Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΕΠΟΧΗ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΕΠΟΧΗ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 9 Σεπτεμβρίου 2025

Robert Penn Warren «Ένας τόπος για να επιστρέφεις»



Μετάφραση: Αθηνά Δημητριάδου, εκδόσεις Πόλις, 2025

Γράφει ο Θεόδωρος Γρηγοριάδης


Στο τελευταίο βιβλίο του Ρόμπερτ Πεν Γουόρεν ο αφηγητής και βασικός χαρακτήρας, ο Τζεντ Τιούκσμπερι, αποφασίζει να μιλήσει για όσα τον ταλάνισαν ή καθόρισαν την ύπαρξή του. Για τις ρίζες του, τους γονείς του, την πορεία του από τον ταπεινό Νότο σε μια αναγνωρισμένη ακαδημαϊκή καριέρα, για τους έρωτες και τις γυναίκες και την τελική συμφιλίωση με τον αληθινό του εαυτό.

Η αφήγηση του παρόντος, στο γραφείο του στο Πανεπιστήμιο του Σικάγου, καλύπτει το διάστημα δεκαοκτώ μηνών. Όμως η εμβάθυνση στο παρελθόν, αποσπασματική και επιλεκτική, διανύει μερικές δεκαετίες φτάνοντας πίσω στην παιδική του ηλικία, στο Ντάγκτον της Αλαμπάμα, ένα ταπεινό μέρος του Νότου.

Γράφοντας ο Τζεντ αναθεωρεί, διορθώνει ή μήπως αυτολογοκρίνεται; Κάθε πρωτοπρόσωπος αφηγητής μήπως δεν είναι ένας αφερέγγυος χαρακτήρας;

Από τις παλαιότερες φάσεις της ζωής του Τζεντ Τιούκσμπερι αναδύονται τα βασικά πρόσωπα και συμβάντα της πορείας του πάντα σε συνάρτηση με τον χώρο όπου διαδραματίστηκαν. «Οι τόποι», λέει κάπου, «είναι όλοι ίδιοι»,αλλού: «Ηταν ωραίο όμως να ξέρεις ότι υπήρχε κάπου ένας τόπος να επιστρέφεις», ενώ κάπου αλλού: «Τόπος για μένα δεν υπήρχε». Ωστόσο ο τόπος καταγωγής του, ο Νότος, ανακαλείται διαρκώς και το φευγιό του, το ξεκόλλημα, το όφειλε στη μάνα του, μια ξεχωριστή, λαϊκή, γυναίκα που ο αφηγητής τη ζωντανεύει μέσα από τις αναμνήσεις και τα γράμματά της αφού, από την αναχώρησή του και μετά, δεν πρόλαβε να την ξαναδεί αλλά ούτε κι εκείνη ήθελε να την προλάβει ο γιος της γριά. Εκείνη τον χτύπησε με το παπούτσι στη μύτη και τον σημάδεψε παντοτινά, τον ξαπόστειλε από τον τόπο του που εκείνη έβρισκε αφόρητο αναγκαζόμενη να δουλεύει σε ένα εργοστάσιο κονσερβοποιίας και να ανέχεται τον μέθυσο άντρα της. Εκείνη του έδειξε τον δρόμο, προτρέποντάς τον να παρατήσει τη φιλενάδα του Ροζέλ, μια όμορφη, ερωτική, κοπέλα, με την οποία αυτός θα συναντηθεί σε διαφορετικά μέρη αναζωπυρώνοντας το σαρκικό πάθος τους.


Το σύμπλεγμα του ευνουχισμού


Το μυθιστόρημα ξεκινάει με τον θάνατο του πατέρα του που ουρεί πάνω στο άλογο, κρατώντας τον τεράστιο φαλλό του, μια σκηνή – κλειδί στη διαμόρφωση του χαρακτήρα του Τζεντ. Χρόνια μετά, στον ακαδημαϊκό περίγυρο του Σικάγου, θα αφηγείται την ιστορία του πατέρα πάνω στο άλογο («πώς τα τίναξε ο ντάντης μου»), προσπαθώντας να αποτινάξει την εικόνα του φαλλού, όπως και η μάνα του που πέταξε μέσα στο ρέμα το βαρύ σπαθί του συζύγου της, ακόμη ένα φαλλικό σύμβολο. Όμως και ο Τζεντ θα υπερτονίζει το δικό του «εξόγκωμα», ανάμεσα στα σκέλια, περιγράφοντας τις «διογκώσεις» και τις στύσεις του. Πώς αλλιώς; Έχουμε να κάνουμε με έναν αρσενικό απέναντι στο σύμπλεγμα του ευνουχισμού, με πολλές μάχες και αρκετές ήττες (σχεδόν πάντοτε εις βάρος των γυναικών).


Πόλεμος και θάνατος


Γραμμένο τη δεκαετία του ’70, το μυθιστόρημα εκδόθηκε το 1977, ενώ συνεχιζόταν ο Ψυχρός Πόλεμος και δεν είχε καταλαγιάσει ο απόηχος του πολέμου του Βιετνάμ. Στη χώρα, μετά τη νίκη στον πόλεμο, κυριαρχούσε μια «δολοφονική αθωότητα». Οι πολεμικές μνήμες του Τζεντ ανάγονταν στον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, όταν πολέμησε ενάντια στους Γερμανούς, στο πλευρό των αντιστασιακών Ιταλών στα Απένινα· μερικές βίαιες σκηνές με τον ίδιο να εξοντώνει σαδιστικά έναν Γερμανό αξιωματικό, τον τρομάζουν ακόμη, εκείνη η βαθιά ανάγκη για φόνο.

Η ιταλική θητεία αντιπαραβάλλεται με τις σπουδές του στη λατινική φιλολογία αφού θα εκπονήσει μια σημαντική εργασία για τον Δάντη και την ιδέα ότι (κατά τον Δάντη) ο θάνατος ορίζει το νόημα της ζωής· ωστόσο, τελειώνοντας «το δοκίμιο του θανάτου» θα αισθανθεί ότι είναι η καταδίκη του σε θάνατο. Ο Τζεντ Τιούκσμπερι είναι ένας διανοούμενος που διαρκώς θεωρητικοποιεί τις σκέψεις του. Αποδέχεται τη «μοναξιά του Νότιου», ξεσπά άγρια πάνω σε κρίσεις θυμού, αυτοδαγκώνεται(!). «Δεν ξέρεις τι είσαι, Τζεντ», του φωνάζει η Ροζέλ που επανέρχεται κατά καιρούς στο προσκήνιο και στο κρεβάτι του, άλλοτε παντρεμένη και άλλοτε ως χήρα η οποία έχασε -κάτω από ύποπτες συνθήκες- τον σύζυγό της.

Ωστόσο ο Τζεντ, όπως τον συμβούλεψε η μάνα του, δεν θα την ακολουθήσει. Θα παντρευτεί δύο φορές, η πρώτη του σύζυγος, η ακαδημαϊκός Άγκνες, θα πεθάνει από καρκίνο, ενώ με τη δεύτερη, την Ντοφίν, θα αποκτήσουν ένα γιο. Η Ντοφίν θα τον χωρίσει, φωνάζοντας ότι κανείς τελικά δεν μπορεί να τον αντέξει. Κι εκείνος θα περάσει και πάλι σε φάση απομόνωσης και ενδοσκόπησης έχοντας μοναδικό φίλο έναν Πολωνό Εβραίο που κατέφυγε στην Αμερική· μοιράζονται τη μοναχικότητά τους, ανοίγονται σε συζητήσεις για «ένα κόσμο χωρίς πατρίδα», κάνουν σκέψεις για τους «πρώτους σπασμούς της νεωτερικότητας».


Ανάμεσα στο παραδοσιακό και το μοντέρνο


Μολονότι το μυθιστόρημα «Όλοι οι άνθρωποι του βασιλιά»[1] θεωρείται το αριστούργημα του Ρόμπερτ Πεν Γουόρεν, το συγκεκριμένο και τελευταίο του, είναι εξίσου σημαντικό. Εδώ ο συγγραφέας, εν μέρει αυτοβιογραφούμενος (γιατί παραδέχεται ότι του άρεσε να επιστρέφει στο σπίτι του στο Νότο)[2], αναδεικνύει εσωτερική σοφία, βγαλμένη από τη μελέτη των κειμένων και τις εμπειρίες της ζωής, δεν βιάζεται να ολοκληρώσει και να λειάνει την ιστορία του, ρίχνει τις άγκυρες στον μοντερνισμό και ανακατεύει την τράπουλα όπως σε εκείνες τις ευρηματικές περιγραφές με τα τραπουλόχαρτα (σελ. 283).

Καταξιωμένος λογοτεχνικά πεζογράφος, μέγιστος ποιητής κατά τον Χάρολντ Μπλουμ, με πολλές βραβεύσεις, πνευματικά ταξίδια και σπουδαίες λογοτεχνικές επαφές στην εποχή του, αφήνει σαν διαθήκη ένα μυθιστόρημα πάνω στη μνήμη, τις ρίζες, τον τόπο και τον εκτοπισμό, την προσωπική ολοκλήρωση, τις κοινωνικές προεκτάσεις της αρσενικότητας. Γράφει: «Τώρα είχα το ελεύθερο να είμαι αποκλειστικά αυτό που ήμουνα τη στιγμή που ήμουν». Και: «Μετεωριζόμουν σε μια νέα διάσταση της ύπαρξης». Ωστόσο ομολογεί για «την αίσθηση της ευτυχίας ότι δεν υπήρξε παρελθόν».

Τελικά το μυθιστόρημα «Ένας τόπος για να επιστρέφεις» μετεωρίζεται ανάμεσα στο παραδοσιακό και το μοντέρνο, χτίζοντας γέφυρες για όσα σημαντικά αμερικανικά μυθιστορήματα θα επακολουθήσουν. Ένα βιβλίο για να επιστρέφεις εντοπίζοντας κάθε φορά κάτι διαφορετικό. Η σχολαστική μετάφραση της Αθηνάς Δημητριάδου αποδίδει το κείμενο στο ύψος του πρωτότυπου και οι εκδόσεις Πόλις μάς παραδίδουν, μαζί με τον Αγριότοπο[3], μια σημαντική τριλογία ενός κλασικού συγγραφέα που θα έπρεπε να ξαναδιαβαστεί περισσότερο από ποτέ.


Σημειώσεις:


1. epohi.gr/articles/to-klasiko-mythistorhma-gia-proth-fora-sta-ellhnika

2. www.thestacksreader.com/robert-penn-warren-finds-his-place-to-come-to

3. www.oanagnostis.gr/eleytheroi-alla-ochi-isoi-toy-thanasi-mina


Η Εποχή των βιβλίων, 7/09/2025


Κυριακή 6 Ιουλίου 2025

Μένης Κουμανταρέας «Δύο φορές Έλληνας»



Eκδόσεις Πατάκη, 2025

Γράφει ο Θεόδωρος Γρηγοριάδης

Το μυθιστόρημα του Μένη Κουμανταρέα «Δύο φορές Έλληνας» κυκλοφόρησε από τον Κέδρο το 2001 και επανεκδίδεται, όπως άλλωστε όλα τα βιβλία του συγγραφέα, από τις εκδόσεις Πατάκη, σε επιμελημένη έκδοση με τα χαρακτηριστικά, λιτά, εξώφυλλα όπου η γραμματοσειρά των τίτλων προέρχεται από την αυθεντική γραφομηχανή του συγγραφέα. Στην έκδοση περιλαμβάνονται οι συνεντεύξεις του συγγραφέα και οι πρώτες κριτικές του μυθιστορήματος που είχε βραβευτεί με το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος 2002.

Πολλά τα θέματα που διαπραγματεύεται το μυθιστόρημα. Η μεταπολεμική Ελλάδα, η διαταραγμένη ελληνική οικογένεια, η διεκδίκηση της ατομικότητας και της ελεύθερης πνευματικής έκφρασης, το αποτύπωμα της Ιστορίας, η συγγραφή ως προσωπική ανάγκη και ως συλλογική αναπαράσταση μιας ρευστής κοινωνίας που πασχίζει να ανασυνταχτεί και να επαναπροσδιοριστεί. 

Ύφος οικείο, κομψά συγκρατημένο, αφήγηση ρεαλιστική, ντοκιμαντερίστικη. Ο αστικός και αθηναϊκός νεορεαλισμός υπονομεύεται διαρκώς από υπαινιγμούς και διακειμενικές αναφορές, ο συγγραφέας «πειράζει» διακριτικά το κείμενο και τη φόρμα του καθώς αυτό που διαβάζουμε είναι το υπό διαμόρφωση μυθιστόρημα που θα γράψει ο βασικός χαρακτήρας, ο Άγγελος. Καθόλου τυχαία δεν κατονομάζονται ο Ντοστογιέφσκι, ο Τολστόι, ο Τσέχωφ αλλά και κάποιοι νεότεροι Έλληνες λογοτέχνες, συγγραφικές καταβολές του συγγραφέα.

Ο Κουμανταρέας ως τριτοπρόσωπος αφηγητής, στέκει δίπλα στους ήρωές του, τους καθοδηγεί, τους ταξιδεύει σε διαφορετικές χρονικές περιόδους υπερβάλλοντας κάποτε στις ευρηματικές συμπτώσεις. Από τη μέση και μετά του μυθιστορήματος η αφηγηματική ροή πυκνώνει και επιταχύνεται. 


Το παρελθόν και η Ιστορία δηλώνουν «παρών»


Απλωμένο από το 1949 μέχρι το 1990, το βιβλίο δεν φέρει κανένας ίχνος νοσταλγικής αναπόλησης της περασμένης εποχής κάτι που υποστηρίζεται από τον τόνο του κειμένου και την εναλλαγή του ιστορικού ενεστώτα με τον απλό αόριστο. Το παρελθόν είναι πάντα ενεργό, με κάποιες λεπτομερείς περιγραφές των εσωτερικών χώρων και των εξωτερικών τοπίων και περιπλανήσεων. Εκεί, ανάμεσα στις αράδες, φανερώνεται ο συγγραφέας και η αγάπη του για την Αθήνα, τους δρόμους και τις γειτονιές της, τα καφενεία και τα ζαχαροπλαστεία, τα ξενοδοχεία. Η ιστορία της πόλης, ο τρόπος που αλλάζει ο αστικός και ο αρχιτεκτονικός της ιστός στο πέρασμα του χρόνου διατυπώνεται μέσα από τις ξεχωριστές ματιές των χαρακτήρων. Έτσι, ο εξ Αμερικής ερχόμενος ανιψιός, χρόνια μετά, αντικρίζει μια μεταμορφωμένη πρωτεύουσα κάνοντας τη διαδρομή Ελληνικό-Κυψέλη, στο πάρτι που καλούν τον Άγγελο το 1990 ξεπροβάλλουν οι νέοι τρόποι διασκέδασης, ένας ανώνυμος ταξιτζής σχολιάζει τον θόρυβο και το μολυσμένο νέφος.

Οι αναφορές σε γνωστά πρόσωπα της πολιτικής και της τέχνης (Σικελιανός, Χατζιδάκης, Κουν, Τσαρούχης μέχρι τον νεότερο Βασιλικό) επικαιροποιούν τη μυθοπλασία. Άλλωστε πολλά ντοκουμέντα, αποσπάσματα εφημερίδων, ραδιοφωνικές ανακοινώσεις παρεμβάλλονται διαδραστικά στην πλοκή. Εμφανής η τσεχωφική ατμόσφαιρα της δράσης και των διαλόγων, ειδικά σε κλειστούς χώρους, στις κουζίνες και στα σαλόνια των μικροαστικών διαμερισμάτων. Οι μαζώξεις σε γενέθλια και γιορτές αποτελούν ολοκληρωμένες θεατρικές πράξεις, αφού εκεί ξεσπούν οι ενδοοικογενειακές εντάσεις και ασυμφωνίες.

Οι δύο αδελφές, η Μάγδα και η Μάχη, με τις οικογένειες και τον φιλικό τους περίγυρο εκπροσωπούν πέρα από τον μικρομεσαίο χώρο τους και τις βασικές πολιτικές τάσεις της εποχής. Ο μόνος τόπος που περιγράφεται εκτός Αθηνών είναι η Μακρόνησος, μια φασιστική κόλαση λίγα ναυτικά μίλια μακριά από το «λίκνο» της αθηναϊκής δημοκρατίας. Όσα συμβαίνουν στο νησί είναι σκληρά και απάνθρωπα, ολοκληρωτισμός και κακοποίηση των πολιτικών αντιφρονούντων. Το κεφάλαιο με την παράσταση της Λυσιστράτης από τους εξόριστους, είναι ένα κεφάλαιο από μόνο του για ανθολόγηση, ενώ μπορεί να διαβαστεί και ως μία queer performance, καθώς διακωμωδεί, μέσω της καρναβαλικής μεταμφίεσης, τα στερεότυπα του φύλου και τα μεσογειακά πρότυπα του αντρισμού.


