Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ο παλαιστής και ο δερβίσης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ο παλαιστής και ο δερβίσης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 26 Οκτωβρίου 2024

"Ο παλαιστής και ο δερβίσης" γράφει ο Θανάσης Μουτσόπουλος



«Ο παλαιστής και ο δερβίσης» του Θ. Γρηγοριάδη – Περίπατος στην Ιστορία και στον Πολιτισμό της Θράκης

Γράφει ο Θανάσης Μουτσόπουλος 


Με την πεζογραφία και την ποίηση του Θεόδωρου Γρηγοριάδη – του Θοδωρή όπως παλαιόθεν τον αποκαλώ – έχω ασχοληθεί σε αρκετά κείμενα, και επειδή θαυμάζω τον λόγο του και μέσα στα πλαίσια προβολής της λογοτεχνίας Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης. Για ένα παλιότερο μυθιστόρημά του «Ο παλαιστής και ο δερβίσης» (2010, εκδ. Πατάκης) σε κείμενο του 2021 είχα μια απλή παρουσίαση, γιατί είχα στο μυαλό μου να συσχετίσω το συναρπαστικό και πρωτοποριακό τούτο λογοτέχνημα με θέματα ιστορίας και πολιτισμού της Θράκης. Αυτό θα επιχειρήσω στο παρόν κείμενό μου, βάζοντας στο κέντρο προσέγγισης τον Δερβίση.

Στην κοινή γλώσσα, συχνά ακούω εδώ στην Ξάνθη τη λέξη δερβίσης, συχνότερα ντερβίσης και ντερβισόπαιδο, με τη σημασία του λεβέντη ή του μάγκα, με καλή σημασία. Ψάχνοντας το λεξικό βρίσκεις ότι δερβίσης είναι ο επαίτης, ή ο μουσουλμάνος μοναχός που μπορεί να ζει σε τεκέδες.

Στην Ξάνθη, στα παιδικά μου χρόνια πηγαίναμε εκδρομή στον Τεκέ (σήμερα το χωριό Εύμοιρο), όπου είχε ένα μικρό κατασκεύασμα – δε θυμάμαι ακριβώς, τώρα πάντως δεν υπάρχει. Στη Θράκη υπάρχουν και άλλοι τεκέδες.

Ο Μάρκος Βαμβακάρης σε ένα τραγούδι του μας λέγει:

Ντερβίση μου, να ‘ρχόσουνα μια ώρα στο τσαρδί μας

να ‘βρισκες τους φίλους μας που είν’ όλοι δικοί μας.

Από παλιά θυμάμαι ένα θαυμάσιο διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, που είναι επίκαιρο – λόγω και των Ολυμπιακών Αγώνων  –  με τον τίτλο «Ο Ξεπεσμένος Δερβίσης». Δημοσιεύθηκε τον Γενάρη του 1896, λίγους μήνες πριν τους πρώτους Ολυμπιακούς που αναβίωναν στην Αθήνα. Ένα απόσπασμα που περιγράφει τον ήρωά του:

«Εἶχεν ἀναφανῆ. Πότε; Πρὸ ἡμερῶν, πρὸ ἑβδομάδων. Πόθεν; Ἀπὸ τὴν Ρούμελην, ἀπὸ τὴν Ἀνατολήν, ἀπὸ τὴν Σταμπούλ. Πῶς; Ἐκ ποίας ἀφορμῆς; Ποῖος;

Ἦτον Δερβίσης; Ἦτον βεκτασής, χόντζας, ἰμάμης; Ἦτον οὐλεμάς, διαβασμένος; Ὑψηλός, μελαψός, συμπαθής, γλυκύς, ἄγριος. Μὲ τὸ σαρίκι του, μὲ τὸν τσουμπέν του, μὲ τὸν δουλαμάν του.

Ἦτο εἰς εὔνοιαν, εἰς δυσμένειαν; Εἶχεν ἀκμάσει, εἶχεν ἐκπέσει, εἶχεν ἐξορισθῇ; Μποὺ ντουνιὰ τσὰρκ φιλέκ. Αὐτὸς ὁ κόσμος εἶναι σφαῖρα καὶ γυρίζει».

Όπως διαπιστώθηκε από τους μελετητές του Παπαδιαμάντη, ο συγγραφέας απαντώντας στο σλόγκαν της εποχής (τέλη 19ου αιώνα) “πατρίς, θρησκεία, οικογένεια” παρουσιάζει έναν άστεγο, ξένο τουρκόφωνο μουσουλμάνο χωρίς οικογένεια» [σε άλλο κείμενο θα μιλήσουμε περισσότερο για το θαυμαστό αυτό διήγημα].

Σε πρόσφατα δημοσιεύματα στον τύπο διάβασα πολύ ενδιαφέροντα στοιχεία.

Στην εφημερίδα «Εμπρός» (11 / 11 / 23) ο Βασίλης Λωλίδης αναφέρει ότι τον Νοέμβριο του 2023 διοργανώθηκε διεθνές συμπόσιο στην Καβάλα με θέμα: «Μπεκτασήδες και Αλεβίτες στα Βαλκάνια και την Ανατολία: κοσμοθεωρίες και πρακτικές μέσα από εποχές και χώρους».

Πήραν μέρος επιστήμονες από την Ελλάδα, την Τουρκία, την Γερμανία, την Αυστρία, την Αλβανία και τη Βόρεια Μακεδονία.

Ο ερευνητής, δημοσιογράφος και συγγραφέας Βαγγέλης Αρεταίος μιλώντας στο ΑΠΕ – ΜΠΕ είπε ότι «Οι Αλεβίτες – Μπεκτασήδες αποτελούν ένα αναπόσπαστο κομμάτι της πολιτιστικής ταυτότητας της Θράκης και με ιστορική διάσταση, καθώς βρίσκονται στην περιοχή από τον 14ο αιώνα […] αλλά και από ανθρωπολογικής και θρησκειολογικής άποψης η κοινότητα αυτή είναι σημαντική γιατί οι άνθρωποί της διατηρούν παραδόσεις που σε πολλά μέρη τείνουν να χαθούν». Οι 3.500 περίπου Αλεβίτες – Μπεκτασήδες μουσουλμάνοι της Θράκης ζουν σήμερα στην ευρύτερη περιοχή της ορεινής Ρούσας, του δήμου Σουφλίου και κατανέμονται σε δέκα μεγάλα χωριά.

Ανάλογα στοιχεία διαβάζουμε και σε ρεπορτάζ του Νικόλα Ζηγράνου (ΕφΣυν, Νησίδες, 2-3 Νοεμβρίου 2023) ύστερα από επίσκεψη στην περιοχή Ρούσας [σε άλλο κείμενο θα αναφερθούμε αναλυτικά στα παραπάνω δημοσιεύματα].

Στη συνέχεια θα ασχοληθούμε με το έργο του Θεόδωρου Γρηγοριάδη «Ο παλαιστής και ο δερβίσης», ξεκινώντας από ένα σύντομο εργοβιογραφικό σημείωμα.

Ο Θεόδωρος Γρηγοριάδης γεννήθηκε στο Παλαιοχώρι Παγγαίου Καβάλας το 1956. Σπούδασε Αγγλική Φιλολογία στο Πανεπιστήµιο της Θεσσαλονίκης και δίδαξε αγγλικά στη δηµόσια εκπαίδευση. Έχει γράψει δώδεκα µυθιστορήµατα, τέσσερις συλλογές διηγηµάτων, µία νουβέλα, ένα αφήγηµα και έναν σκηνικό µονόλογο. Η Ζωή Μεθόρια τιµήθηκε µε το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήµατος 2016. Το Τραγούδι του πατέρα βραβεύτηκε το 2019 µε το Βραβείο «Νίκος Θέµελης» του λογοτεχνικού περιοδικού Ο αναγνώστης και η Νοσταλγία της απώλειας µε το Βραβείο Διηγήµατος του ίδιου περιοδικού το 2023. Το µυθιστόρηµα Αλούζα, χίλιοι και ένας εραστές µεταφράστηκε στα αραβικά (2017), η συλλογή διηγηµάτων Γιατί πρόδωσα την πατρίδα µου στα δανέζικα (2021) και η συλλογή διηγηµάτων Η νοσταλγία της απώλειας στα γαλλικά (2024). Είναι µέλος της Εταιρείας Συγγραφέων. Πρόσφατο μυθιστόρημά του το Ελσίνκι, από τις εκδόσεις Πατάκη όπως όλα τα έργα του.

Στην παρουσίαση του μυθιστορήματος  διαβάζουμε:

«Καυτό καλοκαίρι. Σε ένα πανηγύρι, σε ένα χωριό της Μακεδονίας, η Μιρέλα, νεαρή Αθηναία φωτογράφος, ενώ βρίσκεται σε αποστολή ενός ταξιδιωτικού περιοδικού, συναντάει τον Τούρκο παλαιστή της ελληνορωμαϊκής πάλης Τζεμάλ, που παλεύει στα θρησκευτικά πανηγύρια με Έλληνες και Bαλκάνιους παλαιστές.

Η σχέση τους θα συνεχιστεί δυνατά, με αλλεπάλληλα ταξίδια από τη μια χώρα στην άλλη, μόνον που ο Τζεμάλ, ποθητός και απελευθερωμένος χαρακτήρας, έχει μπει στο στόχαστρο και άλλων (και όχι πάντα χωρίς τη θέλησή του) πυροδοτώντας απρόβλεπτες επιθυμίες και εξελίξεις. Κάπως έτσι, μια ολόκληρη παρέα εμπλέκεται σε ένα ερωτικό γαϊτανάκι που συμπεριλαμβάνει μια εκκεντρική Βορειοελλαδίτισσα δημοσιογράφο, ένα συγγραφέα που προσπαθεί να γίνει δερβίσης, έναν καθηγητή οθωμανικής ιστορίας.

Μέσα από τα λόγια και τις πράξεις τους χτίζεται το πορτρέτο του – άλλοτε πονηρού και άλλοτε καλοπροαίρετου – Τούρκου. Ποια όμως θα διεκδικήσει τελικά τον αήττητο παλαιστή στην ερωτική παλαίστρα; Ποιες θα είναι οι συνέπειες στους υπόλοιπους της παρέας, που ζούνε και εμπνέονται από την περιρρέουσα ατμόσφαιρα που δημιουργεί η παρουσία του παλαιστή;

Ένα πολυπρόσωπο μυθιστόρημα που διαδραματίζεται στα πρώτα χρόνια του αιώνα μας, από το 2001 μέχρι το 2008, και σε διαφορετικές πόλεις: Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Σέρρες, Ξάνθη, Αδριανούπολη, Κωνσταντινούπολη».

Στα περίπου δεκαπέντε χρόνια από την έκδοση του μυθιστορήματος πολλοί καταπιάστηκαν από πολλές πλευρές με τα πρόσωπα και τη συμπεριφορά τους. Τρεις προσεγγίσεις θα παρουσιάσω στη συνέχεια.

Η Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη Σερρών – με την οποία συνεργαζόταν ο Γρηγοριάδης οργανώνοντας λογοτεχνικά σεμινάρια –  σε ένα εκτεταμένο κείμενο παρατηρεί (επιλέγω):

«Ήδη από τον τίτλο του βιβλίου, έχουμε την αρχική θέση του συγγραφέα του: «Ο παλαιστής και ο δερβίσης», δύο πρόσωπα που, κυρίως, βασίζονται στο σώμα· στο σώμα που αγκαλιάζει, που παλεύει, που προσπαθεί, αναφορικά με το δεύτερο σκέλος, να ενωθεί με μιαν άνωθεν ψυχή. Ο Γρηγοριάδης είναι γνωστός και πετυχημένος υπηρέτης της «γραφής του σώματος» – αλλού, και της «ενσώματης γραφής». Σε όλα του τα βιβλία, οι σωματικές κινήσεις και οι επαφές, οι αντιδράσεις του ανθρώπινου οργανισμού, κατακλύζουν και αναστατώνουν την αφήγηση, τον αναγνώστη και, βέβαια, το σύνολο του βιβλίου […] Στο βιβλίο αυτό παρελαύνουν πολλοί και διάφοροι ήρωες, ο καθένας βάζοντας ένα λιθαράκι στην ιστορία, που θέλει της παραθρησκευτικές σέχτες υπογείως να θέτουν σε κίνδυνο τον πανεπιστημιακό καθηγητή – τον δερβίση που έψαξε να ενωθεί, άπαξ και διά παντός μ έναν θεό, δικό του κατασκεύασμα».

Ο Χρήστος Παρίδης (Lifo) αναφέρεται στους ήρωες του έργου:

«Ο καθηγητής Ιστορίας, που μέσα από αυτόν εξιδανικεύει την αγάπη του για τον οριενταλισμό και επαληθεύει την ενστικτώδη του εμμονή για την Ανατολή των προγόνων του […] Κι ο φέρελπις συγγραφέας Διονύσης, της σύγχρονος δερβίσης που αποφασίζει να της μπλέξει όλους μαζί στην πρώτη του λογοτεχνική απόπειρα, ένα σύγχρονο μυθιστόρημα που ξεκινάει από τα λαϊκά πανηγύρια της Μακεδονίας, όπου πεχλιβάνηδες αλειμμένοι με λάδια παλεύουν μεταξύ της, φτάνει της τεκέδες της Αδριανούπολης και καταλήγει στην άχρωμη κι αντιερωτική Αθήνα. Και καθώς ξετυλίγει την ιστορία του, σκοντάφτει στον σουφισμό, σε μυστικά περάσματα, σε μητρομανείς κυρίες και σε υποθέσεις κατασκοπείας.

Ο Θεόδωρος Γρηγοριάδης, με το νέο του αυτό μυθιστόρημα επιστρέφει για μια ακόμα φορά στο αγαπημένο του και λατρεμένο πεδίο δράσης, την βόρεια Ελλάδα, η οποία αδυνατεί ακόμα και σήμερα να αποβάλει τελείως τα οθωμανικά της κατάλοιπα: οι άνθρωποι εξακολουθούν να νιώθουν μακρινοί συγγενείς με της γείτονες της απέναντι πλευράς, δυνάμει ερωτεύονται διαπολιτισμικά, γλεντούν διαβαλκανικά, δαιμονίζονται διαχρονικά».

Στην ATHENS  VOICE διαβάζουμε: «Η στερεοτυπική (ίσως, στο μυαλό κάποιων αναγνωστών) έχθρα των δύο λαών αποβάλλεται μαζί με τα ρούχα των εραστών που πέφτουν πριν το σεξ στο πάτωμα. Τι μένει, τελικά; Η επιθυμία να ενωθεί η απολλώνια με τη διονυσιακή πλευρά, χωρίς σύνορα, ερωτικές και φυλετικές ταυτότητες. Όλα αυτά σε ρεαλιστικό φόντο χωρίς ίχνος οριενταλισμού».

Πριν δώσουμε τον λόγο στον ίδιο τον Θοδωρή, θα παρουσιάσουμε κάποιες πληροφορίες από δύο επιστήμονες που κατάγονται από την Ίμβρο, σχετικούς με τα θέματα που συζητά ο συγγραφέας στο μυθιστόρημά του.

Ο πρώτος είναι ο  Ευστράτιος Ζεγκίνης,  (1938  – 2020) διδάκτορας Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ, διδακτορικό του είναι το βιβλίο «Ο μπεκτασισμός στη Δ. Θράκη, Συμβολή στην Ιστορία της διαδόσεως του Μουσουλμανισμού στον Ελλαδικό χώρο», εκδ. Ινστιτούτου Βαλκανικών Σπουδών,  Θεσ/νίκη, 1988. Διαβάζουμε για το περιεχόμενο του βιβλίου:

« Έχοντας ως κύρια επιδίωξη να συμβάλουμε στην κάλυψη των κενών που παρουσιάζονται στην επιστημονική έρευνα, σχετικά με τη διάδοση του μουσουλμανισμού στον Ελλαδικό χώρο, επιχειρούμε στη μελέτη μας αυτή τη διερεύνηση του ρόλου που διαδραμάτισε ο Μπεκτασισμός ως ιδεολογία και ως οργανωμένο τάγμα στην προσπάθεια των Οθωμανών Τούρκων για την κατάκτηση της Θράκης και τη δραστηριοποίηση του μουσουλμανισμού στο χώρο αυτό. (…) Ύστερα από επίμονες προσπάθειες κατορθώσαμε να επωφεληθούμε από τις πηγές που έχουν εκδοθεί και, σε ορισμένες περιπτώσεις, και από τις ανέκδοτες τουρκικές αρχειακές πηγές, καθώς επίσης και από την τουρκική και τη διεθνή βιβλιογραφία, η οποία αναφέρεται στη δομή και την οργάνωση του μπεκτασικού τάγματος. Ταυτόχρονα συγκεντρώσαμε, μελετήσαμε και αξιολογήσαμε τα μπεκτασικά μνημειακά υπολείμματα, τα οποία βρίσκονται στα διάφορα σημεία της Δ. Θράκης και παρακολουθήσαμε από πολύ κοντά τις λατρευτικές εκδηλώσεις και πολλά άλλα έθιμα, τα οποία συνυφαίνουν τη μυστηριακή ζωή των Μπεκτασήδων».

Στα Συμπεράσματα του τόμου ο Ζεγκίνης σημειώνει: «Οι Μπεκτασήδες χρησιμοποιήθηκαν στους πολέμους για την κατάκτηση της Θράκης και τον προσηλυτισμό σημαντικού αριθμού χριστιανών και ιδιαίτερα οπαδών των διαφόρων χριστιανικών αιρέσεων της περιοχής αυτής, για όσο χρόνο εξυπηρετούσαν την κατακτητική και αφομοιωτική πολιτική των σουλτάνων» (σελ. 245).

Πολύ ενδιαφέροντα είναι τα αναφερόμενα σε πολλά σημεία του έργου για τους δερβίσηδες και το λειτούργημά τους.

Δεύτερος επιστήμονας είναι ο Γεώργιος Βογιατζής που γεννήθηκε το 1961 στην Ίμβρο και είναι διδάκτορας του πανεπιστημίου Βιέννη στη Βυζαντινολογία και Οθωμανολογία. Από το 1987 ζει στην Ξάνθη. Τα βιβλία του είναι σχετικά με το θέμα μας. Τα επιστημονικά του ενδιαφέροντα εστιάζονται στην παρουσία των Οθωμανών στον Θρακικό χώρο. Εργασίες του δημοσιεύτηκαν στα περιοδικά Ελληνικά, Θρακικά Χρονικά, Balkan Studies, Βαλκανικά Σύμμεικτα κ.ά. Το 1988 από τις εκδόσεις Ηρόδοτος κυκλοφόρησε το βιβλίο του «Η πρώιμη Οθωμανοκρατία στη Θράκη – Άμεσες δημογραφικές συνέπειες» (490 σελίδες) και το 2007 από τις εκδόσεις Σπανίδη το βιβλίο του «Από το Ματζικέρτ στη Βιέννη – Αναγνώσεις της Ιστορίας των Τούρκων από το 1071 έως το 1529» (509 σελίδες).

Στο βιβλίο για την ‘Πρώιμη Οθωμανοκρατία στη Θράκη’, ο συγγραφέας παρουσιάζει όσα συνέβησαν στη Θράκη από τα μέσα του 14ου έως τις πρώτες δεκαετίες του 16ου αιώνα, τις «ποσοτικές και ποιοτικές αλλαγές που αφορούσαν την ιστορική γεωγραφία και τη δημογραφική εικόνα του χώρου, τη θρησκευτική φυσιογνωμία των κατοίκων και την κοινωνία των νέων κυριάρχων».

Για τους δερβίσηδες υπάρχει λεπτομερής αναφορά στις σελίδες 208 – 215. Μια χαρακτηριστική παράγραφος:

«Η δραστηριότητα των δερβίσηδων πήγαζε από τον ιδιότυπο ιεραποστολικό τους ζήλο και στηριζόταν στην ικανότητά τους να προσφέρουν σημαντικές υπηρεσίες ταυτόχρονα σε πολλούς τομείς: κυρίως στην κατάκτηση και τον εποικισμό, αλλά και στη μετάβαση των νομάδων στη μόνιμη εγκατάσταση και την εξοικείωση των εντοπίων κατοίκων με την ισλαμική πίστη.  Ειδικά σ’ αυτόν τον τομέα οι δερβίσηδες πέτυχαν το στόχο τους με την καλλιέργεια του θρησκευτικού συγκρητισμού και με την εκδήλωση μιας εξαιρετικά πιο φιλικής συμπεριφοράς  προς τους χριστιανικούς πληθυσμούς των κατακτημένων περιοχών απ’ ό,τι η κεντρική εξουσία και το επίσημο “ορθόδοξο” Ισλάμ» (σελ. 213).

Ο Γ. Βογιατζής στην εργασία του «Η Θράκη από το 14ο έως τον 16ο αιώνα – Οι Οθωμανοί διαδέχονται το Βυζάντιο» (που ανήκει στον Φάκελο: Τοπική Ιστορία Ξάνθης, που οργανώθηκε με πρωτοβουλία του Συλλόγου Ποντίων ν. Ξάνθης, 1999) αναφέρει:

«Ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο στην κατάκτηση και τον εποικισμό της Θράκης από τους Οθωμανούς διαδραμάτισαν τα τάγματα των δερβίσηδων, δηλαδή οι αδελφότητες των μουσουλμάνων μοναχών, και από αυτούς ιδίως το τάγμα των Μπεκτασήδων» (σελ. 9).

[Σε άλλα άρθρα μου θα ασχοληθώ με την παρουσία και γενικότερη προσφορά των Ευ. Ζεγκίνη και Γ. Βογιατζή].

Ο Θεόδωρος Γρηγοριάδης σε πολλά σημεία του μυθιστορήματος «Ο παλαιστής και ο δερβίσης» αναφέρεται σε θέματα που άπτονται της ιστορίας και του πολιτισμού της Θράκης και του ευρύτερου χώρου. Επιλέξαμε τρία αποσπάσματα που δείχνουν τον “πλούσιο” κόσμο του βιβλίου.


1.

«Στον γυρισμό ο Χρήστος τον ξαναρώτησε αν η πάλη είχε καμιά σχέση με δερβίσηδες και σούφι και τέτοια δρώμενα. Ο Τζεμάλ είχε ετερόκλητες πληροφορίες. Όμως οι παλιότεροι παλαιστές καταλάβαιναν απ’ αυτά. Η μουσική, για παράδειγμα, που παίζεται στη διάρκεια της πάλης είναι από μόνη της τελετουργική, τους φορτίζει. Οι παλαιστές καθηλώνουν το σώμα, οι δερβίσηδες το αποχωρίζονται. Εκείνος ήθελε να πατάει γερά στη γη.

“Μου είπε ότι δεν θα πάει στα πανηγύρια της Ροδόπης. Ότι εκεί παίζονται πολιτικά παιχνίδια, προτιμάει τα ελληνικά πανηγύρια”» (σελ. 236).


2.

« “Τον Αύγουστο πάντως διεξάγεται το μεγαλύτερο θέαμα πάλης στα βουνά της Ροδόπης. Τρεις μέρες με κουρμπάνι και παλαίστρες”.

“Παλεύουν μόνο μουσουλμάνοι σε αυτά;”

“Έλληνες και Βούλγαροι Πομάκοι, αλλά και άλλοι. Αλεβίτες μουσουλμάνοι, έχει σημασία αυτό, γιατί Τούρκοι είναι. Όμως το πάνε για πολύ τουριστικό θέαμα και τουρκικό καπέλωμα. Αφήστε το, τεράστια συζήτηση σε ποιον ανήκουν τα πανηγύρια. Μην μας χαλάσουν κι αυτά οι γείτονες…” είπε, χωρίς ωστόσο να αλλάξει χροιά στη φωνή του» (σελ. 52).

3.

«Υπάρχει μια παράδοση που ξεκινάει από τη Θεσσαλονίκη και φτάνει στις γειτονικές βαλκανικές χώρες. Οι σούφι και οι δερβίσηδες έχουν ρίζες όχι μόνο στον μουσουλμανισμό αλλά και στα αρχαία θρακικά δρώμενα, τουλάχιστον στα βόρεια μέρη μας» (σελ. 77).

Ο Θεόδωρος Γρηγοριάδης ανήκει στη νέα γενιά των λογοτεχνών μας. Σε πρόσφατη συνέντευξή του στον Ηρακλή Μίγδο δήλωσε:

«Οι χαρακτήρες μου είναι όσοι ακούμπησαν στη ζωή μου. Ξεκινάω από την πραγματικότητα και την διευρύνω. Συνήθως περιγράφω ανθρώπους που είναι κοντά μας αλλά τους προσπερνάμε».

Νομίζω τα λέει  όλα…


Εφημερίδα ΕΜΠΡΟΣ, Ξάνθη 14/08/24

Τετάρτη 30 Μαρτίου 2022

' Ένα podast

 Με την Κυριακή Μπεϊόγλου μιλήσαμε για βιβλία, για το "Τραγούδι του πατέρα" και άλλα πολλά. 

Γράφει η ίδια:

"Μιλά για το πώς είναι να είσαι δάσκαλος στον Έβρο και για την Ανατολική Μακεδονία και Θράκη ως το μεγάλο άνοιγμα προς την Ευρώπη. Μιλά για τους ήρωες του και το θρυλικό «Παρτάλι» αλλά και την επίθεση που δέχτηκε για το «Γιατί πρόδωσα την Πατρίδα μου» από όσους έμειναν στον τίτλο χωρίς να έχουν διαβάσει το βιβλίο. Παράλληλα, εξομολογείται την ιστορία πίσω από «Το τραγούδι του πατέρα». Μια απολαυστική κουβέντα που θα θυμάμαι?.


Ακούγεται εδώ.




Δευτέρα 18 Αυγούστου 2014

Αμφίπολη στο "Παλαιστής και ο δερβίσης"

Την άλλη μέρα πήρε το δρόμο για τις Σέρρες, πέρασε μέσα από την Ασπροβάλτα, που όταν ήταν μικρός θυμόταν το λεωφορείο της Ξάνθης να σταματάει στα εστιατόρια, απέναντι από τη θάλασσα. Σήμερα ήταν φρακαρισμένος ο τόπος, εκείνη η λυπημένη εικόνα μιας κακοχτισμένης κωμόπολης που δεν θέλεις πια να την προσπερνάς. Απογευματάκι ήταν καθώς έστριβε από το μουτρωμένο λιοντάρι της Αμφίπολης για τη Νιγρίτα.


 Στις εκβολές του Στρυμόνα αισθάνθηκε ότι έμπαινε σε άλλη γεωγραφική επικράτεια. Η οικειότητα του τοπίου, μια διαχρονική συναίσθηση ότι αυτά εδώ τα έχει ξαναδεί ή του τα έχουν περιγράψει. Από τα Τέμπη ξαφνικά το τοπίο χορτάριαζε και πρασίνιζε χορταστικά. Η Βόρεια Ζώνη άρχιζε αμέσως μετά. Ύστερα, εδώ στον Στρυμόνα, αντίκριζε μια πιο ήπια εκδοχή, πιο βαλκανική, βουνίσια και θαλασσινή μαζί ΄στο βάθος βλάστηση, με εύφορους κάμπους που τροφοδοτούσαν χρόνια τώρα τα μεγάλα αστικά κέντρα. Στη συνέχεια, στις εκβολές του Νέστου, εκεί άρχιζε η θρακιώτικη επικράτεια, μια παραλλαγή του ίδιου εδάφους, η δική του αναγνωρίσιμη γη. Και οι άνθρωποι, απ’ όσο τους είχε ζήσει –γιατί κατά καιρούς τούς απέφευγε–, διαφοροποιούνταν ανάλογα με τις περιοχές καταγωγής τους. Βάραιναν λοιπόν τόσο πολύ οι ρίζες; Και ποιες ακριβώς, ποιανών προγόνων;

Τετάρτη 9 Νοεμβρίου 2011

O παλαιστής και ο δερβίσης στην λίστα του Βραβείου Αναγνωστών

Βραβείο Αναγνωστών 2011

Σήμερα ανακοινώνεται η «βραχεία λίστα» και
η ψηφοφορία του κοινού αρχίζει...

Για 7η χρονιά οι αναγνώστες παίρνουν τον λόγο και ψηφίζουν
το αγαπημένο τους μυθιστόρημα.

Είστε βιβλιόφιλος;
Πάρτε μέρος στον διαγωνισμό για το μυθιστόρημα της χρονιάς

Το Εθνικό Κέντρο Βιβλίου (ΕΚΕΒΙ), σε συνεργασία με την ΕΡΤ, ξεκινά από σήμερα τη διαδικασία ψηφοφορίας για το Βραβείο Αναγνωστών 2011, δίνοντας την ευκαιρία στο αναγνωστικό κοινό να αναδείξει το αγαπημένο ελληνικό μυθιστόρημα της χρονιάς.

Στη φετινή διαδικασία, το ΕΚΕΒΙ απέστειλε σε όλες τις Λέσχες Ανάγνωσης της Ελλάδας τον κατάλογο όλων των μυθιστορημάτων που κυκλοφόρησαν την περίοδο 1/10/2010 – 30/9/2011 (δηλαδή 399 τίτλοι, σύμφωνα με τη βάση δεδομένων της Βιβλιονέτ) και οι Λέσχες ξεχώρισαν 123 πρωτότυπα ελληνικά μυθιστορήματα.

Τα 16 βιβλία που πήραν τους περισσότερους ψήφους από τις Λέσχες Ανάγνωσης, όπως καταγράφηκαν στο βιβλίο πρωτοκόλλου του ΕΚΕΒΙ, απαρτίζουν τη «βραχεία λίστα» του Βραβείου Αναγνωστών 2011 (φέτος είναι 16 αντί για 15 όπως κάθε χρόνο, γιατί με την ψηφοφορία των λεσχών ισοβάθμισαν δύο μυθιστορήματα στην δέκατη πέμπτη θέση).

Οι φετινές επιλογές επιβεβαιώνουν το αναγνωστικό επίπεδο των μελών που παίρνουν μέρος στις δραστηριότητες των Λεσχών, αποτελώντας ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα ποιοτικής προσέγγισης της σύγχρονης ελληνικής πεζογραφίας.

Με αλφαβητική σειρά, σύμφωνα με το επώνυμο κάθε συγγραφέα:

Ο ερωτευμένος Πολωνός
της Μάρως Βαμβουνάκη,
Εκδόσεις Ψυχογιός
(στείλτε ΒΑ 1 στο 54160)


Πρίγκιπες και δολοφόνοι
του Μιχάλη Γεννάρη,
Εκδόσεις Ινδικτος
(στείλτε ΒΑ 2 στο 54160)


Ο παλαιστής και ο δερβίσης
του Θεόδωρου Γρηγοριάδη,
Εκδόσεις Πατάκη
(στείλτε ΒΑ 3 στο 54160)


Το δίκιο είναι ζόρικο πολύ
της Μάρως Δούκα,
Εκδόσεις Πατάκη
(στείλτε ΒΑ 4 στο 54160)


Πριν απ' το ηλιοβασίλεμα
του Μάνου Ελευθερίου,
Εκδόσεις Μεταίχμιο
(στείλτε ΒΑ 5 στο 54160)


Ανεμώλια
του Ισίδωρου Ζουργού,
Εκδόσεις Πατάκη
(στείλτε ΒΑ 6 στο 54160)


Η συμφωνία των ονείρων
του Νίκου Θέμελη,
Εκδόσεις Μεταίχμιο
(στείλτε ΒΑ 7 στο 54160)


Τα σακιά
της Ιωάννας Καρυστιάνη,
Εκδόσεις Καστανιώτη
(στείλτε ΒΑ 8 στο 54160)


Ο γύρος του θανάτου
του Θωμά Κοροβίνη,
Εκδόσεις Αγρα
(στείλτε ΒΑ 9 στο 54160)


Η άλωση της Κωσταντίας
του Γιάννη Μακριδάκη,
Εκδόσεις της Εστίας
(στείλτε ΒΑ 10 στο 54160)


Ληξιπρόθεσμα δάνεια
του Πέτρου Μάρκαρη,
Εκδόσεις Γαβριηλίδης
(στείλτε ΒΑ 11 στο 54160)


Πώς να κρυφτείς
της Αμάντας Μιχαλοπούλου,
Εκδόσεις Καστανιώτη
(στείλτε ΒΑ 12 στο 54160)


Η ενοχή της αθωότητας
της Ιωάννας Μπουραζοπούλου,
Εκδόσεις Καστανιώτη
(στείλτε ΒΑ 13 στο 54160)


Για μια χούφτα βινύλια
της Χίλντας Παπαδημητρίου,
Εκδόσεις Μεταίχμιο
(στείλτε ΒΑ 14 στο 54160)


Κι όμως ανθίζει...
της Λίας Μεγάλου-Σεφεριάδη,
Εκδόσεις Μεταίχμιο
(στείλτε ΒΑ 15 στο 54160)


Η έρημος έρχεται
του Μιχάλη Φακίνου,
Εκδόσεις Καστανιώτη
(στείλτε ΒΑ 16 στο 54160)


Διαδικασία ψηφοφορίας

Πότε ψηφίζετε:
9 Νοεμβρίου – 5 Δεκεμβρίου 2011

Πώς ψηφίζετε:
Στείλτε με sms (χρέωση απλού μηνύματος)
τον κωδικό που αντιστοιχεί στο βιβλίο της επιλογής σας, στο 54160

Ο ερωτευμένος Πολωνός (ΒΑ 1)
Πρίγκιπες και δολοφόνοι (ΒΑ 2)
Ο παλαιστής και ο δερβίσης (ΒΑ 3)
Το δίκιο είναι ζόρικο πολύ (ΒΑ 4)
Πριν απ' το ηλιοβασίλεμα (ΒΑ 5)
Ανεμώλια (ΒΑ 6)
Η συμφωνία των ονείρων (ΒΑ 7)
Τα σακιά (ΒΑ 8)
Ο γύρος του θανάτου (ΒΑ 9)
Η άλωση της Κωσταντίας (ΒΑ 10)
Ληξιπρόθεσμα δάνεια (ΒΑ 11)
Πώς να κρυφτείς (ΒΑ 12)
Η ενοχή της αθωότητας (ΒΑ 13)
Για μια χούφτα βινύλια (ΒΑ 14)
Κι όμως ανθίζει... (ΒΑ 15)
Η έρημος έρχεται (ΒΑ 16)


Κάθε αναγνώστης έχει δικαίωμα για μία μόνο ψήφο.

Η ψήφος σας καταχωρείται αυτόματα.

Το τελικό αποτέλεσμα της ψηφοφορίας προκύπτει κατά το ήμισυ (50%) από την ψήφο των αναγνωστών ενώ το υπόλοιπο 50% βγαίνει από τις ψήφους που έχουν ήδη δώσει οι Λέσχες Ανάγνωσης (από τις οποίες προέκυψε η βραχεία λίστα).

Ο νικητής θα ανακοινωθεί στις 7 Δεκεμβρίου


Υπενθυμίζουμε ότι το αναγνωστικό κοινό τίμησε με την ψήφο του:

  • 2010 - «Όπως ήθελα να ζήσω» της Ελένης Πριοβόλου
  • 2009 - «Ιμαρέτ» του Γιάννη Καλπούζου
  • 2008 - «Όλα σου τα ‘μαθα μα ξέχασα μια λέξη» του Δημήτρη Μπουραντά
  • 2007 - «Ο κύριος Επισκοπάκης» του Ανδρέα Μήτσου
  • 2006 - «Αμίλητα βαθιά νερά»της Ρέα Γαλανάκη
  • 2005 - «Η μέθοδος της Ορλεάνης» της Ευγενίας Φακίνου

εκτοξεύοντάς τα για πολλούς μήνες στις λίστες των ευπώλητων.


Τετάρτη 14 Σεπτεμβρίου 2011

Ο παλαιστής και ο δερβίσης (απόσπασμα)

Μπήκαν στο αυτοκίνητο κι ο Τζεμάλ έβγαλε μια κασέτα από την τσέπη του. Ακουγόταν μια δυνατή γυναικεία φωνή σε ένα γνώριμο ελληνικό τραγούδι.

Η Μιρέλα αναγνώρισε ένα τραγούδι της Χαρούλας Αλεξίου.

«Το ξέρεις ότι είναι ελληνικό

«Σεζάν Ακσού, τη λένε. Τραγουδάνε μαζί».

Κάτι είχε ακούσει η Μιρέλα. Ο άλλος από δίπλα μόλις που χώραγε στο αυτοκινητάκι. Πάσχιζε σαν τα μικρά παιδιά να μην ξεφύγει και κάνει κάτι ανεπίτρεπτο στην εκδρομή και τη χαλάσει.

«Σου αρέσει η Τουρκία» διαπίστωσε ή ρώτησε σε οθωμανικά αγγλικά.

«Και σένα σου αρέσει η Ελλάδα» ρώτησε ή αποφάνθηκε η Μιρέλα σε αγγλικά proficiency.

Το παιδάκι ξαφνικά ζωήρεψε και ξέχασε τους καλούς του τρόπους. Έβαλε τη χοντροδάκτυλη παλάμη του πάνω στο μπούτι της.

«Εσύ μου αρέσει».

Xωρίς τελικό σίγμα σαν τη στροφή μπροστά τους. Η Μιρέλα έστριψε στην ανηφόρα, πίσω από κάτι κτηνοτροφικές εγκαταστάσεις. Ο δρόμος ήταν αγροτικός, χωμάτινος. Σταμάτησε στην άκρη, δίπλα σε ένα χαντάκι, και κατέβηκαν. Απέναντι από το χαντάκι ήταν ένα περιφραγμένο κτήμα, οργωμένο, μια πινακίδα έλεγε ότι πουλιόταν και παραμέσα μια καλύβα, κακοχτισμένη με ελενίτ. Μα ποιος θα το αγόραζε εδώ πάνω, να το κάνει τι; Για μια στιγμή πρόλαβε να δει πόσο άδεια ήταν η χώρα και πόσο πηγμένη η πόλη της και η ζωή της. Ο Τζεμάλ πήγε λίγο παραπέρα και άρχισε να κατουράει δίπλα σε έναν κορμό δέντρου. Ξεχάστηκε όρθιος, σαν να προετοιμαζόταν για τη μάχη πάνω στο χώμα. Όμως αυτή τη φορά σοβάρεψε. Βλέμμα διαφορετικό. Αντίπαλος από ξένα στρατόπεδα. Ύστερα ήρθε κοντά της και την τράβηξε πάνω του.

«Είσαι ψηλή γυναίκα. Οι πιο πολλές Ελληνίδες είναι κοντές, σαν τις δικές μας».

Της έβγαλε την μπλούζα με μια απότομη κίνηση, να μην προλάβει να αναρωτηθεί πότε αποτύπωσε τις φυλετικές διαφορές.

«Τι θέλεις από μένα;’

«Να με πηδήξεις».

«Φώναξέ το!»

Το φώναξε. Πιο δυνατά, ξεπερνώντας τις φωνές των γυναικών και από τις δύο χώρες. Την είχε ακινητοποιήσει με τα χέρια του, σαν ανάμεσα σε δυο κορμούς δέντρων. Το κατεβασμένο παντελόνι του εμπόδιζε τις κινήσεις. Εκείνη αφέθηκε. Κραυγή έκπληξης και πόνου και ύστερα φωνές δυνατές, άλλοτε ικετευτικές και άλλοτε υβριστικές. Είχαν αφεθεί ο καθένας στη γλώσσα του και στις βαθιές στερεοτυπικές εκφράσεις, εκείνες που φώλιαζαν στα μυθικά κιτάπια των κυττάρων.

Τελείωσαν ο καθένας με τον τρόπο του και αναγκάστηκαν να καθίσουν καταγής μην λιγοθυμήσουν από τη ζάλη. Η Μιρέλα άπλωσε ένα ψαθάκι θαλάσσης που είχε αφημένο στο πορτ μπαγκάζ, δεν χρειαζόταν καμιά οργανική στάμπα στα ρούχα της. Αυτός της χάιδευε τα μαλλιά με τα χοντροκομμένα του δάχτυλα. Έδειχνε τόσο ευχαριστημένος, θεέ μου, πώς είναι δυνατόν να είναι τόσο ικανοποιημένος ένας αρσενικός; Είχε όρεξη για λόγια. Όμως εκείνη, από την ένταση, δεν μπορούσε να ακολουθήσει τον ειρμό των σκέψεών του, σε ελληνοαγγλικά δημοτικού. Πάλι καλά, όμως. Για φαντάσου να χρειαζόταν από κοντά κι έναν διερμηνέα.

«Ο διερμηνέας ήταν Έλληνας;»

Πού τον θυμήθηκε;

«Ναι» απάντησε εκείνος. «Ήρθε από την Κομοτηνή».

«Πες μου λίγα για σένα».

Άντε μπρε, πες της.

Κι έτσι έμαθε ότι ο Τζεμάλ γεννήθηκε στην Αδριανούπολη. Εκεί δούλευε, εκεί πάλευε. Όταν καλοκαίριαζε, ερχόταν στην Ελλάδα, στα πανηγύρια, με τον θείο του και άλλους φίλους. Πάλευαν με τους Έλληνες αλλά και με τους Βούλγαρους. Για την πλάκα, για την πάλη. Για εκατό ευρώ. Εκεί στην Αδριανούπολη- πάντως- γίνονται οι μεγαλύτεροι αγώνες στην Τουρκία κι εκεί είναι πρωταθλητής και αρκετά γνωστός.

Έχωσε το χέρι του ανάμεσα στα μπούτια της μέχρι πίσω. Εκείνη αναστέναξε.. Αυτός υπαινίχθηκε κάτι.

«Ούτε να το διανοηθείς» αντιστάθηκε εκείνη.

«Λίγο ακόμα».

«Πάμε απ’ εδώ, μας κοιτάζει εδώ και ώρα ένα σκυλί».

Του είχε σηκωθεί. Ήταν τέρας αντοχής τελικά. Το τσομπανόσκυλο πλησίασε και τους μύρισε. «Ουστ, από δω» το έδιωξε εκείνος και το σκυλί υποχώρησε φοβισμένο.

«Φεύγουμε αύριο» είπε. «Θα ’ρθεις να με δεις στην Αδριανούπολη

«Όποτε μπορέσω. Κι εγώ φεύγω αύριο, θα φωτογραφίσω το πανηγύρι το βράδυ και θα φύγω».



Από το κεφάλαιο «Καλοκαίρι 2001», σελ. 19-21

Ο Παλαιστής και ο δερβίσης (εκδόσεις Πατάκη)

Τετάρτη 4 Μαΐου 2011

Ο παλαιστής και ο δερβίσης κριτική στο Εντευκτήριο



Λίνα Πανταλέων

Λιποταξίες της σάρκας

Θεόδωρος Γρηγοριάδης.

Ο παλαιστής και ο δερβίσης.

Αθήνα, Πατάκης 2010, 320 σελ.


Λαβωμένος μοιάζει, σαν να είχε παλέψει σε μια προηγούμενη ζωή και τώρα δεν του έμεναν δυνάμεις ακόμα και για την παραμικρή αναμέτρηση, ο Διονύσης τον οποίο ο Θεόδωρος Γρηγοριάδης τοποθετεί στο κέντρο του μυθιστορήματός του. Διόλου βακχικός παρά το όνομά του, ο ήρωας εποπτεύει τις διαδρομές των άλλων προσώπων στις σελίδες από απόσταση ασφαλείας, απρόθυμος να διακινδυνεύσει μια ήττα στην ερωτική παλαίστρα, την ντροπή της οποίας δεν θα άντεχε να επωμιστεί. Αν υπήρχε μια οργανική ουσία με την εύγλωττη ονομασία «επιθυμιδίνη», σίγουρα ο οργανισμός του θα έπασχε από σοβαρή έλλειψη. Οι δικές του μάχες διεξάγονταν εκ του ασφαλούς, σε ένα πεδίο που οριοθετούσαν τα τετραγωνικά του αθηναϊκού του διαμερίσματος και οι διανοουμενίστικες έγνοιες του. Αν το σώμα του απέφευγε προνοητικά τις δίνες παράτολμων επιθυμιών, το πνεύμα του προσποιούνταν μια ασίγαστη ανησυχία για να διασκεδάζει τις λιποψυχίες της σάρκας. Καταρρακωμένος από τη δειλία του, πολύ πιο δυναστευτική από τις φοβίες του, ο Διονύσης, σταθερά «παρατηρητής και εκτός πρώτης γραμμής», κινείται στον αντίποδα μιας μυθοπλαστικής ύπαρξης αμιγώς χωμάτινης, ενός Τούρκου παλαιστή με συντριπτική σεξουαλικότητα, τα δικαιώματα της οποί ας ασκεί απερίφραστα, χωρίς ενοχικούς φραγμούς και μεταμέλειες. Κρυμμένος πίσω από το πρόσχημα της αναζήτησης των καταβολών του σουφισμού και υποταγμένος υποτίθεται στην αδημονία του πιο κοντινού του φίλου, ο Διονύσης λοξοδρομεί κατά διαστήματα από τη ροή των χειρογράφων και ακολουθεί τον Τούρκο στην Αδριανούπολη, ρίχνοντας κλεφτές ματιές στον πόθο του φίλου του για τον φιλήδονο αλλόπιστο. Παρατηρώντας την άφοβη ενδοτικότητα του συνταξιδιώτη του, συνέχιζε τον «φανταστικό τους διάλογο που διεξαγόταν χρόνια και είχε θέμα τις χαμένες ευκαιρίες, τις αναστολές, συμπεριφορές που τις πλήρωσαν ο καθένας με το τίμημα της δράσης ή της απόσυρσης».

Ο Γρηγοριάδης στήνει στην εντέλεια μια ανατολίτικη σκηνογραφία την οποία κατακλύζει ο πληθωρικός αισθησιασμός του παλαιστή. Όμως, η νωχέλεια και η ηδυπάθεια των εικόνων δυναμιτίζονται από το βλέμμα του ήρωα, από τη δυσπιστία του απέναντι στα προφανή τους υπονοούμενα. Ο συγγραφέας με απρόσμενες, αλλά υπολογισμένες ειρωνικές χειρονομίες, τραυματίζει την υποβλητικότητα του σκηνικού, φανερώνοντας την πλαστότητά του. Οι περιπλανήσεις του κεντρικού ήρωα στα βορειοελλαδίτικα τοπία γυμνώνουν τις σκηνές από τα στερεότυπα, όπου συνειρμικά παραπέμπουν. Ο σαρκασμός του σαρώνει κάθε ίχνος εξωτισμού. Στα χαμάμ και στα φτηνά ξενοδοχεία της Αδριανούπολης εκείνος έχει να διαχειριστεί μόνο την αμηχανία του, ανίκανη να κατευναστεί από την περιλάλητη ραθυμία της Ανατολής. Ασυγκίνητος, αν και με ανομολόγητη ομοθυμία, για τις ερωτικές αναζητήσεις του φίλου του, διαγιγνώσκει πως και οι δύο υποφέρουν από «μεταμοντέρνα πολυπολιτισμική ελπίδα στην καρδιά». Στις κωμοπόλεις της Βόρειας Ελλάδας δεν διέκρινε παρά ξεπεσμένες εκδοχές «μιας εξωτικής ελλαδικής επαρχίας», «μεταλλαγμένα κουφάρια», που ήταν αδύνατο να υπόσχονται «δωμάτια ποιητικά». Ο πιο αδήριτος τόπος ήταν για εκείνον η θρακιώτικη επικράτεια που κουβαλούσε μέσα του, «χωρίς σύνορα, απλωμένη σε διαχρονικές αισθήσεις, κρυφή ανάσα στις δύσκολες στιγμές». Από το άλλο μέρος, κάθε του απόπειρα να μελετήσει επιβιώσεις πολιτισμικών δρώμενων, ομόρριζων με θρησκευτικές τελετουργίες, προσκρούει στο ηφαιστειογενές υπέδαφος ενός ετοιμοπόλεμου εθνικισμού, κινδυνεύοντας να καταποντιστεί στα «φασιστικά Τάρταρα».

Η αφήγηση υποσκάπτει εντέχνως τις συνδηλώσεις, τις οποίες φαινομενικά υπονοεί. Κάθε πέπλο εξωτισμού κομματιάζεται ακαριαία όταν πάει να ντύσει την «αντιαφηγηματική πραγματικότητα». Ο ήρωας δεν είναι φτιαγμένος για ηδονές ούτε για λαβές της πάλης, ακόμα και τις πιο ανώδυνες, ενώ όσο και αν αγωνιά να ανυψωθεί πνευματικά μέσα από έναν δερβίσικο χορό, το μόνο που νιώθει είναι ζαλάδες. «Σώμα και πνεύμα. Πάλη και χορός». Αν αυτές οι λέξεις αποκρυπτογραφούν τον τίτλο του βιβλίου, τότε ο ήρωας είναι εξόριστος στις σελίδες, δείχνει να μην ανήκει εκεί. Τα ανιστορούμενα, ιδίως τα αισθησιακά, φαίνεται να του προκαλούν δυσφορία. Τα υπόλοιπα μυθοπλαστικά πρόσωπα αποτολμούν, ακολουθούν τους δικούς τους μονόδρομους, χάνουν και βρίσκουν τον προσανατολισμό τους, παλινδρομούν ανάμεσα σε προορισμούς, δρασκελίζουν σύνορα και άλλου είδους όρια, ενόσω εκείνος μένει καθηλωμένος. Η δική του Ανατολή στριμώχνεται στο διαμέρισμά του. Μόνο «ο προσωπικός του χώρος προσομοιώνεται στο υλικό που έχει εγκατασταθεί στη φαντασιακή πλευρά του μυαλού του». Άπνοος και ασυντόνιστος, παλεύει ματαίως να καταπνίξει την εσωτερική του κακοφωνία, αδυνατώντας να εναρμονίσει τους παλμούς του με τα μυστικιστικά ακούσματα, που διατρέχουν τα κεντητά με πέρλες μαξιλάρια, το κατακόκκινο χαλί, τα κομπολόγια και τα κηροπήγια με τις κρεμασμένες χάντρες. Ένα περίβλημα ελάχιστα μαυλιστικό, όπως το δρομολόγιο μεταξύ Δάφνης και Πετραλώνων του λεωφορείου που περνούσε στο ύψος της διπλής του μπαλκονόπορτας. Μια διαδρομή που του δημιουργούσε ανεξήγητες προσδοκίες για μέρη ανεξερεύνητα και εκείνος δεν έμπαινε ποτέ μέσα στο συγκεκριμένο λεωφορείο, από τον φόβο αυτής της αμελητέας διάψευσης. Φαντασιώνοντας την περιφρόνηση του σώματος ως εχέγγυο για την ανάταση του πνεύματος, αρχίζει να γράφει ληστεύοντας την ούτως ή άλλως πενιχρή ζωή του, αλλά και τις λιγοστές φιλίες του. Τότε ακόμα μπορούσε να αναρωτιέται αν η τέχνη θα απέβαινε για τον ίδιο πορεία ή διαφυγή.

Ο Γρηγοριάδης καταρρακώνει την αποστασιοποίηση του ήρωά του σε σχέση με τον επίφοβο ερωτισμό του Τούρκου, επιφορτίζοντάς τον, ώς έναν βαθμό, με τη συγγραφή του εν λόγω μυθιστορήματος, εγκατεσπαρμένου με τα θηράματα της λαγνείας του παλαιστή. Σε αυτά ο Γρηγοριάδης δεν διστάζει να συμπεριλάβει και τον Διονύση, αρνούμενος να υποθάλψει την κρυψίνοιά του. Η έκδοση του βιβλίου σημαίνει την ολοσχερή αποτυχία του ήρωα. Οι παρερμηνείες ενός περιορισμένου αναγνωστικού κοινού με άγριες σκανδαλοθηρικές διαθέσεις τον θέτουν υπό διωγμό, οδηγώντας τον σε έναν αντιηρωικό θάνατο. Η παρωδία του αναχωρητισμού του αντί να εκβάλει σε μια πνευματική και ηθική δοκιμασία, αποδείχθηκε πως απλώς εκκόλαπτε φρούδες ελπίδες. Σε αντίθεση με τον ήρωα, ο Γρηγοριάδης γράφει με τόλμη και ανερυθρίαστο αυτοσαρκασμό για τις ανύποπτες συνέπειες των αυταπατών, καθώς και για ιδιοτελή ψεύδη τόσο σε εθνικό όσο και σε προσωπικό επίπεδο. Ο παλαιστής του βιβλίου, ο αρχετυπικός αφέντης και κατακτητής, νικήθηκε στο τέλος, υποταγμένος στη βαρύτητα του σερραϊκού χώματος, οι περιστροφές του εκκολαπτόμενου δερβίση τον σώριασαν καταγής, για να απομυζήσει εντέλει ο συγγραφέας από τις ήττες τους ένα εκρηκτικό υλικό αντινομιών, την ευφορότερη επικράτεια για μυθοπλασίες.


Δημοσιεύτηκε στο Εντευκτήριο τεύχος 91



Σάββατο 19 Μαρτίου 2011

Ο παλαιστής και ο δερβίσης στην Ελευθερούπολη

Δευτέρα βράδυ στις 8μμ στην Ελευθερούπολη, στο Πράβι παρουσιάζεται το καινούργιο μου μυθιστόρημα που κυκλοφόρησε πριν 6 μήνες. Το Πράβι είναι πολύ κοντά στο χωριό μου, εκεί πήγαινα φροντιστήριο Αγγλικά, τη δεκαετία του 70, εκεί έκανε σκασιαρχείο και έβλεπα ταινίες μαθητής, εκεί έδωσα εξετάσεις να μπω στο Γυμνάσιο.
Αργότερα το Πράβι έπαιξε στον "Ναύτη" μου και άκουσα να μιλάει γι αυτό στην ΑΘήνα τον ποιητή Γιάννη Κοντό που έζησε πιτσιρικάς εκεί λόγω του στρατιωτικού πατέρα του.
Στο Πράβι γυρίστηκε το "καραβάνσαράι" του Τάσσου Ψαρά μέσα στα στενάκι με τα παραδοσιακά σπίτια εκεί όπου τις Παρασκευές γίνεται ένα πολύβουο παζάρι.
Εκεί και η Δημόσια Βιβλιοθήκη απ' όπου δανειζόμουν στοίβες βιβλία, μια εποχή που το βιβλίο ήταν δυσεύρετο αλλά γι΄αυτό πολύτιμο.








Σάββατο 5 Μαρτίου 2011

O παλαιστής και ο δερβίσης κριτικές


Στο τελευταίο τεύχος του περιοδικού των βιβλίων (γραμμάτων , τεχνών, ιδεών , πολιτικής) Booksjournal υπάρχει υπάρχει κριτική για το μυθιστόρημα «Ο παλαιστής και ο δερβίσης» γραμμένο από την Εριφύλη Μαρωνίτη και μάλιστα πρόκειται για μια από κοινού παρουσίαση με το τελευταίο μυθιστόρημα της Αμάντας Μιχαλοπούλου «Πώς να κρυφτείς».

Επίσης στο Εντευκτήριο τεύχος 91 η Λίνα Πανταλέων γράφει για το μυθιστόρημα.

Ως γνωστόν από εδώ δημοσιεύουμε κάθε επώνυμη κριτική αλλά επειδή τα δύο περιοδικά δεν την έχει αναρτήσει στο διαδίκτυο, σεβόμαστε την αποκλειστικότητά τους τουλάχιστον όσο κυκλοφορούν τα συγκεκριμένα τεύχη.

Κριτική στις κριτικές δεν κάνω, τις θεωρώ μπουκάλια στο πέλαγος: υπάρχει ένα βιβλίο, δείτε το. Και μόνον γι αυτό είναι ευπρόσδεκτες.

Επίσης δεν λαμβάνω υπόψη ούτε αναρτώ κριτικές, παρουσιάσεις που προέρχονται από ανώνυμους bloggers. Πιστεύω ότι στο διαδίκτυο μάς δίνεται η ευκαιρία να προβάλλουμε προσωπικές απόψεις και ειδικά γιατί ένα βιβλίο να κρίνεται ανώνυμα;

Ο «Παλαιστής και δερβίσης» διανύει πάντως τον έκτο μήνα του από τη μέρα κυκλοφορίας και είναι σημαντικό ότι ακόμη γράφονται κείμενα.


Μέχρις στιγμής σύμφωνα με την biblionet μπορεί κανείς να έχει μια πλήρη εικόνα:




Πέμπτη 24 Φεβρουαρίου 2011

Ο Παλαιστής και ο δερβίσης Κριτική του Γιώργου Βέη στo Bookpress


Έρως δύσερως και μη


Του Γιώργου Βέη



Έχω υποστηρίξει και παλαιότερα, το 2007, με την ευκαιρία της κυκλοφορίας των Χαρτών, από τις ίδιες εκδόσεις, της άρτιας δηλαδή συλλογής διηγημάτων του δόκιμου αυτού πεζογράφου, ο οποίος ανήκει ομολογουμένως στους αντιπροσωπευτικότερους της γενιάς του, ότι η εγνωσμένη οικονομία των εκφραστικών του μέσων, σε συνδυασμό με την ασκημένη του παρατηρητικότητα - συγγραφική αμεροληψία, μάς προσφέρει ολοκληρωμένα πορτρέτα αρκετών μελών της αστικής κυψέλης, ημετέρας και ξένης, αλλά και ορισμένων χαρακτηριστικών παριών της σχεδόν αθησαύριστης κειμενικά επαρχιακής μας ενδοχώρας.

Το αποφασιστικό πέρασμα, από τη σχεδόν κεκορεσμένη λογοτεχνία του εμφυλίου πολέμου στη λογοτεχνία του ασίγαστου πολέμου των ερωτομανών σωμάτων, αποδίδει επί τέλους και ευτυχώς έργα, όπως αυτά φέρ' ειπείν τα οποία επεξεργάζεται με επαγγελματική αφοσίωση και υπογράφει ο Θεόδωρος Γρηγοριάδης. Το σώμα, αυτή η καίρια και οριακή αντικειμενικοποίηση της τρομερής βούλησης, όπως δίδαξε πρώτος ο Αρθούρος Σοπενχάουερ, το κατ΄ εξοχήν ταυτοχρόνως θέμα του ποιητή, όπως κηρύττει με το σύνολο της προσφοράς του ο Γιώργος Σεφέρης και άλλοι πολλοί, συνιστά τον κύριο πόλο των αναφορών και εμμέσων αυτοαναφορών και του κρινόμενου συγγραφέα. Κι εδώ, στο πρόσφατο αυτό πολυεπίπεδο, καλώς συγκερασμένο του μυθιστόρημα, το περιώνυμο καθημερινό ψυχοσωματικό έλλειμμα, το εγγενές άγος και το σημαίνον μένος αποτυπώνονται, αντιστοίχως, με υποδειγματική επάρκεια. Η λέξη κομίζει ικανό και αναγκαίο φορτίο των προβαλλομένων παθών. Η εμφανής ποιητική καταγωγή του σημαίνοντος συνυπάρχει με την πληρότητα των πολλαπλών ιδιωματικών δεικτών. Η ροή του μαθηματικού χρόνου δεν υπονομεύει την άλλη ροή, δηλαδή τη συνειδησιακή, η οποία λειτουργεί απερίσπαστη από τις πρώτες έως τις τελευταίες σελίδες του μυθιστορήματος.

Στο πλαίσιο της αρμονικής συνύπαρξης των συντελεστών και των λογής παραμέτρων του διδύμου, της δεδομένης δηλαδή, απτής και εντελώς μετρήσιμης, ποσοτικώς και ποιοτικώς, ρεαλιστικής συγκυρίας και της αναπόφευκτης, ενίοτε τραγικά αναμενόμενης, υποκειμενικής διάστασης του κόσμου, είναι επόμενο οι αφηγηματικοί ήρωες, ήτοι ο μυώδης, αυτογνωστικός Διονύσης, η διονυσιακή-επικούρεια Μιρέλλα, ο απρόβλεπτος Χρήστος, να αισθάνονται παντελώς ελεύθεροι να δράσουν, να εκτονωθούν και στην καλύτερη των περιπτώσεων να ξεγίνουν. Ό, τι με άλλα λόγια είναι ατομικώς το απολύτως ορθό. Η δε πραγματικότητα, όπως προσδιορίζεται από τα έργα και τις ημέρες των προσώπων στην Αθήνα, στη Θεσσαλονίκη, στις Σέρρες, στη Ξάνθη, στην Ανδριανούπολη και στην πρώην Βασιλεύουσα, ούτε εξορκίζεται, ούτε αποδομείται καθ' υπερβολήν. Είναι εκεί, αμείλικτη, ανυποχώρητη, βασανιστική. Η υπέρβασή της είναι το μεγάλο στοίχημα κι αυτών των υπηκόων του ονείρου της αυτο-αναμόρφωσης.

Σε συνδυασμό μάλιστα με λεπτομερείς διερμηνείες των αφορώντων στην ουσιαστική, νεο-ηθική θα πρόσθετα, προσέγγιση των ετεροτήτων, π. χ. χριστιανικής-μουσουλμανικής ή ελληνικής-οθωμανικής, η κειμενική ανέλιξη αποκτά μια πρόσθετη σημασιολογική αξία, ικανή και αναγκαία για την περαιτέρω ευχερή αναγνωστική πρόσληψη. Η μεγάλη σκοτεινή τρύπα, στην οποία πέφτουν ο ένας μετά των άλλων οι άτεχνοι, κι εννοώ εδώ την «περιποιημένη, ομορφοντυμένη» φλυαρία περί τα επουσιώδη του βίου, έχει εκ των προτέρων ακυρωθεί. Γι' αυτό και δεν έπληξα ποτέ διαβάζοντας τα βιβλία του Θεόδωρου Γρηγοριάδη. Ούτε τα άφησα μισοδιαβασμένα. Καθηγητής όχι μόνο παιδιών και εφήβων, αλλά και δάσκαλος αναγνωστών, ξέρει πότε να υποκλιθεί μπροστά στην αίγλη της ακήρατης σωματικής αλκής, χωρίς ποτέ να καταστεί μελοδραματικός, εκκωφαντικός, άμετρος ή παράφωνος: ό,τι ακριβώς δηλαδή κατορθώνεται με άνεση και στο Ο παλαιστής και ο δερβίσης. Μια λίαν ευδιάκριτος ευξύνετος οξυδερκείη, για να μνημονεύσουμε και τον συντοπίτη του, γελαστό παππούλη Δημόκριτο, φαίνεται ότι καθοδηγεί και προστατεύει τους κειμενικούς ελιγμούς από κάθε κακοτοπιά.


Bookpress 24/02/2011


Τρίτη 22 Φεβρουαρίου 2011

Ο παλαιστής και ο δερβίσης κριτική στο περιοδικό (δε) κατα


Η ιστορία είχε τους δικούς της δρόμους


της Ευτυχίας Παναγιώτου


Όταν διαβείς έναν δρόμο, η συνάντηση δεν είναι βέβαιο γεγονός, παρότι οι δρόμοι έχουν φτιαχτεί για να ενώνουν τους ανθρώπους. Μέσα σε αυτό το παράδοξο, που καταλήγει σε κοινωνικό θρίλερ, χτίζει ο Θεόδωρος Γρηγοριάδης το μυθιστόρημά του Ο παλαιστής και ο δερβίσης. Οι λεωφόροι που στρώνει, με φρεσκο-ασφαλτωμένη γλώσσα, συνδέουν εξωτικά τις ανθρωπογεωγραφίες Αθήνας, Θεσσαλονίκης, Σερρών, Ξάνθης, Αδριανούπολης και Κωνσταντινούπολης. Διάφοροι ήρωες, Έλληνες και Τούρκοι, διαβαίνουν τα χαμένα κομμάτια της αχανούς μακροϊστορίας αφήνοντας τα ίχνη τους· αναζητούν να δικαιώσουν, ο καθένας με τον τρόπο του, τα σπαράγματα της προσωπικής τους ιστορίας.

Στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος βρίσκεται ο παλαιστής Τζεμάλ, ένας παιχνιδιάρης Τούρκος γίγαντας, ο «αρχετυπικός φαλλός», που ξυπνά τα πιο πρωτόγονα ένστικτα ανδρών και γυναικών: του καθηγητή Ιστορίας Χρήστου, της σχεδόν νυμφομανούς δημοσιογράφου Μιρέλλας, της άχαρης συζύγου τού Τζεμάλ Τίνας. Η παρουσία του διονυσιακού παλαιστή δεν αφήνει εντελώς αδιάφορο ούτε τον εγκρατή Διονύση, κολλητό του Χρήστου, που, μολονότι λιγότερο επιρρεπής στην περιπέτεια, διαθέτει εσωστρέφεια ικανή να κινήσει τα νήματα της σκοτεινής αφήγησης. Κατά μία έννοια, ο Διονύσης είναι και ο πρωταγωνιστής του βιβλίου, καθώς γράφει ένα μυθιστόρημα το οποίο περικλείει τις ιστορίες των υπόλοιπων ηρώων, είτε αυτές είναι αληθινές είτε όχι. Μυθιστόρημα που επιδιώκει να είναι πειστικό όχι ως προς τον ρεαλιστικό και αληθοφανή του χαρακτήρα, μα ως προς τη λογοτεχνική του εγκυρότητα.

Μυθιστόρημα που θα υπερβαίνει την ιστορία και τη ζωή όπως ένας δερβίσης ανυψώνεται με μυστικούς χορούς πάνω από την εγκόσμια επιθυμία.

Αντιστοίχως και ο Γρηγοριάδης δεν παραδίδεται στις ευκολίες του εύπεπτου. Αν και επιλέγει θέματα άμεσα προσπελάσιμα από τον Έλληνα αναγνώστη, δεν γράφει ούτε μανιφέστο υπέρ της ελληνοτουρκικής φιλίας ούτε υψώνει τη σημαία της σεξουαλικής απελευθέρωσης. Προσφέρει στον υποψιασμένο αναγνώστη τη λογοτεχνική ανάταση που επιζητεί. Ενίοτε σαρκάζει και αυτοσαρκάζεται. Δεν δίνει όμως απαντήσεις, αφήνει την πλοκή να εκτυλιχθεί προς αρκετές μυστηριώδεις κατευθύνσεις. Γιατί φαίνεται πως η απάντηση στο αίνιγμα δεν αξίζει όσο ο δρόμος-λύση που επιλέγει για τον εαυτό του ο κάθε αναγνώστης. Ο δρόμος της αφήγησης μπορεί να μην είναι γραμμικός, όμως δεν είναι κατ’ ανάγκην δύσβατος, εφόσον ο συγγραφέας υπονομεύει συνειδητά τη στρέιτ αφήγηση χωρίς να την αποδομεί.

Ο Γρηγοριάδης γράφει ένα μυθιστόρημα με αισθησιακή τέρψη συνοδευόμενη από ειρωνικούς, σκανδαλώδεις κοινωνικούς απόηχους· με πολιτικό προβληματισμό που επικεντρώνεται στον δυστυχώς οικείο πια σ’ εμάς πατριωτικοεθνικισμό· με καλλιτεχνικές ευαισθησίες σχετικά με τον παρεξηγημένο ρόλο μέρους της σύγχρονης λογοτεχνίας, όπως τον καπηλεύονται τα μίντια και οι ανάγκες εμπορικότητας.

Κανένα από τα παραπάνω φλέγοντα ζητήματα δεν τίθεται ανοιχτά, κι αυτό άλλωστε μοιάζει να αποτελεί το στοίχημα της πραγματικής λογοτεχνίας. Τα πανηγύρια και οι παλαίστρες κάθε μορφής, εντός και εκτός των ελληνικών συνόρων, αποτελούν το κατάλληλο αντίδοτο. Για το σώμα πρώτα, που συνθλίβεται σε οικονομικά και κοινωνικά αδιέξοδα, χαραμίζεται σε παντοειδείς φανταστικές θεωρίες συνωμοσίας, ξεχνώντας πως πάνω και πριν απ’ όλα έχει ανάγκη να αγαπήσει και να αγαπηθεί. Ευτυχία Παναγιώτου

Θεόδωρος Γρηγοριάδης, Ο παλαιστής και ο δερβίσης, εκδ. Πατάκη, Αθήνα 2010, 320 σελ.

Δημοσιεύτηκε στα (δε)κατα

Κυριακή 20 Φεβρουαρίου 2011

Απολογισμός πεζογραφίας 2010




ΓΙΩΡΓΟΣ ΞΕΝΑΡΙΟΣ

ΑΡΘΡΟ ΣΤΟ "ΔΙΑΒΑΖΩ",

ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2011,

ΑΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΚΗΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ (ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ, ΔΙΗΓΗΜΑ) 2010



Ο σύγχρονος συγγραφέας μοιάζει εξορισμένος από το κέντρο του πολιτισμικού πεδίου. Το καθήκον του, τη θέσπιση των μεγάλων αφηγήσεων που θωρακίζουν φαντασιακά τις κοινωνίες λειτουργώντας μυθοποιητικά και παραμυθητικά, έχουν αναλάβει να το εκπληρώσουν άλλα υποκείμενα, κυρίως το Διαδίκτυο και, ακόμα, η Τηλεόραση. Η βαθιά ανάγκη της Κοινωνίας, αλλά και της Ιστορίας, για αυτο-αφηγήσεις προκειμένου να συγκροτήσουν τον εαυτό τους καλύπτεται από άλλες αφηγήσεις, πέραν της λογοτεχνικής. Ο συγγραφέας νιώθει να του αφαιρείται διαρκώς ζωτικός χώρος και την ίδια στιγμή αισθάνεται αδύναμος να αμυνθεί μπροστά στην επιδημία των μη αυθεντικών αφηγήσεων και τον καταιγισμό της πληροφορίας. Μοναχός και μισο-εξόριστος, ο αυθεντικός συγγραφέας χαράσσει τη μοναχική του πορεία προσπαθώντας να διαφυλάξει, με όσο γίνεται πιο στεγανό τρόπο, τα κέντρα και τις πηγές της δικής του, ατομικής, αφήγησης.

Απέναντί του δεν έχει μόνο την αντίξοη πολιτισμική συνθήκη, αλλά και μια σειρά ψευδο-λογοτεχνικών κειμένων, που, αντί να προσελκύουν το κοινό προς το βιβλίο όπως διατείνονται οι συγγραφείς τους, συσκοτίζουν περαιτέρω τον ορίζοντα, σκορπίζοντας τη σύγχυση για την ταυτότητα της πραγματικής γραφής και λογοτεχνίας. Τα ψευδο-λογοτεχνικά κείμενα, στα οποία δυστυχώς πρέπει να καταταγούν και βιβλία δόκιμων κατά τα λοιπά συγγραφέων, όχι μόνο παραπλανούν το αναγνωστικό κοινό για το τι είναι η αυθεντική γραφή, αλλά και αμβλύνουν το κοινό γούστο, με ολέθρια αποτελέσματα στον γενικότερο χώρο του πολιτισμικού προϊόντος.

Παράλληλα με τα δύο προηγούμενα, η λογοτεχνική γραφή έχει να αντιμετωπίσει ένα ακόμη πρόβλημα, στο εσωτερικό του λογοτεχνικού συστήματος αυτή τη φορά: η συνεχόμενη και επίμονη διάβρωση του συστήματος από την περιρρέουσα συνθήκη και η αντιπαλότητα, αισθητικής κυρίως τάξεως, στο εσωτερικό του δεν επιτρέπουν την αναδιάταξη και αναδίπλωσή του προκειμένου να προσαρμοστεί στα δεδομένα της νέας, πρωτοφανέρωτης, εποχής. Εγκλωβισμένο σε ατέρμονες παλιομοδίτικες διαμάχες, εγωιστικό και εσωστρεφές, με ολοφάνερη, αν και δυσεξήγητη, την αδυναμία του να επικοινωνήσει με άλλες, προηγμένες, εθνικές λογοτεχνίες, συντηρητικό, το ελληνικό λογοτεχνικό σύστημα αδυνατεί να παραγάγει μείζονες αφηγήσεις που θα συγκρατήσουν το ολοένα συρρικνούμενο κοινό του, αρκούμενο σε μικρο-ιστορήσεις εντελώς ανεπαρκείς να θωρακίσουν φαντασιακά τη σύγχρονη ελληνική κοινωνία.

Ας δούμε όμως τα πράγματα από πιο κοντά:

Ο Θανάσης Βαλτινός («Ο τελευταίος Βαρλάμης», εκδ. Εστία) επιβεβαιώνει ότι είναι ένας από τους σημαντικότερους συγγραφείς μας: παραλαμβάνοντας, κατά την προσφιλή του τακτική, υπαρκτά ιστορικά πρόσωπα και στοιχεία, τα ανασυνθέτει επαναδημιουργώντας τα, χωρίς να μένει προσκολλημένος στην Ιστορία αλλά διαλεγόμενος μαζί της. Εδώ, εκμεταλλευόμενος το πρόσωπο του Βαρλάμη, στρατιωτικού, φιλότεχνου και καλοζωιστή, στήνει μια σύντομη, όσο και πυκνή αφήγηση, για να εκθέσει τις απόψεις του για την τέχνη και την αισθητική, να περιλάβει ανεκδοτολογικά περιστατικά και να διαλεχθεί με την Ιστορία σ’ ένα κείμενο παραδοσιακής πνοής και μοντερνικής τεχνικής, από το οποίο αναδύεται ανάγλυφα η σχέση ζωής και τέχνης και, πιο πολύ, το συμβολικό φορτίο που κουβαλάει η σχέση αυτή.

Ο Δημήτρης Νόλλας με τον «Καιρό του καθενός» (εκδ. Καστανιώτη) επιστρέφει σ’ ένα καθαρώς πολιτικό θέμα: στην ένοπλη πολιτική βία, την τρομοκρατία (ή, για ορισμένους, ευτυχώς ελάχιστους, το λεγόμενο «αντάρτικο πόλης»). Οι αρετές του Νόλλα είναι και εδώ παρούσες: η γλωσσική πυκνότητα, οι κοφτές, σύντομες περιστροφικές κινήσεις γύρω από τον αρχικό αφηγηματικό του πυρήνα, η επαφή του με τα βαθιά οντολογικά ζητήματα που κατατρύχουν την ανθρώπινη ύπαρξη και που εδώ παίρνουν τη μορφή όχι απλώς της πολιτικής δράσης αλλά συνδέονται με την αρχαία τελετουργία του αίματος. Αν στο προηγούμενο βιβλίο του, το «Ναυαγίων πλάσματα» (εκδ. Κέδρος), ο Νόλλας, με τον διαρκώς πλαγιασμένο λόγο του, υπονόμευε την αυθεντία τόσο του κειμενικού αφηγητή όσο και του συγγραφέα, εδώ μοιάζει να θέλει να ιδρύσει, λογοτεχνικά μιλώντας, μια νέα ηθική τους.

Η Μάρω Δούκα («Το δίκιο είναι ζόρικο πολύ», εκδ. Πατάκη) επιχειρεί και αυτή με τη σειρά της να συνομιλήσει με την Ιστορία, εστιάζοντας στη γερμανική κατοχή των Χανίων. Η σπουδαία αυτή συγγραφέας μας, τη γραφή της οποίας, όπως και του Βαλτινού και του Νόλλα, τη χαρακτηρίζει ο συγκερασμός ενός «παραδοσιακού», συχνά «ιστορικού», πραγματολογικού υλικού με μοντέρνους αφηγηματικούς τρόπους και τεχνικές, μας προτείνει ένα διφυές μυθιστόρημα, στο οποίο πρωταγωνιστούν, το παρελθόν και το παρόν, ο αφηγηματικός μύθος και η ιστορία, το χρονικό και η μυθιστορία. Αν και η έκταση που καταλαμβάνει το χρονικό είναι δυσανάλογα μεγάλη καθιστώντας την αφήγηση ετεροβαρή, νομίζω πως αυτό είναι εμπρόθετη επιλογή της συγγραφέως, εξοφλώντας, ίσως, παλιό χρέος της ίδιας.

Ο Αχιλλέας Κυριακίδης («Κωμωδία», εκδ. Πόλις), ένας από τους ελάχιστους πια συγγραφείς που ανήκουν στο υπό εξαφάνιση είδος του στυλίστα, παιγνιώδης και χαρίεις, στην ολιγοσέλιδη νουβέλα του συνθέτει μια τετραμερή εκδοχή του κωμικού, παράλογου βίου μας, με ευρηματικότητα, διακειμενικές χαρίεσσες αναφορές και πυκνότητα. Το ερώτημα ωστόσο παραμένει μετέωρο: ποια είναι πλέον τα όρια αυτής της −μπορχεσιανής πνοής− λογοτεχνίας στην ολοένα πιο μετα-μεταμοντέρνα εποχή μας.

Ο Πέτρος Μάρκαρης («Ληξιπρόθεσμα δάνεια», εκδ. Γαβριηλίδη), με τον πασίγνωστο πια επιθεωρητή Χαρίτο, γράφει το πρώτο μυθιστόρημα για την τρέχουσα κρίση. Οι αρετές του Μάρκαρη (σφιχτή, ενίοτε καταιγιστική πλοκή, συγκεκριμένο και ολικό αφηγηματικό σχέδιο) είναι και εδώ παρούσες. Το ερώτημα ωστόσο τι μπορεί και τι δεν μπορεί να χωρέσει το αστυνομικό μυθιστόρημα παραμένει εκκρεμές.

Η Ιωάννα Καρυστιάνη («Τα σακιά», εκδ. Καστανιώτη), κινούμενη στον οικείο γι’ αυτήν χώρο του απλού ανθρώπου και της ευτελούς καθημερινότητας, μας προτείνει μια μυθιστορηματική αφήγηση όπου κυριαρχούν, μέσω των ηρώων και της παραβατικότητάς τους, οι ιδέες της δικαιοσύνης ως εσωτερικής ψυχικής διαδικασίας και της κάθαρσης ως αποτελέσματος ενός εξοντωτικού διαλόγου με τον εαυτό.

Ο Νίκος Θέμελης («Η συμφωνία των ονείρων», εκδ. Μεταίχμιο), παρακολουθώντας την πορεία μιας οικογένειας, συνθέτει μια τετραμερή αφήγηση που εκτείνεται χρονικά από τον Εμφύλιο ως τις μέρες μας.

Ο Μισέλ Φάις («Πορφυρά γέλια», εκδ. Πατάκη) συνεχίζει την ενδιαφέρουσα μυθιστοριογραφική έρευνά του, που εγκαινίασε με την «Αυτοβιογραφία ενός βιβλίου». Εδώ καταπιάνεται με τη φαουστική μορφή του Ζαχαριάδη, εκτείνοντας και αυτός, μέσω ποικίλων ευρημάτων, τον απόηχο εκείνης της εποχής ως τις μέρες μας. Αν και όχι χωρίς επιμέρους ενστάσεις, τα «Πορφυρά γέλια» συνιστούν ένα σπαρακτικό μπαρόκ, γκροτέσκο και δραματικό ταυτόχρονα, σχόλιο στην πρόσφατη ιστορία μας.

Στο «Ποιος θυμάται τον Αλφόνς» (εκδ. Μεταίχμιο) του Κώστα Ακρίβου πρωταγωνιστεί η υπαρκτή, δαιμονική μορφή του Αλφόνς Χοχάουζερ, Αυστριακού τυχοδιώκτη, ο οποίος ζει στο Πήλιο από το 1926 μέχρι τον περίεργο, μοναχικό θάνατό του, το 1981. Στον «Αλφόνς» του ο Βολιώτης συγγραφέας, πιστός στο μοντερνικό του πρόταγμα, μαζί με την εξιστόρηση των πεπραγμένων του πρωταγωνιστή του, μας εκθέτει και τον τρόπο συλλογής του υλικού του και, ακολουθώντας διά της τεθλασμένης τα διδάγματα των μυθιστορημάτων τεκμηρίωσης, καταλήγει σε μια ενιαία σύνθεση των δύο μερών, χωρίς όμως να τα καταφέρνει τόσο καλά όσο στο προηγούμενο βιβλίο του.

Ο Θόδωρος Γρηγοριάδης, ένας συγγραφέας με σταθερή απόδοση στο έργο του, με τον «Παλαιστή και τον δερβίση» του (εκδ. Πατάκη), μας προτείνει μια πολυεπίπεδη αφήγηση με θέμα τον έρωτα, την ετερότητα και, εν μέρει, την ιστορία στον προσφιλή για τον συγγραφέα βορειοελλαδικό χώρο, ενώ ο Γιάννης Ατζακάς («Κάτω από τις οπλές», εκδ. Άγρα), ένας όψιμα εμφανισθείς αλλά ενδιαφέρων πεζογράφος, συγγράφει μια νουβέλα, όπου, μέσω του υπηρετούντος τη στρατιωτική θητεία του πρωταγωνιστή του, καταγίνεται με τα πεπραγμένα της εφτάχρονης δικτατορίας.

Ο Κώστας Κατσουλάρης («Ο άντρας που αγαπούσε τη γυναίκα μου», εκδ. Ελληνικά Γράμματα), ακολουθώντας μια συγκεκριμένη τάση της σύγχρονης εγχώριας λογοτεχνίας, καταπιάνεται, επιτυχημένα, με το θέμα της συζυγικής απιστίας, σ’ ένα βιβλίο όπου, ενώ πείθεσαι ότι θα παρακολουθήσεις μια ανιαρή ιστορία σε μια διεκπεραιωτική, δημοσιογραφική γλώσσα, η κατασκευή και ο χειρισμός που επιφυλάσσει ο συγγραφέας, από ένα σημείο κι ύστερα, ανατρέπουν την κατάσταση προς όφελος ενός εκκρεμούς έως το τέλος ερωτήματος, ενώ ο Μάριος Μιχαηλίδης («Τα κρόταλα του χρόνου», εκδ. Μεταίχμιο), χωρίς να φτάνει στο ύψος του παλιότερου «Οστεοφύλακά» του, επιβεβαιώνει τις ικανότητές του με ένα ιδιότυπο βιβλίο, όπου οι προετοιμασίες για μια κινηματογραφική ταινία διαπλέκονται με τα ίδια τα ιστορικά γεγονότα του 1843 σε μια έξυπνη και στέρεη κατασκευή.

Η Ελένη Γιαννακάκη στο «Σναφ» της (εκδ. Εστία), επιστρατεύοντας αρνητικούς ήρωες, πραγματεύεται το θέμα του Κακού από μια πρωτότυπη οπτική γωνία, ωστόσο το τελικό αποτέλεσμα υπονομεύεται από τη χαλαρότητα της πλοκής, ενώ η Σοφία Νικολαΐδου στο «Απόψε δεν έχουμε φίλους» (εκδ. Μεταίχμιο) επιχειρεί, με αποτελεσματικό από μυθιστοριογραφική άποψη τρόπο, μια αναδίφηση της πρόσφατης ιστορίας μας με φόντο το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.

Η Ευγενία Φακίνου («Οδυσσέας και Μπλουζ», εκδ. Καστανιώτη) μας μιλάει για τη μοναξιά και τη δίψα για ζωή χρησιμοποιώντας ως οχήματά της έναν εξηντάχρονο συγγραφέα και μια νεαρή επιμελήτρια κειμένων, η Λένα Διβάνη («Ένα πεινασμένο στόμα», εκδ. Καστανιώτη) στήνει μια αστυνομικοφανή αφήγηση με πρωταγωνιστές ένα ζευγάρι αστών κι έναν φιλόδοξο φοιτητή Νομικής-εκπαιδευτή σκύλων σ’ ένα κείμενο που προορίζεται αποκλειστικά για το ευρύ κοινό, ενώ ο Μάκης Πανώριος («Η σιωπή στο τέλος του δρόμου», εκδ. Οξύ), επιμένοντας πάντα στο γνώριμο γι’ αυτόν τοπίο της λογοτεχνίας του φανταστικού, μας προτείνει μια αλληγορία για πορεία και την καταγωγή του ανθρώπου.

Στο διήγημα τώρα:

Ο Τάσος Γουδέλης («Η παρουσία», εκδ. Κέδρος), καταφεύγοντας και πάλι στην προσφιλή του μικρή φόρμα, μας προτείνει μια σειρά από αντι-μυθοπλαστικά διηγήματα, που, εκκινώντας από διαφορετικές αφετηρίες, έχουν έναν κοινό στόχο: τον επιγενόμενο στοχασμό του αναγνώστη και τη βύθισή του σε βαθύτερες ζώνες της συνείδησης.

Ο Γιάννης Ευσταθιάδης («Καθρέφτης», εκδ. Ύψιλον), στυλίστας και λεπταίσθητος συγγραφέας, σε μια σειρά σύντομων κειμένων που αμφισβητούν την ειδολογική τους κατάταξη, αναπτύσσει την προβληματική του με κεντρικό άξονα το πολυδύναμο σύμβολο του καθρέφτη. Το ερώτημα πάντως που θέσαμε με αφορμή το βιβλίο του Κυριακίδη ισχύει και στις περιπτώσεις του Ευσταθιάδη και του Γουδέλη.

Ο Χρήστος Οικονόμου («Κάτι θα γίνει, θα δεις», εκδ. Πόλις) σκιαγραφεί με ένταση και συγκίνηση, παρά την ασυγκίνητη γραφή του, τη ζωή στις παρυφές της πόλης, δίνοντας ένα στοιχείο ακινησίας στα πρόσωπα και τα κείμενά του. Ωστόσο ο νατουραλισμός του, αν και προσεγμένος, είναι τόσο παλιωμένος όσο και ο Βουτυράς ή ο Ζολά. Με τέτοια κείμενα, που εκθύμως υποστηρίζει η εγχώρια κριτική αλλά που καμία προηγμένη εθνική λογοτεχνία δεν παράγει πια, η ανανέωση της ελληνικής λογοτεχνίας μοιάζει χαμένη υπόθεση.

Ο Νίκος Παπανδρέου («Υπό αίρεση», εκδ. Καστανιώτη) μας προτείνει μια ενδιαφέρουσα συλλογή με θέμα τον έρωτα, εκτυλισσόμενη σε δύο τόπους, Αμερική και Ελλάδα. Η Λένα Κιτσοπούλου («Μεγάλοι δρόμοι», εκδ. Μεταίχμιο), ενώ έχει καλές αρχικές ιδέες στα περισσότερα από τα επιμέρους διηγήματα, αποτυγχάνει κυρίως για λόγους γλωσσικούς-υφολογικούς, ενδίδοντας σε μια απολύτως ξεπερασμένη, από πάσης απόψεως, βωμολοχία. Το ίδιο, για άλλους λόγους, ισχύει και για τον Χρήστο Χωμενίδη («Στη Δευτέρα Παρουσία ας μας βάλουν απουσία», εκδ. Πατάκη), που, ενώ διαθέτει αφηγηματική ευχέρεια, η ρηχότητα της λογοτεχνικής σύμβασής του δεν επιτρέπει μεγαλύτερες προσδοκίες.

Παρά την κρίση, η οποία σημάδεψε τη χρονιά που μόλις διανύσαμε, η εκδοτική παραγωγή, όπως προκύπτει και από τον αριθμό των βιβλίων που παρουσιάστηκαν εν συντομία παραπάνω, ήταν πολύ μεγάλη. Έτσι, αρκετά βιβλία, ιδιαίτερα από εκείνα που εκδόθηκαν στο τέλος της χρονιάς, δεν πρόλαβα καν να τα ανοίξω. Μου έρχονται στο μυαλό τα βιβλία του Τάσου Καλούτσα, «Η ωραιότερη μέρα της» (εκδ. Μεταίχμιο), της Αμάντας Μιχαλοπούλου, «Πώς να κρυφτείς» (εκδ. Καστανιώτη) ή του Θανάση Χειμωνά, «Δεν την αγαπάω πια» (εκδ. Πατάκη). Mea culpa.


ΓΙΩΡΓΟΣ ΞΕΝΑΡΙΟΣ


Σάββατο 12 Φεβρουαρίου 2011

Ο Παλαιστής και ο δερβίσης κριτική στη Βιβλιοθήκη Ελευθεροτυπίας

Ερωτικά και άλλα δίπολα

Θεόδωρος Γρηγοριάδης

Ο παλαιστής και ο δερβίσης

εκδόσεις Πατάκη, σ. 317, ευρώ 15,65

Το δίπολο του τίτλου προϊδεάζει για ένα μυθιστόρημα που εξελίσσεται μέσα από τον ανταγωνισμό ετερώνυμων και γειτονικών ελκτικών πεδίων. Τα συγκεκριμένα ετερώνυμα φαίνεται να υπαινίσσονται την αέναη αντιπαράθεση του υλικού με το πνευματικό. Ωστόσο, ένας τίτλος πλησιέστερος προς το περιεχόμενο του μυθιστορήματος θα είχε στη θέση του παλαιστή το πεχλιβάνης, αφού σε αυτό δεν γίνεται λόγος για τυχόντες παλαιστές, αλλά για εκείνους που, αλειμμένοι με λάδι, επιδίδονται στην ελεύθερη πάλη, όπου όλες οι λαβές, πλην της στραγγαλιστικής, επιτρέπονται. Τους γνωστούς ως πεχλιβάνηδες, που περιοδεύουν στα πανηγύρια και εντυπωσιάζουν με τη σωματική τους διάπλαση και ρώμη. Οσο για το δεύτερο σκέλος, αυτό μένει μετέωρο στην αμφισημία του. Θα μπορούσε να αναφέρεται, γενικώς, στον άντρα τον δερβίση και ασίκη. Σε αυτήν, όμως, την περίπτωση δεν θα ήταν αντιθετικό του πεχλιβάνη, αλλά επιτατικό της σημασίας του, οπότε στον τίτλο θα προηγούνταν. Και πράγματι, γύρω από έναν δερβίση πεχλιβάνη περιστρέφεται η μυθοπλασία. Ο τίτλος, ωστόσο, αναφέρεται στους μουσουλμάνους ασκητές, τους, κατά κυριολεξία, δερβίσηδες, όπως εκείνος στο γνωστό διήγημα του Παπαδιαμάντη, «Ο ξεπεσμένος δερβίσης». Μένει, όμως, και στις δύο περιπτώσεις αδιευκρίνιστο για τι σόι δερβίσηδες πρόκειται. Μήπως ανήκουν στο τάγμα των μπεκτασήδων, όπως εικάζει ο αφηγητής του Παπαδιαμάντη, παρότι τον συναντά στο Θησείο, δίπλα στους «Αέρηδες», που προεπαναστατικά λειτουργούσε ως τεκές των μεβλανάδων. Στην περίπτωση του μυθιστορήματος την απάντηση τη δίνει το όνομα του συγγραφέα στο εξώφυλλο. Ενα βιβλίο του Θεόδωρου Γρηγοριάδη δεν μπορεί παρά να έχει ομφαλό τη Βόρεια Ελλάδα. Κι αφού, αυτή τη φορά, διαλέγει για ήρωες πεχλιβάνηδες και δερβίσηδες, σημαίνει ότι εστιάζει στη Ροδόπη και στα χωριά των Πομάκων, όπου στήνονται πανηγύρια, με αφορμή τους αγώνες πάλης, δίπλα σε παλαιούς τεκέδες μπεκτασήδων. Εκεί ακριβώς όπου, λόγω της εγγύτητας των αντιθέτων, ξεφυτρώνουν κάθε είδους δίπολα.

Το μυθιστόρημα ξεκινάει με μια εντυπωσιακή σκηνή πάλης ανάμεσα σε πεχλιβάνηδες. Κατακαλόκαιρο, παίζουν νταουλτζήδες και σίγουρα, ασχέτως αν δεν αναφέρεται, τους συνοδεύουν ζουρνατζήδες, ενώ στάζουν λάδι τα κορμιά των παλαιστών και ιδρώτα η αθηναία φωτογράφος που τους απαθανατίζει. Πολύ πιο εκρηκτικό από εκείνο του τίτλου εμφανίζεται το εναρκτήριο δίπολο του μυθιστορήματος. Είναι το δίπολο της πάλης στην αρένα και της κλινοπάλης, που τη διαδέχεται, παραπλήσιας σφοδρότητας. Αν και τον όρο κλινοπάλη τον χρησιμοποιούμε καταχρηστικά, αφού πρόκειται για μια ακόμη πάλη στο ύπαιθρο, με τους δύο «αιωνίους αντιπάλους» όρθιους. Εδώ, ο παλαιστής και η φωτογράφος δεν εκπροσωπούν μόνο το αρσενικό και το θηλυκό ή τον μουσουλμάνο και τον χριστιανό αλλά και το δίπολο Τούρκου-Ελληνα, αφού ο παλαιστής του μυθιστορήματος δεν είναι ένας ντόπιος πεχλιβάνης αλλά ένα «θηρίο», γέννημα-θρέμμα της Αδριανούπολης, που είναι και η κύρια εστία του συγκεκριμένου λαϊκού αθλήματος. Αλλωστε, οι πεχλιβάνηδες αναβαθμίστηκαν σε τμήμα της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς και με τη σφραγίδα της UNESCO αποδόθηκαν στην Τουρκία, λίγο πριν της καταχωριστεί και ο Καραγκιόζης. Μόνον οι δερβίσηδες έμειναν εκτός, αφού η γείτων χώρα, όχι μόνο δεν τους διεκδικεί, αλλά τους έχει πατάξει, για να εκσυγχρονιστεί, μαζί με όλες τις αδελφότητες των σούφι.

Η φωτογράφος κάνει ταξιδιωτικό ρεπορτάζ για ένα μεγάλο πανηγύρι της περιοχής, το οποίο ο συγγραφέας δεν ονοματίζει. Θα μπορούσε να πρόκειται για το παραδοσιακό, στο οροπέδιο Χιλγιά, που γίνεται το πρώτο Σαββατοκύριακο του Αυγούστου. Σε κοντινή απόσταση βρίσκεται ο ιστορικός τεκές των μπεκτασήδων δερβίσηδων και παραδίπλα διοργανώνεται το πανηγύρι των Πομάκων με ντόπιους πεχλιβάνηδες, που στήθηκε ως διαμαρτυρία για την άλωση από τους Τούρκους εκείνου στο Χιλγιά. Καλός γνώστης της ιστορίας του τόπου ο συγγραφέας, επιλέγει τις κατάλληλες ψηφίδες, ώστε να αναδείξει στο μυθιστόρημά του το δίπολο των εκατέρωθεν εθνικισμών. Ετσι εξασφαλίζει μια επίκαιρη πολιτική πλευρά για το βιβλίο του, ταυτόχρονα, όμως, τα εξημμένα πνεύματα, που επικρατούν, και οι αγριότητες, που κατά καιρούς συμβαίνουν, συμβάλλουν στο σασπένς, δίνοντας στο μυθιστόρημα το επίχρισμα του αστυνομικού.

Με δίπολα και αδελφοποιήσεις στήνονται τα επί μέρους κεφάλαια, τα οποία, χρονικά, απλώνονται στην παρελθούσα δεκαετία, ενώ, τοπικά, εκτείνονται σε ολόκληρη τη Θράκη. Αλλωστε, «τι θα πει Δυτική και τι Ανατολική Θράκη; Ποιος μας χωρίζει; Οταν πλημμυρίζει ο Εβρος, έχει ανατολική και δυτική πλημμύρα;», εξανίσταται ένας από τους θρακιώτες ήρωες. Κάπως απλοϊκή δείχνει η κοσμοθεωρία του. Πόσω μάλλον, όταν πρόκειται για καθηγητή Βαλκανικής Ιστορίας του Δημοκρίτειου. Ομως την εκστομίζει μια ώρα που πλαντάζει από έρωτα για τον Τούρκο παλαιστή. Συνολικά τέσσερις Ελληνες, δύο άντρες και δύο γυναίκες, είναι ερωτευμένοι μαζί του, εκτός από την πλειάδα αμφοτέρων των φύλων, που αρκούνται στην παροδική εμπειρία μιας κλινοπάλης. Αντίπαλο δέος στη σαρκική έλξη που ασκεί το «θηρίο», με τον όγκο του, τις οσμές και τις εκκρίσεις του, παρά την υπόσχεση του τίτλου, δεν πλάθεται. Η υπόσχεση, ωστόσο, εν μέρει εκπληρώνεται, αφού ο ένας άντρας εμφανίζεται ως μαθητευόμενος δερβίσης, ταλαντευόμενος ανάμεσα στο κάλεσμα των σωμάτων και το άλλο, το μυστικιστικό. Ακυρώνεται, πάντως, το δίπολο του τίτλου, που, όπως κάθε δίπολο, απαιτεί ίσης ισχύος πόλους. Το αποτέλεσμα είναι ολόκληρο το μυθιστόρημα να γέρνει προς το υλιστικό στοιχείο και να ατονεί το μεταφυσικό.

Η αφήγηση παρακολουθεί τις διαδρομές των τεσσάρων, που, από τους διαφορετικούς τόπους διαμονής τους, σε Αθήνα, Θεσσαλονίκη και Μακεδονία, ταξιδεύουν προς συνάντηση του παλαιστή. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η αντιμετάθεση ανάμεσα στα ζεύγη ανδρών και γυναικών, των στερεότυπων φυλετικών ρόλων. Γεγονός που δηλώνεται και με τις επαγγελματικές τους ιδιότητες. Μια φωτογράφος και μια δημοσιογράφος ανταγωνίζονται με πάθος για τη νομή αυτού του, εξαιρετικών προδιαγραφών, σεξουαλικού αντικειμένου. Σε αντίθεση με τα επαγγέλματα των ανδρών, που είναι βοηθητικής φύσεως. Ενας διερμηνέας της ελληνοτουρκικής παλαίστρας και ένας διορθωτής βιβλίων διατηρούν μια αβρότητα κατά την ερωτική προσέγγιση, που, άλλοτε ποτέ, εθεωρείτο χαρακτηριστικό του θήλεως. Σε αυτούς υπερισχύει το πνευματικό στοιχείο, μόνο που, ως προς αυτό το σημείο, η μυθοπλασία αποδεικνύεται ελάχιστα πειστική. Ο ένας, εκτός από διερμηνέας, είναι και ερευνητής. Αναζητεί τα ίχνη του επαναστάτη σεΐχη Μπεντρεντίν, ο οποίος, στις αρχές του 15ου αιώνα, οραματίστηκε μια κοινωνία χωρίς κανενός είδους διακρίσεις. Διγενής ήταν εκείνος ο σεΐχης, όπως αποκαλύπτεται ότι είναι και ο παλαιστής. Υποτίθεται ότι πρόκειται για έναν λάβρο ερευνητή, ουσιαστικά, όμως, μόλις που αναφέρει δυο-τρεις φορές το όνομα του ερευνητικού του αντικειμένου, καθώς είναι δοσμένος ολοσχερώς στην ερωτική ηδονή. Οσο για τον δεύτερο, τον διορθωτή, αποκαλύπτεται μυθιστοριογράφος, με πρότυπο γραφής τα μυθιστορήματα του Γρηγοριάδη. Στις ιστορίες που γράφει, διοχετεύει επιθυμίες και φαντασιώσεις του, «κλέβοντας» τις ζωές των γύρω του. Λαθροχειρία το τελευταίο, θα το πληρώσει ακριβά.

Στο μυθιστόρημα δίνεται μια τετραμερής δομή, η οποία επιζητεί να αναδείξει αυτό ακριβώς, το τελευταίο δίπολο της πραγματικής ιστορίας και της μετάπλασής της. Ωστόσο, το μυθιστόρημα, αφηγηματικά, παραμένει ενιαίο και το συγκεκριμένο εύρημα συμβάλλει μόνο στην πλοκή του μυθιστορήματος. Γνώριμος ο αφηγητής και από τα άλλα βιβλία του Γρηγοριάδη, με το ίδιο πάντοτε γλωσσικό αισθητήριο, που κινείται ανάμεσα στην ποίηση και την τρέχουσα δοκιμιακή αργκό, παρεμβαίνει, απευθυνόμενος στον αναγνώστη. Σε πρώτο πληθυντικό πρόσωπο σχολιάζει ή και επικροτεί τις ενέργειες των ηρώων. Οσο για το δίπολο του τίτλου, η μεν ερωτική κραιπάλη αποτελεί το κυρίως θέμα, υστερώντας, όμως, ως προς τις περιγραφές, δεδομένου ότι στις κορυφώσεις παρεισφρέει ο αφηγητής και «κόβει» τις σκηνές στα καλύτερα. Η δε μεταρσίωση, που αναμένεται μέσα από τον ανατολίτικο μυστικισμό, πραγματοποιείται μόνο σε δύο σκηνές. Η μια περιγράφει τον μαθητευόμενο δερβίση, ύστερα από ατελείωτες προσπάθειες, να κατορθώνει να στροβιλιστεί σαν γνήσιος μεβλανάς. Ενώ, στην άλλη, ο συγγραφέας αναπλάθει παραστατικά μια παλαιά λαϊκή παράδοση από την περιοχή της Ξάνθης, γνωστή ως «τάφος της νύφης». Μια γυναίκα, από εκείνες που μένουν προσηλωμένες σε έναν μόνο άνδρα, όταν εκείνος την εγκαταλείπει για να ακολουθήσει το κάλεσμα των σούφι, έχει μια μυστικιστική εμπειρία τελείωσης, αντίστοιχη με «της νύφης».

Τελικά, όταν η Αθήνα δεν εμπνέει ούτε ένα διήγημα, όπως δηλώνει ο επίδοξος μυθιστοριογράφος του βιβλίου, ευτυχώς που υπάρχουν και ορισμένοι συγγραφείς της περιφέρειας που αντλούν ακόμη από τα μέρη τους, όπου ο υδροφόρος ορίζοντας δεν απειλείται με εξάντληση. *








Robert Penn Warren «Ένας τόπος για να επιστρέφεις»

Μετάφραση: Αθηνά Δημητριάδου, εκδόσεις Πόλις, 2025 Γράφει ο Θεόδωρος Γρηγοριάδης Στο τελευταίο βιβλίο του Ρόμπερτ Πεν Γουόρεν ο αφηγητής και...