ΒΙΒΛΙΟ
Παρασκευή 31 Ιανουαρίου 2025
Θεόδωρος Γρηγοριάδης: «Αυτό που θεωρούμε γραφικό γίνεται επικίνδυνο» Συνέντευξη στην Κυριακή Μπεϊόγλου
Τετάρτη 23 Νοεμβρίου 2022
Στην Κρήτη με τα βιβλία στα σχολεία
«Ζωντανοί» στα Χανιά
Τέλος Οκτωβρίου στα όμορφα Χανιά έβλεπες ακόμη τουρίστες στους δρόμους, όμως η πόλη ακολουθούσε τους καθημερινούς φθινοπωρινούς της ρυθμούς

Τέλος Οκτωβρίου στα όμορφα Χανιά έβλεπες ακόμη τουρίστες στους δρόμους, όμως η πόλη ακολουθούσε τους καθημερινούς φθινοπωρινούς της ρυθμούς. Βρέθηκα εκεί καλεσμένος ενός φροντιστηρίου Μέσης Εκπαίδευσης, στο πλαίσιο του μαθήματος που προβλέπει τη συνεξέταση γλώσσας – λογοτεχνίας και εξετάζεται πανελλαδικά. Η προετοιμασία στο φροντιστήριο κράτησε μήνες και οι μαθητές Β΄ και Γ΄ Λυκείου είχαν διαβάσει τα δύο πρόσφατα βιβλία μου, «Το τραγούδι του πατέρα» και τη «Νοσταλγία της απώλειας». Η διευθύντρια του φροντιστηρίου, φιλόλογος Ρούλα Βουράκη, με την οποία έγιναν οι επαφές διαδικτυακά, μου είχε γράψει στο μήνυμα ότι «η επιλογή των βιβλίων έγινε με κριτήρια τεχνικά, αισθητικά και ιδεολογικά, που συνομιλούν με τις οδηγίες της διδακτικής του μαθήματος και με τη διακριτική ευχέρεια που απολαμβάνει η νόμιμη φροντιστηριακή εκπαίδευση να αξιοποιεί δημιουργικά ένα ενιαίο αφηγηματικό έργο…».
Με χαρά αποδέχθηκα την πρόταση· άλλωστε είχα να πάω στα Χανιά από τη δεκαετία του ’80, όταν υπηρετούσα στο Ναυτικό και δέναμε για επισκευές στη Σούδα με το αντιτορπιλικό.
Η πρώτη συνάντηση έγινε στο γραφικό χωριό Βάμος, 25 χιλιόμετρα από τα Χανιά. Εκεί αράξαμε στο γραφικό κτήμα Αροσμαρί σε ένα ανοιχτό θεατράκι ανάμεσα στις ελιές. Ιδανικό περιβάλλον, μακριά από τις κλειστές αίθουσες! Οι μαθητές και μαθήτριες κρατούσαν τα βιβλία στο χέρι, είχαν διαβάσει συγκεκριμένα διηγήματα και είχαν υπογραμμίσει πολλά σημεία για να κάνουν ερωτήσεις. Σχολίασαν με ενθουσιασμό αλλά και κριτική διάθεση, ρώτησαν για πράγματα που απείχαν δεκαετίες πριν από τη δική τους βιωματική εμπειρία. Κάποιες μάλιστα επισημάνσεις ξεπερνούσαν και τις αρχικές προθέσεις του συγγραφέα, ενώ η επιμονή σε ορισμένα διηγήματα της συλλογής απέδειξε ότι τελικά ο αναγνώστης αποφασίζει τι του αρέσει περισσότερο και όχι ο συγγραφέας.
Ηταν μια θαυμάσια συνάντηση, που ολοκληρώθηκε με την ανάγνωση του κειμένου «Το γιατρικό της αμόλυντης λογοτεχνίας», που είχε δημοσιευθεί στην «Καθημερινή» το 2020 και συμπεριλήφθηκε στην εξέταση του μαθήματος της Νεοελληνικής Γλώσσας και Λογοτεχνίας την ίδια χρονιά. Λίγο πριν φύγουν οι μαθητές μού ζήτησαν να υπογράψω τα αντίτυπα των βιβλίων που είχαν διαβάσει, ενώ μια μαθήτρια μου πρότεινε ένα δικό της ζωγραφισμένο εξώφυλλο για το τελευταίο μου βιβλίο, που το εμπνεύστηκε κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης.
Είχα εργαστεί για πολλά χρόνια στη δημόσια εκπαίδευση, ένιωθα πάντα τον παλμό που κρύβεται πίσω από τα νέα παιδιά. Επιθυμούν να ζωντανέψει η μάθηση με κάθε δυνατό τρόπο. Η δημιουργική σύζευξη γλώσσας και λογοτεχνίας μπορεί να ωφεληθεί με τις επισκέψεις συγγραφέων σε σχολεία, τις επισκέψεις μαθητών σε βιβλιοθήκες, τις αναγνωστικές δράσεις εντός και εκτός της σχολικής τάξης, τη δημιουργία ιστότοπων από τους ίδιους τους μαθητές με συναφή θέματα, με το άνοιγμα της λογοτεχνικής εμπειρίας πέρα από τη σχολική αίθουσα. Μα πάνω απ’ όλα με την εισαγωγή ενός ολόκληρου λογοτεχνικού βιβλίου στην ύλη των Νεοελληνικών. Ενα τέτοιο βιβλίο δεν θα το πετούσαν και ενδεχομένως θα αποτελούσε τη μαγιά για τη μελλοντική τους βιβλιοθήκη.
Η δημιουργική σύζευξη γλώσσας και λογοτεχνίας μπορεί να ωφεληθεί με τις επισκέψεις συγγραφέων σε σχολεία, μαθητών σε βιβλιοθήκες κ.ά.
Αυτή τη ζωντάνια την ένιωσα και στην επόμενη συνάντηση όταν, με την πρωτοβουλία της φιλολόγου και προέδρου του Συνδέσμου Φιλολόγων Χανίων, Βαρβάρας Περράκη, βρέθηκα με δύο τμήματα του 2ου ΓΕΛ Χανίων. Εκεί τα παιδιά, με ανοιχτό το βιβλίο «Λογοτεχνία, Φάκελος υλικού, Δίκτυο κειμένων Γ΄ Λυκείου» διάβασαν ένα διήγημά μου από τους «Χάρτες», που (μεγάλη η τιμή) συμπεριλαμβανόταν στην ύλη τους και αναφώνησαν με χιούμορ «ένας ζωντανός συγγραφέας!».
Γελώντας τους ανέφερα ότι στα δικά μου γυμνασιακά χρόνια δεν υπήρχε περίπτωση να βρεθεί μέσα στα κείμενα νεοελληνικής λογοτεχνίας κάποιος εν ζωή συγγραφέας. Κάποια χέρια επέμεναν στις ερωτήσεις, διέβλεπα ότι μια μέρα κάποιοι/ες σίγουρα θα γράψουν, θα είναι οι επόμενοι «ζωντανοί». Γιατί αυτό ήταν το μήνυμα και η ψυχική και ηθική ικανοποίηση: η διδασκαλία της λογοτεχνίας πρέπει να συμβάλει τόσο στη γλώσσα όσο και στη βιωματική μάθηση των μαθητών/τριών προς όφελος της κριτικής σκέψης, της συνθετικής ικανότητας και της δημιουργικής φαντασίας. Και ότι ο λογοτεχνικός κανόνας καθιερώνεται μεν από τους κριτικούς και θεωρητικούς, αλλά κατοχυρώνεται στην εκπαιδευτική διαδικασία από διορατικούς και επίμονους καθηγητές.
Εκεί στην Κρήτη, κάτω από το διαχρονικό βάρος του Νίκου Καζαντζάκη, σκεφτήκαμε ότι πολλά πράγματα μπορούν να γίνουν ακόμη και να μεταλαμπαδευτούν στις επόμενες γενιές.
* O κ. Θεόδωρος Γρηγοριάδης είναι συγγραφέας.
Σάββατο 20 Μαρτίου 2021
Παρασκευή 18 Δεκεμβρίου 2020
Τρίτη 14 Ιουλίου 2020
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΒΡΑΒΕΙΑ ΑΝΑΓΝΩΣΤΗ 2020 Βραβείο Νίκος Θέμελης στο "Τραγούδι του πατέρα"
Οι Κριτικές Επιτροπές του Αναγνώστη ανακοίνωσαν τα Λογοτεχνικά Βραβεία 020 για την εκδοτική παραγωγή του 2019. Τα Βραβεία παρουσιάστηκαν την Πέμπτη το βράδυ στις 8μμ σε livestreaming από το cafe τουΒιβλιοπωλείου Ευριπίδης στην Κηφισιά με την τεχνική επιμέλεια του Παναγιώτη Σιδηρόπουλου και της Bookia.gr.
Δευτέρα 25 Μαΐου 2020
Κριτική του Βαγγέλη Χατζηβασιλείου για το Τραγούδι του πατέρα
Αναπολώντας το παρελθόν.
Ο Θεόδωρος Γρηγοριάδης επιστρέφει στην παιδική του ηλικία απαλλαγμένος από το οποιοδήποτε νοσταλγικό πνεύμα.
Του ΒΑΓΓΕΛΗ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
Ένα βιβλίο εντελώς διαφορετικό απ΄όσα έχει γράψει μας δίνει ο Θεόδωρος Γρηγοριάδης, με το Τραγούδι του πατέρα που εννοεί κυριολεκτικώς τον τίτλο του. Ο συγγραφέως ξετυλίγει εδώ τα χρόνια της μουσικής δραστηριότητας του πατέρα του και δύο στενών του φίλων σε ένα καπνοχώρι του Παγγαίου Όρους κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1950, οπότε και παίζοντας κιθάρα, βιολί και ακορντεόν συστήνουν ένα τρίο με τραγούδια τανγκό και λάτιν, πλαισιωμένοι από μια ολιγοσέλιδη, άκρως πυκνή και από σκοπού όχι εξαντλητική αφήγηση, κάτι μεταξύ ελλειπτικού ημεορλογίου, αποσπασματικού οικογενειακού χρονικού και πολυκαιρισμένου φωτογραφικού άλμπουμ (με καταχωνιασμένο επί χρόνια υλικό ως συνοδευτικό του κειμένου), όπου η αυτοεξιστόρηση συναντά την προφορική ιστορία και η μαρτυρία συνδυάζεται με ένα είδος αυτόκλητης ανθρωπολογικής έρευνας.
Οι μουσικές που παίζει το τρίο στις γιορτές και στα ξεφαντώματα των τοπικών γάμων ξεσηκώνουν τους ανθρώπους, στέλνοντας στα ουράνια το κέφι τους. Τίποτε δεν είναι τυχαίο: η εποχή τους είναι η εποχή της μεταπολεμικής ανόρθωσης (ακόμα κι αν η ανόρθωση έχει κουτσά ποδάρια), οι γάμοι γίνονται με μια αδιανόητη για τα σημερινά μέτρα συχνότητα και τα πάντα αποκτούν ζωτικό νόημα σε έναν κόσμο ο οποίος παρά τις άπειρες στερήσεις του (ο καθ΄ημέραν βίος στα καπνοχώρια αποδεικνύεται ιδιαίτερα σκληρός και επίπονος) ξέρει πώς να αντλεί δύναμη ή θάρρος κι από το ελάχιστο, αντλώντας τη χαρά του από μια προσδοκία στηριγμένη στη χειροπιαστή ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο-ένα αύριο που θα τερματίσει όλα τα δεινά τα οποία προηγήθηκαν και πιθανόν να μην έχουν τελειώσει ακόμη.
Η εικονογράφηση αυτού του πηγαίου πνεύματος, της ανεμπόδιστης πίστης σε όσα είναι επί θύραις και δεν θα αργήσουν διόλου να έρθουν (παρά τους όχι και τόσο μακρινούς απόηχους του Β΄Παγκοσμίου Πολέμου και του Εμφυλίου) αποτελεί και την ισχυρότερη σύσταση του αφηγήματος του Γρηγοριάδη : όχι γιατί αντικατοπτρίζει γενικώς μια περίοδο αισιοδοξίας και αθωότητας, αλλά επειδή αναπαράγει το ήθος και τον τόνο της καθημερινότητας ενός τόπου προβεβλημένου υπό συγκεκριμένες ιστορικές συνθήκες και σε δεδομένη χρονική φάση. Κάτι τέτοιο οφείλεται βεβαίως στην οξυμένη αίσθηση (τόσο τη βιωματική όσο και τη λογοτεχνική) του Γρηγοριάδη, που έχει την ευφυία (και την ευαισθησία) να αποφύγει από την αρχή μέχρι το τέλος δύο αλληλένδετες παγίδες: τη νοσταλγία και τη μυθολόγηση.