Ήρωες αντιήρωες


Πάντως στη φαινομενική απλότητα της αφήγησης ξεχωρίζει το προσωπικό ύφος του συγγραφέα που διατρέχει τις εκατοντάδες σελίδες χωρίς να επιβάλλεται. Ο Κουμανταρέας βρίσκεται παντού αλλά όχι πάνω από τον έργο του. Επιλέγει μια συγγραφική περσόνα, λίγο δική του και λίγο σαν του Άγγελου, που δεν ανταγωνίζεται τους χαρακτήρες του γιατί έχει το μέτρο του έμπειρου πεζογράφου. 

Το μυθιστόρημα είναι μια κοινωνική σάγκα, ένα σκεπτόμενο βιβλίο χωρίς φανατισμό και προπαγάνδα, ενώ οι πολιτικές του απόψεις υιοθετούν μια μετριοπαθή κεντροαριστερή θέση. Αφήνει τους χαρακτήρες να μιλήσουν και να αναδειχθούν με τις αντιθέσεις και τις συγκρούσεις τους. Υπάρχει συναίσθημα αλλά όχι μελόδραμα, ερωτισμός και έντονες φαντασιώσεις. Υπάρχει και ο Λεκές, ο ομοφυλόφιλος χαρακτήρας της εποχής, που κακοποιείται μοιραία, τονίζεται η φιλική τρυφερότητα των αντρών, οι γυναίκες, αξέχαστες ηρωίδες, είναι μαχητικές, επουλώνουν τις ρωγμές της οικογένειάς τους αλλά και τις διαρρηγνύουν – ως νεότερες περσόνες των ταχτσικών ηρωίδων. Οι ήρωες του βιβλίου παραμένουν αντιήρωες, με τα κουσούρια και τις ανασφάλειες, με τις αγωνίες και τα πάθη των καθημερινών ανθρώπων.


Η ιδέα ενός Μεγάλου Ελληνικού Μυθιστορήματος


Καθώς περνούσαμε στον 21ο αιώνα γράφτηκαν διεθνώς αρκετά μυθιστορήματα που συγκεφαλαιώνουν τις προηγούμενες δεκαετίες. Τη χρονιά που εκδόθηκε το «Δύο φορές Έλληνες», ο Τζόναθαν Φράνζεν έγραφε τις Διορθώσεις, ενώ είχε εκδοθεί ο Υπόγειος κόσμος του Ντον Ντελίλο με τα οποία βρίσκουμε αρκετές αναλογίες στα αφηγηματικά άλματα, στην έντονη παρουσία του ελληνικού ποδοσφαίρου και του μπέιζμπολ, στον οικογενειακό πυρήνα ως δομικό στοιχείο, στην ανάδειξη του ευρύτερου κοινωνικου-ιστορικού χώρου, στη μη-γραμμική αφήγηση, την αυτοοαναφορικότητα, στην υποδηλούμενη περσόνα του συγγραφέα. Η ιδέα ενός Μεγάλου Ελληνικού Μυθιστορήματος ενδεχομένως να συγκίνησε τον Μένη Κουμανταρέα ύστερα από τα μικρότερα σε όγκο αλλά σημαντικά βιβλία του. Ο Άγγελος, όταν εκφράζει τον φόβο του ότι θα γράψει ένα παλιομοδίτικο μυθιστόρημα, ήδη το εκμοντερνίζει.

Ο Κουμανταρέας, άλλωστε, κατείχε σε βάθος την αμερικανική λογοτεχνία, διάβαζε και μετάφραζε από τα αγγλικά. Αφομοίωσε τους συγγραφείς της γενιάς του ’30 (π.χ. Άγγελο Τερζάκη) και έγραψε στην απέριττη δημοτική της γενιάς του ’60. Πρόκειται για ένα φιλόδοξο μυθιστόρημα που άλλοτε επιταχύνει τον ρυθμό του κι άλλοτε επιβραδύνει, αράζοντας στο παγκάκι της πλατείας για μια ανάσα. Αν και παρουσιάζει τις δυσκολότερες και πιο αντιφατικές πτυχές της ελληνικής ιστορίας, εκπέμπει ένα διαχρονικό, αισιόδοξο, φως – πόσο μακρινό από τη μελαγχολική Σκόνη του χρόνου, το κύκνειο αριστούργημά του. Και μακάρι να μην αναγκαστεί ποτέ ξανά να δηλώσει κανείς δύο φορές Έλληνας. «Μας φτάνει μια φορά», δηλώνει ο συγγραφέας Άγγελος στη μέση του μυθιστορήματος χαρίζοντας με τη φράση αυτή τον τίτλο του βιβλίου αλλά και την ιδεολογική του συμπύκνωση. Όμως στο τέλος του μυθιστορήματος, δεκαετία του ’90, σε μια θεατρική φοιτητική παράσταση που παρακολουθεί, θα ακουστεί και η εκδοχή της νεότερης γενιάς:

Α΄ΦΑΝΤΑΡΟΣ: Μου είπαν ότι αν απαρνιόμουν όσα πιστεύω θα γινόμουν δυο φορές Έλληνας.

Β’ ΦΑΝΤΑΡΟΣ: Κι εμένα το ίδιο.

Γ’ ΦΑΝΤΑΡΟΣ: Και γίνατε δύο φορές μαλάκες.


ΕΠΟΧΗ, Η εποχή των βιβλίων. 

5 Ιουνίου 2025

Τρίτη 24 Ιουνίου 2025

Pier Vittorio Tondelli «Χωριστά δωμάτια»

Για την αγάπη, τη θλίψη και την κουίρ ταυτότητα στην Ευρώπη 



Γράφει ο Θεόδωρος Γρηγοριάδης

Μετάφραση: Δέσποινα Γιαννοπούλου, εκδόσεις Πόλις, 2025


Ο συγγραφέας Πιερ Βιτόριο Τοντέλι έγραψε κυρίως τη δεκαετία του ’80 αλλά εξακολουθεί να διαβάζεται στην Ιταλία, καθώς τα βιβλία του κυκλοφορούν σε «κλασική» σειρά και τροφοδοτούν μελέτες για την ιταλική λαϊκή κουλτούρα και την γκέι κοινότητα.

Όπως συμβαίνει και με άλλους συγγραφείς, οι μελετητές του Τοντέλι διχάζονται στα δύο σημαντικότερα χαρακτηριστικά του έργου του: τον καθολικισμό και την ομοφυλοφιλία. Ορισμένοι καθολικοί διανοούμενοι προσπαθούν να ελαχιστοποιήσουν την ομοφυλοφιλία του δίνοντας έμφαση στην οικουμενικότητα του έργου του, εκμεταλλευόμενοι και τον καθολικισμό στον οποίο στράφηκε στα τελευταία, μοιραία, χρόνια της ζωής του[1]. Σ’ αυτά προστίθεται και η αποσιώπηση του συνδρόμου του AIDS από τον ίδιο τον Τοντέλι, ο οποίος πέθανε το 1991 μόλις 36 ετών.

Ο Πιερ Βιτόριο Τοντέλι γεννήθηκε στο Κορέτζο το 1955, κοντά στη Ρέτζο Εμίλια. Τη δεκαετία του ’70 σπούδασε θεωρία λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο της Μπολόνια. Στο πανεπιστήμιο έγραψε το πρώτο του βιβλίο, «Altri Libertini» (1980), που κατηγορήθηκε για τις αναφορές στην ομοφυλοφιλία και τη χρήση ναρκωτικών και για ένα μεγάλο διάστημα αποσιωπήθηκε. Όμως το βιβλίο κέρδισε τελικά τους αναγνώστες και αυτός συνέχισε να πειραματίζεται λογοτεχνικά ασκώντας παράλληλα κριτική σε κοινωνικούς θεσμούς, ακόμη και στον στρατό. Το μυθιστόρημα «Ρίμινι» (1985), πολυφωνικό και πολυδιάστατο, ήταν επίσης ευπώλητο[2].

Τα Χωριστά δωμάτια (1989), το τελευταίο του έργο, εκδόθηκε όσο ζούσε. Το μυθιστόρημα αναπτύσσεται σε «τρεις κινήσεις», σαν τρία μέρη μιας μουσικής συμφωνίας αλλά και σαν τις μετα-κινήσεις του 32χρονου Λέο, πετυχημένου συγγραφέα, ο οποίος ταξιδεύει στην Ευρώπη μετά τον θάνατο του νεαρού αγαπημένου του Τόμας, ενός Γερμανού πιανίστα. Ο Λέο αισθάνεται ήδη γερασμένος, ανασφαλής, αποκομμένος από τις ρίζες του, έχει βιώσει τη διαφορετικότητά του και είναι αποφασισμένος να ζήσει χωρίς σύντροφο. Με τον Τόμας είχαν γνωριστεί σε ένα φιλικό πάρτι, συνέχισαν τη διασκέδαση σε κλαμπ με όλα τα χαρακτηριστικά της δεκαετίας του ’80, χορεύοντας το «I feel love» κάτω από την περιστρεφόμενη ντισκόμπαλα, πίνοντας κονιάκ και ακούγοντας βινύλια στο πικ απ. Ο Λέο πειραματίζεται με ψυχοτρόπα ναρκωτικά, βιώνει εξωσωματικές προβολές και την κοσμική μοναξιά, το απόλυτο Τίποτα. Η ωριμότητά του είναι χαρακτηριστική. Αναλύει τα πάντα γύρω του αλλά και αυτοαναλύεται, αισθάνεται μέρος της γκέι κοινότητας αλλά, μαζί με τον Τόμας, διεκδικούν τη δική τους μοναδικότητα, αταξινόμητοι, όπως πιστεύουν, ανάμεσα στους άλλους. Ακόμη και η ερωτική τους σχέση στηρίχτηκε όχι πάνω στη μονιμότητα αλλά στην απόσταση και την περιοδικότητα. Ζούσαν για μεγάλα χρονικά διαστήματα σε χωριστές πόλεις, σε χωριστά δωμάτια και αυτό -ενδεχομένως- να επανατροφοδοτούσε τον έρωτα και την επιθυμία.


Η φρίκη της Ιστορίας


«Τώρα η παράσταση τελείωνε. Οι πατέρες, οι μητέρες, η Εκκλησία, το κράτος, τα ληξιαρχεία ξαναεπέβαλαν την κυριαρχία τους…» Καθώς ταξιδεύει με τρένο στην Ευρώπη, με χαλαρούς ρυθμούς, προσπαθεί να ξεφύγει από τα όρια του σώματός του και την οδύνη της απώλειας. Ταυτίζει τον χαμό του Τόμας με την Ιστορία της χώρας και της γλώσσας του, με τη φρίκη της Ιστορίας. Η Ευρώπη φέρνει στον νου μνήμες πολέμου, καταστροφών, την αποικιοκρατική της επιβολή, εντοπίζει την ανισότητα που επιβάλλεται στις λαϊκές τάξεις και τους μετανάστες. Το πένθος του Λέο είναι το πένθος ενός διανοούμενου για την τύχη της ηπείρου του, που θυμίζει σκηνικό ταινίας του Γκοντάρ, μια νεκρή Ευρώπη (που θα διασχίσει αργότερα και ο Χρήστος Τσιόλκας). Ο Λέο εύχεται να δικαιωθούν οι μετανάστες, δεν πρόλαβε όμως να δει την συμπατριώτισσά του Μελόνι να εκπονεί τα σχέδια εκτοπισμού τους και να αμφισβητεί τα δικαιώματα της LGBTQ+ κοινότητας.

Για μεγάλο διάστημα ο Λέο εγκλωβίζεται δημιουργικά, δεν γράφει όχι επειδή δεν μπορεί αλλά επειδή δεν θέλει: «Γιατί το σώμα του αρχίζει να τρίζει από το βάρος όσων είναι γραμμένα πάνω του». Ενώ το σώμα του Τόμας, σε μια πολύ οδυνηρή περιγραφή, αποσυντίθεται αγιάτρευτα. Η περιπλάνηση τον οδηγεί στη γενέτειρά του, μια πολίχνη στην κοιλάδα του Πάδου. Εκεί θα ακολουθήσει τον Επιτάφιο της Μεγάλης Παρασκευής, μια νεκρική πομπή που τον αναστατώνει· η περιφορά του πόνου επιβαρύνει την ψυχοσωματική του κατάσταση, η μνήμη του Τόμας αναμοχλεύει τις ενοχές του, ξαναθυμάται τις θυελλώδεις προστριβές ανάμεσά τους. Τελικά κάποιοι φίλοι θα του προσφέρουν ένα δίχτυ προστασίας, μια ιδιότυπη οικογένεια, αφού η πολιτεία δεν το είχε φροντίσει (μόλις το 2016 επιτράπηκε το σύμφωνο συμβίωσης στην Ιταλία).


Πολυσχιδείς όψεις της ομοφυλόφιλης ύπαρξης

Στο μικρό σχετικά μυθιστόρημα ξεπροβάλλουν τα θέματα μιας γενιάς που διεκδίκησε την ερωτική της απελευθέρωση και την κοινωνική ισότητα και που συνεθλίβη από το μοιραίο -ακόμη τότε- σύνδρομο του ΑIDS. Ο συγγραφέας δεν το κατονομάζει αλλά το υπονοεί, ούτε η λέξη γκέι εντοπίζεται παρά μόνον η «ομοφυλοφιλία» ως όρος σε μια γενικευμένη απόφανση. Ωστόσο το μυθιστόρημα είναι μια περιεκτική καταγραφή της κουίρ ταυτότητας, όπως διαμορφωνόταν στη συντηρητική Ιταλία και στην Ευρώπη φτάνοντας μέχρι την πιο απελευθερωμένη Αμερική. Σημαντικές προσωπικότητες της γκέι κουλτούρας, ανάμεσά τους ο Φασμπίντερ και ο Ώντεν, αναφέρονται επίσης, με ιδιαίτερη έμφαση στον Κρίστοφερ Ίσεργουντ του οποίου το μυθιστόρημά του «Ένας άντρας μόνος» (1964)[3] υπήρξε καθοριστικό στην γκέι λογοτεχνία, καθώς θεματοποίησε την απώλεια του ερωτικού συντρόφου και τη μοναξιά που ακολουθεί.

Το μυθιστόρημα του Τοντέλι καταδύεται στις πολυσχιδείς όψεις της ομοφυλόφιλης ύπαρξης, από την αέναη αναζήτηση και τις εφήμερες συνευρέσεις, σημαδεμένες από τα παραισθησιογόνα της εποχής και την ευφορία του χασίς, έως την εμπορευματοποίηση της επιθυμίας και το αβάσταχτο βάρος της ματαίωσης και της κατάθλιψης. Ωστόσο, μέσα από τις στάχτες, αναδύεται η ίδια η επιθυμία ως αστείρευτη πηγή ζωής. Πάντως, στο τέλος της διαδρομής του Λέο επανέρχεται η έμπνευση, η λυτρωτική γραφή μέσα από την κοινωνική αφύπνιση και τη δημιουργική παρατηρητικότητα.

Το τελευταίο μυθιστόρημα του Τοντέλι ήταν η διαθήκη του για τις επόμενες γενιές. Στο πρόσφατο μυθιστόρημα του Ιταλού συγγραφέα Αλμπέρτο Γκαρλίνι «Όλοι θέλουν να χορεύουν»[4], ο Τοντέλι εμφανίζεται ο ίδιος ως χαρακτήρας του μυθιστορήματος! Στο μεταξύ ο σκηνοθέτης Λούκα Γκουαντανίνο ετοιμάζει την επόμενη ταινία του βασισμένη στα Χωριστά δωμάτια, συνεχίζοντας τη θεματική των δύο τελευταίων του ταινιών πάνω στις ομοερωτικές σχέσεις μεγαλύτερων αντρών με νεαρότερους, που βασίζονται σε λογοτεχνικά μυθιστορήματα. Τα άλλα δύο μυθιστορήματα της είναι το «Queer»,[5] του Ουίλιαμ Μπάροουζ, και το «Να με φωνάζεις με το όνομά σου»,[6] του Αντρέ Ασιμάν, ο οποίος έγραψε και την εισαγωγή στα Χωριστά δωμάτια στην πρόσφατη έκδοση της αγγλικής μετάφρασης.


Σημειώσεις:

1. Luca Prono: www .glbtq.com 2003.

2. Εκδόσεις Δελφίνι, 1996, μτφ. Κούλα Καφετζή.

3. Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, 1993, μτφ. Λουκάς Θεοδωρακόπουλος.

4. Εκδόσεις Πόλις, 2021, μτφ. Αχιλλέας Κυριακίδης.

5. Εκδόσεις Τόπος, 2011, μτφ. Γιώργος Μπέτσος.

6. Εκδόσεις Μεταίχμιο, 2018, μτφ. Νίκος Α. Μάντης.


Ιούνιος  8, 2025  ΕΠΟΧΗ, Η εποχή των βιβλίων



Δευτέρα 7 Απριλίου 2025

Ισπανόφωνες εκδοχές της κουίρ γραφής

 



Γράφει ο Θεόδωρος Γρηγοριάδης


Αλάνα Σ. Πορτέρο «Κακή συνήθεια», μετάφραση: Μαρία Παλαιολόγου, εκδόσεις Πατάκης, 2024

Καμίλα Σόσα Βιγιάδα «Τα παλιοκόριτσα», μετάφραση: Αχιλλέας Κυριακίδης, εκδόσεις Οpera, 2023


Ισχυρή η παρουσία της ισπανόφωνης λογοτεχνίας, με το προνόμιο της κοινής γλώσσας που μιλιέται σε διαφορετικές χώρες και ηπείρους. Θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για μια σπανιόλικη εκδοχή της κουίρ γραφής; Σε δύο βιβλία, που εκδόθηκαν πρόσφατα, εντοπίζουμε ορισμένα κοινά στοιχεία τόσο θεματικά όσο και υφολογικά. Αμφότερα είναι μεθύστερες αφηγήσεις, μάλιστα και στους δύο τίτλους ελλοχεύει το κακό (mala).

Η Αλάνα Πορτέρο γεννήθηκε στη Μαδρίτη το 1978 και σπούδασε στο Αυτόνομο Πανεπιστήμιο της Μαδρίτης. Δραστήριο μέλος της ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητας εξέδωσε το βιβλίο της «Κακή συνήθεια» (La mala costumbre) το 2023 με μεγάλη επιτυχία, ενώ μεταφράζεται σε πολλές γλώσσες. Πρόκειται για ένα μικρό μυθιστόρημα, σε είκοσι εννέα κεφάλαια, που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και αυτομυθοπλασία, μιας και η πρωτοπρόσωπη αφηγήτρια, η Σέμπρε, ταυτίζεται με τη συγγραφέα. 

Η ηρωίδα του βιβλίου μεγαλώνει τη δεκαετία του 1980 στο περιθωριοποιημένο, εργατικό, προάστιο Σαν Μπλας της Μαδρίτης, όπου κακοποιούνται οι γυναίκες από τους συζύγους τους και όπου τα νέα παιδιά πεθαίνουν από τα ναρκωτικά ως «μαζική εκτέλεση αντιφρονούντων ενός καθεστώτος που είχε βρει τον τρόπο να διαιωνιστεί». Καταπιέζεται μέσα στο φαλλοκρατικό σπίτι -ο ταυρομάχος γιος που περίμεναν μάλλον δεν θα φανερωθεί- αντιθέτως τα πρότυπά της είναι οι ποπ τραγουδίστριες και οι πανέμορφες σταρ· διαβάζει, πηγαίνει σινεμά και βυθίζεται στη θλίψη καθώς η «δυσφορία» που νιώθει μέσα στο αγορίστικο σώμα της διογκώνεται, την πνίγει. Αρχίζει να συχνάζει σε στέκια των τραβεστί και των τρανσέξουαλ της εποχής έχοντας πρότυπο την τρανς Μαργαρίτα. Τότε δεν είχε κυριαρχήσει ακόμη ο όρος τρανς αλλά και να υπήρχε, η προσφώνηση μιας τρανς στο αστυνομικό τμήμα ήταν το σαρκαστικό «κύριε».

Μιλώντας για λογαριασμό μιας ολόκληρης γενιάς

Η Σέμπρε, στα δεκατέσσερά της, θα ερωτευτεί τον Γαλλοαμερικανό Τζέι, μια σχέση αξέχαστη «per sempre» (για πάντα), απολαμβάνοντας ερωτικά και συναισθηματικά την επαφή τους. Η μεταμόρφωσή της σε τρανς θα γίνει σταδιακά, μέσα από το πιο αποδεκτό, γκόθικ, ντύσιμο ωστόσο η απόρριψη και η περιφρόνηση του κόσμου θα την ακολουθεί όσο εντάσσεται στον κόσμο της νυχτερινής περιπλάνησης. Στις νύχτες της προσδίδει μια τελετουργικότητα, δύσκολο να διατηρηθούν οι ρόλοι την επόμενη, φωτεινή μέρα και όπου δεν θα μπορεί να εμπιστευτεί κανέναν. Οι ουλές, οι ρωγμές και τα σημάδια παραμένουν μέσα και πάνω στο σώμα και το πέρασμα στην «άλλη μεριά» είναι ένας καθημερινός θάνατος. Θα υπερισχύσει η θέληση, η προάσπιση της επιθυμίας, ο πόθος, το καπρίτσιο. Η τελευταία φράση του βιβλίου της «Ήμουν όλες οι γυναίκες» είναι καθοριστική: όλες οι γυναίκες της μυθολογίας, της γειτονιάς και του κόσμου αλλά εκείνες που επέλεξαν να είναι. Η πορεία της Πορτέρο, μέσα από αγώνες και διαρκή επιμόρφωση, περνάει ένα γερό κοινωνικό μήνυμα. Πώς ένα παιδί, που ασφυκτιά στο σώμα του, μπορεί να επαναπροσδιοριστεί μιλώντας για λογαριασμό μιας ολόκληρης γενιάς και κάθε καταπιεσμένης μειονότητας.

Το βιβλίο είναι γραμμένο με συγκρατημένη ευαισθησία παρά τις σκληρές του κορυφώσεις. Το αγάπησε πολύ ο Αλμοδόβαρ, πρότυπο της ηρωίδας, ενώ η δημοφιλής τραγουδίστρια Ντούα Λίπα το πρόβαλε στο δικό της book club, στο Service95. Σε μια πρόσφατη συνέντευξη της στον δημοσιογράφο Γιώργο Νάστο, η Πορτέρο ανέφερε[1]: «Στη λογοτεχνία, μία από τις καλύτερες συγγραφείς της εποχής μας είναι η Καμίλα Σόσα Βιγιάδα».


Έτσι αρχίζει η πορνεία


Η Βιγιάδα έχει γράψει τα Παλιοκόριτσα (Las malas) το 2019, με τεράστια επιτυχία. Η μετάφραση στα ελληνικά χρηματοδοτήθηκε από το κρατικό πρόγραμμα μετάφρασης της Αργεντινής. Γεννήθηκε στην Κόρδοβα της Αργεντινής το 1982, σπούδασε και έπαιξε στο θέατρο. Όμως η πορεία της δεν ήταν καθόλου εύκολη από τη στιγμή που συνειδητοποίησε ότι δεν ανήκε στο φύλο που γεννήθηκε. Το βιβλίο της περιγράφει πόσο βασανίστηκε από τον μέθυσο πατέρα της, τη διαφυγή της στον κόσμο των τρανς (τις αποκαλεί τραβεστί για την ιστορικότητα του όρου) για να καταλήξει στην καρδιά της πόλης, στο Πάρκο Σαρμιέντο που, αν και μισοσκότεινο, παρείχε ένα δίχτυ ασφαλείας. «Έτσι αρχίζει η πορνεία», γράφει.

Ο κόσμος της είναι αληθινός, αλλά μεταμορφωμένος, δραπετεύει και στο φανταστικό, στον μαγικό ρεαλισμό με τους Ακέφαλους Άντρες, τη γυναίκα πουλί, τη λύκαινα που μισούσε την πανσέληνο. Περισσότερο μυθοπλαστική από την Πορτέρο, αναπλάθει τα αληθινά γεγονότα προσδίδοντας μια δραματικότητα και αναπαραστατικότητα, είναι ασυγκράτητη και αθυρόστομη, δεν υποκύπτει στη λογοτεχνική ευπρέπεια. Στο υπόβαθρο, μια παραπαίουσα χώρα, μια κοινωνία με ελάχιστα ανακλαστικά στη διαφορετικότητα. Και εκείνες, οι τρανς, αναρωτιούνται πώς να επιβιώσουν αποκλεισμένες σε ένα εχθρικό τοπίο. «Η διαφάνεια, η μεταμφίεση η αορατότητα και η οπτική σιωπή ήταν η μικρή καθημερινή μας ευτυχία. Οι στιγμές χαλάρωσης».

Η Βιγιάδα περιγράφει πολλές κοπέλες σαν κι εκείνη με όλα τους τα κουσούρια και τις προσδοκίες. Μέσα από τους πελάτες τους προβάλλονται οι ταξικές και σεξουαλικές διαφοροποιήσεις τους. «Ο κόσμος του πόθου δεν είναι πάντα τόσο λαμπερός», όμως οι τρανς αναδεικνύονται ως Ιερές μορφές και Μητέρες, θυμίζοντας σε ορισμένες σκηνές σελίδες του Ζενέ και τη Μάμα Ρόμα του Παζολίνι.

Δικές μας φωνές

«Να φεύγεις από παντού. Αυτό σημαίνει να ’σαι τραβεστί». Όμως αυτό το φευγιό από τον τόπο, από το φύλο, από το σώμα σου, δεν αφήνει ανέπαφα τα σώματα και τα μυαλά. Η Βιγιάδα, όπως και η Πορτέρο, παλεύουν να επιβιώσουν και είναι θαυμαστό που επέζησαν και κατάφεραν να καταγράψουν τις ιστορίες τους και να τις εκθέσουν στο ευρύτερο αναγνωστικό κοινό. Βεβαίως γνωρίζουν ότι στον χώρο της ισπανόφωνης LGBTQ+ λογοτεχνίας έχουν προϋπάρξει σπουδαίοι συγγραφείς, ποιητές και στοχαστές: Ο Λουίς Θερνούδα, ο Ρεϊνάλντο Αρένας, ο Μανουέλ Πουίχ, ο Χουάν Γκοϊτισόλο, ο Χοσέ Λεσάμα Λίμα, ο πρωτοπόρος Πέδρο Λεμεμπέλ. Μαζί τους συνεχίζουν να γράφουν οι νεότεροι σε διαφορετικά πεδία: η Μαριάνα Ενρίκες, ο Πολ Μπ. Πρεθιάδο, η Κάρμεν Μαρία Ματσάδο, η Σούζι Σοκ κ.ά.

Αυτομυθοπλασία ή μαρτυρία, ακτιβισμός ή λογοτεχνία; Το queerness διαρρηγνύει τις ταυτοτικές κατηγοριοποιήσεις, προτάσσοντας την προσωπική επιλογή και την ισότιμη κατάταξη στον ετεροκανονικό λογοτεχνικό κανόνα. Ας αναλογιστούμε πόσοι συγγραφείς, μίλησαν μέσα από κλειστές ντουλάπες μισανοίγοντας μια χαραμάδα για να μπει μια ακτίνα φωτός, λίγο δροσερό αεράκι. Γι’ αυτό και τα κείμενα των δύο τρανς συγγραφέων είναι κοινωνικά ντοκουμέντα, αντίβαρα στον ραγδαίο, διεθνή και εγχώριο, εκφασισμό του 21ου αιώνα. Φωνές μοναδικές, φωνές δικές μας.


Σημείωση:

1. ΒΗΜΑgazino 12/03/25 «Χρησιμοποιώ το σκοτάδι για να χτίσω κάτι όμορφο»


Εποχή, Η εποχή των βιβλίων 5/04/2025




Τρίτη 4 Μαρτίου 2025

Wolfgang Koeppen «Θάνατος στη Ρώμη»



Βάζοντας στο στόχαστρο τον ναζισμό που επιβιώνει

Μαρ 2, 2025  Εποχή, Εποχή των βιβλίων


Γράφει ο Θεόδωρος Γρηγοριάδης 


Μετάφραση: Βασίλης Τσαλής, εκδόσεις Κριτική, 2024


Μια ομάδα Γερμανών επισκεπτών έρχονται στη Ρώμη λίγο μετά τη λήξη του δεύτερου παγκόσμιου πολέμου. Δεν θα τους αποκαλούσες την πιο αρμονική παρέα, κάποιοι συγγενεύουν μεταξύ τους και κάποιοι θέλουν να ξεκόψουν. Ωστόσο, τους ενώνει ένα καλλιτεχνικό γεγονός, μια συμφωνική συναυλία είναι η αφορμή. Τρεις μέρες θα περιφέρονται στη πόλη, κουβαλώντας τις ιστορίες και τα πάθη τους που θα αποκαλυφθούν, εδώ, στην αιώνια πόλη. Ορισμένοι όμως συνδέονται προσωπικά με το αιματηρό ναζιστικό παρελθόν της χώρας τους.


Βασικός χαρακτήρας του μυθιστορήματος ο Γκότλιμπ Γιούντεγιαν, πρώην στρατηγός των SS, που κατάφερε να δραπετεύσει από το Βερολίνο στο τέλος του πολέμου και τώρα με άλλο όνομα αγοράζει παράνομα όπλα για λογαριασμό ενός Άραβα σεΐχη. Αμετανόητος, αδυσώπητος, ονειρεύεται την παλινδρόμηση του ναζισμού, αναριγεί στη σκέψη των εκτελεσμένων θυμάτων, αναπολεί τις στιγμές «μιας εποχής δίχως Γκαίτε» που πυροδότησε το κάψιμο των βιβλίων και την απαρχή του Χίτλερ. Καθώς χάνεται μέσα στην πόλη, στον λαβύρινθο από σοκάκια, προσεταιρίζεται ιδεολογικά τη διαχρονική της ιστορικότητα. Ταυτόχρονα έχει μόνιμα την υποψία ότι τον παρακολουθούν. «Η παράλυση πλανιόταν στην αρχαία ατμόσφαιρα αυτής της πόλης, παράλυση και συμφορά».


Ο συγγραφέας Βόλφγκανγκ Κέπεν τον παρακολουθεί κατά πόδας, δεν θα τον αφήσει να ξεφύγει, το τέλος του Γιούντεγιαν προδιαγράφεται, εντείνοντας την ανασφάλεια και τη διαίσθηση του κινδύνου. «Δεν ήθελε να πεθάνει. Ένιωθε την εγγύτητα του θανάτου. Δεν φοβόταν». Ο πρώην SS περπατάει στην πόλη μετά από χρόνια. Την τελευταία φορά που βρέθηκε στη Ρώμη ήταν με τον Μουσολίνι και ο Ιταλός δικτάτορας τον φοβόταν. Τώρα όμως ο κόσμος τον αγνοεί, πώς είναι δυνατόν να τον προσπερνά αδιάφορα το πλήθος, αυτόν που σκορπούσε τρόμο; Ο Γιούντεγιαν χώνεται σε μια σήραγγα, τον ρουφάει μέσα της σαν πύλη του κάτω κόσμου. Καθόλου τυχαία η προμετωπίδα του βιβλίου, «il mal seme d’ Adamo» προέρχεται από την Κόλαση του Δάντη.

Οι χαρακτήρες

Η γυναίκα του Γιούντεγιαν, η Εύα, παραμένει κλεισμένη στο δωμάτιό της, στο ξενοδοχείο, υστερική και πεισματάρα, ελπίζοντας να ανατείλει μια καινούργια εποχή στη Γερμανία και στην Ευρώπη· σαν ζευγάρι τους δένει το Τρίτο Ράιχ. Ο κουνιάδος του, πάλι, ο Φρίντριχ Πφάφρατ, ένας αξιοσέβαστος δήμαρχος, κατέφτασε με τη γυναίκα του και τους δυο γιους του, τον Ντίτριχ και τον Ζίγκφριντ του οποίου τη συμφωνία θα διευθύνει ο Κίρενμπεργκ, πρώην κρατούμενος στρατοπέδων συγκέντρωσης και νυν πλάνητας διευθυντής ορχήστρας. Όμως ο πατέρας ανησυχεί για την πορεία του Ζίγκφριντ. Θεωρεί ότι το έργο του, που θα παρουσιαστεί σε μια αίθουσα συναυλιών στη Ρώμη, είναι επηρεασμένο από τον μοντερνισμό και τον Σένμπεργκ και σύμφωνα με την προσαρμογή που θα κάνει ο Κίρενμπεργκ. Δυσφορεί επίσης που ο Ζίγκφριντ είναι ομοφυλόφιλος αναζητώντας νεότερους εραστές με κάθε ρίσκο.

Στο μεταξύ, ο γιος του Γιούντεγιαν, ο Άντολφ, ετοιμάζεται να χριστεί καθολικός ιερέας, είναι κι αυτός εδώ στη Ρώμη, δοκιμάζοντας την πίστη και τις πνευματικές του αντοχές. Ο Άντολφ νιώθει ότι η λαμπρή μεγαλοπρέπεια των ναών και του καθεδρικού του Αγίου Πέτρου τον συνθλίβουν. Παράλληλες πορείες για την κόλαση και για τη λύτρωση. Ο Ζίγκφριντ στο ποτάμι με τους πόρνους και μετά στα λουτρά, ο Άντολφ σε ένα μπουντρούμι βασανισμών, σε μια «ατμόσφαιρα τάφου», μια αποκαλυπτική σκηνή που απογειώνεται λογοτεχνικά. Θα αντικρίσει μετά τον πατέρα του σε μια άβολη στιγμή, θα δει τη γύμνια του, σωματική και ψυχική· ο μελλοντικός ιερέας θα κλονιστεί καθώς ο Ζίγκφριντ θα τον παρασύρει και σ’ άλλες γήινες εμπειρίες. 

Πολυεπίπεδο μυθιστόρημα

Πυκνό, πολυεπίπεδο μυθιστόρημα, που, παρά τη σχετικά μικρή του έκταση, δεν αφήνει κανέναν, ούτε τους χαρακτήρες αλλά ούτε και τον αναγνώστη, να χαλαρώσουν. Αυτή η ζοφερή αντι-ξενάγηση στην Αιώνια Πόλη, μόνον τουριστική δεν θα την αποκαλούσαμε, ούτε καν πρωθύστερα φελινική, (αν πήγαινε εκεί το μυαλό μας σε κάποιες στιγμές), είναι μια πόλη σκιών και βεβαρημένης ιστορικής μνήμης. Οι Γερμανοί σέρνονται σαν φαντάσματα, προσδοκώντας την «ανάσταση» της καταρρακωμένης χώρας τους. Ο αφηγηματικός λόγος του Κέπεν είναι ορμητικός, δεν φείδεται εκφραστικών μέσων, εξωστρεφής σε αντίθεση με την εγκλωβισμένη προσωπικότητα των ηρώων του. Στην ίδια σελίδα μιλάνε διαφορετικές φωνές: ο Ζίγκφριντ στο πρώτο πρόσωπο, με την αμεσότητα της εσωτερικής φωνής, σε αντιδιαστολή με το τρίτο πρόσωπο των υπολοίπων, του πατέρα και του θείου, των αδίστακτων συγγενών.

Η επίσκεψη, η εγκατάσταση, η μετατόπιση σε μια άλλη χώρα δεν αφήνει ποτέ ανεπηρέαστο τον ξένο επισκέπτη, πόσο μάλλον έναν καλλιτέχνη ή συγγραφέα. Η Ρώμη ανέκαθεν ενέπνεε τους δημιουργούς ανάλογα με τις προθέσεις τους. Ο Ναθάνιελ Χώθορν, τακτικός προσκυνητής, κάπου αποκάλεσε τη Ρώμη «ένα ψόφιο σε αποσύνθεση πτώμα». Ο Χένρι Τζέιμς την αποθέωσε και πιο πριν την αγκάλιασαν καλλιτεχνικά ο Μπάιρον, ο Σταντάλ, ο Γκόγκολ.

Όμως ο Τόμας Μαν σκιάζει την ιστορία του Κέπεν[1], όχι μόνον με τον Δόκτωρα Φάουστους αλλά και με τον Θάνατο στη Βενετία αφού η τελευταία φράση του μυθιστορήματος του Τόμας Μαν (που είναι και η δεύτερη προμετωπίδα στο βιβλίο του Κέπεν) ανατρέπεται από τον Κέπεν στο φινάλε του δικού του βιβλίου. Πάντως ο Βόλφγκανκ Κέπεν δεν θεωρητικολογεί, εκθέτει ασύστολα και άφοβα τους χαρακτήρες του, αυτό που θα κάνει ακόμη πιο ορμητικά ο Μπέρνχαρντ λίγα χρόνια μετά.

Ο συγγραφέας

Ο Γερμανός Βόλφγκανγκ Κέπεν (1906-1996) όσο ζούσε εξέδωσε μια τριλογία, τη λεγόμενη «Τριλογία της αποτυχίας», της οποίας το πρώτο μέρος, «Περιστέρια στη χλόη», κυκλοφορεί επίσης από τις εκδόσεις Κριτική στα ελληνικά από τον ίδιο έμπειρο μεταφραστή, τον Βασίλη Τσαλή. Ο Κέπεν ισχυριζόταν ότι στα είκοσί του είχε γνωρίσει τον Γιόζεφ Ροτ· η καριέρα του δεν κύλισε ατάραχα, ταλαιπώρησε πολύ και τον εκδότη του που επί δεκαετίες περίμενε ένα επόμενο έργο του. Το 1962 ο Κέπεν τιμήθηκε με το σημαντικό Βραβείο Büchner.

Το 1954, όταν εκδόθηκε το μυθιστόρημα, δεν το υποδέχθηκαν με θετικές κριτικές, καθώς στόχευε τον ναζισμό που ακόμη δεν είχε εκλείψει. Αυτές οι διαβρωτικές και σκοτεινές εικόνες του παρελθόντος, όπως επανερχόταν στις σκέψεις των μεταπολεμικών ναζιστών, δεν ήταν καθόλου ευκολοδιάβαστες. Αλλά ούτε και σήμερα θα είναι, αφού ο Κέπεν στοχάζεται πάνω στη μεταμόρφωση του γερμανικού έθνους καθ’ όλη τη διάρκεια του προηγούμενου αιώνα με προφητικές προβολές στον εικοστό πρώτο.


Σημείωση:

1. Florian Trabert «Il mal seme d’Adamo» Dante’s Inferno and the Problem of the Literary Representation of Evil in Thomas Mann’s Doktor Faustus and Wolfgang Koeppen’s Der Tod in Rom (ελεύθερο στο διαδίκτυο)


Πέμπτη 16 Ιανουαρίου 2025

Malcolm Lowry «Κάτω από το ηφαίστειο»

 Μετάφραση: Κατερίνα Σχινά, εκδόσεις Μεταίχμιο, 2024



Γράφει ο Θεόδωρος Γρηγοριάδης


Με μια λιτανεία ξεκινάει το μυθιστόρημα του Μάλκολμ Λόουρι, Νοέμβριο 1939 στο Μεξικό, στην πόλη Κουαουναγουάκ, ενώ στο βάθος προβάλλουν απειλητικά τα δύο μεγάλα ηφαίστεια της χώρας. Είναι η Ημέρα των Νεκρών και η πένθιμη πομπή διασχίζει την πόλη με θρηνητικές ψαλμωδίες ενώ τα κεριά στα χέρια των πιστών τρεμοσβήνουν σαν μελαγχολικές φλογίτσες. Η πομπή θα περάσει μπροστά από το ξενοδοχείο όπου διαμένει ο γάλλος σκηνοθέτης Ζακ Λαρυέλ, που συζητάει με τον δρ Βιγκίλ για τον Πρόξενο. Μέσα από τις σκέψεις του Λαρυέλ αναδύονται συνειρμικά οι πληροφορίες για τον Πρόξενο, την γυναίκα του Υβόν με την οποία έχουν χωρίσει και τον Χιου, τον απρόβλεπτο, ετεροθαλή, αδελφό του. Με τον Πρόξενο, τον άγγλο διπλωμάτη Τζέφρι Φέρμιν, είχαν γνωριστεί στην Ευρώπη, παραθερίζοντας στην εφηβεία τους· τότε τους χώριζε η Μάγχη, σήμερα μια άβυσσος κυριολεκτικά, μια χαράδρα στη μέση της πόλης, σκοτεινή και βαθιά. «Είχε πέσει το σκοτάδι όπως στον Οίκο των Άσερ»· σκιές και ζόφος στο Μεξικό, στην Ευρώπη, ειδικά στη Γερμανία και στην Ισπανία (η Μάχη του Έβρου είναι μια αναφορά που επανέρχεται τακτικά).

Το πρώτο κεφάλαιο με τον Λαρυέλ προηγείται των γεγονότων που έχουν συμβεί ένα χρόνο πριν ενώ, στα επόμενα έντεκα κεφάλαια, ξεδιπλώνεται η μία και μοναδική μέρα στη ζωή του Προξένου, η τελευταία του μέρα. Δεν προδίδουμε την κατάληξη αυτή μιας και αναφέρεται από την αρχή, αιωρείται στην ατμόσφαιρα, στο ύφος του κειμένου, στους συμβολισμούς, στις λαβυρινθώδεις ατραπούς στις οποίες εκτρέπεται ο Πρόξενος. «Η ζωή του είχε γίνει μια δονκιχωτική προφορική μυθοπλασία» και το Μεξικό η Κόλαση, η καρδιά του δικού του σκότους. Η τελική πορεία προς τον αφανισμό του, ένα διαρκές μεθύσι, που θα κορυφώνεται από ώρα σε ώρα. Στο μεταξύ η Υβόν έχει επιστρέψει με την προσδοκία της αποκατάστασης της σχέσης τους αλλά το μεσκάλ και η ψυχοσωματική αποσύνθεση του Πρόξενου δεν αφήνουν καμιά ελπίδα.


Η Υβόν με τον Χιου, που εξακολουθεί να αναστατώνει τον Πρόξενο, περιφέρονται μαζί του στην πόλη που τους απορροφά, στις λακκούβες, στους ξεροπόταμους, τα αδιαπέραστα στενά, φέρνοντάς τους στα άκρα και στα όρια τόπων και συμπεριφοράς, εντείνοντας τον επερχόμενο κίνδυνο. Ο Πρόξενος σταματάει μόνον στις cantinas, όπου μεθάει ασταμάτητα, αυτές είναι ο χώρος του, το κελί του, η σκοτεινή βαθιά σπηλιά του· όλα τα άλλα, η οργιώδης φύση, τα δέντρα, ακόμη και τα πουλιά του φαίνονται σπασμωδικά και ύπουλα αφού τον αποσπούν από τον εθισμό του. Όσες φορές κι αν είχε σκεφτεί να κόψει το αλκοόλ πάντα ένα μπουκάλι βρισκόταν παραδίπλα. Έτσι ούτε καν το βιβλίο, που είχε αρχίσει να γράφει, δεν φαίνεται να τελειώνει ποτέ.


Όλα σβήνουν πάνω στον πάγκο μιας cantina

Η κατάβαση στην κόλαση έχει ξεκινήσει. Και αν κατά καιρούς αναφέρει τους φόβους του για τον ανερχόμενο ναζισμό στην Ευρώπη ή την υποστήριξή του στους δημοκρατικούς στην Ισπανία, όλα σβήνουν πάνω στον πάγκο μιας cantina. Εκεί βυθίζεται στους εφιάλτες και στην έξη του. Στην αβέβαιη πορεία του διασταυρώνεται με τις πομπές, τον προσπερνούν λεωφορεία που εξαφανίζονται για πάντα, βλέπει στους τοίχους των καφέ να έρπουν σκορπιοί, κάμπιες, βλέπει φίδια στους δρόμους, επαίτες δυσοίωνους, ακίνητες σιωπηλές γριές, δολοφονημένους Ινδιάνους, κοντοστέκεται στο ποτάμι που κατέληξε τάρταρα των σκουπιδιών, ένας γιγάνταιος απόπατος, παρατηρεί τα σκυλιά, τα άλογα και μάλιστα ένα παρατημένο άλογο θα είναι η αφορμή για τη μοιραία διένεξη με τους πολιτοφύλακες. Ταυτόχρονα στο τρικυμιώδες κεφάλι του ακούγονται φωνές, αναγνωρίζει παλιούς του γνώριμους να προσπαθούν να τον συνετίσουν, αλλά κι αυτές οι φωνές συγχέονται με τις άλλες απέξω και διαχέονται σε ένα ηχητικό παραισθητικό υπόβαθρο όπου παρεμβάλλονται θόρυβοι αεροπλάνου, βολές του πυροβολικού και στο βάθος πάντα οι πένθιμες ψαλμωδίες. Α! Και οι γύπες που ζυγιάζονταν στον γαλανό ουρανό, περιμένοντας την επικύρωση του θανάτου.

Το απόγευμα θα τον βρει μόνο, ενώ τον ψάχνουν ο Χιου και η Υβόν, κι αυτός σε ένα είδος επιφοίτησης αντιλαμβάνεται ότι δεν μπορούσε να γυρίσει πίσω στην Υβόν. Τελευταία του στάση άλλη μια cantina, ενώ στο βάθος δεσπόζει το ηφαίστειο Ποποκατέπετλ, το μοιραίο φινάλε, σαν το φινάλε μιας όπερας ή μιας μονομαχίας σε ένα σύγχρονο γουέστερν. Εδώ, ως ξένος, ως δυτικός, ως πλάνητας δολοφονείται από τους εξοργισμένους αστυνομικούς που ξερνάνε πάνω του κάθε φασιστική προκατάληψη. Έτσι ο προσκυνητής κατέρχεται στην Κόλαση, βουτάει στην πυρά και στον απύθμενο πάτο του ηφαιστείου. «Τhere is no death in recent literature with more significance», έγραψε ο Γουίλιαμ Χ. Γκας για τη σκηνή του θανάτου του Προξένου σε ένα εκπληκτικό δοκίμιο[1].

Στο Μεξικό

Ο βρετανός Μάλκολμ Λόουρι (1909-1957) ταξίδεψε πολύ όπως και άλλοι Ευρωπαίοι συγγραφείς όταν ξεσπούσε ο Ισπανικός Εμφύλιος και οι Ναζί ανέρχονταν στην εξουσία καίγοντας βιβλία. Ανήσυχος από την εφηβεία του αναζητούσε διαδρομές απόδρασης μέσα από τους αγαπημένους του λογοτέχνες. Ο Μέλβιλ ήταν ο βασικός του πλοηγός και το «Μόμπι Ντικ» ήταν το μοναδικό προσωπικό του απόκτημα που κουβαλούσε στην αποσκευή του μπαίνοντας στην Αμερική. Η προσωπική του ζωή σημαδεύτηκε από τη λογοτεχνία και το αλκοόλ. Στο Μεξικό βρέθηκε ακολουθώντας τα ίχνη του Λόρενς καθώς η χώρα προσέλκυε αρκετούς συγγραφείς όπως ο Άλντους Χάξλεϊ, ο Ίβλιν Γουό, ο Γκράχαμ Γκριν που είχανε ήδη γράψει βιβλία που διαδραματίζονταν στη χώρα. Εκεί στην πόλη Κουαουναγουάκ, είχαν εγκατασταθεί πολλοί πολιτικοί εξόριστοι κι εκεί νοίκιασαν σπίτι το ζεύγος Λόουρι. Αυτός άρχισε να συχνάζει στις cantinas, να πίνει ασταμάτητα, να αφήνει απλήρωτους λογαριασμούς και να προκαλεί το χάος με την παρουσία του.

Εκεί ξεκίνησε το «Κάτω από το ηφαίστειο» το οποίο έγραφε και ξανάγραφε και εξέφραζε όχι μόνον την προσωπική του κρίση αλλά ολόκληρη τη δεκαετία του ’30 και τον κόσμο ολόκληρο. Είναι αξιοθαύμαστο πώς η γραφή συμπλέει με τον εσωτερικό κόσμο των χαρακτήρων: από τη μια η διαταραγμένη ροή της συνείδησης του Προξένου από την άλλη η ελεγχόμενη αφηγηματική οπτική της Υβόν και του Χιου και όλα μαζί σε μια μεξικάνικη ατμόσφαιρα που θα ξαναβρούμε στα μυθιστορήματα του Χουάν Ρούλφο. Μέσα από σύμβολα Ταρό ή της Καμπάλα, παραπομπές σε κείμενα και συγγραφείς όπως ο Δάντης, ο Μέλβιλ, ο Μάρλοου, ο Τζόις, διαλόγους στα ισπανικά, σημαδιακές επιγραφές, κινηματογραφικές αφίσες, το διαταραγμένο σύμπαν του Προξένου, αποδεικνύεται αφηγηματικά οργανωμένο στο κείμενο. Ένα μοντερνιστικό, απαιτητικό, μυθιστόρημα που παρασύρει τον αναγνώστη στη δίνη της αφήγησης σαν να ξυπνάει από ένα βαρύ μεθύσι.

To «Κάτω από το ηφαίστειο» γυρίστηκε σε ταινία το 1984 από τον Τζον Χιούστον με τον Άλμπερτ Φίνεϊ στον ρόλο του Προξένου. Περιλαμβάνεται σε διάφορες λίστες με τα καλύτερα βιβλία του 20ού αιώνα. Η νέα έκδοση του μυθιστορήματος έγινε από τις εκδόσεις Μεταίχμιο σε εξαιρετική μετάφραση της Κατερίνας Σχινά.


