Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΠΑΤΕΡΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΠΑΤΕΡΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 23 Νοεμβρίου 2022

Στην Κρήτη με τα βιβλία στα σχολεία

«Ζωντανοί» στα Χανιά

Τέλος Οκτωβρίου στα όμορφα Χανιά έβλεπες ακόμη τουρίστες στους δρόμους, όμως η πόλη ακολουθούσε τους καθημερινούς φθινοπωρινούς της ρυθμούς

«Ζωντανοί» στα Χανιά

Τέλος Οκτωβρίου στα όμορφα Χανιά έβλεπες ακόμη τουρίστες στους δρόμους, όμως η πόλη ακολουθούσε τους καθημερινούς φθινοπωρινούς της ρυθμούς. Βρέθηκα εκεί καλεσμένος ενός φροντιστηρίου Μέσης Εκπαίδευσης, στο πλαίσιο του μαθήματος που προβλέπει τη συνεξέταση γλώσσας – λογοτεχνίας και εξετάζεται πανελλαδικά. Η προετοιμασία στο φροντιστήριο κράτησε μήνες και οι μαθητές Β΄ και Γ΄ Λυκείου είχαν διαβάσει τα δύο πρόσφατα βιβλία μου, «Το τραγούδι του πατέρα» και τη «Νοσταλγία της απώλειας». Η διευθύντρια του φροντιστηρίου, φιλόλογος Ρούλα Βουράκη, με την οποία έγιναν οι επαφές διαδικτυακά, μου είχε γράψει στο μήνυμα ότι «η επιλογή των βιβλίων έγινε με κριτήρια τεχνικά, αισθητικά και ιδεολογικά, που συνομιλούν με τις οδηγίες της διδακτικής του μαθήματος και με τη διακριτική ευχέρεια που απολαμβάνει η νόμιμη φροντιστηριακή εκπαίδευση να αξιοποιεί δημιουργικά ένα ενιαίο αφηγηματικό έργο…».

Με χαρά αποδέχθηκα την πρόταση· άλλωστε είχα να πάω στα Χανιά από τη δεκαετία του ’80, όταν υπηρετούσα στο Ναυτικό και δέναμε για επισκευές στη Σούδα με το αντιτορπιλικό.

Η πρώτη συνάντηση έγινε στο γραφικό χωριό Βάμος, 25 χιλιόμετρα από τα Χανιά. Εκεί αράξαμε στο γραφικό κτήμα Αροσμαρί σε ένα ανοιχτό θεατράκι ανάμεσα στις ελιές. Ιδανικό περιβάλλον, μακριά από τις κλειστές αίθουσες! Οι μαθητές και μαθήτριες κρατούσαν τα βιβλία στο χέρι, είχαν διαβάσει συγκεκριμένα διηγήματα και είχαν υπογραμμίσει πολλά σημεία για να κάνουν ερωτήσεις. Σχολίασαν με ενθουσιασμό αλλά και κριτική διάθεση, ρώτησαν για πράγματα που απείχαν δεκαετίες πριν από τη δική τους βιωματική εμπειρία. Κάποιες μάλιστα επισημάνσεις ξεπερνούσαν και τις αρχικές προθέσεις του συγγραφέα, ενώ η επιμονή σε ορισμένα διηγήματα της συλλογής απέδειξε ότι τελικά ο αναγνώστης αποφασίζει τι του αρέσει περισσότερο και όχι ο συγγραφέας.

Ηταν μια θαυμάσια συνάντηση, που ολοκληρώθηκε με την ανάγνωση του κειμένου «Το γιατρικό της αμόλυντης λογοτεχνίας», που είχε δημοσιευθεί στην «Καθημερινή» το 2020 και συμπεριλήφθηκε στην εξέταση του μαθήματος της Νεοελληνικής Γλώσσας και Λογοτεχνίας την ίδια χρονιά. Λίγο πριν φύγουν οι μαθητές μού ζήτησαν να υπογράψω τα αντίτυπα των βιβλίων που είχαν διαβάσει, ενώ μια μαθήτρια μου πρότεινε ένα δικό της ζωγραφισμένο εξώφυλλο για το τελευταίο μου βιβλίο, που το εμπνεύστηκε κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης.

Είχα εργαστεί για πολλά χρόνια στη δημόσια εκπαίδευση, ένιωθα πάντα τον παλμό που κρύβεται πίσω από τα νέα παιδιά. Επιθυμούν να ζωντανέψει η μάθηση με κάθε δυνατό τρόπο. Η δημιουργική σύζευξη γλώσσας και λογοτεχνίας μπορεί να ωφεληθεί με τις επισκέψεις συγγραφέων σε σχολεία, τις επισκέψεις μαθητών σε βιβλιοθήκες, τις αναγνωστικές δράσεις εντός και εκτός της σχολικής τάξης, τη δημιουργία ιστότοπων από τους ίδιους τους μαθητές με συναφή θέματα, με το άνοιγμα της λογοτεχνικής εμπειρίας πέρα από τη σχολική αίθουσα. Μα πάνω απ’ όλα με την εισαγωγή ενός ολόκληρου λογοτεχνικού βιβλίου στην ύλη των Νεοελληνικών. Ενα τέτοιο βιβλίο δεν θα το πετούσαν και ενδεχομένως θα αποτελούσε τη μαγιά για τη μελλοντική τους βιβλιοθήκη.

Η δημιουργική σύζευξη γλώσσας και λογοτεχνίας μπορεί να ωφεληθεί με τις επισκέψεις συγγραφέων σε σχολεία, μαθητών σε βιβλιοθήκες κ.ά.

Αυτή τη ζωντάνια την ένιωσα και στην επόμενη συνάντηση όταν, με την πρωτοβουλία της φιλολόγου και προέδρου του Συνδέσμου Φιλολόγων Χανίων, Βαρβάρας Περράκη, βρέθηκα με δύο τμήματα του 2ου ΓΕΛ Χανίων. Εκεί τα παιδιά, με ανοιχτό το βιβλίο «Λογοτεχνία, Φάκελος υλικού, Δίκτυο κειμένων Γ΄ Λυκείου» διάβασαν ένα διήγημά μου από τους «Χάρτες», που (μεγάλη η τιμή) συμπεριλαμβανόταν στην ύλη τους και αναφώνησαν με χιούμορ «ένας ζωντανός συγγραφέας!».

Γελώντας τους ανέφερα ότι στα δικά μου γυμνασιακά χρόνια δεν υπήρχε περίπτωση να βρεθεί μέσα στα κείμενα νεοελληνικής λογοτεχνίας κάποιος εν ζωή συγγραφέας. Κάποια χέρια επέμεναν στις ερωτήσεις, διέβλεπα ότι μια μέρα κάποιοι/ες σίγουρα θα γράψουν, θα είναι οι επόμενοι «ζωντανοί». Γιατί αυτό ήταν το μήνυμα και η ψυχική και ηθική ικανοποίηση: η διδασκαλία της λογοτεχνίας πρέπει να συμβάλει τόσο στη γλώσσα όσο και στη βιωματική μάθηση των μαθητών/τριών προς όφελος της κριτικής σκέψης, της συνθετικής ικανότητας και της δημιουργικής φαντασίας. Και ότι ο λογοτεχνικός κανόνας καθιερώνεται μεν από τους κριτικούς και θεωρητικούς, αλλά κατοχυρώνεται στην εκπαιδευτική διαδικασία από διορατικούς και επίμονους καθηγητές.

Εκεί στην Κρήτη, κάτω από το διαχρονικό βάρος του Νίκου Καζαντζάκη, σκεφτήκαμε ότι πολλά πράγματα μπορούν να γίνουν ακόμη και να μεταλαμπαδευτούν στις επόμενες γενιές.

* O κ. Θεόδωρος Γρηγοριάδης είναι συγγραφέας.

Τρίτη 14 Ιουλίου 2020

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΒΡΑΒΕΙΑ ΑΝΑΓΝΩΣΤΗ 2020 Βραβείο Νίκος Θέμελης στο "Τραγούδι του πατέρα"




Οι Κριτικές Επιτροπές του Αναγνώστη ανακοίνωσαν τα Λογοτεχνικά Βραβεία 020 για την εκδοτική παραγωγή του 2019. Τα Βραβεία παρουσιάστηκαν την Πέμπτη το βράδυ στις 8μμ σε livestreaming από το cafe τουΒιβλιοπωλείου Ευριπίδης στην Κηφισιά με την τεχνική επιμέλεια του Παναγιώτη Σιδηρόπουλου και της Bookia.gr.

Μπορείτε να δείτε εδώ την εκδήλωση  https://youtu.be/2hdmsS1Cp6c
 ΜΕΓΑΛΟ ΤΙΜΗΤΙΚΟ ΒΡΑΒΕΙΟ ΓΙΑ ΤΟ ΣΥΝΟΛΟ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΤΟΥ ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΡΟΣΦΟΡΑ ΤΟΥ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ
Αλέξης Πανσέληνος

ΒΡΑΒΕΙΟ ΝΙΚΟΥ ΘΕΜΕΛΗ
Θεόδωρος Γρηγοριάδης για το βιβλίο του Το τραγούδι του πατέρα, Πατάκης

ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ
Ανυφαντάκης Ιάκωβος. Κάποιοι άλλοι, Πατάκης

ΔΙΗΓΗΜΑ
Μακρόπουλος ΜιχάληςΜαύρο νερό,  Κίχλη

ΠΟΙΗΣΗ
Χουλιαράκης Δημήτρης . Ψυχή στα δόντια, Το Ροδακιό,

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΔΟΚΙΜΙΟ – ΜΕΛΕΤΗ
Ρασιδάκη ΑλέξάνδραΥπό ρομαντική οπτική γωνία, γερμανικός ρομαντισμός και Γ. Βιζυηνός, Άγρα

ΠΡΩΤΟΕΜΦΑΝΙΖΟΜΕΝΟΙ ΠΕΖΟΓΡΑΦΟΙ
Λουκά Δήμητρα. Κόμπο στον κόμπο, Κίχλη

ΠΡΩΤΟΕΜΦΑΝΙΖΟΜΕΝΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ
Καρπούζης Γιάννης. Ο χάρτινος χρόνος τελείωσε, Πανοπτικόν

  ΠΑΙΔΙΚΟ ΒΙΒΛΙΟ ΜΕ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΣΗ
Αντώνης ΠαπαθεοδούλουΑμάλια, εικ. Ντανιέλα Σταματιάδη, Ίκαρος

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΒΙΒΛΙΟ ΓΙΑ ΠΑΙΔΙΑ
Έρση Νιαώτη. Ο υπέροχος κύριος Μαμαλούξ, εικ. Κατερίνα Χαδουλού, Καλειδοσκόπιο

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΒΙΒΛΙΟ ΓΙΑ ΕΦΗΒΟΥΣ
Μελίνα ΣιδηροπούλουΉλιος με μουστάκια, Καλειδοσκόπιο

ΒΙΒΛΙΟ ΓΝΩΣΕΩΝ
Ροδούλα ΠαππάΠώς φτιάχνεται ένα παιδικό βιβλίο, εικ. Κώστας Μαρκόπουλος, Νεφέλη

ΒΡΑΒΕΙΟ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΙΚΟΥ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ
Με παράδειγμα το βιβλίο «Χριστόφορος Κάσδαγλης, 1983, σχεδίαση εξωφύλλου Κλαίρη Σταμάτη, σχεδίαση έκδοσης Εκδόσεις Καστανιώτη» η Κριτική Επιτροπή βραβεύει όλη τη σειρά των εκδόσεων Καστανιώτη αυτού του τύπου. Υπενθυμίζουμε ότι η επιτροπή στοχεύει στην ανάδειξη των επιμέρους στοιχείων -σχεδιασμός σελίδων, επιλογή γραμματοσειρών, πρόταση χαρτιών, εκτύπωση και βιβλιοδεσία- που απαιτούνται για αποτελέσματα υψηλής τεχνικής και αισθητικής στην μορφοποίηση του βιβλίου που θα εμφανιστεί στους πάγκους και τα ράφια των βιβλιοπωλείων




ΤΑ ΜΕΛΗ ΤΩΝ ΚΡΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΤΡΟΠΩΝ

ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΚΡΙΣΗΣ ΓΙΑ ΒΙΒΛΙΑ ΕΝΗΛΙΚΩΝ
Χρίστος Κυθρεώτης, συγγραφέας. Κώστας Γ.Παπαγεωργίου, ποιητής, κριτικός λογοτεχνίας.Ευριπίδης Γαραντούδης, καθηγητής Νεοελληνικής Φιλολογίας ΕΚΠΑ.Γιάννης Ν.Μπασκόζος, δημοσιογράφος, συγγραφέας
Αριστοτέλης Σαΐνης, φιλόλογος, κριτικός λογοτεχνίας.Κατερίνα Σχινά, κριτικός λογοτεχνίας, μεταφράστρια.Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, κριτικός λογοτεχνίας

ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΚΡΙΣΗΣ ΒΙΒΛΙΩΝ ΓΙΑ ΠΑΙΔΙΑ
Άντα Κατσίκη-Γκίβαλου, ομότιμη καθηγήτρια ΕΚΠΑ.Ζωή Κοσκινίδου, δημοσιογράφος.Σοφία Μαντουβάλου, συγγραφέας, εκπαιδευτικός, τεχνολόγος.Χαρά Μαραντίδου, εικαστικός.Κατερίνα Φρουζάκη, Υπεύθυνη στην Παιδική Βιβλιοθήκη Search, Κηφισιάς
ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΙΚΟΥ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ
Δημήτρης Αρβανίτης, σχεδιαστής, μέλος της AGI.Μιχάλης Αρφαράς, καθηγητής στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών και διευθυντής του Τομέα Χαρακτικής .Γιώργος Δ. Ματθιόπουλος, Καθηγητής εφαρμογών (Τμήμα Γραφιστικής, Σχολή Καλλιτεχνικών Σπουδών – ΤΕΙ Αθήνας), Τυπογραφικός σχεδιαστής (Εταιρεία Ελληνικών Τυπογραφικών Στοιχείων).


Δευτέρα 25 Μαΐου 2020

Κριτική του Βαγγέλη Χατζηβασιλείου για το Τραγούδι του πατέρα



Αναπολώντας το παρελθόν.

Ο Θεόδωρος Γρηγοριάδης επιστρέφει στην παιδική του ηλικία απαλλαγμένος από το οποιοδήποτε νοσταλγικό πνεύμα.

Του ΒΑΓΓΕΛΗ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ


Ένα βιβλίο εντελώς διαφορετικό απ΄όσα έχει γράψει μας δίνει ο Θεόδωρος Γρηγοριάδης, με το Τραγούδι του πατέρα που εννοεί κυριολεκτικώς τον τίτλο του. Ο συγγραφέως ξετυλίγει εδώ τα χρόνια της μουσικής δραστηριότητας του πατέρα του και δύο στενών του φίλων σε ένα καπνοχώρι του Παγγαίου Όρους κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1950, οπότε και παίζοντας κιθάρα, βιολί και ακορντεόν συστήνουν ένα τρίο με τραγούδια τανγκό και λάτιν, πλαισιωμένοι από μια ολιγοσέλιδη, άκρως πυκνή και από σκοπού όχι εξαντλητική αφήγηση, κάτι μεταξύ ελλειπτικού ημεορλογίου, αποσπασματικού οικογενειακού χρονικού και πολυκαιρισμένου φωτογραφικού άλμπουμ (με καταχωνιασμένο επί χρόνια υλικό ως συνοδευτικό του κειμένου), όπου η αυτοεξιστόρηση συναντά την προφορική ιστορία και η μαρτυρία συνδυάζεται με ένα είδος αυτόκλητης ανθρωπολογικής έρευνας.
Οι μουσικές που παίζει το τρίο στις γιορτές και στα ξεφαντώματα των τοπικών γάμων ξεσηκώνουν τους ανθρώπους, στέλνοντας στα ουράνια το κέφι τους. Τίποτε δεν είναι τυχαίο: η εποχή τους είναι η εποχή της μεταπολεμικής ανόρθωσης (ακόμα κι αν η ανόρθωση έχει κουτσά ποδάρια), οι γάμοι γίνονται με μια αδιανόητη για τα σημερινά μέτρα συχνότητα και τα πάντα αποκτούν ζωτικό νόημα σε έναν κόσμο ο οποίος παρά τις άπειρες στερήσεις του (ο καθ΄ημέραν βίος στα καπνοχώρια αποδεικνύεται ιδιαίτερα σκληρός και επίπονος) ξέρει πώς να αντλεί δύναμη ή θάρρος κι από το ελάχιστο, αντλώντας τη χαρά του από μια προσδοκία στηριγμένη στη χειροπιαστή ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο-ένα αύριο που θα τερματίσει όλα τα δεινά τα οποία προηγήθηκαν και πιθανόν να μην έχουν τελειώσει ακόμη.
Η εικονογράφηση αυτού του πηγαίου πνεύματος, της ανεμπόδιστης πίστης σε όσα είναι επί θύραις και δεν θα αργήσουν διόλου να έρθουν (παρά τους όχι και τόσο μακρινούς απόηχους του Β΄Παγκοσμίου Πολέμου και του Εμφυλίου) αποτελεί και την ισχυρότερη σύσταση του αφηγήματος του Γρηγοριάδη : όχι γιατί αντικατοπτρίζει γενικώς μια περίοδο αισιοδοξίας και αθωότητας, αλλά επειδή αναπαράγει το ήθος και τον τόνο της καθημερινότητας ενός τόπου προβεβλημένου υπό συγκεκριμένες ιστορικές συνθήκες και σε δεδομένη χρονική φάση. Κάτι τέτοιο οφείλεται βεβαίως στην οξυμένη αίσθηση (τόσο τη βιωματική όσο και τη λογοτεχνική) του Γρηγοριάδη, που έχει την ευφυία (και την ευαισθησία) να αποφύγει από την αρχή μέχρι το τέλος δύο αλληλένδετες παγίδες: τη νοσταλγία και τη μυθολόγηση.
Η αναδρομή στις εμπειρίες του οργανοπαίκτη πατέρα και των ομοτέχνων του κατά την περίοδο της παιδικής και της αφηβικής ηλικίας του συγγραφέα δεν επιβαρύνεται από κανένα νοσταλγικό πνεύμα, δεν σκιάζεται από κανέναν ανεκπλήρωτο πόθο ανάκτησης των ιδεωδώς χαμένων. Απαραίτητο για να μη στραφεί η αφήγηση προς μια ανάλογη κατεύθυνση είναι να μη μυθολογηθούν και μην εξιδανικευτούν οι μορφές του πατέρα και των φίλων. Και αυτό ακριβώς συμβαίνει. Και οι τρεις φίλοι εγκαταλείπουν σιγά -σιγά τις ευφρόσυνες μουσικές τους επιδόσεις όχι ως διαψευσμένοι και ακυρωμένοι καλλιτέχνες, που θρηνούν για την απώλειά τους, αλλά εξαιτίας των κοινωνικών και οικονομικών περιστάσεων της δεκαετίας του 1950. Περιστάσεις αποτυπωμένες διακριτικά στον απέριττο λόγο του Γρηγοριάδη, όπου το τρίο εγκαταλείπει τα όργανά του λόγω των αδήριτων εξαναγκασμών της καπνοκαλλιέργειας ή της πίεσης να αναζητηθούν σε άλλους τόπους, μέσω της μετανάστευσης, οι πόροι της επιβίωσης, που είναι τόσο αναγκαίοι όσο και οι πόροι τους οποίους παρέχει ο καπνός.
Ο συγγραφέας κατορθώνει έτσι να ανεβάσει τους ήρωές του πάνω σε μια εντελώς ρεαλιστική σκηνή, χωρίς να λείψουν από την αναπαράστασή του η τρυφερότητα της μνημονικής ανάκλησης και η ζωντάνια της προσωπικής, καθαρώς αυτοβιογραφικής εμπλοκής στα τεκταινόμενα. Σε κάθε περίπτωση, μια ακέραιη προσπάθεια.

ΤΟ ΒΗΜΑ, ΒΙΒΛΙΑ
Κυρικαή 3 Μαίου 2020

Τετάρτη 4 Μαρτίου 2020

Για το τραγούδι η Λίνα Πανταλέων γράφει στην Καθημερινή


03  / 03 / 20
Με μελωδίες μακρινές, κιθάρας, ακορντεόν και βιολιού, που αντηχούσαν τις δεκαετίες του ’50 και του ’60 στα σοκάκια και στα καλντερίμια ενός ορεινού χωριού, ανασταίνει ο Θεόδωρος Γρηγοριάδης την ανάμνηση του πατέρα του. Από ένα κουτί ξεχύνονται παλιές ασπρόμαυρες φωτογραφίες και σκορπίζονται στις σελίδες του βιβλίου του. Στις περισσότερες φωτογραφίες εικονίζονται τρεις νεαροί άνδρες που παίζουν μουσική στους γάμους και στα γλέντια του χωριού. Ο κιθαρίστας του τρίο είναι ο πατέρας του συγγραφέα. Εδώ και χρόνια οι φωνές των τροβαδούρων σιγούν σε μια μαγνητοταινία, ξέφτι σε ένα χαλασμένο μαγνητόφωνο.
Ομως, στη μνήμη η μουσική ουδέποτε παύει. Η ηχώ της καταπαύει το πένθος. Ανακαλώντας «λόγια χαμένα και ξαναβαλμένα», για χρόνια τραγουδισμένα, ο Γρηγοριάδης επιστρέφει στη συντροφιά του πατέρα του, αλλά και στο τοπίο της παιδικής του ηλικίας, τοπίο μυθικό και αρχαίο. Η φωνή του πατέρα του αναβλύζει από τις πηγές του Παγγαίου, από βουνοκορφές απ’ όπου κατέβαιναν «παγωμένα νερά, φαντάσματα και νεράιδες», κυλά στα ρέματα, δολιχοδρομεί στα οδόσημα της αρχαίας Εγνατίας και εγχαράσσεται στα αιωνόβια μονοπάτια του βουνού για να αρδεύσει την πεδιάδα των Φιλίππων.
Ο Γρηγοριάδης γράφει για τον πατέρα του με υπόκρουση ένα ταγκό. Η μελωδία τού θυμίζει τις λάτιν παραλλαγές του τρίο σε λαϊκά τραγούδια της εποχής και απορεί πώς και «ένα μικρό χωριό σκαρφαλωμένο στην πλαγιά του μυθικού βουνού» παθιαζόταν «με τέτοιους λατινογενείς ρυθμούς». Θυμόταν ακόμη μια μελωδική εκκεντρικότητα, τον παππού του να παίζει ένα λάτιν με το ούτι. Και φυσικά δεν ξεχνούσε πως το μοναδικό τραγούδι που ενορχήστρωσε το τρίο ήταν ένα ταγκό για την ωραία Σμυρνιά που ζούσε σε ένα ερειπωμένο χάνι, κατάλοιπο της οθωμανικής περιόδου. Μέσα από τα τραγούδια του πατέρα αναθάλλει ένας ποικιλόχρωμος κόσμος, αργασμένος από τη σφύρα και τον άκμονα της Ιστορίας. Η πρώτη γενιά προσφύγων κατοίκησε στις γειτονιές των μουσουλμάνων, χωρίς να αποφύγει την καχυποψία των ντόπιων. Οι έριδες, αν και αμβλυμένες, δοκίμασαν και τη δεύτερη γενιά προσφύγων στην οποία ανήκε ο πατέρας του Γρηγοριάδη. Παίζοντας την κιθάρα του άνοιγε χώρο σε έναν τόπο που ασφυκτιούσε από βαθύρριζες ιστορίες, ιστορίες που αργοπέθαιναν στα καφενεία του χωριού.
Οι μουσικές αναζητήσεις του τρίο εγκιβώτιζαν την αγωνία της γενιάς τους, να ζήσουν σε έναν κόσμο πλατύτερο από αυτόν όπου γεννήθηκαν. Ομως, μόνον ο ακορντεονίστας θα αποτολμήσει τη φυγή. Οι άλλοι δύο ρίζωσαν στον κάμπο και στα καπνά. Η κιθάρα και το βιολί ήταν η ανάπαυλα από τον ολοήμερο μόχθο. Ο νεαρός, αταξίδευτος κιθαριστής ονειρευόταν να κάνει καντάδες «κάτω από μισοσκότεινα παράθυρα και τραβηγμένα δαντελένια κουρτινάκια», αλλά όταν κατέκτησε τη γυναίκα της ζωής του, τον κυρίευσε η έγνοια της οικονομικής αποκατάστασης.
Ο βιολιστής, πάλι, που είχε ανακαλύψει τη μουσική χάρη στο βιολί ενός Γερμανού αιχμαλώτου, δεν μπόρεσε ποτέ να αναρρώσει από το τριπλό χτύπημα του πολέμου, του εμφυλίου και της χούντας.
Στο σβήσιμο των μελωδιών, αποστάζεται πυκνή η θλίψη. Στις τελευταίες και ομορφότερες σελίδες του βιβλίου, ο Γρηγοριάδης αφουγκράζεται ένα απόκοσμο μέλος να εκρέει από το «έρεβος της ψυχής» του ετοιμοθάνατου πατέρα του. Η αντίστιξη ανάμεσα στην οδύνη της απώλειας και στην παραμυθία της μουσικής, χορδίζει τη γραφή του Γρηγοριάδη, ο οποίος αντιτάσσει στην εσωστρέφεια του πόνου την εξωστρέφεια του τραγουδιού. Διότι η μουσική χάρη στην υπερλογική της φύση, αφυπνίζει τα ανείπωτα του νου, τα σπάνια φυλαχτά της καρδιάς, που συλλέγει η σιωπή και αρνείται να εκχωρήσει στη γλώσσα. 
Έντυπη

Τρίτη 25 Φεβρουαρίου 2020

Συνέντευξη με τον Γιάννη Πανταζόπουλο στην LIFO




Θεόδωρος Γρηγοριάδης: «Την κρίση την πληρώνουν εκείνοι που δεν την προκάλεσαν» 




Ο Θεόδωρος Γρηγοριάδης γεννήθηκε στο Παλαιοχώρι Παγγαίου του νομού Καβάλας το 1956. Σπούδασε αγγλική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης. Εμφανίστηκε στον χώρο της ελληνικής πεζογραφίας το 1990 με το μυθιστόρημα «Κρυμμένοι άνθρωποι».


Είναι μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων και έχει εργαστεί ως καθηγητής Αγγλικών στη μέση εκπαίδευση σε διάφορες πόλεις. Στην Αθήνα ήρθε για να γίνει συγγραφέας.


Το διαμέρισμά του στη Νέα Σμύρνη διαθέτει απρόσκοπτη θέα στο Άλσος. Ένας τεράστιος όγκος βιβλίων, ταξινομημένων μάλιστα ανά συγγραφέα, καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος του σπιτιού. Άλλωστε, εκεί περνά το μεγαλύτερο μέρος της καθημερινότητάς του, γι' αυτό και είναι διακοσμημένος με το δικό του στυλ. Στη συζήτησή μας ανατρέχει στο παρελθόν, στο περιεχόμενο των βιβλίων του αλλά και στις εμπειρίες που κουβαλά ως πολύτιμο υλικό της ζωής του.


Τον συναντώ με αφορμή το τελευταίο του βιβλίο με τίτλο «το τραγούδι του πατέρα», γραμμένο για τον πατέρα του Λεωνίδα που πέθανε το 2009. Μια νουβέλα που μπορεί να θεωρηθεί ταυτόχρονα χρονικό εποχής και εξομολογητική βιογραφία. Όπως υποστηρίζει ο ίδιος: «Ένα τραγούδι για τον πατέρα, τους φίλους του και τη γενιά τους, µια γενιά που πάλεψε να ορθοποδήσει, που τόλμησε να ονειρευτεί µε κέφι και ελπίδα».


Οι άνθρωποι, βαθιά μέσα τους, παραμένουν οι ίδιοι, απλώς η ψηφιακή τεχνολογία τούς έδωσε τη δυνατότητα να πειραματιστούν με ταυτότητες και συμπεριφορές που παλιότερα θα τους ήταν αδιανόητες. Ταυτόχρονα, βιώνουν μια ναρκισσιστική μοναξιά, απόρροια της εικονικής τους ευδαιμονίας.

Είναι η στιγμή που μου δείχνει την κιθάρα του πατέρα του, η οποία υπάρχει ακόμη μπροστά στο γραφείο του, όπως και οι πολυάριθμες σελίδες από το προσωπικό του ημερολόγιο.


Πρόκειται για έναν άνθρωπο χαμογελαστό και καλοσυνάτο, με μειλίχιο και ευγενικό ύφος. Η γραφή γι' αυτόν αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της σκέψης του, ενώ κάθε σημείο στο διαμέρισμα είναι διαποτισμένο από τοπία, έρωτες, ταξίδια και προσωπικές αναζητήσεις.

Στη συνέντευξη που ακολουθεί μιλά για τα παιδικά του χρόνια, τους γονείς του, την εποχή μας, την κρίση, την Ιστορία, τη συγγραφή, την απώλεια, τη μοναχικότητα αλλά και για το τι θεωρεί σημαντικό στη ζωή.

(. Φωτο: Πάρις Ταβιτιάν/LifO)


— Σε τι περιβάλλον μεγαλώσατε; Τι θυμάστε πιο έντονα από τα παιδικά σας χρόνια;

Γεννήθηκα σε μια γειτονιά που έσφυζε από ζωή, στο Παλαιοχώρι Καβάλας, στους πρόποδες του Παγγαίου. Το σπίτι μας ήταν κολλητά με του παππού μου, του Θόδωρου, κι έτσι ως παιδί έχω εικόνες με πολύ κόσμο – έξι παιδιά είχε ο παππούς, ήμουν το πρωτότοκο εγγόνι και απολάμβανα την αγάπη όλων. Ύστερα, ήταν μια γειτονιά γεμάτη παιδιά, με αυλές που ακουμπούσαν η μία στην άλλη – πηδούσαμε φράχτες και πηγαινοερχόμασταν.

Πάνω απ' όλα, ήταν ένα χωριό με κοντά 4.000 κόσμο, ένας προκομμένος τόπος, αυτάρκης, με πολλά μαγαζιά και κινηματογράφο. Δηλαδή, από τα παιδικά μου χρόνια έχω την εικόνα μιας μικρής ολοκληρωμένης κοινωνίας που θα κατακερματιζόταν όσο μεγάλωνα, ειδικά από τη στιγμή που θα έφευγα από το χωριό για να σπουδάσω.


— Πώς θα χαρακτηρίζατε την εποχή μας και γιατί;
Μέσα σε έξι δεκαετίες είδα αρκετές μεταμορφώσεις της κοινωνίας, έζησα σε διαφορετικές πόλεις και χωριά ως καθηγητής μέχρι να καταλήξω εδώ, στην Αττική, στη Νέα Σμύρνη. Οι αλλαγές στα ήθη ήταν σημαντικές, αλλά όχι ουσιαστικές. Οι άνθρωποι βαθιά μέσα τους παραμένουν οι ίδιοι, απλώς η ψηφιακή τεχνολογία τούς έδωσε τη δυνατότητα να πειραματιστούν με ταυτότητες και συμπεριφορές που παλιότερα θα τους ήταν αδιανόητες.

Ταυτόχρονα, βιώνουν μια ναρκισσιστική μοναξιά, απόρροια της εικονικής τους ευδαιμονίας. Ως κοινωνία, όμως, δεν προχωρήσαμε, χαθήκανε και χάνονται συνεχώς ευκαιρίες, π.χ. το Δημόσιο και η παιδεία λειτουργούν ακόμα με ξεπερασμένα μοντέλα, ενώ δεν έχουν απαλειφθεί πολλές προκαταλήψεις, ο φόβος του ξένου και του διαφορετικού.


— Πώς ανακαλύπτει ένας άνθρωπος τι είναι αυτό που θέλει στη ζωή;

Μπορεί και να μην το ανακαλύψει ποτέ. Είσαι εδώ, μετά δεν υπάρχεις. Και ψαχνόμαστε να καταλάβουμε κάτι απ' όλα αυτά, κάτι μη νοητό. Κάποιοι καταφέρνουν με υλικά μέσα να περάσουν καλύτερα, άλλοι δεν θα απολαύσουν ούτε μια σταγόνα ευημερίας. Το δράμα της ύπαρξής μας είναι ότι είμαστε έρμαια της μεταφυσικής, αλλά δεν την επικαλούμαστε ποτέ.

Θέλει να σκεφτείς αρκετά πάνω στη ζωή και τις ανάγκες σου, όμως, μέχρι να το συνειδητοποιήσεις, έχει σχεδόν περάσει. Τουλάχιστον, ας ξαναδώσουμε βάρος σ' εκείνα που δικαιούμαστε όλοι: το συναίσθημα, την αγάπη, τον έρωτα, την κοινωνικότητα, τη δικαιοσύνη.


— Το βιβλίο σας περιγράφει την ιστορία του πατέρα σας. Τελικά, η μνήμη είναι πόνος ή γιατρικό;

Το «τραγούδι του πατέρα» είναι ένα τραγούδι αφιερωμένο σ' εκείνον, περίπου δέκα χρόνια αφότου έφυγε. Σε μια παλιά συζήτηση μεταξύ του Λου Ριντ και του Πολ Όστερ θυμάμαι τον δεύτερο να λέει: «Αρκετοί άνθρωποι που αγαπήσαμε και νοιαστήκαμε γι' αυτούς δεν είναι πια μαζί μας, αλλά τους κουβαλάμε μέσα μας. Καθώς γερνάς η ζωή σου γίνεται μια ήσυχη συνομιλία με τους νεκρούς. Το βρίσκω λυπηρό αυτό και ταυτόχρονα εξαιρετικά παρηγορητικό».

Ο πατέρας μου ανήκε στη γενιά που αναστήλωσε την Ελλάδα μετά τον Εμφύλιο. Καπνοπαραγωγός, παντοπώλης, μουσικός, δεν υπήρχε μεροκάματο που να μην το κάνει. Ήταν το πρότυπό μου σε πολλά επίπεδα. Δούλευε, δεν χρώσταγε πουθενά και διαρκώς δημιουργούσε. Πεισματάρης αλλά και ευγενικός. Τα βράδια, κουρασμένος, έπιανε την κιθάρα και μας έπαιζε μουσική, ενώ η καλλίφωνη μάνα μου τραγουδούσε από δίπλα. Άνθρωποι του δημοτικού, που είχαν μια φυσική ευγένεια και ιδιαίτερες ευαισθησίες.

Αυτό το μικρό βιβλίο αφιερώνεται στη μνήμη του, αλλά είναι γραμμένο και ως μυθοπλασία. Στην τελευταία σελίδα, κάθε φορά που τη διόρθωνα, έκλαιγα. Ωστόσο είναι ένα ευχάριστο βιβλίο, έχει μια αισιοδοξία όσον αφορά την επιβίωση, τη χαρά και το γλέντι, έχει πολύ τραγούδι.



— Τι κρατάτε περισσότερο από τους γονείς σας;

Η μητέρα μου ζει μόνη της στο χωριό, αρνείται να έρθει στη Νέα Σμύρνη, δεν την αφορά η ζωή σε μια αχανή πόλη. Έζησαν αρμονικά οι δυο τους. Ήταν το ίδιο ευαίσθητοι και δυναμικοί. Μαζί αποφάσιζαν. Δούλευαν χωρίς να βαρυγκομούν, στα χωράφια, στο μαγαζί.

Κρατάω την αίσθηση της ελευθερίας που μας έδωσαν, εμένα και του αδελφού μου. Προτού γίνω είκοσι χρονών με έστειλαν έναν μήνα το καλοκαίρι στο Λονδίνο για να μάθω τη γλώσσα, στερώντας από το μάζεμα των καπνών δυο χέρια.

Όταν τους ανακοίνωσα ότι θα έφευγα στην Αθήνα, στην αρχή ξαφνιάστηκαν. Δεν είχα λόγο να φύγω από τη Βόρεια Ελλάδα, ήμουν εκεί διορισμένος καθηγητής. Τους εξήγησα ότι ήθελα να γίνω συγγραφέας. Και η μόνη ένσταση του πατέρα μου αφορούσε το βιοποριστικό: «Τουλάχιστον, θα βγάλεις χρήματα απ' όλα αυτά;». Έκτοτε, έστεκαν διακριτικά στο πλάι μου, με αφουγκράζονταν χωρίς πολλά λόγια και εξηγήσεις, με εμπιστεύονταν.


— Τι ήταν αυτό που σας ώθησε να γράψετε για τον πατέρα σας;

Η απουσία του, αυτό που εκπροσωπούσε. Επέλεξα μια πιο αυτομυθοπλαστική μορφή στο κείμενο. Ήθελα να είναι σύντομο, αλλά περιεκτικό, σαν ένα τραγούδι που, αφού το διαβάσεις, θέλεις και να το τραγουδήσεις. Όταν το έγραφα άκουγα συνεχώς μουσικές και ειδικά εκείνης της εποχής, ισπανόφωνα και καντάδες, αλλά και της δικής μου εφηβείας, ποπ και σόουλ.

Να 'ναι καλά το Spotify, ανέστησε ηχητικά όλο εκείνο το περιβάλλον, γιατί οι δίσκοι έχουν παλιώσει και το παλιό πικάπ πεθαίνει μέσα στην παλιά καπναποθήκη στο χωριό. Θα ήθελα να παίζω κιθάρα, όπως ο πατέρας μου, με το μουσικό τρίο κάτι ξεκίνησα, ποτέ δεν είναι αργά. Η κιθάρα του είναι εδώ, μαζί μου, απέναντι από το γραφείο μου.


— Πώς ξεπερνιέται η απώλεια;

Καμιά ανθρώπινη απώλεια δεν ξεπερνιέται, απλώς ξεγελιέται. Έφτασα σε μια ηλικία όπου οι ανθρώπινες απώλειες είναι περισσότερες από ποτέ. Έτσι, όμως, ωριμάζουμε και επανεκτιμούμε τη ζωή.

Επέλεξα μια πιο αυτομυθοπλαστική μορφή για το κείμενο. Ήθελα να είναι σύντομο, αλλά περιεκτικό, σαν ένα τραγούδι που, αφού το διαβάσεις, θέλεις και να το τραγουδήσεις. Όταν το έγραφα, άκουγα συνεχώς μουσικές και ειδικά εκείνης της εποχής, ισπανόφωνα και καντάδες, αλλά και της δικής μου εφηβείας, ποπ και σόουλ.


— Γράφετε για εσάς από εσωτερική ανάγκη ή για τους αναγνώστες;

Και για τα δύο. Ξεκίνησα να γράφω ημερολόγιο δεκατεσσάρων ετών και μετά μικρές ιστορίες. Το υλικό μου σε χειρόγραφα σημειωματάρια είναι τεράστιο. Έγραφα από ανάγκη να μιλήσω σε κάποιον, είχα εφεύρει έναν φανταστικό φίλο, τον Frank, στον οποίον απευθυνόμουν στο ημερολόγιο, αρχίζοντας «Αγαπητέ Φρανκ». Το όνομα το εμπνεύστηκα από την Άννα Φρανκ, όταν διάβασα στα δεκαπέντε μου το ημερολόγιό της.

Στο πανεπιστήμιο, στη Θεσσαλονίκη, διάβαζα ποιήματα και ιστορίες μου σε συμφοιτητές μου, ήμουν μέλος της Φοιτητικής Ομάδας Θεάτρου - Κινηματογράφου, του ΦΟΘΚ, κι έτσι ξεθάρρεψα. Αυτοί ήταν οι πρώτοι μου αναγνώστες, οι φίλοι μου, και μετά έστελνα διηγήματα σε λογοτεχνικά περιοδικά.

Το ημερολόγιο συνεχίζεται ακόμα και σήμερα, αλλά δεν έχει καμία σχέση με την πεζογραφία. Όταν έρχεται η στιγμή της έκδοσης ενός βιβλίου, έχεις απέναντι τους αναγνώστες. Δεν οφείλουν να ακούσουν τα σώψυχα ή τα παραληρήματά σου. Το προσωπικό πρέπει να μετουσιωθεί σε μυθοπλαστικό. Αυτή η μεταβατική διαδικασία του μυθοπλάστη με γοητεύει πολύ. Γιατί ξέρεις ότι δεν είσαι πια ο εαυτός σου αλλά η συγγραφική του περσόνα. Κι εκεί έρχεται ο αναγνώστης και διαβάζει ό,τι θέλει και καμιά φορά περισσότερο απ' όσα εσύ σκόπευες να μεταφέρεις στο χαρτί.

— Μέσα από τη συγγραφή ανακαλύψατε πράγματα που δεν γνωρίζατε για τον εαυτό σας;

Κάθε είδους συγγραφή είναι μια μορφή ενδοσκόπησης και εξομολόγησης αλλά και προέκτασης των εκφραστικών σου μέσων: ανέκδοτα κείμενα, ημερολόγια, σημειωματάρια ονείρων και καθημερινών περιστατικών, ένα αχανές πια υλικό που προσπαθώ να βάλω σε τάξη. Γράφοντας σκέφτεσαι, ανακεφαλαιώνεις, λυτρώνεσαι. Και μετά έρχεται η λογοτεχνία, η οποία, επιμένω, είναι κάτι τελείως διαφορετικό. Γι' αυτό και απορώ σήμερα με το άγχος κάποιων να βγάλουν το βιβλίο που μόλις έγραψαν. Τι έχει προηγηθεί;


— Τι είναι η λογοτεχνία για εσάς;

Ένα παράλληλο σύμπαν. Έχοντας μεγαλώσει με βιβλία, γραφές, τετράδια και τόσους υπολογιστές, ζω γράφοντας και διαβάζοντας καθημερινά. Η λογοτεχνία είναι μια τεράστια επικράτεια γλώσσας, ύφους, ιστοριών, πάθους, είναι ένα σύνθετο πράγμα που ο καθένας διατηρεί στο μυαλό του και δεν θα ήθελα να το επιβάλω σε κανέναν.

Όποτε κρίνω ότι μπορεί να εκδοθεί ένα βιβλίο, το δίνω στην εκδότη μου – μάλιστα εκδίδω τακτικά. Αν σκεφτώ τον όγκο της υπόλοιπης δουλειάς σε σχεδιάσματα, πρώτα χειρόγραφα, παρατημένα κείμενα, βιβλία ανολοκλήρωτα ή ολοκληρωμένα που απέρριψα, μπορώ να πω ότι όσα βιβλία μου κυκλοφόρησαν αποτελούν την «επίσημη» λογοτεχνική μου παρουσία, όμως εκπροσωπούν μόλις το ένα τέταρτο όσων έμειναν συνολικά στην αφάνεια.

Πολλές φορές, ανοιγοκλείνοντας τα δεκάδες σημειωματάρια, αναρωτιέμαι γιατί να μην υπάρχουν λογοτεχνικοί κληρονόμοι, όχι των πνευματικών δικαιωμάτων αλλά όσων κατάλοιπων και ιδεών αφήνεις πίσω σου, για να τους πεις: «Αν σου αρέσει κάτι, πάρε και γράψε, διάλεξε, αποτέλειωσε όποιο κείμενο είναι μισογραμμένο, ξαναγράψε την ίδια ιστορία». Αυτή θα ήταν η τέλεια πνευματική κληρονομιά και όχι τα μουσειακά αρχεία ή τα χειρόγραφα που φυλάσσονται σε συρτάρια συγγενών.


— Έχουμε μάθει κάτι από την κρίση;

Βεβαίως. Ότι την κρίση την πληρώνουν εκείνοι που δεν την προκάλεσαν. Όσοι ταλαιπωρούνται ακόμα είναι τα χαμηλά και μεσαία στρώματα, οι άνεργοι, οι άνθρωποι του μεροκάματου, οι συνταξιούχοι των 340 ευρώ, τα παρατημένα μπλοκάκια και τα κλειστά μικρομάγαζα. Και, δυστυχώς, εξακολουθούν να είναι οι περισσότεροι ψηφοφόροι πολιτικών κομμάτων, μηδενός εξαιρουμένου, που μας καταταλαιπωρούν δεκαετίες τώρα.


— Με αφορμή τα 200 έτη από την Ελληνική Επανάσταση, πιστεύετε ότι οι Έλληνες γνωρίζουν την Ιστορία τους;

Φυσικά και δεν γνωρίζουμε Ιστορία, έτσι κατακερματισμένα και μονομερώς που τη διδαχτήκαμε, αν κρίνω και από το πέρασμά μου από το σχολείο. Η Ιστορία είναι ένα πεδίο γεγονότων, γνώσεων και αρχείων που ερμηνεύεται ανάλογα με την κάθε εποχή και τις ανάγκες κάθε χώρας. Δεν μου αρέσουν οι επέτειοι, προτιμώ να συνδιαλέγομαι με το τώρα. «Όλη η Ιστορία είναι σύγχρονη Ιστορία» έλεγε ο Wallace Stevens. Εμείς, ως Καβαλιώτες, ενταχθήκαμε στο ελληνικό κράτος το 1913. Αυτό το «κενό πατρίδας» μέχρι τότε με ενδιαφέρει πολύ.


— Πείτε μου ένα χαρακτηριστικό της ελληνικής κοινωνίας που σας ενοχλεί.

Ο συντηρητισμός της. Είναι τόσο βαθιά ριζωμένος, που οι ρίζες του γίνονται ένα μεγάλο ανάποδο δέντρο το οποίο χώνεται όλο και βαθύτερα στο ελληνικό υποσυνείδητο.


— Ποιες είναι οι πηγές της συγγραφικής σας περιέργειας;

Το διάβασμα της λογοτεχνίας. Αγαπώ την ελληνική ποίηση, το σινεμά, η μουσική με βοηθάει πολύ να μπω στη διαδικασία της γραφής. Όμως βασικά είμαι ένας παρατηρητής της ζωής των άλλων, έχω τον τρόπο μου, χωρίς να γίνομαι αδιάκριτος, να ακούω ιστορίες, να τις μεταπλάθω. Αρκετοί φίλοι και γνωστοί που έτυχε να μου αφηγηθούν τα πάθη και τα παθήματά τους δεν τη γλίτωσαν. Ωστόσο, πιστεύω ότι δεν εξέθεσα κανέναν, γιατί όλα φιλτράρονται στην πεζογραφία μέσα από πολλά αφηγηματικά εργαλεία.


— Ποιος είναι ο μεγαλύτερός σας φόβος;

Να βρεθώ ναυαγός σε ερημονήσι χωρίς βιβλία και καφέ.

— Σας τρομάζει ο θάνατος;

Όχι η στιγμή του, αλλά η μεταθανάτια πλευρά του. Αυτό το αδιανόητο, ακατάληπτο κενό.


— Ποιος είναι το κέρδος και ποιο το κόστος της μοναχικότητας;

Η μοναχικότητα είναι μια υπέροχη επιλογή, γιατί μπορείς να την παραβιάζεις τακτικά. Δεν είναι εύκολη κατάσταση, ο κόσμος είναι πλασμένος και αναγκασμένος να συνυπάρχει, οι αναχωρητές πληρώνουν το τίμημα αρκετά σκληρά. Όμως, όποιος τα καταφέρει, μπορεί να βιώσει μοναδικές στιγμές, χωρίς το βουητό των άλλων.


— Έχετε ανακαλύψει τι σημαίνει ευτυχία;

Η στιγμή που ξεσπάει μέσα σου η ανάγκη να εκφραστείς και να δημιουργήσεις.


— Μια βαθιά πληγή που σας ακολουθεί ακόμη;

Δεν κουβαλάω βαθιά τραύματα, είμαι λίγο ενοχικός, γιατί πολλές φορές δεν ανταποκρίθηκα στις προσδοκίες των άλλων.


— Τι θεωρείτε σημαντικό στη ζωή;

Να είσαι ο εαυτός σου. Απροσποίητος, με καθαρή συνείδηση, αξιοπρέπεια, ανιδιοτέλεια και την αποδοχή του άλλου. Και να ζεις σε μια ευρύχωρη δημοκρατία, ισότιμη και αξιοκρατική για όλους.



Σάββατο 8 Φεβρουαρίου 2020

Ο Κώστας Αγοραστός επιλέγει βιβλία στην Bookpress

Και ανάμεσά τους: 
"....το αφήγημα του Θεόδωρου Γρηγοριάδη Το τραγούδι του πατέρα (εκδ. Πατάκη), απ’ όπου και το απόσπασμα που ακολουθεί:
«Στις παρέες όλοι του φώναζαν “Λεωνίδα, την κιθάρα! Άσε τα δισκάκια. Πες κάνα σπανιόλικο!”.
Έτσι κι εκείνος ξανάπαιρνε την κιθάρα –στο μεταξύ είχε αλλάξει δύο ως τότε–, την κούρδιζε λίγο και ξεκίναγε να παίζει. Στα ισπανικά τραγουδούσε μόνος του, στα ελληνικά τον συνόδευε κι η μάνα μου με μια φωνή που λες και με τα χρόνια γινόταν πιο διαυγής και δυνατή.
“Α, βρε Λεωνίδα, θυμάσαι τα γλέντια μας τότε” λέγανε.
“Τι έγινε ο Παντελής, πού βρίσκεται τώρα;”
Γιατί, δεκαετία του ’70, το τρίο τους δεν υπήρχε πια, ήταν οι δύο, ντουέτο».
altΤο στοιχείο που διαφοροποιεί, κάπως, το αφήγημα του Γρηγοριάδη από τα υπόλοιπα, είναι το ότι μέσω αυτού θέλει να αναδείξει μια παραμελημένη –και τελικά θυσιασμένη– καλλιτεχνική πλευρά του πατέρα του, Λεωνίδα Γρηγοριάδη, η οποία ξεκίνησε να παίρνει μορφή από τα νεανικά του χρόνια. Τότε, μαζί με άλλους δύο συγχωριανούς του έφτιαξαν ένα μουσικό τρίο [Τρίο Καντάδα, κιθάρα, ακορντεόν και βιολί] και συνόδευαν τη χαρά των ανθρώπων της ευρύτερης περιοχής, παίζοντας σε γάμους, σε πανηγύρια και σε γιορτές στα γύρω χωριά. Όλα αυτά αφού τελείωναν από τις «κανονικές» τους δουλειές: τα χωράφια με το βαμβάκι ή τις ώρες που ήταν ανοιχτό το παντοπωλείο, που είχε ο πατέρας του Γρηγοριάδη. Καθώς τα χρόνια περνούσαν, οι άνθρωποι μεγάλωναν και τα μέλη του Τρίο Καντάδα βυθίζονταν στις υποχρεώσεις τους και στο ζοφερό κλίμα της δικτατορίας. Ο Γρηγοριάδης καταγράφει το ανεκπλήρωτο, την πορεία προς τον συμβιβασμό και τη σύνθλιψη του ονείρου μέσα στα στενά όρια της οικογενειακής ζωής στην επαρχία. Μιας ζωής μετρημένης και τίμιας.
«Το παλιό τουρκόσπιτο με την ανοιχτή ξύλινη σάλα, τρία δωμάτια γωνιακά –όλα επάνω–, κάτω η αποθήκη, γεμάτη δεμάτια καπνά, έτοιμα να εκτιμηθούν και να πουληθούν. Η ξύλινη σάλα, την προτίμησαν λόγω καιρού, ήταν αργά φθινόπωρο, δε βάσταγε γερά όμως, τόσα χρόνια πατημένη, τόσα βάρη, ζωντανών και πεθαμένων. Βούλιαξε πάνω σε ένα ομαδικό χορευτικό, λέγανε ότι το σόι της νύφης ήταν πολύ χορευταράδες, χοροπηδηχτάδες.
Τσακίστηκαν οι παλιοσανίδες, οι καλεσμένοι βρέθηκαν κάτω στο χαγιάτι, σωριάστηκαν στην αποθήκη ανάμεσα στα τσουβάλια και τα δέματα.
Η νύφη τραυματίστηκε σοβαρά, τα μαλλιά της μπλέχτηκαν σε κάτι σύρματα και τσιγκέλια κι έχασε μια πολύτιμη μπούκλα, αναβλήθηκε ο γάμος! Στράβωσαν χέρια, πληγώθηκαν μπούτια, μάτωσαν μάγουλα, φήμες και για χειρότερες βλάβες ακούστηκαν καθώς μπλέχτηκαν ανθρώπινα μέλη με αγροτικά εργαλεία».
Ο Θοδωρής Γρηγοριάδης, σ’ αυτό το αφήγημα εστιάζει στα χρόνια, όπου ο πατέρας του πλησίασε τόσο κοντά στο όνειρό του αλλά δεν τόλμησε να το διεκδικήσει από τη ζωή, στη φιλία του με τα υπόλοιπα δύο μέλη της παρέας, καθώς και σ’ εκείνο το ταξίδι στο Μπουένος Άιρες που, αν πραγματοποιούνταν, ίσως και να τους άλλαζε τη ζωή. Ο Λεωνίδας Γρηγοριάδης έζησε το όνειρό του όσο του το επέτρεπε ο βίος του στην επαρχία και ο Θοδωρής, με αυτό το συγκινητικό αφήγημα, το φώτισε και το έστειλε στο μέλλον.
«Πολλά χρόνια μετά, γερασμένος, καταβεβλημένος, θα με κοίταζε με το ίδιο ύφος λέγοντάς μου “Πότε πέρασαν τόσα χρόνια, Θόδωρε; Λες και ήταν χθες που ήμουνα παλικάρι. Πώς έγινα έτσι;”».https://www.bookpress.gr/stiles/imerologia/ianouarios-2020

Κυριακή 2 Φεβρουαρίου 2020

Στην εφημερίδα ΘΕΣΣΑΛΙΑ


Θεόδωρος Γρηγοριάδης: Η πρόκληση της γραφής είναι να αντέχει στον χρόνο


2 Φεβρουαρίου 2020, 


Το τραγούδι του πατέρα, το νέο σας βιβλίο από τις εκδόσεις Πατάκη, με αληθινές ιστορίες και κεντρικό ήρωα τον πατέρα σας. Θέλετε να μας πείτε λίγα λόγια;
Πρόκειται για την ιστορία του πατέρα μου και δύο φίλων του που έφτιαξαν ένα μουσικό τρίο τις δεκαετίες του πενήντα και εξήντα για να παίζουν στους γάμους και στα γλέντια του χωριού τους, στο Παλαιοχώρι, στο Παγγαίο. Το «τρίο καντάδα» έπαιζαν παραδοσιακά, αλλά και ισπανόφωνα τραγούδια, χωρίς να γνωρίζουν καν ισπανικά και μάλιστα είχαν φτιάξει ένα δικό τους τανγκό! Αφηγούμαι τη διαδρομή τους, από τότε που ήταν ανύπαντροι φίλοι μέχρι το τέλος τους, τη χαρά που σκορπίζανε, αλλά και τα προβλήματα που προέκυψαν στην πορεία. Δεν ήταν επαγγελματίες, τα κατάφεραν όμως μέσα στον μικρό τους τόπο. Ένας μόνον, ο ακορντεονίστας, μπόρεσε να ξεφύγει και να φτάσει μέχρι την Αργεντινή. Κατέγραψα την ιστορία μέσα από τις δικές μου μνήμες, γιατί τους ακολουθούσα στα γλέντια όταν ήμουν παιδί, αλλά και από μαρτυρίες των άλλων συγγενών.
Στο βιβλίο σας, πέρα από τον φόρο τιμής στον πατέρα σας, αποδίδετε την ηθογραφία μιας εποχής και μιας περιοχής. Ήταν λογοτεχνική σας πρόθεση;
Είναι ένα βιβλίο γραμμένο με κέφι, γεμάτο μουσική, αλλά και με την πίκρα των πραγμάτων που τελειώνουν. Μέσα από την αφήγηση δείχνω την πρόοδο, αλλά και την πτώση ενός μεγάλου χωριού, ένα καπνοχώρι που ζούσε και «ανέπνεε» από τα καπνά μέχρι που σταμάτησαν. Ήθελα να καταγράψω και αυτό το πλαίσιο γιατί η χώρα μας τότε εξαρτιόταν από την αγροτική παραγωγή και όσα ζούμε σήμερα, με εσωτερικές και εξωτερικές μεταναστεύσεις και άλλες κοινωνικές μετατοπίσεις, οφείλονται και στην απώλεια του αγροτικού προφίλ της χώρας.
Υπάρχει μια τάση τα τελευταία χρόνια κι αρκετοί συγγραφείς έχουν καταπιαστεί με την καταγραφή προσωπικών ιστοριών…
Πράγματι. Ούτως ή άλλως η μυθοπλασία γενικότερα πάντα αποτελούσε έναν συνδυασμό προσωπικών δεδομένων και της φαντασίας του συγγραφέα. Πολλές προσωπικές ιστορίες μετουσιώνονται σε λογοτεχνικά αφηγήματα. Όμως οι αυτοβιογραφικές ιστορίες πολλαπλασιάστηκαν τελευταία. Φαίνεται ότι, στην κατακερματισμένη μας εποχή και κοινωνία, οι ατομικές ιστορίες, οι μικροαφηγήσεις, οι μαρτυρίες, είναι πιο απαραίτητες. Διεθνώς υπάρχει μια αυξανόμενη τάση, που λέγεται autofiction, δηλαδή αυτομυθοπλασία, που συνδυάζει τη βιογραφία, αλλά με μια δόση μυθοπλαστική.
Το σημαντικότερο πρότυπο για ένα αγόρι, αυτό που τον ακολουθεί σε όλη του τη ζωή, είναι το πατρικό;
Συνήθως ναι, ίσως σε θέματα καριέρας ή άλλων επιδιώξεων το αγόρι να ταυτίζεται με τον πατέρα, αλλά μεγαλώνοντας η μάνα βαραίνει πολύ περισσότερο στην ψυχή και τη συνείδηση του αγοριού.
Ασχολείστε με την κριτική βιβλίων. Πόσο σημαντικό είναι για έναν λογοτέχνη να μπορεί να μιλήσει για τους ομότεχνούς του;
Περισσότερο παρουσιάζω ξένη λογοτεχνία και ειδικά την αγγλοσαξονική, την οποία σπούδασα. Ωστόσο, αρκετές φορές, έχω παρουσιάσει και Έλληνες ομότεχνους, επειδή μου άρεσαν τα βιβλία τους. Δεν είμαι επαγγελματίας κριτικός, οπότε επιλέγω αυτά που με τα οποία επικοινωνώ. Φυσικά υπάρχει παντού το υποκειμενικό στοιχείο που έχει σχέση με τα διαβάσματα και τις κοινές εμπειρίες των συγγραφέων της ίδιας εποχής ή της γενιάς μου. Έχει ενδιαφέρον να βλέπω πώς εξελίσσονται οι συνομήλικοι και πώς ξεκινάνε οι νεότεροι, με τι διαβάσματα και τι στόχους.
Ποιο βιβλίο διαβάσατε πρόσφατα και σας εντυπωσίασε;
Διαβάζω πολύ και δύο-τρία βιβλία ταυτόχρονα. Ξαναγύρισα λοιπόν στα δεκάδες διηγήματα του Τσέχωφ, είναι ο μέγιστος διηγηματογράφος, ανακάλυψα κάπου «Το φιλί» σε μια παλιά έκδοση και έμεινα άφωνος. Το ξαναδιάβασα τρεις φορές. Από την πρόσφατη παραγωγή μου άρεσε «Η τελευταία ώρα του Οδυσσέα Ανδρούτσου» του Θωμά Κοροβίνη.
Η μεγάλη εκδοτική παραγωγή είναι σε βάρος της ποιότητας; Ποια είναι η δική σας αίσθηση;
Ένα βιβλίο κρίνεται πάντα από το περιεχόμενό του. Το καλό βιβλίο συνήθως δεν χάνεται, θα ξεχωρίσει, αλλά πολλές φορές η μεγάλη παραγωγή εμποδίζει τον εντοπισμό των αξιόλογων εκδόσεων. Τώρα πια τα βιβλία είναι της κάθε «σεζόν» και έτσι δημιουργείται ένα αρνητικό προηγούμενο για τη διαχρονικότητα του βιβλίου. Θέλει πιστούς αναγνώστες και συστηματικούς κριτικούς για να γίνει το ξεδιάλεγμα μέσα στον χρόνο. Θυμάμαι όταν είχε κυκλοφορήσει «Ο ναύτης» το 1993 πουλούσε και συζητιόταν σχεδόν ενάμιση χρόνο. Σήμερα είναι αδιανόητο ένα βιβλίο να κρατηθεί για πάνω από μία «σεζόν», αυτό του επιβάλλει η αγορά και ο περίγυρος του βιβλίου εκτός αν κάνει τη μεγάλη εξαίρεση, τη μεγάλη επιτυχία.
Πολύ καλή δουλειά πάντως γίνεται στις ομάδες βιβλίου, που υπάρχουν πολλές σε όλη τη χώρα και όπου συνήθως επιλέγονται αξιόλογα βιβλία για συζήτηση. Επίσης σταθερή αξία για την ελληνική λογοτεχνία αποτελούν ορισμένοι εκδότες με τις επιλογές τους, ένας από τους οποίους είναι και ο δικός μου, ο Πατάκης, όπου εκδίδω τα βιβλία μου εδώ και είκοσι χρόνια.
Η κοινωνική δικτύωση εκτιμάτε ότι βοηθά το καλό βιβλίο;
Αρκετά, αλλά όχι πάντα. Υπάρχουν συγγραφείς με ελάχιστες πωλήσεις και χιλιάδες φίλους στο facebook, αλλά και συγγραφείς με χιλιάδες πωλήσεις χωρίς προφίλ στα κοινωνικά δίκτυα. Περισσότερο πιστεύω στο «στόμα με στόμα» και στη σταθερή πορεία ενός συγγραφέα που χτίζει σταδιακά τη συγγραφική του καριέρα μέσα από την αποδοχή των αναγνωστών και του λογοτεχνικού χώρου. Για μένα η βράβευση με κρατικό βραβείο του μυθιστορήματος «Ζωή μεθόρια» ήταν μια μεγάλη στιγμή άσχετα από τις πωλήσεις του συγκεκριμένου βιβλίου και δεν σχετιζόταν με την κοινωνική μου δικτύωση. Στα διαδικτυακά μέσα περισσότερο χτίζονται «περσόνες» αντί να γίνονται ουσιαστικές συζητήσεις.
Ποια αξία θεωρείτε υπέρτατη;
Την καλοσύνη σε συνδυασμό με την ανιδιοτέλεια. Να είσαι πάντα έτοιμος για το καλό, να το σκέφτεσαι ακόμη κι όταν δεν σου το ζητάνε.
Τι είναι η συγγραφή για εσάς;
Είναι κάτι που υπήρχε μέσα μου πριν γίνω «συγγραφέας» όπως υπήρχε και η μουσική μέσα στον πατέρα μου. Εκείνος έγινε μουσικός, εγώ δεν είχα κλίση. Γράφω από δεκαπέντε χρονών, εξέδωσα όμως το πρώτο μου βιβλίο στα τριάντα τέσσερα. Η γραφή είναι ένα αναπόσπαστο μέρος της ζωής και της σκέψης μου, είναι διασκέδαση και δημιουργία. Μπορεί μια μέρα να πάψω να εκδίδω βιβλία, αλλά όχι να γράφω.
Γράφετε κάτι καινούργιο;
Πάντα γράφω και όχι ένα μόνον πεζογράφημα, τα αφήνω, τα πιάνω, είναι όλα σε μια συνεχή ροή. Έτσι βρίσκομαι συνεχώς με ένα κείμενο και, όταν κρίνω ότι έρχεται η στιγμή να περάσει κάτι στους αναγνώστες, τότε επικεντρώνομαι σ’ αυτό και το ολοκληρώνω. Αυτό τότε θα είναι το «καινούργιο» για τον αναγνώστη, κάτι πολύ σχετικό δηλαδή. «Το τραγούδι του πατέρα» γράφτηκε σε πρώτη μορφή πριν είκοσι χρόνια, ύστερα το άφησα στην άκρη και, όταν έφυγε από τη ζωή ο πατέρας μου, το δούλεψα από την αρχή. Αυτή είναι και η πρόκληση της γραφής, να αντέχει στον χρόνο.