Η αναδρομή στις εμπειρίες του οργανοπαίκτη πατέρα και των ομοτέχνων του κατά την περίοδο της παιδικής και της αφηβικής ηλικίας του συγγραφέα δεν επιβαρύνεται από κανένα νοσταλγικό πνεύμα, δεν σκιάζεται από κανέναν ανεκπλήρωτο πόθο ανάκτησης των ιδεωδώς χαμένων. Απαραίτητο για να μη στραφεί η αφήγηση προς μια ανάλογη κατεύθυνση είναι να μη μυθολογηθούν και μην εξιδανικευτούν οι μορφές του πατέρα και των φίλων. Και αυτό ακριβώς συμβαίνει. Και οι τρεις φίλοι εγκαταλείπουν σιγά -σιγά τις ευφρόσυνες μουσικές τους επιδόσεις όχι ως διαψευσμένοι και ακυρωμένοι καλλιτέχνες, που θρηνούν για την απώλειά τους, αλλά εξαιτίας των κοινωνικών και οικονομικών περιστάσεων της δεκαετίας του 1950. Περιστάσεις αποτυπωμένες διακριτικά στον απέριττο λόγο του Γρηγοριάδη, όπου το τρίο εγκαταλείπει τα όργανά του λόγω των αδήριτων εξαναγκασμών της καπνοκαλλιέργειας ή της πίεσης να αναζητηθούν σε άλλους τόπους, μέσω της μετανάστευσης, οι πόροι της επιβίωσης, που είναι τόσο αναγκαίοι όσο και οι πόροι τους οποίους παρέχει ο καπνός.
Ο συγγραφέας κατορθώνει έτσι να ανεβάσει τους ήρωές του πάνω σε μια εντελώς ρεαλιστική σκηνή, χωρίς να λείψουν από την αναπαράστασή του η τρυφερότητα της μνημονικής ανάκλησης και η ζωντάνια της προσωπικής, καθαρώς αυτοβιογραφικής εμπλοκής στα τεκταινόμενα. Σε κάθε περίπτωση, μια ακέραιη προσπάθεια.
ΤΟ ΒΗΜΑ, ΒΙΒΛΙΑ
Κυρικαή 3 Μαίου 2020
Τετάρτη 4 Μαρτίου 2020
Για το τραγούδι η Λίνα Πανταλέων γράφει στην Καθημερινή
Τρίτη 25 Φεβρουαρίου 2020
Συνέντευξη με τον Γιάννη Πανταζόπουλο στην LIFO
Θεόδωρος Γρηγοριάδης: «Την κρίση την πληρώνουν εκείνοι που δεν την προκάλεσαν»
Ο Θεόδωρος Γρηγοριάδης γεννήθηκε στο Παλαιοχώρι Παγγαίου του νομού Καβάλας το 1956. Σπούδασε αγγλική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης. Εμφανίστηκε στον χώρο της ελληνικής πεζογραφίας το 1990 με το μυθιστόρημα «Κρυμμένοι άνθρωποι».
Είναι μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων και έχει εργαστεί ως καθηγητής Αγγλικών στη μέση εκπαίδευση σε διάφορες πόλεις. Στην Αθήνα ήρθε για να γίνει συγγραφέας.
Το διαμέρισμά του στη Νέα Σμύρνη διαθέτει απρόσκοπτη θέα στο Άλσος. Ένας τεράστιος όγκος βιβλίων, ταξινομημένων μάλιστα ανά συγγραφέα, καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος του σπιτιού. Άλλωστε, εκεί περνά το μεγαλύτερο μέρος της καθημερινότητάς του, γι' αυτό και είναι διακοσμημένος με το δικό του στυλ. Στη συζήτησή μας ανατρέχει στο παρελθόν, στο περιεχόμενο των βιβλίων του αλλά και στις εμπειρίες που κουβαλά ως πολύτιμο υλικό της ζωής του.
Τον συναντώ με αφορμή το τελευταίο του βιβλίο με τίτλο «το τραγούδι του πατέρα», γραμμένο για τον πατέρα του Λεωνίδα που πέθανε το 2009. Μια νουβέλα που μπορεί να θεωρηθεί ταυτόχρονα χρονικό εποχής και εξομολογητική βιογραφία. Όπως υποστηρίζει ο ίδιος: «Ένα τραγούδι για τον πατέρα, τους φίλους του και τη γενιά τους, µια γενιά που πάλεψε να ορθοποδήσει, που τόλμησε να ονειρευτεί µε κέφι και ελπίδα».
Οι άνθρωποι, βαθιά μέσα τους, παραμένουν οι ίδιοι, απλώς η ψηφιακή τεχνολογία τούς έδωσε τη δυνατότητα να πειραματιστούν με ταυτότητες και συμπεριφορές που παλιότερα θα τους ήταν αδιανόητες. Ταυτόχρονα, βιώνουν μια ναρκισσιστική μοναξιά, απόρροια της εικονικής τους ευδαιμονίας.
Είναι η στιγμή που μου δείχνει την κιθάρα του πατέρα του, η οποία υπάρχει ακόμη μπροστά στο γραφείο του, όπως και οι πολυάριθμες σελίδες από το προσωπικό του ημερολόγιο.
Πρόκειται για έναν άνθρωπο χαμογελαστό και καλοσυνάτο, με μειλίχιο και ευγενικό ύφος. Η γραφή γι' αυτόν αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της σκέψης του, ενώ κάθε σημείο στο διαμέρισμα είναι διαποτισμένο από τοπία, έρωτες, ταξίδια και προσωπικές αναζητήσεις.
Στη συνέντευξη που ακολουθεί μιλά για τα παιδικά του χρόνια, τους γονείς του, την εποχή μας, την κρίση, την Ιστορία, τη συγγραφή, την απώλεια, τη μοναχικότητα αλλά και για το τι θεωρεί σημαντικό στη ζωή.
