχει, κι ύστερα, όπως γράφει ο ίδιος: διαλέγω τα λόγια μου, τον τρόπο που θα πω μια ιστορία («Καρδιά από μέταλλο», σ. 145). Με τον ιδιαίτερο τρόπο του θυμάται και επινοεί, σε μια προσωπική γραφή, ικανή να μας συμπεριλάβει όλους, με τα δικά μας βιώματα να συναντούν τα δικά του, μέσα από τους «αδιόρατους χιλιάδες κόμβους» των διηγήσεών του.


 

Παρασκευή 3 Φεβρουαρίου 2023

Μαρσέλ Προυστ «Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο»


Μετάφραση Παύλος Ζάννας, Παναγιώτης Πούλος.

Εκδόσεις Εστία, 2011



Μπορεί ένας άνθρωπος που πέρασε δεκατέσσερα χρόνια στο κρεβάτι να μας μιλήσει για την ευτυχία και το νόημα της ζωής; 'Ενας άνθρωπος γεμάτος φοβίες, νευρώσεις και εμμονές; Και όμως ο Μαρσέλ Προυστ κατάφερε να μιλήσει μοναδικά όχι μόνον για αυτά αλλά και για την ανθρώπινη ύπαρξη, τον άλλον, την πολιτική, την τέχνη, τον έρωτα και τον θάνατο μέσα από ένα μυθιστόρημα ποταμός, το μεγαλύτερο μυθιστόρημα του εικοστού αιώνα, έχοντας μοναδικό αντίπαλο τον Οδυσσέα του Τζέιμς Τζόις, το Μαγικό Βουνό του Τόμας Μαν ή το Αβεσσαλώμ Αβεσσαλώμ του Ουίλιαμ Φώκνερ.

Και τι μας λέει αυτό το βιβλίο; Την ιστορία μιας ζωής και την ιστορία ενός βιβλίου όπου ο βασικός ήρωας αναζητά την ευτυχία και ταυτόχρονα κάποιος -που είναι και ο αφηγητής του βιβλίου- αναζητά το θέμα του βιβλίου που θα γράψει, θέμα που ανακαλύπτεται στο τέλος του έργου, τη στιγμή που σταματά η αφήγηση της ζωής, στο κατώφλι του θανάτου.

Το «Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο» απλώνεται σε επτά ενότητες. Εντελώς σχηματικά αναφέρουμε λίγα λόγια αφού η πλοκή δεν είναι καν το ζητούμενο του έργου: Στην πρώτη ενότητα, που κυκλοφόρησε το 1913, (εκατό δέκα χρόνια πριν!) με τίτλο «Από τη μεριά του Σουάν», ο αφηγητής Μαρσέλ, θυμάται τη θλίψη και την ανασφάλεια της παιδικής του ηλικίας, την τρυφερή του προσκόλληση στη μητέρα του. Ακολουθεί η περιγραφή του έρωτα του Σαρλ Σουάν με την ωραιότατη κοσμική κοκότα, την Οντέτ. Την κόρη τους, τη Ζιλμπέρτ Σουάν, θαυμάζει και ερωτεύεται ο αφηγητής αρχικά στο Κομπραί, στο παιδικό πάρκο, και αργότερα στα Ηλύσια Πεδία. Στη δεύτερη ενότητα, «Στη σκιά των ανθισμένων κοριτσιών», ο Μαρσέλ περιγράφει τα καλοκαίρια του στο Μπαλμπέκ, τη λουτρόπολη της Μάγχης, συνοδευόμενος από τη γιαγιά του, για να καταπολεμήσει τις κρίσεις άσθματος. Εδώ γνωρίζει την υψηλή αριστοκρατία και ερωτεύεται την Αλμπερτίν για τα θέλγητρα του σώματος, του χαρακτήρα και του πνεύματός της. Στην τρίτη ενότητα, με τίτλο «Από τη μεριά του Γκερμάντ», ο εύπορος αστός Μαρσέλ γίνεται δεκτός στους κόλπους των ευγενών. Περιγράφει τις ζηλοτυπίες, τα κουτσομπολιά, το σνομπισμό και την αλαζονεία της δούκισσας ντε Γκερμάντ, του ομοφυλόφιλου βαρόνου ντε Σαρλύς και της υψηλής αριστοκρατίας που τους περιστοιχίζει. Στην τέταρτη ενότητα, με τίτλο «Σόδομα και Γόμορρα», ο ώριμος Μαρσέλ αφηγείται τον «εκφυλισμό» του βαρόνου ντε Σαρλύς, που η ομοφυλοφιλία του τον οδηγεί να εφευρίσκει απίθανους τρόπους για να εξασφαλίσει ερωτικούς συντρόφους. Ο Μαρσέλ κάνει ερωμένη του την Αλμπερτίν και συχνάζει σε διάφορα πορνεία. Είναι η τελευταία ενότητα που δημοσιεύεται όσο ζούσε ο Μαρσέλ Προυστ (οι υπόλοιπες θα δημοσιευτούν από το 1923 ως το 1927 με βάση τα χειρόγραφα του συγγραφέα).

Στον τόμο «Η φυλακισμένη», ο Μαρσέλ εγκαθιστά την ερωμένη του Αλμπερτίν στο πατρικό του σπίτι μετά τον θάνατο του πατέρα του και παρακολουθεί ζηλότυπα τις κινήσεις της. Την κατηγορεί για λεσβιακές τάσεις και την αναγκάζει να τον εγκαταλείψει, όπως και γίνεται στον τόμο «Η Αλμπερτίν αγνοούμενη». Η θλίψη για τη φυγή της είναι μεγάλη, είναι αργά όμως να την φέρει πίσω γιατί πληροφορείται τον θάνατό της. Η τελευταία ενότητα έχει τίτλο «Ο ανακτημένος χρόνος». Ο Μαρσέλ ξαναγυρίζει στο Παρίσι, που δονείται από τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, ενώ οι συμπατριώτες του σκοτώνονται κατά χιλιάδες στο μέτωπο. Ο Μαρσέλ βρίσκει τους παλιούς του φίλους παραμορφωμένους από τα γηρατειά. Αναρωτιέται τι μπορεί ν’ αντισταθεί στον χρόνο, τι είναι εκείνο που καταρρακώνει την ανθρώπινη ύπαρξη. Η μόνη αντίσταση στον χρόνο είναι η γραφή ενός βιβλίου. Αυτό που ο Μαρσέλ θέλει ν’ αρχίσει να γράφει ο Προυστ το έχει τελειώσει.

Διαφορετικές γωνίες πρόσληψης και ερμηνείας

Το «Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο» είναι ένα πολυεπίπεδο θεματικά και γλωσσικά έργο, ένα φιλοσοφικό έργο για τον χρόνο και τη μνήμη, τη φαντασία και την τέχνη. Ενα ψυχολογικό μυθιστόρημα για την ανθρώπινη συμπεριφορά, τον έρωτα και τη ζήλεια, μια κωμωδία ηθών και χαρακτήρων. Επίσης ένα πειραματικό μυθιστόρημα, πολύ ασυνήθιστο για όσους διάβαζαν μυθιστόρημα μέχρι τότε, που καθόρισε τα όρια της μυθοπλασίας. Έτσι, αντί μια συμβατική γραμμική αφήγηση με ξεκάθαρη πλοκή, το Αναζητώντας, χρησιμοποιεί ένα καλειδοσκόπιο αναμνήσεων με αποτέλεσμα τη δημιουργία μιας καινούργιας αφηγηματικής μορφής[1].

Ο Προυστ δεν είναι ρεαλιστής. Οι κεντρικοί πρωταγωνιστές γίνονται γνωστοί στον αναγνώστη μέσα από το φίλτρο της συναίσθησης του αφηγητή ή κάποιου χαρακτήρα και, στις περισσότερες περιπτώσεις, μέσα από την αντιπαράθεση εικόνων και συμβάντων. Με ανυπέρβλητη τέχνη οι αλυσιδωτοί συνειρμοί δίνουν διαφορετικές γωνίες πρόσληψης και ερμηνείας.

Το πολύτομο έργο του Προυστ είναι μια ακτινογραφία της γαλλικής κοινωνίας, ειδικά της ανώτερης τάξης, όπως αναδυόταν από το τέλος του 19ου αιώνα και μέχρι το τέλος του πρώτου παγκοσμίου πολέμου. Ο Προυστ περιγράφει την εποχή του προσδίδοντας ωστόσο μια διαχρονικότητα στην αφήγηση, ενώ προβάλλει χαρακτήρες και καταστάσεις στο μέλλον, σ’ αυτό που θα είναι ο εικοστός αιώνας. Ως μισός Έβραίος και ανοιχτόμυαλος πολίτης υποστήριξε τον γαλλοεβραίο λοχαγό Ντρέιφους, ερχόμενος σε αντίθεση με τον έντονο αντισημιτισμό της γαλλικής κοινωνίας. Με σαρκασμό και αίσθηση του χιούμορ σατιρίζει τα ελαττώματα της ανώτερης τάξης καθώς περιφέρεται στα υποκριτικά και ματαιόδοξα σαλόνια της, το διασκεδάζει, σχολιάζει τις ζωές γύρω του. Κανείς μυθιστοριογράφος δεν ανέλυσε πιο διεισδυτικά όλο το φάσμα της ανθρώπινης συμπεριφοράς και σεξουαλικότητας - εκατό χρόνια πριν από τις σημερινές θεωρίες περί φύλου και ταυτότητας.

Ενας Νείλος της γλώσσας

Ο Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ έλεγε πως το «Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο» είναι «ένα κυνήγι θησαυρού όπου θησαυρός είναι ο χρόνος και κρυψώνα το παρελθόν». Η Βιρτζίνια Γουλφ ταραζόταν όταν το διάβαζε, έβρισκε μέσα στο έργο έναν έντονο ερωτισμό και μια ακατανίκητη παρόρμηση να γράψει. 


Η μετάφραση των 3.000 σελίδων στα ελληνικά ξεκίνησε το 1969, όταν ο Παύλος Ζάννας, πολιτικός κρατούμενος της χούντας στις Φυλακές της Αίγινας, αποδέχτηκε την πρόταση του Στρατή Τσίρκα να το μεταφράσει, όμως έφυγε νωρίς από τη ζωή. Ο Παναγιώτης Πούλος ολοκλήρωσε ισάξια το μεγάλο έργο το 2018. Αυτή η ευτυχής κατάληξη κάνει το Αναζητώντας το χαμένο χρόνο μια ανθρωποκωμωδία υψηλής αισθητικής που διασκεδάζει, αφυπνίζει και καθιστά το έργο το αποκορύφωμα του μοντερνισμού. Σήμερα, στην εποχή της εκφραστικής διατύπωσης των «140 χαρακτήρων» και των αποσπασματικών αναρτήσεων, αυτός ο «Νείλος της γλώσσας» -όπως το αποκάλεσε ο Βάλτερ Μπένγιαμιν- θα σου αλλάξει το νόημα της ζωής και την αίσθηση της ροής του χρόνου.


 


Σημείωση


1. Brian Nelson, «French Literature», Cambridge University Press, 2016.


Θεόδωρος Γρηγοριάδης (c)

Eποχή των βιβλίων, ΕΠΟΧΗ  * Ιανουαρίου 2023


Σάββατο 7 Ιανουαρίου 2023

"Βιβλίο χαρακτήρων": "Η νοσταλγία της απώλειας"

Γράφει ο Γρηγόρης Τεχλεμετζής



Ιστορίες γνωστών ή κατ’ επίφαση γνωστών του συγγραφέα αποτελούν το βιβλίο. Μέσα τους βασιλεύει η νοσταλγία της ευχαρίστησης και ευφραντικές στιγμές που γεμίζουν τη ζωή των περιγραφόμενων ατόμων. Είναι έμμεσα μικρά μαθήματα ζωής και ευτυχίας, προσαρμοσμένα στις ιδιαιτερότητες διαφόρων χαρακτήρων. Αλλά αυτή η ευτυχία είναι ιδιαίτερη και ξεχωριστή για τον καθένα τους και άπτεται στην ιδιοσυγκρασία, στις επιλογές και στα βιώματά τους. 

(Νοστ)αλγία, δηλαδή άλγος, γλυκόπικρο, μας κομίζει η νέα συλλογή του Γρηγοριάδη. Κάπου χαμηλότονα δεσπόζει η επιθυμία για έρωτα και ζωή, η ανάγκη αυτοκαθορισμού και απόλαυσης, που ουσιαστικά είναι αυτή που πριμοδοτείται και περιγράφεται, υπόκωφα απολαυστικά, χωρίς υπερβολές και βερμπαλισμούς. Σε αυτή τη φιλοσοφία εντάσσονται και οι μικρές ή μεγάλες ανατροπές που υπάρχουν στις ιστορίες. «Η νύφη φύγει» (σ.91) για να διαλέξει τη δική της ζωή, έστω και μέσα στην «παρεκτροπή» της πορνείας. Ο αρχαιολόγος, αφού βρίσκει αυτό που τον εκφράζει, να αναστηλώσει ένα παλιό αρχοντικό του χωριού του, σκοτώνεται ξαφνικά σε ατύχημα («Ο αρχαιολόγος πέφτει», σ.37). 

Ο συγγραφέας, από το οπισθόφυλλο του βιβλίου, μας υποβάλλει τα αυτοβιογραφικά στοιχεία, πραγματικά ή διαθλασμένα, που υποβόσκουν. Έτσι καταμαρτυρείται το επικαιρικό στοιχείο του χρόνου ζωής του και η μερική ή ολική ταύτιση αφηγητή και συγγραφέα. Οπότε παράλληλα  γίνεται μια αποτύπωση των αντίστοιχων εποχών, σε ανθρωπολογικό επίπεδο, μέσα από τους διαγραφόμενους βίους των ηρώων του. Οι εποχές αυτές είναι οι δεκαετίες του εβδομήντα και του ογδόντα και λιγότερο του ενενήντα. Είναι η ένταξη χαρακτήρων μέσα σε εποχές. Παράλληλα παρακολουθούμε τις συγγραφικές ενασχολήσεις του και το πλάσιμο των ηρώων τού βιβλίου του.

Οι αφηγήσεις αυτές παρουσιάζονται ως αρχειακή μνήμη του, ως παλιές ξεσκονισμένες αναμνήσεις, που καταλήγουν σε γλυκιά ενατένηση των βιωμάτων του. Είναι οι άνθρωποι μέσα από τους τόπους, της Θράκης και της Μακεδονίας, όπου βρίσκεται και ο γενέθλιος τόπος του. Κάποιες μάλιστα φορές το υλικό μοιάζει ηθελημένα αμοντάριστο («Υλικό ιστορίας», σ.46), έτσι ώστε να αποδοθεί πρωτογενώς η συγγραφική πρόθεση και το σκεπτικό δημιουργίας. Οι δυο κεντρικές λέξεις που εστιάζονται στον τίτλο του βιβλίου είναι η «νοσταλγία» και η «απώλεια». Ο συνδυασμός είναι η θύμηση ως απώλεια με τη διαμεσολάβηση του παρόντος καταγραφής, που τροποποιεί και φιλτράρει τα γεγονότα, πολλές φορές εξωραΐζοντάς τα. Η πιστότητα είναι αδύνατη και ίσως απευκταία, όπως μας λέει και ο Καμύ στο απόσπασμα της προμετωπίδας που χρησιμοποιείται στο βιβλίο: «[…] Κανείς δεν τόλμησε ποτέ ν’ απεικονίσει πιστά τον εαυτό του». Άρα ο αναγνώστης αναλαμβάνει εκ προοιμίου τον ρόλο του «τυμβωρύχου» της ζωής του συγγραφέα και των ίσως αληθινών ή ως ένα βαθμό αληθινών ηρώων του. Αυτή είναι κυρίως η κινητήρια δύναμη του αναγνωστικού ενδιαφέροντος και λιγότερο η λιγοστή δράση και οι ανατροπές.  

Η τεχνική γραφής του Γρηγοριάδη είναι μικρά αποσπάσματα συμβάντων και χρονικά άλματα, χωρισμένα σε μικρές ενότητες μέσα στα διηγήματα, καλύπτοντας μεγάλα χρονικά διαστήματα της ζωής των ηρώων του, που τελικά συνιστούν μια ολοκληρωμένη ιστορία που διασχίζει τον χρόνο. Μπορούμε να πούμε ότι περιγράφονται οι άνθρωποι μέσα στον χρόνο και υπό την επήρεια γεγονότων χρονικά παραταγμένων, συνήθως με γραμμικό τρόπο. Απομονώνονται μόνο τα ουσιώδη και τα πιο απαραίτητα στοιχεία και οι χαρακτήρες περιγράφονται σφαιρικά αλλά όχι με λεπτομέρεια. Κάλλιστα θα μπορούσε, με μεγάλη ανάπτυξη των υποθέσεων των διηγημάτων του, να προκύψουν μυθιστορήματα, αλλά δεν είναι αυτός ο συγγραφικός στόχος. Παρά ταύτα, κάποιες στιγμές περιγράφονται και λεπτομέρειες, προσεκτικά όμως επιλεγμένες.  

Η διαφορετικότητα και η δυσκολία κατανόησης και αποδοχής της, είτε φυλετική («Μήπως είμαι Άραβας;», σ.229), είτε σεξουαλική («Αδιευκρίνιστες παθήσεις αντρών», σ.198) είναι μερικά από τα θέματά του, όπως και οι πολλαπλές φοβίες που δημιουργούν οι προκαταλήψεις. Οι περισσότεροι ήρωές του ξεφεύγουν από το συνηθισμένο. Επιλέγονται χαρακτήρες που έχουν κάτι το ιδιαίτερο και σε λιγότερο ή περισσότερο βαθμό ιδιότυπα συμβάντα. 

