Charles Dickens «Τα έγγραφα Πίκγουικ»,
μετάφραση: Ρένα Χάτχουτ
εκδόσεις Gutenberg, 2023
Γράφει ο Θεόδωρος Γρηγοριάδης
Σπουδαίο εκδοτικό γεγονός η μετάφραση στα ελληνικά του πρώτου έργου του Τσαρλς Ντίκενς ύστερα από εκατόν ογδόντα οκτώ ολόκληρα χρόνια! Βεβαίως έχει διαβαστεί από χιλιάδες αγγλόφωνους αναγνώστες μιας και το βιβλίο αυτό θεωρείται το δημοφιλέστερο του βρετανού συγγραφέα. Ένα «βιβλίο» που κυκλοφόρησε σε είκοσι τεύχη ως περιοδικό οπότε ούτε και στην εποχή του θα χαρακτηριζόταν «μυθιστόρημα». Πάντως, όσο ζούσε ο Ντίκενς, είχε πουλήσει 1.600.000 αντίτυπα!
Η πλοκή αναδιπλώνεται συνεχώς! Ο κύριος Πίκγουικ με την παρέα τριών άλλων φίλων ιδρύουν την Λέσχη Πίκγουικ με έδρα το Λονδίνο και αποφασίζουν να ταξιδέψουν στην υπόλοιπη χώρα με σκοπό να καταγράψουν τα ήθη, τη συμπεριφορά των ανθρώπων, τις κοινωνικές διαφοροποιήσεις και ό,τι άλλο θα προέκυπτε στα ταξίδια τους. Οι διαδρομές γίνονται με άμαξες μέσα στις οποίες ακούνε ιστορίες, συζητάνε, αφηγούνται παλιές ιστορίες, κοιμούνται ή μουσκεύουν από τις μπόρες, διανυκτερεύουν σε κάθε λογής πανδοχεία, φιλοξενούνται σε εύπορες οικογενειακές φάρμες, συναντούν γνωστούς και φίλους, καλούνται σε δεξιώσεις των τοπικών αρχών, καταγράφουν τις τοπικές εκλογές των δημοτικών αρχόντων, λαμβάνουν μέρος σε ομαδικά αθλήματα, βγαίνουν για κυνήγι, παίζουν χαρτιά, κάνουν πατινάζ σε πάγο (ο ευτραφής Πίκγουικ βουλιάζει σε μια λίμνη), με άλλα λόγια συμμετέχουν στις πιο δημοφιλείς για την εποχή τους δραστηριότητες.
Στα επεισόδια/κεφάλαια, με τις απρόβλεπτες εξελίξεις, οι Πικγουικανοί χάνονται, πέφτουν, καταρρέουν, λαμβάνουν μέρος σε μονομαχίες, κινδυνεύουν να πυροβοληθούν μεταξύ τους λόγω αδεξιότητας και όλα αυτά περιγράφονται με ένα ξεκαρδιστικό, σαρκαστικό, τρόπο που θα συναντήσουμε δεκαετίες μετά στο κινηματογραφικό χιούμορ των Μόντι Πάιθονς και άλλων βρετανών κωμικών.
Κάθε Πικγουικανός και, ανάλογα με τον χαρακτήρα του, εμπλέκεται σε ερωτικές περιπέτειες, με χήρες, πλούσιες κληρονόμους, νεαρές υπηρέτριες και γεροντοκόρες· αποκορύφωμα το μπλέξιμο του Πίκγουικ με μια χήρα που νόμισε ότι της πρότεινε γάμο και τον αθέτησε με αποτέλεσμα να τον στείλει στα δικαστήρια και στη φυλακή. Οι μηνύσεις πάνε κι έρχονται, η δικομανία, οι ψευδομαρτυρίες, οι διώξεις για χρέη και οφειλές, τα νομικά τερτίπια, περιγράφονται σκωπτικά και επικριτικά αφού ο Ντίκενς, πολύ νέος, είχε εργαστεί στο δικαστικό ρεπορτάζ.
Ταυτόχρονα οι τέσσερις περιηγητές μελετούν τη φύση, την ύπαιθρο, τις καλλιέργειες, εντοπίζουν «αρχαιότητες» χωρίς να έχουν το έγκυρο επιστημονικό υπόβαθρο. Ωστόσο αυτές οι παρατηρήσεις, καθώς καταγράφονται από τους Πικγουικανούς, μαζί με τις αφηγήσεις, τα γράμματα και τα υπόλοιπα ντοκουμέντα θα αποτελέσουν το βασικό υλικό για την καταγραφή και ανάπλαση των εξορμήσεων της Λέσχης αφού: «Τα έγγραφα Πίκγουικ είναι η πηγή μας. Δεξαμενή σημαντικών γεγονότων». Κάποια στιγμή, περνώντας έξω από το Μπέρμπινχαμ, αντικρίζουν στο βάθος τις καμινάδες των εργοστασίων, προαναγγέλλοντας τη βιομηχανοποίηση της χώρας που θα επιβληθεί ως σκηνικό στις μετέπειτα, κοινωνικές, ιστορίες του Ντίκενς.
Επιρροές για τον και από τον Ντίκενς
Όπως έχει λεχθεί από κριτικούς και κοινωνιολόγους, οι ιστορίες του Ντίκενς έδιναν αφορμή για σκέψη στα χαμηλότερα στρώματα αναβαθμίζοντας το μορφωτικό τους επίπεδο. Σύμβολο και εκπρόσωπος του λαϊκού κόσμου, ο υπηρέτης και συνοδός του κ. Πίκγουικ, ο Σαμ Ουέλερ ο οποίος, από τη στιγμή που εμφανίζεται ως χαρακτήρας, εκτοξεύεται η δημοφιλία του και μαζί του ίδιου του βιβλίου. Η σχέση του με το αφεντικό του, τον κ. Πίκγουικ, αναπόφευκτα έχει χαρακτηριστεί εφάμιλλη του Δον Κιχώτη με τον Σάντσο Πάντσα. Αξέχαστη φιγούρα και ο απατεώνας Τζινγκλ, που η Πικγουικανοί, τον συναντάνε, σε διαφορετικά μέρη των ταξιδιών τους, με άλλη ταυτότητα και μεταμφίεση κάθε φορά, ένας απατεώνας που παραπέμπει στον «Μεγάλο απατεώνα» του Χέρμαν Μέλβιλ είκοσι χρόνια αργότερα.
Όσοι προσπερνούν τον Ντίκενς προφανώς δεν τον έχουν διαβάσει ακόμη ή όπως θα έπρεπε. Ο Ντίκενς στο μυαλό του είχε τον Θερβάντες, τον Λόρενς Στερν με το «Τρίσταμ Σάντι» ή τον Χένρι Φίλντινγκ, στον οποίο αναφέρεται και μέσα στα «έγγραφα». Ο εικοσιτετράχρονος τότε συγγραφέας ξεκίνησε τόσο ορμητικά και πηγαία που δεν φανταζόταν τι θα γραφόταν γι’ αυτόν, στον επόμενο αιώνα: ο Χάρολντ Μπλουμ θεωρούσε τον Πίκγουικ τον πιο αρχετυπικό χαρακτήρα του (και το Ζοφερό οίκο το αριστούργημά του), ο Μπαχτίν θα τον συμπεριελάμβανε στο δικό του καρναβαλικό κόσμο. Και γιατί άραγε διάβαζαν τα Έγγραφα Πίκγουικ στην τελευταία ταινία του Μπέργκμαν «Κραυγές και ψίθυροι»;
Οι ρώσοι συγγραφείς τον επαίνεσαν: Ο Τουργκένιεφ είχε μαθητεύσει στο έργο του και δημοσίευε στο περιοδικό «Household Words» που διηύθυνε ο Ντίκενς. Ο Τολστόι έγραψε για αυτόν: «Όλοι του οι χαρακτήρες είναι προσωπικοί μου φίλοι, συνεχώς τους συγκρίνω με αληθινά πρόσωπα, με τόσο πνεύμα ζωντανό τους έγραφε». Ακόμη και ο Ντοστογιέφσκι επηρεάστηκε από λογοτεχνικούς τύπους του Ντίκενς πάνω στους οποίους στήριξε δικούς του ήρωες.