 Σημείωση:

1. «Malcolm Lowry's Inferno», William H. Gass. The New York Review of Books. 29/11/1973


ΕΠΟΧΗ, Εποχή των βιβλίων. 5/05/25


 

Κυριακή 1 Δεκεμβρίου 2024

Ίαν ΜακΓιούαν «Εξιλέωση»



Ρομάντζο πέρα από διδακτισμούς και ηθικολογίες

Μετάφραση: Γιάννης Σκαρπέλος, εκδόσεις Πατάκης, 2024   


Γράφει ο Θεόδωρος Γρηγοριάδης


Στην Εξιλέωση ο Ίαν ΜακΓιούαν δίνει φωνή σε μια 77χρονη αγγλίδα συγγραφέα και εστιάζει σε μια κρίσιμη περίοδο της Βρετανίας ανάμεσα στο 1935 και το 1940. Όσοι είχαν συνηθίσει την πρώτη περίοδο του συγγραφέα, την πιο σκοτεινή, κλειστοφοβική και μακάβρια, εδώ θα διαβάσουν ένα μυθιστόρημα που απλώνεται σε τέσσερα μέρη, από τις εξοχές της νότιας Αγγλίας προπολεμικά, στη Δουνκέρκη με την υποχώρηση του βρετανικού στρατού, στο Λονδίνο τον καιρό του πολέμου και πίσω πάλι στην εξοχή το 1999. Στην πρώτη σελίδα παρατίθεται ένα απόσπασμα από το «Το αβαείο του Νορθάνγκερ» της Τζέιν Όστεν, μιας και στα δύο μυθιστορήματα εντοπίζονται ομοιότητες στη συμπεριφορά των ηρωίδων τους. Στην Εξιλέωση ανιχνεύονται επίσης επιρροές από την παράδοση της αγγλικής λογοτεχνίας: Του Χένρι Τζέιμς στο «Τι είδε η Μέιζι», της Βιρτζίνια Γουλφ στο «Κύματα» και του Ε. Μ. Φόρστερ στο «Ταξίδι στην Ινδία».

Το πρώτο μέρος διαδραματίζεται μια ζεστή καλοκαιρινή μέρα του 1935 στο εξοχικό των πλούσιων Τάλλις. Η μικρότερη κόρη, η Μπραϊόνυ, μόλις δεκατριών χρονών, ζει μέσα στον κόσμο της φαντασίας και των βιβλίων της, ενώ ετοιμάζει μια θεατρική παράσταση. Η περιέργεια και η ανησυχία της για όσα συμβαίνουν στον κόσμο των μεγάλων, την πείθει ότι κάτι τρέχει με τη μεγαλύτερη αδελφή της, Σεσίλια, και τον Ρόμπι Τέρνερ, τον προστατευόμενο της οικογένειας. Από μακριά τούς βλέπει δίπλα στο σιντριβάνι να διαφωνούν, ενώ η Σεσίλια κρατάει ένα πολύτιμο βάζο. Εκείνος είναι όμορφος, έξυπνος, παιδικός φίλος και συμφοιτητής της Σεσίλια στο πανεπιστήμιο· ο πατέρας της ανέλαβε να τον σπουδάσει όταν η μητέρα του, που δούλευε από χρόνια στην οικογένεια, απέμεινε μόνη. Ο αδέξιος Ρόμπι σπάει το βάζο, η Σεσίλια τον βρίζει και βουτάει στο σιντριβάνι αναζητώντας τα σπασμένα κομμάτια. Η Μπραϊόνυ ερμηνεύει διαφορετικά το συμβάν και, με υστερική εγρήγορση, αναλαμβάνει να προστατέψει την αδελφή της.

Ο Ρόμπι, αναστατωμένος, γράφει ένα τολμηρό γράμμα για την Σεσίλια, όμως δεν σκοπεύει να της το στείλει και μετά ετοιμάζει ένα άλλο. Κατά κακή του τύχη δίνει το λάθος γράμμα στη Μπραϊόνυ για να το πάει στην αδελφή της. Μια λέξη «απαγορευμένη», μια σεξουαλική φράση, ταράζει τα κορίτσια και πυροδοτεί τις απρόβλεπτες εξελίξεις.

Η Μπραϊόνυ είναι σίγουρη πως απειλείται η Σεσίλια και η τάξη του σπιτικού τους από «κάτι βαθιά ανθρώπινο, αρσενικό». Η πεποίθησή της δικαιώνεται όταν βλέπει στο μισοσκόταδο της βιβλιοθήκης τον Ρόμπι να αγκαλιάζει την αδελφή της. Η Μπραϊόνυ πρέπει να την σώσει, να προλάβει το κακό. Λίγο αργότερα όταν η επισκέπτρια και εξαδέλφη τους Λόλα βιάζεται από έναν άγνωστο στο σκοτεινό δάσος, η Μπραϊόνυ δεν αμφιβάλλει για τον δράστη. Ο Ρόμπι συλλαμβάνεται. Το παιδικό θεατρικό έργο της Μπραϊόνυ δεν θα παιχθεί ενώ ένας νέος άντρας καταλήγει στη φυλακή. Ένα μικρό κορίτσι είναι ήδη ο πιο διαβολικός χαρακτήρας του μυθιστορήματος και ο ΜακΓιούαν επιστρέφει στα παλιά του λημέρια.


Σαν μια ξεχωριστή, πολεμική, νουβέλα

Στο δεύτερο μέρος, ο Ρόμπι βρίσκεται στη Γαλλία, στην άτακτη οπισθοχώρηση του αγγλικού στρατού. Αυτό το κομμάτι θα μπορούσε να σταθεί από μόνο του σαν μια ξεχωριστή, πολεμική, νουβέλα. Μοναδική του διαφυγή η σκέψη της Σεσίλια, οι λίγες ώρες που περάσανε μαζί μετά την αποφυλάκισή του. Εκείνη είχε ξεκόψει από την οικογένειά της και προσπαθούσε να πάρει δίπλωμα νοσοκόμας. Ο Ρόμπι είναι αποφασισμένος να την παντρευτεί, να αποδείξει την αθωότητά του, να εκδικηθεί την Μπραϊόνυ η οποία «ναι, ήταν παιδί. Δεν στέλνουν όμως όλα τα παιδιά κάποιον στην φυλακή με ψέματα».

Στο τρίτο μέρος, η Μπραϊόνυ, νοσοκόμα, ήρεμη, απρόσιτη αλλά πολύ εργατική, φροντίζει τους βαριά τραυματισμένους στρατιώτες, θέλοντας να ξεπλύνει τις ενοχές της, όμως ποτέ «δεν θα κατόρθωνε να διαγράψει το κακό που έκανε. Ήταν ασυγχώρητη». Επισκέπτεται τη Σεσίλια προσπαθώντας να δικαιολογήσει την παιδική της συμπεριφορά, ενώ ξαφνικά εμφανίζεται ο Ρόμπι εξοργισμένος: «Ξέρεις καθόλου πώς είναι μέσα;» την ρωτάει με περιφρόνηση.

Η δεκαοκτάχρονη Μπραϊόνυ αποτραβιέται. «Ένιωθε διαγραμμένη, σαν να μην υπήρχε στο δωμάτιο, και ανακουφίστηκε». Τους αποκαλύπτει ποιος ήταν ο αληθινός βιαστής, τους υπόσχεται να αλλάξει κατάθεση στην αστυνομία. Στο μεταξύ παίρνει απάντηση από τον εκδότη και συγγραφέα Σίρυλ Κόνολλυ για το χειρόγραφό της που δεν είναι παρά η ιστορία που βίωσε και έγραψε αποζητώντας την εξιλέωση· το δούλευε σε διαφορετικές εκδοχές όλα αυτά τα χρόνια. Έτσι κι εμείς διαβάζουμε ένα κείμενο που μας καθιστά μάρτυρες όχι μόνον της βιωματικής της εμπειρίας αλλά και της δημιουργικής του εξέλιξης.


Τελικά υπάρχει εξιλέωση;

Στο τέταρτο μέρος, ένα σύντομο κεφάλαιο, βρισκόμαστε στο Λονδίνο το 1999. Η Μπραϊόνυ είναι εβδομήντα επτά πια ετών. «Σβήνω περνώντας στην άγνοια», γράφει. Θα επιστρέψει όμως στο οικογενειακό της σπίτι, που μετατράπηκε σε ξενοδοχείο, για να γιορτάσει τα γενέθλιά της ανάμεσα σε νεότερους συγγενείς. Από το πάρτι λείπει η Σεσίλια και ο Ρόμπι, εξαφανισμένοι οριστικά από τη ζωή όλων. Η δισέγγονη του αδελφού της Λίον παίζει το έργο «Η δοκιμασία της Αραμπέλλας» που βρέθηκε στο παλιό τετράδιο της Μπραϊόνυ. Εκείνη αναλογίζεται το δικό της μυθιστόρημα που το ξεκίνησε το 1940 και μόλις το τελείωσε. Ωστόσο, «δεν υπάρχει εξιλέωση για τον Θεό, ή για τους μυθιστοριογράφους»…


Υποδειγματικό κείμενο μεταμυθοπλαστικής γραφής

Ο Ίαν ΜακΓιούαν γράφει μια συγκλονιστική ιστορία, ένα συγκινητικό ρομάντζο μακριά από διδακτισμούς και ηθικολογίες. Η αγάπη του Ρόμπι και της Σεσίλια δοκιμάζεται αμείλικτα εξαιτίας ενός κακόβουλου ψέματος. Μπορεί η Σεσίλια να μην το πίστεψε ποτέ, όμως η αποδοχή του ψέματος από τον οικογενειακό της κύκλο διέσυρε έναν νέο άνθρωπο που, λόγω της ταπεινής του καταγωγής, έπρεπε να «πληρώσει» για την ομορφιά και την επιτυχία του. Η Εξιλέωση είναι ένα πολυεπίπεδο βιβλίο και καθόλου τυχαία θεωρείται το καλύτερο και πιο μελετημένο μυθιστόρημα του Ίαν ΜακΓιούαν. Την εποχή που κυκλοφόρησε γράφτηκαν δεκάδες κριτικές, ορισμένες από τους πιο σημαντικούς κριτικούς της αγγλικής λογοτεχνίας αλλά και από αναγνωρισμένους συγγραφείς όπως ο Τζον Απντάικ κ.ά. Στις σύγχρονες σπουδές λογοτεχνίας θεωρείται υποδειγματικό κείμενο μεταμυθοπλαστικής γραφής, εύφορο για πολλαπλές θεωρητικές προσεγγίσεις. 

 Ήταν υποψήφιο για το βραβείο Booker to 2001, όμως ο ΜακΓιούαν είχε ήδη κερδίσει το βραβείο με το μυθιστόρημα «Άμστερνταμ» το 1998. Το 2007, γυρίστηκε ταινία σε σκηνοθεσία του Τζον Ράιτ. Πάντως η Εξιλέωση παραμένει το μοναδικό βιβλίο του Ίαν ΜακΓιούαν που εμφανίζεται σε πολλές διαφορετικές λίστες με τα καλύτερα μυθιστορήματα όλων των εποχών, του 20ού αιώνα. Απομένει να δούμε την αντοχή του και στον δικό μας αιώνα.


Η Εποχή, Η εποχή των βιβλίων.     2/11/24



Παρασκευή 18 Οκτωβρίου 2024

A.S. Byatt «Η Παρθένος στον κήπο»,



 Μετάφραση: Κατερίνα Σχινά,  εκδόσεις Πόλις, 2024   


Γράφει ο Θεόδωρος Γρηγοριάδης


Κάπως αργοπορημένα αλλά σε μια άψογη έκδοση και θαυμαστή μετάφραση υποδεχόμαστε το ογκώδες μυθιστόρημα της Α.Σ. Μπάιατ «Η Παρθένος στον κήπο» (1978). Ένα πλούσιο σε περιγραφές και χαρακτήρες μυθιστόρημα όπου τίποτε δεν βιάζεται να ολοκληρωθεί καθώς η απόλαυση της αφήγησης είναι ο βασικός του στόχος.

Η ιστορία τοποθετείται το 1953, στο Βόρειο Γιορκσάιρ της Αγγλίας, στη μικρή πόλη Μπλέσφορντ. Ο νεαρός καθηγητής και συγγραφέας Αλεξάντερ Γουέντερμπερν έχει γράψει ένα έμμετρο θεατρικό έργο με αφορμή την επικείμενη στέψη της Βασίλισσας Ελισάβετ. Όμως τη δική του βασίλισσα, την Παρθένο Βασίλισσα, την Ελισάβετ Α΄, θα την υποδυθεί η δεκαεπτάχρονη Φρεντερίκα, της οικογένειας Πότερ.

Η σχέση του συγγραφέα και της νεαρής θα περάσει από πολλά κύματα μιας και ο Αλεξάντερ είναι δεσμευμένος, ενώ η αποφασισμένη Φρεντερίκα αγωνιά να ξεμπερδεύει με την παρθενιά της. Και οι δυο, όμορφα πλάσματα και έξυπνα, έχουν τα κατάλληλα πνευματικά και κοινωνικά εφόδια. Εκείνος πειραματίζεται με την λογοτεχνία, με παραστάσεις σεξπιρικές, με το φύλο και το σώμα των χαρακτήρων-ηθοποιών όμως η ωραιοπάθειά του φέρνει απογοητευτικά αποτελέσματα στις σχέσεις του με τις γυναίκες. Για την Φρεντερίκα ο ερωτικός της οδηγός παραμένει ο Ντ.Χ. Λώρενς. Ωστόσο η μελετηρή κοπέλα έχει επίγνωση ότι υπερβάλλει: «Αν ήμασταν σε μυθιστόρημα, αυτός ο διάλογος θα είχε κοπεί ως επιτηδευμένος», ακούγεται σε μια συνομιλία της με τον Αλεξάντερ. Ενώ η δαιμόνια Μπάιατ παρεμβαίνει: «Και η Λολίτα δεν είχε γραφτεί ακόμη».

Όταν και η τελευταία απόπειρα ξεπαρθενέματος με τον Αλεξάντερ δεν θα ευοδώσει, η Φρεντερίκα απευθύνεται στον έμπειρο Γουίλκι, και εκείνος αναλαμβάνει -σχεδόν χειρουργικά- να την απαλλάξει από το εμπόδιο του παρθενικού υμένα. Η Φρεντερίκα βιώνει την στιγμή: «Με ένα στιγμιαίο αίσθημα ναυτίας, τις περιγραφές του Λώρενς για την κατά κύματα κορύφωση της ηδονής.»

Οι χαρακτήρες

Οι περισσότεροι χαρακτήρες είναι βιβλιόφιλοι, διαβάζουν, έχουν βιβλιοθήκες στο σπίτι ή πηγαινοέρχονται σε πανεπιστημιακές. Ανήκουν στη μεσαία τάξη, είναι δάσκαλοι σε σχολεία, καθηγητές σε κολέγια της επαρχιακής Αγγλίας. Γίνονται αναφορές σε κλασικούς βρετανούς ποιητές: στον Τένισον, τον Γουέντσγουορθ ακόμη και στον μακρινό τους Μπόρχες! Ακούνε δίσκους με ηχογραφήσεις του Τ.Σ. Έλιοτ όπου διαβάζει τα Τέσσερα Κουαρτέτα. Τα βιβλία επηρεάζουν τη ζωή τους και κάποια έχουν σκοτεινό παρελθόν: όταν ένας εφημέριος έκαψε κάποτε ένα βιβλίο του Τόμας Χάρντι, όπως θυμάται ο καθηγητής λογοτεχνίας Μπιλ Πόρτερ. Ο αυταρχικός οικογενειάρχης επιβάλλεται στις επιλογές και τις τύχες των τριών παιδιών του και ειδικά της Στέφανι, της δεύτερης κόρης, που εγκατέλειψε το Κέιμπριτζ για μια απλή θέση δασκάλας κοντά τους. Η Φρεντερίκα πάντως, που θα είναι η βασική ηρωίδα και στα τρία επόμενα μυθιστορήματα της τετραλογίας της Αντόνια Μπάιατ («Τετραλογία της Φρεντερίκα Πότερ»), μάχεται για τους στόχους της παρά τις εντάσεις του πατέρα της.

Όμως η ζωή της Στέφανι αλλάζει ραγδαία. Ένας εύσωμος κληρικός της πόλης, ο Ντάνιελ Όρτον, εμφανίζεται στο κατώφλι του σπιτιού των Πόρτερ, «σαν παράλογος αναχρονισμός» βγαλμένος από τις σελίδες της Σάρλοτ Μπροντέ και της Ελίζαμπεθ Γκάσκελ. Θα ζητήσει σε γάμο την Στέφανι, έχοντας επίγνωση του σωματικού του βάρους αλλά και της θυελλώδους άρνησης του μελλοντικού πεθερού. Συγκροτημένος χαρακτήρας, δεν έχει ξεπεράσει το παρελθόν και ειδικά τον θάνατο του πατέρα του σε νεαρή ηλικία. Άραγε μπορεί να μοιραστεί το καταχωνιασμένο πένθος, αναρωτιέται σε μία από τις ομορφότερες σελίδες του βιβλίου. Και εκείνη πράγματι «ένιωσε μια κάποια τρυφερότητα να γεννιέται μέσα της». Η πρόταση γάμου του κληρικού Ντάνιελ στην Στέφανι, μπροστά σε μια αγριεμένη και επιβλητική θάλασσα, φέρνει στο νου σκηνές από τη Θάλασσα, Θάλασσα της Άιρις Μέρντοκ, φίλη και μέντορας της Αντόνια Μπάιατ. Η Μπάιατ έγραψε πολλά δοκίμια για το έργο της Μέρντοκ ενώ το μυθιστόρημα «Θάλασσα, Θάλασσα», βραβεύτηκε με το Booker την ίδια χρονιά που εκδόθηκε η Παρθένος στον κήπο!

Ιδιόρρυθμος και ο έφηβος Μάρκους, ο γιος των Πόρτερ, παθιασμένος με τον καθηγητή του Σίμοντς (η Στέφανι παρατηρώντας τους ομολογεί, «ας τα είχαν τουλάχιστον»). Οι δύο τους πειραματίζονται με φυσικά και μεταφυσικά φαινόμενα αλλά όχι κατ’ ανάγκη με επιστημονικές μεθόδους. Θεωρίες συνομωσίας, σημάδια του παρελθόντος, περίεργες ενδείξεις, αρχετυπικά λατρευτικά σύμβολα. Ο Μάρκους πανικοβάλλεται με τη σεξουαλική προσέγγιση του Σίμοντς που καταρρέει ψυχολογικά πιστεύοντας ότι παρακολουθείται από αγνώστους. Η ψυχοπαθολογία του θυμίζει τους εμμονικούς χαρακτήρες των πρώτων μυθιστορημάτων του Ντον Ντελίλο που έγραφε την ίδια περίοδο στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού.


 Κρυφές και φανερές χάρες κλασικών συγγραφέων

Το μυθιστόρημα καλύπτει χρονικά το διάστημα κατά το οποίο γίνονται οι πρόβες του έμμετρου θεατρικού έργου του Αλεξάντερ Γουέντερμπερν μέχρι και την παράσταση (Γουέντερμπερν ήταν και το επίθετο του δικηγόρου στο μυθιστόρημα «Χαμένα κορμιά»[1] του Άλασντερ Γκρέι). Η επιλογή των ηθοποιών, οι προετοιμασίες του έργου και οι σχέσεις ανάμεσα στον πολυπληθή θίασο είναι τα βασικά στοιχεία της δράσης με όσα συμβαίνουν εντός και εκτός σκηνής. Ξεχωρίζει, βέβαια, η Φρεντερίκα αλλά έμφαση δίνεται και στους άλλους χαρακτήρες που συνυπάρχουν δυαδικά και σε συνάρτηση με τους υπόλοιπους. Ωστόσο ο χρόνος λειτουργεί διαφορετικά για τον καθένα: Για την νεαρή Φρεντερίκα η παροδική ταύτιση με έναν ρόλο εποχής, για τον Αλεξάντερ το εφαλτήριο μιας σημαντικής μελλοντικής καριέρας.

Η τριτοπρόσωπη αφήγηση παρακολουθεί ξεχωριστά κάθε ήρωα ή ζευγάρι όμως, κατά καιρούς, γίνεται ένα αιφνιδιαστικό άλμα στο μέλλον, ένα metafiction εύρημα (το οποία θα χρησιμοποιούν πολύ η Μιούριελ Σπαρκ, ο Τζον Φόουλς[2] κ.ά.). Σε μια τέτοια προδρομική φάση βλέπουμε τον Αλεξάντερ, χρόνια μετά, να αναφέρει σε ένα άρθρο του την συγγραφέα Τζαν Μόρις[3] που είχε υποβληθεί σε επέμβαση αλλαγής φύλου, έχοντας ζήσει πολλά χρόνια ως άντρας. Μια ακόμη περίπτωση που παραπέμπει στον αποκρυφιστικό μύθο ότι η πρώτη Ελισάβετ ήταν άντρας ή γυναίκα με ανδρικά χαρακτηριστικά. Η Μπάιατ αρκετά πρώιμα ενσωματώνει στο έργο της τις «αναστατώσεις» του φύλου και της σεξουαλικότητας. Γενικά στο έργο της αναδεικνύει τις κρυφές και φανερές χάρες των κλασικών συγγραφέων που λατρεύει: της Τζορτζ Έλιοτ[4] και του Μαρσέλ Προυστ, ενώ δεν σταματάει να υπονομεύει τον Ντ.Χ. Λώρενς - ειδικά στις ερωτικές συνευρέσεις σε κήπους και στην οργιαστική φύση. Ας μη ξεχνάμε ότι το μυθιστόρημα γράφτηκε σε μια περίοδο λογοτεχνικών ανακατατάξεων όπου η αποδέσμευση από τον κλασικό ρεαλισμό είχε ήδη ολοκληρωθεί με τους μοντερνιστές αλλά η έμπειρη και θεωρητικός της λογοτεχνίας, Μπάιατ, τον επαναγράφει σε μια μεταρεαλιστική φόρμα. Αυτή τη μεταβατική εποχή, ιστορικά και λογοτεχνικά, θέλει να αποτυπώσει μέσα από τη δομή του έργου, την παλλόμενη γλώσσα και τις σπαρταριστές περιγραφές της.

Στο μεταξύ καταγράφεται ο κοινωνικός περίγυρος της δεκαετίας του ’50 στην Αγγλία, ο επερχόμενος καταναλωτισμός, η απεξάρτηση της νεότερης γενιάς από το οικογενειακό περιβάλλον ενώ συνδιαλλέγεται με τη μνήμη, την αγγλική ιστορία και την ανθρώπινη περιπέτεια, αναδεικνύοντάς τα σε οικουμενικά ζητήματα.

H Αντόνια Σούζαν Μπάιατ (1936-2023) κέρδισε το βραβείο Booker το 1990 με τη μεγαλόπνοη Εμμονή. Το έργο της ενέπνευσε μια               ολόκληρη γενιά νεότερων βρετανών πεζογράφων με τους οποίους συνομίλησε και συνεργάστηκε σε εκδοτικά εγχειρήματα (Φίλιπ Χένσερ, Άλαν Χόλινγκχερστ, Ντέιβιντ Μίτσελ, Ζέιντι Σμιθ κ.ά).

Η πολυδιάσταση γραφή της μας επαναφέρει σε έναν ιδεατό, εύφορο λογοτεχνικό κήπο, όπου ο καλός αναγνώστης απολαμβάνει απρόσκοπτα την ανάγνωση. Περιμένουμε ανυπόμονα την ολοκλήρωση της τετραλογίας της Φρεντερίκα Πόρτερ.


Σημειώσεις

1. «Poor things» (1992)

2. Η ερωμένη του Γάλλου λοχαγού ήταν το αγαπημένο βιβλίο της Μπάιτ.

3. Τα βιβλία «Τεργέστη», «Βενετία» από τις εκδόσεις Πάπυρος.

4. Ειδικά με τo Middlemarch (1871)


Η Εποχή, Η εποχή των βιβλίων. 6/10/24


 


Τρίτη 15 Οκτωβρίου 2024

Joseph Conrad «Τύχη - Μια ιστορία σε δύο μέρη»


 

μετάφραση: Μιχάλης Παπαντωνόπουλος εκδόσεις Gutenberg, 2023   


Γράφει ο Θεόδωρος Γρηγοριάδης



Η έκδοση ενός αμετάφραστου μυθιστορήματος του Τζόζεφ Κόνραντ (1857-1924) είναι σπουδαίο εκδοτικό γεγονός αν σκεφτεί κανείς ότι Η καρδιά του σκότους μετράει τρεις μεταφράσεις σε κυκλοφορία. Η Τύχη δεν συγκαταλέγεται ανάμεσα στα μεγάλα έργα του μοντερνιστή συγγραφέα, φέρνει όμως τα αποτυπώματα των μυθοπλασιών που προηγήθηκαν και μάλιστα σε μια στιγμή που ο Κόνραντ, στα πενήντα επτά του, ήθελε να αποδείξει ότι είναι ακόμη ακμαίος. Θα πεθάνει δέκα χρόνια αργότερα έχοντας αφήσει πίσω του μια ανεκτίμητη κληρονομιά στην αγγλική και παγκόσμια λογοτεχνία. Ένας Πολωνός, που πολιτογραφήθηκε Άγγλος, εμπλουτίζοντας τη γλώσσα και τη μυθοπλασία μιας χώρας με ισχυρή λογοτεχνική παράδοση.

Η Τύχη κυκλοφόρησε το 2014, αφού είχε δημοσιευτεί σε συνέχειες στο κυριακάτικο ένθετο της εφημερίδας New York Herald. Πούλησε 13.000 αντίτυπα, τρεις φορές περισσότερο από το προηγούμενο μυθιστόρημα του «Με τα μάτια ενός δυτικού», και ακολούθησαν 20.000 αντίτυπα στην Αμερική καθιστώντας την το πλέον ευπώλητο βιβλίο του. Ήταν το μοναδικό του έργο με γυναικεία ηρωίδα και «ευτυχισμένο» τέλος. Διαβάζοντας το μυθιστόρημα διαπιστώνουμε ότι οι αποφάνσεις αυτές είναι μάλλον άστοχες. Ενδεχομένως ένα δυνατό μάρκετιγκ και ένας επίμονος εκδότης να ώθησαν το βιβλίο στην εμπορικότητα την οποία –γιατί όχι– την επιθυμούσε επιτέλους και ο ίδιος ο συγγραφέας.

Η ιστορία δεν είναι καθόλου γραμμική, αναπαράγεται μέσα από διαφορετικούς αφηγητές που μεταφέρουν και συμπληρώνουν τα στοιχεία των προηγούμενων. Ο βασικός αφηγητής είναι ανώνυμος, αυτός πρωτακούει για την Φλόρα Μπαράλ από τον γνωστό μας Μάρλοου, τον ναυτικό που συναντήσαμε σε προηγούμενες ιστορίες του Κόνραντ («Νιάτα», «Η καρδιά του σκότους», «Λόρδος Τζιμ»). Εδώ είναι κάπως πιο κουρασμένος και έξω από τα νερά του καθώς δεν βρίσκεται στα θαλασσινά νερά. Άλλωστε το μισό περίπου μυθιστόρημα διαδραματίζεται στην αγγλική στεριά και έπειτα η δράση μεταφέρεται πάνω στο καράβι όπου θα συμπλεύσουν –τυχαία;– οι βασικοί χαρακτήρες του μυθιστορήματος: η νεαρή γυναίκα Φλόρα Μπαράλ, ο γερασμένος πατέρας της, που μόλις έχει αποφυλακιστεί, ο πλοίαρχος Άντονι και ο νεαρός ανθυποπλοίαρχος Πάουελ, βασικός τροφοδότης της ιστορίας μέσω του Μάρλοου για τον οποίο ο ανώνυμος αφηγητής τονίζει: «Με τον Μάρλοου ποτέ δεν μπορείς να είσαι σίγουρος». Δεν είναι και ο μόνος αφού στο μυθιστόρημα κυριαρχούν οι «αναξιόπιστοι αφηγητές». Και πώς όχι, όταν η ιστορία έχει συμβεί μερικά χρόνια πριν, κατά τη διάρκεια δεκαεπτά ετών, και πυροδοτείται από τη συνάντηση του Μάρλοου με τον υποπλοίαρχο Πάουελ στα έλη των αγγλικών ακτών.

Κορίτσι στη θάλασσα

Το κορίτσι, μοναχοπαίδι του Ντε Μπαράλ, θα φιλοξενηθεί από την οικογένεια των Φέιν, τη στιγμή που ο πατέρας της φυλακίζεται ύστερα από μια σειρά μεγάλων οικονομικών σκανδάλων – πιο απλά έχοντας καταληστέψει όσους του είχαν εμπιστευτεί τα χρήματά τους για επενδύσεις και γρήγορο κέρδος. Ο τραπεζίτης Ντε Μπαράλ, μετά το κραχ, είναι πια κατάδικος με αποτέλεσμα οι καταθέτες και οι αρχές να του έχουν πάρει πίσω ακόμη και το ρολόι του. Οι Φέιν είναι ένα ιδιαίτερο ζευγάρι που θα χρειαζόταν σελίδες για να περιγραφεί. Η απόφασή τους να προστατέψουν μια ταλαιπωρημένη, φτωχή, έφηβη και να την κρατήσουν μακριά από έναν αδιάφορο συγγενή της (τον έστειλε ο Μπαράλ να την πάρει κοντά του), παραπέμπει στα έργα του Ντίκενς, για τον οποίο μάλιστα γίνεται ευκρινής αναφορά μέσα στο μυθιστόρημα.

Κανένας δεν την ήθελε κοντά του. Η Φλόρα είναι ατίθαση, ακοινώνητη, θυμωμένη με όλους και αργότερα αποφασίζει να ακολουθήσει τον πλοίαρχο Άντονι, αδελφό της κυρίας Φέιν, ύστερα από τόσα χρόνια ταλαιπωρίας και κακομεταχείρισης που υπέστη, φτάνοντας στα όρια της τρέλας. Η απόφασή της αναστατώνει τους Φέιν, αλλά και το πλήρωμα του Φερντέιλ που θα την υποδεχθεί με καχυποψία στη νέα της ζωή μέσα στη θάλασσα. Ο πλοίαρχος Άντονι, ντροπαλός και αμήχανος με τις γυναίκες, έπρεπε να εξηγήσει πολλά στη φεμινίστρια αδελφή του, η οποία δυσπιστούσε σε κάθε αντρική άποψη που δεν ενείχε επαρκή θηλυκότητα. Όμως ο λιγομίλητος Άντονι, γιος εκκεντρικού ποιητή, ήταν και ο μόνος που μίλησε ανοιχτά στην Φλόρα: «Είμαι ο άντρας που θα σας πάρει μακριά τους... μου είπατε ότι δεν έχετε φίλους. Ούτε κι εγώ... Με ποιον θα αποχωριζόσασταν; Κανέναν. Δεν έχετε κανέναν να σας ανήκει». Ο ερωτευμένος πλοίαρχος πράγματι θα την σώσει.

Στη μισά του μυθιστορήματος ο Μάρλοου, φέρνει με την αφήγησή του στο προσκήνιο την Φλόρα που την συνάντησε στον δρόμο έτοιμη να ακολουθήσει τον Άντονι. Με τον Μάρλοου είχαν ξαναβρεθεί, σε μια δύσκολη, αυτοκτονική στιγμή της ζωής της όμως τώρα: «Αδύνατη, κοκαλιάρα σχεδόν, με το σεμνό μαύρο της φόρεμα, αποτελούσε μια ελκυστική και οπωσδήποτε ποθητή μικρόσωμη φιγούρα.»

Και όμως η παρουσία της επιταχύνει τον ρυθμό της ιστορίας, παρόλο που η νεοπαντρεμένη Φλόρα βρίσκεται συνεχώς κλεισμένη στην καμπίνα της έχοντας βασικό ανταγωνιστή της το πλήρωμα και ειδικά τον υποπλοίαρχο Φράνκλιν, ο οποίος δεν ήθελε να μοιραστεί με τίποτε και με κανέναν τον πλοίαρχο Άντονι! Τελικά, η Φλόρα ήταν καταδικασμένη να την υποψιάζονται ακόμη και μέσα στη θάλασσα! Οι σκηνές εν πλω θα μεταφερθούν στον Μάρλοου από τον ανθυποπλοίαρχο Πάουελ, ο οποίος θα παίξει καθοριστικό ρόλο στην έκβαση της ιστορίας πάνω στο Φερντέιλ.

Τύχη μέσα στην ατυχία

Διαβάζοντας σήμερα την Τύχη αναρωτιόμαστε πόσο διαφορετικοί ήταν οι αναγνώστες του Κόνραντ ώστε να παρακολουθούν σε συνέχειες μια ιστορία με τόση περίπλοκη δομή. Βέβαια, η τελική εκδοχή του κειμένου υπέστη κάποιες αλλαγές αλλά εκεί, στο μπάσιμο του 20ού αιώνα, που ερχόταν δριμύς και ανήσυχος, η λογοτεχνία άνοιγε τα πρώτα της μεγάλα μέτωπα. Οι μοντερνιστές καταβυθίζονταν στη γραφή και στην κοινωνία, ένα κίνημα στο οποίο ο Κόνραντ υπήρξε πρωτοπόρος εκδίδοντας το 1895 το πρώτο του μυθιστόρημα «Η τρέλα του Αλμάγερ» και το 1902 το αριστουργηματικό Η καρδιά του σκότους».


Η Τύχη μιλάει –έστω και πρωτοφεμινιστικά– για τη γυναίκα, για τη συντροφικότητα των αντρών, για τις φούσκες των τραπεζιτών και την απληστία των επενδυτών, για την αβεβαιότητα της ανθρώπινης ύπαρξης. Το σκοτάδι κι εδώ επικρατεί ως βασικό ατμοσφαιρικό ή αλληγορικό στοιχείο, στη θάλασσα, στα έλη, στη νύχτα, στις ψυχές, στη μοναχικότητα των ανθρώπων. Προφανώς η τύχη αλλάζει στη ζωή ορισμένων υπάρξεων όπως της Φλόρας, αν θεωρηθεί «τυχερή» με όσα έζησε και όσα εμείς μαθαίνουμε διαθλασμένα και αποσπασματικά. Η ασυγκράτητη και ανήσυχη αφήγηση της Τύχης συμπίπτει εκδοτικά και με την έναρξη του πρώτου παγκόσμιου πολέμου όπου κανένας δεν θα σταθεί τυχερός.


Η Εποχή , Εποχή των βιβλίων 8/09/24 


Παρασκευή 4 Οκτωβρίου 2024

Σταντάλ «Ιταλικά χρονικά»


 

Μετάφραση: Μαρία Παπαδήμα, εκδόσεις Καστανιώτη, 2024


Γράφει ο Θεόδωρος Γρηγοριάδης


Ο πολυτάλαντος και πολυδιάστατος Σταντάλ γεννήθηκε ως Μαρί-Ανρί Μπελ το 1783. Έγραψε και με ψευδώνυμα, αφήνοντας πίσω του ένα μεγάλο όγκο γραπτών, αλληλογραφίας και αρθρογραφίας. Τα δύο κορυφαία του έργα, «Το μοναστήρι της Πάρμας» και το «Κόκκινο και μαύρο», βρίσκονται διαρκώς στις λίστες των κλασικών έργων της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Όμως τα «Ιταλικά χρονικά» σπανίως εκδόθηκαν ολοκληρωμένα και παρουσιάζουν μεγάλο ενδιαφέρον τόσο για το περιεχόμενο και το ιστορικό τους υπόβαθρο όσο και για την αφηγηματική τους ιδιαιτερότητα. Κάποιες από τις οκτώ ιστορίες στηρίζονται πάνω σε αληθινά γεγονότα, άλλες έχουν επινοηθεί ενώ στην παρούσα καινούρια, επιμελημένη, έκδοση έχουμε και δύο ανολοκλήρωτες ιστορίες, τα τελευταία του γραπτά πριν αφήσει αυτόν τον κόσμο όπου έζησε με μεγάλη ένταση ως συγγραφέας, ταξιδευτής και εραστής.


Διεκδίκησε όσα μπορούσε να του προσφέρει η τύχη αλλά και η επιθυμία του, ταξίδευε χωρίς να ριζώνει κάπου. Δεν άφηνε τίποτε να τον καθηλώσει, ακόμη και η δόξα. Κάπου είπε: «Όσο προχωράω, τόσο η φιλοδοξία με απωθεί. Απλώς είναι σαν να εξαρτάται η ευτυχία σου από τους άλλους» (1812). Γι’ αυτή την ευτυχία προσπερνούσε τα πάντα, έγραφε και ζούσε σαρωτικά, καθιστώντας τον εαυτό του ήρωα ενός αυτοβιογραφικού βιβλίου. Αν του άρεσε μια γυναίκα ακόμη και ενός στενού συγγενούς του θα την διεκδικούσε, αν τον ενδιέφερε ένα ξένο κείμενο μπορούσε να το ενσωματώσει στα δικά του. [1]


Παράτησε τις σπουδές του στο Παρίσι, ακολούθησε τον Ναπολέοντα στη Ρωσία και μόλις 17 ετών αποφάσισε ότι η Ιταλία ήταν η χώρα που τον γοήτευε, την έβρισκε πιο απελευθερωμένη και ανθρώπινη από την υποκριτική Γαλλία. Έτσι προέκυψαν τα «Ιταλικά χρονικά» που όμως δεν εκδόθηκαν όσο ζούσε. Στηρίχτηκε σε κάποια ντοκουμέντα, που ανακάλυψε στη βιβλιοθήκη μιας φιλικής οικογένειας Ιταλών, τα οποία αναφέρονταν σε προγενέστερες εποχές, κυρίως του 16ου αιώνα. Επιλέγοντας το προσωπείο του μεταφραστή - συγγραφέα, που μεταφράζει απευθείας από τα χειρόγραφα (π.χ., του 1598 στην ιστορία «Η ηγουμένη του Κάστρο»), αποτολμά να αναπαράγει το ύφος των παλαιοτέρων γραπτών, ζητώντας... συγγνώμη για τυχόν ατοπήματα από τον αναγνώστη και «για εκείνους αλλά και για τον ίδιο»! Δηλαδή μια τεχνική που δεν στηρίζεται σε λογοτεχνικά ευρήματα αλλά γεννιέται αυθόρμητα, χώρια οι προβληματισμοί του για την απόδοση και την πιστότητα της μετάφρασης και -ακόμη παραπέρα- τον παραμερισμό της φαντασίας με σκοπό την ανάδειξη της «αλήθειας», της μαρτυρίας, του ρεαλισμού. Ο Σταντάλ δεν χρειάζεται, όπως ο Μπαλζάκ ή ο Τολστόι, συμβολισμούς και φαντασία. Επινοούν και γράφουν στο δικό τους παρόν. Δεν υπάρχει «δημιουργική γραφή» αλλά αυτοδημιούργητη.

                                        

«Η ηγουμένη του Κάστρο»


Βία, έρωτες, εξουσία, εκκλησία, φεουδαρχία, «ιταλοί τυραννίσκοι του μεσαίωνα» που καθιστούσαν τους ληστές πολύ πιο συμπαθητικούς στα μάτια του λαού. Στην Ηγουμένη του Κάστρο η νεαρή πριγκίπισσα, κλεισμένη στο μοναστήρι από τον πατέρα της, προσπαθεί με κάθε τρόπο να επικοινωνήσει με τον αγαπημένο της, έναν φτωχότερο και αγαπησιάρη νέο. Όμως αυτή η σχέση δεν θα ευοδώσει, αφού πάντα μία ηγουμένη, ένας αρχιδούκας, ένας Πάπας, ένας πατέρας θα τους καταδιώκει. Τρεις ιστορίες διαδραματίζονται μέσα στα οχυρωμένα και, πάμπλουτα από δωρεές και δωροδοκίες, μοναστήρια. Δεν είναι καθόλου ρομαντικές. Κρύβουν βία και ολοκληρωτισμό, στέρηση των ανθρώπινων δικαιωμάτων και συναισθημάτων. Τα νεαρά κορίτσια, που συναντάμε ως μοναχές σε μοναστηριακές υπερδομές, έχουν κλειστεί εκεί από την οικογένειά τους για να μην κληρονομήσουν τις πατρικές περιουσίες που θα μεταβιβαστούν στα αγόρια της οικογένειας, κι αυτό με την εκκωφαντική συνεργασία της Εκκλησίας με την μπουρζουαζία. Πολλές εξωθούνται στην αυτοκτονία αν αθετήσουν την παρθενία τους. Αλίμονο σε κάθε κορίτσι που έχει αδέλφια. Στην ιστορία «Βιτόρια Ακοραμπάνι», η αριστοκράτισσα θα προκαλέσει τον θάνατο του συζύγου της διεκδικώντας έναν ποθητό εραστή αλλά κι αυτή θα έχει άδοξο τέλος.


«Οι Τσέντσι»


 «Οι Τσέντσι» παραμένει το πιο βίαιο, σαδιστικό, χρονικό. Ο οικογενειάρχης Φραντσέσκο κακοποιεί με κάθε τρόπο τους γιους του και βιάζει την κόρη του αναγκάζοντας να παρακολουθεί η σύζυγος και μάνα. Και όταν αυτές θα βάλουν να τον σκοτώσουν θα εκτελεστούν δημόσια με βίαιο τρόπο μπρος στα πλήθη, χωρίς κανένα ελαφρυντικό. Σκηνές αποτροπιαστικές, μεταφερμένες από την πένα του Σταντάλ, μέσα από τα «ιταλικά της Ρώμης» στα γαλλικά της εποχής του, για να διαβάζουν οι συμπατριώτες του τι συνέβαινε στη μεσαιωνική Ιταλία. «Όμως εγώ, νεαρός Γάλλος, γεννημένος στα βόρεια του Παρισιού, είμαι σίγουρος ότι μπορώ να μαντέψω τι ένιωθαν οι ιταλικές αυτές ψυχές το έτος 1559; Μπορώ, στην καλύτερη περίπτωση, να ελπίζω ότι θα μαντέψω τι μπορεί να φανεί κομψό και ενδιαφέρον στους Γάλλους αναγνώστες του 1838». Τι να μας πουν οι θεωρίες πρόσληψης του κειμένου και ο «ορίζοντας προσδοκιών» του αναγνώστη” πόσο μάλλον η σημερινή ιστορική μυθοπλασία μέσα από άνευρες γραφικότητες και αναπαραστάσεις;


 «Δούκισσα ντι Παλιάνο»


Στην Δούκισσα ντι Παλιάνο (Παλέρμο 1838), ο Σταντάλ αναζητά το «ιταλικό πάθος» στη Σικελία και κατά πόσον ευδοκιμεί ακόμη: μια δούκισσα ερωτεύεται έναν νεαρό ιππότη για να ξεπέσει από τον φθόνο και το κάρφωμα του στενού της περιβάλλοντος. Στο μεταξύ ο Πάπας Πίος Ε΄ εξαλείφει όλα τα αντίγραφα της δίκης για να μην αναθεωρηθεί μελλοντικά. Σε όλα τα χρονικά η χριστιανική υποκρισία αναδεικνύεται εφαλτήριο κάθε προσωπικής και κοινωνικής καταπίεσης και όλα αυτά στο όνομα του Θεού με εκτελεστή την Εκκλησία. Ο Σταντάλ καταγράφει ουδέτερα -καμιά φορά με σαδιστική ψυχρότητα- και ενώ δεν γίνεται καταγγελτικός, εκθέτει με τέτοιο τρόπο τα γεγονότα ώστε ο αναγνώστης της εποχής του να φοβάται μη λαβωθεί κι αυτός από τις μαχαιριές ή μη βρεθεί νεκρός ανάμεσα στο πλήθος που ποδοπατιέται παρακολουθώντας τη δημόσια εκτέλεση ενός καταδικασμένου. Ωστόσο επιμένει στα πάθη του έρωτα και αντιμάχεται κάθε εμπόδιο και με κάθε τίμημα: Μεταμφιέσεις, κρυφές συναντήσεις, συνομωσίες, εξορίες, αιματοκυλίσματα, κρυφοί κώδικες επικοινωνίας ανάμεσα στους εραστές.


Κι εμείς, ως σημερινοί αναγνώστες, καλούμαστε να διαβάσουμε τα χρονικά μιας σκοτεινής ευρωπαϊκής περιόδου με τη διαμεσολάβηση του Σταντάλ. Αυτή η μετάβαση από τα μεσαιωνικά χρονικά στη αναπλασμένη νεοτερικότητα της εποχής του συγγραφέα φτάνει και στον αιώνα μας όπου οι διαπροσωπικές σχέσεις «μεταρρυθμίζονται» ακόμη από την εκκλησία και το κράτος, ενώ οι ερωτικές επιθυμίες και φαντασιώσεις εγκλωβίζονται στις σύγχρονες εφαρμογές κοινωνικής δικτύωσης -τα ψηφιακά μοναστήρια-, προς όφελος πάντα εκείνων που τα παρέχουν με το αζημίωτο.


 

Σημείωση:

1. Tim Parks «A Pair of Yellow Gloves: Stendhal’s», Italian Chronicles, Oct. 19th, 2017 LRB


Η Εποχή, Η εποχή των βιβλίων. 6/07/24 


Τετάρτη 2 Οκτωβρίου 2024

Klaus Mann «Μεφίστο»

 




Μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου, εκδόσεις Άγρα, 2020   


Γράφει ο Θεόδωρος Γρηγοριάδης


«Το μυθιστόρημα μιας καριέρας» είναι ο υπότιτλος του Μεφίστο και είναι η μυθιστορηματική βιογραφία, του ηθοποιού Χέντρικ Χέφγκεν που κατόρθωσε να κάνει μια μεγάλη καριέρα, προδίδοντας την τάξη του, τους φίλους και τις ιδέες του, προκειμένου να ανελιχθεί μέσα στο ζοφερό περιβάλλον του ναζισμού. Το βιβλίο κυκλοφόρησε το 1936 και επαινέθηκε σε μια επιστολή από τον Τόμας Μαν προς τον γιο του Κλάους. Ωστόσο, μόλις το 1981 μπόρεσε να κυκλοφορήσει ελεύθερο στην Γερμανία, ύστερα από μια σειρά απαγορεύσεων που επιβλήθηκαν από το ναζιστικό καθεστώς και κατόπιν μηνύσεων, στα μέσα της δεκαετίας του ’60, από τους κληρονόμους του Γκούσταφ Γκρίντγκενς τον οποίο αναγνώρισαν στον μυθοπλαστικό χαρακτήρα του Χέντρικ Χέφγκεν.

Πράγματι οι ομοιότητες του πρώην φίλου και συζύγου της αδελφής του Κλάους, Έρικα, είναι πολλές αλλά αυτό που εντυπώνεται στον σημερινό αναγνώστη είναι μια πολύ δυνατή ιστορία που διαβάζεται ως η απόλυτη συναλλαγή ενός ηθοποιού με την χιτλερική εξουσία, η συμφωνία του καλλιτέχνη με τον Διάβολο που δεν είναι παρά το τέρας του ναζισμού. Καθόλου τυχαία η προμετωπίδα στην αρχή του μυθιστορήματος είναι μια ρήση του Γκέτε από το έργο του «Wilhelm Meister»: «όλα τα λάθη των ανθρώπων τα συγχωρώ στους ηθοποιούς· κανένα λάθος του ηθοποιού δεν συγχωρώ στους ανθρώπους».

Ο Χέντρικ Χέφγκεν ξεκίνησε ως μπρεχτικός ηθοποιός για να καταλήξει ο μεγάλος προστατευόμενος του χιτλερισμού. Η πρώτη επαφή του τριανταεννιάχρονου Χέφγκεν με τον υπουργό Προπαγάνδας γίνεται στην παράσταση «Αμλετ». Η σύζυγος του υπουργού, Λόττε Λίντενταλ, πρώην ηθοποιός, θα είναι το πρόσωπο κλειδί για τη σταδιακή προσέγγιση των δύο αντρών. Ωστόσο το αίμα κυλάει παντού και οι Εβραίοι στέλνονται στα στρατόπεδα, «μια σιωπηρή συμφωνία που κυριαρχούσε όχι μόνον σ’ εκείνη την αίθουσα αλλά και στη χώρα ολόκληρη». Ο Χέφγκεν, παρά τις πρώτες του επαφές με τους αντιστασιακούς και κομμουνιστές, είναι εκείνος ο χαρακτήρας που «πάντα κάτι του τυχαίνει την τελευταία στιγμή όταν πρόκειται για αποφάσεις που θα μπορούσαν να βλάψουν την καριέρα του». Αριβίστας, κακός και περιφρονητικός απέναντι στους άλλους, ξεχωρίζει ως ηθοποιός για το παίξιμό του. Και αυτό είναι το χαρτί που παίζει καλύτερα και εκτός σκηνής.


 Η φευγαλέα υπόσταση της μάσκας του ηθοποιού

Σε πρώτη φάση θα προσπαθήσει να απαλλαγεί από το επιβαρυντικό παρελθόν του, θα παραμερίσει την ερωμένη του με μαύρη καταγωγή, το ίδιο και άλλα φιλικά πρόσωπα που είχαν αντικαθεστωτική δράση. Νευρωτικός, υστερικός χαρακτήρας, διοχέτευε τις κρίσεις του στη ζωή και στο θέατρο, εκεί όπου πιθανώς κρίνονταν ως συνταρακτικές οι ερμηνείες του - ειδικά στους ρόλους των κακών. Εκεί όπου ταυτιζόταν με το Κακό. Οι επιλογές του στο εξής στοχεύουν στην άνοδο της καριέρας του, στο καινούργιο υψηλό περιβάλλον αλλά ο γάμος του -σχεδόν στα όρια της ερωτικής αποτυχίας- θα επιταχύνει την προσωπική του αποξένωση. Η ντροπή που νιώθει κάπου βαθιά μέσα του για τις υποχωρήσεις του και τον εκτοπισμό όσων κριτίκαραν την καριέρα του -ακόμη και του τελευταίου κομμουνιστή φίλου του- θα υποχωρήσει μπρος στα οφέλη της εξουσίας.

Ο πιο μεγάλος του ρόλος θα είναι ο Μεφιστοφελής, στην παράσταση για τα εκατό χρόνια από τον θάνατο του Γκέτε. Στην πρεμιέρα παραβρίσκεται ο πρωθυπουργός που σπεύδει να τον συγχαρεί. Η αποθέωση του φέρνει περισσότερη δόξα και δύναμη κι ας «έπεσε η νύχτα στην πατρίδα μας», όπως γράφει ο Κλάους Μαν, και η χώρα έχει βεβηλωθεί. Η φωτιά στο Ράιχσταγκ αντί να τον τρομάξει, τον συγκλονίζει επαίσχυντα και μάλιστα μετά τον εμπρησμό συλλαμβάνεται ο πρώην φίλος του Όττο.

Ταυτόχρονα αισθάνεται και το συναίσθημα της συντριβής, λεκιάζει, νιώθει σημαδεμένος αλλά δεν μπορεί να κάνει πίσω. Πρέπει να πατήσει επί πτωμάτων για να συντηρήσει τη φήμη και στην ισχύ του· συχνάζει στα σαλόνια με τους Ες Ες ενώ στον κοντινό ορίζοντα βγαίνουν καπνοί από τα κρεματόρια. Η δική του «νέγρα», φυγαδευμένη στη Γαλλία, δεν παύει να είναι μια μόνιμη απειλή κι αυτό θα έπρεπε να διευθετηθεί, μην σπιλωθεί η υπόληψη και κινδυνεύσει η θέση του, καθώς έχει στο μεταξύ αναλάβει την διεύθυνση του Κρατικού Θεάτρου. Όμως δεν μπορεί να ανεβάσει πια έργα των σπουδαίων δραματουργών γιατί όλα συμπεριλαμβάνονται στη λίστα των απαγορευμένων βιβλίων. Σταδιακά θα χάσει κάθε ανθρώπινο έρεισμα, μόνον η επίκληση της μάσκας του ηθοποιού θα μπορέσει να του δώσει μια φευγαλέα υπόσταση για να αντέξει τον επερχόμενο κλονισμό του.


 Έργο και πολιτική δράση σημαδιακά


Ο Κλάους Μαν γεννήθηκε το 1906 στο Μόναχο, όταν ο πατέρας του Τόμας ήταν ήδη ένας δημοφιλής συγγραφέας. Αρραβωνιάστηκε στα δεκαοκτώ την κόρη του ποιητή και θεατρικού συγγραφέα Φρανκ Βέντεκιντ και μετακόμισαν στο Βερολίνο όπου ο Κλάους έγραφε θεατρικές κριτικές και όπου εμπνεύστηκε το μυθιστόρημα «Ευλαβικός χορός», το πρώτο ομοερωτικό μυθιστόρημα της γερμανικής λογοτεχνίας. Αντιλήφθηκε πολύ έγκαιρα τον κίνδυνο του ναζισμού και, από τις αρχές της δεκαετίας του ’30 και πολύ νωρίτερα από τον «αργοπορημένο» πατέρα του, καταφέρθηκε εναντίον τους.

Το 1933, μόλις είκοσι έξι χρονών, εγκατέλειψε την πατρίδα του για να ζήσει οικειοθελώς εξόριστος σε διάφορες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες. Εγκαταστάθηκε στην Αμερική κατά τη διάρκεια του δεύτερου παγκόσμιου πολέμου, αρθρογραφώντας με πάθος κατά του ναζισμού, μιλώντας για την κατάσταση των εξορίστων αλλά και για το αντικομμουνισμό της Αμερικής που ξεκίνησε τη δεκαετία του ’40. Φιγουράριζε πρώτος στις μαύρες χιτλερικές λίστες ως αντι-ναζί και ανοιχτά ομοφυλόφιλος. Παράλληλα με την πολιτική του δράση, ως χαρακτήρας βρισκόταν σε μια διαρκή υπερδιέγερση και ερωτοτροπούσε με την ιδέα του θανάτου και της αυτοκτονίας.

Μετά το τέλος του πολέμου, απογοητευμένος από τη λογοτεχνική του πορεία και την οικονομική του κατάσταση, επέστρεψε στην Ευρώπη και τελικά βρέθηκε νεκρός σε ένα ξενοδοχείο στις Κάνες το 1949 από υπερβολική δόση υπνωτικών χαπιών. Μπορεί να μην ξεπέρασε ποτέ το όνομα του πατέρα του, να έζησε στη σκιά του «Μάγου Πατέρα» (όπως τονίζει ο βιογράφος του Frederic Spotts), ωστόσο το έργο και η πολιτική του δράση παραμένουν σημαδιακά, περισσότερο από ποτέ. Και αν δεν κατάκτησε την ύψιστη λογοτεχνική κορυφή, μπόρεσε όμως να συμβάλει στη λογοτεχνία με την ιδιαίτερη προσωπική γραφή του, καθιερώνοντας τη μυθιστορηματική βιογραφία αλλά και την αυτοβιογραφική μαρτυρία -ειδικά στην εξομολογητική Κρίσιμη καμπή- ανοίγοντας δρόμους σε άλλους συγγραφείς του εικοστού αιώνα.

Η ομώνυμη κινηματογραφική διασκευή του μυθιστορήματος με σκηνοθέτη τον ούγγρο Ίστβαν Ζάμπο κέρδισε το Όσκαρ Καλύτερης Ξένης Ταινίας, το 1981. Το μυθιστόρημα κυκλοφορεί και από τις εκδόσεις Έρμα σε μετάφραση Σοφίας Αυγερινού (2019). Δύο πρόσφατες, προσεγμένες, εκδόσεις που αποτελούν κίνητρο να ξανα-διαβαστεί το Μεφίστο.


Η Εποχή, Η εποχή των βιβλίων. 7/05/24 


Πέμπτη 29 Αυγούστου 2024

Charles Dickens «Τα έγγραφα Πίκγουικ», παρουσίαση στην ΕΠΟΧΗ



Charles Dickens «Τα έγγραφα Πίκγουικ»,

μετάφραση: Ρένα Χάτχουτ 

εκδόσεις Gutenberg, 2023


Γράφει ο Θεόδωρος Γρηγοριάδης

 


Σπουδαίο εκδοτικό γεγονός η μετάφραση στα ελληνικά του πρώτου έργου του Τσαρλς Ντίκενς ύστερα από εκατόν ογδόντα οκτώ ολόκληρα χρόνια! Βεβαίως έχει διαβαστεί από χιλιάδες αγγλόφωνους αναγνώστες μιας και το βιβλίο αυτό θεωρείται το δημοφιλέστερο του βρετανού συγγραφέα. Ένα «βιβλίο» που κυκλοφόρησε σε είκοσι τεύχη ως περιοδικό οπότε ούτε και στην εποχή του θα χαρακτηριζόταν «μυθιστόρημα». Πάντως, όσο ζούσε ο Ντίκενς, είχε πουλήσει 1.600.000 αντίτυπα!

Η πλοκή αναδιπλώνεται συνεχώς! Ο κύριος Πίκγουικ με την παρέα τριών άλλων φίλων ιδρύουν την Λέσχη Πίκγουικ με έδρα το Λονδίνο και αποφασίζουν να ταξιδέψουν στην υπόλοιπη χώρα με σκοπό να καταγράψουν τα ήθη, τη συμπεριφορά των ανθρώπων, τις κοινωνικές διαφοροποιήσεις και ό,τι άλλο θα προέκυπτε στα ταξίδια τους. Οι διαδρομές γίνονται με άμαξες μέσα στις οποίες ακούνε ιστορίες, συζητάνε, αφηγούνται παλιές ιστορίες, κοιμούνται ή μουσκεύουν από τις μπόρες, διανυκτερεύουν σε κάθε λογής πανδοχεία, φιλοξενούνται σε εύπορες οικογενειακές φάρμες, συναντούν γνωστούς και φίλους, καλούνται σε δεξιώσεις των τοπικών αρχών, καταγράφουν τις τοπικές εκλογές των δημοτικών αρχόντων, λαμβάνουν μέρος σε ομαδικά αθλήματα, βγαίνουν για κυνήγι, παίζουν χαρτιά, κάνουν πατινάζ σε πάγο (ο ευτραφής Πίκγουικ βουλιάζει σε μια λίμνη), με άλλα λόγια συμμετέχουν στις πιο δημοφιλείς για την εποχή τους δραστηριότητες.

Στα επεισόδια/κεφάλαια, με τις απρόβλεπτες εξελίξεις, οι Πικγουικανοί χάνονται, πέφτουν, καταρρέουν, λαμβάνουν μέρος σε μονομαχίες, κινδυνεύουν να πυροβοληθούν μεταξύ τους λόγω αδεξιότητας και όλα αυτά περιγράφονται με ένα ξεκαρδιστικό, σαρκαστικό, τρόπο που θα συναντήσουμε δεκαετίες μετά στο κινηματογραφικό χιούμορ των Μόντι Πάιθονς και άλλων βρετανών κωμικών.

Κάθε Πικγουικανός και, ανάλογα με τον χαρακτήρα του, εμπλέκεται σε ερωτικές περιπέτειες, με χήρες, πλούσιες κληρονόμους, νεαρές υπηρέτριες και γεροντοκόρες· αποκορύφωμα το μπλέξιμο του Πίκγουικ με μια χήρα που νόμισε ότι της πρότεινε γάμο και τον αθέτησε με αποτέλεσμα να τον στείλει στα δικαστήρια και στη φυλακή. Οι μηνύσεις πάνε κι έρχονται, η δικομανία, οι ψευδομαρτυρίες, οι διώξεις για χρέη και οφειλές, τα νομικά τερτίπια, περιγράφονται σκωπτικά και επικριτικά αφού ο Ντίκενς, πολύ νέος, είχε εργαστεί στο δικαστικό ρεπορτάζ.

Ταυτόχρονα οι τέσσερις περιηγητές μελετούν τη φύση, την ύπαιθρο, τις καλλιέργειες, εντοπίζουν «αρχαιότητες» χωρίς να έχουν το έγκυρο επιστημονικό υπόβαθρο. Ωστόσο αυτές οι παρατηρήσεις, καθώς καταγράφονται από τους Πικγουικανούς, μαζί με τις αφηγήσεις, τα γράμματα και τα υπόλοιπα ντοκουμέντα θα αποτελέσουν το βασικό υλικό για την καταγραφή και ανάπλαση των εξορμήσεων της Λέσχης αφού: «Τα έγγραφα Πίκγουικ είναι η πηγή μας. Δεξαμενή σημαντικών γεγονότων». Κάποια στιγμή, περνώντας έξω από το Μπέρμπινχαμ, αντικρίζουν στο βάθος τις καμινάδες των εργοστασίων, προαναγγέλλοντας τη βιομηχανοποίηση της χώρας που θα επιβληθεί ως σκηνικό στις μετέπειτα, κοινωνικές, ιστορίες του Ντίκενς.


 Επιρροές για τον και από τον Ντίκενς

Όπως έχει λεχθεί από κριτικούς και κοινωνιολόγους, οι ιστορίες του Ντίκενς έδιναν αφορμή για σκέψη στα χαμηλότερα στρώματα αναβαθμίζοντας το μορφωτικό τους επίπεδο. Σύμβολο και εκπρόσωπος του λαϊκού κόσμου, ο υπηρέτης και συνοδός του κ. Πίκγουικ, ο Σαμ Ουέλερ ο οποίος, από τη στιγμή που εμφανίζεται ως χαρακτήρας, εκτοξεύεται η δημοφιλία του και μαζί του ίδιου του βιβλίου. Η σχέση του με το αφεντικό του, τον κ. Πίκγουικ, αναπόφευκτα έχει χαρακτηριστεί εφάμιλλη του Δον Κιχώτη με τον Σάντσο Πάντσα. Αξέχαστη φιγούρα και ο απατεώνας Τζινγκλ, που η Πικγουικανοί, τον συναντάνε, σε διαφορετικά μέρη των ταξιδιών τους, με άλλη ταυτότητα και μεταμφίεση κάθε φορά, ένας απατεώνας που παραπέμπει στον «Μεγάλο απατεώνα» του Χέρμαν Μέλβιλ είκοσι χρόνια αργότερα.

Όσοι προσπερνούν τον Ντίκενς προφανώς δεν τον έχουν διαβάσει ακόμη ή όπως θα έπρεπε. Ο Ντίκενς στο μυαλό του είχε τον Θερβάντες, τον Λόρενς Στερν με το «Τρίσταμ Σάντι» ή τον Χένρι Φίλντινγκ, στον οποίο αναφέρεται και μέσα στα «έγγραφα». Ο εικοσιτετράχρονος τότε συγγραφέας ξεκίνησε τόσο ορμητικά και πηγαία που δεν φανταζόταν τι θα γραφόταν γι’ αυτόν, στον επόμενο αιώνα: ο Χάρολντ Μπλουμ θεωρούσε τον Πίκγουικ τον πιο αρχετυπικό χαρακτήρα του (και το Ζοφερό οίκο το αριστούργημά του), ο Μπαχτίν θα τον συμπεριελάμβανε στο δικό του καρναβαλικό κόσμο. Και γιατί άραγε διάβαζαν τα Έγγραφα Πίκγουικ στην τελευταία ταινία του Μπέργκμαν «Κραυγές και ψίθυροι»;

Οι ρώσοι συγγραφείς τον επαίνεσαν: Ο Τουργκένιεφ είχε μαθητεύσει στο έργο του και δημοσίευε στο περιοδικό «Household Words» που διηύθυνε ο Ντίκενς. Ο Τολστόι έγραψε για αυτόν: «Όλοι του οι χαρακτήρες είναι προσωπικοί μου φίλοι, συνεχώς τους συγκρίνω με αληθινά πρόσωπα, με τόσο πνεύμα ζωντανό τους έγραφε». Ακόμη και ο Ντοστογιέφσκι επηρεάστηκε από λογοτεχνικούς τύπους του Ντίκενς πάνω στους οποίους στήριξε δικούς του ήρωες.

Ο Ντίκενς είναι ένας μεγάλος συγγραφέας, που σχολιάζει διαβρωτικά την εποχή του, παραμένοντας δίπλα στους ανθρώπους και στην κοινωνία. Αυτό τον διαφοροποιεί από τους επερχόμενους «μοντερνισμούς» που θεωρητικοποιούν τη λογοτεχνία απευθυνόμενοι σε πιο απαιτητικούς αναγνώστες. Χωρίς διδακτισμό και ωραιοποιήσεις, ο Ντίκενς περνούσε μηνύματα και ταυτόχρονα με τη χαοτική δομή του, τις ιδιωματικές φωνές και τις αφηγηματικές του εκτροπές έδινε «τροφή» και στους επόμενους συγγραφείς. Κέρδισε πολλά λεφτά, αφουγκραζόταν το κοινό, έδινε ακριβοπληρωμένες ομιλίες, ήταν ένας λογοτεχνικός σταρ που αποθεώθηκε στην Αμερική πολύ πριν την... εισβολή των Μπιτλς - τα επόμενα βρετανικά είδωλα.


 Ένας από τους μεγαλύτερους συγγραφείς της Αγγλίας

Ο Τσαρλς Ντίκενς γεννήθηκε στο Πόρτσμουθ της Αγγλίας στις 7 Φεβρουαρίου του 1812. Ο πατέρας του, δημόσιος υπάλληλος του Ναυτικού, έβαζε τον μικρό Τσαρλς πάνω στο τραπέζι να τραγουδάει και να λέει ιστορίες για να διασκεδάζουν στο γραφείο του. Μεγαλώνοντας ο μικρός αναγκάστηκε να δουλέψει σκληρά σε ένα εργοστάσιο βερνικιών για να ξεπληρώσει τα χρέη του φυλακισμένου πατέρα. Γι’ αυτό και καθυστέρησε να τελειώσει το σχολείο του. Από έφηβος ο Τσαρλς έγραφε ακατάπαυστα. Στα δεκάξι του δούλεψε ως δημοσιογράφος καλύπτοντας δίκες, στα είκοσι ήταν πολιτικός συντάκτης.

Λίγες μέρες μετά τον γάμο του, το 1836, δημοσιεύει σε συνέχειες το πρώτο του βιβλίου, «Τα έγγραφα του Πίκγουικ», και αρχίζει να βγάζει αρκετά χρήματα ώστε να αφοσιωθεί αποκλειστικά στο γράψιμο. Δούλευε ακατάπαυστα και, ανάμεσα στο 1838 και το 1839, έγραψε τα «Όλιβερ Τουίστ» και «Νίκολας Νίκλεμπι». Πληθωρικός χαρακτήρας, είχε τον αυθορμητισμό ενός παιδιού και τις αδυναμίες ενός μεγάλου. Το 1870 επιδεινώθηκε η υγεία του και πέθανε. Θάφτηκε με τιμές στο Αβαείο του Γουέστμινστερ όπου χαράχτηκε η επιγραφή: «Αγαπούσε τους φτωχούς, τους πονεμένους και τους καταπιεσμένους· με τον θάνατό του, χάθηκε από τον κόσμο ένας από τους μεγαλύτερους συγγραφείς της Αγγλίας».


ΕΠΟΧΗ, Η εποχή των βιβλίων/

02  Μαρτίου  2024



Robert Penn Warren «Ένας τόπος για να επιστρέφεις»

Μετάφραση: Αθηνά Δημητριάδου, εκδόσεις Πόλις, 2025 Γράφει ο Θεόδωρος Γρηγοριάδης Στο τελευταίο βιβλίο του Ρόμπερτ Πεν Γουόρεν ο αφηγητής και...