Τρίτη 14 Ιανουαρίου 2020

Για το τραγούδι στην Καθημερινή

ΕΤΙΚΕΤΕΣ:
«Το τραγούδι του πατέρα» ξεκινάει με την αφήγηση ενός ονείρου: μια νεαρή γυναίκα πάει στο πηγάδι να πάρει νερό, στη βεράντα ένας μουσικός παίζει κιθάρα, του δίνει να πιει κι εκείνος της δωρίζει ένα τριαντάφυλλο. Στο ενύπνιο αυτά συμβαίνουν ανήμερα του Αγίου Θεοδώρου. Στην πραγματικότητα, οι δυο πρωταγωνιστές θα παντρευτούν στη γιορτή του αγίου έναν χρόνο αργότερα, και θα αποκτήσουν έναν γιο που ονομάστηκε Θεόδωρος. Είναι ο συγγραφέας Θεόδωρος Γρηγοριάδης που κάθεται απέναντί μου γι’ αυτή τη συνέντευξη.
Το δεκαπεντάχρονο αγόρι που κατέγραφε στο ημερολόγιό του οικογενειακά περιστατικά και σκέψεις, εκδίδει με αυτό το αφήγημα, που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Πατάκη, το δέκατο έβδομο βιβλίο του. Ενα απόσπασμα του εφηβικού ημερολογίου, με τη χειρόγραφη περιγραφή του ονείρου της μητέρας, εισάγει τον αναγνώστη στη διήγηση. Στην προηγούμενη σελίδα βρίσκεται η αφιέρωση «Στον πατέρα μου Λεωνίδα Γρηγοριάδη (1929 - 2009)». Κι αμέσως μετά, εκεί που θα έμπαινε ο τίτλος του πρώτου κεφαλαίου, τοποθετείται μια μικρή ασπρόμαυρη φωτογραφία. Είναι η πρώτη από τις αρκετές που θα ακολουθήσουν. «Ο πατέρας μου
ο Λεωνίδας είναι ο πρώτος δεξιά, καθιστός στα γόνατα, στην πιο νεανική του φωτογραφία, παρέα με τους κανταδόρους του χωριού». Ετσι αρχίζει η εξιστόρηση, που είναι γραμμένη με σεμνότητα και ειλικρίνεια. Με το διεισδυτικό βλέμμα ενός έμπειρου συγγραφέα που επιστρέφει στα πατρογονικά του σε μια πλαγιά του Παγγαίου, ανοίγει παλιά κουτιά με ασπρόμαυρες φωτογραφίες και ανακαλεί το παρελθόν. Το εναποθέτει μπροστά μας χωρίς λουστράρισμα. Απλά και νοικοκυρεμένα σαν οικογενειακό άλμπουμ, που θα μπορούσε όμως να ξεφυλλίσει ολόκληρο το χωριό, ζώντες και τεθνεώτες.

Το εξώφυλλο του βιβλίου που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη.
«Προτού αποφασίσω να εκδώσω αυτό το βιβλίο, είπα μέσα μου “Κι εσύ Θόδωρε θα γράψεις για τον πατέρα σου;” Κι εγώ λοιπόν. Αλλωστε όλοι έχουμε έναν πατέρα και δικαιούμαστε να του αφιερώσουμε μια ιστορία. Αυτό είναι το βιβλίο των γονιών μου και της γενιάς τους. Εχει μια αθωότητα, και μολονότι αυτοβιογραφικό, εγώ συμμετέχω λιγότερο. Περιγράφω τον εαυτό μου όσο βρισκόμουν στο χωριό. Μετά έφυγα για σπουδές στη Θεσσαλονίκη, εργάστηκα ως καθηγητής αγγλικών στη μέση εκπαίδευση σε διάφορες πόλεις και ήρθα στην Αθήνα για να γίνω συγγραφέας. Εμφανίζομαι ξανά στο τέλος του αφηγήματος, όταν ο πατέρας μου ήταν πλέον βαριά άρρωστος. Πήγα στο χωριό και έμεινα κοντά του ως το τέλος», λέει.
Δυο τρεις σελίδες, τις τελευταίες του βιβλίου, καλύπτει αυτός ο αποχωρισμός πατέρα - γιου με σπαρακτική αμεσότητα: «Εσβησε μετά. Πάγωσε το δωμάτιο, στέρεψε η βρύση, η υγρασία του βουνού, σαν σύννεφο, κάλυψε το σπίτι και απορρόφησε το κορμί του. Στεκόμουν όρθιος, ακινητοποιημένος. Το περιστέρι φτερούγησε για να πάει στην αγαπημένη κοπέλα. Πέταξε από το παράθυρο, φτερούγησε, έφυγε». Η αναφορά στο περιστέρι έρχεται συνειρμικά από το τραγούδι «Paloma» που έπαιζε ο πατέρας στην κιθάρα. «Το τραγούδι του πατέρα» είναι το συγκινητικό ξόδι για έναν στοργικό πατέρα που πρόσφερε γενναιόδωρα την αγάπη του. Για ένα κανταδόρικο τρίο – πρόσφυγες από τον Πόντο που ρίζωσαν στην ανατολική Μακεδονία. Για ένα χωριό που πάλεψε να προκόψει, αλλά εντέλει το νίκησε ο χρόνος.
«Αυτό το κείμενο ξεκίνησε περίπου το 1998 όταν άρχισα να τακτοποιώ κάποιες παλιές φωτογραφίες του πατέρα μου. Τότε βρήκα αυτές που είχε βγάλει όταν ήταν ερασιτέχνης μουσικός. Τις έβαλα σε ένα κάδρο και τις κρέμασα στο δωμάτιο για να τις βλέπω. Με τον καιρό μου διηγήθηκε την ιστορία τους, που την έκανα ένα μικρό διήγημα και μετά την άφησα στην άκρη. Ο πατέρας μου ήταν ένας άνθρωπος εργατικός: στα καπνά και στο παντοπωλείο του. Αλλά επίσης αυτοδίδακτος μουσικός. Μετά τον θάνατό του, θέλησα να τον θυμηθώ μέσα από τη μουσική», λέει ο Θόδωρος Γρηγοριάδης.
Από καρδιάς
«Σκοπός μου ήταν το κείμενο να μοιάζει με προφορική αφήγηση και παράλληλα πεζογραφία. Δεν ήθελα ένα βιβλίο νοσταλγίας για να δακρύσουμε όλοι μαζί. Βεβαίως έχει μέσα του θλίψη και απώλειες – χάνονται οι άνθρωποι, αλλά κι ένας ολόκληρος τρόπος ζωής από μια πολύ δυναμική περιοχή της Ελλάδας που πλέον βρίσκεται σε κατάπτωση. Ολα αυτά τα έγραψα με τρόπο “υποψιασμένο” λογοτεχνικά, αλλά περισσότερο από καρδιάς. Ημουν πολύ δεμένος με τους γονείς μου, γιατί με βοήθησαν να κάνω όσα έκανα στη ζωή μου. Ηταν αγρότες –δεν ξέρω καλά καλά αν είχαν τελειώσει το δημοτικό–, αλλά ο πατέρας μου, πρόσφυγας από τη
Σαμψούντα, διέθετε ένα φοβερό ένστικτο. Ο παππούς έπαιζε ούτι, μιλούσε ποντιακά, τα τουρκικά ήταν η δεύτερη γλώσσα του, διάβαζε καθημερινά εφημερίδα. Ενας θείος μάς έστελνε δίσκους και περιοδικά. Μεγάλωσα σε ένα σπίτι που είχε μουσική, διαβάσματα και καθόλου μιζέρια. Μετά τις σπουδές έζησα ως περιπλανώμενος καθηγητής και ήρθα στην Αθήνα πολιτιστικός μετανάστης, για τα βιβλία».
Το γουρλίδικο αγοράκι του βιβλίου, που κατά το έθιμο φορούσε το γοβάκι στη νύφη και έπαιρνε κέρασμα δεκαράκι χάρη στον πατέρα του που έπαιζε μουσική στους γάμους, κλείνει του χρόνου τριάντα χρόνια ως πεζογράφος – το πρώτο του βιβλίο εκδόθηκε το 1990, όταν ήταν 34 ετών. Κατά μέσον όρο παρουσιάζει ένα βιβλίο –συλλογές διηγημάτων, νουβέλες, μυθιστορήματα– κάθε δύο χρόνια. Κρατάει ημερολόγιο από την εφηβεία του και επί πολλά έτη κατέγραφε καθημερινά σκέψεις και γεγονότα. Τα ημερολόγιά του είναι πλέον 40 τόμοι των 300 σελίδων έκαστος, που στοιβάζονται στο γραφείο του – «το έργο της ζωής μου», σχολιάζει, «αλλά όχι προς δημοσίευση». Αρχισε να λέει ότι είναι συγγραφέας μετά την έκδοση του τρίτου του βιβλίου γιατί μέχρι τότε ντρεπόταν. Διαβάζει πάρα πολύ. «Ο μεγαλύτερος ανταγωνιστής μου ως συγγραφέα είναι ο αναγνώστης», λέει. «Από παιδί ήμουν μανιακός με το διάβασμα. Δεκατριών ετών είχα διαβάσει ήδη σαράντα κλασικά μυθιστορήματα. Τώρα έχω λίγο ησυχάσει αλλά αν πρέπει να αποφασίσω ανάμεσα στη διόρθωση ενός διηγήματός μου, για παράδειγμα, και στο διάβασμα ενός βιβλίου που έχω αφήσει στη μέση, θα πάω στο βιβλίο».

