Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα χάρτες. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα χάρτες. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 20 Μαρτίου 2024

Η όαση Σίουα και ένα διήγημα από τους "Χάρτες"..

 Ο  ΗΛΙΟΣ  ΤΗΣ  ΕΡΗΜΟΥ



Από την Αλεξάνδρεια στην Μάρσα Ματρούχ νύχτα φτάσανε. Η πόλη, Φεβρουάριο μήνα, χωρίς την καλοκαιρινή της στολή, έμοιαζε αφημένη, κακοφωτισμένη. Λακκούβες στους δρόμους, απόνερα, στυμένα και πατημένα φρούτα, ένα δρόμος μακρόστενος το παζάρι με γλόμπους για τους νυχτερινούς πελάτες. Θλιμμένο μισοάδειο ξενοδοχείο. Δεν τους αρέσει. Άντε να ξημερώσει να μπούνε και πάλι στο φορτηγάκι και να φτάσουνε στην Όαση. Είμαστε αρχές του ενενήντα-έχει σημασία. Σε δέκα χρόνια η όαση Σίουα θα είναι κόλαση, γεμάτη εξοχικά και βίλες. Μια φήμη που έλεγε ότι ο τάφος του Μεγαλέξανδρου κείται εκείθε, έφερε κόσμο, λεφτά και τσιμέντο. Ο Στέργιος τελεί χρέη κάμεραμαν, ο Διονύσης συντονίζει, γράφει κείμενα, διεκπεραιώνει την έρευνα.

Στη θέση του οδηγού λαγοκοιμάται ο Αιγύπτιος οδηγός καθώς μπαίνουν στην στεππώδη έρημο ΄ δρόμος χαραγμένος σε μια ευθεία, κιτρινισμένο δέρμα φιδιού, ένας ορίζοντας, ένα αβαθές τοπίο. Ο Διονύσης κοιμάται κι ας κουνάει συνεχώς το νοικιασμένο λεωφορειάκι. Ο Στέργιος άγρυπνος, με την κάμερα παραδίπλα, μην προκύψει πλάνο ΄ άλλοι βλέπουν με τα μάτια και άλλοι με την κάμερα. Τρεισήμιση ώρες ταξίδι. Τίποτε στον ορίζοντα. Κιτρινίλα, θαμπή χειμωνιάτικη μέρα που δεν ολοκληρώθηκε στην καρδιά της Σαχάρας.

Γιατί να’ ρχόταν ως εδώ ο Αλέξανδρος; Οι μύθοι κι οι πηγές τον έχουν σίγουρο επισκέπτη, όσο για τον τάφο του, κι αυτός σαν μύθος φυτρώνει παντού. Και ιδού μια νησίδα στη μέση του πουθενά, με χαμηλούς λόφους, φοίνικες που τους κατατρώγει ύπουλα η έρημος και κόκκο κόκκο ετοιμάζεται να απορροφήσει οποιαδήποτε μορφή βλάστησης. Περήφανη κατάρα, έρημος, μεταλλασσόμενη. Πλίνθινα σπίτια, κάρα, ζώα στους δρόμους, χαλασμένα ποδήλατα, μισόγυμνα παιδιά, η πισίνα της Κλεοπάτρας, μια στέρνα με στάσιμα νερά. Ένα καφενείο παράγκα, ένα τεράστιο τσουκάλι που χωράει ολόκληρον άνθρωπο και όπου βράζει συνεχώς το ρύζι ΄ μαύρο τσάι: σφίγγει το έντερο.

Ο τόπος του τάφου σαν πλάνη. Οτιδήποτε θα μπορούσε να είναι εδώ. Μια Ελληνίδα ουρλιάζει ότι ξέρει για Εκείνον, για την Ταφή του, μια Ελληνίδα αρχαιολόγος στην έρημο αντί σε άσυλο. Την φωτογραφίζουν, τριγύρω…

Απέμεινε ο ναός του Άμμωνος Διός, από εκεί που πήρε τον χρησμό ο Αλέξανδρος για να κατακτήσει τον μισό κόσμο για να χάσει μια ολόκληρη ζωή. Ανηφοριά: άμμος, πέτρες και χώμα. Ερειπωμένα κτίρια. Άντε μια ανάσα μέχρι την κορυφή. Το μονοπάτι ήσυχο, ένα σκυλί γαυγίζει στην άκρη της λίμνης που στερεύει, που μαζεύεται. Ο Διονύσης ανεβαίνει και χώνεται ανάμεσα στα μισογκρεμισμένα δώματα. Είναι πολλοί οι αιώνες, πάρα πολλοί και πάλι καλά που απέμειναν και αυτά τα ντουβάρια. Τριγύρω η όαση, στο βάθος, όπου και να δει ως προς οποιαδήποτε κατεύθυνση, το άδειο.

Κουράζεται και κάθεται καταγής με το φόβο κάποιος σκορπιός ή ένα φίδι, που δεν κοιμήθηκε ποτέ, να του επιτεθεί.  Δεν μπορεί κάτι θα έπαθε, εδώ και λίγα λεπτά αφουγκράζεται κάθε χτύπο, κάθε ήχο από παντού, έχει διευρυνθεί η ακοή, η αίσθησή της τεταμένη. Λένε πως τα σκυλιά μυρίζοντας αναγνωρίζουν από δεκάδες μέτρα. Κι άλλοι, αγγίζοντας στα σκοτάδια, υφαίνουν την χαμένη όραση. 

Όμως αυτός, μάτια έχει, μυρωδιά δεν του λείπει αλλά ακούει, ακούει συνεχώς, λες και οι ήχοι, που γυροφέρνουν τον τόπο, ξαναγυρνούν, δεν πάνε χαμένοι. «Τίποτε δεν πάει χαμένο στον κόσμο μας», ομολογεί και κλείνει τα μάτια. Κάθε μόριο, κάθε πληροφορία, κάθε χτύπος περιμένουν να τα περισυλλέξεις και να τα σμίξεις σε νόημα.

Και τι δεν ακούει που δεν ακούμε εμείς. Τι γδούπους, τι οιμωγές, τι προσευχές, τι γλώσσες-αλήθεια τι γλώσσες, πώς προφέρονταν οι γλώσσες; Είχαμε τα ίδια δόντια, τα ίδια χείλη για να συλλαβίσουν τα δικά μας νοήματα; Είχαμε τα ίδια νοήματα; Κι όμως νομίζει ότι αναγνωρίζει τους σπασμούς που όλο και τον πλησιάζουν εκκωφαντικά.

«Πείτε του την αλήθεια, μην προχωρήσει παρά πέρα. Ας χτίσει μια πόλη κι ας βασιλεύσει ήσυχα».

Ποιος μιλάει; Μα ο ίδιος! Ποιος τον αναγκάζει να μιλήσει στη γλώσσα του και να προειδοποιήσει τον Βασιλιά; Να λοιπόν τι ήταν οι μαντείες: ήταν λόγια γυρισμένα στη γλώσσα που ήθελαν να ακουστεί ώστε να περάσει το μήνυμα. Που συνέλλεγαν τους σκορπισμένους ήχους και τις πληροφορίες σε μια στιγμή, τη δεδομένη στιγμή, την επερχόμενη, όταν θα επιτελούνταν οι πράξεις των ανθρώπων.

Ο Διονύσης κατηφόρισε στο κέντρο του χωριού. Σκοτείνιαζε και μόνον το τριώροφο ξενοδοχείο-μπετόν σκέτο-είχε δική του γεννήτρια. Ο Στέργιος τον περίμενε στο καφενείο με ρύζια βρασμένα, τσάγια πολλά και καναδυό ντόπιους να προσπαθούν να συννενοηθούν μαζί του. Κάθισε δίπλα τους σκεπτικός.

«Έχεις κάτι;» τον ρώτησε ο Στέργιος.

«Τίποτε δεν έχω». 

Άρχισε να τρώει ρύζι και η ακοή του μίκρυνε, το τούνελ έκλεινε και ξαφνικά μόνον ο θόρυβος του πηρουνιού ακουγόταν. Δεν είχε λόγο να εξηγήσει οτιδήποτε, ΄Ηταν πολύ αργά πια για να προειδοποιήσει.





Από την συλλογή διηγημάτων ΧΑΡΤΕΣ, Εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗ, 2007










Τρίτη 15 Αυγούστου 2023

Το καλοκαίρι των λογοτεχνών

Στην Καθημερινή , Δεκαπενταύγουστο 2023, δημοσιεύεται ένα αφιέρωμα στο καλοκαίρι των λογοτεχνών από τον Δημήτρη Αθηνάκη με αναφορά σε ένα δικό μου διήγημα "Το τελευταίο καλοκαίρι τους" από τους "Χάρτες", το καλοκαίρι μιας βορειοελλαδίτικης παρέας στα παράλια της Τουρκίας το 1982. Το παραθέτω ολόκληρο:

"ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ ΣΟΥ"
Πώς τις έσερναν τις βαλίτσες από λεωφορείο σε ταξί κι από εκεί σε λεωφορείο – ξανά και ξανά. Δέκα μέρες τι τα ήθελαν τόσα λούσα, καλοκαιριάτικα, στα παράλια της Ιωνίας. Αυτές χαμογελούσαν, η Μαρία και η Σάσα, εικοσιπεντάχρονες. Δεν τις ένοιαζε τίποτε, ούτε είχαν συναίσθηση πού βρίσκονταν. Από την άλλη, οι άλλοι τρεις της παρέας γνώριζαν πολύ καλά γιατί είχαν έρθει εδώ. Έκαναν τις βόλτες τους τα βράδια στα πάρκα της Σμύρνης, γνώριζαν αγόρια κι έτρεχαν μαζί τους σε φτωχόσπιτα, σε παράγκες, σε ξενοδοχεία χωρίς κατηγορία. Μόλις έφευγε ο καλεσμένος, έμπαινε στο δωμάτιο και ο ρεσεψιονίστ, να μη μείνει παραπονεμένος κανένας περιτμημένος.
Η Σάσα έφερε κι έναν καινούριο στην παρέα, τον ξαδελφούλη της, τον Άγγελο, ακόμη με την ακμή στο πρόσωπο, γλυκούλης, μόλις τελείωσε το λύκειο και θέλει να πάει σε σχολή μονίμων υπαξιωματικών. Όταν σπάζει ο πάγος, ομολογεί ότι θέλει να ζει μόνο με αγόρια και μόνον ανάμεσά τους. Νωρίς νωρίς βγήκε έξω από την ντουλαπίτσα του.
Η Σάσα γελάει. Χίλια εννιακόσια ογδόντα δύο, καλοκαίρι. Οι άλλοι δύο είναι φίλοι της Μαρίας, ο ένας δουλεύει σε τράπεζα, ο άλλος κρατάει το μαγαζί του πατέρα του στην Καβάλα, γεμάτο υφάσματα για κουρτίνες. Γελάνε. Ο Άγγελος είναι πρώτη φορά που ταξιδεύει εκτός Ελλάδας.
«Μα δεν είναι εκτός» μονολογεί βλέποντας γύρω του τόσα οικεία πρόσωπα.
Κάτω από μια ψάθινη τέντα στο Αϊβαλί, χαλαρωμένοι, χωρίς την ανάγκη ακόμη του αλκοόλ, άντε ένα ρακί. Χωρίς τη βουλιμία του φαγητού, που είκοσι χρόνια μετά θα οδηγήσει τους μισούς σε ανεπνευστήρες. Με τον ήλιο χορτασμένοι και τα γέλια.
«Κι οι Τούρκοι σαν κι εμάς» λένε.
Γελάνε.
Ο Άγγελος έχει ακούσει ότι το καλύτερο μέρος της Ελλάδας και όλου του κόσμου είναι η Μύκονος. Εκεί υπηρετούσε στα ραντάρ ένας γείτονάς του και του περιέγραψε πόσο μοντέρνο και ξακουστό είναι το νησί, γεμάτο ξένους, απελευθερωμένους.
«Του χρόνου το καλοκαίρι θα μαζέψω λεφτά και θα πάω…»
Οι άλλοι δύο, ελαφρώς μεγαλύτεροί του, κοιτάζονται μεταξύ τους΄ δεν τους ενδιαφέρει η Μύκονος, γι’ αυτούς όλα τα μέρη είναι ξακουστά, όπου υπάρχουν άνθρωποι οι τόποι είναι διασκεδαστικοί και ζωντανοί. Θα συνεχίσουν να ταξιδεύουν και την επόμενη δεκαετία, άλλοτε έχοντας τη Σάσα μαζί τους και άλλοτε τη Μαρία. Κι εκείνες θα σέρνουν τη βαλίτσα και θα τους ακολουθούν σε ανύποπτες διαδρομές, σε μέρη χωρίς διάσημους. Ο Άγγελος δεν θα ξαναπάει μαζί τους. Το επόμενο καλοκαίρι θα αράξει στη Μύκονο και τέλος Σεπτεμβρίου θα τους συναντήσει για καφέ στην παραλιακή καφετερία της Καβάλας.
«Είμαι ευτυχισμένος, πέρασα στην Αθήνα, στη σχολή υπαξιωματικών. Το πιο ωραίο, γνώρισα στη Μύκονο έναν σαραντάρη από το Σαν Φρανσίσκο. Κόλλησε πάνω μου, με κάλεσε να πάω Αμερική. Ήταν τέλεια στη Μύκονο».
Το Πάσχα της επόμενης χρονιάς ταξίδευαν οι τέσσερις για Αίγυπτο. Αγοράζοντας εφημερίδες στο αεροδρόμιο, μια αγγλική, έτσι, για να υπάρχει ένας κοσμοπολιτισμός στο ταξίδι τους, το μάτι του Μάρκου έπεσε πάνω σε ένα ανησυχητικό δημοσίευμα:
«Ντίνο, για δες εδώ…»
Μιλούσε για μιαν αρρώστια που θέριζε στην Αμερική και είχε αρχίσει να έρχεται και στην Ευρώπη. Κοιτάχτηκαν ανήσυχοι. Δεν ομολόγησαν τους φόβους τους΄ κάτι θα άλλαζε στο εξής, κανένα καλοκαίρι δεν θα ήταν το ίδιο.
Τα κορίτσια ακόμη και στην έρημο έσερναν τις βαλίτσες με τις ρόδες, έτοιμες να αλλάξουν κάθε τρεις ώρες.
«Τι κάνει ο Άγγελος στην Αθήνα;» ρώτησε η Μαρία.
«Περιμένει τον φίλο του από το Σαν Φρανσίσκο».
«Μια χαρά…» είπε η Μαρία.
Οι δύο άλλοι δεν μίλησαν. Μέσα στους τάφους των Φαραώ η ατμόσφαιρα βάραινε σαν να αφαιρούσες τον αέρα. Οι Αιγύπτιοι τα είχαν βρει με τον θάνατο. Οι τέσσερις δεν είχαν ακόμη αρχίσει να τον σκέφτονται. Ο Άγγελος ήδη τον είχε συναντήσει. Τρία χρόνια μετά το καλοκαίρι του στη Μύκονο, έλιωσε. Μόλις είκοσι τριών. Ένας από τους πρώτους που έφυγαν άδικα. Μπορεί και ο πρώτος. Πάντως στον θάνατο κανείς δεν καμαρώνει την πρωτιά.
Τα καλοκαίρια των τεσσάρων σκοτείνιασαν. Οι φίλες αρραβωνιάστηκαν και οι φίλοι κοίταζαν ένοχα γύρω τους. Μια ανάσχεση του κόσμου που ήξεραν.
«Έκλεισε ο κόσμος γύρω μου» έλεγε ο Κλέων. «Ο έρωτας πεθαίνει τον κόσμο. Φρόντισαν να το χαλάσουν κι αυτό…»



Μου αρέσει!
Σχόλιο

Δευτέρα 9 Νοεμβρίου 2009

Βερολίνο, Βερολίνο!

μια ιστορία από τους Χάρτες




Πετούσε με την γιουγκοσλάβικη JAT, που σημαίνει transit στο Βελιγράδι. Ο πίνακας πτήσεων σημαδευόταν με παράξενες πόλεις: Τρίπολη, Σικάγο, Μοσούλη, Μόντρεαλ. Αλλόφυλλα πρόσωπα, αλλοπρόσαλλα. Κι άλλη μια στάση στο Ζάγκρεμπ. Τ’ αυτιά της βουίζουν πολύ. Κι ο έλεγχος στο Ανατολικό Βερολίνο κλειστοφοβικός. Το τείχος τριγύρω. Το πέρασμα με λεωφορείο στην άλλη πλευρά.

Να τες οι φίλες της. Την περιμένουν τσιρίζοντας. Κι αυτή κουβαλάει πίτες από την Θεσσαλονίκη, παρηγοριά της μάνας για τα κορίτσια που σπουδάζουν. Νοικιάζουν στο κέντρο, σε έναν δρόμο, της εξηγούν, που ήτανε παλιά τα μπορντέλα. Η αλλαγή είναι σημαντική μετά την επέμβαση του Δήμου κ έτσι βρέθηκαν σε καινούργιο σπίτι. Πρώην μπορντέλο; Δεν το πιστεύει η Χριστίνα, που ταξιδεύει πρώτη φορά στο εξωτερικό, φοιτήτρια στο τρίτο έτος της Φιλοσοφικής. Εκεί στη Θεσσαλονίκη ζει σχετικά ήσυχα με τους γονείς της. Τυχερές οι φίλες.

Μυρίζει ακόμη μπογιά το σπίτι. Μεγάλα παράθυρα πάνω στο δρόμο. «Άσε» της εξηγεί η Λιάνα. «Μήνες τώρα δεν το πήρανε είδηση ότι η γειτονιά άλλαξε και έρχονται ακόμη στα πεζοδρόμια οι γυναίκες και οι πελάτες!»

Η Χριστίνα δεν είναι συντηρητική, αλλά οσμίζεται άλλες καταστάσεις. Οι φίλες της, που είχε να τις δει δύο χρόνια, μάλλον δεν σπουδάζουν. Δουλεύουν ευκαιριακά και έχουν βουτήξει για τα καλά στην νυχτερινή ζωή της πόλης. Το ίδιο απόγευμα τη βάζουν σε ένα μικροσκοπικό αυτοκίνητο και αρχίζουν τις βόλτες. Σε μια στιγμή ξαναπέφτουν πάνω στο τείχος. Η Χριστίνα απορεί. Ούτε στο μουσεία ούτε στις γκαλερί δεν νιώθει τόσο δέος. Η αίσθηση ότι πίσω και μέσα του ζούνε τόσοι άνθρωποι… Στην πραγματικότητα το Δυτικό Βερολίνο είναι εγκλωβισμένο μέσα στην Ανατολική Γερμανία.

«Εμείς είμαστε οι έγκλειστες» επεξηγεί θριαμβευτικά η Χριστίνα.

Φαίνεται ότι αυτός ο αποκλεισμός απελευθερώνει λυτρωτικά. Τα κορίτσια στρίβουν συνεχώς και καπνίζουν. Τρώνε ελληνικά φαγητά στον «Γλάρο» που τον έχει ο Κωνσταντής απ’ την Καβάλα. Πόσο παράξενοι είναι οι συμπατριώτες της εδώ. Σαν Γερμανοί που φέρονται σαν Έλληνες! Μια αντροπαρέα τις καλεί στο τραπέζι τους. Δυο εργάτες από τον Έβρο, ένας φοιτητής από την Κομοτηνή, ένας Πολωνός γυμναστής, φίλος των παιδιών.

Τα κορίτσια γελάνε. Οι τύποι είναι εντάξει, αλλά όχι αρκούντως προχωρημένοι. Φαίνεται από το ντύσιμο, από τις μουσικές. Αφού φάνε, τις πάνε σε ένα ύποπτο μαγαζί, με Ελληνίδες πουτάνες, τραβεστί και μετανάστες. Η ιδιοκτήτρια, η Ρομπέρτα, κατάγεται από τις Σέρρες. Έχει πλάκα, εδώ μέσα, η Χριστίνα ξετρελαίνεται, όμως υποπτεύεται ότι οι φίλες της φτιάχνονται διαρκώς.

«Χεστήκαμε για τα πτυχία» λέει η Μάτα. «Να τα κάνουμε τι, όταν γυρίσουμε στην φτωχομάνα; Το Βερολίνο είναι η τέλεια λύση».

Με καναδύο μεροκάματα καλύπτουν τα ενοίκια. Παίρνουν και επίδομα ανεργίας αν χρειαστεί. Τρώνε στα εστιατόρια όπου δουλεύουν. Μετά τις δύο διώχνουν τους γκόμενους και πηγαίνουν στο Jungle.

«Δέκα χρόνια πριν ήταν το πιο punk μαγαζί» .

Λίγο στη δύση του το πετυχαίνουν. Φρικιά, πανκιά, παραπατούν κάτω από εκκωφαντική μουσική και λέιζερ ακτινοβολίες. Τα κορίτσια γνωρίζουν αρκετό κόσμο, εντελώς διαφορετικό, και μπαινόβγαιναν στις τουαλέτες.

Χαράματα γύρισαν σπίτι. Απ’ έξω είδανε μια γυναίκα μεσήλικη να κάνει πεζοδρόμιο. Γελώντας μπήκανε στο δωμάτιο με τα μεγάλα παράθυρα που έβλεπαν στο δρόμο. Απριλιάτικο Βερολινέζικο κρύο. Οι φίλες φόρεσαν υπέροχα ανάλαφρα νυχτικά και πηγαινοέρχονταν στα δωμάτια καπνίζοντας απανωτά τσιγάρα.

Η Χριστίνα ετοιμαζόταν να κοιμηθεί στο πίσω δωμάτιο, όταν τις είδες να ακουμπάνε στο στενό περβάζι αφού ανασήκωσαν το παντζούρι. Απ’ έξω κάποιος τις μίλαγε. Η Χριστίνα χώθηκε στο στενό ντιβάνι και αφουγκραζόταν. Δεν της καλοφαίνονταν οι εξελίξεις. Ο τύπος είχε ήδη μπει μέσα στο διαμέρισμα και τα έλεγαν. Λίγη σιωπή.

Δέκα λεπτά μετά έκλεισε η πόρτα κι αυτές άρχισαν να γελάνε.

«Χάνεις που κοιμάσαι, σήκω, μην είσαι χαζή».

«Δεν φοβάστε;»

«Τι να φοβόμαστε; Η πιο ασφαλής πόλη, ό,τι θέλεις εδώ το πραγματοποιείς. Ή μήπως μας πέρασες για πουτάνες; Πλάκα κάνουμε!»

Είχανε φέρει έναν Τούρκο και ο επόμενος ήταν ένας νεαρούλης Γερμανός, τύφλα στο μεθύσι. «Η σειρά σου» φώναξαν. «Του είπαμε ότι έχουμε μια καινούργια».

Την τραβούσαν με το ζόρι ουρλιάζοντας από τα γέλια. Τις έβαλαν το τσιγάρο στο στόμα να κάνει μια τζούρα.

«Άντε μυξοπαρθένα, παίξ’ τον λίγο, μια χαρά αγοράκι είναι».

Η Χριστίνα βρέθηκε με ένα μαραζωμένο πούτσο στο χέρι. Προς στιγμήν σκέφτηκε να σηκωθεί και να φύγει τρέχοντας. Όμως δεν είχε καμιά ελπίδα εξόδου. Οι άλλες ζήτησαν από τον νεαρό είκοσι μάρκα.

«Θέλω να σε δω αύριο» έλεγε της Χριστίνας, που στεκόταν μπρος στο παράθυρο ενώ ξημέρωνε στην πόλη.

«Φύγαμε για πρωινό» φώναξε η Λιάνα. «Βγάλαμε το μεροκάματο».

Χώθηκαν στο αυτοκίνητο και σταμάτησαν στο πολυτελές ξενοδοχείο Κεμπίνσκι, όπου, με οκτώ μάρκα η καθεμία, έφαγαν ό,τι ήθελαν από τους τεράστιους μπουφέδες.

Η Χριστίνα γελούσε.

«Τι ώρα είπε θα ρθει ο πελάτης μου απόψε;» ρώτησε και οι άλλες έσκασαν στα γέλια.



σελίδα 201, ιστορία ΠΕΝΗΝΤΑ ΤΡΙΑ,

ΧΑΡΤΗΣ ΤΡΙΤΟΣ, Ξενιτιές και ερημιές



Τετάρτη 23 Ιουλίου 2008

διήγημα από τους "Χάρτες"





ΔΕΚΑΤΕΣΣΕΡΑ





Η γριά στην άκρη του δρόμου





Τώρα που η καινούργια Εγνατία άφησε το χωριό τους τρία χιλιόμετρα παραμέσα, έκοψε και η κίνηση. Η γριά στέκεται ανήμπορη να βρει τον κόσμο και να του πει τα λόγια της. Μπροστά της βάζει εποχικά φρούτα από τον μπαχτσέ της. Πουλάει ροδάκινα, σταφύλια, ελιές, ακόμη άγουρες, αγριοφράουλες, ό,τι μαζέψει, ανάλογα με την εποχή. Όταν δεν κάνει κρύο, κάθεται και περιμένει, τους ξένους κυρίως, από τη μεριά που πάει στην Αθήνα, εξακόσια χιλιόμετρα και βάλε. Το βραδάκι έρχεται και την μαζεύει ένας άντρας. Όπως και τώρα.
«Άντε να πάμε» της λέει.
Είναι ο εγγονός της. Εκείνη του ρίχνει ένα ρυτιδιασμένο βλέμμα και ακολουθεί τον τριαντάχρονο. Τελειώνει και η δεκαετία του ’90 και ακόμη τίποτε. Σέρνει τα πόδια της η γριά, σέρνει και το καλάθι, που δεν αφήνει άνθρωπο να το αγγίξει.
"Ούτε και σήμερα» μουρμουρίζει. Ο εγγονός το ξέρει το παραμύθι. Ούτε και σήμερα πέρασε εκείνος που περίμενε, ούτε κανένας άλλος που θα μπορούσε να της δώσει καμιά σωστή πληροφορία.
Από το 1974 τον περιμένει, από τότε που πήγε στο μεγάλο νησί. Οι πιο πολλοί γύρισαν πίσω, αρκετοί σκοτώθηκαν και κάμποσοι «αγνοούνται». Τόσο επίσημη λέξη δεν είχε η γριά στο λεξιλόγιό της, και όμως την έμαθε. Παρηγοριά να την λέει μαζί με τη μετοχή της. «Αγνοούμενος». Κρύβει μια ελπίδα το ‘άλφα’, και το ‘νοούμενος’ δεν είναι κακό.
«Άντε προχώρα» λέει κι ο εγγονός, που τη μαζεύει χρόνια τώρα. Και τι να κάνει; Όταν γεννήθηκε, δεν είδε πατέρα μπροστά του. Και όταν η μάνα του έφυγε στην Αθήνα με αβάφτιστο πίσω της, για να ψάξει να τον βρει, να μάθει τι απέγινε εκείνος που την γκάστρωσε αστεφάνωτη, δεν ξαναγύρισε. Άφησε το παιδί ένα χρονών στη γιαγιά του. «Του γιου σου είναι» της είχε πει. «Όταν γυρίσει με το καλό θα είμαστε και πάλι μαζί».
Ο νεαρός άντρας δουλεύει οδηγός σε έργα οδικά, χρόνια τώρα φτιάχνεται η Εγνατία και, δόξα τω Θεώ, μετά τον στρατό δεν έλειψε το μεροκάματο. Άσε που δρόμο φτιάχνουν, δρόμος χαλάει. Μόνον η γιαγιά του έσκουζε, «Μου χαλάνε το δρόμο» έλεγε, κι ας μην τον ακουμπήσανε. Αλλού φτιαχνόταν ο καινούργιος.

Πλησιάζουν στο χωριό. Εκείνη βαριαστενάζει, το καλάθι της βαρύ φορτίο. Λίγα φρούτα, και από κάτω, τυλιγμένο σε λευκό μαντήλι, η φωτογραφία του γιου της, λοκατζής.
«Ποιος θα τον θυμάται, ρε γιαγιά;» έλεγε ο γιος.
«Τα μάτια δεν χαλιούνται» γκρίνιαζε εκείνη. «Κρίμα να μην πονάς τον άνθρωπο που σε έβγαλε».
Ο εγγονός γελούσε. Τι να πονέσει; Ποιον; Δεν ξέρει κανέναν, δεν είδε κανέναν. Κι αυτό του δίνει δύναμη, να προχωράει, να δουλεύει, ν’ αγαπάει εδώ κι εκεί ανέμελα. Αν πεθάνει και η γιαγιά, τότε θα νιώθει λυτρωμένος απ’ όλους.
Ανοίγει την πόρτα, και η γριά μαζεύεται μέσα. Θα δει λίγη τηλεόραση, μπας και πούνε τίποτε για τα χαμένα παλικάρια, μπορεί να γίνει και «διαδήλωση» και να δει και την νύφη της να σηκώνει ψηλά την φωτογραφία του, όπως έκαναν οι άλλες.
Όμως εκείνη δεν θα το κάνει, γιατί δεν της έβαλε βέρα, και, όταν έφευγε, παρατώντας το παιδί, την έβριζε, «Αν με ήθελες νύφη και με παντρευόταν, μπορεί και να μην τον έστελναν εκεί πέρα, μπορεί και να μην γινόταν παλικαράς».
Η γριά σωριάζεται στον καναπέ. Ο εγγονός θα πάει έξω, όλη μέρα είναι εκτός σπιτιού. Απλώς την πάει και την φέρνει τη γριά, φεύγοντας το πρωί για τη δουλειά, και το σούρουπο τη μαζεύει από το πόστο της. Πόσο θα κρατήσει; Κι ύστερα θα είναι μόνος του, τέλειος, ένας ευτυχισμένος αγνοούμενος χωρίς να τον αναζητάει κανείς.




(ΧΑΡΤΗΣ ΠΡΩΤΟΣ, Επαρχίες και χωριά)

Πέμπτη 26 Ιουνίου 2008

Καλοκαιρινό διήγημα από τους "Χάρτες"




ΧΑΡΤΗΣ ΤΡΙΤΟΣ


Ξενιτιές κι ερημιές


ΣΑΡΑΝΤΑ ΕΠΤΑ




Έλα να πάμε στο νησί





Ξ
εκίνησαν από τη Βόρεια Ελλάδα και μπήκαν σε τρένα και πλοία άγονης γραμμής για να παραθερίσουν αλλά και να γευτούν τις ενδοτικές διαθέσεις των ψαράδων, για τους οποίους είχανε ακουστά από μια «φίλη». Αιγύπτιοι ψαράδες σε ελληνικό νησί, μοναχικοί άντρες, ιδανικά θηράματα των ακόρεστων ορέξεών τους. Μάλιστα η μία, η πιο δραστήρια, είχε πάει από τα είκοσι της στην Αίγυπτο και κοιμόταν με τους φελούκους και το λάτρευε.
Το πρώτο κι όλας βράδυ, στο μπαρ της Χώρας, πιάσανε φιλίες με έναν Ελληνοαμερικάνο, τύπο γυμνασμένο, ως είθισται στις πενήντα ενωμένες πολιτείες, ο οποίος είχε ανοίξει το μαγαζί για τους καλοκαιρινούς μήνες. Οραματιζόταν μια μικρή Μύκονο, της άγονης γραμμής, έναν τόπο που θα καταγραφόταν ως το απόλυτο gay spot, για Παρασκευάδες και τύπους της δικής του εμβέλειας. Όμως, ο ξάδελφός του, που ζούσε στο νησί, του χαλούσε την πιάτσα. Όταν δούλευε στο καφέ-μπαρ, ήταν τόσο κραγμένος, τόσο θηλυπρεπής, που έφερνε σε αμηχανία ακόμη και τους πλέον ανεκτικούς τουρίστες.
Οι Βορειοελλαδίτες φίλοι το διασκέδαζαν, ο ένας ήταν με το μέρος της μικρής και ο άλλος της Αμερικής. Οι πατέρες και των δύο επίσης βρίσκονταν σε κατάσταση παράνοιας, ψαράδες, ταλαιπωρημένοι, αραγμένοι πια στο καφενείο. Μια μέρα μόλις που πρόλαβαν να χωρίσουν τους γιους τους, που ήρθαν στα χέρια, ακόμη και ο θείος του Αμερικάνου ήταν με την μεριά του κουνιάδου του.
«Όποιος μου τον πετροβολήσει» έλεγε ο πατέρας της μικρής «θα πάρει αμοιβή ένα εκατομμύριο». Και το εννοούσε, κι επίσης εννοούσε ότι μπορεί να το έκανε και ο ίδιος αν δεν βρισκόταν άλλος εκτελεστής.
Η μικρή, πάντως, δεν κώλωνε. «Εγώ να δείτε, τις θα τους κάνω», έλεγε στους Βορειοελλαδίτες, με τους οποίους είχε αναπτύξει κάποιες φιλικές σχέσεις, όταν μπορούσε να συγκεντρωθεί και να μην φέρεται σαν σεληνιασμένη μαινάδα του Αιγαίου.
«Μόλις είκοσι χρονών, πότε πρόλαβε και ανέπτυξε τέτοιο ψυχισμό», σχολίαζαν οι Βορειοελλαδίτες, που τα μάτια τους, σαράντα χρόνια τώρα, κι αν δεν είχαν δει πράγματα και τραύματα.
Προσπαθούσαν να πείσουν τον μικρό, τον Ντρούλη, να φύγει από το νησί, αλλιώς κινδύνευε, κι εκείνος απαντούσε ότι, όσες φορές πήγαινε στην Αθήνα, η μόνη γειτονιά που τον σήκωνε να περπατήσει ήταν ο παράδρομος της Συγγρού. Έλπιζε ότι θα τα κατάφερνε να ζήσει στο νησί αν δούλευε με τον ξάδελφό του, που μισιούνταν πλέον.
«Μα τι θέλει πια» έλεγε ο Ντρούλης, «κι εκείνος με άντρες πάει, μόνον που δεν φοράει τα δικά μου συνολάκια…δε αντέχω τους αντρικούς φερετζέδες…»
Μόνη του χαρά η εκδίκηση που ετοίμαζε τον Δεκαπενταύγουστο.
«Και γιατί επέλεξες μια τέτοια μέρα, τι έχεις στο μυαλό σου;»
«Αν είστε εδώ θα δείτε…»
«Θα φεύγουμε…»
«Κρίμα» τους είπε «κακώς, θα χάσετε, έρχονται ενισχύσεις…»
Οι δύο Βορειοελλαδίτες δεν ασχολήθηκαν περισσότερο, είχαν κι αυτοί κατά νου τα δικά τους λημέρια, στο λιμανάκι, όταν έδεναν οι τράτες και γέμιζε ο τόπος ξυπόλητους και μισόγυμνους Αιγύπτιους. Είναι αλήθεια ότι σε πολύ μικρά μέρη, σαν κι αυτό, δεν αφήνονται τόσο ελεύθεροι, ακόμη κι εκείνοι που κουβαλάνε μια παράδοση ελευθεριότητας…Καλύτερα στον τόπο τους να τους βρίσκεις κι αυτούς…

Παραμονές της Παναγίας έγιναν και πάλι μάρτυρες ενός τρομερού καβγά ανάμεσα στον πατέρα, τον Ντρούλη, τον ξάδελφο και τον θείο. Τα δύο ξαδέλφια μάλλωσαν μπροστά στο μαγαζί, φύγανε οι πελάτες από τα ουρλιαχτά της μικρής σεληνιασμένης, που έπεσε κάτω και σπαρταρούσε, μπορεί και λίγο θεατρικά, αλλά κι αυτό ακόμη ποιος θα το καταλάβαινε;
Οι δύο Βορειοελλαδίτες ετοιμάστηκαν την άλλη μέρα να φύγουνε και κατέβηκαν στο λιμανάκι. Από μακριά φάνηκε το πλοίο της γραμμής κι επειδή δεν έδενε μέσα, κουβαλούσαν τον κόσμο στο νησί με βάρκες . Από μακριά ακόμη, τα εξασκημένα μάτια των δύο φίλων κατάλαβαν τι εκδίκηση ετοίμαζε η «επικηρυγμένη». Η βάρκα βούλιαζε από την φαντασμαγορία, τις φωνές και τις χαρές μιας τσούρμας τραβεστί που κατέφθαναν στο νησί για να ξεκουραστούν κι εκείνες.
Η φίλη τους πλησίασε στο μόλο και έβγαλε χρωματιστό μαντήλι. Το κούναγε προς τη μεριά τους και εκείνες, σαν κύμα, σαν παλίρροια, έφερναν στο νησί τόση φωτιά, τόσο τσουνάμι, που, τόνοι πέτρες να έριχναν οι ντόπιοι, ούτε ένα απλό ανάχωμα δεν θα μπορούσαν να σηκώσουν.

Τρίτη 27 Νοεμβρίου 2007

Πρώτη παρουσίαση στην Καβάλα και λίστα ευπώλητων

Στη Δημοτική Βιβλιοθήκη Καβάλας την Τετάρτη 28 Νοεμβρίου 2007, στις 8 το βραδυ θα παρουσιαστούν οι "Χάρτες" σε...πανελλήνια πρώτη. Ο χώρος είναι η Νέα Δημοτική Βιβλιοθήκη στην Κασσάνδρου 6.
Θα μιλήσει για το βιβλίο ο συγγραφέας Βασίλης Κυριλλίδης. Κι εγώ...το υπόσχομαι...

Την Κυριακή που πέρασε στο ΒΗΜΑ ξαφνιάστηκα:

Ευπώλητα

Σε αυτή τη στήλη παρουσιάζονται κάθε εβδομάδα οι καλύτερες πωλήσεις που σημειώθηκαν σε ένα βιβλιοπωλείο το επταήμερο που πέρασε. Σήμερα τα βιβλιοπωλεία Παπασωτηρίου

Ελληνική λογοτεχνία


1. Το μενταγιόν της Ντόρας Γιαννακοπούλου (εκδόσεις Καστανιώτη)
2. Ομελέτα με μανιτάρια της Ηρώς Νικολοπούλου (εκδόσεις Νεφέλη)
3. Μεταφερθήκαμε παραπλεύρως της Κικής Δημουλά (εκδόσεις Ικαρος)
4. Η μεγάλη άμμος του Βαγγέλη Ραπτόπουλου (εκδόσεις Κέδρος)
5. Ελ Γκρέκο του Δημήτρη Σιατόπουλου (εκδόσεις Καστανιώτη)
6. Του φιδιού το γάλα του Γιάννη Ξανθούλη (εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα)
7. Το 10 του Μ. Καραγάτση (εκδόσεις της Εστίας)
8. Ανεπίδοτοι έρωτες του Περικλή Κοροβέση (εκδόσεις Ηλέκτρα)
9. Χάρτες του Θεόδωρου Γρηγοριάδη (εκδόσεις Πατάκη)
10. Ο ψεύτης παππούς της Αλκης Ζέη (εκδόσεις Κέδρος)

Τρίτη 6 Νοεμβρίου 2007

Οι χάρτες αναρτήθηκαν δημόσια

Κυκλοφόρησαν οι "Χάρτες" σήμερα Τρίτη 6 Νοεμβρίου. Για την ακρίβεια πήρα το πρώτο αντίτυπο στα χέρια μου και από αύριο θα είναι στα βιβλιοπωλεία για διάβασμα και κριτική. Μπορεί να είναι το ένατο βιβλίο μου αλλά κάθε φορά η ίδια αγωνία, η ίδια χαρά. Τώρα θα του ρίξω ένα συνοπτικό διάβασμα για να δω αν όλα είναι στη θέση τους και μετά θα διαβάζεται αποσπασματικά σε κάποιες εκδηλώσεις.
Από αύριο δεν θα είναι πια δικό μου δημιούργημα αφού κάθε αναγνώστης θα το διαβάζει και θα το γράφει με το δικό του τρόπο. Από αυτό το μπλογκ θα παρακολουθήσω την πορεία του-είναι το πρώτο μου βιβλίο που πήρε την παρθενιά του στο διαδίκτυο-και ταυτόχρονα θα γράφω οτιδήποτε αφορά τα βιβλία και πάντα σε σχέση με τα δικά μου διαβάσματα.
Καλά ταξίδια με τους χάρτες της ζωής και της λογοτεχνίας!

Σάββατο 3 Νοεμβρίου 2007

Διηγήματα -προσεχώς- ρεπορτάζ στην Ελευθεροτυπία

Μικρές ιστορίες, μεγάλα προβλήματα

Της ΣΤΑΥΡΟΥΛΑΣ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ (spapa@enet.gr)

«Φαινόταν γυναίκα που είχε περάσει από σαράντα κύματα στη ζωή της, αλλά δεν βούλιαξε πουθενά. Φαινόταν γυναίκα που στα νιάτα της πρέπει να κρατούσε μαστίγιο. Ποια ήταν και πού πήγαινε πάντα την ίδια ώρα; Το κεφάλι συνήθως ψηλά, κάτι σαν έπαρση, με μια δαιμονική κίνηση γεμάτη νεύρο και πειθαρχία. Και τα χέρια συνεχώς να χαϊδεύουν ερευνητικά την κόκκινη τσάντα για να σιγουρευτεί ότι όλα τα πράγματα είναι στη θέση τους. Κάποια φορά άκουσα επιτέλους και λίγο τη φωνή της. Είπε την ώρα σε μια κοπέλλα που τη ρώτησε. Ενας ήχος όπως όταν σπας ένα ξερό κλαδάκι»...

Αυτή η ηλικιωμένη γυναίκα με τα βαμμένα ξανθά μαλλιά και ένα πρόσωπο «αχνό, τυλιγμένο στην πάχνη», υπήρξε κάποτε τακτική συνταξιδιώτισσα του Μάνου Ελευθερίου. Μοιράζονταν τη διαδρομή Φιλοθέη-Βασιλίσσης Σοφίας με το ίδιο λεωφορείο. Η αίσθηση σβησμένου μεγαλείου που εξέπεμπε του θύμιζε ένα παλιό αστέρι της οπερέτας από τα χρόνια του μεσοπολέμου. Να υπήρξε κι εκείνη ηθοποιός; Ή μήπως ήταν μέλος μιας εκλεκτής πνευματικής παρέας;

Κάποια στιγμή οι απορίες του Μ. Ελευθερίου θα λυθούν, κι όλες του οι φαντασιώσεις θα πάνε περίπατο. Η απογοήτευσή του, όμως, διοχετεύτηκε σ' ένα διήγημα που δίνει και τον τίτλο στο νέο του βιβλίο «Η μελαγχολία της πατρίδας μετά τις ειδήσεις των οκτώ»: μια συλλογή 14 ιστοριών για τις παγίδες που κρύβει η νοσταλγία και για τη φθορά που προκαλεί ο χρόνος, που γράφτηκαν μέσα σε τέσσερις δεκαετίες και αναμένονται σύντομα από το «Μεταίχμιο».

Ανδρική υπόθεση

Πόσο καλλιεργείται, άραγε, το διήγημα στις μέρες μας; Υπάρχουν ακόμα συγγραφείς που επιμένουν συνειδητά στη μικρή φόρμα όπως ο Ηλίας Παπαδημητρακόπουλος, ο Δημήτρης Νόλλας, ο Περικλής Σφυρίδης, ο Δημήτρης Πετσετίδης, ο Σωτήρης Δημητρίου; Σύμφωνα με τα στοιχεία που δημοσιεύει στον τελευταίο «Ιχνευτή» ο Κώστας Βουκελάτος, το μερίδιο των συλλογών διηγημάτων στο σύνολο της πεζογραφικής παραγωγής όλο και λιγοστεύει: Μεταξύ 1990 και 2005 έπεσε από το 24,3% στο 20,7% ενώ εκείνο που αναλογεί στις νουβέλες και τα μυθιστορήματα σκαρφάλωσε από το 54% στο 62,4%. Ας σημειωθεί ότι με το απαιτητικό αυτό είδος που αντιμετωπίζεται από τον εκδοτικό χώρο ως εμπορικά καταδικασμένο, εξακολουθούν ν' αναμετρώνται άντρες κυρίως συγγραφείς. Μόνο τρία στα δέκα διηγήματα υπογράφονται από γυναίκες.

Οι αντρικές υπογραφές υπερτερούν και στις φθινοπωρινές εκδόσεις του είδους.

Από τη Σπάρτη ορμώμενος, ο Δημήτρης Πετσετίδης επανέρχεται με τη συλλογή «Λυσσασμένες αλεπούδες» («Κέδρος»). Μετά τον «Τροπικό του λέοντος» (εκδ. «Νεφέλη») όπου διακωμωδούσε σχεδόν τα πάντα, από τηλεοπτικά πρότυπα μέχρι λογοτεχνικές αξίες και πολιτικές πεποιθήσεις, επιστρέφει στον οικείο χώρο του Εμφυλίου, παραδίδοντας μέσα από λιτές, σκληρές κι ενίοτε υπερβατικές ιστορίες ένα «σκοτεινό, σκληρό και ακατανόητο σήμερα τοπίο θανάτου».

Από τον ίδιο κυκλοφορεί ήδη και η νέα δουλειά του Κωστή Γκιμοσούλη, η «Κραυγή της πεταλούδας»: μια σειρά από σύντομα, σύγχρονα και φαινομενικά αταίριαστα μεταξύ τους διηγήματα μ' έντονο το ερωτικό στοιχείο, τα οποία με μία μόνο εξαίρεση δεν έχουν δημοσιευτεί ώς τώρα.

Κοινό με απαιτήσεις

Διηγήματα γραμμένα κατά παραγγελία, ο Θεόδωρος Γρηγοριάδης έχει καμιά εικοσιπενταριά. Κανένα απ' αυτά όμως δεν περιλαμβάνεται στους «Χάρτες» («Πατάκης»).

Μια «πολύ οργανωμένη σύνθεση», λέει ο ίδιος, «με εβδομήντα διηγήματα που απλώνονται το πολύ σε δυόμισι σελίδες το καθένα, διαβάζονται ανεξάρτητα το ένα από το άλλο, κι εμπεριέχουν στοιχεία, χώρους και πρόσωπα διάσπαρτα σ' όλα τα προηγούμενα βιβλία μου». Οπως αναφέρει στο teogrigoriadis.blogspot.com, οι «Χάρτες» είναι ιστορίες μιας παρέας φίλων που περιφέρονται σε χωριά και κωμοπόλεις, σε συνοικίες και πόλεις, σε ερημιές και ξενιτιές, όπως και σε ουτοπίες ή δυστοπίες της φαντασίας τους. Κι είναι ιστορίες ευτράπελες, μελαγχολικές, ερωτικές, διεγερτικές ή απρόβλεπτες, οι οποίες οριοθετούν την ανθρωπογεωγραφία μιας γενιάς που λάτρεψε τα πάθη και τα λάθη της κι αποφάσισε ν' αφηγηθεί τη ζωή της και να εκτεθεί.

Με πρότυπα συγγραφείς όπως ο Τσέχοφ, ο Πολ Μπόουλς, ο Ρέιμοντ Κάρβερ, αλλά και οι Ιωάννου και Χατζής, ο Γρηγοριάδης είναι πεπεισμένος πως «το διήγημα προσφέρει ελευθερίες: Σου επιτρέπει να ρισκάρεις, να πειραματιστείς, να πάρεις περισσότερες ανάσες απ' ό,τι σ' ένα μυθιστόρημα. Πράγματι, στις αρχές του '90 που πρωτοδημοσίευσα τη συλλογή "Ο αρχαίος φαλλός", είχε μεγαλύτερη απήχηση ως είδος, ενώ σήμερα για έναν περίεργο λόγο περιφρονείται. Το επιχείρημα που προβάλλεται είναι πως τα περισσότερα βιβλία με διηγήματα σπάνια κάνουν πάνω από δύο εκδόσεις. Παραγνωρίζεται όμως ότι απευθύνονται στον σκληρό πυρήνα του αναγνωστικού κοινού, ένα κοινό με απαιτήσεις».

* Ο πεζογράφος και κριτικός Κώστας Κατσουλάρης, συμμετέχοντας, πέρσι, στην επιτροπή βραβείων του «Διαβάζω», κατέληξε στο συμπέρασμα πως το επίπεδο των υπό κρίση διηγημάτων ήταν υψηλό: «Στα δέκα μυθιστορήματα το ένα ήταν καλό, αλλά στις δέκα συλλογές ξεχώριζαν οι πέντε!» λέει.

Από εκείνη τη φουρνιά, άλλωστε, ξεπήδησαν δύο ταλαντούχοι πρωτοεμφανιζόμενοι, η Λένα Κιτσοπούλου με τις «Νυχτερίδες» («Κέδρος») και ο Νίκος Μάντης με το «Ψευδώνυμο» («Καστανιώτης»). Μολονότι, όμως, τα βιβλία τους προβλήθηκαν γενναιόδωρα από τον τύπο, δεν σημείωσαν ιδιαίτερη κίνηση στα βιβλιοπωλεία.

«Η φοβία των εκδοτών να επενδύσουν στο διήγημα είναι δικαιολογημένη» συνεχίζει ο Κατσουλάρης. «Ισως γι' αυτό παρατηρείται τελευταία η τάση να εκδίδονται ιστορίες δομημένες γύρω από ένα σκεπτικό».

Τέτοιες είναι κι οι δικές του στον «Μικρό δακτύλιο», το νέο του βιβλίο που θα συνοδεύεται από φωτογραφίες του Καμίλο Νόλλα (εκδ. «Ελληνικά Γράμματα»).

Περιλαμβάνει δέκα ανέκδοτα και δύο ήδη δημοσιευμένα διηγήματα που διαδραματίζονται στη σημερινή Αθήνα κι έχουν πέρα από επινοημένους ήρωες και πραγματικούς. Ανάμεσά τους, ιστορίες εμπνευσμένες από τους θαμώνες του «Φίλιον» στη Σκουφά, από την περσόνα του ηθοποιού Κωνσταντίνου Τζούμα, όπως κι από την παράσταση του Λ. Βογιατζή με το έργο του Διαλεγμένου «Bella Venezia».

Ο Κατσουλάρης ανήκει σ' εκείνους που πιστεύουν ότι «η συγγραφική ωριμότητα φαίνεται καλύτερα μέσα από μεγαλύτερες, μυθιστορηματικές συνθέσεις». Και θεωρεί πως το διήγημα γνωρίζει δύσκολες μέρες και στο εξωτερικό -«στη Γαλλία, για παράδειγμα, είναι πολύ υποβαθμισμένο».

* Στον αγγλοσαξονικό χώρο, ωστόσο, όπως επισημαίνει ο υπεύθυνος ξένης σειράς του «Καστανιώτη» Ανταίος Χρυσοστομίδης, «όταν αποφασίζουν να επενδύσουν σ' έναν συγγραφέα, το κάνουν ούτως ή άλλως. Δεν λειτουργεί το διήγημα απαγορευτικά, μολονότι οι εκδότες έχουν συνείδηση πως δεν θα υπάρξουν θεαματικές πωλήσεις. Οι κορυφαίοι λογοτέχνες συνηθίζουν να κάνουν ένα "διάλειμμα" κάθε τόσο. Το έκανε πρόσφατα η Ναντίν Γκόρντιμερ, ενώ κι ο Χάρι Μούλις γιόρτασε τα 75 του χρόνια μ' έναν πανηγυρικό τόμο όπου συγκέντρωσε όλα του τα διηγήματα».

Αξίζει ν' αναφέρουμε ότι δύο από τις ωραιότερες ταινίες των τελευταίων χρόνων, το «Επιστροφή στο Μπρόουκμπακ Μάουντεν» και το «Υστερόγραφο μιας σχέσης», βασίστηκαν σε διηγήματα της Αμερικανίδας Ανι Πρου και της Καναδέζας Αλις Μούνρο αντίστοιχα (βλ. «Μ' αγαπάει δεν μ' αγαπάει», εκδ. «Μεταίχμιο»). Η τελευταία, μάλιστα, ουδέποτε εγκατέλειψε το είδος κι όπως έχει αποφανθεί ο Απντάικ, τα διηγήματά της πλησιάζουν το μεγαλείο εκείνων του Τσέχοφ και του Τολστόι.

Αν εμπιστευτούμε πάντως τον Στίβεν Κινγκ, που γνωρίζει άριστα τους μηχανισμούς της αμερικανικής αγοράς, «το διήγημα είναι πολύ πιο κοντά από την ποίηση στο χείλος του βαράθρου της λήθης»!

Αυτό αναφέρει στον πρόλογο της συλλογής του «Ολα είναι δυνατά» που εκδόθηκε το 2002 (εκδ. «Bell») κι όπου ανάμεσα στις δεκατέσσερις σκοτεινές ιστορίες της, υπάρχει κι εκείνη που πρωτοδημοσιεύτηκε στο Διαδίκτυο προσελκύοντας πάνω από μισό εκατομμύριο αναγνώστες («Η σφαίρα του τρόμου»): «Οταν πούλησα το πρώτο μου διήγημα το 1968, ήδη θρηνούσα για τη σταθερή εξαφάνιση της αγοράς του διηγήματος. Στα χρόνια που μεσολάβησαν την είδα να συρρικνώνεται κι άλλο» γράφει.

«Για μένα, όμως, υπάρχουν λιγοστές απολαύσεις τόσο υπέροχες όσο το να κάθομαι στην αγαπημένη μου πολυθρόνα μια παγερή βραδιά, μ' ένα ζεστό φλιτζάνι τσάι, να ακούω τον αέρα έξω και να διαβάζω μια καλή ιστορία που, μέχρι να ξαπλώσω, θα την έχω τελειώσει».

«Διαβάζοντας μαθαίνεις να γράφεις»

Ιδού το παράδοξο: ενώ ο κόσμος παραπονιέται ότι δεν έχει χρόνο, διστάζει να καταφύγει στις σύντομες ιστορίες. Ισως επειδή ένα σφιχτοδεμένο διήγημα απαιτεί μεγαλύτερη εγρήγορση εκ μέρους του εθισμένου στη λογική των σίριαλ αναγνώστη.

Ενδεχομένως, όμως, η αντίφαση να ερμηνεύεται κι αλλιώς: αντιμέτωπος με μια κατακερματισμένη πραγματικότητα, λαχταρά κανείς να βυθιστεί επί μακρόν σ' ένα συνεκτικό μυθιστορηματικό σύμπαν που λειτουργεί για τον ίδιο παρηγορητικά.

Οπως και νά 'χει, η μικρή πεζογραφική φόρμα με τη μεγάλη παράδοση στην Ελλάδα -από τον Παπαδιαμάντη και τον Βιζυηνό μέχρι τον Χάκκα, κι από τον Ε.Χ. Γονατά ώς τον Σκαρμπαδώνη ή τον Γκουρογιάννη- μπορεί να βρίσκεται σε ύφεση αλλά εξακολουθεί να βρίσκει θιασώτες. Η νεαρή Μαρία Σούμπερτ, για παράδειγμα, επιστρέφει και πάλι σ' αυτήν με τα «Μαθήματα γραφής» (σύντομα από το «Μελάνι»), όπου παρακολουθούμε τις διαδοχικές απόπειρες ενός εν δυνάμει συγγραφέα να γράψει το τέλειο διήγημα.

Μήπως υπάρχει κάποια ειδική τεχνική; Τι ακριβώς διδάσκονται όσοι παρακολουθούν τα σεμινάρια δημιουργικής γραφής που πολλαπλασιάζονται πια σαν μανιτάρια;

* «Τα προβλήματα που παρουσιάζονται εκεί είναι ...χονδροειδή!» παραδέχεται ο Κ. Κατσουλάρης. «Πρώτα απ' όλα πρέπει να συνειδητοποιήσουν τι σημαίνει να κρατάς μια συνεπή αφηγηματική γραμμή, πώς χειρίζεσαι το θέμα του χρόνου, πώς διατηρείς μια ενότητα ύφους κ.ο.κ».

* Οπως διευκρινίζει ο Μισέλ Φάις, από το δυναμικό των εργαστηρίων του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου, «η γραφή δεν διδάσκεται, διαβάζοντας μαθαίνει να γράφει κανείς». Και θεωρώντας τη γραφή ενιαία και αδιαίρετη, προσπαθεί να στρέψει το ενδιαφέρον των μαθητών του σε διηγήματα που «έχουν το φινίρισμα του ποιήματος και την ανάσα του μυθιστορήματος». Επιπλέον, στήνει γέφυρες ανάμεσα στους τελευταίους και τον έξω κόσμο, προωθώντας τη δουλειά των πιο ταλαντούχων είτε σε περιοδικά όπως το «Εντευκτήριο» και τα «δέκατα» είτε σε εκδοτικούς οίκους (βλ. τη συλλογή της Χρύσας Φάντη «Το δόντι του λύκου», «Πατάκης»).

Στον Μ. Φάις χρεώνεται και η πρωτοβουλία του «Πατάκη» να διοργανώνει κάθε χρόνο πανελλήνιους θεματικούς διαγωνισμούς διηγήματος. Στον περσινό που είχε για θέμα τη διηγηματογραφία του Βιζυηνού έστειλαν κείμενα 147 επίδοξοι συγγραφείς, ενώ στον φετινό που έχει ως άξονα ένα από τα κρισιμότερα ζητήματα στο παγκόσμιο σκηνικό, τη μετανάστευση, έλαβαν μέρος 227. Η κριτική επιτροπή, στην οποία συμμετέχουν μεταξύ άλλων η Αννα Πατάκη, η πανεπιστημιακός Α. Νάτσινα και η περσινή νικήτρια Λουίζα Σπηλιωτοπούλου, έχει ήδη ξεχωρίσει τα δώδεκα καλύτερα διηγήματα.

Και, ως είθισται, εκείνο που θ' αποσπάσει το πρώτο βραβείο κι άλλα πέντε ακόμη, θα πάρουν δρόμο για το τυπογραφείο στην σειρά «Hotel, Ενοικοι γραφής».

3 Νοεμβρίου 2007



Σάββατο 29 Σεπτεμβρίου 2007

Αποσπάσματα

1. Οι "χάρτες" κάθε μέρα αλλάζουν, γεμίζουν με καινούργια αποσπάσματα, συμπληρώνονται ώστε μέχρι την μέρα της έκδοσης του βιβλίου να υπάρχει ένα επαρκές δείγμα κειμένων που θα μπορούσε να προκαλέσει τον αναγνώστη.

2. Σκεφτόμουν μερικά αγαπημένα μου βιβλία που διαδραματίζονται σε κλειστούς χώρους, ξενοδοχεία, κτίρια πόλεων κλπ. Στους "Χάρτες" συμβαίνει το αντίθετο: απλώνονται διαρκώς προσπαθώντας να εντοπίσουν γεωγραφικά τα όρια των αφηγήσεων. Αγκαλιάζουν τους ανθρώπους και θυμίζουν τη δική μου διάθεση όταν τους έγραφα. Αγαπούσα αυτούς τους δεκάδες ανθρώπους που ανασαίνουν για λίγο στις σελίδες, με όλα τα κουσούρια και τα καλά τους. Ήθελα να τους δώσω μια προέκταση, μια κουκίδα λογοτεχνικής γης.

3. Μεθαύριο αποφασίζουμε για το εξώφυλλο...




Τρίτη 11 Σεπτεμβρίου 2007

τι είναι οι χάρτες;

Οι χάρτες είναι ιστορίες μιας παρέας φίλων που περιφέρονται σε χωριά σε κωμοπόλεις, σε συνοικίες και πόλεις, στις ερημιές και στις ξενητιές, στις ουτοπίες και τις δυστοπίες της φαντασίας τους. Ιστορίες ευτράπελες, μελαγχολικές, ερωτικές, διεγερτικές, απρόβλεπτες, ιστορίες ανθρώπων που πάλεψαν με την καθημερινότητα, που αγαπήθηκαν και μισήθηκαν, που ενέδωσαν στις προκλήσεις αλλά και εγκλωβίστηκαν στα προσωπικά τους αδιέξοδα.

Οι χάρτες πάνω απ’ όλα οριοθετούν την ανθρωπογεωγραφία μιας γενιάς ανθρώπων που λάτρεψαν τα πάθη και τα λάθη τους και αποφάσισαν να αφηγηθούν τη ζωή τους εκθέτοντας τους ίδιους και όσους έτυχαν να βρουν στο διάβα τους.

Χάρτης τέταρτος "Ουτοπίες και δυστοπίες"

55. Το νησί του αείποτε

"... Τι δεν πήγε καλά; Ποιες συνεδρίες, μελέτες, συζεύξεις πνεύματος κι επιστήμης; Μόνον ο Ατράβης πρόλαβε να το βάλει στα πόδια και να κρυφτεί στην κορυφή του βουνού. Κι εκεί, φοβούμενος μην αποκαλυφθεί, αποκοιμήθηκε. Γνώριζε τον τρόπο να βυθιστεί στον ύπνο της ανυπαρξίας. Τυλίχτηκε δυο φορές στο σώμα του και τρεις περί την ψυχή του..." (σ.214)

56. Η πόλη θα σ' ακολουθεί

Στην εποχή της μετακίνησης μια πόλη εγκλωβίζει τη μνήμη και την ιστορία της.

57. Ζωντανά χρώματα

Ο πίνακας ζωγραφικής άνοιξε το πορτάκι του και ο μικρός υπάκουσε στο νεύμα.


58. Αναπνοή

Παρέδωσε σώμα και ψυχή στον κυβερνοχώρο κι απόμεινε ένα μαχαίρι ματωμένο στο πάτωμα.

59. Λολίτα με μέλλον

Καλά θα κάνετε να αποφύγετε αυτό το κορίτσι αν σας ζητήσει ένα ποτό, μην την βλέπετε τόσο μικρή.

60. Το μη παρέκει

Μπορεί κανείς να διαφυλάξει τα όρια, να γίνει φύλακας του ενδιάμεσου χώρου;

61. Σκορπισμένη βιβλιοθήκη

Ποτέ μην διαλέξεις βιβλία από ξένη συλλογή, η τύχη σου θα είναι προδιαγεγραμμένη.

62. Κοσμική μεμβράνη

"...Δεν θα μείνουμε, θα γυρίσουμε πίσω. Βρισκόμαστε σε μια παγωμένη εικόνα, σε ένα χιλιοστό μιας ιστορίας που δεν ξέρουμε και δεν θα μάθουμε ποτέ. Οι στρατιώτες αυτοί κοιμούνται κανονικά. Θα ξυπνήσουν κανονικά και θα συνεχίσουν ποιος ξέρει για πού, για ποιο μέρος, για ποια εκστρατεία. Μπορεί και να έχουν φύγει στο μεταξύ..."

63. Έκλειψη της νύχτας

Σπεύδοντας στην κηδεία του παππού του βρέθηκε κι αυτός στον ενδιάμεσο χώρο.

64. Αποκεφαλισμός

Ένας ταξίδι αναψυχής παραλίγο να του κοστίσει μιαν ασώματο κεφαλή.

65. Κόρη δαιμονισμένη

Στο αρχαίο θέατρο των Φιλίππων ο αρχέγονος δαίμονας συγκρούεται με έναν σύγχρονο Απόστολο Παύλο.

66. Ο ήλιος της ερήμου

Στην έρημο Σίβα ο οδοιπόρος ακούει έναν χρησμό, είναι όμως λίγο αργά για να αλλάξει την ιστορία.

67. Η σύντομη ιστορία της γιαγιάς.

Μόλις δέκα αράδες άφησε πίσω της λόγια, κι εκείνος προσπαθεί να τα διαβάσει σε μιαν άλλη γλώσσα.

68. ΤΟΣΩΜΑΤΗΣΤΟΣΩΜΑΤΟΥ

Σε δυο σώματα μπλέκει το μυαλό της μάνας, σε ένα μαχαίρι κατευθύνεται το χέρι της.

69. Hotel Digital

Βρισκόταν σε ένα άλλο ξενοδοχείο, μιας χώρας που δεν αναγνώριζε, πίσω από τα τζάμια ενός ξενοδοχείου που δεν ήξερε για πόσο ακόμη θα μπορούσε να παραμείνει

70. Παράδεισος

...
Σηκώθηκαν κι αυτοί και μονομιάς χάθηκαν από τον ανοιχτό ορίζοντα. Σβήστηκαν όλα και να διαγράφτηκαν με μια κίνηση. Το δέντρο έγειρε και εξαφανίστηκε κι αυτό. Ο χρόνος κύλισε με άπειρη ταχύτητα παρασύροντας τοπία, ηπείρους και θάλασσες. Επικρατούσαν συνθήκες που δεν είχαμε αναγνωρίσει στους δικούς μας χάρτες. ...





τέλος

Δευτέρα 10 Σεπτεμβρίου 2007

Χάρτης τρίτος "Ξενητιές και εξορίες"

38. Βρετανική θαλπωρή

Λονδίνο, μια πρωτοχρονιά, ένα σπίτι γεμάτο ξένους, ξεκολλημένη πατρίδα.

39. Μικρού μήκους

Στην αποφυλάκισή του, εκεί στην ερημιά, έξω από την φυλακή τον περίμενε η κάμερα της ζωής του.

40. Αέρηδες

Αφείστε την να τον περιμένει κρεμασμένη στην άκρη του γκρεμού, στις άκρες της ερημιάς της.

41. Συλλέκτες βοτάνων

Πώς να σωθείς μαζεύοντας φυτά που πέθαναν πριν τους ανθρώπους;

42. Ειρηνική συνεύρεση

«Γι αυτό σου το λέω. Έτσι είναι η Ιστορία. Κι εκείνοι μια μέρα θα θυμούνται τις δικές τους σφαγές. Αυτή είναι η ιστορία, δεν υπάρχει χώρος για λογοτεχνία».

Έσκυψε και την μύρισε. Στο Δοξάτο οι Βούλγαροι μάζεψαν όλους τους αρσενικούς, από δεκάξι και πάνω, και τους εκτέλεσαν. Ύστερα έκαψαν το χωριό. Το Δοξάτο απείχε μια ώρα από την Δράμα όπου έμενε. Είχε ακούσει πολλές τέτοιες ιστορίες. Ο θείος του Σάββας, γέρος πια, βρισκόταν ανάμεσά τους και του είχε πει την ιστορία: δεν τον πέτυχε η σφαίρα΄ έμεινε δέκα ώρες πλακωμένος απ’ τα πτώματα και έτσι διασώθηκε τελικά. Από τότε δεν μπορούσε να κοιμηθεί σκεπασμένος.



43. Αμαρτίες γονέων

Καλύτερα τα παιδιά ας μαλακίζονται, παρά καλόγεροι στο Αγιονόρος.

44. Δεκατρείς γυναίκες

Η δέκατη τρίτη δεν γύρισε ποτέ, είπε ο γέρος και ξαπόστασε στο φαράγγι της Αγγίστας.

45. Το λούσιμο

Η γριά περίμενε χρόνια να τον λούσει από την σκόνη της ξενητιάς.

46. Λόγια του κόσμου

Εκείνος που άκουγε τα μυστικά του κόσμου έχτισε την σιωπή κανονικό καλύβι.

47. Έλα να πάμε στο νησί

Μια τσούρμα τραβεστί στην Ικαρία τον Δεκαπενταύγουστο, γιορτινό θαύμα!

48. Περιμένοντας την νύφη μου

Σ' ένα χωριό στην Αλβανία περιμένουν την πολύφερνη ελληνίδα νύφη.

49. Το τελευταίο καλοκαίρι σου

Απ' τα χωριά της Ιωνίας μέχρι την Μύκονο ο Άγγελος δεν φανταζόταν να πετάξει τόσο απλά, τόσο μακριά.

50. Ποια Αμερική;

Δεν μπόρεσε να καταλάβει ακόμη ότι τελείωνε το ταξίδι του στο μοτέλ στο Λος Άντζελες.

51. Οι πολιορκημένοι

Οι ξένοι εργάτες-προδομένοι- θα επιχειρήσουν την τελευταία τους έξοδο από τον κάμπο.

52. Κορίτσια στα σπίτια

Όλες οι πουτάνες είναι ίδιες, ακόμη και στο γκέτο της Αδριανούπολης.


53. Βερολίνο Βερολίνο!

Είχανε φέρει έναν Τούρκο και ο επόμενος ήταν ένας νεαρούλης Γερμανός, τύφλα στο μεθύσι. "Η σειρά σου" φώναξαν, "Του είπαμε ότι έχουμε μια καινούργια".
Την τραβούσαν με το ζόρι ουρλιάζοντας από τα γέλια. Της έβαλαν το τσιγάρο στο στόμα να κάνει μια τζούρα.
"Άντε, μυξοπαρθένα, παίξ' τον λίγο, μια χαρά αγοράκι είναι".


54. Αραβικός επιτάφιος

Μεγάλη Παρασκευή στην Τύνιδα, μεγάλη θλίψη.

Σάββατο 8 Σεπτεμβρίου 2007

Χάρτης δεύτερος "πόλεις και συνοικίες"

20. Δορυφορικό πιάτο

Σκεπασμένη με μαντήλα υπομένει τα μάγια που εκπέμπει ένα δορυφορικό πιάτο ενώ ο γείτονας ακόμη επιτηρεί την χαμένη ευκαιρία.

21. Εραστές ανοιχτών χώρων

Ο παράνομος έρωτάς τους προδόθηκε ένα βράδυ καθώς πλημμύρισε το ποτάμι κάτω από την μεσαιωνική γέφυρα, στον Ίσμαρο, λίγο έξω από την Κομοτηνή.

22. Σε παλιό σινεμά

Η οθόνη έσβησε όμως εκείνοι ξεχάστηκαν στο δικό τους έργο.


23. Ίδιο γάλα

Ήπιανε το ίδιο μητρικό γάλα όμως δεν είδανε τα ίδια όνειρα.

24. Υποψίες

Κακό πράγμα να μην βασίζεσαι κάποιον που ψώνισες βραδιάτικα στα σκοτεινά.

25. Περούκα σε αντρική κεφαλή

'Ενα πάρτι, ένα απροσδόκητο δώρο θα του αλλάξει τα μαλλιά και τα μυαλά.

26. Ζωή χωρίς ποίηση

Ένας ποιητής όμηρος, προδομένοι στίχοι στο κέντρο της Αθήνας.

27. Body Langauge

Καθώς παρατηρούσε τις κινήσεις της ηθοποιού διάβασε την ταραγμένη ιστορία της.

28. Συμπόνοια

Το κάλεσμα της θλίψης απέδειξε μια καλοστημένη απόδειξη στο διαμέρισμα του Χαλανδρίου.


29. Ο άντρας που έκλαιγε

"...Παίρνει το δρόμο προς τα πίσω, πίσω από τους λόφους της Άνω Νέας Σμύρνης, στις παλιές ρεματικές του Αγίου Δημητρίου, από εκεί που κατηφόρισε ελπίζοντας να δει μια θάλασσα ή έστω μια έρημο".


30. Ο μασέρ

Η Σάλυ, η Τάρια και η Λατίνα, τρεις Αθηναίες έρμαια στα χέρια ενός ισοβίτη μασέρ.


31. Η γυναίκα που χέζει

Στη μέση του δρόμου καθώς εσείς νομίζετε ότι ζείτε εκτός τουαλέτας.

32. Ο ισορροπιστής

Καθώς εκείνος ισορροπεί πάνω στο τεντωμένο σχοινί, στην πλατεία της Νέας Σμύρνης, το ζευγάρι διαλύει την ζωή τους κι ο εργένης ακόμη παρατηρεί...


33. Ατλαντικός

"...Αν την έβλεπες δεν θα έλεγες ότι η Βάσω, το περασμένο καλοκαίρι, διέσχισε τον Ατλαντικό, πάνω σε ένα ιστιοπλοικό, παρέα με έναν Αμερικάνο-άγνωστης καταγωγής. Καθώς κόβει τα γραμματόσημα και σου δίνει και τα ρέστα, θα ήθελες να σου πει την αληθινή εκδοχή της ιστορίας της, που την ξέρουν μόνον λίγοι, πρώτος της ξάδελφος άντε και η Βουλγάρα που καθαρίζει το σπίτι..."


34. Η ημέρα του πατέρα


Ήθελε μόνον να βγει με το μικρό του γιο, όχι να προετοιμαστεί για μια μαχαιριά.

35. Θλιμμένη πόλη

Αρραβωνιασμένοι στη Θεσσαλονίκη, με δυο βυζαντινές γεροντοκόρες να τους παραμονεύουν.


36. Παρατηρητής νυχτερινών τρένων

Προσπαθούσε να συναρμολογήσει τις φράσεις του ξένου, όταν εκείνος φωνάζοντας «ένα Αλλάχ, ένα Θεό, κατάρα!» έπεσε σεληνιασμένος στα γόνατα, τη στιγμή που και η αμαξοστοιχία έμπαινε μουγκανίζοντας στο σταθμό. Ξαφνικά τον έχασε και, μόνον όταν το τρένο ξεκίνησε να φύγει, τον είδε να κρεμιέται από ένα ανοιχτό παράθυρο και με ορθάνοιχτα χέρια να επικαλείται τις δυνάμεις του σκότους και της καταστροφής.
«Κάψει Θεός!»

Robert Penn Warren «Ένας τόπος για να επιστρέφεις»

Μετάφραση: Αθηνά Δημητριάδου, εκδόσεις Πόλις, 2025 Γράφει ο Θεόδωρος Γρηγοριάδης Στο τελευταίο βιβλίο του Ρόμπερτ Πεν Γουόρεν ο αφηγητής και...