Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Το μυστικό της Έλλης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Το μυστικό της Έλλης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 24 Μαρτίου 2015

Βιβλία στο κουτί

Με τον κριτικό λογοτεχνίας Βαγγέλη Χατζηβασιλείου συζητάμε για τα βιβλία μου και ειδικά για το "Μυστικό της Έλλης". Η εκπομπή γυρίστηκε το 2013 και προβλήθηκε πρόσφατα.

Εδώ ολόκληρη η εκπομπή:

Παρασκευή 21 Φεβρουαρίου 2014

Οι βραχείες λίστες για τα Κρατικά Βραβεία Λογοτεχνίας

Το υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού ανακοίνωσε, σε εφαρμογή της νέας νομοθεσίας που διέπει τον θεσμό των Κρατικών Λογοτεχνικών Βραβείων (Ν 3905/23-12-2010), τους βραχείς καταλόγους για τα Κρατικά Λογοτεχνικά βραβεία, Διηγήματος - Νουβέλας, Μυθιστορήματος, Ποίησης, Δοκιμίου - Κριτικής, Πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα, Χρονικού - Μαρτυρίας.
Οι βραχείς κατάλογοι συνοδεύονται από Αιτιολογημένη Έκθεση της Επιτροπής, στην οποία εξετάζονται οι τάσεις της λογοτεχνικής παραγωγής και αποτιμάται η στάθμη των λογοτεχνικών έργων της υπό κρίση περιόδου (εκδόσεις 2012).
Διήγημα - Νουβέλα
1. Κούρτοβικ Δημοσθένης, «Το λαχανόρυζο του Σταυρού», εκδόσεις Εστία.
2. Μακρόπουλος Μιχάλης,  «Σπουργίτω & Γκράχαμ», εκδόσεις Πικραμένος.
3. Μαυρομάτης Χάρης, «Οι εξορίες του ιεροκήρυκα Σέργιου Σκανδάλη», εκδόσεις Εστία.
4. Μιχαηλίδης Μάριος,  «Ο ανακριτής», εκδόσεις Γαβριηλίδη.
5. Νόλλας Δημήτρης,  «Στον τόπο», εκδόσεις Ίκαρος.
6. Παλαβός Γιάννης,  «Αστείο», εκδόσεις Νεφέλη.
7. Παπαμάρκος Δημοσθένης, «Μεταποίηση», εκδόσεις Κέδρος.
Μυθιστόρημα
1. Αναστασέα Νίκη, «Πολύ χιόνι μπροστά στο σπίτι», εκδόσεις Πόλις.
2. Αστερίου Χρήστος,  «Ίσλα Μπόα», εκδόσεις Πόλις.
3. Γεωργακόπουλος Θοδωρής,  «Φεβρουάριος», εκδόσεις Καστανιώτη.
4. Γρηγοριάδης Θεόδωρος, «Το μυστικό της Έλλης», εκδόσεις Πατάκη.
5. Λαδάς  Βασίλης,  «Παιχνίδια Κρίκετ», εκδόσεις Γαβριηλίδη.
6. Νικολαΐδου Σοφία, «Χορεύουν οι ελέφαντες», εκδόσεις Μεταίχμιο.
Ποίηση
1. Γκανάς Μιχάλης,  «Άψινθος», εκδόσεις Μελάνι.
2. Δαράκη Ζέφη,  «Ερήμωνε», εκδόσεις Ύψιλον.
3. Ζαφειρίου Σταύρος, «Προς τα πού : (Μια πολεμική ιστορία)», εκδόσεις Νεφέλη.
4. Λουκίδου Ευτυχία – Αλεξάνδρα, «Το επιδόρπιο», εκδόσεις Κέδρος.
5. Μέσκος Μάρκος, «Τα λύτρα», εκδόσεις Γαβριηλίδη.
6. Πατίλης Γιάννης,  «Αποδρομή του αλκοόλ και άλλα ποιήματα», εκδόσεις Ύψιλον.
7. Χαλκιαδάκη Νίκη, «Ανάσκελη με πυρετό», εκδόσεις  Μανδραγόρας.
Δοκίμιο - Κριτική
1. Δεληβοριά Μαρία, Διονυσίου Σολωμού, «Η γυναίκα της Ζάκυθος – έχθρισσα θανάσιμη του έθνους. Ερμηνευτική δοκιμή», εκδόσεις Άγρα.
2. Παπακώστας Γιάννης, «Από τη λογοτεχνία στον κοινωνικό προβληματισμό : Ποιήματα – Μεταφράσεις – Μελέτες και άρθρα του Γιάννη Μηλιάδη (1895 – 1975)», Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη.
3. Ραυτόπουλος Δημήτρης, «Εμφύλιος και λογοτεχνία», εκδόσεις Πατάκη.
4. Σιγάλας Νίκος, «Ο Ανδρέας Εμπειρίκος και η ιστορία του ελληνικού υπερρεαλισμού. Ή μπροστά στην αμείλικτη αρχή της πραγματικότητας», εκδόσεις Άγρα.
5. Χρυσανθόπουλος Μιχάλης, «Εκατό χρόνια πέρασαν και ένα καράβι. Ο ελληνικός υπερρεαλισμός και η κατασκευή της παράδοσης», εκδόσεις Άγρα.

Πρωτοεμφανιζόμενοι συγγραφείς
1. Γκέζος  Χρήστος Αρμάντο, «Ανεκπλήρωτοι φόβοι», εκδόσεις Πολύτροπον.
2. Γκέκα Εσμεράλδα, «Pulchritudo bestiae», εκδόσεις Γαβριηλίδη.
3. Ζαφειροπούλου Λένια,  «Paternoster Square», εκδόσεις Πόλις.
4. Κάλφα Βάγια, «Απλά πράγματα», εκδόσεις Γαβριηλίδη.
5. Κιάος Θωμάς,  «Είδη εποχής», εκδόσεις Γαβριηλίδη.
Χρονικό - Μαρτυρία
1. Βαρβιτσιώτης Γιάννης,  «Όπως τα έζησα : 1961 – 1981», εκδόσεις Λιβάνη.
2. Ζουμπουλάκης Σταύρος,  «Η αδερφή μου», εκδόσεις Πόλις .
3. Θεοτοκάς Νίκος, «Ο βίος του στρατηγού Μακρυγιάννη : Απομνημόνευμα και ιστορία», εκδόσεις Βιβλιόραμα.
4. Καλλιφατίδης Θοδωρής,  «Τα περασμένα δεν είναι όνειρο», εκδόσεις Γαβριηλίδη.
5. Καραποστόλης Βασίλης, «Η εποχή της όρεξης. Ακολουθώντας τα ίχνη του ‘60», εκδόσεις Πατάκη.
6. Μάτσα Κατερίνα, «Το αδύνατο πένθος και η κρύπτη - : Ο τοξικομανής και ο θάνατος», εκδόσεις Άγρα.
Η σύνθεση της αρμόδιας επιτροπής έχει ως εξής:

Επιτροπή Κρατικών Βραβείων Λογοτεχνίας
1. Αλέξανδρος Ζήρας, Κριτικός Λογοτεχνίας,  Πρόεδρος
2. Γεώργιος – Ιωάννης Ανδρειωμένος, Καθηγητής Νεοελληνικής Φιλολογίας του Τμήματος Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου,  Αντιπρόεδρος
3. Άννα Καρακατσούλη, Επίκουρη Καθηγήτρια του Τμήματος Θεατρικών Σπουδών του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών
4. Μιχαήλ Μπακογιάννης, Λέκτορας Νεοελληνικής Φιλολογίας του Τμήματος Φιλολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης
5. Γεώργιος Ξενάριος, Συγγραφέας, Κριτικός Λογοτεχνίας
6. Διονύσιος Μαγκλιβέρας, Δοκιμιογράφος, Κριτικός Λογοτεχνίας
7. Ιωάννης Τζανής, Ποιητής, Δοκιμιογράφος
8. Μαρία Στασινοπούλου, Συγγραφέας, Κριτικός Λογοτεχνίας
9. Γεώργιος Συμπάρδης, Συγγραφέας.
naftemporiki.gr

Πέμπτη 3 Οκτωβρίου 2013

Το μυστικό της Έλλης


Ένας χρόνος από την έκδοση της Έλλης. Μπορεί να μην κόσμησε τις λίστες των best sellers "ελληνικής λογοτεχνίας" , όμως οι κριτικές που πήρε ξεπέρασαν κάθε προηγούμενο βιβλίο μου, οι παρουσιάσεις και οι ομάδες ανάγνωσης ήταν επίσης οι περισσότερες. 
Μου έχουν πει από βιβλιοθήκες ότι βρίσκεται σε συνεχή δανεισμό ενώ το βιβλίο υπάρχει στα περισσότερα κεντρικά και μικρά βιβλιοπωλεία απ' όσο μαθαίνω ή βλέπω. 






Το εξώφυλλο είναι μια φωτογραφία του Διονύση Καραμπότσου, το ΡΟΥΦ, τα λημέρια της ηρωίδας.





Μαθητές της ομάδας ανάγνωσης του 6ου Λυκείου Καλλιθέας διαβάζουν την  Έλλη


Τρίτη 25 Ιουνίου 2013

Η "Έλλη" στο Μικρό Πολυτεχνείο

Παρουσίαση και διαλεκτική ερμηνεία:

Το "Μυστικό της Έλλης" του Θ. Γρηγοριάδη.
Εισήγηση: Μαριανίκη Δορμπαράκη
Τετάρτη 26/6 και ώρα 20:00 στο Μικρό Πολυτεχνείο.

Τι μπορεί να ανατρέψει τη ρουτίνα της καθημερινότητας; Η ηρωίδα του βιβλίου θα συμπαρασυρθεί σε μία πολύπλευρη κρίση -υπαρξιακή και συναισθηματική- η οποία θα προκαλέσει τα θεμέλια της ύπαρξής της. Μπορεί ένας απροσδόκητος έρωτας να ανατρέψει πάγιες συναισθηματικές δομές; Αν ναι, με τι κόστος; Αξίζει να απεμποληθεί η κοινωνική νόρμα για μία σχέση-ταμπού, για κάποιες στιγμές συναισθηματικής πληρότητας; Αυτά τα ερωτήματα πραγματεύται ο Θ. Γρηγοριάδης, με φόντο μία πολυπολιτισμική γειτονιά στην Αθἠνα της κρίσης.


Τετάρτη 26/6 και ώρα 20:00 στο Μικρό Πολυτεχνείο
Πλατεία Ασωμάτων 7, Θησείο
Είσοδος ελεύθερη.




Παρασκευή 31 Μαΐου 2013

Ο Librofilo γράφει για την "Έλλη"

Παρασκευή, Μαΐου 31, 2013
posted by Librofilo at Παρασκευή, Μαΐου 31, 2013 | Permalink
Το μυστικό της Έλλης


Το «Αθηναϊκό» μυθιστόρημα του Θεόδωρου Γρηγοριάδη (Παλαιοχώρι Παγγαίου,1956), με τίτλο «Το μυστικό της Έλλης», (εκδ. Πατάκη, σελ.272) μπορεί ν’αρέσει, μπορεί και όχι, αδιάφορο πάντως δεν μπορεί ν’αφήσει κανέναν, διότι μέσα από μια (φαινομενικά) «ανορθόδοξη» ιστορία που περιγράφει, τον έρωτα μιας μεγαλύτερης γυναίκας με έναν νεότερο άντρα, ο ικανότατος και έμπειρος συγγραφέας περνάει καταστάσεις και συναισθήματα με εξαιρετικό, λεπτοδουλεμένο ύφος, αγγίζοντας συναισθηματικά - και χωρίς να εκβιάσει με ευκολίες – τον κάθε αναγνώστη.

Το σκηνικό είναι οι γειτονιές του Ρουφ και του Βοτανικού, περιοχές που συνυπάρχουν το «μοδάτο διαμέρισμα» με την καλύβα του οικονομικού μετανάστη, και όπου στο Γκάζι και γύρω από αυτό, τα μπαράκια και οι ταβέρνες εξαπλώνονται βάζοντας τα τραπεζοκαθίσματα μέσα στα πάρκινγκ των πολυκατοικιών ή κλείνοντας τα μικρά δρομάκια, ενώ οι μουσικές δεν αφήνουν κανέναν να ηρεμήσει.
Μια τυχαία συνάντηση δυο «ανθρώπων της διπλανής πόρτας» (όπως συνηθίσαμε πλέον να τους αποκαλούμε), στη λαϊκή αγορά, θα αλλάξει τις ζωές τους για πάντα. Η πενηντάχρονη καθηγήτρια Γαλλικών, Έλλη υποκύπτει στην ιδιότυπη πολιορκία του τριαντάχρονου Αντώνη που την παρακολουθεί να αγοράζει ψάρια. Της ζητάει να του κάνει το τραπέζι τηγανίζοντάς τα, διότι η σύζυγός του αρνείται πεισματικά να κάνει κάτι τέτοιο. Το αρχικό σοκ της Έλλης, από το τολμηρό και «άκομψο» αίτημα του άγνωστου άντρα, διαδέχεται η περιέργεια και η (εγγενής) διάθεση για προσφορά. Όταν όμως ο Αντώνης με το που μπαίνει στο χαριτωμένο και κουκλίστικο διαμέρισμα της μεσήλικης γυναίκας, βγάζει τα παπούτσια του και κυκλοφορεί άνετος και χαλαρός, η Έλλη αντιλαμβάνεται ότι από αυτόν τον τύπο «δεν γλυτώνει εύκολα».

«Κάτι κλοτσούσε ακόμη μέσα της. Ξεβολευόταν. Μια ομαδική φωνή γυναικών με κορυφαίες τη Λουκία, την Πόπη, τη Χρύσα, την κυρία Σταμπούλη. Πίσω τους δεκάδες καθηγήτριες, γνωστές φιλότεχνες, γυναίκες μόνες, σαραντάρες, σαρανταπεντάρες, πενηντάρες, πενήντα κάτι – ως εδώ – στη δική μου επικράτεια.
Στριμωγμένες σε σπίτια, στο μετρό, στα λεωφορεία, στα τραμ, χωρίς να τις περιλούζει κανένα φως, μόνες, πρέπει να δώσουν τη «μεσαία» μάχη της γυναίκας, την προτελευταία. Θυμόταν τη μάνα της στα εξήντα, να σβήνει, μια καλή κυρία, ανάγκη δεν είχε ως τότε κανέναν. Τη γιαγιά της. Οι γριές – αυτόνομες, αυτάρκεις. Πολλές γριές στον κόσμο, χήρες, μάνες, σκιάχτρα, συμβολικές, αρχετυπικές φιγούρες.
Όμως η πενηντάρα και κάτι – και πριν και μετά – γυναίκα μοιάζει με βάρκα αμολημένη στο πέλαγος. Ειδικά όταν δεν έχεις παιδιά για να ασχολείσαι, να φωνάζεις, να τα σπουδάζεις, να τα παντρεύεις. Αυτή η άχαρη μεσαία ηλικία είναι μια ανηφόρα. Καλύτερα να γίνεσαι γριά κατευθείαν. Ξέρεις καλά τον ρόλο σου, τον έχεις ξαναδεί, είσαι προετοιμασμένη γι’αυτόν. Όμως κανένας δεν σε προετοίμασε ούτε σε προειδοποίησε για τον ρόλο της μοναχικής – που πιστεύει ότι τα καταφέρνει ελέγχοντας τον κόσμο της και μέσα και έξω.»

Η Έλλη – μυθιστορηματική ηρωίδα μεγάλου βεληνεκούς – πορεύεται στη ζωή, μόνη «κατ’επιλογήν», ασχολείται με τα κοινά, είναι ευαισθητοποιημένη, διαβάζει, ενημερώνεται. Ο Αντώνης πρώην εργοδηγός, νυν άνεργος, βολεύεται με δουλειές του ποδαριού, έχει σύζυγο και μία κόρη. Της λέει ότι ζούν φτωχικά με τον μισθό της συζύγου του, η οποία (κατ'αυτόν) έχει ψυχολογικά προβλήματα και δουλεύει σε αλυσίδα ενός ταχυφαγείου την απογευματινή βάρδια, αναγκάσθηκαν δε –εκ των συνθηκών- να σταματήσουν την κόρη τους από τα μαθήματα ξένων γλωσσών που έκανε.

Η Έλλη προσφέρεται να βοηθήσει την μικρή με τα Γαλλικά της, και έτσι γνωρίζεται με τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας, μπαίνοντας (κανονικά πλέον) στη ζωή τους και καθώς υποκύπτει στο ερωτικό κάλεσμα του Αντώνη, ο οποίος την γοητεύει όλο και περισσότερο, φροντίζει να περιχαρακώσει το «μυστικό» της, κρατώντας τα πάντα για τον εαυτό της, φροντίζοντας να «θολώνει τα νερά» στην οικογένεια της (τον πατέρα και την αδερφή της), στις φίλες της. Όλοι έχουν κάτι μυριστεί ότι κάτι τρέχει στη ζωή της, αλλά εκείνη προτιμάει να «πειραματιστεί» και να βιώσει ολομόναχη αυτό το δυνατό συναίσθημα, με αξιοπρέπεια και ανεξαρτησία, συνεπής στη στάση ζωής που είχε από νέα επιλέξει, όπως είχε πει σε κάποιον στο παρελθόν που ήταν έτοιμος να χωρίσει για να ζήσουν μαζί: «Ούτε να το διανοηθείς, δε θέλω να ζήσω σαν όλους εκεί έξω. Μου φτάνει μια φέτα απ΄το ψωμί σας.»

Η οικονομική κρίση, διαχέεται στην ατμόσφαιρα του βιβλίου. Η Έλλη υποφέρει από μεγάλες μειώσεις στον μισθό της, ο πατέρας της στη σύνταξή του, η οικογένεια της αδερφής της έχει οικονομικά προβλήματα – όλοι μαζί θα πάρουν απόφαση να διαρρήξουν τη σχέση τους με το παρελθόν πουλώντας το σπίτι στο χωριό. Ο Αντώνης μένει χωρίς δουλειά, αναγκάζεται να κάνει μεροκάματα εκτός Αθηνών, η έλλειψη οικονομικών πόρων τους αναγκάζει να μεταναστεύσουν στην Αυστραλία όπου υπάρχουν συγγενείς. Η οικονομική κρίση που τους φέρνει κοντά, θα διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο στη σχέση των δύο ανθρώπων που με τον χρόνο πλησιάζουν όλο και περισσότερο ο ένας τον άλλον, που (μέσω αυτής της σχέσης) βγάζουν τα καλύτερα των συναισθημάτων τους, αλληλεγγύη, συμπόνοια, τρυφερότητα, αγάπη, ενδιαφέρον.

Ο Γρηγοριάδης κλείνει το μάτι στον αναγνώστη, βάζοντας την Έλλη να διαβάζει Ντυράς, μια συγγραφέα που θαυμάζει και η οποία έζησε μια πολύ τρυφερή ερωτική σχέση μέχρι τον θάνατό της με κάποιον πολύ νεότερό της. Όλη η ιστορία, όλο το μυθιστόρημα περνάει μέσα από την ματιά της Έλλης – η γραφή ως αόρατη κάμερα ακολουθεί συνεχώς την ηρωίδα, ο αναγνώστης παρακολουθεί μόνο την υποκειμενική θεώρηση της Έλλης, τα συναισθήματά της, τις μεταπτώσεις της, την καθημερινότητά της, πως αντιλαμβάνεται και πως βιώνει τη σχέση.
Με αυτόν τον τρόπο, που θυμίζει σινεμά του Αντονιόνι, έχουμε ένα εξαιρετικά ψυχογραφημένο και ήρεμο στην πλοκή του μυθιστόρημα, χωρίς εξάρσεις και κορυφώσεις και όπου το ωραίο φινάλε έρχεται φυσιολογικά χωρίς μελοδραματισμούς και συναισθηματικές εκπτώσεις.

«Το μυστικό της Έλλης», είναι ένα θαυμάσιο, σύγχρονο νεοελληνικό μυθιστόρημα, απλό αλλά πολύ ουσιαστικό, ευαίσθητο και μελαγχολικό, ζωντανό και οικείο, με εξαιρετική δομή και ανάπτυξη, το οποίο θίγει κοινωνικά και προσωπικά προβλήματα χωρίς να κραυγάζει και να καταγγέλει. Είναι ένα βιβλίο που «εισχωρεί» μέσα σου, ήρεμα και χαλαρά, ανεπιτήδευτα και πειστικά – μπορεί να χρησιμεύσει και ως λογοτεχνικό μάθημα σε νέους και επίδοξους συγγραφείς για το πώς κατασκευάζεις καλή λογοτεχνία χωρίς μπιχλιμπίδια και περικοκλάδες, χωρίς «κλαυθμούς και οδυρμούς».



Τρίτη 21 Μαΐου 2013

Το "Μυστικό της Έλλης" στις Λίστες των υποψηφίων για τα λογοτεχνικά βραβεία του Αναγνώστη



ΟΙ ΛΙΣΤΕΣ ΤΩΝ ΥΠΟΨΗΦΙΩΝ
ΓΙΑ ΤΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΒΡΑΒΕΙΑ ΤΟΥ ΑΝΑΓΝΩΣΤΗ
ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ
  1. Νίκη Αναστασέα, Πολύ χιόνι μπροστά στο σπίτι, Πόλις
  2. Χρίστος Αστερίου, Isla Boa, Πόλις
  3. Θοδωρής Γεωργακόπουλος, Φεβρουάριος, Καστανιώτης
  4. Θεόδωρος Γρηγοριάδης, Το μυστικό της Έλλης, Πατάκης
  5. Λίλα Κονομάρα, το Δείπνο, Κέδρος
  6. Αργυρώ Μαντόγλου, Λευκή ρεβάνς, Ψυχογιός
  7. Σοφία Νικολαίδου, Χορεύουν οι ελέφαντες, Μεταίχμιο
  8. Μισέλ Φάις, Κτερίσματα, Πατάκης
  9. Ανδρέας Στάικος, Βηθσαβέ, Άγρα
  10. Χ. Α. Χωμενίδης, Ο κόσμος στα μέτρα του, Πατάκης.
ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ- ΝΟΥΒΕΛΕΣ
  1. Κατερίνα Έσλιν, Γαμ., Απόπειρα
  2. Μέμη Κατσώνη, Ο Λένιν στον Άγιο Αντώνιο, Γαβριηλίδης
  3. Χ. Μαυρομάτης, Οι εξορίες του ιεροκήρυκα Σέργιου Σκανδάλη, Βιβλιοπωλείον της Εστίας
  4. Ευγενία Μπογιάνου, Κλειστή πόρτα, Πόλις
  5. Γιάννης Παλαβός Το αστείο, Νεφέλη
  6. Παυλίνα Παμπούδη, 40 κάπως περίεργες ιστορίες, Ροές
  7. Δημοσθένης Παπαμάρκος, ΜεταΠοίηση, Κέδρος
  8. Βασιλική Πέτσα, Όλα τα χαμένα, Πόλις
  9.  Ζήσης Σαρίκας, Ανθρώπινες σκιές, Δύο αφηγήματα, Πανοπτικόν
  10. Μαρία Φακίνου Η αρχή του κακού, Καστανιώτης
ΠΟΙΗΣΗ
  1. Μιχάλης Γκανάς, Άψινθος, Μελάνι
  2. Σταύρος Ζαφειρίου, Προς τα πού, Νεφέλη
  3. Ναταλία Κατσού, Κοχλίας, Κέδρος
  4. Γιώργος Κοροπούλης, Gray Scale ή περί της αλλαγής “παραδείγματος”, Ars Nocturna
  5. Μαρία Λαϊνά, Μικτή τεχνική, Πατάκης
  6. Στρατής Πασχάλης, Τα εικονίσματα, Γαβριηλίδης
  7. Μανόλης Πρατικάκης, Κιβωτός, Τυπωθήτω
  8. Κυριάκος Χαραλαμπίδης, Ίμερος, Μεταίχμιο
  9. Θανάσης Χατζόπουλος, Πρόσωπο με τη γη, Γαβριηλίδης
  10. Δήμητρα Χριστοδούλου, Ο τρόμος ως απλή μηχανή, Πατάκης.
ΔΟΚΙΜΙΑ – ΜΕΛΕΤΕΣ
  1. Θανάσης Γιοχάλας – Τόνια Καφετζάκη, Αθήνα. Ιχνηλατώντας την πόλη με οδηγό την ιστορία και τη λογοτεχνία, Βιβλιοπωλείον της Εστίας
  2. Μαρία Δεληβοριά, Διονυσίου Σολωμού “Η Γυναίκα της Ζάκυθος”, Άγρα
  3. Σταύρος Ζουμπουλάκης, Η αδερφή μου, Πόλις
  4. Δημήτρης Παϊβανάς, Βία και αφήγηση. Ιστορία, ιδεολογία και εθνικός πολιτισμός στην πεζογραφία του Θανάση Βαλτινού, Βιβλιοπωλείον της Εστίας
  5. Μαρία Παπαδήμα, Τα πολλαπλά κάτοπτρα της μετάφρασης, Νεφέλη
  6. Χρήστος Παπάζογλου, Μετρική και αφήγηση. Για μια συστηματική μετρική και ρυθμική ανάλυση των καβαφικών ποιημάτων, ΜΙΕΤ
  7. Αλεξάνδρα Ρασιδάκη, Περί μελαγχολίας στη θεωρία, τη λογοτεχνία, την τέχνη, Κίχλη
  8. Έλλη Φιλοκύπρου, Ένοχος μιας μεγάλης αθωότητας. Η ποιητική περιπέτεια του Τάσου Λειβαδίτη, Νεφέλη
  9. Παναγιώτα Μ. Χατζηγεωργίου, Μορφές του αντιηρωϊσμού στο νεοελληνικό μυθιστόρημα. Από την Πάπισσα Ιωάννα στα Βαμμένα κόκκινα μαλλιά, Gutenberg
  10. Μ. Χρυσανθόπουλος, Ο ελληνικός υπερρεαλισμός και η κατασκευή της παράδοσης, Αγρα
ΠΡΩΤΟΕΜΦΑΝΙΖΟΜΕΝΟΙ
  1. Αντιγόνη Βουτσινά, Το λάθος ποίημα, Μελάνι
  2. Ελένη Γαλάνη, Παρκούρ, Γαβριηλίδης
  3. Εσμεράλδα Γκέκα, Pulchritudo Bestiae, Γαβριηλίδης
  4. Λένια Ζαφειροπούλου, Patermoster Square, Πόλις
  5. Ιωαννίδης Ιωάννης, Τοκάτα για την κόρη με το χαμένο πρόσωπο, Κέδρος
  6. Βάγια Κάλφα, Απλά πράγματα, Γαβριηλίδης
  7. Θωμάς Κιάος, Είδη εποχής, Γαβριηλίδης
  8. Ηλίας Σεφερλής, Μικρόκοσμος για αγρίους, Γαβριηλίδης.

Κυριακή 28 Απριλίου 2013

Ο Γεράσιμος Δενδρινός γράφει στο Ποιείν.gr


Ο Θεόδωρος Γρηγοριάδης, ένας ικανότατος χειριστής του λόγου, εμφανίστηκε στα ελληνικά γράμματα το 1990 με το μυθιστόρημα Κρυμμένοι άνθρωποι, Λιβάνης (επανέκδοση Πατάκη 2002). Έκτοτε δημοσίευσε 12 βιβλία, με κορυφαία για μας, τον Ναύτη (Κέδρος, 1993), τον Χορευτή στον ελαιώνα (Κέδρος, 1996),Τα νερά της χερσονήσου (Κέδρος, 1998), μια μεγαλειώδη λογοτεχνική κατάθεση που συγκαταλέγεται κάλλιστα στη λίστα με τα καλύτερα βιβλία της εγχώριας λογοτεχνίας για τον 20ο αιώνα, Το Παρτάλι, (Πατάκης, 2001), τον Παλαιστή και τον δερβίση (Πατάκης, 2010), και, στο τέλος του 2012, Το μυστικό της Έλλης(Πατάκης), που κοσμεί τόσο άριστα το εξώφυλλο η θαυμάσια φωτογραφία του Διονύση Καραμπότσου που φέρει τον τίτλο «Ρουφ».Ο Γρηγοριάδης εργάστηκε επί έτη στη Μέση Εκπαίδευση και στη Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη των Σερρών, αναδεικνύοντας εξαιρετικά μια πλειάδα ελλήνων συγγραφέων. Δούλεψε επίσης για αρκετά χρόνια στην Μέση Εκπαίδευση ως καθηγητής Αγγλικών, γνωρίζει χαρακτήρες, αντιδράσεις ανθρώπων, καθώς και τα δεινά όλου του εκπαιδευτικού κόσμου, γι’ αυτό και το αποδίδει τόσο πετυχημένα, ειδικά τις γυναικείες παρουσίες στο πρόσφατο βιβλίο του, όπως την Έλλη, την πρωταγωνίστρια, μια πενηντάρα καθηγήτρια Γαλλικών, και ακόμη την Πόπη, την υποψιασμένη συναδέλφισσά της, στο ίδιο γυμνάσιο του Βοτανικού, ακόμη και την εκτός εκπαίδευσης φίλη της Έλλης, τη Λουκία, που όλες τους ζουν γύρω από το Γκαζοχώρι της Αθήνας.
Η Έλλη, που ζει στην θορυβώδη περιοχή του Κεραμεικού, γεμάτη μπαρ, εστιατόρια και καφετέριες, έχει πολύ περιορισμένη ζωή: εκτός από το σχολείο, πηγαίνει συχνά να δει τον ηλικιωμένο της πατέρα στον Κορυδαλλό, τον οποίο φροντίζει μια Αλβανίδα και συνάμα η αδερφή της, η Χρύσα, που ζει με τον σύζυγό της, τον Παντελή, και το παιδί τους, την Εύη, στα σύνορα Κορυδαλλού και Αγίας Βαρβάρας. Η Έλλη συχνά κατηφορίζει στο Ρουφ για να ψωνίσει στη λαϊκή αγορά, όπου γνωρίζει μια μέρα τον τριαντάχρονο Αντώνη. Αποκεί ξεκινάει και η αφήγηση της ιστορίας.
Τα ίδια μέρη σφραγίζουν τους δύο εραστές που αργούν πολύ να σμίξουν. Ο Αντώνης είναι αυτός που επιμένει στη σχέση αυτή και η Έλλη διστάζει. Αποτραβηγμένη ήδη από τη ζωή, με την αξιοπρέπεια μιας μοναξιάς που απαλύνεται κάπως από την ανάγνωση των λογοτεχνικών βιβλίων, ξαφνιάζεται με τη συνάντηση της με τον κατά πολύ νεότερό της Αντώνη, ο οποίος είναι παντρεμένος με τη Νατάσσα, η οποία εργάζεται κι αυτή ευκαιριακά σε φαστφουντάδικο για να καταλήξει στο τέλος σε ένα «Έβερεστ». Το ζευγάρι έχει ένα μικρό παιδί, που φοιτά στο Δημοτικό, τη Βιολέτα. Το οικογενειακό κλίμα του Αντώνη είναι ακόμη πιο ζοφερό: ο αδελφός της Νατάσσας, ο Ντάννυ, είναι τρόφιμος της φυλακής του Κορυδαλλού και χρειάζεται ένα μεγάλο ποσό εγγύησης για να βγει. Ο Αντώνης, λόγω της οικονομικής κρίσης που μαστίζει τη χώρα, βρίσκει ευκαιριακά δουλειά για να συντηρήσει την οικογένειά του.
Οι επισκέψεις του Αντώνη στο σπίτι της Έλλης για ένα γεύμα τηγανητών ψαριών είναι συχνές και ερωτικά συγκρατημένες. Η στάση της Έλλης είναι ελεγχόμενη. Αυτό που θαυμάζει κανείς στο βιβλίο, είναι πώς μέσα από τον διάλογο διαφαίνονται όλες οι ενοχές, οι δισταγμοί και ο ιστός της ιστορίας των δύο ανθρώπων που καταγράφονται άριστα. Ο συγγραφέας αναφέρει συχνά τη ζωή της ηρωίδας στο Ζαΐρ, όπου είχε αποσπαστεί για μερικά χρόνια, τις εκεί εμπειρίες της με τους άντρες συναδέλφους, την όλη κακομοιριά της ξενιτιάς και τις σχέσεις Ελλήνων και ντόπιων.
Η Έλλη τη σχέση αυτή με τον Αντώνη την κρατάει μυστική από το εργασιακό της περιβάλλον, όπου κυριαρχεί ο κοινός γυναικείος νους που υποψιάζεται τα πάντα. Η σχέση λοιπόν αυτή αποτελεί το ιερό και ανείπωτο κομμάτι της ζωής της, γι’ αυτό και δεν το εκμυστηρεύεται σε κανένα, μυστικό που προσφέρει εύστοχα και τον τίτλο του βιβλίου. Χάρη σ’ αυτή τη σιωπή, εκμεταλλεύεται η Έλλη και την εγχείρηση για φίμωση του πατέρα της ή καταλήγει στο ψέμα, αναφέροντας στις επίμονες φίλες της πως της έτυχε κάποιο ιδιαίτερο μάθημα.
Στην πορεία της αφήγησης μαθαίνουμε και την ιστορία της οικογένειας της Έλλης: εσωτερικοί μετανάστες από την Δράμα με ένα σπίτι στο χωριό, που ανήκει στις δύο αδερφές. Ο δημοσιοϋπαλληλικός κόσμος με τις αλλεπάλληλες περικοπές κατ΄ απαίτηση της τρόικας και ο ιδιωτικός με τις απολύσεις, κυριαρχεί στο βιβλίο. Στην πορεία της αφήγησης, ο Αντώνης, για να βλέπονται πιο συχνά, προτείνει να κάνει η Έλλη μάθημα Γαλλικών στην κόρη του, τη Βιολέτα. Η Έλλη επινοεί ένα πρόγραμμα τάχα του Δήμου Αθηναίων που παρέχει δωρεάν ξένες γλώσσες σε παιδιά του Δημοτικού. Το πρόγραμμα αυτό είναι και η αιτία να γνωριστεί η Έλλη με την Νατάσσα και να αποκτήσουν μια τυπική, φιλική σχέση μεταξύ τους.
Η σχέση Έλλης και Βιολέτας καταγράφεται πολύ συναισθηματικά. Η Έλλη πηγαίνει τη μικρή συχνά σπίτι της μετά το μάθημα και κάποια στιγμή την καλούν για φαγητό. Το μητρικό ένστικτο της Έλλης αναδύεται με στοργή για την κόρη του Αντώνη, με τον οποίο τελικά σμίγουν σε ξενοδοχείο της Λάρισας, όταν αυτός βρίσκει και πάλι ευκαιριακά δουλειά σε εργοτάξιο στα Τέμπη. Το ερωτικό σμίξιμο στα Τέμπη γίνεται αιτία να χαλαρώσει ερωτικά η Έλλη απέναντι του. Γεμάτη δισταγμούς που την πολιορκούν ακόμη, αφήνεται στον έρωτά τους στο ίδιο της το σπίτι.
Η Έλλη αποδεικνύεται ως μεγάλη ψυχή, τόσο απέναντι στον νεαρό εραστή της, όσο και στην ίδια του την οικογένειά και σε κάθε άνθρωπο του περίγυρου. Σίγουρα, γνωρίζει πως η σχέση αυτή δεν μπορεί να διαρκέσει, γιατί ξέρει πως το βάρος πέφτει πάντα στη νεότητα, και πως αυτή έχει πάντα τον πρώτο και τελευταίο λόγο, ειδικά αν συνυπάρχουν οικογένεια και ζέοντα προβλήματα. Η ίδια η Έλλη, σπάνιος χαρακτήρας, μια σοφή γυναίκα και μοναδικής διακριτικότητας άνθρωπος, σμιλεμένος από την πολύχρονη μοναξιά και από την παιδεία της, γίνεται ένα σύμβολο ανοχής και ευπρέπειας που επιτρέπει στον εαυτό της μια δειλή ερωτική ιστορία. Η αγάπη της για τον Αντώνη την οδηγεί στο να προσφέρει στοργή αδέκαστα σε όλους, γιατί έχει βαθιά γνώση του κόσμου, γι’ αυτό και ο χαρακτήρας της απαιτεί μεγάλη τέχνη για να καταγραφτεί. Το ίδιο και ο Αντώνης, που αποτυπώνεται στο βιβλίο με κάποια γοητευτική επιπολαιότητα στις αντιδράσεις του, ακόμα και στις ερωτικές.
Η ηρωίδα, προς το τέλος του βιβλίου, μετατρέπεται σταδιακά με την ίδια την Αγάπη, την οποία προσφέρει προς όλους αβίαστα, ακόμα και στα εγγόνια της γειτόνισσάς της, της Εμινέ, της γριάς τουρκάλας, που η Έλλη τα φιλοξενεί και τα ταΐζει στο σπίτι της, γιατί η γιαγιά τους κάνει αιμοκάθαρση και υποφέρει συνάμα και από τον θόρυβο ενός μαγαζιού κάτω από το σπίτι της με την εκκωφαντική μουσική, πρόβλημα στο οποίο προσπαθεί να δώσει η Έλλη λύση.
Ενώ διαβάζεις το βιβλίο, νιώθεις πως η ιστορία της Έλλης και του Αντώνη δημιουργείται και εξελίσσεται όχι εις βάρος μιας οικογένειας λόγω της απιστίας ενός νεαρού προς τη σύζυγό του, (αγάπη αφυδατωμένη λόγω των συνθηκών της ζωής τους), παρά διαπιστώνεις πως η όλη αφήγηση είναι ένα ασύλληπτο φως στοργής, όχι μόνο για ανθρώπους, αλλά για μια ολόκληρη περιοχή παρηκμασμένη, δίπλα σε γραμμές του τρένου, που δηλώνουν πάντα άφιξη και αναχώρηση, ενώ κυριαρχεί το οικονομικό κλίμα της κρίσης που απειλεί πάντα αυτή την αγάπη, γι’ αυτό και επιβάλλεται η σχέση αυτή των ηρώων να παραμείνει για τον συγγραφέα μυστική και, αν θέλετε, εντελώς μοναδική.
Η ύφεση της Ελλάδας λόγω της τρόικας είναι αυτή που αναγκάζει την Έλλη να δείξει και πάλι της αγάπη της με μικρές και μεγάλες δωρεές στην οικογένεια, όπως τη σύνδεση και πάλι του απλήρωτου ιντερνέτ για τη μικρή Βιολέτα, και, προς στο τέλος πια του βιβλίου, ένα μέρος του ποσού που παίρνει από την πώληση του πατρικού της σπιτιού στο χωριό της Δράμας, το οποίο μοιράζεται με την αδερφή της Χρύσα, το διαθέτει στον Αντώνη ως καταβολή εγγύησης για να βγει ο κουνιάδος του, ο Ντάννυ, από την φυλακή. Το γεγονός αυτό στέκεται ενάντια στην αγάπη της Έλλης για τον Αντώνη, ο οποίος ήδη ετοιμάζεται να μεταναστεύσει στην Αυστραλία, αφού έχει ήδη στείλει τη γυναίκα του και την κόρη του εκεί. Εδώ η θυσία της ηρωίδας, που γνωρίζει πως ακόμη και με αυτό το ποσό χρημάτων που προσφέρει σε ένα άγνωστό της πρόσωπο η σχέση της είναι καταδικασμένη, είναι μοναδικής ευρηματικότητας και αποδεικνύει συνάμα το μεγαλείο της ψυχής της.
Το βιβλίο κλείνει ταπεινά και σεμνά όπως είχε αρχίσει. Χωρίς μελοδραματισμούς και κοινότοπες σκηνές. Οι ήρωες, αφού μας «δίδαξαν» πώς οφείλουμε να συμπεριφερόμαστε όταν η εύνοια της τύχης μας προσκαλέσει, αποχωρούν, ακολουθώντας το δικό τους δρόμο της μοίρας.
Ο Θόδωρος Γρηγοριάδης κατέθεσε για το 2012 ένα πολύ σπουδαίο βιβλίο, ένα πεζογραφικό κατόρθωμα, που πατάει γερά στη σύγχρονη ζωή, γιατί σκοπός του είναι η αλήθεια, και, ως ικανός τεχνίτης, ξέρει να γλιστράει από ευκολίες και αυτονόητα συγγραφικά τερτίπια.
Όσο για την Έλλη όμως, που επιστρέφει ξανά στο μοναχικό της σπίτι, στα ενδιαφέροντά της και στην αναγκαστική προσγείωση της συνηθισμένης της ζωής, το κάνει φιλοσοφώντας τη θλίψη της. Το μόνο που μπορούμε να υποθέσουμε γι’ αυτήν είναι πως ίσως κάποιες φορές να κοντοστέκεται, ενώ περνάει ολομόναχη στις γραμμές του τρένου στο Ρουφ κατά το σούρουπο, όπου ορθώνονται αν άψυχοι όγκοι εδώ και χρόνια κάπου στο βάθος τα αχρηστεμένα βαγόνια, και να αντικρίζει ξανά μέσα στους καπνούς της μνήμης της την περήφανη κορμοστασιά του Αντώνη, την ίδια η δροσιά της νεότητας, που η τύχη τής δάνεισε για να σφραγίσει τη ζωή της, έστω και λίγο.



Πέμπτη 25 Απριλίου 2013

Κριτική της Έλλης στην ΑΥΓΗ


Το σιωπηρό ουρλιαχτό της κρίσης
Κουρμουλής Νίκος|
23.04.2013

Στη σκονισμένη ανασεμιά της καθημερινότητας, πίσω από τους πάγκους της λαϊκής, στα στενά διαμερίσματα της συνήθειας και της εγκαρτέρησης, ζει η Έλλη. Ένα θαυμάσιο αμάλγαμα κουλτούρας και επιβίωσης, ορμών και αναστολών, στην εποχή της βαθιάς ύφεσης.
Στις ράγες που διατρέχουν την Κωνσταντινουπόλεως, ένα βαγόνι όνειρα σταματημένο. Στις στέγες του Ρουφ αναστενάζουν θρύψαλα καημών. Στους παραδρόμους του Βοτανικού, στοιβαγμένοι μετανάστες και λάιφσταϊλ μπαράκια μιας χρήσης, αποκαλύπτουν μια Αθήνα στην εντατική. Εκεί, εναποθέτει η Έλλη το σεντούκι του βίου της. Εκεί ριζώνει και δεν θέλει επ' ουδενί να περάσει στις ανέσεις του μικροαστικού βολέματος.
Μια γυναίκα μόνη, περί των πενήντα χρόνων, δασκάλα και με γαλλική κουλτούρα, συμπληρώνει με άνεση τα προσόντα ενός χαρακτήρα, που θα έτρεφε ένα σικ μελόδραμα. Όμως ο Θεόδωρος Γρηγοριάδης κάνει ακριβώς το αντίθετο. Παίρνει ένα πρόσωπο απτό, σε προχωρημένο στάδιο αμφιθυμίας και το μετατρέπει σε ανιχνευτή της εξαχρείωσης που επιφέρει η κρίση.
Η Έλλη, μ' ένα πλούσιο πνευματικό οικοσύστημα και ανεπτυγμένο το αίσθημα της αλληλεγγύης, αδειάζει το περιεχόμενο της ψυχής της σιγά-σιγά, αποδημώντας προς άγνωστη κατεύθυνση. Το άσκοπο πήγαιν'-έλα της, οι ταξιδιωτικές αναπολήσεις της ελευθερίας της, βουλιάζουν στο καζάνι της αμφιβολίας για το κάθε τι. Μια κρίση που για τον λεπτογράφο Θεόδωρο Γρηγοριάδη παίρνει τη μορφή μιας βουβής, εσωτερικής κατάρρευσης. Κτήρια αφημένα, άνθρωποι που μετεωρίζονται πότε μπρος και πότε πίσω. Έτσι και η Έλλη. Ένα εκκρεμές που γενναιοδωρεί, δίχως να περιμένει ανταπόδοση.
Στο σκηνικό που χτίζεται μέσα από το βιβλίο, η πόλη είναι ντυμένη στα μαβιά. Η Έλλη θα συναντήσει έναν άντρα. Ένα αρσενικό που θέλει να νιώσει λίγη σπιτική ελευθερία. Ο Αντώνης είναι ένας πλάνητας με θράσος ευγενικό και ντόμπρο. Κρατείται όμως δέσμιος της οικογένειάς του. Σταδιακά, τα εμπόδια αίρονται και τα κλισέ συστρέφονται προς μια ενδόμυχη συνομιλία με τη γυμνή αλήθεια. Μια κρυφή αγωνία για επιβεβαίωση.
Επιδίωξη της Έλλης είναι να βγει από την απομόνωση. Βρίσκεται, αναπάντεχα, ερωτευμένη. Ένας έρωτας που θνήσκει, εμποδίζεται, σκοντάφτει, μα κάπου από μια χαραμάδα ανακαλύπτει τον δρόμο της διαφυγής και της ολοκλήρωσης. Ένας έρωτας που πραγματοποιεί σλάλομ, ενώ στέκεται αγέρωχος μέσα στις ποικίλες αδυναμίες του. Η επαφή έχει τις παραξενιές της, μεταξύ ανθρώπων που έχουν ματαιωθεί πλείστες όσες φορές στη ζωή τους και από διαφορετικές αφετηρίες. Πάνω στα σώματά τους βαραίνει το σημάδι της εξάντλησης. Ο συγγραφέας παιχνιδίζει στο ατέρμονο γαϊτανάκι της έλξης και της απώθησης. Χαράσσει ιμπρεσσιονιστικές πινελιές πάνω στην αντίθεση αγάπης και επιθετικότητας, που θα έλεγε και ο Νικόλαος Κάλας.
Η δυσανεξία της κρίσης πανταχού παρούσα. Πνευματικής, υλικής, υπαρξιακής, που τραντάζει συθέμελα συμπεριφορές. Ελάχιστα πράγματα από την ήδη κατεκτημένη γνώση, φτάνουν για να κλείσουν οι πληγές του νέου παραλογισμού. Τα όπλα του παλιού κόσμου φαντάζουν νεροπίστολα, μπροστά στη φενάκη του τσιμεντωμένου παρόντος. Ο Γρηγοριάδης ρίχνει φως εκεί που συνορεύει η απελπισία με την προσμονή. Αγκαλιάζει την αρνησικυρία των σωμάτων, ρίχνοντας τα στις θύελλες του καιρού μας. Η Έλλη, ένα παράφορο πλάσμα της επονομαζόμενης διπλανής πόρτας, που πασχίζει να ανακτήσει τον προσδιορισμό του, με οδοδείκτες την πίστη στον άνθρωπο και την ελπίδα.

Δευτέρα 1 Απριλίου 2013

Η Εύα Στάμου για το Μυστικό της Έλλης


Παρουσίαση στο protagon από την Εύα Στάμου

Ο έρωτας δεν είναι προνόμιο της νεότητας. Μπορεί να φαίνεται αυτονόητο, αλλά η νεολαγνεία που επικρατεί--συχνά για λόγους καταναλωτικούς--στις κοινωνίες της Δύσης, επιβάλει το γυναικείο σώμα που βρίσκεται στο επίκεντρο των καλών τεχνών, των ΜΜΕ και της λογοτεχνίας, να είναι νέο, όμορφο, αψεγάδιαστο.

Σπάνια οι σύγχρονοι πεζογράφοι επιλέγουν ως κεντρική ηρωίδα ενός μυθιστορήματος μία γυναίκα προχωρημένης μέσης ηλικίας. Ο Θόδωρος Γρηγοριάδης το τόλμησε με μεγάλη επιτυχία. Το πορτρέτο της κεντρικής ηρωίδας, που έχει περάσει τα πενήντα, είναι απόλυτα ρεαλιστικό, αναδεικνύοντας όψεις της γυναικείας ταυτότητας--όπως η σεξουαλικότητα και ο πόθος για έναν νεότερο ερωτικό σύντροφο--που εξακολουθούν να θεωρούνται ταμπού.

Ο Γρηγοριάδης τοποθετεί την ηρωίδα του στη σημερινή Αθήνα της φτώχειας, της ανεργίας και της μιζέριας, σε μία από τις πιο υποβαθμισμένες συνοικίες της πόλης, να περιβάλλεται από ανθρώπους που η κρίση έχει φέρει κοντά στην ψυχική και οικονομική εξαθλίωση. Η ίδια η κρίση, ωστόσο, λειτουργεί ως φόντο της ιστορίας, και δεν επικαλύπτει την εξέλιξη της πλοκής, τη διερεύνηση των αισθημάτων, τη σκιαγράφηση των κεντρικών χαρακτήρων και των δορυφόρων τους.

Η Έλλη ερωτεύεται έναν τριαντάχρονο άνεργο, παντρεμένο, και πατέρα μιας μικρής κόρης. Πρόκειται για μία σχέση που εξελίσσεται παρά τα εμπόδια ή ίσως και εξαιτίας τους, ένας έρωτας που λειτουργεί ως αντίδοτο στην κρίση και στις δυσκολίες της καθημερινότητας. Η ηρωίδα διαφυλάττει τη σχέση κρατώντας τη μυστική από το συγγενικό και φιλικό περιβάλλον της, όχι μόνο επειδή ο εραστής της έχει οικογένεια, αλλά κυρίως για να μην την ευτελίσει με απερίσκεπτα λόγια, να μη δώσει σε κανέναν το δικαίωμα να υποβιβάσει με σκέψεις φοβικές τη σημασία του βιώματός της.

Η στοχαστικότητα που χαρακτηρίζει την ιστορία, η ισορροπημένη, διαποτισμένη από κατανόηση και συμπόνια για όλους τους ήρωες ματιά του συγγραφέα, αποφεύγει την ωραιοποίηση της κατάστασης αλλά και την ενοχοποίηση των κεντρικών ηρώων για τις επιλογές τους, ακόμα κι όταν αυτές μοιάζουν ακραίες.

Οι λογοτεχνικοί χαρακτήρες, όπως και οι καταστάσεις που ζουν, έχουν αποδοθεί με πειστικότητα, οι διάλογοι είναι αληθινοί κι ανεπιτήδευτοι--ως αναγνώστης έχεις την αίσθηση ότι η διεισδυτική πένα του Θόδωρου Γρηγοριάδη αβίαστα περιγράφει μία ιστορία της οποίας υπήρξε μάρτυρας. Αυτό είναι το χαρακτηριστικό της καλής λογοτεχνίας: να δίνει την εντύπωση ότι ένα καλοδουλεμένο κείμενο γράφτηκε με μιαν ανάσα. Έτσι ακριβώς όπως διαβάζεται Το Μυστικό της Έλλης.


29/03/2013 www.protagon.gr




Τρίτη 12 Μαρτίου 2013

Ο Δημήτρης Αθηνάκης γράφει για την Έλλη


Οι εμμονές και οι παρενθέσεις του «Μυστικού της Έλλης»

Σε λίγα χρόνια, υποψιάζομαι, τα τεστ I.Q. θα εντάξουν την εξής δοκιμασία: «Το σπίτι είναι για τον άνθρωπο ό,τι για τις μητροπόλεις που καταρρέουν...». Η σωστή απάντηση; «Οι αντοχές ανθρώπων και υλικών». Καταρρέουν οι μητροπόλεις; Γιατί όχι; Με μια γρήγορη ματιά στο ίντερνετ, η «θλιπτική αντοχή» (διόλου τυχαία αναφορά) του σκυροδέματος, μόνου του, είναι τα πενήντα χρόνια. Γιατί να μην είναι τόση και των ανθρώπων;
Ας μικρύνουμε κι άλλο το μικροσκόπιο κι ας μεταφερθούμε στην Έλλη· την πενηντάρα καθηγήτρια Γαλλικών που αποφασίζει για τον ίδιο της τον εαυτό, λαμβάνοντας υπόψη τα πραγματικά δεδομένα της ζωής της. (Ρεαλισμός; Παραίτηση; Εφησυχασμός;) Στη λαϊκή της γειτονιάς της γνωρίζει τον Αντώνη. Άνεργος, οικογενειάρχης, στην πιο δημιουργική του ηλικιακή φάση, μικρότερος της Έλλης και λιγότερος των περιστάσεων· με μια σύζυγο στα πρόθυρα νευρικής κρίσης και με μια κόρη που λειτουργεί ως όχημα του συμβόλου του αενάως δημιουργούμενων αναξιοπαθούντων. Ένας Αντώνης διψασμένος και μια Έλλη που αδημονεί να ξαναδιψάσει. Ερωτεύονται; Βρίσκουν ο ένας στον άλλον ένα καταφύγιο; (Έρωτας· επανεμφανιζόμενη έννοια στον Γρηγοριάδη. Είτε ομοφυλοφιλικός είτε ετεροφυλοφιλικός είτε αμφιφυλοφιλικός, ο έρωτας στον συγγραφέα είναι πανταχού παρών – αλλά δεν πληροί πάντοτε τα πάντα.)
Και βέβαια, ο τόπος· στοιχείο που παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο στην ιστορία. Το Γκάζι, ο Κεραμεικός, ο Βοτανικός, το Ρουφ, τα όρια που τίθενται από τις σιδηροδρομικές γραμμές της Κωνσταντινουπόλεως, τα όρια της πόλης. Ο συγγραφέας βάζει το φυσικό όριο για να καθορίσει το ασφαλές πλαίσιο της εσωτερικής ή εξωτερικής κίνησης των ηρώων του, για να δοκιμάσει τα όριά τους.
Μία κατάκτηση του «Μυστικού της Έλλης», του ένατου μυθιστορήματος και του δωδέκατου βιβλίου του Θεόδωρου Γρηγοριάδη, είναι η πλέον πλήρης αποφυγή της διανοητικής κατασκευής. Ενώ και άλλοτε τα βιβλία του είχαν γερά κρατήματα στο πραγματικό, αυτή τη φορά εδράζονται μόνον εκεί. Τίποτα δεν έχει κατασκευαστεί, τίποτα δεν μπορεί να θεωρηθεί εξωφρενικό, τίποτα δεν μοιάζει εκτός του κόσμου τούτου.
Και τι είναι, άραγε, αυτός ο κόσμος; Είναι μια αδιάκοπη προσπάθεια επιβίωσης; Ή, μήπως, μία μάχη ενάντια στα κλισέ αλλά υπέρ του λογικώς αυτονόητου; Με τα κλισέ «παίζει» ο Γρηγοριάδης, αναδεικνύοντάς τα σε δεδομένα, ενώ, παράλληλα, αφήνει ένα ανοιχτό παράθυρο (κι άλλο κλισέ): Η κατανόηση της πολυπλοκότητας της ζωής είναι το μέλλον του κόσμου μας. Η αιτία, το παρελθόν του.
Και οι αναχωρήσεις· πάντοτε αυτές. Ό,τι κι αν λέμε, όλα τα διαρρηγνύει, σχεδόν πάντοτε στο έργο του Γρηγοριάδη, μία αναχώρηση. Εδώ, η μετανάστευση του Αντώνη και της οικογένειάς του. Άλλο ένα «καλή αντάμωση»· άλλη μία διάρρηξη μιας κάποιας κανονικότητας· άλλη μία δοκιμασία σε μια μητρόπολη που καταρρέει.
Οι άνθρωποι φεύγουν. Για τη λογοτεχνία, δεν ξέρω. Ξέρω όμως ότι Γρηγοριάδης, μέσα από τις λογοτεχνικές εμμονές του, απελευθερώνει τον ορθό λόγο και δυναμιτίζει το θυμικό. Όπως άλλωστε και η Έλλη του.