Συνοψίζοντας, θα χαρακτήριζα το έργο ως «βιβλίο χαρακτήρων», μια και εκεί κυρίως επικεντρώνεται ο στόχος του.


Δημοσιεύτηκε στο Vakhikon.gr  Ιανουάριος 2023


Τρίτη 27 Δεκεμβρίου 2022

Γκράχαμ Γκρην «Ο άνθρωπός μας στην Αβάνα»

Μετάφραση: Μαριάννα Βαρκαρόλη, εκδόσεις Πόλις, 



Μια από τις πιο καλογραμμένες και διασκεδαστικές περιπέτειες του βρετανού συγγραφέα Γκράχαμ Γκρην διαδραματίζεται στην Αβάνα λίγο πριν την επανάσταση στην Κούβα. Ο συγγραφέας χαρακτήριζε αυτό το μυθιστόρημα, όπως και ορισμένα άλλα μυθιστορήματα της πρώτης περιόδου του, «an entertainment» αντί για «μυθιστόρημα», ένας χαρακτηρισμός που σπανίζει στα περισσότερα κατασκοπευτικά και αστυνομικά μυθιστορήματα όπου αφθονούν οι φόνοι και η βιαιότητα.

Κεντρικός ήρωας του βιβλίου είναι ένα «εμποράκος», ο Τζέιμς Ουέρμολντ, που εγκαταστάθηκε στην Κούβα μαζί με την πανέμορφη δεκαεπτάχρονη κόρη του. Εκεί πουλάει ηλεκτρικές σκούπες και προσπαθεί να ξεφύγει από τη βρετανική μονοτονία και την από δεκαετίας εγκατάλειψη της γυναίκας του. Λατρεύει την Μίλι, με την οποία είναι ξετρελαμένος ο επικεφαλής της αστυνομίας, ο αρχιφύλακας Σεγκούρα, του οποίου η ταμπακέρα είναι φτιαγμένη από ανθρώπινο δέρμα.

Ο Ουέρμολντ προσπαθεί ματαίως να πουλήσει το καινούργιο μοντέλο μιας σκούπας, την Atomic. Απαθής και αδρανής σε πρώτη εντύπωση, αντιλαμβάνεται τις δυσκολίες του ως έμπορος και πολύ εύκολα ενδίδει στην πρόταση ενός βρετανού επισκέπτη των μυστικών υπηρεσιών να γίνει πληροφοριοδότης τους ενόσω βρίσκεται στο νησί. Ο ξένος επικαλείται μάλιστα τον πατριωτισμό του εμπόρου αλλά και την ευελιξία που του δίνει το ίδιο το επάγγελμα να κινείται σε έναν ευρύτερο κοινωνικό χώρο υπεράνω κάθε υποψίας.

Ο Ουέρμολντ αρπάζει την ευκαιρία καθώς χρειάζεται χρήματα για να βελτιωθούν τα οικονομικά του, και ειδικά της Μίλι που έχει γίνει υπερβολικά καταναλωτική αφού αγοράζει μέχρι και ένα άλογο ιππασίας. Έτσι, εκτός από τον βασικό μισθό, θα εξασφαλίζει έξτρα εισόδημα από αδήλωτες πηγές. Όμως ποιους ακριβώς θα παρακολουθεί ο Ουέρλμοντ; Δεν θα αργήσει να δημιουργήσει μια λίστα με φανταστικούς χαρακτήρες, τους εντοπίζει στον κατάλογο του Κλαμπ Ιππασίας της κόρης του, και τους προσδίδει χαρακτηριστικά άξια κατασκοπίας. Από τα κεντρικά του Λονδίνου τον παίρνουν στα σοβαρά και απαιτούν περισσότερη δράση και αποκαλύψεις. Μια από τις πιο αστείες σκηνές του βιβλίου είναι η στιγμή που ο Ουέρμολντ, διαλύει την ηλεκτρική σκούπα και σχεδιάζει βάσει των επί μέρους εξαρτημάτων τις διαστάσεις φανταστικών στρατιωτικών εγκαταστάσεων. Και πάνω που κινδυνεύει να αποκαλυφθεί η απατεωνιά του, οι επινοημένοι του χαρακτήρες αρχίζουν να κινδυνεύουν αληθινά από άλλα κέντρα που κινούνται στον περίγυρό του και παρακολουθούν τις κινήσεις του.

Προφητεύει τις χαλκευμένες ειδήσεις

Η ίντριγκα και η πλοκή κορυφώνονται όσο προχωράει η ιστορία από την οποία δεν λείπουν κάποιες δολοφονίες και οργανωμένα «ατυχήματα». Βρισκόμαστε σε μια περίοδο που οι μυστικές πληροφορίες χρησιμοποιούν κρυφούς κώδικες και στην περίπτωση του Ουέρμολντ χρησιμοποιούνται αποσπάσματα από τα έργα του Σέξπιρ. Γιατί όχι, κάποια μπερδέματα ταυτότητας και συμπτώσεων παραπέμπουν στις κωμωδίες του μεγάλου δημιουργού αλλά, μιλώντας ουσιαστικά για το ύφος και τις επιρροές του Γκρην, θα βλέπαμε πίσω τους τον Τζόζεφ Κόνραντ. Ο χαρακτηρισμός «μυστικός πράκτορας» μέσα στο κείμενο φέρνει στον νου, τον «Secret agent» του Κόνραντ που είχε κι εκείνος ένα κατάστημα στο Λονδίνο, τέλη του 19ου αιώνα και κατασκόπευε για λογαριασμό μιας ξένης δύναμης.

Όμως εδώ ο Γκράχαμ Γκρην θέλει να μιλήσει για την κατάσταση στην Κούβα και να διακωμωδήσει τις Βρετανικές Μυστικές Υπηρεσίες και την αυταπάτη που καλλιεργούνταν στην πατρίδα του για τον χειρισμό πολλών υποθέσεων στον κόσμο, με συγκαλύψεις και παρεμβάσεις που οδήγησαν στην παράνοια του Ψυχρού Πολέμου. Και αν αυτό που περιέγραψε στην Κούβα ήταν μια πρακτορική φάρσα, με γραφικές για σήμερα μεθόδους παρακολούθησης, λίγες δεκαετίες μετά θα αποκαλύπτονταν ότι ο φάκελος με τα σχετικά στοιχεία των υπηρεσιών Πληροφοριών της Βρετανίας για την εισβολή στο Ιράκ διαμορφώθηκε με χαλκευμένα και εσφαλμένα στοιχεία, ένας «dodgy dossier». Από την άποψη αυτή, το βιβλίο προφητεύει τις χαλκευμένες ειδήσεις και την παραπλάνηση της κοινής γνώμης σε κρίσιμα διεθνή ή εσωτερικά ζητήματα. Ο συγγραφέας άντλησε το υλικό του από την προσωπική του εμπλοκή με την MI6, καθώς εργάστηκε στην Σιέρα Λεόνε και στο Λονδίνο. Παράλληλα, υποστήριξε την επανάσταση στην Κούβα αρθρογραφώντας τη δεκαετία του εξήντα και εγκωμίασε την προσωπικότητα του Φιντέλ Κάστρο.

Αφουγκράστηκε την επανάσταση

Το μυθιστόρημα όμως δεν είναι μόνον ένα κωμικό θρίλερ ή burlesque, όπως τo έχει αποκαλέσει η λογοτεχνική κριτική[1]. Έχει και ένα πιο σκοτεινό και φιλοσοφικό υπόβαθρο, ενώ εμπεριέχει πολλά θέματα που θα απασχολήσουν τον συγγραφέα στα υπόλοιπα μυθιστορήματα, στα λιγότερο «διασκεδαστικά». Αναφέρεται τακτικά στον Καθολικισμό, ένα ζήτημα που επανέρχεται πολύ στις αφηγήσεις του Γκράχαμ Γκρην, του οποίου οι απόψεις ενοχλούσαν το ίδιο τους Καθολικούς και τους μη-Καθολικούς. Μάλιστα στον Άνθρωπό μας στην Αβάνα, κρίνεται η πίστη και η ανατροφή της Μίλι (ο ίδιος δεν είναι Καθολικός) χωρίς να βαραίνουν την ιστορία του· αντιθέτως προσεγγίζει την οικογένεια, τον γάμο και τον έρωτα με μια απενοχοποιημένη ελαφρότητα.

Ο Γκράχαμ Γκρην είχε επισκεφτεί την Κούβα και αφουγκράστηκε την επανάσταση που ξεκινούσε από τα βουνά, όμως κατά νου είχε να γράψει μια ιστορία κατασκοπίας. Το μυθιστόρημα κυκλοφόρησε το 1958 και πέντε μέρες μετά ο συγγραφέας έφτασε στην Κούβα με τον σκηνοθέτη Κάρολ Ρηντ για τα γυρίσματα της ταινίας πάνω στο σενάριο της οποίας είχαν δουλέψει και οι δύο. Στο μεταξύ ο κουβανός δικτάτορας Μπατίστα εγκατέλειψε το νησί και ανέλαβε ο Φιντέλ Κάστρο. Η ταινία ολοκληρώθηκε μέσα στο καινούργιο επαναστατικό καθεστώς και μάλιστα με μια διακριτική παρέμβαση στο σενάριο ώστε να φανεί ακόμη σκληρότερη η δικτατορία και να περιοριστούν οι τολμηρές σκηνές των χορευτικών στα κλαμπ. Στην αρχή της ταινίας, σε ένα γενικό πλάνο της Αβάνας, εμφανίζεται η φράση: «Διαδραματίζεται πριν την επανάσταση». Ο Γκράχαμ Γκρην είχε πολύ καλή σχέση με τον κινηματογράφο και έγραφε κριτικές ταινιών σε εφημερίδες. Δεν του άρεσε ο Χίτσκοκ και γι’ αυτό αρνήθηκε την πρότασή του σκηνοθέτη να αγοράσει εκείνος τα κινηματογραφικά δικαιώματα του μυθιστορήματος.

«Ο άνθρωπός μας στην Αβάνα» μπορεί να μην θεωρήθηκε στην εποχή του ένα αξεπέραστο λογοτεχνικό επίτευγμα, αλλά παραμένει το πιο απολαυστικό βιβλίο του Γκράχαμ Γκρην, με έναν αξέχαστο χαρακτήρα. Ο Τζέιμς Ουέλμοντ δεν είναι φυσικά ένας πράκτορας τύπου Τζέιμς Μποντ, όμως είναι πολύ περισσότερο ανθρώπινος και πιστευτός από τον υπερήρωα του Φλέμιγκ. Στη θαυμαστή χώρα του πολυδιαβασμένου Γκράχαμ Γκρην (1904-1991), στην επονομαζόμενη «Greenland», το μυθιστόρημα αυτό κατέχει μια περίοπτη θέση.



Σημείωση:


1. «The novelist at the crossroad», David Lodge, 1971


ΕΠΟΧΗ, Εποχή των βιβλίων, 4 Δεκεμβρίου 2022 

Θεόδωρος Γρηγοριάδης 


Τρίτη 13 Δεκεμβρίου 2022

Θοδωρής Καλλιφατίδης "Η πολιορκία της Τροίας".




Ένα σύντομο-δωρικό- μυθιστόρημα είναι το πρόσφατο βιβλίο του Θοδωρή Καλλιφατίδη που δίνει φωνή σε πρώτο πρόσωπο σε έναν έφηβο της Κατοχής. Μέσα από τις μνήμες, κατασταλαγμένες επιλεκτικά καθώς έχουν μεσολαβήσει πολλά χρόνια, ο συγγραφέας πετυχαίνει να αναπλάσει την περίοδο 1941-44, όταν το χωριό του στην Πελοπόννησο βρισκόταν κάτω από την Γερμανική Κατοχή · επικεντρώνεται μάλιστα στις τελευταίες εβδομάδες που συμπίπτουν με την εμφάνιση μιας δασκάλας στη θέση των δύο δασκάλων που έχουν ήδη συλληφθεί από τους Γερμανούς. Μάλιστα ο ένας είναι και ο πατέρας του δεκαπεντάχρονου ήρωά μας.

