Τετάρτη 24 Ιουλίου 2024

Η Λίνα Πανταλέων γράφει στην Καθημερινή "Δεύτερη γέννα



"Δεύτερη γέννα".

Με το άρθρο της, "Από την Ορθοκωστά» στα ορθοπολιτικά'" στην "Καθημερινή της Κυριακής" (22/06/24), η κριτικός λογοτεχνίας, Λίνα Πανταλέων, γράφει για την ελληνική λογοτεχνία της μεταπολίτευσης. Αυτό το έργο μου κρατάει αυτό το βιβλίο των 95 σελίδων που κυκλοφόρησε το 2009. Θυμίζω ότι παίχτηκε στο ΔΗΠΕΘΕ Καβάλας ως σκηνικός μονόλογος σε σκηνοθεσία Θοδωρής Γκόνης με την Φιλαρέτη Κομνηνού, περιόδευσε στις γειτονικές πόλεις και συγκίνησε πολύ τον κόσμο η πρωτοπρόσωπη φωνή μιας νέας μάνας από την Καβάλα  που προσπαθεί να συμφιλιωθεί με την τρομακτική απώλεια της φοιτήτριας κόρης της.



Το άρθρο:

Κρατάω σίγουρα τα καλά βιβλία. Ξέρουν αυτά ποια είναι. Δεν χρειάζονται υπεράσπιση, ούτε τα πτοούν οι αποκαθηλώσεις. Μένουν εκεί, λίγο ψηλότερα, λίγο χαμηλότερα, αλλά πάντα εκεί, για να διαβαστούν ξανά και ξανά. Κρατάω σίγουρα και τα λιγότερο καλά. Είναι αναγκαίο ένα μέτρο σύγκρισης. Αν ο πήχυς είναι η Μαντά και η Δημουλίδου, τότε κατακλυζόμαστε από δυνάμει Νομπέλ. Κρατάω πάντα τα βιβλία και αφήνω τους συγγραφείς. Παραδόξως, συχνά αποδεικνύονται οι χειρότεροι υπερασπιστές των έργων τους.


Πενήντα χρόνια μετά το 1974. Πόσο πολλή πεζογραφία. Διατρέχοντας νοερά τη θεματογραφία, κρατάω την απαγκίστρωση από την πολιτική και την Ιστορία. Προφανώς ουδέποτε θα εκλείψουν. Ακόμη και σημερινοί πρωτοεμφανιζόμενοι γράφουν για τον εμφύλιο, σαν να μην υπήρξε η «Ορθοκωστά» (1994) του Θανάση Βαλτινού ή το «Κιβώτιο» (1975) του Αρη Αλεξάνδρου (1922-1978). Κρατάω την απομάκρυνση από την πολιτική και την ιδεολογία, για να σταθώ στη σχέση που διερευνά η λογοτεχνία ανάμεσα στο άτομο και τον κόσμο, ανάμεσα στην καθημερινή κακοπάθεια και τις συλλογικές αναπηρίες. Απέραντη θεματική, άπειροι και οι τρόποι διερεύνησής της. Ξεχωρίζω τα πρώτα έργα της Μάρως Δούκα, όπως η «Πλωτή πόλη» (1983), οι «Λεύκες ασάλευτες» (1987) και η «Ουράνια μηχανική» (1999), αλλά αφήνω τα πρόσφατα μυθιστορήματά της με τη φωναχτή, στην ένταση μανιφέστου, στράτευσή τους. Αντιθέτως, ο Δημήτρης Νόλλας πέτυχε στα έργα του μια θαυμαστή σύζευξη του ιδιωτικού και του συλλογικού, μυθολογώντας μέσα από ένδον αδιέξοδα μια, τρόπον τινά, εξατομικευμένη πολιτική.


Κρατάω σχεδόν όλα τα μυθιστορήματα της Ιωάννας Καρυστιάνη, της Ρέας Γαλανάκη και της Ζυράννας Ζατέλη. Πιστεύω πως συνιστούν μια τριάδα κορυφαίων συγγραφέων, η οποία λάμπρυνε τη λογοτεχνία. Η μελοδραματική Καρυστιάνη, η ακαδημαϊκή Γαλανάκη και η μαγική Ζατέλη έδωσαν τις δεκαετίες του ’90 και του ’00 τα εξοχότερα έργα τους. Κρατάω επίσης με πολλή αγάπη το «Εορταστικό τριήμερο στα Γιάννενα» (1982), το «Μεξικό» (1988) και τη «Χοιροκάμηλο» (1992) της Ερσης Σωτηροπούλου, χωρίς όμως να αφήνω τα μεταγενέστερα μυθιστορήματά της. Σκέφτομαι στο σημείο αυτό πως οι άνδρες γράφουν καλύτερα από τις γυναίκες. Η λίστα, η δική μου προφανώς, με τα καλά βιβλία ανδρών συγγραφέων ολοένα μεγαλώνει, ενώ η αντίστοιχη λίστα βιβλίων γυναικών συγγραφέων μένει λίγο – πολύ στάσιμη.


Ας μιλήσουμε για τη Σώτη Τριανταφύλλου. Τα βιβλία της με απωθούν με το εξυπνακίστικο ύφος τους και τον αφ’ υψηλού χλευασμό τους, αλλά δεν θα μπορούσα να μην κρατήσω το «Σάββατο βράδυ στην άκρη της πόλης» (1996), το «Αύριο, μια άλλη χώρα» (1997) και τον «Υπόγειο ουρανό» (1998). Αντιθέτως, όλα τα βιβλία της Μαρίας Μήτσορα με συγκινούν για τον άγριο ανορθολογισμό τους, τον ναρκοληπτικό τους λόγο, τις ερεβώδεις παραισθήσεις τους, όπως επίσης με γοητεύει η σκοτεινιά των μυθιστορημάτων της Μαρίας Κουγιουμτζή.


Μάλλον εξίσου με τη λογοτεχνία του εμφυλίου με ενοχλεί η έμφυλη λογοτεχνία, ιδίως όταν διανθίζεται με αντιπατριαρχικές τσιρίδες και ιαχές για την απολύτρωση της ταυτότητας. Το βιβλίο δεν είναι πανό. Γενικότερα, τη γυναικεία φωνή στη λογοτεχνία θα την άφηνα ευχαρίστως να σιγήσει. Επειδή, όμως, δεν θέλω να κατηγορηθώ για μισογυνισμό, θα περάσω στους άνδρες. Αλέξανδρος Κοτζιάς (1926-1992), Θανάσης Βαλτινός, Αλέξης Πανσέληνος, Μένης Κουμανταρέας (1931-2014), Παύλος Μάτεσις (1933-2013). Ο Κοτζιάς έφερε το άτομο στο κέντρο της μυθοπλασίας, αποσπώντας το από τον κοινωνικοπολιτικό περίγυρο, ακριβώς για να καταδείξει την άλυτη εξάρτησή του από δόλιους μηχανισμούς, που απεργάζονται τον εκμηδενισμό του. Από το άλλο μέρος, ο Βαλτινός σημάδεψε την ελληνική λογοτεχνία με την ευτολμία της τεχνοτροπίας του, που δοκιμάζεται στους πιο απρόσμενους πειραματισμούς. Και εδώ η πολιτική παρεισδύει λοξά, μέσα από ιδιωτικές, δαιδαλώδεις και τυραννικές ατραπούς. Ο Βαλτινός γράφει Ιστορία και χωρίς πλοκή. Τα εμβληματικά «Στοιχεία για τη δεκαετία του ’60» (1989), λόγου χάριν, απαθανατίζουν αριστοτεχνικά τις μεταστροφές της ελληνικής κοινωνίας σε ένα μεγάλο χρονικό άνυσμα.


Σπουδαία έργα έδωσαν τις πρώτες δεκαετίες της Μεταπολίτευσης ο Κουμανταρέας, ο Μάτεσις και ο Πανσέληνος. Αλησμόνητα η «Βιοτεχνία υαλικών» (1975), η «Κυρία Κούλα» (1978), ο «Ωραίος Λοχαγός» (1982), η «Μητέρα του σκύλου» (1990) και ο «Παλαιός των ημερών» (1994), όπως και η «Μεγάλη πομπή» (1985) του Πανσέληνου. Ωστόσο, η όψιμη πεζογραφία τους δεν στάθηκε στο ύψος της παλαιότερης. Δύο συγγραφείς, τα βιβλία των οποίων εκτιμώ πολύ, είναι ο Νίκος Δαββέτας και ο Θεόδωρος Γρηγοριάδης. Από τον πρώτο κρατάω την «Εβραία νύφη» (2009), έναν περίτεχνο συγκερασμό Ιστορίας και υπαρξιακού τραύματος, ενώ από τον Γρηγοριάδη την ομήλικη «Δεύτερη γέννα» (2009), για τον καθηλωτικό σπαραγμό της. Από τα βιβλία των νεότερων πεζογράφων, άκρως αξιοπαρατήρητη θεωρώ την «Καινούργια μέρα» (2018) του Νίκου Χρυσού.


Ο Γιώργος Χειμωνάς (1938-2000), ο Σωτήρης Δημητρίου και ο Σάκης Σερέφας, τρεις συγγραφείς εξαιρετικοί αλλά και εξαιρετικά διαφορετικοί μεταξύ τους, κατόρθωσαν μια μείζονα λογοτεχνική επίτευξη, έπλασαν τη δική τους γλώσσα. Μολονότι και οι τρεις στέκονται επέκεινα της πολιτικής, η Ιστορία πάντοτε υποφώσκει στα έργα τους. Δεσπόζουσα είναι η θέση του ατόμου, του ανίσχυρου εγώ, έκθετου σε έναν κόσμο παράλογο, τραγικό ή και ανείπωτα φαιδρό. Η σχεδόν απισχνασμένη από νόημα γλώσσα του Χειμωνά, ερμητική και επτασφράγιστη, ονειρική και μυθώδης, μετουσιώνει σε λογοτεχνία ένα άχρονο, αέναο ψυχόδραμα. Ο Δημητρίου αρδεύοντας τη γραφή του με το χοϊκό ήθος της γενέτειρας, εγκεντρίζει στο ηπειρωτικό ιδιόλεκτο εμμελείς, πανάρχαιους αναπαλμούς. Ο Σερέφας, από την άλλη, με τις φαρσικές του γλωσσοπλασίες συγκαλύπτει με ξεκαρδίσματα την τραγικότητα των αλλόκοσμων μυθοπλασιών του.


Γελοιογραφώντας

Από τη δεκαετία του ’80 θα άφηνα τους γκροτέσκους καγχασμούς της παρωδίας, όπου θρασομανούν ο κυνισμός και ο μηδενισμός, γελοιογραφώντας μέχρις εσχάτων την κοινωνική παθογένεια. Απόγονος των γνωστών γελοιογράφων της περιόδου (Τατσόπουλος, Χωμενίδης, Ραπτόπουλος) φαίνεται πως είναι ο Μιχάλης Μιχαηλίδης. Μετά από μια εντυπωσιακή αρχή με τα μυθιστορήματα «Ο μηχανισμός της σύγχυσης» (1997), «Η πισίνα των αναμνήσεων» (1999) και «Η σκύλα και το κουτάβι» (2002), επέπεσε σε ένα βαρύ ατόπημα δημοσιεύοντας το σκανδαλοθηρικό μυθιστόρημα «Πινακοθήκη τεράτων» (2009). Του πήρε επτά χρόνια για να επανεμφανιστεί με τους συναρπαστικούς «Επόπτες» (2016). Ο συνομήλικός του Κωνσταντίνος Τζαμιώτης είναι ένας πνευματώδης πεζογράφος, ο οποίος συναρμόζει στις μυθοπλασίες του λόγια γλώσσα με ραφινάτη φιλοσοφική σκέψη και ένα βλέμμα έντονα κριτικό. Από εκείνον κρατάω με αμείωτο θαυμασμό τη «Συνάντηση» (2002), τον «Βαθμό δυσκολίας» (2004) και την «Παραβολή» (2006). Από τον Χρήστο Χρυσόπουλο κρατάω το μοναδικό στυλ της συγγραφικής του ιδιοσυστασίας, την έξοχη σύμμειξη ρεαλισμού και μεταμοντερνισμού.


Από τη δεκαετία του ’90 αφήνω την ανεξέλεγκτη βιβλιοπαραγωγή, που συσκότιζε τη θέαση των αξιόλογων βιβλίων. Σίγουρα κρατάω τα βιβλία δύο πρωτοεμφανιζόμενων πεζογράφων, τους «Τέσσερις τοίχους» του Βαγγέλη Χατζηγιαννίδη (2000) και «Των κεκοιμημένων» (1999) του Δημήτρη Μίγγα. Δυστυχώς κανένας από τους δύο δεν τήρησε τις υποσχέσεις της πρώτης του εμφάνισης. Κάνοντας ένα άλμα δύο δεκαετιών φτάνω σε δύο νεότατους πρωτοεμφανιζόμενους, που ελπίζω πως θα φανούν προσεκτικοί με τις υποσχέσεις τους. Πρόκειται για τους Αρη Αλεξανδρή και Χάρη Καλαϊτζίδη. Κοντά τους κρατάω τον Χρήστο Αρμάντο Γκέζο και τον Γιάννη Νικολούδη. Και πάλι άνδρες. Αλλά τι να πω; Για τους ανεκδιήγητους τίτλους τής Αλεξάνδρας Κ* ή για τις «αλεπούδες» της Ρένας Λούνα, διάσημης εδώ και ένα μήνα εξαιτίας μιας (φεμινιστικής ασφαλώς) τυμβωρυχίας;


Κρίση της γραφής και όχι γραφή της κρίσης

Πηγαίνοντας στο 2010, το οποίο έχει οριστεί ως το τέλος της Μεταπολίτευσης, αφήνω σχεδόν όλα τα βιβλία της οικονομικής κρίσης. Στερημένα την απρόσκοπτη θέαση που διασφαλίζει η αποστασιοποίηση, τα βιβλία αυτά μοιάζουν με λογοτεχνικά ντοκιμαντέρ. Αντιθέτως, η διηγηματογραφική συλλογή τού Χρήστου Οικονόμου «Κάτι θα γίνει, θα δεις» (2010), μολονότι εγκιβωτίζει όλη την απόγνωση και τη μιζέρια της περιόδου, ανάγεται σε εκλεκτή λογοτεχνία χάρη στην εκπληκτική δεξιοτεχνία της γλώσσας.


Θα άφηνα μετά χαράς το «Μπλε υγρό» (2017) της Βίβιαν Στεργίου. Με αφορμή τη Στεργίου, η οποία τόσο στα βιβλία της όσο και σε άρθρα της αρθρώνει έναν λόγο που όζει μεγαλαυχίας, θέλω να αφήσω μια και καλή (αν και δύσκολα ξεμπερδεύει κανείς μαζί τους) τους φωστήρες του Διαδικτύου, που φιλοσοφούν αμετροεπώς για καθετί μικρό και ελάχιστο. Η προκλητική κενολογία τους υποβιβάζει έως εξαφανίσεως όχι μόνο τη γλώσσα και τη σημασιολογική της λειτουργία, αλλά και τον κριτικό λόγο, που περιορίζεται σε χειροκροτήματα και γιουχαΐσματα. Και εδώ επιστρέφω στα παλιά για να πω πόσο μου λείπει η ποιότητα της κριτικής στα έντυπα. Λείπει η Μάρη Θεοδοσοπούλου (1950-2016). Και ο Δημοσθένης Κούρτοβικ. Θα ήθελα ακόμη να διάβαζα συχνότερα τον υπέροχα λεπτουργημένο λόγο της Κατερίνας Σχινά. Η αναμφίλεκτα κρίσιμη παρουσία του Βαγγέλη Χατζηβασιλείου και της Ελισάβετ Κοτζιά στην επικαιρική κριτική δεν αρκεί για να πληρωθεί το κενό στην αποτίμηση της βιβλιοπαραγωγής. Μένοντας στα έντυπα θέλω να πω ότι μου λείπει πολύ η «Νέα Εστία» του Σταύρου Ζουμπουλάκη, ενώ κρατάω ως κόρην οφθαλμού τον Ηρακλή Παπαλέξη (1951-2003) και το «Διαβάζω» του, όπου είχε υποδεχθεί τόσες αναγνώσεις. Με τρυφερότητα κρατάω και την πολύτιμη συνεργασία μου με δύο σπάνιους ανθρώπους του βιβλίου, τον Γιώργο Κορδομενίδη και τον Γιώργο Χρονά.


ΤΙ ΚΡΑΤΑΩ: Την απαγκίστρωση από την πολιτική και την ιδεολογία.

ΤΙ ΠΕΤΑΩ: Τις αντιπατριαρχικές τσιρίδες. Τους γκροτέσκους καγχασμούς της παρωδίας. Την επιμόλυνση της λογοτεχνίας με το σύνδρομο της ραγδαίας φήμης.


Πάνω από όλα θέλω να κρατήσω το κύρος του βιβλίου. Δεν νομίζω ότι εξωραΐζω καταστάσεις λέγοντας πως πριν από δύο δεκαετίες και πιο πίσω το βιβλίο αντιμετωπιζόταν με μεγαλύτερη σοβαρότητα από ό,τι στις μέρες μας. Τόσο από τους συγγραφείς όσο και από τους αναγνώστες. Πέρα από τη γλωσσική και στοχαστική ένδεια, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης επιμόλυναν τη λογοτεχνία και με το σύνδρομο της ραγδαίας φήμης. Κοντεύει ένα βιβλίο να ισοδυναμεί με σέλφι, με φίλτρο ασφαλώς.


Λοιπόν, τι κρατάω, τι αφήνω; Οσα μου άρεσαν και όσα δεν μου άρεσαν. Καμία ανθολόγηση δεν μπορεί να χωρέσει τις αρέσκειες και τις απαρέσκειες μιας πεντηκονταετίας. Φυσικά δεν είναι σωστό η κριτική να περιορίζεται στο γούστο, ούτε όμως αληθεύει πως υπάρχει αντικειμενική κριτική. Τα καλά βιβλία ξέρουν πάντα ποια είναι. Μένει να διαβαστούν.


Η κ. Λίνα Πανταλέων είναι κριτικός λογοτεχνίας.

Καθημερινή 22/06/2024


Κυριακή 23 Ιουνίου 2024

Η Ελένη Γκίκα γράφει για το Ελσίνκι στο fractal



Επαληθεύοντας μιαν αλήθεια που την γνωρίζουν ενδόμυχα όλοι οι συγγραφείς και την αποτύπωσε πρώτος ο Μαλαρμέ «Ο κόσμος είναι φτιαγμένος για να καταλήξεις σ’ ένα ωραίο βιβλίο», ο Θεόδωρος Γρηγοριάδης στο «Ελσίνκι» το πιο σημαντικό, αριστουργηματικό βιβλίο του μέχρι σήμερα κατ’ εμέ, επαναδιατυπώνει αυτή την συνθήκη λογοτεχνικής ζωής «ό,τι γράφτηκε στο χαρτί ξεγράφτηκε απ’ τη ζωή, παίρνοντας μαζί του την αλήθεια» και μας λέει χαμηλότονα αλλά σε όλους τους τόνους, μια ασαφή αλήθεια ακόμα για τους πολλούς: ότι εδώ και καιρό έχουν αρχίσει ήδη και αλλάζουν τα σύνορα. Γεωπολιτικά, εθνικά, ατομικά, και ξαναγράφονται οι έννοιες οικογένεια, πατρίδα, νόμος, νομιμότητα, ιθαγένεια.


Επινοώντας την πραγματικότητα μέσα από τον Αντώνη, τον συγγραφέα του βιβλίου του ο Γρηγοριάδης και αφηγούμενος τη ζωή του Αβίρ (ακολουθούμε τη διαδρομή του από το Ιράκ, κούρδος ων με ταυτότητα ιρακινού, στην Αθήνα, στο Ελσίνκι, στο Καλάρ, στο Ελσίνκι ξανά, με αρκετά πηγαινέλα σε Φινλανδία και Κουρδιστάν, ο επίλογος γράφεται όμως στο Βίσμπυ, στη Σουηδία), σκιαγραφεί την καινούργια πραγματικότητα με μαθηματική και σχολαστική ακρίβεια: σύνορα καταλύονται, πατρίδες ακυρώνονται, ταυτότητες διαρρηγνύονται, αλλάζουν δεσμοί και θεσμοί, ανθρώπινοι και κοινωνικοί, η καινούργια ανθρωπογεωγραφία πια απαιτεί μια άλλη ανάγνωση, πιο σύνθετη για την ώρα, βαθειά ανθρώπινη, ευάλωτη κι εύθραυστη, δυσανάγνωστη σε όσους βυθίζονται και αγκυλώνονται από το πνεύμα και το γράμμα του νόμου.


Στο μυθιστόρημα, όλα αρχίζουν περίπου απ’ τη μέση, ο Αβίρ ετοιµάζεται να υποδεχθεί τον Αντώνη —τον αγαπηµένο του φίλο από την Ελλάδα, τον άνθρωπό του— στο Ελσίνκι, στον τόπο όπου έχει βρει πια καταφύγιο και έχει δηµιουργήσει οικογένεια µε τη συµπατριώτισσά του Εβίν. Μέσα από μικρά χρονολογημένα και γεωγραφικά προσδιορισμένα κεφάλαια (ο χρόνος σε διαρκή φλας μπακ) παρακολουθούμε τις δύσκολες διαδροµές του από το Ιράκ στην Ελλάδα και από εκεί στη Φινλανδία, τις περιπέτειες και τις δυσκολίες, τις αλήθειες και τα ψέµατα που έχουν καθορίσει τη ζωή και την τύχη του. Όμως ποτέ κανένας τόπος δεν αποδεικνύεται (ειδικά σε εποχές παρακμής) γη της επαγγελίας. Ειδικά όταν ο 21ος αιώνας αποδεικνύεται τόσο ρευστός και εποχή όπου αλλάζουν όλα: πατρίδες, σύνορα, ιδεολογίες, θεσμοί και δεσμοί, αξίες, ερωτικά ενδιαφέροντα, η ιστορία, η ζωή μας και η ψυχή μας η ίδια.

Στο μυθιστόρημα, κάνοντας κυριολεκτικά εργόχειρο, ο συγγραφέας γράφει λεπτοβελονιά όλες τις διακυμάνσεις εσωτερικές και εξωτερικές στη ζωή του Αβίρ (πολιτικές, κοινωνικές, οικογενειακές, ψυχολογικές) και μας παραδίδει ανάγλυφα την καινούργια συνθήκη τα τελευταία είκοσι περίπου χρόνια.

Ικανές να εξουθενώσουν και να εξαφανίσουν τον ήρωα, αφού πρώτα τον γονατίσουν άπειρες φορές.

Μικρές ανάσες δροσιάς και αλήθειας οι συναντήσεις του με τον Αντώνη, ο οποίος υποχρεώνεται εκ των συνθηκών στο τέλος να είναι ως οφείλει ως συγγραφέας παρατηρητής αυτής της ζωής έστω κι αν εφάπτεται στα σημεία με την ζωή του την ίδια.

Ένα βαθύτατα πολιτικό, ανθρώπινο, υπαρξιακό και ψυχολογικό μυθιστόρημα που αγγίζει προς το τέλος του και τα μεγάλα ζητήματα της γραφής και της λογοτεχνίας.

Αποδεικνύοντας πως το μεγάλο βιβλίο της ζωής ενίοτε γίνεται και ακριβή λογοτεχνία. Ειδικά όταν διαθέτει αλήθεια, τόλμη, ειλικρίνεια, τέχνη και βαριά σκιά, επαληθεύοντας εν τέλει το μεγάλο θαύμα της λογοτεχνίας. Τη δυνατότητα να ανιχνεύει την αλήθεια όταν δεν μας την έχει κάνει ξεκάθαρη ακόμα η ζωή. Αλλά «Για την αγάπη και τα γραπτά σου δεν πρέπει να μετανιώνεις ποτέ».


Fractal  Ελένη Γκίκα 4/06/24


 




 

Δευτέρα 10 Ιουνίου 2024

"Ελσίνκι" κριτική της Μικέλας Χαρτουλάρη στην ΕΠΟΧΗ

Σάρκα και σύνορα, ίλιγγος και δάκρυα



Ο Αβίρ απ’ το Κουρδιστάν είχε φτάσει στην Ελλάδα το 2000, έβρισκε μεροκάματα, μάθαινε ελληνικά, περνούσε κάτω από τα ραντάρ των Αρχών. Κάποια στιγμή γνωρίστηκαν με τον Αντώνη και κατέληξαν να μένουν στο σπίτι του, να μοιράζονται το διπλό κρεβάτι και να είναι αφομοιωμένοι στον κύκλο του Αντώνη. Για τρία χρόνια. Ώσπου με την οικονομική κρίση, και, αργότερα, μετά τον εμφύλιο στη Συρία και τις μεγάλες μεταναστευτικές ροές, το ευρύτερο πλαίσιο έγινε ασφυκτικό. Η Αθήνα, η Ελλάδα, το Αιγαίο, οι πολιτικές και οι νοοτροπίες, άλλαξαν, η επιθετικότητα προς τους μετανάστες όλο και φούντωνε, οπότε ο Αβίρ αποφάσισε να προμηθευτεί ένα πλαστό αιγυπτιακό διαβατήριο και να φύγει σε αναζήτηση άλλης πατρίδας. Ωστόσο, η σχέση του Έλληνα με τον «Άλλο», δεν έσβησε. Η τρυφερότητά τους άντεχε, κι ας μετατόπιζε η γεωγραφική απόσταση τις συναισθηματικές συνιστώσες. Μέχρι που…


Το «Ελσίνκι», το δέκατο ένατο βιβλίο του Θεόδωρου Γρηγοριάδη, είναι μια σπουδαία ερωτική ιστορία και ένα πολύ θαρραλέο μυθιστόρημα, που δίνει τη σκυτάλη στο κοινό για να συμπληρωθεί.


- Tony: αχ, σε ερωτεύτηκε…


- Awir: agori mou edo to pio eukolo einai to sex alla den kseroun ti paei na pei i agapi


Ένας Έλληνας συγγραφέας στην Αθήνα και ένας μισοσπουδαγμένος Κούρδος από το Καλάρ του Ιράκ που ζήτησε άσυλο στη Φιλανδία, συνομιλούν το 2010 στα greeklish μέσω του messenger. Αφορμή, η παχουλή Φιλανδή που έχει «κολλήσει» στον Ανατολίτη.