Δημήτρης Αθηνάκης

Δημοσιεύτηκε στις 6μέρες 9/3/13

Πέμπτη 7 Μαρτίου 2013

H anagnostria γράφει για το Μυστικό της Έλλης


http://www.anagnostria.blogspot.gr/

Το μυστικό της Έλλης

Ποια η διαφορά ανάμεσα σε μια κοινή φωτογραφία, σαν αυτές που ο καθένας από μας βγάζει σαν ενθύμιο από ένα ταξίδι, μια οικογενειακή στιγμή ή άλλο αξιομνημόνευτο γεγονός και την καλλιτεχνική φωτογραφία που είναι έργο τέχνης, τη βλέπουμε σε εκθέσεις, διαγωνισμούς ή διακοσμούμε μ' αυτή χώρους; Και περαιτέρω, ποια η διαφορά ανάμεσα στην καλλιτεχνική φωτογραφία κι ένα αξιόλογο πίνακα ζωγραφικής που είναι μια εξαρχής δημιουργία του καλλιτέχνη;
Το μυθιστόρημα του Θεόδωρου Γρηγοριάδη "Το μυστικό της Έλλης" (Πατάκης 2012) μου φάνηκε ότι δεν είναι μια ερασιτεχνική φωτογραφία, ούτε όμως πίνακας ζωγραφικής. Μοιάζει μάλλον με την καλλιτεχνική φωτογραφία. Ωραίο, αλλά πάντα μια φωτογραφία.
Ο Γρηγοριάδης "φωτογραφίζει" λογοτεχνικά τη ζωή μιας ανύπαντρης πενηντάρας καθηγήτριας γαλλικών, φωτογραφίζοντας ταυτόχρονα μια γειτονιά της σύγχρονης Αθήνας. Είναι μια υποβαθμισμένη περιοχή των νοτιοδυτικών προαστίων, στο Ρουφ και το Βοτανικό, που τη διασχίζουν οι γραμμές του τρένου. Με θλιβερές πολυκατοικίες, κλειστές βιοτεχνίες, μελαγχολικά μπαλκόνια, ερημωμένα κτήρια κι ανάμεσά τους τα μπαράκια και οι ενοχλητικές μουσικές τα βράδια. Μέσα σ' αυτό το σκοτεινό σκηνικό, με  τη θλίψη να γίνεται πιο έντονη λόγω της οικονομικής κρίσης και της ανεργίας, διαδραματίζεται η ιστορία.
Πρωταγωνίστρια της ιστορίας η Έλλη. Πρωτοδιορίστηκε στη Λήμνο, εργάστηκε για τρία χρόνια στο Ζαΐρ, έκανε το μεταπτυχιακό της στο Παρίσι, είχε διάφορους ερωτικούς συντρόφους, τώρα όμως ζει μόνη, ανύπαντρη από επιλογή και διδάσκει στο κοντινό Γυμνάσιο. Οι φίλες που την τριγυρίζουν, συνάδελφοι οι περισσότερες, βρίσκονται περίπου στην ίδια ηλικία και κατάσταση. Οι κοινές έξοδοι, πότε σ' ένα μπαράκι, πότε σε μια πολιτιστική εκδήλωση, δεν είναι αρκετές για να φωτίσουν τη ζωή τους, τη μελαγχολία τους, τη μοναξιά τους. Το σχολείο, υποβαθμισμένο κι αυτό, δεν τους δίνει καμιά ικανοποίηση και παρά τη βεβαιότητα του, έστω και περικομμένου μισθού, συχνά σκέφτονται τη συνταξιοδότηση.
Η ζωή και οι αποφάσεις της Έλλης όμως ανατρέπονται από την εμφάνιση ενός άντρα που εισβάλλει ξαφνικά στη μοναξιά της. Είναι ο κατά είκοσι χρόνια νεότερός της Αντώνης, εργοδηγός, άνεργος για την ώρα, παντρεμένος, μ' ένα κοριτσάκι της έκτης δημοτικού. Δεν είναι πολύ ξεκάθαρο γιατί αυτός ο νέος, όμορφος άντρας συνδέεται με την πενηντάρα Έλλη. Αφήνεται όμως να νοηθεί ότι τα ψυχολογικά προβλήματα της γυναίκας του τον κάνουν ν' αποζητά αλλού ηθική στήριξη και συμπαράσταση. Ίσως και γιατί, υιοθετημένος ο ίδιος, δεν είχε γνωρίσει τη στοργή και την αγάπη της μητρικής αγκαλιάς.
Η ζωή της Έλλης γεμίζει από την προσμονή, το μοίρασμα, τη συντροφικότητα. Τη σχέση της κρατάει μυστική από όλο το περιβάλλον, τις φίλες της,  τον ηλικιωμένο και άρρωστο πατέρα της, την αδελφή της. Σταδιακά γνωρίζεται με τη γυναίκα και την κόρη του Αντώνη, στην οποία προσφέρεται να κάνει ιδιαίτερο μάθημα γαλλικών. Σιγά-σιγά εμπλέκεται ολοένα και περισσότερο με την οικογένειά του  ωθούμενη από γνήσιο ενδιαφέρον για βοήθεια, χωρίς να υποκινείται από κανένα ιδιοτελές συμφέρον.
Η ψυχολογία της ανύπαντρης μεσήλικας γυναίκας, που βλέπει ίσως μια τελευταία αναλαμπή στην ερωτική της ζωή, αποδίδεται με πειστικότητα από τον συγγραφέα. Είναι χαρακτηριστική η αγάπη της Έλλης για  τα παιδιά. Εκτός από την κόρη του Αντώνη, τη στοργική της φροντίδα εκδηλώνει και για τη μικρή της ανεψιά, για ένα παιδί που είχε γνωρίσει στο Ζαΐρ, ακόμα και για δυο μικρές μουσουλμάνες της γειτονιάς της.
Ένα ενδιαφέρον, σύγχρονο μυθιστόρημα, στο οποίο δίνεται ένα ρεαλιστικό, αναμενόμενο τέλος, επαναφέροντας τα πράγματα στην ήρεμη μελαγχολία που για λίγο διέκοψε η εισβολή του Αντώνη στη ζωή της Έλλης.

1/2/2013

Δευτέρα 4 Μαρτίου 2013

Συνέντευξη στο Διάστιχο


Δευτέρα, 04 Μάρτιος 2013 13:07
ΕΛΛΗΝΕΣ
ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΑΔΗΣ συνέντευξη στον Ελπιδοφόρο Ιντζέμπελη
Ο Θεόδωρος Γρηγοριάδης εμφανίστηκε στα γράμματα το 1990 με το μυθιστόρημα Κρυμμένοι άνθρωποι. Χαρακτηριστικά του, η πρωτοτυπία των θεμάτων και ο ιδιαίτερος τρόπος που τα επεξεργάζεται και τα κάνει προσιτά στους αναγνώστες. Τα συναντάμε και στο νέο του μυθιστόρημα, Το μυστικό της Έλλης, όπου πλάθει μια ερωτική ιστορία με φόντο το μικρόκοσμο του Ρουφ και του Βοτανικού. Η συνάντηση της Έλλης με ένα νεότερο άντρα, τον Αντώνη, γίνεται αιτία να αναπτύξουν μια σχέση η οποία είναι και για τους δύο κάτι το καινούργιο και διαφορετικό από τις εμπειρίες που είχαν στην ως τώρα ζωή τους. Η ζεστασιά, η τρυφερότητα, η ανάγκη να βοηθήσεις τον άλλο είναι μηνύματα που περνούν μέσα από τις σελίδες του βιβλίου.
Το μυστικό της Έλλης είναι το ένατο μυθιστόρημά σας. Αλήθεια, πώς ξεκίνησε η όλη ιδέα της συγγραφής του βιβλίου;
Μια ιδέα είναι πάντα η αρχή, εδώ ήταν η φράση μιας γυναίκας μετά τα πενήντα, όταν την άκουσα να λέει ότι έχει τελειώσει με τον έρωτα και τους άντρες. Προσπάθησα να τη φανταστώ και να της δώσω την ευκαιρία να το ξανασκεφτεί, πλάθοντας μια μυθιστορηματική σχέση. Ταυτόχρονα με ενδιέφερε να μιλήσω για τον έρωτα και τις ανθρώπινες σχέσεις όπως διαμορφώνονται στην εποχή της οικονομικής κρίσης. Είχα ανάγκη να γράψω ένα ζεστό, ανθρώπινο κείμενο, που να προσφέρει μια ανάσα στην κατάθλιψη και την κατήφεια των ημερών.
Η Έλλη είναι μια γυναίκα με πλούσιο συναισθηματικό κόσμο, που κυκλοφορεί καθημερινά δίπλα μας. Γιατί όμως κανένας άντρας δεν την προσέχει;
Μια γυναίκα στα πενήντα δεν αποτελεί στόχο των αντρικών βλεμμάτων. Ακριβώς όμως ο εσωτερικός κόσμος της ηρωίδας, η γενναιοδωρία της, η προσφορά της για τον άλλο, την καθιστά σημαντική. Ο νεότερός της Αντώνης την προσέχει εξαρχής. Αυτός είχε το μάτι να ξεχωρίσει και να διακρίνει την ουσία, την αύρα της.
Η γνωριμία της Έλλης με τον Αντώνη περιέχει τα στοιχεία μιας απροσδόκητης γνωριμίας. Μήπως αυτό το γεγονός δεν επιβεβαιώνει το ότι όπου υπάρχει κόσμος οι σχέσεις των ανθρώπων γίνονται και εγγύτερες;
Σαφώς όπου κόσμος και χαρά και αγάπη και γνωριμία. Το μόνο αντίδοτο στη μοναξιά και στη θλίψη είναι η κοινωνικότητα. Δυστυχώς υπάρχουν ακόμη άνθρωποι που βγαίνουν έξω κάνοντας επίδειξη το μισανθρωπισμό τους.
Του Αντώνη του αρέσει να τρώει τηγανητά ψάρια. Κάτι που του έχει απαγορεύσει με τον τρόπο της η γυναίκα του. Η απαγόρευση δε φέρνει πάντοτε μια δυσαρέσκεια που συνήθως οδηγείται στην αμφισβήτηση ή και τη σύγκρουση;
Τα τηγανητά ψάρια στο μυθιστόρημα αποτελούν ένα στοιχείο της νεύρωσης της Νατάσας, της νέας Ελληνίδας που δεν αντέχει την κουζίνα και την οικογενειακή δέσμευση. Παράλληλα είναι και η αφορμή για να μιλήσει ο Αντώνης στην Έλλη. Οι αφορμές, όπως ξέρουμε, δεν κρύβουν και την αιτία.
Διαβάζοντας για τη σχέση της Έλλης με τον Αντώνη αλλά και με την υπόλοιπη οικογένειά του, δηλαδή τη Βιολέτα και τη Νατάσσα, είναι σαν να μας φωτίζετε μέσα από την κλειδαρότρυπα σκηνές από μια ελληνική οικογένεια. Είναι η περιγραφή ίδια με αυτή που υπάρχει στην πραγματικότητα;
Πράγματι μελέτησα όσο μπορούσα την ελληνική οικογένεια για αυτό το βιβλίο. Ας μην ξεχνάμε την πρώτη φράση της Άννας Καρένινα: «Οι ευτυχισμένες οικογένειες είναι ίδιες κι απαράλλαχτες, όμως κάθε δυστυχισμένη οικογένεια τη βαραίνει η δική της, η ιδιαίτερη δυστυχία»… Μια τέτοια οικογένεια είναι και του Αντώνη, όχι ακριβώς δυστυχισμένη αλλά σίγουρα διαφοροποιημένη. Η ρεαλιστική αφήγηση στη λογοτεχνία είναι ένα κρυφό μάτι, μια κάμερα. Άλλωστε γράφουμε παρατηρώντας τους άλλους και κρυφακούοντας τις ζωές των άλλων. Σε αυτό το μυθιστόρημα επέλεξα αυτή τη γραφή, για να μιλήσω για τη ζωή και την καθημερινότητα με την ίδια τη γλώσσα τους.
Η Έλλη διαβάζει, ακούει μουσική, ράβει, έχει πολλά ενδιαφέροντα. Ο Αντώνης όμως; Τι είναι αυτό που τον κάνει να είναι γοητευτικός στις γυναίκες και πιο πολύ ακόμα στην Έλλη;
Μερικές φορές η έλλειψη ενδιαφερόντων καθιστά έναν άνθρωπο πολύ πιο ουσιαστικό. Αντιθέτως τα πολλά ενδιαφέροντα δείχνουν μια αναπλήρωση, μια ψυχαναγκαστική προσήλωση. Ο Αντώνης είναι ένας αρρενωπός, όμορφος και ανασφαλής άντρας. Ό,τι πρέπει για μια καλά οπλισμένη και διαβασμένη γυναίκα.
Μου άρεσαν κατά την ανάγνωση του μυθιστορήματος οι περιγραφές που κάνετε στην Αθήνα. Δεν φωτίζετε μόνο τα αρνητικά σημεία της πόλης αλλά και τα θετικά της. Τι σας αρέσει εσάς από την πρωτεύουσα;
Η Αθήνα όπου επέλεξα να κυκλοφορώ είναι περιορισμένης έκτασης. Από τη Νέα Σμύρνη μέχρι την Ομόνοια και τον Κεραμεικό, το Θησείο, τα Εξάρχεια, το παραδοσιακό κέντρο, αυτό που θα λέγαμε ο δήμος Αθηναίων. Ένταση, ζωή, βουή, αναρχία αλλά και πολυπολιτισμικότητα, πολυφωνία. Νησίδες πολιτιστικές. Εξάλλου και οι περισσότεροι φίλοι μου σε αυτό το κομμάτι της πόλης ζούνε. Οι συνοικίες της με αφήνουν αδιάφορο. Δεν τις έχω περιγράψει ποτέ γιατί μου θυμίζουν άνευρες επαρχιακές πόλεις. Ακόμη η Νέα Σμύρνη, όπου ζω, και θεωρείται από τις πιο ευπρεπείς, δεν έχει αναφερθεί στα βιβλία μου. Φυσικά η ευπρέπεια δεν είναι κίνητρο για το χώρο περιγραφής ενός μυθιστορήματος.
Μέσα στη δίνη της καθημερινής ρουτίνας αλλά και των οικονομικών προβλημάτων η Έλλη στέκει αγέρωχη αλλά και θα έλεγα έχει μια ωραία στάση ζωής. Αυτό δεν είναι και μια παρηγοριά για τους συμπολίτες μας;
Βέβαια, η Έλλη είναι ένα μοντέλο επιβίωσης, προσφοράς και θυσίας. Τρυφερή φίλη, μάνα και καλή συμπολίτισσα. Ο Αντώνης τής δίνει τη δυνατότητα να ξαναβρεί και τον ερωτικό της εαυτό και εκείνη δίνει στους αναγνώστες μια ανάσα θετικής σκέψης.
Γράφετε χρόνια μυθιστορήματα αλλά και διηγήματα. Η σημερινή οικονομική κρίση έχει επηρεάσει την έκδοση των βιβλίων. Τι πρέπει να κάνει όμως ένας νέος συγγραφέας που θέλει να εκδώσει το βιβλίο του;
Να συνεχίσει να γράφει. Η έκδοση είναι το τελευταίο στάδιο μιας δημιουργικής φάσης. Τώρα μπορεί κανείς να εκδίδει από όποιον τόπο θέλει. Επίσης μπορεί να δημοσιεύει κείμενα στο διαδίκτυο και να δημιουργήσει μια αναγνωστική υποδομή. Κανένας καλός νέος συγγραφέας δεν πήγε χαμένος στις μέρες μας. Σίγουρα η κρίση επηρεάζει πολύ τα εκδοτικά, όμως οι εκδότες ανέκαθεν ήταν δραστήριοι γιατί ελάχιστα συσχετίζονταν με το κράτος και την έννοια του δημοσίου. Από τον άλλη οι αμελείς αναγνώστες χρησιμοποιούν την κρίση πια ως άλλοθι. Ένα βιβλίο δεν είναι το ακριβότερο καταναλωτικό ή πολιτιστικό αγαθό. Καθόλου μάλιστα. Κλείνουν μικρά βιβλιοπωλεία και στη θέση τους ανοίγουν μόνον καφέ.
Πέρα από συγγραφέας είσαστε και βιβλιοκριτικός. Η μια ιδιότητα βοηθάει την άλλη;
Παρουσιάζω κυρίως μεταφρασμένα μυθιστορήματα στο Βιβλιοδρόμιο στα ΝΕΑ, σε λογοτεχνικά περιοδικά και στο προσωπικό μου blog, στο http://teogrigoriadis.blogspot.gr. Αυτό με βοηθάει να διαβάζω περισσότερο. Σαφώς και το διάβασμα αποτελεί την πνευματική διατροφή του συγγραφέα αλλά και εγώ φροντίζω στις παρουσιάσεις βιβλίων να είμαι κατανοητός όπως θα ήθελα να με διαβάζουν κι εμένα.
Για ένα μεγάλο διάστημα ήσασταν στη Δημόσια Βιβλιοθήκη των Σερρών. Ποια είναι η εμπειρία σας από αυτή σας τη δραστηριότητα;
Σπουδαία εμπειρία. Είχα επαφή με ενήλικο αναγνωστικό κοινό, με σχολεία, διοργανώνοντας λογοτεχνικά σεμινάρια, με ομάδες ανάγνωσης και μια κινηματογραφική λέσχη όπου παίζαμε ταινίες που βασίστηκαν σε μυθιστορήματα. Επίσης φτιάξαμε έναν πολύ ενημερωμένο διαδικτυακό τόπο, τον www.serrelib.gr. Μια βιβλιοθήκη πρέπει είναι μια όαση για κάθε πόλη και θα έπρεπε να την προστατεύουν οι πάντες. Δεν μπορείτε να φανταστείτε πόσο πολύ ο κόσμος δανείζεται βιβλία, αυτό με εξέπληξε από την πρώτη στιγμή.
Ποιο βιβλίο έχετε δίπλα στο μαξιλάρι σας;
Ποτέ δε διαβάζω στο κρεβάτι αλλά σε μια ανατομική πολυθρόνα στο σαλόνι. Ούτε διαβάζω ένα βιβλίο μόνον. Πρωινά αρχίζω με ποίηση. Απόγευμα με μυθιστόρημα, ενδιάμεσα με δοκίμιο. Τελειώνω το μυθιστόρημα της πρωτοεμφανιζόμενης Σωτηρίας Μαραγκοζάκη Ο ύπατος της Σμύρνης και την καινούργια ποιητική συλλογή του Δημήτρη Αθηνάκη Δωμάτιο μικρών διακοπών. Ο νέος Αμερικανός συγγραφέας Teju Cole μου έκανε καλή εντύπωση. Την καινούργια ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ την απολαμβάνω, όπως και το νέο τεύχος τηςΠΟΙΗΤΙΚΗΣ. Όσο για ξένη λογοτεχνία, περιμένουν τα αδιάβαστα του Φίλιπ Ροθ και του Τζόζεφ Ροτ. Τους διαβάζω εναλλάξ. Α, και ο Ενρίκε Βίλα Μάτας, μεγάλη απόλαυση!
Το μυστικό της Έλλης Θεόδωρος Γρηγοριάδης ΠατάκηςΤο μυστικό της Έλλης
Θεόδωρος Γρηγοριάδης
Πατάκης
272 σελ.
Τιμή € 14,00

Πέμπτη 28 Φεβρουαρίου 2013

Η ΕΛΛΗ στις ΣΕΡΡΕΣ


ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ

Ο ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΦΙΛΩΝ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗΣ ΣΕΡΡΩΝ
Οι Εκδόσεις Πατάκη
Και τα Βιβλιοπωλεία ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ

Σας προσκαλούμε στην παρουσίαση του νέου βιβλίου
Του τέως συνεργάτη της Δημόσιας Βιβλιοθήκης Σερρών
Συγγραφέα Θεόδωρου Γρηγοριάδη
“Το μυστικό της Έλλης”
Δευτέρα 4 Μαρτίου 2013 στις 20:00
Στο αμφιθέατρο «Γεώργιος Καφταντζής» της Δημόσιας Βιβλιοθήκης Σερρών
Για το βιβλίο θα μιλήσει και θα διαβάσει αποσπάσματα ο συγγραφέας
Η παρουσία σας θα τιμήσει το Σύλλογό μας και το συγγραφέα

Ο Πρόεδρος του Συλλόγου
Πασχάλης Λογαρνές
ΑΦΙΣΑ.jpgΑΦΙΣΑ.jpg
159K   View   Share   Download  

Δευτέρα 18 Φεβρουαρίου 2013

Κριτική για την Έλλη


Ο blogger Πατριάρχης Φώτιος, 

Το ελληνικό μυθιστόρημα στα καλύτερά του

 


Γιατί θεωρώ αυτό το βιβλίο ένα από τα καλύτερα που κυκλοφόρησαν μέσα στο 2012; Γιατί η λογοτεχνία οφείλει να προχωρά σε αναψηλάφηση του κόσμου, αλλά να μην απαξιώνει τον αναγνώστη και τις ανάγκες του, να καινοτομεί μορφολογικά όσο μπορεί, και, αν χρειάζεται, προκειμένου να πραγματευθεί το θέμα της, να είναι σε θέση να γυρίσει σε πιο κλασικές μορφές, όταν η βασική της ιδέα μπορεί να δοθεί με πιο ρεαλιστικά μοτίβα. Και κυρίως επειδή το παραδοσιακό σχήμα αφήγησης μπορεί να συνδυάσει απόλαυση και περίσκεψη, άνετη ανάγνωση και βαθύτερους προβληματισμούς για τη φύση των ανθρώπινων σχέσεων. 


Ο Γρηγοριάδης δεν γράφει ένα έργο που “γκαζώνει” στην ανηφόρα, δεν τρέχει με κινηματογραφική ταχύτητα, δεν ανοίγει ρηξικέλευθους δρόμους αισθητικής ανανέωσης. Κάνει όμως κάτι πολύ πιο ουσιαστικό, αν στοχεύουμε σε μια λογοτεχνία αυτογνωσίας. Θέτει μια οριακή όσο και πιθανή περίπτωση, συνηθισμένη σε μια κοινωνία ανοχής, και πάνω σ’ αυτήν δοκιμάζει την ψυχολογία του ανθρώπου. 

Η πρωταγωνίστρια, η Έλλη, έμαθε, λίγο πολύ σκόπιμα, να ζει μόνη της, να έχει συμβιβαστεί σε μια καθημερινότητα που περιλαμβάνει τη δουλειά της ως καθηγήτρια γαλλικών σε σχολείο των δυτικών περιοχών της Αθήνας, τις εξόδους με τις φίλες της και τον οικογενειακό της κύκλο που περικλείει τον πατέρα της και την αδελφή της. Πενηντάρα πλέον δεν αναζητά συγκινήσεις, ώσπου ένας τριαντάρης παντρεμένος, ο Αντρέας, που είναι άνεργος, την πλησιάζει και με ανεπαίσθητα βήματα γίνεται κομμάτι της ζωής της. Ο έρωτας, αν είναι έρωτας αυτό το δόσιμο με διστακτικά βήματα, δεν τη συνεπαίρνει, όπως θα την σάρωνε αν δεν υπήρχαν αντικειμενικά εμπόδια, αλλά η ηρωίδα τουλάχιστον βρίσκει ξανά τη σωματική επαφή και την ουσιαστική έγνοια για έναν άλλο άνθρωπο. Και μάλιστα όχι μόνο για τον ίδιο τον Αντρέα αλλά και για την κόρη του, Βιολέτα, όπως και αργότερα για τη γυναίκα του και τον αδελφό της. 

Το πρώτο βυθόμετρο κατεβαίνει στην ψυχολογία της Έλλης, για να μετρήσει πόσες αντοχές έχει η μονήρης ζωή της, πόσο θα αλλάξει τον καθημερινό της βίο και κυρίως πόσο θα μπει το μικρόβιο του έρωτα και θα πλήξει ζωτικά κύτταρα του οργανισμού της. Η ψυχογραφία δεν γίνεται –ευτυχώς!– με συγκεχυμένες αυτοαναλύσεις, αλλά με τις συνθήκες που η ίδια η αφήγηση θέτει, καθώς κλιμακωτά η νέα κατάσταση εισχωρεί στη συνείδηση αλλά και στην ζωή της. Το εγώ διαθλάται μέσα στον άλλο, όχι στον πάγια και όμαιμα αναπόσπαστο πατέρα, αλλά στον ξένο που δεν μπορεί να απαιτήσει τίποτα. 