(. Φωτο: Πάρις Ταβιτιάν/LifO)
— Σε τι περιβάλλον μεγαλώσατε; Τι θυμάστε πιο έντονα από τα παιδικά σας χρόνια;
Γεννήθηκα σε μια γειτονιά που έσφυζε από ζωή, στο Παλαιοχώρι Καβάλας, στους πρόποδες του Παγγαίου. Το σπίτι μας ήταν κολλητά με του παππού μου, του Θόδωρου, κι έτσι ως παιδί έχω εικόνες με πολύ κόσμο – έξι παιδιά είχε ο παππούς, ήμουν το πρωτότοκο εγγόνι και απολάμβανα την αγάπη όλων. Ύστερα, ήταν μια γειτονιά γεμάτη παιδιά, με αυλές που ακουμπούσαν η μία στην άλλη – πηδούσαμε φράχτες και πηγαινοερχόμασταν.
Πάνω απ' όλα, ήταν ένα χωριό με κοντά 4.000 κόσμο, ένας προκομμένος τόπος, αυτάρκης, με πολλά μαγαζιά και κινηματογράφο. Δηλαδή, από τα παιδικά μου χρόνια έχω την εικόνα μιας μικρής ολοκληρωμένης κοινωνίας που θα κατακερματιζόταν όσο μεγάλωνα, ειδικά από τη στιγμή που θα έφευγα από το χωριό για να σπουδάσω.
— Πώς θα χαρακτηρίζατε την εποχή μας και γιατί;
Μέσα σε έξι δεκαετίες είδα αρκετές μεταμορφώσεις της κοινωνίας, έζησα σε διαφορετικές πόλεις και χωριά ως καθηγητής μέχρι να καταλήξω εδώ, στην Αττική, στη Νέα Σμύρνη. Οι αλλαγές στα ήθη ήταν σημαντικές, αλλά όχι ουσιαστικές. Οι άνθρωποι βαθιά μέσα τους παραμένουν οι ίδιοι, απλώς η ψηφιακή τεχνολογία τούς έδωσε τη δυνατότητα να πειραματιστούν με ταυτότητες και συμπεριφορές που παλιότερα θα τους ήταν αδιανόητες.
Ταυτόχρονα, βιώνουν μια ναρκισσιστική μοναξιά, απόρροια της εικονικής τους ευδαιμονίας. Ως κοινωνία, όμως, δεν προχωρήσαμε, χαθήκανε και χάνονται συνεχώς ευκαιρίες, π.χ. το Δημόσιο και η παιδεία λειτουργούν ακόμα με ξεπερασμένα μοντέλα, ενώ δεν έχουν απαλειφθεί πολλές προκαταλήψεις, ο φόβος του ξένου και του διαφορετικού.
— Πώς ανακαλύπτει ένας άνθρωπος τι είναι αυτό που θέλει στη ζωή;
Μπορεί και να μην το ανακαλύψει ποτέ. Είσαι εδώ, μετά δεν υπάρχεις. Και ψαχνόμαστε να καταλάβουμε κάτι απ' όλα αυτά, κάτι μη νοητό. Κάποιοι καταφέρνουν με υλικά μέσα να περάσουν καλύτερα, άλλοι δεν θα απολαύσουν ούτε μια σταγόνα ευημερίας. Το δράμα της ύπαρξής μας είναι ότι είμαστε έρμαια της μεταφυσικής, αλλά δεν την επικαλούμαστε ποτέ.
Θέλει να σκεφτείς αρκετά πάνω στη ζωή και τις ανάγκες σου, όμως, μέχρι να το συνειδητοποιήσεις, έχει σχεδόν περάσει. Τουλάχιστον, ας ξαναδώσουμε βάρος σ' εκείνα που δικαιούμαστε όλοι: το συναίσθημα, την αγάπη, τον έρωτα, την κοινωνικότητα, τη δικαιοσύνη.
— Το βιβλίο σας περιγράφει την ιστορία του πατέρα σας. Τελικά, η μνήμη είναι πόνος ή γιατρικό;
Το «τραγούδι του πατέρα» είναι ένα τραγούδι αφιερωμένο σ' εκείνον, περίπου δέκα χρόνια αφότου έφυγε. Σε μια παλιά συζήτηση μεταξύ του Λου Ριντ και του Πολ Όστερ θυμάμαι τον δεύτερο να λέει: «Αρκετοί άνθρωποι που αγαπήσαμε και νοιαστήκαμε γι' αυτούς δεν είναι πια μαζί μας, αλλά τους κουβαλάμε μέσα μας. Καθώς γερνάς η ζωή σου γίνεται μια ήσυχη συνομιλία με τους νεκρούς. Το βρίσκω λυπηρό αυτό και ταυτόχρονα εξαιρετικά παρηγορητικό».
Ο πατέρας μου ανήκε στη γενιά που αναστήλωσε την Ελλάδα μετά τον Εμφύλιο. Καπνοπαραγωγός, παντοπώλης, μουσικός, δεν υπήρχε μεροκάματο που να μην το κάνει. Ήταν το πρότυπό μου σε πολλά επίπεδα. Δούλευε, δεν χρώσταγε πουθενά και διαρκώς δημιουργούσε. Πεισματάρης αλλά και ευγενικός. Τα βράδια, κουρασμένος, έπιανε την κιθάρα και μας έπαιζε μουσική, ενώ η καλλίφωνη μάνα μου τραγουδούσε από δίπλα. Άνθρωποι του δημοτικού, που είχαν μια φυσική ευγένεια και ιδιαίτερες ευαισθησίες.
Αυτό το μικρό βιβλίο αφιερώνεται στη μνήμη του, αλλά είναι γραμμένο και ως μυθοπλασία. Στην τελευταία σελίδα, κάθε φορά που τη διόρθωνα, έκλαιγα. Ωστόσο είναι ένα ευχάριστο βιβλίο, έχει μια αισιοδοξία όσον αφορά την επιβίωση, τη χαρά και το γλέντι, έχει πολύ τραγούδι.
— Τι κρατάτε περισσότερο από τους γονείς σας;
Η μητέρα μου ζει μόνη της στο χωριό, αρνείται να έρθει στη Νέα Σμύρνη, δεν την αφορά η ζωή σε μια αχανή πόλη. Έζησαν αρμονικά οι δυο τους. Ήταν το ίδιο ευαίσθητοι και δυναμικοί. Μαζί αποφάσιζαν. Δούλευαν χωρίς να βαρυγκομούν, στα χωράφια, στο μαγαζί.
Κρατάω την αίσθηση της ελευθερίας που μας έδωσαν, εμένα και του αδελφού μου. Προτού γίνω είκοσι χρονών με έστειλαν έναν μήνα το καλοκαίρι στο Λονδίνο για να μάθω τη γλώσσα, στερώντας από το μάζεμα των καπνών δυο χέρια.
Όταν τους ανακοίνωσα ότι θα έφευγα στην Αθήνα, στην αρχή ξαφνιάστηκαν. Δεν είχα λόγο να φύγω από τη Βόρεια Ελλάδα, ήμουν εκεί διορισμένος καθηγητής. Τους εξήγησα ότι ήθελα να γίνω συγγραφέας. Και η μόνη ένσταση του πατέρα μου αφορούσε το βιοποριστικό: «Τουλάχιστον, θα βγάλεις χρήματα απ' όλα αυτά;». Έκτοτε, έστεκαν διακριτικά στο πλάι μου, με αφουγκράζονταν χωρίς πολλά λόγια και εξηγήσεις, με εμπιστεύονταν.
— Τι ήταν αυτό που σας ώθησε να γράψετε για τον πατέρα σας;
Η απουσία του, αυτό που εκπροσωπούσε. Επέλεξα μια πιο αυτομυθοπλαστική μορφή στο κείμενο. Ήθελα να είναι σύντομο, αλλά περιεκτικό, σαν ένα τραγούδι που, αφού το διαβάσεις, θέλεις και να το τραγουδήσεις. Όταν το έγραφα άκουγα συνεχώς μουσικές και ειδικά εκείνης της εποχής, ισπανόφωνα και καντάδες, αλλά και της δικής μου εφηβείας, ποπ και σόουλ.
Να 'ναι καλά το Spotify, ανέστησε ηχητικά όλο εκείνο το περιβάλλον, γιατί οι δίσκοι έχουν παλιώσει και το παλιό πικάπ πεθαίνει μέσα στην παλιά καπναποθήκη στο χωριό. Θα ήθελα να παίζω κιθάρα, όπως ο πατέρας μου, με το μουσικό τρίο κάτι ξεκίνησα, ποτέ δεν είναι αργά. Η κιθάρα του είναι εδώ, μαζί μου, απέναντι από το γραφείο μου.
— Πώς ξεπερνιέται η απώλεια;
Καμιά ανθρώπινη απώλεια δεν ξεπερνιέται, απλώς ξεγελιέται. Έφτασα σε μια ηλικία όπου οι ανθρώπινες απώλειες είναι περισσότερες από ποτέ. Έτσι, όμως, ωριμάζουμε και επανεκτιμούμε τη ζωή.
Επέλεξα μια πιο αυτομυθοπλαστική μορφή για το κείμενο. Ήθελα να είναι σύντομο, αλλά περιεκτικό, σαν ένα τραγούδι που, αφού το διαβάσεις, θέλεις και να το τραγουδήσεις. Όταν το έγραφα, άκουγα συνεχώς μουσικές και ειδικά εκείνης της εποχής, ισπανόφωνα και καντάδες, αλλά και της δικής μου εφηβείας, ποπ και σόουλ.
— Γράφετε για εσάς από εσωτερική ανάγκη ή για τους αναγνώστες;
Και για τα δύο. Ξεκίνησα να γράφω ημερολόγιο δεκατεσσάρων ετών και μετά μικρές ιστορίες. Το υλικό μου σε χειρόγραφα σημειωματάρια είναι τεράστιο. Έγραφα από ανάγκη να μιλήσω σε κάποιον, είχα εφεύρει έναν φανταστικό φίλο, τον Frank, στον οποίον απευθυνόμουν στο ημερολόγιο, αρχίζοντας «Αγαπητέ Φρανκ». Το όνομα το εμπνεύστηκα από την Άννα Φρανκ, όταν διάβασα στα δεκαπέντε μου το ημερολόγιό της.
Στο πανεπιστήμιο, στη Θεσσαλονίκη, διάβαζα ποιήματα και ιστορίες μου σε συμφοιτητές μου, ήμουν μέλος της Φοιτητικής Ομάδας Θεάτρου - Κινηματογράφου, του ΦΟΘΚ, κι έτσι ξεθάρρεψα. Αυτοί ήταν οι πρώτοι μου αναγνώστες, οι φίλοι μου, και μετά έστελνα διηγήματα σε λογοτεχνικά περιοδικά.
Το ημερολόγιο συνεχίζεται ακόμα και σήμερα, αλλά δεν έχει καμία σχέση με την πεζογραφία. Όταν έρχεται η στιγμή της έκδοσης ενός βιβλίου, έχεις απέναντι τους αναγνώστες. Δεν οφείλουν να ακούσουν τα σώψυχα ή τα παραληρήματά σου. Το προσωπικό πρέπει να μετουσιωθεί σε μυθοπλαστικό. Αυτή η μεταβατική διαδικασία του μυθοπλάστη με γοητεύει πολύ. Γιατί ξέρεις ότι δεν είσαι πια ο εαυτός σου αλλά η συγγραφική του περσόνα. Κι εκεί έρχεται ο αναγνώστης και διαβάζει ό,τι θέλει και καμιά φορά περισσότερο απ' όσα εσύ σκόπευες να μεταφέρεις στο χαρτί.
— Μέσα από τη συγγραφή ανακαλύψατε πράγματα που δεν γνωρίζατε για τον εαυτό σας;
Κάθε είδους συγγραφή είναι μια μορφή ενδοσκόπησης και εξομολόγησης αλλά και προέκτασης των εκφραστικών σου μέσων: ανέκδοτα κείμενα, ημερολόγια, σημειωματάρια ονείρων και καθημερινών περιστατικών, ένα αχανές πια υλικό που προσπαθώ να βάλω σε τάξη. Γράφοντας σκέφτεσαι, ανακεφαλαιώνεις, λυτρώνεσαι. Και μετά έρχεται η λογοτεχνία, η οποία, επιμένω, είναι κάτι τελείως διαφορετικό. Γι' αυτό και απορώ σήμερα με το άγχος κάποιων να βγάλουν το βιβλίο που μόλις έγραψαν. Τι έχει προηγηθεί;
— Τι είναι η λογοτεχνία για εσάς;
Ένα παράλληλο σύμπαν. Έχοντας μεγαλώσει με βιβλία, γραφές, τετράδια και τόσους υπολογιστές, ζω γράφοντας και διαβάζοντας καθημερινά. Η λογοτεχνία είναι μια τεράστια επικράτεια γλώσσας, ύφους, ιστοριών, πάθους, είναι ένα σύνθετο πράγμα που ο καθένας διατηρεί στο μυαλό του και δεν θα ήθελα να το επιβάλω σε κανέναν.