– Πώς αισθάνεστε έπειτα από τόσα συνεπή χρόνια στη γραφή;
– Δεν είμαι από εκείνους που νιώθουν ότι έφτασαν ψηλά. Δεν είμαι συγγραφέας αυτονόητης αποδοχής όπως συμβαίνει με άλλους, που όλοι περιμένουν τη νέα τους κυκλοφορία. Κάθε βιβλίο μου κρίνεται εξαρχής. Εχω κάνει στο παρελθόν εκδοτικές επιτυχίες, κάποια μυθιστορήματα έχουν μεταφραστεί και πηγαίνουν καλά στο εξωτερικό. Ξέρω ότι υπάρχει ένα αναγνωστικό κοινό που γνωρίζει τη δουλειά μου, αλλά είμαι ανυπάκουος θεματικά στα έργα μου. Αυτό μπορεί να ξαφνιάζει, ή να απομακρύνει μερικούς. Επίσης δεν είμαι αυτό που λέμε «στα πράγματα». Δεν βγαίνω έξω για να καλλιεργώ κοινωνικές συναναστροφές που θα βοηθήσουν στην προβολή των βιβλίων μου. Γι’ αυτό λέω πως ό,τι έγινε με τη συγγραφή, έγινε μόνο του. Και είμαι πολύ ευχαριστημένος με αυτό. Το μόνο που με ανησυχεί είναι ότι υπολογίζω τον χρόνο με το γράψιμο. Δηλαδή σκέφτομαι: «Πόσα βιβλία άραγε μένουν ακόμη να γράψω στη ζωή μου;». Και κάποιες φορές αυτή η σκέψη με οδηγεί να δουλεύω πιο γρήγορα.

– Δεν κουραστήκατε να γράφετε;
– Καθόλου. Το μόνο που κουράζεται μερικές φορές είναι ο αυχένας και τα χέρια μου. Ποτέ η διά-θεσή μου.
Έντυπη

Δευτέρα 9 Δεκεμβρίου 2019

Στο ντιβάνι του αναγνώστη.


Προτιμώ την εν ζωή δικαίωση ή απαξίωση


 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ 

Προτιμώ την εν ζωή δικαίωση ή απαξίωση



Δέκα ερωτήσεις, περισσότερο αφορμές και σπινθήρες για μια συνομιλία, ανάμεσα σ’ έναν επίμονο αναγνώστη κι ένα πρόσωπο της γραφής. Σήμερα o Θεόδωρος Γρηγοριάδης απέναντι σ’ ένα ερωτηματολόγιο που επιχειρεί να ψηλαφίσει, εντός κι εκτός αφηγηματικής επιφάνειας, διαθέσεις, εμμονές, αναγωγές

● Γράφετε συνεχώς το ίδιο βιβλίο ή στο έργο σας εντοπίζετε τομές και ασυνέχειες;
Κάνω μικρούς θεματικούς και μορφολογικούς κύκλους ανά δεκαετία, άτυπες ενότητες ή τριλογίες. Στην πραγματικότητα, αυτό που καθορίζει το κείμενο κάθε φορά είναι η εποχή, ο τόπος, οι εμπειρίες μου.
● Εκτός από τη λογοτεχνία, τι άλλο καθορίζει και φωτίζει το έργο σας;
H καταγωγή μου, τα ταξίδια, ο ερωτισμός, ο κινηματογράφος, τα διαβάσματα και η μουσική που ακούω συνεχώς.
● Υπάρχει κάποιο βιβλίο που βιαστήκατε να το παραδώσετε στον εκδότη σας και κάποιο άλλο που το απωθείτε, το «φοβάστε» μέχρι σήμερα;
Ναι, μπορεί να βιάστηκα σε κάποιο, αλλά ποτέ δεν είσαι σίγουρος, ωστόσο τα «φυλαγμένα» είναι πολύ περισσότερα. Πιθανώς να μην εκδοθούν, όχι γιατί φοβάμαι τα ίδια τα βιβλία, αλλά την ενδεχόμενη αδυναμία πρόσληψής τους.
● Τρεις τίτλοι βιβλίων που σας σφράγισαν στο πέρασμα του χρόνου, εντός κι εκτός κειμένου;
Τα «Ποιήματα» του Καβάφη, στη δεκαετία των είκοσι, τα «Ο επιτάφιος θρήνος» του Γιώργου Ιωάννου στη δεκαετία των τριάντα, ο «Αιχμάλωτος του έρωτα» του Ζαν Ζενέ στη δεκαετία των σαράντα. Και συνεχίζεται...
● Υπάρχουν αρνητικές κριτικές που σας βοήθησαν και θετικές που υπομειδιάσατε;
Αφουγκράζομαι τις αρνητικές κριτικές. Οι θετικές είναι καλοδεχούμενες, ανθρώπινο είναι...
● Υπάρχει κάποιος παλαιότερος και κάποιος νεότερος Ελληνας συγγραφέας που σας έλκει η γραφή του;
Η Μέλπω Αξιώτη, ο Γιώργος Χειμωνάς, η Μάρω Δούκα. Ο Χρήστος Οικονόμου και ο Χρήστος Κυθρεώτης μετά το φετινό, πρώτο του, μυθιστόρημα.
● Σήμερα, υπάρχουν λογοτεχνικές συντροφιές που διαμορφώνουν το πνευματικό κλίμα της εποχής;
Η τελευταία μου λογοτεχνική συντροφιά ήταν εκείνη των συγγραφέων του Κέδρου. Ημουνα ο νεότερος, και διαλύθηκε μετά τον άδικο θάνατο του Γιάννη Κοντού. Συναντάω όμως πολλούς συγγραφείς δημοσίως με πολύ φιλική διάθεση και αλληλοεκτίμηση. Μακάρι να προκύψει άλλη μια συντροφιά, μακάρι και με νεότερους.
● Για ποιο λόγο η παρουσία της ελληνικής λογοτεχνίας, εκτός συνόρων, είναι τόσο νωθρή και αποσπασματική;
Δεν υπάρχει κρατική στήριξη, δεν υπάρχει Κέντρο Βιβλίου. Οκτώ στα δέκα μεταφρασμένα βιβλία που διαβάζω μεταφράστηκαν με τη στήριξη αντίστοιχων κρατικών φορέων βιβλίου, π.χ. την Ολγκα Τοκάρτσουκ την υποστήριζε το Πολωνικό Κέντρο Βιβλίου. Ακόμη και τα βραβευμένα με Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας βιβλία εγκαταλείπονται αντί να αποτελούν μια διαχρονική λίστα για μετάφραση. Θα έλεγε κανείς ότι ο χώρος του βιβλίου είναι ο πιο αφημένος στο πεδίο του πολιτισμού.
● Η πολιτική συγκυρία, εντός και εκτός της χώρας, αλλά και η γλώσσα και ο τρόπος της ενημέρωσης αγγίζουν το συγγραφικό εργαστήρι σας;
Ο χώρος μου είναι η γραφή μου. Η περιρρέουσα κοινωνική και πολιτική ατμόσφαιρα με τροφοδοτεί, αλλά περνάει καιρός για να αφομοιωθεί μυθοπλαστικά. Στα διηγήματα μπορείς να είσαι πιο άμεσα επικαιρικός. Τα κοινωνικά δίκτυα επίσης δημιουργούν μιαν παράλληλη πραγματικότητα όπου αναδύονται «προσωπεία» που ανατρέπουν κάθε μυθιστορηματικό στερεότυπο που ξέραμε ώς τώρα. Γράφονται πολλά κείμενα στο διαδίκτυο, αλλά χάνονται μέσα στο ψηφιακό συμπαντικό χάος.
● Σας απασχολεί αν, μεταθανατίως, θα σας θυμούνται μέσα από το έργο σας;
Αν διασωθεί κάποιο κείμενο ως σύμπτωμα ή παράπτωμα της εποχής, της ζωής και της γραφής μου, θα το χαιρόμουν, αλλά δεν θα είμαι παρών. Προτιμώ την εν ζωή δικαίωση ή απαξίωση. Με πικραίνει η μετά θάνατον αποκατάσταση ενός συγγραφέα, όπως π.χ. η περίπτωση του Χέρμαν Μέλβιλ, που πέθανε παραμερισμένος, ενώ σήμερα προσκυνάμε στο όνομά του. Προσωπικά, του ανάβω και κάνα κεράκι κάθε τόσο.

♦️ Ο Θεόδωρος Γρηγοριάδης γεννήθηκε το 1956 στο Παλαιοχώρι Παγγαίου Καβάλας. Σπούδασε Αγγλική Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, δίδαξε αγγλικά στη δημόσια εκπαίδευση. Διοργάνωσε λογοτεχνικά σεμινάρια στη Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη Σερρών και στο Athens American Center της αμερικανικής πρεσβείας Αθηνών. Εχει γράψει έντεκα μυθιστορήματα, τρεις συλλογές διηγημάτων, μία νουβέλα και έναν θεατρικό μονόλογο. Είναι μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων. Η «Ζωή μεθόρια» τιμήθηκε με το Κρατικό Λογοτεχνικό Βραβείο Μυθιστορήματος το 2016. Η νουβέλα «Το τραγούδι του πατέρα» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη, Νοέμβριος 2019.


Robert Penn Warren «Ένας τόπος για να επιστρέφεις»

Μετάφραση: Αθηνά Δημητριάδου, εκδόσεις Πόλις, 2025 Γράφει ο Θεόδωρος Γρηγοριάδης Στο τελευταίο βιβλίο του Ρόμπερτ Πεν Γουόρεν ο αφηγητής και...