Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Δεύτερη γέννα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Δεύτερη γέννα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 24 Ιουλίου 2024

Η Λίνα Πανταλέων γράφει στην Καθημερινή "Δεύτερη γέννα



"Δεύτερη γέννα".

Με το άρθρο της, "Από την Ορθοκωστά» στα ορθοπολιτικά'" στην "Καθημερινή της Κυριακής" (22/06/24), η κριτικός λογοτεχνίας, Λίνα Πανταλέων, γράφει για την ελληνική λογοτεχνία της μεταπολίτευσης. Αυτό το έργο μου κρατάει αυτό το βιβλίο των 95 σελίδων που κυκλοφόρησε το 2009. Θυμίζω ότι παίχτηκε στο ΔΗΠΕΘΕ Καβάλας ως σκηνικός μονόλογος σε σκηνοθεσία Θοδωρής Γκόνης με την Φιλαρέτη Κομνηνού, περιόδευσε στις γειτονικές πόλεις και συγκίνησε πολύ τον κόσμο η πρωτοπρόσωπη φωνή μιας νέας μάνας από την Καβάλα  που προσπαθεί να συμφιλιωθεί με την τρομακτική απώλεια της φοιτήτριας κόρης της.



Το άρθρο:

Κρατάω σίγουρα τα καλά βιβλία. Ξέρουν αυτά ποια είναι. Δεν χρειάζονται υπεράσπιση, ούτε τα πτοούν οι αποκαθηλώσεις. Μένουν εκεί, λίγο ψηλότερα, λίγο χαμηλότερα, αλλά πάντα εκεί, για να διαβαστούν ξανά και ξανά. Κρατάω σίγουρα και τα λιγότερο καλά. Είναι αναγκαίο ένα μέτρο σύγκρισης. Αν ο πήχυς είναι η Μαντά και η Δημουλίδου, τότε κατακλυζόμαστε από δυνάμει Νομπέλ. Κρατάω πάντα τα βιβλία και αφήνω τους συγγραφείς. Παραδόξως, συχνά αποδεικνύονται οι χειρότεροι υπερασπιστές των έργων τους.


Πενήντα χρόνια μετά το 1974. Πόσο πολλή πεζογραφία. Διατρέχοντας νοερά τη θεματογραφία, κρατάω την απαγκίστρωση από την πολιτική και την Ιστορία. Προφανώς ουδέποτε θα εκλείψουν. Ακόμη και σημερινοί πρωτοεμφανιζόμενοι γράφουν για τον εμφύλιο, σαν να μην υπήρξε η «Ορθοκωστά» (1994) του Θανάση Βαλτινού ή το «Κιβώτιο» (1975) του Αρη Αλεξάνδρου (1922-1978). Κρατάω την απομάκρυνση από την πολιτική και την ιδεολογία, για να σταθώ στη σχέση που διερευνά η λογοτεχνία ανάμεσα στο άτομο και τον κόσμο, ανάμεσα στην καθημερινή κακοπάθεια και τις συλλογικές αναπηρίες. Απέραντη θεματική, άπειροι και οι τρόποι διερεύνησής της. Ξεχωρίζω τα πρώτα έργα της Μάρως Δούκα, όπως η «Πλωτή πόλη» (1983), οι «Λεύκες ασάλευτες» (1987) και η «Ουράνια μηχανική» (1999), αλλά αφήνω τα πρόσφατα μυθιστορήματά της με τη φωναχτή, στην ένταση μανιφέστου, στράτευσή τους. Αντιθέτως, ο Δημήτρης Νόλλας πέτυχε στα έργα του μια θαυμαστή σύζευξη του ιδιωτικού και του συλλογικού, μυθολογώντας μέσα από ένδον αδιέξοδα μια, τρόπον τινά, εξατομικευμένη πολιτική.


Κρατάω σχεδόν όλα τα μυθιστορήματα της Ιωάννας Καρυστιάνη, της Ρέας Γαλανάκη και της Ζυράννας Ζατέλη. Πιστεύω πως συνιστούν μια τριάδα κορυφαίων συγγραφέων, η οποία λάμπρυνε τη λογοτεχνία. Η μελοδραματική Καρυστιάνη, η ακαδημαϊκή Γαλανάκη και η μαγική Ζατέλη έδωσαν τις δεκαετίες του ’90 και του ’00 τα εξοχότερα έργα τους. Κρατάω επίσης με πολλή αγάπη το «Εορταστικό τριήμερο στα Γιάννενα» (1982), το «Μεξικό» (1988) και τη «Χοιροκάμηλο» (1992) της Ερσης Σωτηροπούλου, χωρίς όμως να αφήνω τα μεταγενέστερα μυθιστορήματά της. Σκέφτομαι στο σημείο αυτό πως οι άνδρες γράφουν καλύτερα από τις γυναίκες. Η λίστα, η δική μου προφανώς, με τα καλά βιβλία ανδρών συγγραφέων ολοένα μεγαλώνει, ενώ η αντίστοιχη λίστα βιβλίων γυναικών συγγραφέων μένει λίγο – πολύ στάσιμη.


Ας μιλήσουμε για τη Σώτη Τριανταφύλλου. Τα βιβλία της με απωθούν με το εξυπνακίστικο ύφος τους και τον αφ’ υψηλού χλευασμό τους, αλλά δεν θα μπορούσα να μην κρατήσω το «Σάββατο βράδυ στην άκρη της πόλης» (1996), το «Αύριο, μια άλλη χώρα» (1997) και τον «Υπόγειο ουρανό» (1998). Αντιθέτως, όλα τα βιβλία της Μαρίας Μήτσορα με συγκινούν για τον άγριο ανορθολογισμό τους, τον ναρκοληπτικό τους λόγο, τις ερεβώδεις παραισθήσεις τους, όπως επίσης με γοητεύει η σκοτεινιά των μυθιστορημάτων της Μαρίας Κουγιουμτζή.


Μάλλον εξίσου με τη λογοτεχνία του εμφυλίου με ενοχλεί η έμφυλη λογοτεχνία, ιδίως όταν διανθίζεται με αντιπατριαρχικές τσιρίδες και ιαχές για την απολύτρωση της ταυτότητας. Το βιβλίο δεν είναι πανό. Γενικότερα, τη γυναικεία φωνή στη λογοτεχνία θα την άφηνα ευχαρίστως να σιγήσει. Επειδή, όμως, δεν θέλω να κατηγορηθώ για μισογυνισμό, θα περάσω στους άνδρες. Αλέξανδρος Κοτζιάς (1926-1992), Θανάσης Βαλτινός, Αλέξης Πανσέληνος, Μένης Κουμανταρέας (1931-2014), Παύλος Μάτεσις (1933-2013). Ο Κοτζιάς έφερε το άτομο στο κέντρο της μυθοπλασίας, αποσπώντας το από τον κοινωνικοπολιτικό περίγυρο, ακριβώς για να καταδείξει την άλυτη εξάρτησή του από δόλιους μηχανισμούς, που απεργάζονται τον εκμηδενισμό του. Από το άλλο μέρος, ο Βαλτινός σημάδεψε την ελληνική λογοτεχνία με την ευτολμία της τεχνοτροπίας του, που δοκιμάζεται στους πιο απρόσμενους πειραματισμούς. Και εδώ η πολιτική παρεισδύει λοξά, μέσα από ιδιωτικές, δαιδαλώδεις και τυραννικές ατραπούς. Ο Βαλτινός γράφει Ιστορία και χωρίς πλοκή. Τα εμβληματικά «Στοιχεία για τη δεκαετία του ’60» (1989), λόγου χάριν, απαθανατίζουν αριστοτεχνικά τις μεταστροφές της ελληνικής κοινωνίας σε ένα μεγάλο χρονικό άνυσμα.


Σπουδαία έργα έδωσαν τις πρώτες δεκαετίες της Μεταπολίτευσης ο Κουμανταρέας, ο Μάτεσις και ο Πανσέληνος. Αλησμόνητα η «Βιοτεχνία υαλικών» (1975), η «Κυρία Κούλα» (1978), ο «Ωραίος Λοχαγός» (1982), η «Μητέρα του σκύλου» (1990) και ο «Παλαιός των ημερών» (1994), όπως και η «Μεγάλη πομπή» (1985) του Πανσέληνου. Ωστόσο, η όψιμη πεζογραφία τους δεν στάθηκε στο ύψος της παλαιότερης. Δύο συγγραφείς, τα βιβλία των οποίων εκτιμώ πολύ, είναι ο Νίκος Δαββέτας και ο Θεόδωρος Γρηγοριάδης. Από τον πρώτο κρατάω την «Εβραία νύφη» (2009), έναν περίτεχνο συγκερασμό Ιστορίας και υπαρξιακού τραύματος, ενώ από τον Γρηγοριάδη την ομήλικη «Δεύτερη γέννα» (2009), για τον καθηλωτικό σπαραγμό της. Από τα βιβλία των νεότερων πεζογράφων, άκρως αξιοπαρατήρητη θεωρώ την «Καινούργια μέρα» (2018) του Νίκου Χρυσού.


Ο Γιώργος Χειμωνάς (1938-2000), ο Σωτήρης Δημητρίου και ο Σάκης Σερέφας, τρεις συγγραφείς εξαιρετικοί αλλά και εξαιρετικά διαφορετικοί μεταξύ τους, κατόρθωσαν μια μείζονα λογοτεχνική επίτευξη, έπλασαν τη δική τους γλώσσα. Μολονότι και οι τρεις στέκονται επέκεινα της πολιτικής, η Ιστορία πάντοτε υποφώσκει στα έργα τους. Δεσπόζουσα είναι η θέση του ατόμου, του ανίσχυρου εγώ, έκθετου σε έναν κόσμο παράλογο, τραγικό ή και ανείπωτα φαιδρό. Η σχεδόν απισχνασμένη από νόημα γλώσσα του Χειμωνά, ερμητική και επτασφράγιστη, ονειρική και μυθώδης, μετουσιώνει σε λογοτεχνία ένα άχρονο, αέναο ψυχόδραμα. Ο Δημητρίου αρδεύοντας τη γραφή του με το χοϊκό ήθος της γενέτειρας, εγκεντρίζει στο ηπειρωτικό ιδιόλεκτο εμμελείς, πανάρχαιους αναπαλμούς. Ο Σερέφας, από την άλλη, με τις φαρσικές του γλωσσοπλασίες συγκαλύπτει με ξεκαρδίσματα την τραγικότητα των αλλόκοσμων μυθοπλασιών του.


Γελοιογραφώντας

Από τη δεκαετία του ’80 θα άφηνα τους γκροτέσκους καγχασμούς της παρωδίας, όπου θρασομανούν ο κυνισμός και ο μηδενισμός, γελοιογραφώντας μέχρις εσχάτων την κοινωνική παθογένεια. Απόγονος των γνωστών γελοιογράφων της περιόδου (Τατσόπουλος, Χωμενίδης, Ραπτόπουλος) φαίνεται πως είναι ο Μιχάλης Μιχαηλίδης. Μετά από μια εντυπωσιακή αρχή με τα μυθιστορήματα «Ο μηχανισμός της σύγχυσης» (1997), «Η πισίνα των αναμνήσεων» (1999) και «Η σκύλα και το κουτάβι» (2002), επέπεσε σε ένα βαρύ ατόπημα δημοσιεύοντας το σκανδαλοθηρικό μυθιστόρημα «Πινακοθήκη τεράτων» (2009). Του πήρε επτά χρόνια για να επανεμφανιστεί με τους συναρπαστικούς «Επόπτες» (2016). Ο συνομήλικός του Κωνσταντίνος Τζαμιώτης είναι ένας πνευματώδης πεζογράφος, ο οποίος συναρμόζει στις μυθοπλασίες του λόγια γλώσσα με ραφινάτη φιλοσοφική σκέψη και ένα βλέμμα έντονα κριτικό. Από εκείνον κρατάω με αμείωτο θαυμασμό τη «Συνάντηση» (2002), τον «Βαθμό δυσκολίας» (2004) και την «Παραβολή» (2006). Από τον Χρήστο Χρυσόπουλο κρατάω το μοναδικό στυλ της συγγραφικής του ιδιοσυστασίας, την έξοχη σύμμειξη ρεαλισμού και μεταμοντερνισμού.


Από τη δεκαετία του ’90 αφήνω την ανεξέλεγκτη βιβλιοπαραγωγή, που συσκότιζε τη θέαση των αξιόλογων βιβλίων. Σίγουρα κρατάω τα βιβλία δύο πρωτοεμφανιζόμενων πεζογράφων, τους «Τέσσερις τοίχους» του Βαγγέλη Χατζηγιαννίδη (2000) και «Των κεκοιμημένων» (1999) του Δημήτρη Μίγγα. Δυστυχώς κανένας από τους δύο δεν τήρησε τις υποσχέσεις της πρώτης του εμφάνισης. Κάνοντας ένα άλμα δύο δεκαετιών φτάνω σε δύο νεότατους πρωτοεμφανιζόμενους, που ελπίζω πως θα φανούν προσεκτικοί με τις υποσχέσεις τους. Πρόκειται για τους Αρη Αλεξανδρή και Χάρη Καλαϊτζίδη. Κοντά τους κρατάω τον Χρήστο Αρμάντο Γκέζο και τον Γιάννη Νικολούδη. Και πάλι άνδρες. Αλλά τι να πω; Για τους ανεκδιήγητους τίτλους τής Αλεξάνδρας Κ* ή για τις «αλεπούδες» της Ρένας Λούνα, διάσημης εδώ και ένα μήνα εξαιτίας μιας (φεμινιστικής ασφαλώς) τυμβωρυχίας;


Κρίση της γραφής και όχι γραφή της κρίσης

Πηγαίνοντας στο 2010, το οποίο έχει οριστεί ως το τέλος της Μεταπολίτευσης, αφήνω σχεδόν όλα τα βιβλία της οικονομικής κρίσης. Στερημένα την απρόσκοπτη θέαση που διασφαλίζει η αποστασιοποίηση, τα βιβλία αυτά μοιάζουν με λογοτεχνικά ντοκιμαντέρ. Αντιθέτως, η διηγηματογραφική συλλογή τού Χρήστου Οικονόμου «Κάτι θα γίνει, θα δεις» (2010), μολονότι εγκιβωτίζει όλη την απόγνωση και τη μιζέρια της περιόδου, ανάγεται σε εκλεκτή λογοτεχνία χάρη στην εκπληκτική δεξιοτεχνία της γλώσσας.


Θα άφηνα μετά χαράς το «Μπλε υγρό» (2017) της Βίβιαν Στεργίου. Με αφορμή τη Στεργίου, η οποία τόσο στα βιβλία της όσο και σε άρθρα της αρθρώνει έναν λόγο που όζει μεγαλαυχίας, θέλω να αφήσω μια και καλή (αν και δύσκολα ξεμπερδεύει κανείς μαζί τους) τους φωστήρες του Διαδικτύου, που φιλοσοφούν αμετροεπώς για καθετί μικρό και ελάχιστο. Η προκλητική κενολογία τους υποβιβάζει έως εξαφανίσεως όχι μόνο τη γλώσσα και τη σημασιολογική της λειτουργία, αλλά και τον κριτικό λόγο, που περιορίζεται σε χειροκροτήματα και γιουχαΐσματα. Και εδώ επιστρέφω στα παλιά για να πω πόσο μου λείπει η ποιότητα της κριτικής στα έντυπα. Λείπει η Μάρη Θεοδοσοπούλου (1950-2016). Και ο Δημοσθένης Κούρτοβικ. Θα ήθελα ακόμη να διάβαζα συχνότερα τον υπέροχα λεπτουργημένο λόγο της Κατερίνας Σχινά. Η αναμφίλεκτα κρίσιμη παρουσία του Βαγγέλη Χατζηβασιλείου και της Ελισάβετ Κοτζιά στην επικαιρική κριτική δεν αρκεί για να πληρωθεί το κενό στην αποτίμηση της βιβλιοπαραγωγής. Μένοντας στα έντυπα θέλω να πω ότι μου λείπει πολύ η «Νέα Εστία» του Σταύρου Ζουμπουλάκη, ενώ κρατάω ως κόρην οφθαλμού τον Ηρακλή Παπαλέξη (1951-2003) και το «Διαβάζω» του, όπου είχε υποδεχθεί τόσες αναγνώσεις. Με τρυφερότητα κρατάω και την πολύτιμη συνεργασία μου με δύο σπάνιους ανθρώπους του βιβλίου, τον Γιώργο Κορδομενίδη και τον Γιώργο Χρονά.


ΤΙ ΚΡΑΤΑΩ: Την απαγκίστρωση από την πολιτική και την ιδεολογία.

ΤΙ ΠΕΤΑΩ: Τις αντιπατριαρχικές τσιρίδες. Τους γκροτέσκους καγχασμούς της παρωδίας. Την επιμόλυνση της λογοτεχνίας με το σύνδρομο της ραγδαίας φήμης.


Πάνω από όλα θέλω να κρατήσω το κύρος του βιβλίου. Δεν νομίζω ότι εξωραΐζω καταστάσεις λέγοντας πως πριν από δύο δεκαετίες και πιο πίσω το βιβλίο αντιμετωπιζόταν με μεγαλύτερη σοβαρότητα από ό,τι στις μέρες μας. Τόσο από τους συγγραφείς όσο και από τους αναγνώστες. Πέρα από τη γλωσσική και στοχαστική ένδεια, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης επιμόλυναν τη λογοτεχνία και με το σύνδρομο της ραγδαίας φήμης. Κοντεύει ένα βιβλίο να ισοδυναμεί με σέλφι, με φίλτρο ασφαλώς.


Λοιπόν, τι κρατάω, τι αφήνω; Οσα μου άρεσαν και όσα δεν μου άρεσαν. Καμία ανθολόγηση δεν μπορεί να χωρέσει τις αρέσκειες και τις απαρέσκειες μιας πεντηκονταετίας. Φυσικά δεν είναι σωστό η κριτική να περιορίζεται στο γούστο, ούτε όμως αληθεύει πως υπάρχει αντικειμενική κριτική. Τα καλά βιβλία ξέρουν πάντα ποια είναι. Μένει να διαβαστούν.


Η κ. Λίνα Πανταλέων είναι κριτικός λογοτεχνίας.

Καθημερινή 22/06/2024


Τετάρτη 26 Ιανουαρίου 2011

"Δεύτερη γέννα" στο ΔΗΠΕΘΕ Σερρών

Την Πέμπτη 27 Ιανουαρίου έως Δευτέρα 31 Ιανουαρίου 2011





Στο Δημοτικό θέατρο Σερρών «Αστέρια», ώρα έναρξης 9.00 μ.μ.


Η «Δεύτερη γέννα» είναι ένας θεατρικός μονόλογος που στηρίζεται πάνω στο ομώνυμο βιβλίο του Θεόδωρου Γρηγοριάδη (εκδόσεις Πατάκη). Πρόκειται για μια συγκινητική γυναικεία αφήγηση, που αναβλύζει βαθιά από την ψυχή μιας τραυματισμένης μάνας και μιας παραιτημένης γυναίκας. Είναι η εξομολόγηση της Ρένας, μια νέας γυναίκας από την Καβάλα,πηγαίνει για ένα τριήμερο στην Αθήνα, να γιορτάσει τα γενέθλια της φοιτήτριας κόρης της. Εγκλωβισμένη στο στοιχειωμένο διαμέρισμα και στα προσωπικά της αδιέξοδα, φτάνει η στιγμή να λυτρωθεί από τους φόβους της, να ανασυντάξει το παρελθόν της, να πάψει να ζει μέσα σε ένα ψέμα. Η Ρένα για τρεις μέρες θυμάται βασικά περιστατικά από τη ζωή της και της κόρης της και μέσα από όλα προσπαθεί τελικά να ξεπεράσει το πένθος της. Μια πυκνή ιστορία που εμπεριέχει τα βασικά συστατικά της ζωής και της λογοτεχνίας: τη γέννηση, τον έρωτα και τον θάνατο.


Συντελεστές:


Συγγραφέας: Θεόδωρος Γρηγοριάδης (από το ομώνυμο βιβλίο που κυκλοφορεί στις εκδόσεις Πατάκη).

Πρωταγωνιστεί η Φιλαρέτη Κομνηνού.

Σκηνοθεσία: Θοδωρής Γκόνης.


Σκηνικά, κοστούμια: Ελένη Στρούλια.

Βοηθοί Σκηνοθέτη : Δέσποινα Μέγγουλη, Σοφία Βέργου.

Στο βίντεο εμφανίζεται η Αναστασία Χατζάρα.


Διάρκεια παράστασης :1 ώρα και 10΄ λεπτά.


Παραγωγή Culture σε καλλιτεχνική συνεργασία με το ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ Σερρών.

Προπώληση εισιτηρίων στο ταμείο του Θεάτρου Αστέρια, τηλ. επικοινωνίας & κρατήσεων

2321054755-2321054585.

Τιμές εισιτηρίων : 15€ Γενική είσοδος&10€ (μαθητικά , φοιτητικά, για συλλόγους και σωματεία )



Θεόδωρος Γρηγοριάδης: «Δεύτερη γέννα».

Από το βιβλίο στην σκηνή


Πώς μπορεί μια μάνα να αποδεχθεί τον χαμό του παιδιού της, ποιες θα ήταν οι συνέπειες στην καθημερινότητά της, πώς θα μπορούσε να ξεπεράσει το πένθος; Σαν απάντηση στο ερώτημα αυτό προέκυψεη «δεύτερη γέννα», όπου μια Καβαλιώτισσα μάνα, η Ρένα, κατεβαίνει στην Αθήνα, στο διαμέρισμα της κόρης της για να «γιορτάσουν» μαζί τα γενέθλιά της, μήνες μετά το τραγικό γεγονός που δεν παραδέχτηκε ποτέ.

Η μάνα, ως πρωτοπρόσωπη αφηγήτρια, φτιάχτηκε μέσα από εικόνες και αληθινά στιγμιότυπα γυναικών που γνώρισα ή παρατηρούσα. Ο εξομολογητικός μονόλογος δεν έπρεπε να είναι εκτενής, αφού πρόκειται για έναν αποσπασματικό λόγο που προσπαθεί να ανασυγκροτηθεί ως αφήγηση, μέσα από τον διαταραγμένο της ψυχισμό της ηρωίδας. Έπρεπε να κρατηθεί ένας ρυθμός και μια πειστική κλιμάκωση γι’ αυτό και έφτασε περίπου στις εκατό σελίδες. Επρόκειτο για ένα πυκνό κείμενο, μια εξομολόγηση, μια «δεύτερη γέννα», αναπαράσταση και δρώμενο μαζί.

Ο σκηνοθέτης Θοδωρής Γκόνης αναδεικνύει την θεατρικότητα του κειμένου, ισορροπώντας ανάμεσα στον ρεαλισμό της δράσης και τις παλινδρομικές αφηγήσεις της ηρωίδας. Η Φιλαρέτη Κομνηνού αποδεικνύει ότι είναι μια πολύτροπη ερμηνεύτρια: επί μία ώρα υποδύεται διαφορετικές φωνές και εποχές της ηρωίδας, διαφορετικούς ψυχισμούς, ένα θαυμαστό ρεσιτάλ, συγκινητικό και λυτρωτικό συνάμα για τον θεατή. Κι εγώ αισθάνομαι ευτυχής που για πρώτη φορά βλέπω ένα γραπτό μου να ζωντανεύει τόσο πειστικά που μοιάζει να το έχω γράψει έχοντας δει πρώτα την παράσταση.

Ευχαριστώ τον Θοδωρή Γκόνη και το ΔΗΠΕΘΕ Σερρών που αποδεικνύεται μαζί με την Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη Σερρών, με την οποία συνεργάζομαι από χρόνια, ένας πρωτοπόρος και φιλόξενος πολιτιστικός τόπος. ΄Οσο για την Φιλαρέτη Κομνηνού, λατρεμένη φίλη των φοιτητικών μου χρόνων, την ευχαριστώ που έσκυψε με τόση φροντίδα και προσοχή πάνω στο γραπτό μου.




Παρασκευή 22 Ιανουαρίου 2010

Δεύτερη γέννα κριτική



ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ

Βιβλιοθήκη, Παρασκευή 22 Ιανουαρίου 2010

Μετά το ξεκλείδωμα

Θεόδωρος Γρηγοριάδης

Δεύτερη γέννα

εκδόσεις Πατάκη, σ. 96, 8,50 ευρώ

Το σώμα ριγμένο στο πάτωμα, άυπνο, τα μάτια «άβαφα από καιρό», τα ρούχα σκούρα, γύρω της βρομιά και ακαταστασία, το άλλοθι της παρουσίας της στον χώρο, κάπου κοντά ενεδρεύει η κρεβατοκάμαρα, απ' έξω η Συγγρού και η Ακρόπολη, Νέος Κόσμος, άλλος κόσμος. Το σκηνικό του δράματος ελάχιστο, ανύπαρκτο σχεδόν. Μια γυναίκα μέσα σε ένα διαμέρισμα και μια απουσία. Μια εξαρχής ματαιωμένη συνάντηση. Η γυναίκα περιμένει την κόρη της να επιστρέψει στο σπίτι για να γιορτάσουν μαζί τα εικοστά πρώτα γενέθλιά της. Θα την περιμένει μέχρι το τρίτο μέρος του βιβλίου, όπου λαμβάνει χώρα το γενέθλιο γεύμα απούσας της εορτάζουσας. Διότι μετά το «Να φτιάξω το σπίτι» και το «Να πάω για ψώνια» (τα δύο πρώτα μέρη), οικιακές εργασίες εθελοτυφλίας που σαρώνουν την πραγματικότητα, απλώνεται η άβυσσος του πουθενά, ένας τόπος απροσπέλαστος, αδιανόητος. Εκεί έχει ριζώσει εκείνη που δεν πρόκειται να έρθει. «Αυτό το πουθενά ήταν τόσο, μα τόσο ατέρμονο, τόσο οριστικό και ανεξήγητο, που μ' έπιανε τρέμουλο κάθε φορά που το σκεφτόμουν». Η εξορία της κόρης στο πουθενά είναι για τη μητέρα «ένα σπάνιο αίνιγμα που φτιάχτηκε πριν από τη λύση του», ένα αιχμηρό ερωτηματικό που την πετσοκόβει.

Ο Θεόδωρος Γρηγοριάδης αποδίδει εκπληκτικά τη μύχια κοσμογονία που συνταράσσει την ηρωίδα του, με λέξεις προσφυώς ξεδιαλεγμένες, οι οποίες ηχούν βαριές, σαν να ανήκουν σε πένθιμο εμβατήριο βγαλμένο μέσα από έναν ατημέλητο, πηγαίο προφορικό λόγο. Χαρακτηριστική η πρώτη φράση που ψελλίζει η μητέρα ενώπιον του αναγνώστη: «Στην αρχή είδα λίγο φως». Αργότερα θα φανούν και τα υπόλοιπα, πρωτίστως οι υποδόριες χαρακιές του πένθους. Ομως η αφηγήτρια βρίσκεται πολύ πέρα από το πένθος. Αυτό που της συμβαίνει, της συμβαίνει εδώ και καιρό. Οι αντοχές της για θρήνους έχουν πια στερέψει. Το κουράγιο που της απομένει αρκεί μόνο για να βάλει την τελεία στο μνήμα της κόρης της, πράξη που θα διαρκέσει ένα αφηγηματικό τριήμερο. Η τακτοποίηση του στοιχειωμένου διαμερίσματος είναι ο αναγκαίος περισπασμός μέχρι να αποτολμήσει να συγυρίσει και να συναρμολογήσει τη θρυμματισμένη της μνήμη. Μνήμη που, όπως λέει η ίδια σε κάποιο σημείο, ξεχνά τα γεγονότα, αλλά όχι και τον συναισθηματικό τους αντίκτυπο. Ο εξοντωτικός ψυχικός πόνος είναι αυτός που αναπότρεπτα θα την οδηγήσει ξανά πίσω στα γεγονότα. Βέβαια η επίμοχθη τυφλότητα της ηρωίδας απέναντι στην αφόρητη οικειότητα του σπιτιού, δεν την προστατεύει από περιοχές ανείπωτα οδυνηρές, όπως η κρεβατοκάμαρα, λόγου χάριν, όπου τα λερωμένα σεντόνια, σκόρπιες λωρίδες σκισμένου υφάσματος και κυρίως τα κάγκελα του κρεβατιού με τα ελικοειδή σχέδια στο προσκέφαλο, υποβάλλουν την αίσθηση μιας συγκεχυμένης βιαιότητας. Ο Γρηγοριάδης γίνεται με εξαιρετική λεπταισθησία αρωγός στην προσπάθεια της ηρωίδας να καθυστερήσει όσο το δυνατόν περισσότερο τη στιγμή της επίγνωσης, σημείο χωρίς επιστροφή, αποσιωπώντας ό,τι εκείνη φοβάται να συνειδητοποιήσει. Ομως οι δόλιες αποκρύψεις του συγγραφέα προσδίδουν παραδόξως ένα κρίσιμο βάρος σε ό,τι μένει κρυφό. Οι διάσπαρτοι υπαινιγμοί που παρασιωπούν τον θάνατο της κόρης, προετοιμάζουν βραδυφλεγώς τη συνταρακτική σκηνή όπου προβάλλει το νεκρό της κορμί, κακοποιημένο, δεμένο στα κάγκελα του κρεβατιού. Σκηνή στην κατακλείδα της οποίας η ποίηση υποθάλπει με τρόπο μοναδικό τη φρίκη. «Εσταζε ακόμη το ζουμερό κορμί της ζουμί που της το στράγγισαν». Και η μυρωδιά του αίματος ανεξάλειπτη, αλάνθαστος ιχνηλάτης της μνήμης.

Ανάλογης ισχύος με την είσοδο της μητέρας στην κρεβατοκάμαρα είναι η περιγραφή στις αρχικές σελίδες του καθαρισμού του μαρμάρινου τραπεζιού στο μπαλκόνι. Μολονότι ο αναγνώστης αγνοεί ακόμα τον θάνατο, η σκηνή παραπέμπει αναδρομικά στη φροντίδα ταφόπλακας. Αξίζει να προσεχθεί η εξαίσια υπαινικτικότητα του σχετικού παραθέματος: «Το μάρμαρο είχε απορροφήσει τη σκουριά, οι βάσεις στα μεταλλικά κηροπήγια έσταζαν ακόμη, το λιωμένο κερί σχημάτιζε ανάγλυφα σχήματα γύρω τους». Αυτή την άγρια αίσθηση εγκατάλειψης μόνον ένας νεκρός θα μπορούσε να αφήσει πίσω του.

Ο Γρηγοριάδης προσδίδει στις λεπτομέρειες της σκηνογραφίας μια αθωότητα απατηλή, που δεν αργεί να μεταστραφεί σε μακάβρια αποτυπώματα. Μέσα από τη φειδώ των εικόνων και των λέξεων αντηχεί ένα αβάσταχτο μοιρολόι, στο οποίο έχει σιγήσει κάθε απόηχος ελπίδας. Ανατρέχοντας στη στιγμή που ξεκλείδωσε την πόρτα του διαμερίσματος της κόρης της για να αντικρίσει μια όψη της ερεβώδη, η μητέρα αντιλαμβάνεται πως τότε απέκτησε ακαριαία ανοσία στην παρηγοριά. Το ξεκλείδωμα της πόρτας την κλείδωσε ανέκκλητα σε μία απόκοσμη ερημία, όπου θα παρέμενε ισοβίως ανέγγιχτη, απρόσιτη. Στη μνήμη της η πόρτα δεν έπαψε ποτέ να τρίζει εφιαλτικά, κλείνοντάς την εξακολουθητικά έξω από τη ζωή. Οι τωρινές της κινήσεις μέσα στο σπίτι, δύσκολες και τρεμάμενες, μεταφέρουν την εντύπωση του πνιγμού, σαν να πρέπει να εξιλεωθεί για την κάθε ανάσα της μέσα στον ίδιο χώρο όπου η κόρη της υποχρεώθηκε σε μια βάναυση εκπνοή. Η αλγεινή επίδραση του σπιτιού υποδεικνύεται πλαγίως, όταν η ηρωίδα ανακαλεί τις διαρκείς μετακινήσεις της στο πλευρό του συζύγου της, ο οποίος επέλεξε από νωρίς τον ρόλο του δραπέτη, με την επικουρία του Λιμενικού. Τα εφήμερα σπίτια του παρελθόντος αποκτούν κατά την ανάκλησή τους μια παραδείσια πρόσοψη. «Ο χώρος τότε δεν με δέσμευε». Διαπίστωση στην οποία ενυπάρχει ένας επώδυνος παραλληλισμός, διότι η μητέρα ξέρει από καιρό πως δεν θα μπορέσει ποτέ να δραπετεύσει από το σπίτι της κόρης της. «Φως πολύ μάς περιέλουζε», σκέφτεται για μακρινές ημέρες, οι οποίες ξαφνικά καταποντίστηκαν μέσα σε μια μαύρη τρύπα, μέσα σε ένα σπίτι όπου το περίφημο αττικό φως είχε εξοβελιστεί από ένα διαρκές λυκόφως. «Νύχτωνε έξω, μα πιο πολύ μέσα στο σπίτι». Η έλλειψη φωτός αναρριπίζει την απώλεια, το βίαιο άδειασμα του χώρου. «Εβλεπα ακόμα και στο σκοτάδι, όμως δεν έβλεπα αυτό που θα έπρεπε να δω».

Για να αντέξει την αναλγησία της όρασης που περιφρονεί τη διάπυρη επιθυμία της να δει εκείνη που δεν υπήρχε, η ηρωίδα αποστρέφει το βλέμμα της από την πραγματικότητα, κάνοντας χώρο στην ψευδαίσθηση. Το πένθος της δεν είναι παρά μια παραισθητική αναμονή χάρη στην οποία η απουσία αποκτά χαρακτήρα παροδικό. Μόνο φτάνοντας στο τέρμα της ψευδαίσθησής της είναι σε θέση να αναλογιστεί νηφάλια την αναγκαιότητα του ψεύδους. «Ηταν μια φυσική αντίδραση που ξεπήδησε μέσα μου, ανάβλυσε το ψέμα από μιαν ακαθόριστη πηγή, ίσως για να με προστατέψει, ίσως γιατί ήμουν καθηλωμένη σε έναν κόσμο μέσα στον οποίο δεν λειτουργούσε πια κανένα σημάδι του».

Ο Γρηγοριάδης κατευθύνει δεξιοτεχνικά την ηρωίδα του προς την αναγνώριση της απώλειας, τοποθετώντας στο γειτονικό διαμέρισμα ένα κορίτσι, το οποίο εξαιτίας μιας άγνωστης πάθησης δεν θα μεγαλώσει ποτέ. Οταν κλείσει τα είκοσι θα πεθάνει, στην ίδια ηλικία δηλαδή που και η κόρη της κατήλθε στον τάφο. Η στοργική, χαμογελαστή φιγούρα του κοριτσιού που αντιστέκεται γενναία στην αυτολύπηση, έχει καταφανώς αλληγορική υφή. Στο άρρωστο, λυμφατικό κορμί του μοιάζει να έχει σαρκωθεί η νεκρή, η οποία αναδύεται από τον κάτω κόσμο στον πέμπτο όροφο μιας πολυκατοικίας στον Νέο Κόσμο για να αναψύξει τη μητέρα της.

Είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα, καθότι εξόχως δραματοποιημένη, η ταύτιση που επιχειρεί η μητέρα ανάμεσα σε εκείνη και την κόρη της. Πέρα από την επανειλημμένως τονισμένη φυσιογνωμική τους ομοιότητα, η ηρωίδα, μετά τον θάνατο της κόρης της, ξαναγίνεται κόρη η ίδια, με την έννοια ότι η συντριβή της επισύρει την αγωνία της εβδομηντάχρονης μητέρας της. Η αποτυχία της να προστατεύσει την κόρη της μετατρέπεται σε δική της ανάγκη προστασίας υπό τη σκέπη μιας μητέρας αποδεδειγμένα καλύτερης από την ίδια. Η ταύτιση φτάνει σε οριακό σημείο, όταν η αφηγήτρια αντικαθιστά τα μαύρα με ρούχα της κόρης της και πηγαίνει στο μπαρ όπου άλλοτε δούλευε εκείνη. Η μίμηση γίνεται βαθμιαία όλο και πιο νοσηρή, καθώς το επίμονο αίσθημα της μεταμφιεσμένης σε κόρη μητέρας ότι κάποιος την παρακολουθεί στους νυχτωμένους δρόμους, μπορεί να εκληφθεί όχι μόνον ως φόβος, αλλά και ως προσμονή. Μόνον ο δολοφόνος της κόρης της μπορεί να την απαλλάξει από την ενοχή, κάνοντάς της ό,τι ακριβώς έκανε σε εκείνη, σκοτώνοντάς τη δηλαδή. Το βουβό κάλεσμά της προς τον άφαντο όσο και πανταχού παρόντα λυτρωτή της, κορυφώνεται στο επιλογικό γεύμα, όταν η ηρωίδα εναποθέτει στο μαρμάρινο τραπέζι ένα επιπλέον πιάτο, υπό τύπον σπονδής στον δολοφόνο. Ολη η ιεροτελεστία του γεύματος αποτυπώνει τη σπαρακτική άρνηση της λήθης.

Ο κύκλος της αυταπάτης ολοκληρώνεται στο καθηλωτικό φινάλε. Το νεκροκρέβατο γίνεται το λίκνο μιας ανάστροφης, μυσταγωγικής γέννησης. Η νεκρή υποστασιοποιείται σε μια «ανεπαίσθητη σάρκινη ύπαρξη» για να εισδύσει στη μήτρα της μητέρας της και να μείνει εκεί, για πάντα προφυλαγμένη. Αν η ηρωίδα βρήκε στα ογδόντα πέντε τετραγωνικά του διαμερίσματος τον τρόπο να συναντηθεί με την κόρη της, ο αναγνώστης, καταδυόμενος στις ογδόντα τρεις σελίδες του αφηγήματος, βρίσκει έναν πανέμορφο λογοτεχνικό τόπο.

Παρασκευή 18 Δεκεμβρίου 2009

Δεύτερη γέννα κριτική


από το περιοδικό Βακχικόν



Ένα φως που σβήνει, μια αναλαμπή στο σκοτάδι - Ανάγνωση του Θεόδωρου Γρηγοριάδη

του Νίκου Κουρμουλή

Δεύτερη γέννα, Μυθιστόρημα

H συνειδητοποίηση της απώλειας διαμορφώνεται μέσα από την διελκυστίνδα της μνήμης. Αλλά και όχι μόνο. Είναι ένα φως που σβήνει, μια αναλαμπή στο σκοτάδι. Τι μένει; Τι χάνεται; Μια χειρονομία, μια εικόνα λειψή, ένα ρούχο.

Ο Θεόδωρος Γρηγοριάδης είναι από τους συγγραφείς που σε τραβούν ευθυτενώς στο μυθοπλαστικό τους ιστό. Με διάφανη αμεσότητα. Δίχως περιττολογίες και υπερφίαλους συμβολισμούς. Έτσι και εδώ, στη «Δεύτερη Γέννα», η πραγματικότητα κρυφοκοιτά το όνειρο ή τον εφιάλτη. Κυματισμοί ενός ποταμού που φουσκώνει σταδιακά πριν γίνει χείμαρρος, διαθλώντας τα χρώματα του ηλιακού φάσματος.

Ένα δράμα τριών πράξεων, όπου μια γυναίκα με την υπόσταση της μάνας και πρώην συζύγου, έρχεται στην Αθήνα για να επισκεφτεί το κενοτάφιο της κόρης της. Ένα διαμέρισμα με φόντο την Ακρόπολη. Εκεί που έμενε εκεί που αφανίστηκε κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες.

Το μυθιστόρημα δεν είναι αστυνομικό που σκοπό έχει να κυνηγήσει τις αιτίες. Παρακολουθεί τη διαδρομή της απουσίας. Το αγγέλιασμα του λίκνου των Αθηνών, των αρχαίων φιλοσόφων και τραγικών φέρνουν τα κακά μαντάτα. Σε μια πόλη που έχει χάσει τη τέχνη της σαγήνης, αλλά είναι βαθιά χωμένη στο πετσί μας. Οι θύμησες έρχονται πρώτες. Στις βαλίτσες τους φέρνουν και την άδοξη επιθυμία για νεκρανάσταση της άφαντης κόρης.

Μια Ιφιγένεια του σήμερα. Η ηρωίδα και αφηγήτρια συλλογίζεται τον έγγαμο βίο της, τη πορεία προς τη καταστροφή. Τον αναπόφευκτο χωρισμό που αποτελεί την ουρά των ηδονών μια ανεξήγητης έλξης δυο ανθρώπων. Ο έρωτας κρατά όσο και το άρωμα των λουλουδιών στο βάζο. Αν τον ξεριζώσεις, έχει ημερομηνία λήξης. Είναι απατηλός και ταξιδιάρης. Σε ένα περιβάλλον διαλυτικό η κόρη έχει κατ’επανάληψη να το βάλει στα πόδια, να αποδράσει. Αν τα καταφέρει μια φορά, θα είναι για πάντα.

Για τον συγγραφέα, ο άνθρωπος είναι μαθημένος να μην αποκόβεται από τις συνήθειές του. Αυτές που τον κρατούν δέσμιο, αλλά του είναι τόσο απαραίτητες. H επανάληψη ως αναπόσπαστο μέρος της προσωπικότητας του καθένα. Η άξαφνη αποκοπή μπορεί να συμβάλει στην εξόλκιση της παραισθησιογόνου αντίληψης των γεγονότων που ενυπάρχει εντός κάθε ανθρώπου. Η ρουτίνα εγκαταλείπεται. Ο μανδύας της οικειότητας σχίζεται και ο μηχανισμός της απώθησης ενεργοποιείται. Το κουτί της λήθης είναι έτοιμο να υποδεχθεί τον τρόμο που μας περιβάλει. Η ψυχολογική μετάβαση εκφράζεται με αδιόρατες κινήσεις. Γυρίζεις το κεφάλι για παράδειγμα και το πρόσωπο με το οποίο είχες επαφή πριν από λίγο, έχει εξαφανιστεί. Η ζωή είναι μια σύνθετη διαδικασία, γεμάτη από άχρονους δεσμώτες.

Η πένα του Θεόδωρου Γρηγοριάδη, αναπεπταμένη πάνω από τα στάχυα της μητρότητας, εξυφαίνει σε 95 σελίδες, ούτε καν εκατό, το απόσταγμα της δυναμικής στιγμής. Το λίγο πριν ή το ελάχιστο μετά. Ένα μάθημα αφηγηματικής οικονομίας.

Οι λέξεις αποπνέουν μια ζεστασιά, που ψυχραίνει βαθμιαία. Για την μητέρα η βεβαιότητα, είναι η πλάνη. Μα και η ίδια η υφιστάμενη πλάνη μπορεί να αποτελέσει το θεμέλιο λίθο της αντικειμενικής τοποθέτησης του καθένα. Εδώ δεν υπάρχουν διαστάσεις, ούτε μετρικό σύστημα. Όπου και αν στραφεί η πρωταγωνίστρια εντοπίζει επίπλαστους διεξόδους. Από αυτούς που φανερώνονται εύκολα. Οφείλει να περάσει από την σισύφεια αυταπάτη για να βρει τρόπους επικοινωνίας με τους ενδόμυχους φόβους της.

Ο Θεόδωρος Γρηγοριάδης, χαλκεύει ένα σονέτο του θανάτου. Μια ελεγεία φορτισμένη από την επίσχανση του απρόβλεπτου. Κρύβει περισσότερα από ότι φανερώνει. Ένα ρωμαλέο, ασίκικο μυθιστόρημα για ότι έχουμε χάσει.

Πέμπτη 26 Νοεμβρίου 2009

Δεύτερη γέννα κριτική στην "Αυγή"


Κερδισμένο στοίχημα, διαρκής πειραματισμός


Θεόδωρος Γρηγοριάδης, Δεύτερη γέννα, εκδ. Πατάκη 2009, σελ. 96


Του Δημήτρη Αθηνάκη


Η εμπλοκή του παρελθόντος με το παρόν, τα συχνά δυσδιάκριτα όριά τους, η επίδραση του ενός έναντι του άλλου, έχουν πολλές φορές, αν όχι τις περισσότερες, απασχολήσει τη λογοτεχνία ―πεζογραφία και ποίηση― κι όχι βεβαίως μόνον αυτήν. Η τέχνη, ως πνευματική παραγωγή που μοχθεί, μεταξύ άλλων, να ερμηνεύσει και να χαρίσει «λύσεις», έστω προσωρινές κάποιες φορές, εργάζεται επί ενός πεδίου το οποίο επιστρατεύει μέσα που ο ανθρώπινος νους διαθέτει: λόγο, συναίσθημα, αίσθημα, αισθητική. Δεν είναι λίγες φορές που όλ’ αυτά συναιρούνται σ’ ένα έργο τέχνης, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, δημιουργώντας έτσι ένα σύνολο στο οποίο, κατά την ανάγνωσή του ―κυριολεκτική (στη λογοτεχνία εν γένει) ή μεταφορική (εάν πρόκειται, για παράδειγμα, για τη ζωγραφική ή τη μουσική)― αναφύονται από στιγμή σε στιγμή διαφορετικά στοιχεία.

Σε όλα αυτά τα εν πολλοίς αισθητικά κριτήρια, έρχεται το ειδολογικό κομμάτι τού έργου τέχνης να παίξει τον ρόλο του. Αν περιοριστούμε στη λογοτεχνία που εν προκειμένω μας αφορά, ο σύντομος λόγος, ο μονόλογος, η αποστασιοποιημένη τριτοπρόσωπη ή η «ερευνητική» δευτεροπρόσωπη αφήγηση, για να αναφέρουμε μόνο κάποια στοιχεία, ορίζουν το σύνολο του καλλιτεχνικού αποτελέσματος, συνάμα, ενδεικτικά, με τα ρεαλιστικά, μεταρεαλιστικά, σουρεαλιστικά, μοντέρνα ή μεταμοντέρνα διακριτικά που ο δημιουργός αναλαμβάνει να προσδώσει στο έργο του.

Ο Θεόδωρος Γρηγοριάδης κατά τη συγγραφική του διαδρομή, απ’ τις αρχές του ’90 και δώθε, έχει αποδείξει ότι μπορεί να διαπερνά πλείστα όσα στάδια και επίπεδα τόσο του θεωρητικού και του αισθητικού φάσματος της εκφοράς του λόγου και της «αρχιτεκτονικής» των έργων του όσο και της εκάστοτε ιστορίας. Στα πρώτα του βιβλία (π.χ., «Κρυμμένοι άνθρωποι», «Ναύτης», «Ο χορευτής στον Ελαιώνα»), χειρίστηκε αποτελεσματικά τον μαγικό ρεαλισμό διατηρώντας την αφηγηματική παρακαταθήκη του μοντερνισμού, εντάσσοντας στα κείμενά του επιρροές απ’ τον τόπο και τον χρόνο, με αποκορύφωμα τα «Νερά της Χερσονήσου», το πρώτο του βιβλίο που έκανε φανερή χρήση της θεωρητικής του τοποθέτησης για το φύλο, με πρώτα στίγματα στην προηγηθείσα νουβέλα του, υπό τον τίτλο «Εκείνη που είχε εραστή», στη συλλογή «Ο αρχαίος φαλλός». Ενώ το προκείμενο ζήτημα της κυριαρχίας του χωροχρόνου διατηρήθηκε στα βιβλία της δεκαετίας του 2000, ας πούμε απ’ το «Παρτάλι» και μετά, αποφάσισε να κάνει μία στροφή προς έναν μεταμοντέρνο τρόπο λόγου και δομής των κειμένων του, όπως τον έχουμε συνηθίσει από ένα τμήμα της σύγχρονης αγγλοσαξονικής σχολής, την οποία παρεμπιπτόντως μελετά και διδάσκει συστηματικά, επιχειρώντας, με επιτυχία, να θέσει ενώπιον του αναγνώστη το ερώτημα για την αρμονική σύζευξη (συν)αισθηματικής και εγκεφαλικής γραφής.

Το τελευταίο του βιβλίο, η «Δεύτερη γέννα», το οποίο ευρηματικά δεν χαρακτηρίζει ειδολογικά, είναι ένας σπαρακτικός μονόλογος μιας μάνας απ’ την Καβάλα που κατεβαίνει στην Αθήνα για να ετοιμάσει τα γενέθλια της κόρης της η οποία έχει δολοφονηθεί. Η γυναίκα αυτή, την οποία το περασμένο καλοκαίρι ενσάρκωσε θεατρικά η Φιλαρέτη Κομνηνού, πηγαινοέρχεται στο παρόν και το παρελθόν σαν σε μία απόλυτα ενιαία διαδρομή η οποία όμως ενυπάρχει στον κόσμο της, μέσα κι έξω, σπειροειδώς δημιουργώντας κοινά πεδία ανάμεσα στο τώρα και στο τότε. Οι λέξεις της, ο κόσμος της ολόκληρος, τ’ αντικείμενα που την περιβάλλουν, οι άνθρωποι, γίνονται ένα στο στόμα της, στο ίδιο το κείμενο, ώστε είναι δύσκολη για τον αναγνώστη (κριτικό ή όχι) η διάκριση, σ’ αυτό το βιβλίο του Γρηγοριάδη, μεταξύ της πρωτοκαθεδρίας της αισθητικής απόλαυσης και της αφήγησης καθαυτήν.

Η μάνα, πρόσωπο ανέκαθεν τραγικό στην καθ’ ημάς λογοτεχνία, στη «Δεύτερη γέννα» θα πρέπει να ιδωθεί πρωταρχικά ως ολοκληρωμένος χαρακτήρας, και κατόπιν ως γυναίκα. Ο Γρηγοριάδης, για να το ξεκαθαρίσουμε, δεν απολυτοποιεί, όπως πάντα εξάλλου, αυτόν τον χαρακτήρα, ούτε του προσδίδει στοιχεία κι έννοιες αδιαμφισβήτητες. Αυτό που κάνει είναι να διατηρεί σε όλο το κείμενο ―σύντομα και πυκνά― άσβεστο το εξής: ο χαρακτήρας, ιδίως ο γυναικείος, δεν μπορεί να περικλειστεί στα στεγανά που πολλές φορές η σύγχρονη λογοτεχνική παραγωγή προσπαθεί να την περιορίσει με χαρακτήρες-καρικατούρες της γυναίκας.

Αυτό που ο Γρηγοριάδης καταφέρνει είναι ν’ αποδώσει την εικόνα ενός προσώπου, που τυγχάνει να ’ναι γυναίκα, αφήνοντας απέξω όλα τα υφολογικά κλισέ που συναντούμε ένθεν κακείθεν, όπου η γυναίκα περιορίζεται σε αντιαισθητικές περιγραφές και μικροαστικές επιδείξεις, όσον αφορά και τον ψυχισμό της και την παρουσία της στο αφηγηματικό παρόν. Κοντολογίς, μέσα σε ενενήντα σελίδες, ο συγγραφέας διαγράφει μία παλινδρόμηση απ’ το ένδον στο έξω της ηρωίδας του, καθιστώντας την έναν χαρακτήρα ολοκληρωμένο, τουλάχιστον για το διακύβευμα της πλοκής του βιβλίου του, ενώ, την ίδια στιγμή, συναντούμε έργα όπου οι εξαντλητικές περιγραφές και οι πληκτικές αφηγήσεις οδηγούν σ’ ένα αμφίβολο αποτέλεσμα, αναφορικά με το χτίσιμο του χαρακτήρα, το αισθητικό υπόβαθρο και το σύνολο της πλοκής.

Πιο συγκεκριμένα, ο Γρηγοριάδης μοιάζει να κάνει μια αναδρομή ―όχι πισωγύρισμα― σε όλα σχεδόν τα προηγούμενα έργα του. Ήρωες από παλαιότερα βιβλία του κάνουν κι εδώ την εμφάνισή τους, ιδέες κι έννοιες επανέρχονται στο προσκήνιο επιτείνοντας την άποψη πως ο λόγος ενός δημιουργού, το ύφος και αισθητική του μπορούν να πηγαινοέρχονται αναδεικνύοντας ένα έργο συνεχές. Να σημειώσουμε βέβαια, όπως προαναφέρθηκε, ότι η επιλογή του Γρηγοριάδη στην εξέλιξη του μονολόγου του προτυπώνει, τρόπον τινά, και ό,τι μόλις παρατέθηκε.

Τι συμβαίνει όμως με την απουσία (ή την αδήριτη παρουσία, θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί) του αντρικού φύλου; Η μάνα, ενώ παλεύει να ισορροπήσει ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν, την ίδια στιγμή καρκινοβατεί μεταξύ του δολοφόνου της κόρης της και του δικού της «δολοφόνου», που, εκτός απ’ την ίδια τη ζωή, είναι και ο άντρας της. Ακριβώς σ’ αυτό το σημείο είναι που ο Γρηγοριάδης βάζει το στοίχημα και το κερδίζει: χωρίς ούτε μια στιγμή να διαλύει την εικόνα του άντρα, σκιαγραφεί πλήρως το ψυχογράφημα της γυναίκας. Ταυτόχρονα, μοιάζει να δικαιολογεί τις επιλογές ενός συζύγου που, απ’ τη μια, έφυγε μακριά παρατώντας τη γυναίκα, αλλά, απ’ την άλλη, λάμβανε σχεδόν αδιάλειπτα τη φωνή της συνείδησής της.

Η γλώσσα που χρησιμοποιείται κινείται παράλληλα με την εσωτερική και αφηγηματική διαδρομή της ηρωίδας. Όπου η τραγική μάνα ανακαλεί γεγονότα και σκέψεις συναισθηματικά φορτισμένα, η γλώσσα μοιάζει ν’ αποτελεί το κυρίαρχο εργαλείο. Απ’ την άλλη, όταν καταλαγιάζει η ένταση, οι αφηγηματικές επιλογές, η δραματοποίηση μέσω κινήσεων και πολλές φορές διαλόγων λαμβάνει στοιχεία (αυτο)σαρκασμού, αποφεύγοντας καθ’ όλη την πορεία οποιαδήποτε μεμψιμοιρία και (αυτο)λύπηση. Και πάλι: η ενότητα λόγου, δομής, έμψυχων και άψυχων αντικειμένων, χώρου και χρόνου είναι αναντίρρητα το μεγάλο πλεονέκτημα της «Δεύτερης γέννας». Σχεδόν σε όλα τα σημεία φαίνεται πως όλα τα περιγραφόμενα αποτελούν ένα συνεχές όλον το οποίο μπορεί να διασπαστεί μόνο εκ των ενόντων: απ’ την αλλαγή πλεύσης του εσωεξωτερικού μονολόγου της μάνας ― η ίδια, επομένως, η ηρωίδα είναι που καθοδηγεί τη γλώσσα που ο συγγραφέας τής αποδίδει.

Σε έργα αυτού του είδους, όπως προσπάθησα να αναλύσω παραπάνω, το «παιχνίδι» με τον παραλήπτη είναι ακατάπαυστο. Ο Γρηγοριάδης δεν φείδεται προσφοράς είτε κανείς προτάσσει την αναγνωστική απόλαυση είτε την κριτική ματιά και την αισθητική ικανοποίηση ― εάν προγραμματικά υποθέσουμε ότι εν προκειμένω αυτά είναι που ξεχωρίζουν.

Αν βασικό μέλημα της κειμενικής πρόσληψης παραμείνει η έκπληξη, το απρόοπτο και ο συγκλονισμός απ’ τα αφηγούμενα, ο συγγραφέας ικανοποιεί όλες αυτές τις εκφάνσεις. Αν βασική αναγνωστική προϋπόθεση είναι η συνολική δυναμική ενός έργου, ο συγγραφέας καταφέρνει να δημιουργήσει ένα αναγνωστικό σύμπαν διάστικτο από τέτοιου είδους ομορφιά.

Το μόνο που μένει, κατά τη δική μου άποψη, είναι η επιβεβαίωση της πορείας του Θεόδωρου Γρηγοριάδη με την αφήγηση ως κερδισμένο στοίχημα και το υπόβαθρο των βιβλίων του ως έναν διαρκή και ανοδικό πειραματισμό.

Ο Δημήτρης Αθηνάκης είναι ποιητής


[«Αυγή της Κυριακής», 22/11/2009/]



Τετάρτη 25 Νοεμβρίου 2009

Δεύτερη γέννα κριτική στην Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία



Ελευθεροτυπία, Επτά, Κυριακή 22 Νοεμβρίου 2009

Τυπογραφείο

Οδυνηρές σχέσεις

Μια μάνα ετοιμάζεται να στρώσει κυριακάτικο τραπέζι με την κόρη της, αλλά ο θάνατος θα καλύψει κάθε χαρά και προσδοκία, σ' ένα δραματικό παιχνίδι με την αλήθεια και το ψέμα. Θ. Γρηγοριάδης, «Δεύτερη γέννα»

Μια μεσόκοπη γυναίκα κατεβαίνει από την Καβάλα στην Αθήνα προκειμένου να συγυρίσει το μικρό διαμέρισμα της κόρης της στην περιοχή της Ακρόπολης και να ετοιμάσει το κυριακάτικο γεύμα στο οποίο θα δεξιωθούν καλούς φίλους.

Τα πάντα στο καινούριο πεζογράφημα του Θεόδωρου Γρηγοριάδη, που κυκλοφορεί με τίτλο «Δεύτερη γέννα», από τις εκδόσεις Πατάκη, ξεκινούν μέσα σε ένα σχεδόν ειδυλλιακό κλίμα: μια μητέρα που φροντίζει το καθημερινό νοικοκυριό του παιδιού της, σκέφτεται τις σπουδές του και αναλογίζεται με φιλοσοφική εγκαρτέρηση την έντονα ερωτική σχέση με τον άντρα της μέχρι να το γεννήσει.

Το ειδύλλιο, παρ' όλα αυτά, θα αρχίσει βαθμιαία να χαλάει, μέχρι που θα αποδειχτεί μια κακοφτιαγμένη (στα όρια της διαστροφής ή της παράνοιας) κουρτίνα: μια κουρτίνα για την αποσιώπηση μιας οδυνηρής πραγματικότητας, που ταυτίζεται με έναν παντελώς απρόσμενο και βίαιο θάνατο.

Τακτοποιώντας τον αναστατωμένο χώρο στο σπίτι της κόρης της, η Ελένη θα πιάσει από ένα σημείο και πέρα να βυθίζεται όλο και συχνότερα στις μνημονικές της εικόνες, που θα αποκαλύψουν, αντίθετα απ' ό,τι μας επιτρέπεται να καταλάβουμε στις πρώτες στιγμές της δράσης, μια στραβή και μαραγκιασμένη ζωή στη Βόρεια Ελλάδα, όπου ο πατέρας θα εγκαταλείψει μάνα και κόρη, πετυχαίνοντας να μετατεθεί ως λιμενικός στο Καστελόριζο, η μάνα θα τον σιχαθεί ψυχικά και σωματικά, η γιαγιά θα ανεβάσει το δικό της μπαϊράκι και η κόρη θα αναζητήσει στην Αθήνα τις προκλήσεις της νυχτερινής ζωής. Ο απόλυτος αφανισμός θα είναι η τελική συνέπεια για όλους.

Ο Γρηγοριάδης κατορθώνει να στήσει μέσα στις σελίδες ενός εξαιρετικά σύντομου και λιτού αφηγήματος (κάτι ανάμεσα σε θεατρικό μονόλογο και αποσπασματική νουβέλα) ένα δραματικό οικογενειακό αδιέξοδο στο οποίο υπάρχουν μόνο φταίχτες: φταίχτες για το μοιραίο παιχνίδι ανεμελιάς και αβουλίας που θα τσακίσει τον βίο τους, αναθέτοντας στη βιασύνη και τον εγωισμό πρωταγωνιστικό ρόλο.

Η τριήμερη πορεία της Ρένας προς την αποκάλυψη της αλήθειας (από την ευτυχία και την έστω κάπως ανήσυχη μακαριότητα σ' ένα τοπίο υπαρξιακής αναρρόφησης) είναι προσεκτικά και πειστικά σκηνοθετημένη (οι ενδείξεις για τη μεταστροφή παρέχονται από πολύ νωρίς, αλλά μετατρέπονται μόνο στο τέλος σε αποδείξεις), ενώ ωραία σκιτσάρονται και οι χαρακτήρες που δεν παίρνουν ποτέ ενεργό μέρος στο παροντικό επίπεδο της πλοκής.

Από τα πρόσωπα τα οποία εμφανίζονται επί σκηνής (πάλι μια μάνα και μια κόρη), η Πόλυ δείχνει μάλλον στερεότυπη και προσχηματική, αλλά η Μαρίλη αποτελεί ένα δεξιοτεχνικά πλασμένο εύρημα, που μετατρέπει το κλίμα δυσφορίας, δυσανεξίας και απόγνωσης της «Δεύτερης γέννας» σε αληθινή τρέλα. Μια πολύ σοβαρή προσπάθεια.



Τρίτη 24 Νοεμβρίου 2009

Δεύτερη γέννα κριτική στην "Βιβλιοθήκη"

Ελευθεροτυπία, Βιβλιοθήκη, Παρασκευή 20 Νοεμβρίου 2009


Ο μονόλογος της κυρίας Ρένας



Θεόδωρος Γρηγοριάδης

Δεύτερη γέννα

εκδόσεις Πατάκη, σ. 96, 8,5 ευρώ

Εφέτος φαίνεται να είναι η χρονιά των γυναικείων μονολόγων. Τα ανεβάσματά τους επί σκηνής προκαλούν το ενδιαφέρον του θεατρόφιλου κοινού και τα βιβλία, που συνήθως ακολουθούν, συζητιούνται πολύ περισσότερο από όσο θα αντιστοιχούσε σε ολιγοσέλιδα πεζογραφήματα. Υπάρχουν, βεβαίως, και οι γυναικείοι μονόλογοι που αντλούνται από παλαιότερα μυθιστορήματα, με τις απαραίτητες διασκευές. Δεν χρειάζεται, άλλωστε, και ιδιαίτερη προσπάθεια, αφού οι γυναικείοι μονόλογοι αφθονούν στην ελληνική πεζογραφία των τελευταίων χρόνων. Από τότε που νεότεροι συγγραφείς ανακάλυψαν «Το τρίτο στεφάνι» του Κώστα Ταχτσή, με το οποίο η προφορικότητα είχε διεισδύσει στην αφήγηση, ο μονόλογος, εκπεφρασμένος ή ενδιάθετος, είναι κυρίως γένους θηλυκού. Ο μοναδικός ανδρικός μονόλογος που μας έρχεται πρόχειρα στο νου, είναι από το μυθιστόρημα της Σωτηρίας Σταυρακοπούλου «Δεξιώσεις», αλλά αυτός, τουλάχιστον μέχρι σήμερα, δεν ενέπνευσε κανένα σκηνοθέτη. Κατά πόσο πρόκειται για μόδα ή για ουσιαστικότερη ανάγκη να δοθεί ο λόγος στη γυναίκα, έστω και πλασμένος από έναν άντρα συγγραφέα, όπως ορισμένοι ισχυρίζονται, μένει προσώρας ζητούμενο.

Ισως σε αυτήν την γενικότερη τάση να ενέδωσε και ο Θεόδωρος Γρηγοριάδης, δίνοντας στο δέκατο πεζογραφικό βιβλίο του τη μορφή γυναικείου μονολόγου. Την εικασία μας έρχεται να ενισχύσει η απόφασή του να το παρουσιάσει πρώτα ως θεατρικό στο Φεστιβάλ Φιλίππων-Καβάλας. Πάντως, στα τρία τελευταία μυθιστορήματά του υπερισχύει το θηλυκό στοιχείο, σε αντίθεση με τα πρώτα βιβλία του, που είχαν εκδοθεί μέσα στη δεκαετία του 1990. Σαν ο νέος αιώνας να έδωσε μια διαφορετική μορφή στην προβληματική του γύρω από τα δύο φύλα, η οποία εξαρχής κατείχε βασική θέση στις μυθοπλασίες του. Στο πρόσφατο βιβλίο του, προχωράει ένα βήμα παρακάτω, καθιστώντας τη γυναίκα μοναδικό φορέα του λόγου. Ισως, μάλιστα, να είχε την πρόθεση να στήσει έναν αμιγή, χωρίς εξαρτήσεις, γυναικείο κόσμο. Σκόνταψε, όμως, σε αυτό που η ηρωίδα του επιμένει να κουβαλάει στο κεφάλι της. Κάθε άντρας, κατά τον Φρόιντ, έχει μονίμως στο νου του μια γυναίκα, έτσι, αντίστοιχα, κάθε γυναίκα έχει έναν άντρα, πόσω μάλλον όταν πρόκειται για μια παραδοσιακής νοοτροπίας Βορειοελλαδίτισσα, όπως η ηρωίδα του.

Ουσιαστικά ο Γρηγοριάδης είχε τρεις ιδέες γι' αυτό το πεζογράφημα, που στο πάντρεμά τους δείχνουν κάπου να αποκλίνουν. Στην πρώτη, την πιο πρωτότυπη, πιθανώς και την πλέον αποκλίνουσα, η οποία και δίνει το εντυπωσιακό φινάλε του μονολόγου, αναφέρεται ο τίτλος. Συγγενεύει με τον τίτλο ενός προηγούμενου μυθιστορήματός του, «Εξω από το σώμα». Και στα δύο βιβλία οι συγγραφικές συλλήψεις αποδεικνύονται περισσότερο ευφάνταστες από όσο οι ίδιοι οι τίτλοι αφήνουν να εννοηθεί. Ούτε το παλαιότερο περιορίζεται στην τρέχουσα πρακτική της εξωσωματικής γονιμοποίησης ούτε το πρόσφατο αφορά έναν δεύτερο τοκετό μιας γυναίκας. Σύμφωνα, πάντως, με την παρουσίαση του βιβλίου από τον ίδιο τον συγγραφέα, γενεσιουργός ιδέα στάθηκε η ανεξιχνίαστη δολοφονία μιας φοιτήτριας, που είχε κρατήσει από το αστυνομικό δελτίο των εφημερίδων. Οταν, όμως, άρχισε τη συγγραφή, αποκρυστάλλωσε την τρίτη και κεντρική ιδέα, που ήταν να εστιάσει στη μητέρα και στο πώς εκείνη αντέδρασε στον τραγικό θάνατο, παρακάμπτοντας τη δολοφονία και τον ασύλληπτο δράστη. Οπότε θα αναμενόταν ως φόντο της μυθοπλασίας ένα έγκλημα από εκείνα που μπορούν να τύχουν σε μια πρωτοετή φοιτήτρια, που ζει μόνη στην Αθήνα κι εργάζεται τα βράδια σε εστιατόριο. Ομως ο Γρηγοριάδης δεν αρκέστηκε σ' έναν βιασμό, κάπου μεταξύ Ψυρρή και Νέου Κόσμου, όπου και τοποθετεί την ιστορία του, αλλά δανείζεται στοιχεία από εγκλήματα που έγιναν πρωτοσέλιδα. Παρατηρούμε γενικότερα πως η αναζήτηση του εξαιρετικού αποτελεί χαρακτηριστικό γνώρισμα των φετινών θεατρικών μονολόγων. Παρόμοιες, όμως, στυγερές, όπως αποκαλούνται, δολοφονίες μπορούν να συμβούν σε όσους συνηθίζουν να φέρνουν για συντροφιά στο διαμέρισμά τους τυχαίες γνωριμίες από τα μπαρ και να υφίστανται σαδιστική μεταχείριση, που κάποτε φτάνει μέχρι τον στραγγαλισμό. Συμπεριφορά μάλλον ανοίκεια για τη νεαρή ηρωίδα του, μια επαρχιώτισσα που έχει κι έναν σταθερό ερωτικό δεσμό.

Σε κάθε περίπτωση, η δολοφονία δεν φαίνεται να έχει ιδιαίτερο λειτουργικό ρόλο στον μονόλογο της γυναίκας. Εχουμε την εντύπωση ότι θα έφτανε ένας αδόκητος θάνατος, λιγότερο άγριος, για να οδηγηθεί στην παράνοια μια μητέρα, που, ούτως ή άλλως, τον βρίσκει άδικο και την κατακλύζουν οι ενοχές. Οπως, λ.χ., συμβαίνει σε ένα από τα πρόσφατα διηγήματα του Νίκου Αδάμ Βουδούρη, «Το λουτρικό». Ωστόσο, η ηρωίδα του Γρηγοριάδη δεν παραφρονεί. Τουλάχιστον όχι αμέσως, όπως μπορεί να συμβεί σε κάποιον ύστερα από ένα ισχυρό σοκ. Εκείνη συγκλονίζεται, καταρρέει, αλλά οι πρώτες ψευδαισθητικές διαταραχές και τα κενά μνήμης αργούν. Παραδόξως εμφανίζονται περίπου έναν χρόνο αργότερα. Τότε έρχεται στην Αθήνα για να γιορτάσει τα γενέθλια της κόρης της μαζί της. Βρισκόμαστε στο 2001, δεδομένου ότι προσδιορίζεται πως είναι η πρώτη χρονιά που λειτουργεί το νέο αεροδρόμιο. Ο μονόλογος ξεκινάει Σάββατο πρωί, την επομένη της άφιξής της στην Αθήνα, και τελειώνει Κυριακή βράδυ. Στο πλάσιμό του φαίνεται όλη η δεξιότητα του συγγραφέα. Δημιουργεί έναν δυναμικό χαρακτήρα, φύσει αισιόδοξο, τον οποίο περιγράφει σε μια κρίσιμη φάση, ιδιαίτερα δύσκολη στη σκιαγράφησή της.

Η γυναίκα κάνει ετοιμασίες για τη γιορτή, περιμένοντας να γυρίσει η κόρη της. Ταυτόχρονα, είναι ανήσυχη, έχοντας την αίσθηση πως κάτι της διαφεύγει. Εχει την εντύπωση πως η μνήμη της είναι ένας λαβύρινθος, που ανοίγει στιγμιαία, με αφορμή μια οικεία οσμή ή μια γνώριμη παράσταση, και αμέσως μετά ξανακλείνει. Παρακολουθούμε τις κινήσεις της, τις σκέψεις που της έρχονται, τις παρελθοντικές σκηνές που συνειρμικά ανακαλεί. Ο μονόλογός της γεμίζει με γυναικεία πρόσωπα. Είναι η κόρη, η μάνα και η αδελφή της στην Αμερική. Ενα, όμως, είναι εκείνο που πεισματικά επανέρχεται. Ο μοναδικός άντρας της ζωής της, που τον ερωτεύτηκε μαθήτρια ακόμη και έζησε μαζί του τριάντα χρόνια. Αν και στα τελευταία ανακαλεί με θλίψη πως είχαν πια χωρίσει. Μένει, όμως, έντονη η ανάμνηση από τα ερωτικά τους σμιξίματα. Καθώς θαλερή ακόμη, βρίσκεται στα 48 της, διψά για αντρική συντροφιά.

Αιφνιδιαστικά επανέρχεται η μνήμη της. Βιώνει για δεύτερη φορά το σοκ και αποδέχεται τον θάνατο της κόρης της. Αυτή η συμφιλίωση με την ιδέα του θανάτου γίνεται νύχτα Κυριακής, πριν αναχωρήσει από την Αθήνα, με μια φαντασιακή τελετουργία ανάστροφης γέννας. Η κόρη συρρικνώνεται, γίνεται και πάλι ένα ωάριο και επιστρέφει στη μήτρα. Η τελευταία φράση του μονολόγου είναι μια υπόσχεση πως, από τούδε και στο εξής, έκλεισε ως γυναίκα, που ηχεί ολωσδιόλου ξένη προς το ταμπεραμέντο της ηρωίδας, όπως έχει αποτυπωθεί στον μονόλογό της. Αλλά και ολόκληρη η σκηνή ως φαντασίωση προϋποθέτει υπερευαίσθητο χαρακτήρα και, κυρίως, καλλιέργεια αντίστοιχη με αυτήν του συγγραφέα. Από την άλλη, αναμφιβόλως, πρόκειται για ένα θεατρικό δρώμενο ή για ένα αφήγημα, αφού σχολιάζουμε το βιβλίο, που συναρπάζει με τις συνδηλώσεις του το σημερινό κοινό.

Τρίτη 17 Νοεμβρίου 2009

"δεύτερη γέννα" παρουσίαση στην "Αυγή"

ΑΥΓΗ ΤΡΙΤΗ 17/11/2009΄


«Δεύτερη γέννα», πρώτη αναγέννηση


Μάνα. Φωνάζει, κλαίει, μιλά, σκέφτεται, αγαπά, γεννά, ρουφά, επιμένει, χειροτερεύει, βελτιώνεται, υπάρχει. Υπάρχει.

Η Ρένα είναι η τραγική μάνα που ’χασε την κόρη της. Τη δολοφόνησαν. Όχι. Τη δολοφόνησε. Ο δεύτερος δολοφόνος που έβαλε στη ζωή της η Ρένα. Ο πρώτος έκανε αργά και βασανιστικά τη δουλειά του. Ο άντρας της. Ο λιμενικός. Που την άφησε κι έτρεξε γι’ άλλα λιμάνια. Αυτό ακούγεται κλισέ. Μπορεί και να ’ναι. Όμως. Όμως ο Γρηγοριάδης, αφού έχει αγαπήσει τις λέξεις, αγάπησε και τους ήρωές του. Τις ζωές τους.

Στον μονόλογο της Ρένας σκιαγραφείται το πρόσωπο της τραγικότητας, της έλλειψης, του έρωτα, του θανάτου, της γέννησης, ξανά του θανάτου, της ίδιας της γυναίκας, της γυναίκας που δεν μπορεί να υπάρξει μόνη της, δεν είναι μόνη της, ο άντρας μπορεί ν’ απουσιάζει, αλλά είναι διαρκώς παρών. Αυτός δεν καταστρέφεται. Δεν είναι φεμινιστικό, με ό,τι αυτό συνεπάγεται, το έργο του Γρηγοριάδη. Είναι ανθρώπινο.

Όσο ανθρώπινη είναι η μοναξιά και η παράνοια. Όσο ανθρώπινοι είναι άνθρωποι. (Πόσο ανθρώπινοι μπορούν να γίνουν άραγε οι άνθρωποι;). Όσο ανθρώπινη είναι η λογοτεχνία, οι λέξεις και τα πράγματά της. Θυμάμαι το πρόσωπο της μητέρας στο «Αλάτι πίσω από τ’ αυτί» του Αργύρη Παλούκα. Εκεί ήταν μητέρα. Θυμάμαι το ποίημα της Ευτυχίας Παναγιώτου που απευθύνεται στη μαμά. Εκεί, στον «Μέγα κηπουρό», ήταν μαμά. Να τρεις εκφάνσεις του ίδιου προσώπου: μάνα, μητέρα, μαμά.

Μεγαλώνει αυτό το πρόσωπο, κι όσο γίνεται αυτό τόσο εκείνη θέλει δίπλα της τα παιδιά της. Αναγκαστικά, αγαπητικά, για ασφάλεια, για τον πόνο που έρχεται ή γι’ αυτόν που έφυγε και θέλει να μοιραστεί την ανακούφισή της. Η «Δεύτερη γέννα» δεν είναι μόνον αυτό που περιγράφεται στο τέλος. Είναι μαζί και η αναγέννηση του προσώπου της γυναίκας, της μάνας-μητέρας-μαμάς, του υπέροχου αλλά κι αδυσώπητου προσώπου που ενσαρκώνει.

Ενενήντα σελίδες είναι, στις εκδόσεις Πατάκη. Δεν είναι δα και τόσος κόπος να συγκλονιζόμαστε πού και πού. Είναι;


(ανυπόγραφο)



Δευτέρα 26 Οκτωβρίου 2009

"δεύτερη γέννα" κριτική από την Ευτυχία Παναγιώτου

Γράφει το exwtico



«Καμιά γυναίκα δεν μπορεί να πιάσει παιδί χωρίς τον τέλειο οργασμό, είναι εκείνη η άπιαστη στιγμή που συγκλονίζεσαι με τέτοια ένταση ώστε ο ίδιος σου ο οργασμός την αποτυπώνει. Χρόνια ολόκληρα περίμενα μια τέτοια στιγμή, αργεί μερικές φορές, αρκεί να την περιμένεις» (σ. 61)

Πέρα από καλά ή κακά, υπάρχουν βιβλία τυχερά ή άτυχα. Δεν εννοώ, φυσικά, τον Αγαθοδαίμονα στο ράφι, στη διακίνηση, στη διαφήμιση και σ’ όλα εκείνα τα περιττά που στοιχειώνουν συχνά πυκνά τις σελίδες συγγραφέων ενόσω γράφουν. Θυμίζω τις γλυκές συγκυρίες που αγκαλιάζουν με τόση ιερότητα την ανάγνωση βιβλίων, αυτήν τη συγκατάθεση του χρόνου που με τη μαγική του βούλα κάνει κάποιους τίτλους να σπαρταρούν στη συνείδηση. Θυμίζω ξεχασμένες, για όσους ασχολούνται πολύ με τα γράμματα, καταστάσεις όπως «η ποιητικότητα στην ανάγνωση» και «η απόγνωση για ανάγνωση». (Θυμίζω επίσης πως επιλέγουμε τα βιβλία που θα διαβάσουμε και πότε θα γίνει αυτό και γιατί. Θυμίζω επίσης πως τα βιβλία υπάρχουν για να τα διαβάζουμε.)

Η «Δεύτερη γέννα» του Θεόδωρου Γρηγοριάδη είχε την καλή τύχη να με συντροφέψει στη νοσοκομειακή κλίνη, παρά τις συγκρατημένες προειδοποιήσεις του alter ego μου: «Εσύ / με αυτό το βιβλίο / εκειδά /, α-α-α / δεν θα περάσεις / και πολύ καλά!» Όταν έφτασα στο νοσοκομείο άρχισα να συνειδητοποιώ ότι θα μου ήταν δύσκολο μέχρι και περιοδικό να διαβάσω εκεί. Το πρώτο μισό της «Δεύτερης γέννας» λοιπόν το διάβασα με την εκνευριστική απειλή των πρακτικών ανθρώπων: «Σβήνουμε φώτα, σβήνουμε φώτα!» Κι ήταν εκείνη η ευλογημένη ώρα —είχα ήδη αναμμένο το κλεφτοφάναρο— που ο νους μου φωτίστηκε από τη σύμπτωση, και μόνο έτσι μπορούσε να γίνει την ώρα κείνη να νιώσω, κανονικά να νιώσω, τις πρώτες αράδες του βιβλίου: «Στην αρχή είδα λίγο φως. Μια χαραμάδα. Μια αχτίδα φωτός τρύπαγε τη χλωμή άπλυτη κουρτίνα στο σαλόνι, που κρεμόταν σαν παρατημένο σκιάχτρο που κανείς δεν σκέφτηκε να το παραμερίσει». Άθελά μου θα γινόμουν η ηρωίδα της «Δεύτερης γέννας», παρότι δεν μοιάζουμε σε τίποτα και παρότι εγώ ήμουν εντελώς ανήμπορη να διαβάσω τι έλεγε επειδή κλείνανε τα μάτια μου εξαντλημένα. Μπορούσα όμως να απομονώσω μια αίσθηση, εκείνη της ακοής, μπορούσα να αφουγκραστώ το παραλήρημα της μητέρας της Ελένης, καθώς το δεύτερο μισό της «Δεύτερης γέννας» μού το διάβαζε με τρυφερότητα το υπομονετικό μου alter ego, δεύτερο στόμα και όμμα: «Πεθύμησα μια καταιγίδα, εγώ, μουσκεμένη, τρέχω μέσα στο δωμάτιο. Ο άντρας με τις γυρισμένες πλάτες μ’ αρπάζει στην αγκαλιά του. Με ρωτάει τι τρέχει, πού ήμουν. […] ‘‘Δεν έπρεπε να αφήσεις το κορίτσι να φύγει λεπτό από τα χέρια σου’’. Κι εκείνος να μου λέει ‘‘Εσένα έμοιασε στο φευγιό. Θυμήσου πόσες φορές έφυγες από τη μάνα σου και από μένα’’» (σ. 50).

Πόσες φορές άραγε φεύγει κανείς από τους άλλους για να γυρίσει στον εαυτό του; Άραγε φεύγουμε από τους άλλους γιατί φεύγουμε από τον εαυτό μας; Πόσες φορές αλλάζουμε πρόσωπα; Τι σημαίνει το πρόσωπό σου να είναι η γραφή, γράφοντας να γίνεσαι κάποιος άλλος;

Συστρέφοντας το σώμα ανήσυχα στην πάλλευκη κείνη κλίνη, αναρωτιόμουν γιατί μας απασχολεί τόσο το πρόσωπο του συγγραφέα (η ζωή του, το φύλο του, η καταγωγή του) εφόσον δουλειά του είναι να μας χαρίζει άλλους, διαφορετικούς από τον εαυτό του και εκπληκτικούς ήρωες. Αναρωτιόμουν επίσης γιατί ο άνθρωπος προτιμά να ερμηνεύσει κριτικά (στο μέτρο της δικής του λογικής) το ταλέντο κάποιου άλλου ανθρώπου, ενώ του έχει χαριστεί, τόσο απλόχερα μάλιστα, η πολυτέλεια της απόλαυσης μιας τέχνης που στην τελική γίνεται δική του; Παραπέμπω σχετικά και στον εξής σύνδεσμο: http://www.serrelib.gr/grigoriadis/stefani.htm

Έτσι όπως ξαπλώνω λοιπόν στην καταραμένη κλίνη, αντιλαμβάνομαι πόσο τυχερή είμαι: οι λέξεις συμπαρίστανται σαν αγγελάκια στο πλευρό μου: «Νοστάλγησα να είμαι με κάποιον δίπλα μου. Να πιστεύω ότι είναι μαζί μου. Όταν φυσάνε οι βοριάδες να ανοίγει προστατευτικά την πόρτα και να με υποδέχεται». Βιβλίο νοστάλγησα γεμάτο όπως εμένα απουσία και φυγή. Γιατί οι βοριάδες φυσάνε και πάντα θα φυσάνε, τον παράδεισο όμως θα τον ζήσουμε. Στις άγρυπνες νύχτες του καθενός, το βιβλίο φέρνει κοντά ό,τι δεν ήτανε ποτέ οριστικά χαμένο.

***

Απανθρωπιά δεν μου μένει να μιλήσω για τη «Δεύτερη γέννα» χρησιμοποιώντας τις χρήσιμες κατά τ’ άλλα αισθητικές κατηγορίες. Θα πω απλώς ότι είχε στον ψυχισμό μου την επίδραση που έχουν δύο αγαπημένα βιβλία: Το τρίτο στεφάνι (Κώστας Ταχτσής) και η Συγχώρεση (Σώτη Τριανταφύλλου). Πιστεύω πως η “Δεύτερη γέννα” συγγενεύει και με τα δύο, αλλά ούτε κι αυτό έχω την απανθρωπιά να το αναλύσω εδώ.

Μου φτάνει που η ανάσα μου επιστρέφει στις ρίζες της, που προσμένω πια με λαχτάρα τη στιγμή που δεν θα γίνω ποτέ η ίδια: «Τι κρίμα, γιατί τον αγάπησα. Και τι κρίμα που δεν μετανιώνω ούτε γι’ αυτό». (σ. 86)

Υγρ.: Κάθε βιβλίο πρέπει να μοιάζει με οργασμό ή με γέννα. (Και γιατί τόσος ντόρος για το φύλο;)

Παρασκευή 23 Οκτωβρίου 2009

"δεύτερη γέννα" κριτική στην Καθημερινή

Στην κόψη μιας ζωής

Της Ολγας Σελλα

Θεόδωρος Γρηγοριάδης
«Δεύτερη γέννα».
Νουβέλα. Εκδ. Πατάκης, σελ. 96

Γνωρίζοντας από πρώτο χέρι τη ζωή και την ψυχοσύνθεση των ανθρώπων της Βόρειας Ελλάδας -αφού κατάγεται από το Παγγαίο Καβάλας ο Θεόδωρος Γρηγοριάδης- αλλά και του ανθρώπου που ζει τη μισή ζωή του στην Αθήνα, καταπιάστηκε μ’ αυτό το θέμα στο τελευταίο του βιβλίο. Μια γυναίκα γύρω στα πενήντα, που έχει χάσει όμως την αρχική ορμή της για τη ζωή, έρχεται στην Αθήνα, στο σπίτι που αγόρασε για τη φοιτήτρια κόρη της.

Η νουβέλα αρχίζει σχεδόν γλυκά, για να σκληρύνει στην πορεία και να βρεθούμε στην ψυχολογική δίνη αυτής της γυναίκας, της Ρένας, που φτάνει σ’ ένα άδειο και παρατημένο σπίτι, όπου παντού βρίσκονται ίχνη αυτής της νέας κοπέλας, διαρκώς την αναμένει αλλά εκείνη δεν φαίνεται πουθενά.

Στη διάρκεια των ημερών που περιμένει την κόρη της να επιστρέψει, είναι οι παραμονές των γενεθλίων της νεαρής κοπέλας, κάνει συχνά φλας μπακ στη ζωή της, στη σχέση με τον άντρα της, στα σκιρτήματα του πρώτου δικού της έρωτα, στην εντύπωσή της από μια Αθήνα που αλλάζει, στην προσπάθεια να προσαρμοστεί και να γνωρίσει μια πόλη διαφορετική από αυτή που έμαθε και μεγάλωσε. «Στο ασανσέρ μπήκε μαζί μου μια γυναίκα, μένει στην ίδια πολυκατοικία. Παράξενο, στις πόλεις οι γειτόνισσες μένουν από πάνω και από κάτω σου, εγώ στην επαρχία τις είχα πάντα κατά μήκος του δρόμου, έμενα πάντοτε σε μονοκατοικίες από τότε που έφυγα από το πατρικό μου». (...) «Οταν ζούσαμε σε μικρά μέρη, προσέχαμε περισσότερο τι τρώγαμε, αγοράζαμε κατευθείαν από τους ντόπιους. Τώρα, σ’ αυτά τα σούπερ μάρκετ, ξένος μπαίνεις, ξένος βγαίνεις. Ακόμα και τα κορίτσια στο ταμείο δεν είναι ποτέ στο ίδιο πόστο, άσε που δεν τις προσέχεις ολόκληρες, κάτι χέρια βλέπεις να χτυπάνε τα πλήκτρα, κομματιασμένες γυναίκες».

Η θερμοκρασία του βιβλίου σιγά σιγά ανεβαίνει μαζί με το ξετύλιγμα της μνήμης της και της αυτοσυνειδησίας της. Μαζί με την αποδοχή μιας τραγικής αλήθειας που στην αρχή δεν είναι διόλου φανερή, σιγά σιγά γίνεται υπαινικτική και στο τέλος έρχεται μπροστά σου σαν ένα τεράστιο κύμα. Οπως ακριβώς συνειδητοποιούμε όλοι μας τις μεγάλες ή τις μικρές αλήθειες, τις μεγάλες ή τις μικρές ψευδαισθήσεις της ζωής μας. Το λέει άλλωστε μια γυναίκα που εμφανίζεται σε δεύτερο ρόλο και ομολογεί ότι λέει ψέματα στην κόρη της πως εργάζεται φροντίζοντας έναν κατάκοιτο γέρο: «Υπάρχουν πολλά ψέματα», μου είπε. «Μερικά είναι για να επιβιώσεις και κάποια άλλα για να κάνεις ότι ζεις. Διάλεξε και πάρε». Η Ρένα στο τέλος αυτής της πολύ ευαίσθητης νουβέλας διώχνει από πάνω της τα ψέματα, και ξαναβάζει την κόρη της στη ζωή της, μ’ έναν πολύ ιδιαίτερο τρόπο. Εχοντας «προϋπηρεσία» στις μικρές φόρμες, ο Θόδωρος Γρηγοριάδης γράφει μια νουβέλα, χαμηλόφωνη αλλά δυνατή, που αγγίζει πολλά, σε πολύ λίγες σελίδες.

Robert Penn Warren «Ένας τόπος για να επιστρέφεις»

Μετάφραση: Αθηνά Δημητριάδου, εκδόσεις Πόλις, 2025 Γράφει ο Θεόδωρος Γρηγοριάδης Στο τελευταίο βιβλίο του Ρόμπερτ Πεν Γουόρεν ο αφηγητής και...