Όποτε κρίνω ότι μπορεί να εκδοθεί ένα βιβλίο, το δίνω στην εκδότη μου – μάλιστα εκδίδω τακτικά. Αν σκεφτώ τον όγκο της υπόλοιπης δουλειάς σε σχεδιάσματα, πρώτα χειρόγραφα, παρατημένα κείμενα, βιβλία ανολοκλήρωτα ή ολοκληρωμένα που απέρριψα, μπορώ να πω ότι όσα βιβλία μου κυκλοφόρησαν αποτελούν την «επίσημη» λογοτεχνική μου παρουσία, όμως εκπροσωπούν μόλις το ένα τέταρτο όσων έμειναν συνολικά στην αφάνεια.
Πολλές φορές, ανοιγοκλείνοντας τα δεκάδες σημειωματάρια, αναρωτιέμαι γιατί να μην υπάρχουν λογοτεχνικοί κληρονόμοι, όχι των πνευματικών δικαιωμάτων αλλά όσων κατάλοιπων και ιδεών αφήνεις πίσω σου, για να τους πεις: «Αν σου αρέσει κάτι, πάρε και γράψε, διάλεξε, αποτέλειωσε όποιο κείμενο είναι μισογραμμένο, ξαναγράψε την ίδια ιστορία». Αυτή θα ήταν η τέλεια πνευματική κληρονομιά και όχι τα μουσειακά αρχεία ή τα χειρόγραφα που φυλάσσονται σε συρτάρια συγγενών.
— Έχουμε μάθει κάτι από την κρίση;
Βεβαίως. Ότι την κρίση την πληρώνουν εκείνοι που δεν την προκάλεσαν. Όσοι ταλαιπωρούνται ακόμα είναι τα χαμηλά και μεσαία στρώματα, οι άνεργοι, οι άνθρωποι του μεροκάματου, οι συνταξιούχοι των 340 ευρώ, τα παρατημένα μπλοκάκια και τα κλειστά μικρομάγαζα. Και, δυστυχώς, εξακολουθούν να είναι οι περισσότεροι ψηφοφόροι πολιτικών κομμάτων, μηδενός εξαιρουμένου, που μας καταταλαιπωρούν δεκαετίες τώρα.
— Με αφορμή τα 200 έτη από την Ελληνική Επανάσταση, πιστεύετε ότι οι Έλληνες γνωρίζουν την Ιστορία τους;
Φυσικά και δεν γνωρίζουμε Ιστορία, έτσι κατακερματισμένα και μονομερώς που τη διδαχτήκαμε, αν κρίνω και από το πέρασμά μου από το σχολείο. Η Ιστορία είναι ένα πεδίο γεγονότων, γνώσεων και αρχείων που ερμηνεύεται ανάλογα με την κάθε εποχή και τις ανάγκες κάθε χώρας. Δεν μου αρέσουν οι επέτειοι, προτιμώ να συνδιαλέγομαι με το τώρα. «Όλη η Ιστορία είναι σύγχρονη Ιστορία» έλεγε ο Wallace Stevens. Εμείς, ως Καβαλιώτες, ενταχθήκαμε στο ελληνικό κράτος το 1913. Αυτό το «κενό πατρίδας» μέχρι τότε με ενδιαφέρει πολύ.
— Πείτε μου ένα χαρακτηριστικό της ελληνικής κοινωνίας που σας ενοχλεί.
Ο συντηρητισμός της. Είναι τόσο βαθιά ριζωμένος, που οι ρίζες του γίνονται ένα μεγάλο ανάποδο δέντρο το οποίο χώνεται όλο και βαθύτερα στο ελληνικό υποσυνείδητο.
— Ποιες είναι οι πηγές της συγγραφικής σας περιέργειας;
Το διάβασμα της λογοτεχνίας. Αγαπώ την ελληνική ποίηση, το σινεμά, η μουσική με βοηθάει πολύ να μπω στη διαδικασία της γραφής. Όμως βασικά είμαι ένας παρατηρητής της ζωής των άλλων, έχω τον τρόπο μου, χωρίς να γίνομαι αδιάκριτος, να ακούω ιστορίες, να τις μεταπλάθω. Αρκετοί φίλοι και γνωστοί που έτυχε να μου αφηγηθούν τα πάθη και τα παθήματά τους δεν τη γλίτωσαν. Ωστόσο, πιστεύω ότι δεν εξέθεσα κανέναν, γιατί όλα φιλτράρονται στην πεζογραφία μέσα από πολλά αφηγηματικά εργαλεία.
— Ποιος είναι ο μεγαλύτερός σας φόβος;
Να βρεθώ ναυαγός σε ερημονήσι χωρίς βιβλία και καφέ.
— Σας τρομάζει ο θάνατος;
Όχι η στιγμή του, αλλά η μεταθανάτια πλευρά του. Αυτό το αδιανόητο, ακατάληπτο κενό.
— Ποιος είναι το κέρδος και ποιο το κόστος της μοναχικότητας;
Η μοναχικότητα είναι μια υπέροχη επιλογή, γιατί μπορείς να την παραβιάζεις τακτικά. Δεν είναι εύκολη κατάσταση, ο κόσμος είναι πλασμένος και αναγκασμένος να συνυπάρχει, οι αναχωρητές πληρώνουν το τίμημα αρκετά σκληρά. Όμως, όποιος τα καταφέρει, μπορεί να βιώσει μοναδικές στιγμές, χωρίς το βουητό των άλλων.
— Έχετε ανακαλύψει τι σημαίνει ευτυχία;
Η στιγμή που ξεσπάει μέσα σου η ανάγκη να εκφραστείς και να δημιουργήσεις.
— Μια βαθιά πληγή που σας ακολουθεί ακόμη;
Δεν κουβαλάω βαθιά τραύματα, είμαι λίγο ενοχικός, γιατί πολλές φορές δεν ανταποκρίθηκα στις προσδοκίες των άλλων.
— Τι θεωρείτε σημαντικό στη ζωή;
Να είσαι ο εαυτός σου. Απροσποίητος, με καθαρή συνείδηση, αξιοπρέπεια, ανιδιοτέλεια και την αποδοχή του άλλου. Και να ζεις σε μια ευρύχωρη δημοκρατία, ισότιμη και αξιοκρατική για όλους.
