μια ιστορία από τους Χάρτες
Πετούσε με την γιουγκοσλάβικη JAT, που σημαίνει transit στο Βελιγράδι. Ο πίνακας πτήσεων σημαδευόταν με παράξενες πόλεις: Τρίπολη, Σικάγο, Μοσούλη, Μόντρεαλ. Αλλόφυλλα πρόσωπα, αλλοπρόσαλλα. Κι άλλη μια στάση στο Ζάγκρεμπ. Τ’ αυτιά της βουίζουν πολύ. Κι ο έλεγχος στο Ανατολικό Βερολίνο κλειστοφοβικός. Το τείχος τριγύρω. Το πέρασμα με λεωφορείο στην άλλη πλευρά.
Να τες οι φίλες της. Την περιμένουν τσιρίζοντας. Κι αυτή κουβαλάει πίτες από την Θεσσαλονίκη, παρηγοριά της μάνας για τα κορίτσια που σπουδάζουν. Νοικιάζουν στο κέντρο, σε έναν δρόμο, της εξηγούν, που ήτανε παλιά τα μπορντέλα. Η αλλαγή είναι σημαντική μετά την επέμβαση του Δήμου κ έτσι βρέθηκαν σε καινούργιο σπίτι. Πρώην μπορντέλο; Δεν το πιστεύει η Χριστίνα, που ταξιδεύει πρώτη φορά στο εξωτερικό, φοιτήτρια στο τρίτο έτος της Φιλοσοφικής. Εκεί στη Θεσσαλονίκη ζει σχετικά ήσυχα με τους γονείς της. Τυχερές οι φίλες.
Μυρίζει ακόμη μπογιά το σπίτι. Μεγάλα παράθυρα πάνω στο δρόμο. «Άσε» της εξηγεί η Λιάνα. «Μήνες τώρα δεν το πήρανε είδηση ότι η γειτονιά άλλαξε και έρχονται ακόμη στα πεζοδρόμια οι γυναίκες και οι πελάτες!»
Η Χριστίνα δεν είναι συντηρητική, αλλά οσμίζεται άλλες καταστάσεις. Οι φίλες της, που είχε να τις δει δύο χρόνια, μάλλον δεν σπουδάζουν. Δουλεύουν ευκαιριακά και έχουν βουτήξει για τα καλά στην νυχτερινή ζωή της πόλης. Το ίδιο απόγευμα τη βάζουν σε ένα μικροσκοπικό αυτοκίνητο και αρχίζουν τις βόλτες. Σε μια στιγμή ξαναπέφτουν πάνω στο τείχος. Η Χριστίνα απορεί. Ούτε στο μουσεία ούτε στις γκαλερί δεν νιώθει τόσο δέος. Η αίσθηση ότι πίσω και μέσα του ζούνε τόσοι άνθρωποι… Στην πραγματικότητα το Δυτικό Βερολίνο είναι εγκλωβισμένο μέσα στην Ανατολική Γερμανία.
«Εμείς είμαστε οι έγκλειστες» επεξηγεί θριαμβευτικά η Χριστίνα.
Φαίνεται ότι αυτός ο αποκλεισμός απελευθερώνει λυτρωτικά. Τα κορίτσια στρίβουν συνεχώς και καπνίζουν. Τρώνε ελληνικά φαγητά στον «Γλάρο» που τον έχει ο Κωνσταντής απ’ την Καβάλα. Πόσο παράξενοι είναι οι συμπατριώτες της εδώ. Σαν Γερμανοί που φέρονται σαν Έλληνες! Μια αντροπαρέα τις καλεί στο τραπέζι τους. Δυο εργάτες από τον Έβρο, ένας φοιτητής από την Κομοτηνή, ένας Πολωνός γυμναστής, φίλος των παιδιών.
Τα κορίτσια γελάνε. Οι τύποι είναι εντάξει, αλλά όχι αρκούντως προχωρημένοι. Φαίνεται από το ντύσιμο, από τις μουσικές. Αφού φάνε, τις πάνε σε ένα ύποπτο μαγαζί, με Ελληνίδες πουτάνες, τραβεστί και μετανάστες. Η ιδιοκτήτρια, η Ρομπέρτα, κατάγεται από τις Σέρρες. Έχει πλάκα, εδώ μέσα, η Χριστίνα ξετρελαίνεται, όμως υποπτεύεται ότι οι φίλες της φτιάχνονται διαρκώς.
«Χεστήκαμε για τα πτυχία» λέει η Μάτα. «Να τα κάνουμε τι, όταν γυρίσουμε στην φτωχομάνα; Το Βερολίνο είναι η τέλεια λύση».
Με καναδύο μεροκάματα καλύπτουν τα ενοίκια. Παίρνουν και επίδομα ανεργίας αν χρειαστεί. Τρώνε στα εστιατόρια όπου δουλεύουν. Μετά τις δύο διώχνουν τους γκόμενους και πηγαίνουν στο Jungle.
«Δέκα χρόνια πριν ήταν το πιο punk μαγαζί» .
Λίγο στη δύση του το πετυχαίνουν. Φρικιά, πανκιά, παραπατούν κάτω από εκκωφαντική μουσική και λέιζερ ακτινοβολίες. Τα κορίτσια γνωρίζουν αρκετό κόσμο, εντελώς διαφορετικό, και μπαινόβγαιναν στις τουαλέτες.
Χαράματα γύρισαν σπίτι. Απ’ έξω είδανε μια γυναίκα μεσήλικη να κάνει πεζοδρόμιο. Γελώντας μπήκανε στο δωμάτιο με τα μεγάλα παράθυρα που έβλεπαν στο δρόμο. Απριλιάτικο Βερολινέζικο κρύο. Οι φίλες φόρεσαν υπέροχα ανάλαφρα νυχτικά και πηγαινοέρχονταν στα δωμάτια καπνίζοντας απανωτά τσιγάρα.
Η Χριστίνα ετοιμαζόταν να κοιμηθεί στο πίσω δωμάτιο, όταν τις είδες να ακουμπάνε στο στενό περβάζι αφού ανασήκωσαν το παντζούρι. Απ’ έξω κάποιος τις μίλαγε. Η Χριστίνα χώθηκε στο στενό ντιβάνι και αφουγκραζόταν. Δεν της καλοφαίνονταν οι εξελίξεις. Ο τύπος είχε ήδη μπει μέσα στο διαμέρισμα και τα έλεγαν. Λίγη σιωπή.
Δέκα λεπτά μετά έκλεισε η πόρτα κι αυτές άρχισαν να γελάνε.
«Χάνεις που κοιμάσαι, σήκω, μην είσαι χαζή».
«Δεν φοβάστε;»
«Τι να φοβόμαστε; Η πιο ασφαλής πόλη, ό,τι θέλεις εδώ το πραγματοποιείς. Ή μήπως μας πέρασες για πουτάνες; Πλάκα κάνουμε!»
Είχανε φέρει έναν Τούρκο και ο επόμενος ήταν ένας νεαρούλης Γερμανός, τύφλα στο μεθύσι. «Η σειρά σου» φώναξαν. «Του είπαμε ότι έχουμε μια καινούργια».
Την τραβούσαν με το ζόρι ουρλιάζοντας από τα γέλια. Τις έβαλαν το τσιγάρο στο στόμα να κάνει μια τζούρα.
«Άντε μυξοπαρθένα, παίξ’ τον λίγο, μια χαρά αγοράκι είναι».
Η Χριστίνα βρέθηκε με ένα μαραζωμένο πούτσο στο χέρι. Προς στιγμήν σκέφτηκε να σηκωθεί και να φύγει τρέχοντας. Όμως δεν είχε καμιά ελπίδα εξόδου. Οι άλλες ζήτησαν από τον νεαρό είκοσι μάρκα.
«Θέλω να σε δω αύριο» έλεγε της Χριστίνας, που στεκόταν μπρος στο παράθυρο ενώ ξημέρωνε στην πόλη.
«Φύγαμε για πρωινό» φώναξε η Λιάνα. «Βγάλαμε το μεροκάματο».
Χώθηκαν στο αυτοκίνητο και σταμάτησαν στο πολυτελές ξενοδοχείο Κεμπίνσκι, όπου, με οκτώ μάρκα η καθεμία, έφαγαν ό,τι ήθελαν από τους τεράστιους μπουφέδες.
Η Χριστίνα γελούσε.
«Τι ώρα είπε θα ρθει ο πελάτης μου απόψε;» ρώτησε και οι άλλες έσκασαν στα γέλια.
σελίδα 201, ιστορία ΠΕΝΗΝΤΑ ΤΡΙΑ,
ΧΑΡΤΗΣ ΤΡΙΤΟΣ, Ξενιτιές και ερημιές
τοσο ζωντανο, τοσο κεφατο και νεανικό...
ΑπάντησηΔιαγραφήκι όμως υπάρχει μια μελαγχολική νοσταλγία πίσω απο τις λέξεις σας...
Αχ, κι εσείς είστε τόσο αισθηματίας...
ΑπάντησηΔιαγραφή