Η Έλλη αποκτά ένα μυστικό, μια δεύτερη ζωή που δεν αλλοιώνει την πρώτη αλλά της δίνει το απαραίτητο τράνταγμα για να πάψει να είναι στάσιμη, να ενεργοποιήσει νεκρωμένα κύτταρα και να ξαναδεί τον εαυτό της ως ζωντανό κομμάτι μιας πάλλουσας κοινωνίας. Εμείς όλοι που πιάνουμε στα χέρια μας το βιβλίο, βλέπουμε από την πρώτη στιγμή ότι ο συγγραφέας ξέρει να κρατά τον ρυθμό, να υποτάσσει τη γλώσσα στις ανάγκες της ιστορίας και να προσεγγίζει την ευαίσθητη ψυχολογία των προσώπων του με τη δέουσα προσοχή. 

www.in2life.gr, 12/2/212

Σάββατο 26 Ιανουαρίου 2013

Ανασκόπηση ελληνικής λογοτεχνίας στα ΝΕΑ

ΒΙΒΛΙΟΔΡΟΜΙΟ

Σάββατο, 26 Ιανουαρίου 2013

Το γάλα των ισχνών αγελάδων

Νευρική κινητικότητα, περισυλλογή, τάσεις αναπροσανατολισμού και περισσότερα του συνήθους αξιοπρόσεκτα βιβλία μέσα στο αναπάντεχα μεγάλο, για τις σημερινές συνθήκες, πλήθος των καινούργιων τίτλων χαρακτήρισαν την ελληνική πεζογραφική παραγωγή του 2012

Του Δημοσθένη Κούρτοβικ


Αμείωτη,  παρά το αναμενόμενο, εμφανίζεται η ελληνική πεζογραφική παραγωγή, αν και δεν έχουμε ξεκάθαρη εικόνα για το πόσο αυτό ανταποκρίνεται στη ζήτηση του κοινού (ας όψεται η κρυψίνοια των εκδοτών). Πολλοί συγγραφείς μας μάλιστα δημοσιεύουν ολοένα συχνότερα, σε ιλιγγιώδεις πια ρυθμούς, χωρίς να διακρίνεται στα βιβλία τους κάποιος αποχρών λόγος γι' αυτό, αν η αγωνία της λογοτεχνικής αναζήτησης εξακολουθεί να είναι αποχρών λόγος. Μάλλον άλλου είδους αγωνία τούς κινεί. Η κατά Μάγια συντέλεια του κόσμου μπορεί να μη συνέβη, αλλά σ' εμάς η Κρίση φροντίζει για τη διατήρηση ενός κλίματος επικείμενου τέλους, όπου φαίνεται πως βρίσκει ειδική εφαρμογή η λαϊκή ρήση «ό,τι φάμε, ό,τι 
π(ι)ούμε...».
Παρ' όλα αυτά, η χρονιά που πέρασε υπήρξε πιο ενδιαφέρουσα από τις προηγούμενες, προπαντός σε ό,τι αφορά τη μεγάλη φόρμα (μυθιστόρημα, νουβέλα κ.λπ.). Ανάμεσα στο πλήθος των ασήμαντων ή αδιάφορα «καλών» βιβλίων ήταν περισσότερα από άλλες φορές εκείνα που πρόδιναν ειλικρινείς, σοβαρούς, ακόμα και καινούργιους προβληματισμούς, ανεξάρτητα από το βάθος της σύλληψης ή τον βαθμό της λογοτεχνικής ολοκλήρωσής τους. Μερικά από αυτά νομίζω πως είναι ορόσημα, αν όχι στην πορεία της πεζογραφίας μας, τουλάχιστον στην πορεία των συγγραφέων τους.

Το ερώτημα που αυθόρμητα έρχεται πρώτο στα χείλη ενός εξωτερικού παρατηρητή είναι πώς επεξεργάζεται η λογοτεχνία μας το εκρηκτικό θέμα της Κρίσης. Η απάντηση είναι ότι σε γενικές γραμμές δεν το επεξεργάζεται ή, αν το κάνει, αυτό δεν έχει ακόμα φανεί. Οι αντιδράσεις της κυμαίνονται συνήθως ανάμεσα στο χονδροειδές όσο και αφελές κήρυγμα (Γιάννης Μακριδάκης «Το ζουμί του πετεινού») και το ουσιαστικά τουριστικό βλέμμα ενός περιπατητή (Χρήστος Χρυσόπουλος «Φακός στο στόμα»). Είχαμε, όμως, το πρώτο δείγμα αληθινής αφομοίωσης του θέματος στον οργανισμό μιας ιστορίας με το συγκινητικό μυθιστόρημα του Θόδωρου Γρηγοριάδη «Το μυστικό της Ελλης», που υποδηλώνει και τη δυνατότητα ψυχικής αναγέννησης με (έμμεσο) καταλύτη την Κρίση.
Αρκετά μυθιστορήματα της προηγούμενης χρονιάς εστίασαν σε γεγονότα ή φάσεις της μεταπολεμικής Ιστορίας μας που, στην προοπτική του μύθου αυτών των βιβλίων, μοιάζουν να προαναγγέλλουν τη σημερινή κατάπτωση. Τα προσέγγισαν από πολιτική σκοπιά, όπως το εντυπωσιακό «Χαστουκόδεντρο» του Αρη Μαραγκόπουλου, από ηθική σκοπιά, όπως το (κάπως αμήχανο, είναι αλήθεια) «Χορεύουν οι ελέφαντες» της Σοφίας Νικολαΐδου ή το καλογραμμένο, αλλά ως θεματική ιδέα παρωχημένο «Ο κίτρινος στρατιώτης» του Ανδρέα Μήτσου, είτε πάλι παρακολουθώντας τη διαδρομή στον χρόνο μιας παρέας νέων, όπως το επιτηδευμένο και μάλλον πομπώδες «Τα παιδιά του Κάιν» του Νίκου Παναγιωτόπουλου ή το πιο πηγαίο κι αισθαντικό, μολονότι άνισο, «Μείνε για λίγο όταν θα έχουν φύγει όλοι» του νεότερού του Δημήτρη Οικονόμου. Η γενική αίσθηση είναι αυτή μιας νοσηρής πραγματικότητας στον τόπο μας, μια από τις πιο αποκρουστικές όψεις της οποίας προβάλλει μέσα από τη νουβέλα του Θανάση Σκρουμπέλου «Η ιστορία της Βέλβετ Παλμ», το πρώτο πεζογράφημα που τοποθετεί στο επίκεντρό του τη βίαιη εκπόρνευση κι εκμετάλλευση αλλοδαπών γυναικών στην Ελλάδα με τη συνενοχή ή την ανοχή μεγάλου μέρους της ελληνικής κοινωνίας.

Μιλώντας για Ιστορία, έγινε αισθητή γι' άλλη μια φορά η αδυναμία της πεζογραφίας μας να παραγάγει από τις ιστορικές περιπέτειες της Ελλάδας έναν μύθο που να υπερβαίνει την πραγματολογική αφορμή του. Ο Σπύρος Γόγολος με το «Στην καρδιά της αυτοκρατορίας» και ο Βασίλης Τσιράκης με το «Σελανίκ» επιχείρησαν αξιέπαινα, κυρίως ο πρώτος, να φωτίσουν την περίοδο των Βαλκανικών πολέμων με περισσότερες αποχρώσεις απ' όσες θέλουν τα εθνικά στερεότυπά μας, αλλά τελικά δεν πέτυχαν πολύ περισσότερα από το να παραθέσουν, απλώς, πληροφοριακό ιστορικό υλικό χυμένο σε ισχνές ιστορίες με σχηματικούς χαρακτήρες. Κάτι παρόμοιο έκανε ο Βαγγέλης Ραπτόπουλος με τα Δεκεμβριανά του 1944 στο «Η πιο κρυφή πληγή», όπου η ερωτική ιστορία του μύθου δεν δένει με το ιστορικό γεγονός. Σε τελείως διαφορετική κατεύθυνση, ο Θανάσης Βαλτινός συγκέρασε ιστορική και ιδιωτική μνήμη στον υποβλητικό «Ανάπλου» του (αν κι έχω την εντύπωση ότι τέτοιου τύπου αναπαραστάσεις των δεκαετιών του 1940 και του 1950 έχουμε διαβάσει επανειλημμένα στην πεζογραφία μας, έστω λιγότερο περίτεχνες).
Υπήρξαν βιβλία που διαβάζονταν ευχάριστα χάρη στην ευφάνταστη πλοκή τους (Χρήστος Χωμενίδης «Ο κόσμος στα μέτρα του») ή την αναρχίζουσα ευφυολογία τους (Αύγουστος Κορτώ «Ο άνθρωπος που έτρωγε πολλά»), αλλά έμοιαζαν να προέρχονται από μια προηγούμενη φάση της λογοτεχνίας μας. Υπήρξαν και καθαρές αποτυχίες συγγραφέων που είχαν δώσει πολύ αξιόλογα έργα στο παρελθόν, αλλά υποψιάζομαι ότι έχουν εξαντλήσει τις πηγές της έμπνευσής τους (Δημήτρης Μίγγας «Πλωτά νησιά») ή, με περισσότερη σιγουριά, ότι επιχείρησαν να υβριδοποιήσουν με αρκετά αβανταδόρικη πρόθεση ανόμοια θέματα (Τηλέμαχος Κώτσιας «Ο χορός της νύφης», Νίκη Αναστασέα «Πολύ χιόνι μπροστά στο σπίτι»). Η αναρχική γραφή του Σάκη Σερέφα, δραστική σε άλλα κείμενά του, οδηγήθηκε σε αδιέξοδο μπροστά στην υπόθεση Παγκρατίδη, του υποτιθέμενου Δράκου του Σέιχ Σου («Ο Θεός αυτοπροσώπως»).

Φιλόδοξο και, τουλάχιστον για τα ελληνικά δεδομένα, πρωτότυπο το «Ισλα Μπόα» του Χρήστου Αστερίου, γύρω από την καταστροφική εξέλιξη ενός τηλεπαιχνιδιού με προσομοίωση της ζωής ναυαγών σ' ένα ερημονήσι, ήταν ένα από τα λίγα ελληνικά μυθιστορήματα με θέμα οικουμενικής εμβέλειας. Ατυχώς, ο συγγραφέας παρασύρθηκε από τα εξωτερικά στοιχεία της ιστορίας του, ενώ και η τεχνική που χρησιμοποίησε ήταν προβληματική. Ιδιαίτερο, με διαφορετικό τρόπο, και λογοτεχνικά πιο αρτιωμένο, το απολαυστικό «Ο αναγνώστης του Σαββατοκύριακου» του Δημήτρη Φύσσα στηρίχτηκε σ' ένα έξυπνο μυθοπλαστικό εύρημα για ν' αναπτύξει ενδιαφέρουσες σκέψεις γύρω από τον ρόλο της λογοτεχνίας και τη σημασία της στη ζωή των ανέκαθεν, όψιμων ή υποψήφιων, φιλαναγνωστών. Το μικρό αυτό μυθιστόρημα δείχνει ήδη προς την υπέρβαση του ίδιου του μυθιστορήματος, όπως το γνωρίζουμε ως είδος, μέσα από τη συγχώνευσή του με το δοκίμιο ή και με άλλα είδη.
Αυτή η τάση αναγγέλλεται και από δύο άλλα ξεχωριστά βιβλία της περασμένης χρονιάς. Το «Εκ Πειραιώς» του Διονύση Χαριτόπουλου, το οποίο ο ίδιος χαρακτηρίζει μυθιστόρημα, εξερευνά τον Πειραιά των δεκαετιών του 1950 και 1960 μέσα από την περιπλάνηση του νεαρού, τότε, συγγραφέα από τη μια ώς την άλλη άκρη του, αναμιγνύοντας απομνημόνευμα, πολιτισμική γεωγραφία και πολιτισμική ανθρωπολογία. Ενώ στο «Τελευταίο Τέταρτο» ο Τάκης Θεοδωρόπουλος αφηγείται την εμπλοκή του στο περιοδικό «Τέταρτο» του Μάνου Χατζιδάκι, στα μέσα της δεκαετίας του 1980, κάνοντας από τη μια δοκιμιακές παρατηρήσεις για τη βιωματική σχέση του με την τέχνη, από την άλλη τσουχτερά σχόλια για το πολιτισμικό και πολιτικό κλίμα της εποχής, με γέφυρες προς το σήμερα.
Μυθοπλασία, αυτοβιογραφία ή απομνημόνευμα, δοκίμιο, πολιτισμική γεωγραφία ή ανθρωπολογία, πολιτισμική κριτική στο ίδιο βιβλίο, στην ίδια φόρμα: να μια συναρπαστική προοπτική για την πεζογραφία μας!


Robert Penn Warren «Ένας τόπος για να επιστρέφεις»

Μετάφραση: Αθηνά Δημητριάδου, εκδόσεις Πόλις, 2025 Γράφει ο Θεόδωρος Γρηγοριάδης Στο τελευταίο βιβλίο του Ρόμπερτ Πεν Γουόρεν ο αφηγητής και...