Στο «Ελσίνκι», το δωδέκατο μυθιστόρημά του, ο Θεόδωρος Γρηγοριάδης παρακολουθεί τον Αβίρ και τον αρκετά μεγαλύτερό του Αντώνη, από το 2009 που ο Αβίρ φτάνει στο Τούρκου της Φιλανδίας, μέχρι το 2021 που τα ίχνη του χάνονται κάτω από μυστηριώδεις συνθήκες. Όπως χάνονται και τα ίχνη της Εβίν, της γυναίκας του (για την οποία διακινδύνευσε να γυρίσει πίσω για να την φέρει από τη γενέτειρά του), αντίστοιχα και της οικογένειας που απέκτησαν – με τα κορίτσια και τον μικρό Καρουάν, που τόσο αγάπησε τον «θείο Άντο» όταν τον είχαν φιλοξενήσει το 2018 στο διαμέρισμά τους στο Ελσίνκι. Εδώ δεν έχουμε, λοιπόν, ένα παραμύθι της Χαλιμάς αλλά μια ιστορία ομοερωτικής αγάπης που θα εξελιχθεί σε δυστοπική περιπέτεια. Επειδή για τους μετανάστες, τα ζόρια δύσκολα τελειώνουν...

Αφήγηση-νυστέρι, σε δύο επίπεδα, ιδιωτικό και δημόσιο


Αξιοποιώντας αριστοτεχνικά τον ιστορικό ενεστώτα που αποκαλύπτει τη δραματική διάσταση των πραγμάτων, ο Γρηγοριάδης χτίζει μια αφήγηση με κεφάλαια των δύο-τριών σελίδων, αλλού πρωτοπρόσωπη αλλού τριτοπρόσωπη, που πηγαινοέρχεται στον χρόνο και στον χώρο στην Ελλάδα, στη Φιλανδία και στο Κουρδιστάν (Ελσίνκι 2018, Τούρκου 2009, αλλά και Βάασα 2010, και Καλάρ 2011, και Αδριανούπολη 2019 κ.ο.κ.), αλλάζοντας γωνία και προκαλώντας στο αναγνωστικό κοινό ένα αίσθημα ιλίγγου. Ή και απελπισία και δάκρυα. Είναι μια αφήγηση-νυστέρι, δωρική, ρεπορταζιακή, εστιασμένη σε κρίσιμες λεπτομέρειες, θαρρετά αναστοχαστική, βουβά σπαραχτική. Εξελίσσεται σε δύο επίπεδα, το ιδιωτικό και το δημόσιο, και φωτίζει την καθημερινότητα, τον αγώνα και τις αγωνίες των κεντρικών χαρακτήρων, σε ένα διεθνές πλαίσιο ολοένα πιο σκληρό. Διότι η αγριότητα των συνθηκών στις σύγχρονες δυτικές κοινωνίες αλέθει τις ελπίδες, τα όνειρα και τα συναισθήματα των ανθρώπων που αναζητούν πεισματικά εκείνη την πατρίδα, ή «πατρίδα», όπου θα βρουν αυτό που πάντα τους λείπει: χαρά.


Πρόκειται για ένα από τα κορυφαία έργα του Γρηγοριάδη στα 34 χρόνια της ξεχωριστής συγγραφικής παρουσίας του. Ένα έργο που είναι γενναίο, καθώς τα περισσότερα γεγονότα και βιώματα είναι πραγματικά, αλλά ο συγγραφέας επέλεξε να τα διαχειριστεί με τους όρους της μυθιστορηματικής γραφής, και όχι με τους όρους της αυτo-μυθοπλασίας (autofiction). Γι’ αυτό υιοθέτησε το προσωπείο του Αντώνη …«αλλιώς θα ήμουν ένας Εντουάρ Λουί».

Πώς να φτιάξεις έναν νέο εαυτό;

Η προσέγγισή του είναι καινοτόμα και επειδή στην αφήγηση εγκιβωτίζει τον τρόπο επικοινωνίας που έχει κυριαρχήσει με τους «ξένους», δηλαδή τους διαλόγους στη μεικτή γλώσσα των ελληνικών με λατινικό αλφάβητο (greeklish). Κάτι που απελευθερώνει στην προκειμένη περίπτωση, την ερωτική διάσταση στις συζητήσεις μεταξύ Αβίρ και Αντώνη. Αλλά ο Αντώνης δεν θα διεκδικήσει τον Αβίρ από την Εβίν. Αντίθετα, θα επιλέξει να συνεχίσει να του συμπαραστέκεται και μετά τον γάμο τους. Πώς όμως θα πραγματευτεί μέσα του το συναίσθημα της απώλειας; Τι θα κάνει όταν θα γίνει απειλητικό το τοπίο που τους περιβάλλει; Όταν θα κοπεί η διαδικτυακή επαφή τους; Ε! λοιπόν, θα δείξει γενναιότητα και θα στρωθεί να γράψει. Επειδή όμως στην Ελλάδα θα τον έπνιγαν οι αναστολές, θα καταφύγει στη Σουηδία, στο μακρινό Βίσμπι με το Βαλτικό Κέντρο για Συγγραφείς και Μεταφραστές. Εκεί, ο Αντώνης, και, πίσω από αυτόν, ο συγγραφέας από το Παλαιοχώρι Παγγαίου που ήδη το 2001 είχε γράψει το «Παρτάλι», ο τρεις φορές βραβευμένος Γρηγοριάδης (2016, 2019, 2023), θα νιώσει απελευθερωμένος. Και θα καταγράψει σε δύο φάσεις, το 2018 και το 2023 την περιπέτειά του με τον Αβίρ. Αλλά πώς;


«Πώς να φτιάξεις έναν νέο εαυτό; Πώς να ξανατυλίξεις το πυκνό νήμα των αναμνήσεων;» Αυτό είναι το μότο στο «Ελσίνκι», που ο Θεόδωρος Γρηγοριάδης το δανείστηκε από το «Γράμμα σε έναν όμηρο» του Αντουάν Ντε Σαιντ-Εξυπερύ. Απόλυτα ταιριαστό, καθώς σ’ αυτό το καινούργιο μυθιστόρημά του υπογραμμίζει, μεταξύ άλλων, το καθεστώς ομηρείας στους δυτικούς θεσμούς, που τυλίγει τους πρόσφυγες και τους μετανάστες, ακόμη και όταν θα έχουν εγκατασταθεί νόμιμα σε κάποια χώρα της Δύσης. Ο Αβίρ αισθάνεται σε κάθε στάδιο να απειλείται το πολιτικό του άσυλο, η άδεια παραμονής του, το προσωρινό, και έπειτα το ευρωπαϊκό διαβατήριό του. Έτσι ο συγγραφέας θυμίζει ότι η Δύση έχει αποτύχει οικτρά στην απορρόφηση των «Άλλων».

Οξυδερκής και ευαίσθητη ανατομή

«Μόνο για τη δεύτερη και την τρίτη γενιά υπάρχουν ελπίδες ουσιαστικής ενσωμάτωσης», πιστεύει ο Γρηγοριάδης. Διότι η πρώτη γενιά βιώνει τρομερές ακυρώσεις, σε κοινωνικό όσο και σε προσωπικό επίπεδο. Γι’ αυτές μιλά, επειδή τις μοιράστηκε και ο ίδιος. Αυτό ακριβώς είναι κάτι που δεν έχει ξαναγίνει σε τέτοιο βάθος στη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία, η οποία πραγματεύτηκε την προσφυγική και τη μεταναστευτική εμπειρία.


Η προσέγγιση του Γρηγοριάδη στο «Ελσίνκι» μπορεί να συνομιλεί ελάχιστα με τις σχετικές ιστορίες του Δημήτρη Νόλλα, ιστορίες καίριες από το 2009 («Ναυαγίων πλάσματα») και το 2012 («Στον τόπο», Ίκαρος). Συνομιλεί όμως σε βάθος με την ταινία «Ο φόβος τρώει τα σωθικά» του Φασμπίντερ (1974) καθώς και με το αυτοβιογραφικό αφήγημα «Αιχμάλωτος του έρωτα» του Ζαν Ζενέ (1986), που άντλησαν αντίστοιχα την έμπνευσή τους από τη γνωριμία τους με Μαροκινούς γκασταρμπάιντερ ή Παλαιστίνιους μαχητές. Όσο για τον Αβίρ, το περίγραμμά του υπάρχει ήδη από το 2018 και το 2022 στα διηγήματα του Γρηγοριάδη «Ο ξένος που έφυγε» και «Τα γλυκά τ’ ανατολίτικα» από τις συλλογές «Γιατί πρόδωσα την πατρίδα μου» και «Η νοσταλγία της απώλειας» (Πατάκης).


Δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι η οξυδερκής και ευαίσθητη ανατομή του Γρηγοριάδη στα ζητήματα της ταυτότητας είναι μεγάλη υποθήκη για τη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία.


ΕΠΟΧΗ, Η εποχή των βιβλίων 2/06/24


 


Σάββατο 1 Ιουνίου 2024

"Ελσίνκι" παρουσίαση του Αλέξανδρου Πύραυλου στο ΟLAFAQ

Το “Ελσίνκι” του Θοδωρή Γρηγοριάδη και μια γλυκιά μέρα στην Αθήνα


Σαν τρυφερή απάντηση στον φόνο του Σεργιανόπουλου


Αλέξανδρος Πύραυλος

30.05.2024




Διαβάζω βιβλία όπως άλλοι παίρνουν χάπια – και χθες το χρειαζόμουν μετά από μια βαρβαρότητα. Το πρωί πλήρωσα 120 ευρώ σε δημόσιο νοσοκομείο – για μια απλή τυπική εξέταση, γιατί ακόμη δεν έχουν το “σωστό” πρωτόκολλο. Η εξέταση ήταν μια απλή δειγματοληψία που στην Αγγλία την κάνεις δωρεάν και προληπτικά σε μια οποιαδήποτε κλινική του δημόσιου συστήματος υγείας για ήπια, ιάσιμα, ασυμπτωματικά ΣΜΝ – τύπου χλαμύδια. Είναι μια χαλαρή και ανώδυνη ρουτίνα. Και έτσι έχεις εμπιστοσύνη στον εαυτό σου αλλά και στους άλλους – και η ερωτική σου ζωή είναι ανοιχτή, ευέλικτη και θαρραλέα. Η ιατρική σου ανοίγει τα φτερά: δεν σε φρονηματίζει και δεν σε τρομοκρατεί. Κυρίως δεν σου θέτει ηλίθια ηθικά διλήμματα που έχουν ξεπεραστεί από την ιστορία. Έτσι νιώθεις άνετα να μιλάς και να φλερτάρεις με αγνώστους – και να χορεύεις ταγκό με τον απρόβλεπτο. Ανεξαρτήτως εισοδήματος.

Πέρασα την υπόλοιπη μέρα κάνοντας ασύδοτο και απροφύλακτο έρωτα με τον ήλιο – στο κέντρο της πόλης. Περιφέρθηκα σε μουσεία, καφέ και βιβλιοπωλεία. Στην ταράτσα του Public διάβασα μονορούφι το “Ελσίνκι“, το νέο βιβλίο του γλυκύτατου Θοδωρή Γρηγοριάδη – ένα βιβλίο που μιλά για μια σχέση που ξεκινά απρόβλεπτα: οδηγάς σπίτι σου και στο δρόμο βλέπεις ένα ελκυστικό άνδρα. Ένα τύπο ανθρώπου που τα δελτία ειδήσεων συνήθως παρουσιάζουν σαν κοινωνικό ιό, κινούμενη εστία μόλυνσης και πολιτισμικό παράσιτο. Δηλαδή ένα σούπερ σέξι μεταναστάτη – και στην περίπτωση αυτή Κούρδο από το Ιράκ. Και φυσικά, του πιάνεις συζήτηση, τον βάζεις στο αμάξι σου και τον καλείς σπίτι σου. Και μετά… γίνεσαι είδηση σε αιμοβόρα δελτία ειδήσεων; Λάθος.

Μετά (από 20 χρόνια) πας στο Αερόστατο του Παγκρατίου για να παρουσίασεις ένα αισθαντικό βιβλίο που αφηγείται τη σχέση που αναπτύξατε διασχίζοντας διάφορες δεκαετίες, οικονομικές κρίσεις, συγκατοικήσεις, χωρισμούς, γάμους, ξεσπιτώματα και μετακινήσεις -νόμιμες και ημιμόνιμες- από χώρα σε χώρα και από ήπειρο σε ήπειρο.

Όλες οι παρουσιάσεις βιβλίων -παγκοσμίως- έχουν πολύ χώρο για παραστατική απογείωση. Γιατί να μιλάμε μόνο; Ας παίξουμε και λίγο. Ειδικά όταν τα εν λόγω βιβλία βασίζονται σε σκηνικά και ιστορίες που όταν τα αναλαμβάνει το TikTok γίνονται viral. Στα σημερινά ίντερνετς, παρόμοιες αυθόρμητες καταστάσεις -σαν τη σκηνή γνωριμίας του αφηγητή με τον εραστή/σύντροφο του- φιλοτεχνούνται σαν φαντασιώσεις. Άπειρα βιντεάκια παρουσιάζουν οδηγούς που καλούν περαστικούς στο αμάξι τους. Ίσως για ένα κομμάτι της γενιάς των dating apps να παραμείνει μόνο αυτό: μια ονερική απόσπαση προσοχής στην οθόνη του κινητού τους. Όχι το ξεκίνημα ενός ερωτικού βιώματος και το στήσιμο μιας εναλλακτικής συγγένειας σαν αυτή που ξετυλίγεται στο βιβλίο.

Στο βιβλίο η ερωτική σχέση μεταμορφώνεται σε ένα είδος δεσμού που δεν κόβεται ούτε από φευγαλέες παρορμήσεις, ούτε από ένσιχτα κτητικότητας. Ο αφηγητής μας πονάει αλλά δεν κόβει το δεσμό όταν ο συντροφος του παντρεύεται. Να μια απλή και συνταρακτική μαρτυρία για την έννοια της απελευθερωσης – πέρα από το αίτημα του γάμου.

Ο άντρας που κάλεσες στο αμάξι σου συμμετέχει στη ζωή σου και σαν πορνοστάρ και σαν συντροφος και σαν συγγενής – όλα αυτά μαζί σε ένα ιδιόμορφο παζλ που τινάζει στον αέρα τις συμβάσεις μελοδράματος, πορνό και θρίλερ που συνήθως συνοδεύουν αντίστοιχα σενάρια ψαρέματος ενός «αγνώστου στο δρόμο, που θέλει να σε ληστέψει, να σε σφάξει ή να σε εκμεταλλευτεί.»

Τι κρίμα που το κλίμα δαιμονικής συντήρησης που ζούμε δεν θα παραχωρούσε ποτέ το δικαίωμα σε ένα στρέιτ συγγραφέα όχι απλά να αφηγηθεί, αλλά ούτε καν να διανοηθεί να προσκαλέσει μια νεαρή άγνωστη μετανάστρια στο αμάξι του (χωρίς μετά να ειδοποιηθεί η αστυνομία, οι πρωινές εκπομπές και οι ντουντούκες του τρόμου).

Πάντως η αλήθεια είναι ότι αυτός ο παλμός κοινωνικότητας ταιριάζει γάντι με το καμβά μια πόλης που κοχλάζει γλυκά ακόμη και όταν συναντιόμαστε για να μιλήσουμε για βιβλία. Στο καφέ μπαρ μαζεύτηκαν ετερόκλητες υπάρξεις. Τα πάντα είχε ο μπαξές: από νεόκοπους συγγραφείς και καλόβολες κυρίες μέχρι τηλεοπτικά σελέμπριτι και χορογράφους. Μετά από τόσα χρόνια στας Αγγλίας, εκεί πρέπει να πω: η κοινωνικότητα ακόμη και της τραυματικής Αθήνας σε χαϊδεύει στο πρόσωπο -εκτός οθόνης- και ας είναι λίγο σαν το φύσημα του αέρα, που έρχεται και φεύγει και μετά κάνει παφ και εξαφανίζεται – και σε αφήνει να κοιτάς το ταβάνι αναρωτιόμενος πως πέρασε η ζωή σου και που πήγαν όλοι;

Και αυτή ακριβώς η αμφιταλάντευση είναι κεντρικό μοτίβο στην αφήγηση του Θοδωρή – η γλυκύτητα που γλιστρά απρόσμενα μέσα στην οικειότητα της ζωής σου και μετά πάλι γλιστρά έξω της. Σχεδόν το ίδιο απρόσμενα, αν και όχι εντελώς απροειδοποίητα. Και εδώ αναβλύζει και μεγάλη ωριμότητα του βιβλίου. Η απροσποίητη φωνή του αφηγητή χτίζει υποδόριες παγίδες αφινιδιασμού. Ακριβώς επειδή δεν ζορίζεται να εντυπωσιάσει με εκφραστικές φιγούρες, σου τραβάζει το χαλί κάτω από τα πόδια σου, όταν δεν το περιμένεις. Είναι σαν μια ιστορία που στην αφηγείται ένας κολλητός σου εμπιστευτικά, δείχνοντας σου ακόμη και αποσπάσματα από τα chat στο κινητό. Τον πιστεύεις. Το ύφος παράγει μια σχέση εμπιστοσύνης που ξαφνικά ραγίζει και σε ραντίζει με παράνοια και δευτέρες σκέψεις. Μέχρι το τέλος του βιβλίου τίποτα δεν θα παραμείνει ακριβώς αξιόπιστο: ούτε η φωνή του αφηγητή, ούτε οι ήρωες. Αναρωτιέσαι: τι στο διάλο έγινε. Αφηγητή μου; Σε πιάσαν κορόιδο και μετά έπιασες κορόιδο εμένα; Με έβαλες στη θέση σου, για να μην πάρεις εσύ τη θέση του τελικού κριτή;

Φωτ.: Αλέξανδρος Πύραυλος

Θα πάρω το θάρρος να γίνω κριτής ενός μόνο σχολίου (απ΄ τα πολλά εύστοχα) -που με έκανε να προβληματιστώ- στην πανέξυπνη παρουσίαση της δημοσιογράφου και βιβλιοκριτικού Μικέλας Χαρτουλάρη. Ανέφερε σε κάποια στιγμή ότι ο μουσουλμάνος σύντροφος νιώθει την υποχρέωση να παντρευτεί -να φτιάξει οικογένεια- όχι λόγω της θρησκείας, αλλά λόγω της «πατριαρχίας»Πιάνω το νόημα της ατάκας, αλλά αναρωτιέμαι για τη επιλογή του όρου. Η “επιλογή” του ήρωα για νοικοκυροσύνη δεν φαίνεται να του παραχωρεί κάποιο προνόμιο. Μάλλον το αντίθετο: αναδεικνύει το χρέος του, την ευαλωτότητα του, τη θυσία που πρέπει να κάνει, ακριβώς επειδή είναι “άντρας”, δηλαδή πρωτότοκος αδερφός, προστάτης.

Η πορεία της ζωής του, όπως παρουσιάζεται, δεν τονίζει την υπάρξη ενός κυρίαρχου φύλου, αλλά μιας κυρίαρχης παράδοσης. Δεν είναι μια παράδοση αποκλειστικά μουσουλμανική – δεν είναι όμως ούτε είναι μια παράδοση που ελέγχεται αποκλειστικά από τους άντρες. Ούτε επίσης είναι μια παράδοση αποκλειστικά ευνοϊκή προς ένα φύλο. Είναι μια ευρεία συνθήκη στην οποία ρόλους εξουσίας και βαναυσότητας αναλαμβάνουν εναλλάξ πολλά πρόσωπα, και μάλιστα, συχνά, γυναίκες. Στο “Ελσίνκι” κοπέλες αναλαμβάνουν το μίζερο ρόλο της παρενόχλησης και εκβιασμού, ενώ καταπιεστικές μητέρες πιέζουν για γάμο. Σκέφτομαι ότι η λέξη πατριαρχία είναι πολύ ανεπαρκής για να περιγράψει την περιπλοκότητα αυτών των βιωμάτων. Τόσο στο βιβλίο όσο κι έξω από αυτό, η δυαδική απεικόνιση του κόσμου σε ισχυρά και ασθενή φύλα κατεδαφίζεται. Αυτό που βλέπουμε είναι ισχυρές νοοτροπίες και αμφίρροπα πρόσωπα – τη μια στιγμή θαρραλέα και την άλλη αδύναμα. Όχι δυο στρατιές θυτών και θυμάτων.

Και αυτό ακριβώς είναι το δώρο της λογοτεχνίας. Το ξανακάτεμα της τράπουλας, η ανασύνθεση του χάρτη του κόσμου, η αναδιαταξη των απολαύσεων και των πόνων, και η ικανότητα να βλέπεις τη ζωή όχι μόνο μέσα από ένα σώμα αλλά και μέσα από την προοπτική του ξένου, του επισκέπτη, του συναισθηματικού “μύκητα” που εισβάλλει στην επιδερμίδα των ονείρων και των παρορμήσεων σου και παράγει ένα νέο οικοσύστημα ήθους, πάθους και αμφιβολίας.

Πέμπτη 30 Μαΐου 2024

"Ελσίνκι" κριτική στον ΙΣΤΟ από τον Αλέξανδρο Ζωγραφάκη

 «Η ευαισθησία των άλλων»



Γράφει ο Αλέξανδρος Ζωγραφάκης

25-05-2024 | 11:29

«Ωστόσο η ευαισθησία των άλλων είναι μια κατασκευασμένη συνθήκη που συντηρείται από τα παθήματα των αληθινών μαρτύρων» (σ. 97).


Είναι άραγε το μυθιστόρημα του Θεόδωρου Γρηγοριάδη (Παλαιοχώρι Καβάλας, 1956) μια απόπειρα μεταγραφής «παθημάτων των αληθινών μαρτύρων»; 


Συνεισφέρει δηλαδή ο συγγραφέας ώστε να συντηρείται αυτή η «κατασκευασμένη συνθήκη» που αποκαλεί «ευαισθησία των άλλων»;

Όταν λέω «ο συγγραφέας» εννοώ τόσο τον Γρηγοριάδη όσο και τον Αντώνη, τον ήρωά του, επίσης συγγραφέα, που έχει δημιουργηθεί με τέτοιο τρόπο ώστε να παραπέμπει στον ίδιο. Ο Γρηγοριάδης, εξάλλου, αφήνει λίγες αμφιβολίες για το αν ο Αντώνης κι εκείνος ταυτίζονται. Το τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου φέρει τον τίτλο «Βίσμπυ, Σουηδία – Μάρτιος 2023» και το σημείωμα που διαβάζουμε αμέσως μετά το τέλος του μυθιστορήματος, σημείωμα που υπογράφεται από τον συγγραφέα, επιβεβαιώνει τις προθέσεις του: 


«Το Ελσίνκι γράφτηκε τον Μάιο του 2018 και τον Μάρτιο του 2023 στο Baltic Centre for Writers and Translators στην πόλη Βίσμπυ του νησιού Γκότλαντ της Σουηδίας». 

Στον πυρήνα του μυθιστορήματος υπάρχει μια ερωτική ιστορία. Ο Αντώνης θα γνωρίσει τον κατά είκοσι πέντε χρόνια νεότερό του Αβίρ, πρόσφυγα από το ιρακινό Κουρδιστάν, που έρχεται στην Ελλάδα. Θα ζήσουν μαζί περίπου τρία χρόνια. Με το ξέσπασμα της κρίσης ο Αβίρ θα φύγει για τη Φινλανδία. Ο έρωτας αυτός χρησιμοποιείται ως αφορμή για να μιλήσει ο Γρηγοριάδης για το μεταναστευτικό αλλά, κυρίως, για την πλαστικότητα της ανθρώπινης φύσης, που κατοπτρίζεται με συνέπεια στην εποχή μας. Η ιστορία είναι δοσμένη «[...] μέσα από διαφορετικές ματιές και σκόρπιες εικόνες» (σ. 215). Ο μύθος ξεδιπλώνεται μέσα από “αποστασιοποιημένα” κεφάλαια στο τρίτο πρόσωπο, μέσα από διαδικτυακές συνομιλίες του Αντώνη με τον Αβίρ, αλλά και από πρωτοπρόσωπα κεφάλαια του Αντώνη, που σταδιακά μετατοπίζουν τον μυθιστορηματικό φακό στον ίδιο και αφήνουν να εννοηθεί μια ανησυχία για το αν τελικά πρόδωσε σε κάποιο σημείο τον Αβίρ και κατά συνέπεια τον εαυτό του. 


«Κι εκεί την πάτησα, διότι αυτή τη φορά δεν έγραφα ούτε θέατρο ούτε μυθοπλασία· διάλεξα έναν χαρακτήρα από την πραγματικότητα. Έτσι, έπεσα θύμα της ίδιας μου της ευρηματικότητας, υιοθετώντας έναν ρόλο βασισμένο στον ίδιο μου τον εαυτό. Θα τα εξηγήσω αργότερα αυτά, τα θεωρητικά και τα δήθεν, που πολλές φορές μάς αποκόβουν από τις αληθινές μας επιθυμίες» (σσ. 82-83).


Ο Γρηγοριάδης αποτυπώνει την αντίστασή του προς την εμμονή να αποδελτιώνονται οι επιθυμίες μας σε απτές κατηγοριοποιήσεις, να καθίσταται η ζωή ένα, τρόπον τινά, σύνολο εύτακτων οδηγιών προς ναυτιλλομένους. Να πρέπει δηλαδή ο καθένας να ορίσει, ακόμη και στον εαυτό του, τι ακριβώς είναι. 


«“Δηλαδή, εγώ τώρα που είμαστε μαζί είμαι bisexual;” “Ό,τι αισθάνεσαι” χαμογέλασα και τόνισα πως δεν έβαζα ετικέτες στη ζωή μας» (σ. 215). 


Ο Γρηγοριάδης περνάει με εξαιρετικό τρόπο, με, για να το πω αντιφατικά, μετριοπαθή αδιαλλαξία, μια χαρτογράφηση της επιθυμίας πάνω στον ρευστό γεωπολιτικό καμβά της εποχής μας. Από τη μία πλευρά στέκεται το νόμιμο και από την άλλη το δίκαιο. Από τη μία πλευρά στέκονται οι επιταγές της κοινωνίας και από την άλλη η επιθυμία της μονάδας –του ανθρώπου– που ασφυκτιά και μέσω των «παθημάτων των αληθινών μαρτύρων» υπαγορεύει –αργά, σιωπηλά και επώδυνα– τον μετασχηματισμό των κανονιστικών πλαισίων. 


Στο μυθιστόρημα παρακολουθούμε καταλεπτώς τα στάδια της πορείας του Αβίρ τόσο ως πρόσφυγα, που προσπαθεί να ενταχθεί στον τρόπο ζωής στη Δύση όσο κι ως ανθρώπου, που πασχίζει να συμβιβάσει τις επιθυμίες του με τις προσταγές της οικογένειάς του. 


«Νιώθει και πάλι ηττημένος, παράταιρος. Μια ζωή εμπόδια. Να υποδύονται πως είναι κάποιοι άλλοι, να εφευρίσκουν ιστορίες, να επινοούν έγγραφα και ντοκουμέντα» (σ. 209).


Ο Αντώνης επιδεικνύει ζέση και πάθος στην καταγραφή των καταστάσεων της ζωής του Αβίρ, ομολογεί εξάλλου ότι τον μεταχειρίζεται ως ήρωα μυθιστορήματος, αλλά ο ίδιος, ως άνθρωπος, παραμένει διστακτικός, κάπως απαθής, σαν να μην επιθυμεί –λόγω δειλίας, ή άραγε λόγω βαθιάς κατανόησης της θέσης του;– να κυνηγήσει το πάθος του. Αυτή όμως η ένταση ανάμεσα στη συγγραφική συνέπεια και την προσωπική απάθεια είναι που προσδίδει στο μυθιστόρημα την αιχμή του. Ο Γρηγοριάδης, ως Αντώνης, σε κερδίζει με τις εξαίρετες παρατηρήσεις του, ειδικά όταν στέκεται επικριτικά και αυτοκριτικά στην ίδια την τέχνη της συγγραφής. Όταν δηλαδή νιώθει, αμυδρά, τύψεις, έτσι όπως παρατηρεί τον Αβίρ και τη σύζυγό του ως ήρωες του μυθιστορήματος που διαβάζουμε. 


«Αυτός ζαλίζεται, μάλλον εκεί στην Αθήνα τα βλέπουν όλα σαν ταινίες και βιβλία – ειδικά ο Αντώνης από καιρό τον βλέπει σαν χαρακτήρα σε βιβλίο και γράφει τις ιστορίες του» (σ. 184)


Ή:


«Δεν θέλω να περιγράψω περισσότερο εκείνες τις ώρες, η αγωνία είναι δική τους, η δική μου είναι μυθοπλαστική (σ. 187). 


Όπως και:

«Και όμως, πάντα αισθανόμουν παρόν το βλέμμα αυτής της στιβαρής γυναίκας, που κέρδιζε τη συμπάθειά μου όλο και περισσότερο. Έλπιζα κι εκείνη να μην έχει αλλάξει στάση απέναντί μου, δεν μπορούσα να διεισδύσω περισσότερο στον ψυχισμό της· συμπέραινα, αλλά χωρίς αποδείξεις, πως ήταν ήδη μια ηρωίδα μου, με απερίγραπτες όμως σκιαγραφήσεις» (σ. 213).


Παρατηρήστε αυτό το «χωρίς αποδείξεις», που υποδηλώνει το είδος αλλά και την αμεσότητα της επαφής που νιώθει ο Αντώνης προς τη σύζυγο του Αβίρ. Μια αμεσότητα, όμως, που όσο τον καθιστά καλύτερο παρατηρητή, και άρα καλύτερο συγγραφέα, τόσο τον υποσκάπτει ως ερωτευμένο, καθώς παραδίδεται και σαγηνεύεται, όχι από το αντικείμενο του πόθου του, αλλά από την ιδιότητα της συζύγου του ως «μια ηρωίδα [τ]ου, με απερίγραπτες όμως σκιαγραφήσεις». 


Αισθάνομαι όμως ότι η θέση του Αντώνη, αυτός ο δισταγμός, η ιδιότυπη αποστασιοποίησή του, έχει βαθύτερη σημασία. Ο Γρηγοριάδης, για να απαντήσω και τα ερωτήματα που ανοίγουν το παρόν κείμενο, δεν κατασκευάζει ένα έργο που αποσκοπεί να συντηρήσει την «ευαισθησία των άλλων». Παρά τη λεπτομερή αποτύπωση της πορείας του Αβίρ από το Ιράκ στη Φινλανδία, μια διαδρομή με πισωγυρίσματα και ποικίλες ψυχολογικές μεταπτώσεις, που υποδηλώνουν την ανάγκη του ήρωα να κατανοήσει τον εαυτό του αλλά και να αισθανθεί ότι πραγματώνει τις επιταγές της καταγωγής του, ο Γρηγοριάδης, και αυτή είναι μια από τις μεγάλες αρετές του βιβλίου, ουδέποτε διολισθαίνει σε μια καταγγελτική καταγραφή των «παθημάτων των αληθινών μαρτύρων». Το κάπως απότομο και δυσοίωνο τέλος, που ο Αντώνης το παραλληλίζει με «τολστοϊκό κάρμα», που «[...] βάλθηκε να αποδείξει για άλλη μια φορά ότι μια δυστυχισμένη οικογένεια είναι δυστυχισμένη με τον δικό της τρόπο» (σ. 225), λειτουργεί υποστηρικτικά προς τη θέση που προτάσσει ο συγγραφέας για μια προσωπική «οριοθέτηση» του κόσμου του: 


«Ερχόμουν απ’ αλλού, είχα κατασκευάσει με το μυαλό και την καρδιά μου έναν δικό μου προσωπικό χώρο, που τον οριοθετούσα μακριά από περιορισμούς και θεσμοθετήσεις» (σ. 201). 


Στο τέλος –έτσι όπως το μυθιστόρημα που διαβάζουμε αρχίζει όλο και πιο έντονα να συναρμόζεται με την πραγματικότητα του συγγραφέα, που, εμμέσως πλην σαφώς, υπαινίσσεται ο Γρηγοριάδης– σκιαγραφείται η εγγύτητα της απειλής που ενσταλάζει και σε εμάς, τους «αποστασιωπημένους σχολιαστές», ο πόλεμος στην Ουκρανία. 


«Δεν μπορούμε να μιλήσουμε περισσότερο, όμως έχω μείνει εμβρόντητος. Όσα κι αν ακούσεις για έναν πόλεμο, όσα κι αν διαβάσεις, όσα κι αν γράψεις στις αναρτήσεις σου, παραμένεις ένας αποστασιοποιημένος σχολιαστής. Αυτή τη φορά όμως ο πόλεμος είναι κοντά μου, τον φέρνει μια γυναίκα που δεν ξέρει αν θα ξαναδεί τον άντρα της. Που αισθάνεται ευγνωμοσύνη και συγκίνηση γιατί πίνει ένα τσάι πάνω στο ξύλινο και τρυφερά γδαρμένο τραπέζι όπου έχουν καθίσει δεκάδες φιλοξενούμενοι γραφιάδες, παραμυθάδες, διαμεσολαβητές της ζωής του κόσμου» (σσ. 228-9, υπογράμμιση στο πρωτότυπο). 


Η επιθυμία του Αντώνη να καταστεί, έστω και με τον τρόπο του, μέλος της οικογένειας του Αβίρ μπορεί τελικά να αποτυγχάνει αλλά η προσήνειά του τον οδηγεί να συνειδητοποιήσει ότι «ο τόπος που ονειρεύτηκε» είναι πάντα εφικτός. 


«Φέρνω τα χέρια μου στο μέρος της καρδιάς και την ευχαριστώ. Φεύγω ταραγμένος. Ήθελες μια οικογένεια; Να άλλη μία. Την έχεις εδώ» (ό.π.). 


 

Τρίτη 28 Μαΐου 2024

«Ελσίνκι» του Θεόδωρου Γρηγοριάδη: Η ερωτική σχέση του Έλληνα Αντώνη και του Κούρδου Αβίρ

Ένα μυθιστόρημα για τις ταυτότητες, εθνικές, σεξουαλικές, φύλου, που μας οδηγεί στη μεγάλη γεωγραφία του συναισθήματος αλλά και της γεωπολιτικής κατά την κρίσιμη δεκαετία του 2010.

Γράφει ο Νίκος Μπακουνάκης



ΣΤΟ ΚΕΝΤΡΟ ΤΟΥ «Ελσίνκι», του νέου μυθιστορήματος του Θεόδωρου Γρηγοριάδη με τον ιλιγγιώδη ρυθμό και την υποχθόνια αφηγηματική δύναμη, υπάρχει μια ομοερωτική σχέση: αυτή του Αντώνη, συγγραφέα στο επάγγελμα, με τον κατά είκοσι πέντε χρόνια νεότερό του, Αβίρ, Κούρδο πρόσφυγα. Είχαν γνωριστεί κάπου το 2006 στην περιοχή του Αγίου Δημητρίου. Ο Αβίρ «παρά το γεγονός ότι ήταν ψηλός, δεν ήταν άχαρος. Περπατούσε λικνιστικά, χωρίς την αρχετυπική προβολή του ανδρισμού του, εκείνη την κουραστική αρρενωπότητα που όφειλαν να διατηρούν οι Ανατολίτες και οι Μεσογειακοί. Ο Αβίρ είχε κάτι το ανατολίτικο και νωχελικό (…) Και με τον καιρό αφηνόταν, χαλάρωνε, καταστέλλοντας τις αναστολές του, μέχρι που αναχώρησε εκεί όπου οι θεσμικές σειρήνες της ζωής και της Ανατολής τον καλούσαν από καιρό». Αυτή η παράγραφος τα λέει όλα για τη σχέση των δύο ανδρών.

Στην αρχή σωματική, όταν ο Αντώνης αισθάνεται τον Αβίρ «καταδικό» του, ύστερα συναισθηματική και αγαπητική αλλά και σχέση έγνοιας, καθώς ο Αβίρ παντρεύεται με προξενιό συμπατριώτισσά του, την Εβίν, ακολουθώντας τη συνθήκη του δικού του ηθικού/πολιτισμικού κώδικα, μετακινείται διαρκώς μεταξύ του Καλάρ στο Κουρδιστάν και του Ελσίνκι, μεταξύ της νομιμότητας και της παρανομίας, αποκτά τρία παιδιά και κατορθώνει τελικά να ζήσει στην πρωτεύουσα της Φινλανδίας. Είναι μια ζωή εύθραυστη που στο τέλος της αφήγησης εκρήγνυται, όπως εκρήγνυται και η αγαπητική σχέση του Αντώνη με τον Αβίρ. Το τέλος της σχέσης, που είναι και το τέλος της επικοινωνίας μεταξύ τους, έχει το σασπένς αστυνομικής ιστορίας, που δεν σημαίνει όμως ότι ο συγγραφέας οδηγεί το μυθιστόρημα σε αστυνομική λύση. (Ας μην αποκαλύψουμε το τέλος).


Προσωπικά, ως αναγνώστη, με ενδιαφέρει πάρα πολύ το πώς ο Γρηγοριάδης βάζει το πολιτικό στοιχείο μέσα στη μυθοπλασία του. Είναι αυτό που δημιουργεί τη ρευστότητα των πραγμάτων, όπως φαίνεται ξεκάθαρα στην ομοερωτική ιστορία του «Ελσίνκι».

Ο Αντώνης αφηγείται σε πρώτο πρόσωπο τη σχέση του με τον Αβίρ. Μπορούμε να υποθέσουμε ότι ο Αντώνης είναι το alter ego του πραγματικού συγγραφέα, του Θεόδωρου Γρηγοριάδη. Αυτό μπορεί να μην το επιδιώκει φανερά ο Γρηγοριάδης αλλά μέσα στο μυθιστόρημα υπάρχουν αρκετά στοιχεία που μας επιτρέπουν την ταύτιση. Το βιογραφικό στοιχείο είναι σημαντικό για την ίδια την πλοκή, τη γραφή, το στυλ, τη γλώσσα, τον χρόνο του μυθιστορήματος και όχι τόσο γι’ αυτό που θα ονομάζαμε, σε άλλη περίπτωση, αυτομυθοπλασία. Είναι επίσης σημαντικό για τον αναγνώστη που κινείται, διαβάζοντας, μεταξύ της ομορφιάς και της ανησυχίας που δημιουργεί η αφήγηση.

Ο συγγραφέας, ο Αντώνης ή Θεόδωρος, μας παραδίδει άλλωστε, φάτσα-φόρα, τα αφηγηματικά κλειδιά. Η σχέση του με τον Αβίρ δεν ήταν ποτέ γραμμική ή λογική. «Γι’ αυτό κι εγώ την άφησα να εξελιχθεί μέσα από διαφορετικές ματιές και σκόρπιες εικόνες». Ή πάλι: «Δεν περίσσευε "λογοτεχνικότητα" για μια τέτοια ρεαλιστική ιστορία». Κι ακόμη: «Όταν μου έλεγε ότι σκεφτόταν να φύγει, εγώ ήμουν σίγουρος ότι τα είχε όλα προσχεδιασμένα. Ερχόταν η ώρα να δω πώς είναι να ξαναμένεις μόνος ύστερα από τρία χρόνια συντροφιάς (…) Και εκεί την πάτησα, διότι αυτήν τη φορά δεν έγραφα ούτε θέατρο ούτε μυθοπλασία. Διάλεξα έναν χαρακτήρα από την πραγματικότητα. Έτσι, έπεσα θύμα της ίδιας μου της ευρηματικότητας, υιοθετώντας έναν ρόλο βασισμένο στον ίδιο μου τον εαυτό». Κι όταν φτάνει στο τέλος του βιβλίου, γράφει: «Τώρα όμως ήμουν αποφασισμένος να το ολοκληρώσω, και με το επιπλέον ρίσκο να είναι ο συγγραφέας ο ένας από τους χαρακτήρες του βιβλίου». 


Η αφήγηση ξεκινάει το 2018, στο Ελσίνκι, όπου η πενταμελής οικογένεια του Αβίρ ετοιμάζεται να υποδεχθεί τον Αντώνη ή τον μάμο Άντο, που έρχεται από την Ελλάδα. Η Εβίν κάνει όλες τις προετοιμασίες, μαγειρεύει διπλά καθώς «σήμερα είναι η μέρα του ξένου, του φιλοξενούμενου, του φίλου του αντρός της – οι φίλοι των αντρών δεν είναι ποτέ των γυναικών». Αλλωστε τι ξέρει η Εβίν για τον άντρα της, για τα δέκα χρόνια πριν αυτός γυρίσει στην Καλάρ και την παντρευτεί; Τι θα έπρεπε να ξέρει και τι της επιτρέπεται; Από το Ελσίνκι του 2018 πίσω στο Τούρκου της Φινλανδίας το 2009, όπου ο Αβίρ συζεί με μια Φινλανδή μήπως και μπορέσει να κάνει εικονικό γάμο και πάρει άσυλο. Η αφήγηση κινείται μέσα από μικρά κεφάλαια που δίνουν ρυθμό και ενισχύουν το αναγνωστικό ενδιαφέρον. Είναι κεφάλαια που μοιάζουν με βινιέτες ή στιγμιότυπα και μας μεταφέρουν στον χρόνο αλλά και στη γεωγραφία, τόσο του χώρου όσο και των συναισθημάτων. Από το 2018 στο 2009, πάλι στο 2018, ύστερα στο 2011 και πάλι στο 2018, μετά στο 2012, στο 2019 και στο 2023, που είναι ο χρόνος του αφηγηματικού τέλους. Από το Ελσίνκι στο Τούρκου και πάλι στο Ελσίνκι κι ύστερα στη Βάασα της Φινλανδίας και στο Καλάρ του Κουρδιστάν, στο Ιράκ, και βέβαια στην Αθήνα όπου ο Αντώνης περπατάει καμιά φορά στους δρόμους μήπως εντοπίσει αγαπημένες σκιές. Σ’ αυτήν τη γεωγραφία πρέπει να βάλουμε και τον ψηφιακό χώρο του διαδικτύου όπου επικοινωνούν οι δύο ήρωες. Ανάμεσα στο Ελσίνκι, το Τούρκου ή το Καλάρ παρεμβάλλονται οι διάλογοι των δυο τους, με τα αμεταποίητα ελληνικά του Αβίρ γραμμένα σε αγγλικό πληκτρολόγιο.

Η ομοερωτική romance είναι τοποθετημένη σε μια κανονικότητα – για να μην παρεξηγηθώ, εννοώ στο γεωπολιτικό πλαίσιο του αφηγηματικού χρόνου. Η σχέση του Αντώνη με τον Αβίρ, πέρα από τις δικές της εσωτερικές συνθήκες, μας οδηγεί στην ιχνηλάτηση αυτής  της δεκαετίας του 2010, που έφερε τα πάνω-κάτω. Χωρίς καμία πρόθεση στράτευσης ο συγγραφέας μάς δείχνει την οικονομική κρίση στην Ελλάδα, τον εμφύλιο στη Μέση Ανατολή, την προσφυγική και μεταναστευτική έκρηξη αλλά και την κρίση του συναισθήματος και της κοινωνικής ευαισθησίας, όπως κι αν αυτή εκφραζόταν: «Η ευαισθησία των άλλων είναι μια κατασκευασμένη συνθήκη που συντηρείται από τα παθήματα των αληθινών μαρτύρων». Ο συγγραφέας κινείται διαρκώς, με μεγάλη απλότητα και λιτούς τρόπους, από το προσωπικό στο πολιτικό, από το συναισθηματικό στο ψυχολογικό. Προσωπικά, ως αναγνώστη, με ενδιαφέρει πάρα πολύ το πώς ο Γρηγοριάδης βάζει το πολιτικό στοιχείο μέσα στη μυθοπλασία του. Είναι αυτό που δημιουργεί τη ρευστότητα των πραγμάτων, όπως φαίνεται ξεκάθαρα στην ομοερωτική ιστορία του «Ελσίνκι».


Το «Ελσίνκι» είναι βέβαια κι άλλα. Είναι ένα μυθιστόρημα για τις ταυτότητες, εθνικές, σεξουαλικές, φύλου, και για τη διαφορετικότητα. Είναι ένα μυθιστόρημα για την ευθραυστότητα εννοιών όπως οικογένεια, πατρίδα, νόμος, νομιμότητα, ιθαγένεια. Είναι επίσης ένα μυθιστόρημα για τα όρια και τα σύνορα, για την υπέρβασή τους, που μπορεί να σε οδηγήσει στην κόλαση ή στον παράδεισο. Τέλος, είναι ένα μυθιστόρημα για την ίδια την λειτουργία της γραφής, γιατί «ό,τι γράφτηκε στο χαρτί ξεγράφτηκε απ' τη ζωή, παίρνοντας μαζί του την αλήθεια». Κι αν αυτό ακούγεται σκληρό, ο συγγραφέας το απαλύνει: «Για την αγάπη και τα γραπτά σου δεν πρέπει να μετανιώνεις ποτέ». Τελικά, ένα μυθιστόρημα για την αγάπη.


Δημοσιεύτηκε στη LIFO 26/05/24



Η Λίνα Πανταλέων γράφει στην Καθημερινή "Δεύτερη γέννα

"Δεύτερη γέννα". Με το άρθρο της, "Από την Ορθοκωστά» στα ορθοπολιτικά'" στην "Καθημερινή της Κυριακής" (2...