Σάββατο 8 Φεβρουαρίου 2020
Ο Κώστας Αγοραστός επιλέγει βιβλία στην Bookpress
Έτσι κι εκείνος ξανάπαιρνε την κιθάρα –στο μεταξύ είχε αλλάξει δύο ως τότε–, την κούρδιζε λίγο και ξεκίναγε να παίζει. Στα ισπανικά τραγουδούσε μόνος του, στα ελληνικά τον συνόδευε κι η μάνα μου με μια φωνή που λες και με τα χρόνια γινόταν πιο διαυγής και δυνατή.
“Α, βρε Λεωνίδα, θυμάσαι τα γλέντια μας τότε” λέγανε.
“Τι έγινε ο Παντελής, πού βρίσκεται τώρα;”
Γιατί, δεκαετία του ’70, το τρίο τους δεν υπήρχε πια, ήταν οι δύο, ντουέτο».

Τσακίστηκαν οι παλιοσανίδες, οι καλεσμένοι βρέθηκαν κάτω στο χαγιάτι, σωριάστηκαν στην αποθήκη ανάμεσα στα τσουβάλια και τα δέματα.
Η νύφη τραυματίστηκε σοβαρά, τα μαλλιά της μπλέχτηκαν σε κάτι σύρματα και τσιγκέλια κι έχασε μια πολύτιμη μπούκλα, αναβλήθηκε ο γάμος! Στράβωσαν χέρια, πληγώθηκαν μπούτια, μάτωσαν μάγουλα, φήμες και για χειρότερες βλάβες ακούστηκαν καθώς μπλέχτηκαν ανθρώπινα μέλη με αγροτικά εργαλεία».
Κυριακή 2 Φεβρουαρίου 2020
Στην εφημερίδα ΘΕΣΣΑΛΙΑ
Θεόδωρος Γρηγοριάδης: Η πρόκληση της γραφής είναι να αντέχει στον χρόνο
Είναι ένα βιβλίο γραμμένο με κέφι, γεμάτο μουσική, αλλά και με την πίκρα των πραγμάτων που τελειώνουν. Μέσα από την αφήγηση δείχνω την πρόοδο, αλλά και την πτώση ενός μεγάλου χωριού, ένα καπνοχώρι που ζούσε και «ανέπνεε» από τα καπνά μέχρι που σταμάτησαν. Ήθελα να καταγράψω και αυτό το πλαίσιο γιατί η χώρα μας τότε εξαρτιόταν από την αγροτική παραγωγή και όσα ζούμε σήμερα, με εσωτερικές και εξωτερικές μεταναστεύσεις και άλλες κοινωνικές μετατοπίσεις, οφείλονται και στην απώλεια του αγροτικού προφίλ της χώρας.
Πράγματι. Ούτως ή άλλως η μυθοπλασία γενικότερα πάντα αποτελούσε έναν συνδυασμό προσωπικών δεδομένων και της φαντασίας του συγγραφέα. Πολλές προσωπικές ιστορίες μετουσιώνονται σε λογοτεχνικά αφηγήματα. Όμως οι αυτοβιογραφικές ιστορίες πολλαπλασιάστηκαν τελευταία. Φαίνεται ότι, στην κατακερματισμένη μας εποχή και κοινωνία, οι ατομικές ιστορίες, οι μικροαφηγήσεις, οι μαρτυρίες, είναι πιο απαραίτητες. Διεθνώς υπάρχει μια αυξανόμενη τάση, που λέγεται autofiction, δηλαδή αυτομυθοπλασία, που συνδυάζει τη βιογραφία, αλλά με μια δόση μυθοπλαστική.
Συνήθως ναι, ίσως σε θέματα καριέρας ή άλλων επιδιώξεων το αγόρι να ταυτίζεται με τον πατέρα, αλλά μεγαλώνοντας η μάνα βαραίνει πολύ περισσότερο στην ψυχή και τη συνείδηση του αγοριού.
Περισσότερο παρουσιάζω ξένη λογοτεχνία και ειδικά την αγγλοσαξονική, την οποία σπούδασα. Ωστόσο, αρκετές φορές, έχω παρουσιάσει και Έλληνες ομότεχνους, επειδή μου άρεσαν τα βιβλία τους. Δεν είμαι επαγγελματίας κριτικός, οπότε επιλέγω αυτά που με τα οποία επικοινωνώ. Φυσικά υπάρχει παντού το υποκειμενικό στοιχείο που έχει σχέση με τα διαβάσματα και τις κοινές εμπειρίες των συγγραφέων της ίδιας εποχής ή της γενιάς μου. Έχει ενδιαφέρον να βλέπω πώς εξελίσσονται οι συνομήλικοι και πώς ξεκινάνε οι νεότεροι, με τι διαβάσματα και τι στόχους.
Διαβάζω πολύ και δύο-τρία βιβλία ταυτόχρονα. Ξαναγύρισα λοιπόν στα δεκάδες διηγήματα του Τσέχωφ, είναι ο μέγιστος διηγηματογράφος, ανακάλυψα κάπου «Το φιλί» σε μια παλιά έκδοση και έμεινα άφωνος. Το ξαναδιάβασα τρεις φορές. Από την πρόσφατη παραγωγή μου άρεσε «Η τελευταία ώρα του Οδυσσέα Ανδρούτσου» του Θωμά Κοροβίνη.
Ένα βιβλίο κρίνεται πάντα από το περιεχόμενό του. Το καλό βιβλίο συνήθως δεν χάνεται, θα ξεχωρίσει, αλλά πολλές φορές η μεγάλη παραγωγή εμποδίζει τον εντοπισμό των αξιόλογων εκδόσεων. Τώρα πια τα βιβλία είναι της κάθε «σεζόν» και έτσι δημιουργείται ένα αρνητικό προηγούμενο για τη διαχρονικότητα του βιβλίου. Θέλει πιστούς αναγνώστες και συστηματικούς κριτικούς για να γίνει το ξεδιάλεγμα μέσα στον χρόνο. Θυμάμαι όταν είχε κυκλοφορήσει «Ο ναύτης» το 1993 πουλούσε και συζητιόταν σχεδόν ενάμιση χρόνο. Σήμερα είναι αδιανόητο ένα βιβλίο να κρατηθεί για πάνω από μία «σεζόν», αυτό του επιβάλλει η αγορά και ο περίγυρος του βιβλίου εκτός αν κάνει τη μεγάλη εξαίρεση, τη μεγάλη επιτυχία.
Πολύ καλή δουλειά πάντως γίνεται στις ομάδες βιβλίου, που υπάρχουν πολλές σε όλη τη χώρα και όπου συνήθως επιλέγονται αξιόλογα βιβλία για συζήτηση. Επίσης σταθερή αξία για την ελληνική λογοτεχνία αποτελούν ορισμένοι εκδότες με τις επιλογές τους, ένας από τους οποίους είναι και ο δικός μου, ο Πατάκης, όπου εκδίδω τα βιβλία μου εδώ και είκοσι χρόνια.
Αρκετά, αλλά όχι πάντα. Υπάρχουν συγγραφείς με ελάχιστες πωλήσεις και χιλιάδες φίλους στο facebook, αλλά και συγγραφείς με χιλιάδες πωλήσεις χωρίς προφίλ στα κοινωνικά δίκτυα. Περισσότερο πιστεύω στο «στόμα με στόμα» και στη σταθερή πορεία ενός συγγραφέα που χτίζει σταδιακά τη συγγραφική του καριέρα μέσα από την αποδοχή των αναγνωστών και του λογοτεχνικού χώρου. Για μένα η βράβευση με κρατικό βραβείο του μυθιστορήματος «Ζωή μεθόρια» ήταν μια μεγάλη στιγμή άσχετα από τις πωλήσεις του συγκεκριμένου βιβλίου και δεν σχετιζόταν με την κοινωνική μου δικτύωση. Στα διαδικτυακά μέσα περισσότερο χτίζονται «περσόνες» αντί να γίνονται ουσιαστικές συζητήσεις.
Την καλοσύνη σε συνδυασμό με την ανιδιοτέλεια. Να είσαι πάντα έτοιμος για το καλό, να το σκέφτεσαι ακόμη κι όταν δεν σου το ζητάνε.
Είναι κάτι που υπήρχε μέσα μου πριν γίνω «συγγραφέας» όπως υπήρχε και η μουσική μέσα στον πατέρα μου. Εκείνος έγινε μουσικός, εγώ δεν είχα κλίση. Γράφω από δεκαπέντε χρονών, εξέδωσα όμως το πρώτο μου βιβλίο στα τριάντα τέσσερα. Η γραφή είναι ένα αναπόσπαστο μέρος της ζωής και της σκέψης μου, είναι διασκέδαση και δημιουργία. Μπορεί μια μέρα να πάψω να εκδίδω βιβλία, αλλά όχι να γράφω.
Πάντα γράφω και όχι ένα μόνον πεζογράφημα, τα αφήνω, τα πιάνω, είναι όλα σε μια συνεχή ροή. Έτσι βρίσκομαι συνεχώς με ένα κείμενο και, όταν κρίνω ότι έρχεται η στιγμή να περάσει κάτι στους αναγνώστες, τότε επικεντρώνομαι σ’ αυτό και το ολοκληρώνω. Αυτό τότε θα είναι το «καινούργιο» για τον αναγνώστη, κάτι πολύ σχετικό δηλαδή. «Το τραγούδι του πατέρα» γράφτηκε σε πρώτη μορφή πριν είκοσι χρόνια, ύστερα το άφησα στην άκρη και, όταν έφυγε από τη ζωή ο πατέρας μου, το δούλεψα από την αρχή. Αυτή είναι και η πρόκληση της γραφής, να αντέχει στον χρόνο.
Τρίτη 14 Ιανουαρίου 2020
Για το τραγούδι στην Καθημερινή
ΒΙΒΛΙΟ

Το εξώφυλλο του βιβλίου που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη.
– Πώς αισθάνεστε έπειτα από τόσα συνεπή χρόνια στη γραφή;
– Δεν είμαι από εκείνους που νιώθουν ότι έφτασαν ψηλά. Δεν είμαι συγγραφέας αυτονόητης αποδοχής όπως συμβαίνει με άλλους, που όλοι περιμένουν τη νέα τους κυκλοφορία. Κάθε βιβλίο μου κρίνεται εξαρχής. Εχω κάνει στο παρελθόν εκδοτικές επιτυχίες, κάποια μυθιστορήματα έχουν μεταφραστεί και πηγαίνουν καλά στο εξωτερικό. Ξέρω ότι υπάρχει ένα αναγνωστικό κοινό που γνωρίζει τη δουλειά μου, αλλά είμαι ανυπάκουος θεματικά στα έργα μου. Αυτό μπορεί να ξαφνιάζει, ή να απομακρύνει μερικούς. Επίσης δεν είμαι αυτό που λέμε «στα πράγματα». Δεν βγαίνω έξω για να καλλιεργώ κοινωνικές συναναστροφές που θα βοηθήσουν στην προβολή των βιβλίων μου. Γι’ αυτό λέω πως ό,τι έγινε με τη συγγραφή, έγινε μόνο του. Και είμαι πολύ ευχαριστημένος με αυτό. Το μόνο που με ανησυχεί είναι ότι υπολογίζω τον χρόνο με το γράψιμο. Δηλαδή σκέφτομαι: «Πόσα βιβλία άραγε μένουν ακόμη να γράψω στη ζωή μου;». Και κάποιες φορές αυτή η σκέψη με οδηγεί να δουλεύω πιο γρήγορα.
– Δεν κουραστήκατε να γράφετε;
– Καθόλου. Το μόνο που κουράζεται μερικές φορές είναι ο αυχένας και τα χέρια μου. Ποτέ η διά-θεσή μου.
Δευτέρα 9 Δεκεμβρίου 2019
Στο ντιβάνι του αναγνώστη.

Προτιμώ την εν ζωή δικαίωση ή απαξίωση
Robert Penn Warren «Ένας τόπος για να επιστρέφεις»
Μετάφραση: Αθηνά Δημητριάδου, εκδόσεις Πόλις, 2025 Γράφει ο Θεόδωρος Γρηγοριάδης Στο τελευταίο βιβλίο του Ρόμπερτ Πεν Γουόρεν ο αφηγητής και...

-
William Faulkner was born in 1897 in New Albany, Mississippi, where his father was then working as a conductor on the railroad built by...
-
Interviewed by Adam Thirlwell Issue 225, Summer 2018 In Copenhagen, 1987. László Krasznahorkai was born in...
-
Δεν έχω διαβάσει ακόμη αυτόν τον πολυσυζητημένο συγγραφέα, δεν βιάζομαι άλλωστε, έχω ακόμη πολλά αδιάβαστα κλασικά και νεότερα βιβλία. Ούτ...