Ο Ντίκενς είναι ένας μεγάλος συγγραφέας, που σχολιάζει διαβρωτικά την εποχή του, παραμένοντας δίπλα στους ανθρώπους και στην κοινωνία. Αυτό τον διαφοροποιεί από τους επερχόμενους «μοντερνισμούς» που θεωρητικοποιούν τη λογοτεχνία απευθυνόμενοι σε πιο απαιτητικούς αναγνώστες. Χωρίς διδακτισμό και ωραιοποιήσεις, ο Ντίκενς περνούσε μηνύματα και ταυτόχρονα με τη χαοτική δομή του, τις ιδιωματικές φωνές και τις αφηγηματικές του εκτροπές έδινε «τροφή» και στους επόμενους συγγραφείς. Κέρδισε πολλά λεφτά, αφουγκραζόταν το κοινό, έδινε ακριβοπληρωμένες ομιλίες, ήταν ένας λογοτεχνικός σταρ που αποθεώθηκε στην Αμερική πολύ πριν την... εισβολή των Μπιτλς - τα επόμενα βρετανικά είδωλα.
Ένας από τους μεγαλύτερους συγγραφείς της Αγγλίας
Ο Τσαρλς Ντίκενς γεννήθηκε στο Πόρτσμουθ της Αγγλίας στις 7 Φεβρουαρίου του 1812. Ο πατέρας του, δημόσιος υπάλληλος του Ναυτικού, έβαζε τον μικρό Τσαρλς πάνω στο τραπέζι να τραγουδάει και να λέει ιστορίες για να διασκεδάζουν στο γραφείο του. Μεγαλώνοντας ο μικρός αναγκάστηκε να δουλέψει σκληρά σε ένα εργοστάσιο βερνικιών για να ξεπληρώσει τα χρέη του φυλακισμένου πατέρα. Γι’ αυτό και καθυστέρησε να τελειώσει το σχολείο του. Από έφηβος ο Τσαρλς έγραφε ακατάπαυστα. Στα δεκάξι του δούλεψε ως δημοσιογράφος καλύπτοντας δίκες, στα είκοσι ήταν πολιτικός συντάκτης.
Λίγες μέρες μετά τον γάμο του, το 1836, δημοσιεύει σε συνέχειες το πρώτο του βιβλίου, «Τα έγγραφα του Πίκγουικ», και αρχίζει να βγάζει αρκετά χρήματα ώστε να αφοσιωθεί αποκλειστικά στο γράψιμο. Δούλευε ακατάπαυστα και, ανάμεσα στο 1838 και το 1839, έγραψε τα «Όλιβερ Τουίστ» και «Νίκολας Νίκλεμπι». Πληθωρικός χαρακτήρας, είχε τον αυθορμητισμό ενός παιδιού και τις αδυναμίες ενός μεγάλου. Το 1870 επιδεινώθηκε η υγεία του και πέθανε. Θάφτηκε με τιμές στο Αβαείο του Γουέστμινστερ όπου χαράχτηκε η επιγραφή: «Αγαπούσε τους φτωχούς, τους πονεμένους και τους καταπιεσμένους· με τον θάνατό του, χάθηκε από τον κόσμο ένας από τους μεγαλύτερους συγγραφείς της Αγγλίας».
02 Μαρτίου 2024
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου