Σύνορα και ταυτότητες
Θεόδωρος Γρηγοριάδης, Ελσίνκι, εκδ. Πατάκη, Αθήνα 2024.
Μια ερωτική ιστορία βρίσκεται στον πυρήνα του μυθιστορήματος Ελσίνκι του Θεόδωρου Γρηγοριάδη, μέσα σε ένα σύμπαν ρευστό και διφορούμενο, όπου η γεωγραφία, ως κινούμενη Ιστορία, ανακατεύει διαρκώς την τράπουλα επαναπροσδιορίζοντας έννοιες όπως αυτές της πατρίδας, της οικογένειας, της μετανάστευσης, της νομιμότητας, της αφομοίωσης, της αγάπης. Ένα βαθιά πολιτικό, υπαρξιακό οδοιπορικό μιας μερίδας ανθρώπων –αυτών που, δίχως να το επιλέξουν, βρέθηκαν «πλάνητες, χωρίς διαβατήρια, έτοιμοι να αποκτήσουν μια καινούργια πατρίδα, αρκεί να τους αποδεχτούν»–, οι οποίοι αναζητούν, επανεστιάζοντας διαρκώς σε αυτό που κάθε φορά επείγει, μια ταυτότητα: είτε εθνική είτε σεξουαλική. Με διαρκή, αριστοτεχνικά δομημένα, φλας μπακ, δίχως γραμμική δηλαδή χρήση του χρόνου, ξεδιπλώνοντας την αφήγηση από το 2010 μέχρι και σήμερα, ο Γρηγοριάδης παρακολουθεί την πορεία του Αβίρ, ενός 29χρονου Κούρδου από το Ιράκ, ο οποίος προσπαθεί να επιβιώσει στη Δύση, σε μια αναγκαστική πορεία διαρκούς μετακίνησης, αλλά και την ερωτική σχέση του ίδιου με τον, κατά είκοσι πέντε χρόνια, μεγαλύτερό του Έλληνα συγγραφέα Αντώνη, προφανώς alter ego του ίδιου του Γρηγοριάδη. O Αβίρ μπαίνει στη ζωή του Αντώνη το ίδιο ήσυχα, απροσδόκητα και αβίαστα με τον τρόπο που εντέλει φεύγει κιόλας. Αρχές του 2000, πριν η οικονομική κρίση να χτυπήσει την πόρτα στην Ελλάδα αλλάζοντας εντελώς τις συνθήκες διαβίωσης, όταν όλα ακόμα έμοιαζαν πιθανά, τόσο για τη χώρα όσο και για τον ίδιο τον Αντώνη. «Εγώ οδηγούσα κι εκείνος περπατούσε λικνιστικά, ξεχώριζε από το βάδισμα ότι ερχόταν από την Ανατολή, μια γλυκιά ραθυμία στις κινήσεις του συμβάδιζε με μια εξωτική αύρα – όσο οριενταλιστικό κι αν ακούγεται αυτό. Βάδιζε ανέμελα και αδιάφορα, όταν ξαφνικά κάποιος φρενάρει και ρωτάει τον ξένο πλάνητα: “Συγγνώμη, είστε από δω;”. Κανείς δεν είναι από πουθενά στην πραγματικότητα».
Και κανείς δεν ανήκει σε κανέναν ή, αλλιώς, ο Γρηγοριάδης μιλάει για το αδιέξοδο ορισμένων σχέσεων καθώς δεν στηρίζονται μόνο στα συναισθήματα αλλά, θέλουν δεν θέλουν, υποτάσσονται και καθορίζονται από την περιρρέουσα ατμόσφαιρα τόσο του τόπου όσο και του χρόνου. Τα προσωπικά όσο και τα εθνικά σύνορα αλλάζουν διαρκώς. Υπάρχουν άνθρωποι που παραμένουν ξένοι όπου και να πάνε και οι οποίοι δεν έχουν τόπο να επιστρέψουν γιατί απομακρύνθηκαν δια παντός από τις πολιτισμικές συνθήκες που τους διαμόρφωσαν, αλλά που, επίσης, αδυνατούν να τις αποτινάξουν από πάνω τους ολοκληρωτικά. Ίσως από μια αίσθηση ιερού καθήκοντος προς την οικογένεια, προς τον πολιτισμό δηλαδή, που τους ανάθρεψε. Έτσι, παρακολουθούμε τον Αβίρ να ζει έναν δυνατό έρωτα με τον Αντώνη και, παραλλήλως, να παντρεύεται με προξενιό την συμπατριώτισσά του Εβίν αποκτώντας μαζί της τρία παιδιά. Ο Γρηγοριάδης με μεγάλη ευαισθησία, οξυδέρκεια και ανθρωποκεντρική βαθύτητα, ψυχογραφεί τους τρεις βασικούς ήρωές του. Ο στωικός, σπαρακτικά μόνος Αντώνης που μοιάζει να παρακολουθεί αποστασιοποιημένα, σαν να κάνει ρεπορτάζ, σαν να βλέπει ένα οδοιπορικό στον κινηματογράφο και παρασύρεται από τη χάρη της αφήγησης, δίχως να πολυανησυχεί για την έκβαση της ιστορίας, αλλά που, κατά βάθος, δονείται από λεπταίσθητα συναισθήματα. Η συγκίνηση προκύπτει από τη σιωπή του. Η σιωπή είναι μέρος του λόγου, το πιο έντονο ίσως.
Η καλόγνωμη και καλότροπη Εβίν, στη σκιά πάντα του άντρα της, αόρατη σχεδόν, στη μεγάλη, ατέρμονη, αλυσίδα των αόρατων γυναικών, παρατηρητική όσο και διακριτική, προσπαθώντας να βρει έναν τρόπο να ζήσει τη ζωή που της δόθηκε.
Και τέλος, ο πολύπλοκος, πολυπλόκαμος Αβίρ, η πορεία του προς την ωριμότητα, ό,τι και να σημαίνει αυτό, ένας ήρωας σύνθετος, ούτε καλός ούτε κακός, μόνο αναγκεμένος, σκιαγραφημένος δίχως ίχνος ωραιοποίησης ή φολκλορισμού, ένας άνθρωπος με συναισθήματα αλλά και αδίστακτος μπροστά στη σκληρή πραγματικότητα που διαμορφώνει τη ζωή του. Ανακαλύπτει διαρκώς τρόπους να ξεγελά τη γραφειοκρατία και μαζί τον φόβο του. Γιατί η πορεία του είναι πορεία μετακίνησης και φόβου. Άλλωστε «η ευαισθησία των άλλων είναι μια κατασκευασμένη συνθήκη που συντηρείται από τα παθήματα των αληθινών μαρτύρων».
Με μικρά κεφάλαια όπου εναλλάσσεται η τριπρόσωπη αφήγηση για τις περιπέτειες της διαρκούς μετακίνησης του Αβίρ, με τον πρωτοπρόσωπο λόγο, σαν ημερολογιακή καταγραφή, του Αντώνη, αλλά και εντάσσοντας στην αφήγηση διαλογικά κομμάτια στα greeklish, κομμάτια όπου είναι λες και απελευθερώνεται, «κρυμμένο» μέσα στην μικτή άτυπη γλώσσα, το συναίσθημα του ζευγαριού, ο Γρηγοριάδης με μια λιτή δωρική αφήγηση, χωρίς ούτε στιγμή να υποκύπτει στον πειρασμό του εντυπωσιασμού ή της πρωτοτυπίας, δίχως καταγγελτικό τόνο σε μια σειρά θεμάτων που προσφέρονται για κάτι τέτοιο, με λεπτότητα, σχεδόν αέρινα, με μια γραφή που αρνείται να δείξει τον συγγραφικό κόπο, γράφει ένα μυθιστόρημα για την έννοια της ταυτότητας. Συγχρόνως, καταθέτει μια σπουδή για την ίδια τη λειτουργία της γραφής. Οι τελευταίες σελίδες είναι σπαρακτικές. Άλλωστε δεν μπορεί κανείς εύκολα να γλιτώσει από το «τολστοϊκό κάρμα», γιατί «μια δυστυχισμένη οικογένεια είναι δυστυχισμένη με τον δικό της τρόπο». Το ίδιο κι ένας έρωτας. Αλλά «για την αγάπη και τα γραπτά σου δεν πρέπει να μετανιώνεις ποτέ».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου