Μετάφραση: Μαρία Παπαδήμα, εκδόσεις Καστανιώτη, 2024
Γράφει ο Θεόδωρος Γρηγοριάδης
Ο πολυτάλαντος και πολυδιάστατος Σταντάλ γεννήθηκε ως Μαρί-Ανρί Μπελ το 1783. Έγραψε και με ψευδώνυμα, αφήνοντας πίσω του ένα μεγάλο όγκο γραπτών, αλληλογραφίας και αρθρογραφίας. Τα δύο κορυφαία του έργα, «Το μοναστήρι της Πάρμας» και το «Κόκκινο και μαύρο», βρίσκονται διαρκώς στις λίστες των κλασικών έργων της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Όμως τα «Ιταλικά χρονικά» σπανίως εκδόθηκαν ολοκληρωμένα και παρουσιάζουν μεγάλο ενδιαφέρον τόσο για το περιεχόμενο και το ιστορικό τους υπόβαθρο όσο και για την αφηγηματική τους ιδιαιτερότητα. Κάποιες από τις οκτώ ιστορίες στηρίζονται πάνω σε αληθινά γεγονότα, άλλες έχουν επινοηθεί ενώ στην παρούσα καινούρια, επιμελημένη, έκδοση έχουμε και δύο ανολοκλήρωτες ιστορίες, τα τελευταία του γραπτά πριν αφήσει αυτόν τον κόσμο όπου έζησε με μεγάλη ένταση ως συγγραφέας, ταξιδευτής και εραστής.
Διεκδίκησε όσα μπορούσε να του προσφέρει η τύχη αλλά και η επιθυμία του, ταξίδευε χωρίς να ριζώνει κάπου. Δεν άφηνε τίποτε να τον καθηλώσει, ακόμη και η δόξα. Κάπου είπε: «Όσο προχωράω, τόσο η φιλοδοξία με απωθεί. Απλώς είναι σαν να εξαρτάται η ευτυχία σου από τους άλλους» (1812). Γι’ αυτή την ευτυχία προσπερνούσε τα πάντα, έγραφε και ζούσε σαρωτικά, καθιστώντας τον εαυτό του ήρωα ενός αυτοβιογραφικού βιβλίου. Αν του άρεσε μια γυναίκα ακόμη και ενός στενού συγγενούς του θα την διεκδικούσε, αν τον ενδιέφερε ένα ξένο κείμενο μπορούσε να το ενσωματώσει στα δικά του. [1]
Παράτησε τις σπουδές του στο Παρίσι, ακολούθησε τον Ναπολέοντα στη Ρωσία και μόλις 17 ετών αποφάσισε ότι η Ιταλία ήταν η χώρα που τον γοήτευε, την έβρισκε πιο απελευθερωμένη και ανθρώπινη από την υποκριτική Γαλλία. Έτσι προέκυψαν τα «Ιταλικά χρονικά» που όμως δεν εκδόθηκαν όσο ζούσε. Στηρίχτηκε σε κάποια ντοκουμέντα, που ανακάλυψε στη βιβλιοθήκη μιας φιλικής οικογένειας Ιταλών, τα οποία αναφέρονταν σε προγενέστερες εποχές, κυρίως του 16ου αιώνα. Επιλέγοντας το προσωπείο του μεταφραστή - συγγραφέα, που μεταφράζει απευθείας από τα χειρόγραφα (π.χ., του 1598 στην ιστορία «Η ηγουμένη του Κάστρο»), αποτολμά να αναπαράγει το ύφος των παλαιοτέρων γραπτών, ζητώντας... συγγνώμη για τυχόν ατοπήματα από τον αναγνώστη και «για εκείνους αλλά και για τον ίδιο»! Δηλαδή μια τεχνική που δεν στηρίζεται σε λογοτεχνικά ευρήματα αλλά γεννιέται αυθόρμητα, χώρια οι προβληματισμοί του για την απόδοση και την πιστότητα της μετάφρασης και -ακόμη παραπέρα- τον παραμερισμό της φαντασίας με σκοπό την ανάδειξη της «αλήθειας», της μαρτυρίας, του ρεαλισμού. Ο Σταντάλ δεν χρειάζεται, όπως ο Μπαλζάκ ή ο Τολστόι, συμβολισμούς και φαντασία. Επινοούν και γράφουν στο δικό τους παρόν. Δεν υπάρχει «δημιουργική γραφή» αλλά αυτοδημιούργητη.
«Η ηγουμένη του Κάστρο»
Βία, έρωτες, εξουσία, εκκλησία, φεουδαρχία, «ιταλοί τυραννίσκοι του μεσαίωνα» που καθιστούσαν τους ληστές πολύ πιο συμπαθητικούς στα μάτια του λαού. Στην Ηγουμένη του Κάστρο η νεαρή πριγκίπισσα, κλεισμένη στο μοναστήρι από τον πατέρα της, προσπαθεί με κάθε τρόπο να επικοινωνήσει με τον αγαπημένο της, έναν φτωχότερο και αγαπησιάρη νέο. Όμως αυτή η σχέση δεν θα ευοδώσει, αφού πάντα μία ηγουμένη, ένας αρχιδούκας, ένας Πάπας, ένας πατέρας θα τους καταδιώκει. Τρεις ιστορίες διαδραματίζονται μέσα στα οχυρωμένα και, πάμπλουτα από δωρεές και δωροδοκίες, μοναστήρια. Δεν είναι καθόλου ρομαντικές. Κρύβουν βία και ολοκληρωτισμό, στέρηση των ανθρώπινων δικαιωμάτων και συναισθημάτων. Τα νεαρά κορίτσια, που συναντάμε ως μοναχές σε μοναστηριακές υπερδομές, έχουν κλειστεί εκεί από την οικογένειά τους για να μην κληρονομήσουν τις πατρικές περιουσίες που θα μεταβιβαστούν στα αγόρια της οικογένειας, κι αυτό με την εκκωφαντική συνεργασία της Εκκλησίας με την μπουρζουαζία. Πολλές εξωθούνται στην αυτοκτονία αν αθετήσουν την παρθενία τους. Αλίμονο σε κάθε κορίτσι που έχει αδέλφια. Στην ιστορία «Βιτόρια Ακοραμπάνι», η αριστοκράτισσα θα προκαλέσει τον θάνατο του συζύγου της διεκδικώντας έναν ποθητό εραστή αλλά κι αυτή θα έχει άδοξο τέλος.
«Οι Τσέντσι»
«Οι Τσέντσι» παραμένει το πιο βίαιο, σαδιστικό, χρονικό. Ο οικογενειάρχης Φραντσέσκο κακοποιεί με κάθε τρόπο τους γιους του και βιάζει την κόρη του αναγκάζοντας να παρακολουθεί η σύζυγος και μάνα. Και όταν αυτές θα βάλουν να τον σκοτώσουν θα εκτελεστούν δημόσια με βίαιο τρόπο μπρος στα πλήθη, χωρίς κανένα ελαφρυντικό. Σκηνές αποτροπιαστικές, μεταφερμένες από την πένα του Σταντάλ, μέσα από τα «ιταλικά της Ρώμης» στα γαλλικά της εποχής του, για να διαβάζουν οι συμπατριώτες του τι συνέβαινε στη μεσαιωνική Ιταλία. «Όμως εγώ, νεαρός Γάλλος, γεννημένος στα βόρεια του Παρισιού, είμαι σίγουρος ότι μπορώ να μαντέψω τι ένιωθαν οι ιταλικές αυτές ψυχές το έτος 1559; Μπορώ, στην καλύτερη περίπτωση, να ελπίζω ότι θα μαντέψω τι μπορεί να φανεί κομψό και ενδιαφέρον στους Γάλλους αναγνώστες του 1838». Τι να μας πουν οι θεωρίες πρόσληψης του κειμένου και ο «ορίζοντας προσδοκιών» του αναγνώστη” πόσο μάλλον η σημερινή ιστορική μυθοπλασία μέσα από άνευρες γραφικότητες και αναπαραστάσεις;
«Δούκισσα ντι Παλιάνο»
Στην Δούκισσα ντι Παλιάνο (Παλέρμο 1838), ο Σταντάλ αναζητά το «ιταλικό πάθος» στη Σικελία και κατά πόσον ευδοκιμεί ακόμη: μια δούκισσα ερωτεύεται έναν νεαρό ιππότη για να ξεπέσει από τον φθόνο και το κάρφωμα του στενού της περιβάλλοντος. Στο μεταξύ ο Πάπας Πίος Ε΄ εξαλείφει όλα τα αντίγραφα της δίκης για να μην αναθεωρηθεί μελλοντικά. Σε όλα τα χρονικά η χριστιανική υποκρισία αναδεικνύεται εφαλτήριο κάθε προσωπικής και κοινωνικής καταπίεσης και όλα αυτά στο όνομα του Θεού με εκτελεστή την Εκκλησία. Ο Σταντάλ καταγράφει ουδέτερα -καμιά φορά με σαδιστική ψυχρότητα- και ενώ δεν γίνεται καταγγελτικός, εκθέτει με τέτοιο τρόπο τα γεγονότα ώστε ο αναγνώστης της εποχής του να φοβάται μη λαβωθεί κι αυτός από τις μαχαιριές ή μη βρεθεί νεκρός ανάμεσα στο πλήθος που ποδοπατιέται παρακολουθώντας τη δημόσια εκτέλεση ενός καταδικασμένου. Ωστόσο επιμένει στα πάθη του έρωτα και αντιμάχεται κάθε εμπόδιο και με κάθε τίμημα: Μεταμφιέσεις, κρυφές συναντήσεις, συνομωσίες, εξορίες, αιματοκυλίσματα, κρυφοί κώδικες επικοινωνίας ανάμεσα στους εραστές.
Κι εμείς, ως σημερινοί αναγνώστες, καλούμαστε να διαβάσουμε τα χρονικά μιας σκοτεινής ευρωπαϊκής περιόδου με τη διαμεσολάβηση του Σταντάλ. Αυτή η μετάβαση από τα μεσαιωνικά χρονικά στη αναπλασμένη νεοτερικότητα της εποχής του συγγραφέα φτάνει και στον αιώνα μας όπου οι διαπροσωπικές σχέσεις «μεταρρυθμίζονται» ακόμη από την εκκλησία και το κράτος, ενώ οι ερωτικές επιθυμίες και φαντασιώσεις εγκλωβίζονται στις σύγχρονες εφαρμογές κοινωνικής δικτύωσης -τα ψηφιακά μοναστήρια-, προς όφελος πάντα εκείνων που τα παρέχουν με το αζημίωτο.
Σημείωση:
1. Tim Parks «A Pair of Yellow Gloves: Stendhal’s», Italian Chronicles, Oct. 19th, 2017 LRB
Η Εποχή, Η εποχή των βιβλίων. 6/07/24
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου