Τρίτη 25 Φεβρουαρίου 2020

Συνέντευξη με τον Γιάννη Πανταζόπουλο στην LIFO




Θεόδωρος Γρηγοριάδης: «Την κρίση την πληρώνουν εκείνοι που δεν την προκάλεσαν» 




Ο Θεόδωρος Γρηγοριάδης γεννήθηκε στο Παλαιοχώρι Παγγαίου του νομού Καβάλας το 1956. Σπούδασε αγγλική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης. Εμφανίστηκε στον χώρο της ελληνικής πεζογραφίας το 1990 με το μυθιστόρημα «Κρυμμένοι άνθρωποι».


Είναι μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων και έχει εργαστεί ως καθηγητής Αγγλικών στη μέση εκπαίδευση σε διάφορες πόλεις. Στην Αθήνα ήρθε για να γίνει συγγραφέας.


Το διαμέρισμά του στη Νέα Σμύρνη διαθέτει απρόσκοπτη θέα στο Άλσος. Ένας τεράστιος όγκος βιβλίων, ταξινομημένων μάλιστα ανά συγγραφέα, καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος του σπιτιού. Άλλωστε, εκεί περνά το μεγαλύτερο μέρος της καθημερινότητάς του, γι' αυτό και είναι διακοσμημένος με το δικό του στυλ. Στη συζήτησή μας ανατρέχει στο παρελθόν, στο περιεχόμενο των βιβλίων του αλλά και στις εμπειρίες που κουβαλά ως πολύτιμο υλικό της ζωής του.


Τον συναντώ με αφορμή το τελευταίο του βιβλίο με τίτλο «το τραγούδι του πατέρα», γραμμένο για τον πατέρα του Λεωνίδα που πέθανε το 2009. Μια νουβέλα που μπορεί να θεωρηθεί ταυτόχρονα χρονικό εποχής και εξομολογητική βιογραφία. Όπως υποστηρίζει ο ίδιος: «Ένα τραγούδι για τον πατέρα, τους φίλους του και τη γενιά τους, µια γενιά που πάλεψε να ορθοποδήσει, που τόλμησε να ονειρευτεί µε κέφι και ελπίδα».


Οι άνθρωποι, βαθιά μέσα τους, παραμένουν οι ίδιοι, απλώς η ψηφιακή τεχνολογία τούς έδωσε τη δυνατότητα να πειραματιστούν με ταυτότητες και συμπεριφορές που παλιότερα θα τους ήταν αδιανόητες. Ταυτόχρονα, βιώνουν μια ναρκισσιστική μοναξιά, απόρροια της εικονικής τους ευδαιμονίας.

Είναι η στιγμή που μου δείχνει την κιθάρα του πατέρα του, η οποία υπάρχει ακόμη μπροστά στο γραφείο του, όπως και οι πολυάριθμες σελίδες από το προσωπικό του ημερολόγιο.


Πρόκειται για έναν άνθρωπο χαμογελαστό και καλοσυνάτο, με μειλίχιο και ευγενικό ύφος. Η γραφή γι' αυτόν αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της σκέψης του, ενώ κάθε σημείο στο διαμέρισμα είναι διαποτισμένο από τοπία, έρωτες, ταξίδια και προσωπικές αναζητήσεις.

Στη συνέντευξη που ακολουθεί μιλά για τα παιδικά του χρόνια, τους γονείς του, την εποχή μας, την κρίση, την Ιστορία, τη συγγραφή, την απώλεια, τη μοναχικότητα αλλά και για το τι θεωρεί σημαντικό στη ζωή.

(. Φωτο: Πάρις Ταβιτιάν/LifO)


— Σε τι περιβάλλον μεγαλώσατε; Τι θυμάστε πιο έντονα από τα παιδικά σας χρόνια;

Γεννήθηκα σε μια γειτονιά που έσφυζε από ζωή, στο Παλαιοχώρι Καβάλας, στους πρόποδες του Παγγαίου. Το σπίτι μας ήταν κολλητά με του παππού μου, του Θόδωρου, κι έτσι ως παιδί έχω εικόνες με πολύ κόσμο – έξι παιδιά είχε ο παππούς, ήμουν το πρωτότοκο εγγόνι και απολάμβανα την αγάπη όλων. Ύστερα, ήταν μια γειτονιά γεμάτη παιδιά, με αυλές που ακουμπούσαν η μία στην άλλη – πηδούσαμε φράχτες και πηγαινοερχόμασταν.

Πάνω απ' όλα, ήταν ένα χωριό με κοντά 4.000 κόσμο, ένας προκομμένος τόπος, αυτάρκης, με πολλά μαγαζιά και κινηματογράφο. Δηλαδή, από τα παιδικά μου χρόνια έχω την εικόνα μιας μικρής ολοκληρωμένης κοινωνίας που θα κατακερματιζόταν όσο μεγάλωνα, ειδικά από τη στιγμή που θα έφευγα από το χωριό για να σπουδάσω.


— Πώς θα χαρακτηρίζατε την εποχή μας και γιατί;
Μέσα σε έξι δεκαετίες είδα αρκετές μεταμορφώσεις της κοινωνίας, έζησα σε διαφορετικές πόλεις και χωριά ως καθηγητής μέχρι να καταλήξω εδώ, στην Αττική, στη Νέα Σμύρνη. Οι αλλαγές στα ήθη ήταν σημαντικές, αλλά όχι ουσιαστικές. Οι άνθρωποι βαθιά μέσα τους παραμένουν οι ίδιοι, απλώς η ψηφιακή τεχνολογία τούς έδωσε τη δυνατότητα να πειραματιστούν με ταυτότητες και συμπεριφορές που παλιότερα θα τους ήταν αδιανόητες.

Ταυτόχρονα, βιώνουν μια ναρκισσιστική μοναξιά, απόρροια της εικονικής τους ευδαιμονίας. Ως κοινωνία, όμως, δεν προχωρήσαμε, χαθήκανε και χάνονται συνεχώς ευκαιρίες, π.χ. το Δημόσιο και η παιδεία λειτουργούν ακόμα με ξεπερασμένα μοντέλα, ενώ δεν έχουν απαλειφθεί πολλές προκαταλήψεις, ο φόβος του ξένου και του διαφορετικού.


— Πώς ανακαλύπτει ένας άνθρωπος τι είναι αυτό που θέλει στη ζωή;

Μπορεί και να μην το ανακαλύψει ποτέ. Είσαι εδώ, μετά δεν υπάρχεις. Και ψαχνόμαστε να καταλάβουμε κάτι απ' όλα αυτά, κάτι μη νοητό. Κάποιοι καταφέρνουν με υλικά μέσα να περάσουν καλύτερα, άλλοι δεν θα απολαύσουν ούτε μια σταγόνα ευημερίας. Το δράμα της ύπαρξής μας είναι ότι είμαστε έρμαια της μεταφυσικής, αλλά δεν την επικαλούμαστε ποτέ.

Θέλει να σκεφτείς αρκετά πάνω στη ζωή και τις ανάγκες σου, όμως, μέχρι να το συνειδητοποιήσεις, έχει σχεδόν περάσει. Τουλάχιστον, ας ξαναδώσουμε βάρος σ' εκείνα που δικαιούμαστε όλοι: το συναίσθημα, την αγάπη, τον έρωτα, την κοινωνικότητα, τη δικαιοσύνη.


— Το βιβλίο σας περιγράφει την ιστορία του πατέρα σας. Τελικά, η μνήμη είναι πόνος ή γιατρικό;

Το «τραγούδι του πατέρα» είναι ένα τραγούδι αφιερωμένο σ' εκείνον, περίπου δέκα χρόνια αφότου έφυγε. Σε μια παλιά συζήτηση μεταξύ του Λου Ριντ και του Πολ Όστερ θυμάμαι τον δεύτερο να λέει: «Αρκετοί άνθρωποι που αγαπήσαμε και νοιαστήκαμε γι' αυτούς δεν είναι πια μαζί μας, αλλά τους κουβαλάμε μέσα μας. Καθώς γερνάς η ζωή σου γίνεται μια ήσυχη συνομιλία με τους νεκρούς. Το βρίσκω λυπηρό αυτό και ταυτόχρονα εξαιρετικά παρηγορητικό».

Ο πατέρας μου ανήκε στη γενιά που αναστήλωσε την Ελλάδα μετά τον Εμφύλιο. Καπνοπαραγωγός, παντοπώλης, μουσικός, δεν υπήρχε μεροκάματο που να μην το κάνει. Ήταν το πρότυπό μου σε πολλά επίπεδα. Δούλευε, δεν χρώσταγε πουθενά και διαρκώς δημιουργούσε. Πεισματάρης αλλά και ευγενικός. Τα βράδια, κουρασμένος, έπιανε την κιθάρα και μας έπαιζε μουσική, ενώ η καλλίφωνη μάνα μου τραγουδούσε από δίπλα. Άνθρωποι του δημοτικού, που είχαν μια φυσική ευγένεια και ιδιαίτερες ευαισθησίες.

Αυτό το μικρό βιβλίο αφιερώνεται στη μνήμη του, αλλά είναι γραμμένο και ως μυθοπλασία. Στην τελευταία σελίδα, κάθε φορά που τη διόρθωνα, έκλαιγα. Ωστόσο είναι ένα ευχάριστο βιβλίο, έχει μια αισιοδοξία όσον αφορά την επιβίωση, τη χαρά και το γλέντι, έχει πολύ τραγούδι.



— Τι κρατάτε περισσότερο από τους γονείς σας;

Η μητέρα μου ζει μόνη της στο χωριό, αρνείται να έρθει στη Νέα Σμύρνη, δεν την αφορά η ζωή σε μια αχανή πόλη. Έζησαν αρμονικά οι δυο τους. Ήταν το ίδιο ευαίσθητοι και δυναμικοί. Μαζί αποφάσιζαν. Δούλευαν χωρίς να βαρυγκομούν, στα χωράφια, στο μαγαζί.

Κρατάω την αίσθηση της ελευθερίας που μας έδωσαν, εμένα και του αδελφού μου. Προτού γίνω είκοσι χρονών με έστειλαν έναν μήνα το καλοκαίρι στο Λονδίνο για να μάθω τη γλώσσα, στερώντας από το μάζεμα των καπνών δυο χέρια.

Όταν τους ανακοίνωσα ότι θα έφευγα στην Αθήνα, στην αρχή ξαφνιάστηκαν. Δεν είχα λόγο να φύγω από τη Βόρεια Ελλάδα, ήμουν εκεί διορισμένος καθηγητής. Τους εξήγησα ότι ήθελα να γίνω συγγραφέας. Και η μόνη ένσταση του πατέρα μου αφορούσε το βιοποριστικό: «Τουλάχιστον, θα βγάλεις χρήματα απ' όλα αυτά;». Έκτοτε, έστεκαν διακριτικά στο πλάι μου, με αφουγκράζονταν χωρίς πολλά λόγια και εξηγήσεις, με εμπιστεύονταν.


— Τι ήταν αυτό που σας ώθησε να γράψετε για τον πατέρα σας;

Η απουσία του, αυτό που εκπροσωπούσε. Επέλεξα μια πιο αυτομυθοπλαστική μορφή στο κείμενο. Ήθελα να είναι σύντομο, αλλά περιεκτικό, σαν ένα τραγούδι που, αφού το διαβάσεις, θέλεις και να το τραγουδήσεις. Όταν το έγραφα άκουγα συνεχώς μουσικές και ειδικά εκείνης της εποχής, ισπανόφωνα και καντάδες, αλλά και της δικής μου εφηβείας, ποπ και σόουλ.

Να 'ναι καλά το Spotify, ανέστησε ηχητικά όλο εκείνο το περιβάλλον, γιατί οι δίσκοι έχουν παλιώσει και το παλιό πικάπ πεθαίνει μέσα στην παλιά καπναποθήκη στο χωριό. Θα ήθελα να παίζω κιθάρα, όπως ο πατέρας μου, με το μουσικό τρίο κάτι ξεκίνησα, ποτέ δεν είναι αργά. Η κιθάρα του είναι εδώ, μαζί μου, απέναντι από το γραφείο μου.


— Πώς ξεπερνιέται η απώλεια;

Καμιά ανθρώπινη απώλεια δεν ξεπερνιέται, απλώς ξεγελιέται. Έφτασα σε μια ηλικία όπου οι ανθρώπινες απώλειες είναι περισσότερες από ποτέ. Έτσι, όμως, ωριμάζουμε και επανεκτιμούμε τη ζωή.

Επέλεξα μια πιο αυτομυθοπλαστική μορφή για το κείμενο. Ήθελα να είναι σύντομο, αλλά περιεκτικό, σαν ένα τραγούδι που, αφού το διαβάσεις, θέλεις και να το τραγουδήσεις. Όταν το έγραφα, άκουγα συνεχώς μουσικές και ειδικά εκείνης της εποχής, ισπανόφωνα και καντάδες, αλλά και της δικής μου εφηβείας, ποπ και σόουλ.


— Γράφετε για εσάς από εσωτερική ανάγκη ή για τους αναγνώστες;

Και για τα δύο. Ξεκίνησα να γράφω ημερολόγιο δεκατεσσάρων ετών και μετά μικρές ιστορίες. Το υλικό μου σε χειρόγραφα σημειωματάρια είναι τεράστιο. Έγραφα από ανάγκη να μιλήσω σε κάποιον, είχα εφεύρει έναν φανταστικό φίλο, τον Frank, στον οποίον απευθυνόμουν στο ημερολόγιο, αρχίζοντας «Αγαπητέ Φρανκ». Το όνομα το εμπνεύστηκα από την Άννα Φρανκ, όταν διάβασα στα δεκαπέντε μου το ημερολόγιό της.

Στο πανεπιστήμιο, στη Θεσσαλονίκη, διάβαζα ποιήματα και ιστορίες μου σε συμφοιτητές μου, ήμουν μέλος της Φοιτητικής Ομάδας Θεάτρου - Κινηματογράφου, του ΦΟΘΚ, κι έτσι ξεθάρρεψα. Αυτοί ήταν οι πρώτοι μου αναγνώστες, οι φίλοι μου, και μετά έστελνα διηγήματα σε λογοτεχνικά περιοδικά.

Το ημερολόγιο συνεχίζεται ακόμα και σήμερα, αλλά δεν έχει καμία σχέση με την πεζογραφία. Όταν έρχεται η στιγμή της έκδοσης ενός βιβλίου, έχεις απέναντι τους αναγνώστες. Δεν οφείλουν να ακούσουν τα σώψυχα ή τα παραληρήματά σου. Το προσωπικό πρέπει να μετουσιωθεί σε μυθοπλαστικό. Αυτή η μεταβατική διαδικασία του μυθοπλάστη με γοητεύει πολύ. Γιατί ξέρεις ότι δεν είσαι πια ο εαυτός σου αλλά η συγγραφική του περσόνα. Κι εκεί έρχεται ο αναγνώστης και διαβάζει ό,τι θέλει και καμιά φορά περισσότερο απ' όσα εσύ σκόπευες να μεταφέρεις στο χαρτί.

— Μέσα από τη συγγραφή ανακαλύψατε πράγματα που δεν γνωρίζατε για τον εαυτό σας;

Κάθε είδους συγγραφή είναι μια μορφή ενδοσκόπησης και εξομολόγησης αλλά και προέκτασης των εκφραστικών σου μέσων: ανέκδοτα κείμενα, ημερολόγια, σημειωματάρια ονείρων και καθημερινών περιστατικών, ένα αχανές πια υλικό που προσπαθώ να βάλω σε τάξη. Γράφοντας σκέφτεσαι, ανακεφαλαιώνεις, λυτρώνεσαι. Και μετά έρχεται η λογοτεχνία, η οποία, επιμένω, είναι κάτι τελείως διαφορετικό. Γι' αυτό και απορώ σήμερα με το άγχος κάποιων να βγάλουν το βιβλίο που μόλις έγραψαν. Τι έχει προηγηθεί;


— Τι είναι η λογοτεχνία για εσάς;

Ένα παράλληλο σύμπαν. Έχοντας μεγαλώσει με βιβλία, γραφές, τετράδια και τόσους υπολογιστές, ζω γράφοντας και διαβάζοντας καθημερινά. Η λογοτεχνία είναι μια τεράστια επικράτεια γλώσσας, ύφους, ιστοριών, πάθους, είναι ένα σύνθετο πράγμα που ο καθένας διατηρεί στο μυαλό του και δεν θα ήθελα να το επιβάλω σε κανέναν.

Όποτε κρίνω ότι μπορεί να εκδοθεί ένα βιβλίο, το δίνω στην εκδότη μου – μάλιστα εκδίδω τακτικά. Αν σκεφτώ τον όγκο της υπόλοιπης δουλειάς σε σχεδιάσματα, πρώτα χειρόγραφα, παρατημένα κείμενα, βιβλία ανολοκλήρωτα ή ολοκληρωμένα που απέρριψα, μπορώ να πω ότι όσα βιβλία μου κυκλοφόρησαν αποτελούν την «επίσημη» λογοτεχνική μου παρουσία, όμως εκπροσωπούν μόλις το ένα τέταρτο όσων έμειναν συνολικά στην αφάνεια.

Πολλές φορές, ανοιγοκλείνοντας τα δεκάδες σημειωματάρια, αναρωτιέμαι γιατί να μην υπάρχουν λογοτεχνικοί κληρονόμοι, όχι των πνευματικών δικαιωμάτων αλλά όσων κατάλοιπων και ιδεών αφήνεις πίσω σου, για να τους πεις: «Αν σου αρέσει κάτι, πάρε και γράψε, διάλεξε, αποτέλειωσε όποιο κείμενο είναι μισογραμμένο, ξαναγράψε την ίδια ιστορία». Αυτή θα ήταν η τέλεια πνευματική κληρονομιά και όχι τα μουσειακά αρχεία ή τα χειρόγραφα που φυλάσσονται σε συρτάρια συγγενών.


— Έχουμε μάθει κάτι από την κρίση;

Βεβαίως. Ότι την κρίση την πληρώνουν εκείνοι που δεν την προκάλεσαν. Όσοι ταλαιπωρούνται ακόμα είναι τα χαμηλά και μεσαία στρώματα, οι άνεργοι, οι άνθρωποι του μεροκάματου, οι συνταξιούχοι των 340 ευρώ, τα παρατημένα μπλοκάκια και τα κλειστά μικρομάγαζα. Και, δυστυχώς, εξακολουθούν να είναι οι περισσότεροι ψηφοφόροι πολιτικών κομμάτων, μηδενός εξαιρουμένου, που μας καταταλαιπωρούν δεκαετίες τώρα.