Έχει ιδιαίτερη σημασία ο τρόπος με τον οποίο περιγράφει την ιστορία ο συγγραφέας μέσα από τις δικές του αναμνήσεις και τις διηγήσεις της δασκάλας. Γιατί από τη μια έχουμε τα συμβάντα στο διαρκώς υπό βομβαρδισμό χωριό και από την άλλη την εξιστόρηση  των τελευταίων ημερών του πολέμου και της πολιορκίας της Τροίας.

Η δασκάλα με τα μαύρα έρχεται από την Αθήνα, νέα, όμορφη, λεπτή σαν φλόγα και ανάβει φωτιές όχι μόνον στους ενήλικες του χωριού μα και στον έφηβο αφηγητή που δεν αρκείται στην σχέση του με την συνομήλικη Δήμητρα αλλά ονειρεύεται και την όμορφη ξένη.

Η δασκάλα και ενόσω το χωριό βομβαρδίζεται, μαζεύει τους μαθητές σε μια σπηλιά όπου αντί των συνηθισμένων μαθημάτων, τους μαθαίνει την Ιλιάδα και κάποια επεισόδια του ομηρικού έπους όπως εκείνη θέλει να τα ξαναπεί. Έτσι σε κάθε κεφάλαιο συνυπάρχουν ένα περιστατικό από την βάρβαρη και αιματηρή καθημερινότητα και παράλληλα η αφήγηση της δασκάλας που λες και αντηχεί από τα βάθη της ιστορίας σαν διαχρονική ραψωδός. Στην σπηλιά, στην σκοτεινή μήτρα, εγκιβωτίζονται οι ιστορίες του Ομήρου ενώ εκείνη κρατάει σε ατέρμονη αγωνία τα επτά παιδιά που κρέμονται κυριολεκτικά από τα χείλη της. Θυμίζει άλλοτε “άγγελο στα εικονοστάσια” και άλλοτε μια μάγισσα, έναν κακό οιωνό. Ως γυναίκα φροντίζει να είναι πάντα περιποιημένη, μυρίζει λεμόνι, αλλάζει μαντίλι ανάλογα με την περίσταση και ταυτίζεται με τις γυναίκες της  ομηρικής εποχής, τις υποστηρίζει και τις συμπονά. Λυπάται την Ελένη, χλομιάζει στον θάνατο του Έκτορα σαν την Ανδρομάχη. Σαν την ωραία Ελένη, είναι κι αυτή μια ωραία γυναίκα που μάλιστα την διεκδικούν δύο Γερμανοί αξιωματικοί.

Και ενώ είναι μια ταλαιπωρημένη γυναίκα της κατοχής σταδιακά, μέσα από τις περιγραφές του τότε μικρού και νυν ώριμου συγγραφέα, καθίσταται μια μυθική φιγούρα. Μια γυναίκα από τον χορό της αρχαίας τραγωδίας που στέκεται όρθια στην μισοφωτισμένη είσοδο της σπηλιάς, μια γυναίκα που κοιτάζει έξω από το παράθυρο του σχολείου ή σκύβει στο παράθυρο του σπιτιού της με αγωνία για να δει όσα συμβαίνουν στους δρόμους, πάντα έτοιμη να αναδιηγηθεί όσα προηγήθηκαν δύο χιλιάδες χρόνια πριν. Γιατί δεν υπάρχει καλός και τίμιος πόλεμος. Ίδιες οι σφαγές, οι ληστείες, οι βιασμοί, οι ανταγωνισμοί, η απανθρωπιά. Μέσα από την Ιλιάδα και, κρατώντας ίσες αποστάσεις, μιλάει και για τα δύο στρατόπεδα.

Όμως και στις μέρες της κατοχής δεν υπάρχουν ένδοξοι πόλεμοι, ούτε μικροί ούτε μεγάλοι · υπάρχουν θύματα και αίμα. Κάθε ανθρώπινη απώλεια είτε από χέρι Γερμανού είτε από χέρι Αχαιού παραμένει μια φονική πράξη. Άλλωστε οι εχθροί και οι σωτήρες μπερδεύονται. Τελικά είναι οι Εγγλέζοι που βομβαρδίζουν το χωριό και οι Γερμανοί που τους αναχαιτίζουν ενώ σε κάθε πράξη αντίστασης εξοντώνονται για αντίποινα αθώοι άντρες πάνω από τα δεκάξι.

Ο μικρός θα νιώσει  τον θάνατο, τον φόβο να σταθεί κι αυτός απέναντι από το εκτελεστικό απόσπασμα. Ωριμάζει ραγδαία, σκέφτεται το μυστήριο της ζωής και του χαμού: “ήμασταν κι εμείς ένα μυστήριο”. Μέσα από τον κρυφό του πόθο για την ωραία Κυρία, την ζήλια για όσους την αγγίζουν, μέσα από το ερωτικό παιγνίδι με την συνομήλικη, τον θάνατο που κυκλώνει και θερίζει, αυτός ωριμάζει, ονειρεύεται να γίνει ποδοσφαιριστής, μέχρι και συγγραφέας! Να γιατί η μητέρα του, μαζί και οι άλλοι του χωριού, τον φωνάζουν “ανεμοδαρμένο”.

****

 

Ξαναγυρίζουμε στην Σεχραζάτ της κατοχής. Η δική της Τροία βρίσκεται σ΄αυτόν τον μικρό τόπο. Η φίλη της Ιφιγένεια, από ένα κοντινό χωριό, θυσιάζεται άδικα και όταν το μαθαίνει καταρρέει. Την νεκρή, σκοτωμένη από τους Γερμανούς, την πλύνουν και την ντύνουν, τη θρηνούν με ένα δημοτικό τραγούδι. Όμως δεκάδες άλλοι νεκροί δεν θα θαφτούν κανονικά. Τουλάχιστον στην Τροία έκαναν ανακωχή για να τους θάψουν με τιμές ενώ τώρα τα θύματα παραμένουν πεταμένα σε χαράδρες χωρίς θυσίες και τελετές.

“Πέρασαν πάνω από εξήντα χρόνια από τότε…” Εδώ η αναδιήγηση είναι του συγγραφέα. Ένα παιγνίδι μνήμης και ιστορίας, παραμυθιού και ομηρικού έπους. Ο σημερινός συγγραφέας ξαναθυμάται τις διηγήσεις της δασκάλας και προσθέτει ορισμένα ομηρικά αποσπάσματα όπως του θυμωμένου Αχιλλέα: “έτσι είπε στα κύματα και στον αέρα, στον κίτρινο ουρανό και στον εαυτό του. Μετά αποκοιμήθηκε με βαριά καρδιά”. Το ύφος θυμίζει μεταφράσεις αρχαίου κείμενου. Η δασκάλα διασκευάζει και ο συγγραφέας διασώζει  τα λόγια της. Μέσα στην σκοτεινή σπηλιά  συνεχίζεται η προφορική παράδοση. Η ραψωδία γίνεται αργότερα πεζός λόγος με μια εσωτερική ποιητικότητα.

Από την άλλη, η περιγραφή της παιδικής ηλικίας του αφηγητή, έχει τις δικές της χάρες. Στο χωριό, βουτηγμένο στη φύση, ξεχωρίζουν τα δέντρα: η μουριά, κάτω από την οποία συναντιέται το εφηβικό ζευγάρι, το κυπαρίσσι που σκαρφαλώνει ο δεκαπεντάχρονος για να παρακολουθεί την δασκάλα στο σπίτι της, η  μυρωδιά από τις ανθισμένες αμυγδαλιές κόντρα στην φοβερή απειλή που αιωρείται στο χωριό και ακόμη πιο τραγικό οι κρεμασμένοι από την καστανιά συγχωριανοί του.

Από την πλευρά της Τροίας, ενώ παραβλέπεται ο ηρωισμός μέσα από τις επιλογές της δασκάλας και υποβαθμίζεται η θεϊκή παρέμβαση, προβάλλεται το συναίσθημα, η σωματικότητα, η ανθρώπινη διάσταση, τα λουσίματα με λάδι, τα παλέματα. Οι όμορφες γυναίκες, τα κορμιά των αντρών, οι φιλίες, οι αγάπες, η ελευθερία της συνείδησης, η περηφάνεια. Τονίζεται η εξαπάτηση και το ξεγέλασμα του εχθρού μέσα από μεταμφιέσεις με δέρματα θηρίων, με τον αρπαγμένο οπλισμό του αντιπάλου, τις μάνες που ντύνουν κοριτσάκια τα αγόρια τους για να μην πολεμήσουν.

Στο τέλος η κυρία αλλάζει ρούχα, πετάει τα μαύρα, αποκτάει ταυτότητα. Είναι η κυρία Μαρίνα. Στο σχολείο ανοίγουν όλα τα παράθυρα και προβάλει απέξω η εύφορη πλάση. Η ζωή συνεχίζεται με ιστορίες που νοηματοδοτούνται από τις ανθρώπινες ζωές. Η κυρία με το πέρασμά της άγγιξε  έναν έφηβο, του έδωσε ψυχικά και πνευματικά εφόδια για να συνεχίσει την πορεία του. Η πολιορκία της από τη μεριά του μπορεί να μην ήταν μοιραία αλλά ήταν τουλάχιστον ευεργετική.

 

(*) O Θεόδωρος Γρηγοριάδης είναι  συγγραφέας, το κείμενο βασίζεται στην παρουσίαση που έγινε πρόσφατα στον Ιανό.

 

Θοδωρής Καλλιφατίδης, Η πολιορκία της Τροίας, Πατάκης 2022

Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Ο αναγνώστης

 

 

Τετάρτη 23 Νοεμβρίου 2022

Στην Κρήτη με τα βιβλία στα σχολεία

«Ζωντανοί» στα Χανιά

Τέλος Οκτωβρίου στα όμορφα Χανιά έβλεπες ακόμη τουρίστες στους δρόμους, όμως η πόλη ακολουθούσε τους καθημερινούς φθινοπωρινούς της ρυθμούς

«Ζωντανοί» στα Χανιά

Τέλος Οκτωβρίου στα όμορφα Χανιά έβλεπες ακόμη τουρίστες στους δρόμους, όμως η πόλη ακολουθούσε τους καθημερινούς φθινοπωρινούς της ρυθμούς. Βρέθηκα εκεί καλεσμένος ενός φροντιστηρίου Μέσης Εκπαίδευσης, στο πλαίσιο του μαθήματος που προβλέπει τη συνεξέταση γλώσσας – λογοτεχνίας και εξετάζεται πανελλαδικά. Η προετοιμασία στο φροντιστήριο κράτησε μήνες και οι μαθητές Β΄ και Γ΄ Λυκείου είχαν διαβάσει τα δύο πρόσφατα βιβλία μου, «Το τραγούδι του πατέρα» και τη «Νοσταλγία της απώλειας». Η διευθύντρια του φροντιστηρίου, φιλόλογος Ρούλα Βουράκη, με την οποία έγιναν οι επαφές διαδικτυακά, μου είχε γράψει στο μήνυμα ότι «η επιλογή των βιβλίων έγινε με κριτήρια τεχνικά, αισθητικά και ιδεολογικά, που συνομιλούν με τις οδηγίες της διδακτικής του μαθήματος και με τη διακριτική ευχέρεια που απολαμβάνει η νόμιμη φροντιστηριακή εκπαίδευση να αξιοποιεί δημιουργικά ένα ενιαίο αφηγηματικό έργο…».

Με χαρά αποδέχθηκα την πρόταση· άλλωστε είχα να πάω στα Χανιά από τη δεκαετία του ’80, όταν υπηρετούσα στο Ναυτικό και δέναμε για επισκευές στη Σούδα με το αντιτορπιλικό.

Η πρώτη συνάντηση έγινε στο γραφικό χωριό Βάμος, 25 χιλιόμετρα από τα Χανιά. Εκεί αράξαμε στο γραφικό κτήμα Αροσμαρί σε ένα ανοιχτό θεατράκι ανάμεσα στις ελιές. Ιδανικό περιβάλλον, μακριά από τις κλειστές αίθουσες! Οι μαθητές και μαθήτριες κρατούσαν τα βιβλία στο χέρι, είχαν διαβάσει συγκεκριμένα διηγήματα και είχαν υπογραμμίσει πολλά σημεία για να κάνουν ερωτήσεις. Σχολίασαν με ενθουσιασμό αλλά και κριτική διάθεση, ρώτησαν για πράγματα που απείχαν δεκαετίες πριν από τη δική τους βιωματική εμπειρία. Κάποιες μάλιστα επισημάνσεις ξεπερνούσαν και τις αρχικές προθέσεις του συγγραφέα, ενώ η επιμονή σε ορισμένα διηγήματα της συλλογής απέδειξε ότι τελικά ο αναγνώστης αποφασίζει τι του αρέσει περισσότερο και όχι ο συγγραφέας.

Ηταν μια θαυμάσια συνάντηση, που ολοκληρώθηκε με την ανάγνωση του κειμένου «Το γιατρικό της αμόλυντης λογοτεχνίας», που είχε δημοσιευθεί στην «Καθημερινή» το 2020 και συμπεριλήφθηκε στην εξέταση του μαθήματος της Νεοελληνικής Γλώσσας και Λογοτεχνίας την ίδια χρονιά. Λίγο πριν φύγουν οι μαθητές μού ζήτησαν να υπογράψω τα αντίτυπα των βιβλίων που είχαν διαβάσει, ενώ μια μαθήτρια μου πρότεινε ένα δικό της ζωγραφισμένο εξώφυλλο για το τελευταίο μου βιβλίο, που το εμπνεύστηκε κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης.

Είχα εργαστεί για πολλά χρόνια στη δημόσια εκπαίδευση, ένιωθα πάντα τον παλμό που κρύβεται πίσω από τα νέα παιδιά. Επιθυμούν να ζωντανέψει η μάθηση με κάθε δυνατό τρόπο. Η δημιουργική σύζευξη γλώσσας και λογοτεχνίας μπορεί να ωφεληθεί με τις επισκέψεις συγγραφέων σε σχολεία, τις επισκέψεις μαθητών σε βιβλιοθήκες, τις αναγνωστικές δράσεις εντός και εκτός της σχολικής τάξης, τη δημιουργία ιστότοπων από τους ίδιους τους μαθητές με συναφή θέματα, με το άνοιγμα της λογοτεχνικής εμπειρίας πέρα από τη σχολική αίθουσα. Μα πάνω απ’ όλα με την εισαγωγή ενός ολόκληρου λογοτεχνικού βιβλίου στην ύλη των Νεοελληνικών. Ενα τέτοιο βιβλίο δεν θα το πετούσαν και ενδεχομένως θα αποτελούσε τη μαγιά για τη μελλοντική τους βιβλιοθήκη.

Η δημιουργική σύζευξη γλώσσας και λογοτεχνίας μπορεί να ωφεληθεί με τις επισκέψεις συγγραφέων σε σχολεία, μαθητών σε βιβλιοθήκες κ.ά.

Αυτή τη ζωντάνια την ένιωσα και στην επόμενη συνάντηση όταν, με την πρωτοβουλία της φιλολόγου και προέδρου του Συνδέσμου Φιλολόγων Χανίων, Βαρβάρας Περράκη, βρέθηκα με δύο τμήματα του 2ου ΓΕΛ Χανίων. Εκεί τα παιδιά, με ανοιχτό το βιβλίο «Λογοτεχνία, Φάκελος υλικού, Δίκτυο κειμένων Γ΄ Λυκείου» διάβασαν ένα διήγημά μου από τους «Χάρτες», που (μεγάλη η τιμή) συμπεριλαμβανόταν στην ύλη τους και αναφώνησαν με χιούμορ «ένας ζωντανός συγγραφέας!».

Γελώντας τους ανέφερα ότι στα δικά μου γυμνασιακά χρόνια δεν υπήρχε περίπτωση να βρεθεί μέσα στα κείμενα νεοελληνικής λογοτεχνίας κάποιος εν ζωή συγγραφέας. Κάποια χέρια επέμεναν στις ερωτήσεις, διέβλεπα ότι μια μέρα κάποιοι/ες σίγουρα θα γράψουν, θα είναι οι επόμενοι «ζωντανοί». Γιατί αυτό ήταν το μήνυμα και η ψυχική και ηθική ικανοποίηση: η διδασκαλία της λογοτεχνίας πρέπει να συμβάλει τόσο στη γλώσσα όσο και στη βιωματική μάθηση των μαθητών/τριών προς όφελος της κριτικής σκέψης, της συνθετικής ικανότητας και της δημιουργικής φαντασίας. Και ότι ο λογοτεχνικός κανόνας καθιερώνεται μεν από τους κριτικούς και θεωρητικούς, αλλά κατοχυρώνεται στην εκπαιδευτική διαδικασία από διορατικούς και επίμονους καθηγητές.

Εκεί στην Κρήτη, κάτω από το διαχρονικό βάρος του Νίκου Καζαντζάκη, σκεφτήκαμε ότι πολλά πράγματα μπορούν να γίνουν ακόμη και να μεταλαμπαδευτούν στις επόμενες γενιές.

* O κ. Θεόδωρος Γρηγοριάδης είναι συγγραφέας.