— Με αφορμή τα 200 έτη από την Ελληνική Επανάσταση, πιστεύετε ότι οι Έλληνες γνωρίζουν την Ιστορία τους;

Φυσικά και δεν γνωρίζουμε Ιστορία, έτσι κατακερματισμένα και μονομερώς που τη διδαχτήκαμε, αν κρίνω και από το πέρασμά μου από το σχολείο. Η Ιστορία είναι ένα πεδίο γεγονότων, γνώσεων και αρχείων που ερμηνεύεται ανάλογα με την κάθε εποχή και τις ανάγκες κάθε χώρας. Δεν μου αρέσουν οι επέτειοι, προτιμώ να συνδιαλέγομαι με το τώρα. «Όλη η Ιστορία είναι σύγχρονη Ιστορία» έλεγε ο Wallace Stevens. Εμείς, ως Καβαλιώτες, ενταχθήκαμε στο ελληνικό κράτος το 1913. Αυτό το «κενό πατρίδας» μέχρι τότε με ενδιαφέρει πολύ.


— Πείτε μου ένα χαρακτηριστικό της ελληνικής κοινωνίας που σας ενοχλεί.

Ο συντηρητισμός της. Είναι τόσο βαθιά ριζωμένος, που οι ρίζες του γίνονται ένα μεγάλο ανάποδο δέντρο το οποίο χώνεται όλο και βαθύτερα στο ελληνικό υποσυνείδητο.


— Ποιες είναι οι πηγές της συγγραφικής σας περιέργειας;

Το διάβασμα της λογοτεχνίας. Αγαπώ την ελληνική ποίηση, το σινεμά, η μουσική με βοηθάει πολύ να μπω στη διαδικασία της γραφής. Όμως βασικά είμαι ένας παρατηρητής της ζωής των άλλων, έχω τον τρόπο μου, χωρίς να γίνομαι αδιάκριτος, να ακούω ιστορίες, να τις μεταπλάθω. Αρκετοί φίλοι και γνωστοί που έτυχε να μου αφηγηθούν τα πάθη και τα παθήματά τους δεν τη γλίτωσαν. Ωστόσο, πιστεύω ότι δεν εξέθεσα κανέναν, γιατί όλα φιλτράρονται στην πεζογραφία μέσα από πολλά αφηγηματικά εργαλεία.


— Ποιος είναι ο μεγαλύτερός σας φόβος;

Να βρεθώ ναυαγός σε ερημονήσι χωρίς βιβλία και καφέ.

— Σας τρομάζει ο θάνατος;

Όχι η στιγμή του, αλλά η μεταθανάτια πλευρά του. Αυτό το αδιανόητο, ακατάληπτο κενό.


— Ποιος είναι το κέρδος και ποιο το κόστος της μοναχικότητας;

Η μοναχικότητα είναι μια υπέροχη επιλογή, γιατί μπορείς να την παραβιάζεις τακτικά. Δεν είναι εύκολη κατάσταση, ο κόσμος είναι πλασμένος και αναγκασμένος να συνυπάρχει, οι αναχωρητές πληρώνουν το τίμημα αρκετά σκληρά. Όμως, όποιος τα καταφέρει, μπορεί να βιώσει μοναδικές στιγμές, χωρίς το βουητό των άλλων.


— Έχετε ανακαλύψει τι σημαίνει ευτυχία;

Η στιγμή που ξεσπάει μέσα σου η ανάγκη να εκφραστείς και να δημιουργήσεις.


— Μια βαθιά πληγή που σας ακολουθεί ακόμη;

Δεν κουβαλάω βαθιά τραύματα, είμαι λίγο ενοχικός, γιατί πολλές φορές δεν ανταποκρίθηκα στις προσδοκίες των άλλων.


— Τι θεωρείτε σημαντικό στη ζωή;

Να είσαι ο εαυτός σου. Απροσποίητος, με καθαρή συνείδηση, αξιοπρέπεια, ανιδιοτέλεια και την αποδοχή του άλλου. Και να ζεις σε μια ευρύχωρη δημοκρατία, ισότιμη και αξιοκρατική για όλους.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η κεφαλή του Απόλλωνα σε ανασκαφή στους Φιλίππους

Η κεφαλή αγάλματος του Απόλλωνα που βρέθηκε στην ανασκαφή στους Φιλίππους. Ένας τόπος που υπάρχει σχεδόν σε όλα τα "βορειοελλαδίτικα&qu...