Μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου, εκδόσεις Άγρα, 2020
Γράφει ο Θεόδωρος Γρηγοριάδης
«Το μυθιστόρημα μιας καριέρας» είναι ο υπότιτλος του Μεφίστο και είναι η μυθιστορηματική βιογραφία, του ηθοποιού Χέντρικ Χέφγκεν που κατόρθωσε να κάνει μια μεγάλη καριέρα, προδίδοντας την τάξη του, τους φίλους και τις ιδέες του, προκειμένου να ανελιχθεί μέσα στο ζοφερό περιβάλλον του ναζισμού. Το βιβλίο κυκλοφόρησε το 1936 και επαινέθηκε σε μια επιστολή από τον Τόμας Μαν προς τον γιο του Κλάους. Ωστόσο, μόλις το 1981 μπόρεσε να κυκλοφορήσει ελεύθερο στην Γερμανία, ύστερα από μια σειρά απαγορεύσεων που επιβλήθηκαν από το ναζιστικό καθεστώς και κατόπιν μηνύσεων, στα μέσα της δεκαετίας του ’60, από τους κληρονόμους του Γκούσταφ Γκρίντγκενς τον οποίο αναγνώρισαν στον μυθοπλαστικό χαρακτήρα του Χέντρικ Χέφγκεν.
Πράγματι οι ομοιότητες του πρώην φίλου και συζύγου της αδελφής του Κλάους, Έρικα, είναι πολλές αλλά αυτό που εντυπώνεται στον σημερινό αναγνώστη είναι μια πολύ δυνατή ιστορία που διαβάζεται ως η απόλυτη συναλλαγή ενός ηθοποιού με την χιτλερική εξουσία, η συμφωνία του καλλιτέχνη με τον Διάβολο που δεν είναι παρά το τέρας του ναζισμού. Καθόλου τυχαία η προμετωπίδα στην αρχή του μυθιστορήματος είναι μια ρήση του Γκέτε από το έργο του «Wilhelm Meister»: «όλα τα λάθη των ανθρώπων τα συγχωρώ στους ηθοποιούς· κανένα λάθος του ηθοποιού δεν συγχωρώ στους ανθρώπους».
Ο Χέντρικ Χέφγκεν ξεκίνησε ως μπρεχτικός ηθοποιός για να καταλήξει ο μεγάλος προστατευόμενος του χιτλερισμού. Η πρώτη επαφή του τριανταεννιάχρονου Χέφγκεν με τον υπουργό Προπαγάνδας γίνεται στην παράσταση «Αμλετ». Η σύζυγος του υπουργού, Λόττε Λίντενταλ, πρώην ηθοποιός, θα είναι το πρόσωπο κλειδί για τη σταδιακή προσέγγιση των δύο αντρών. Ωστόσο το αίμα κυλάει παντού και οι Εβραίοι στέλνονται στα στρατόπεδα, «μια σιωπηρή συμφωνία που κυριαρχούσε όχι μόνον σ’ εκείνη την αίθουσα αλλά και στη χώρα ολόκληρη». Ο Χέφγκεν, παρά τις πρώτες του επαφές με τους αντιστασιακούς και κομμουνιστές, είναι εκείνος ο χαρακτήρας που «πάντα κάτι του τυχαίνει την τελευταία στιγμή όταν πρόκειται για αποφάσεις που θα μπορούσαν να βλάψουν την καριέρα του». Αριβίστας, κακός και περιφρονητικός απέναντι στους άλλους, ξεχωρίζει ως ηθοποιός για το παίξιμό του. Και αυτό είναι το χαρτί που παίζει καλύτερα και εκτός σκηνής.
Η φευγαλέα υπόσταση της μάσκας του ηθοποιού
Σε πρώτη φάση θα προσπαθήσει να απαλλαγεί από το επιβαρυντικό παρελθόν του, θα παραμερίσει την ερωμένη του με μαύρη καταγωγή, το ίδιο και άλλα φιλικά πρόσωπα που είχαν αντικαθεστωτική δράση. Νευρωτικός, υστερικός χαρακτήρας, διοχέτευε τις κρίσεις του στη ζωή και στο θέατρο, εκεί όπου πιθανώς κρίνονταν ως συνταρακτικές οι ερμηνείες του - ειδικά στους ρόλους των κακών. Εκεί όπου ταυτιζόταν με το Κακό. Οι επιλογές του στο εξής στοχεύουν στην άνοδο της καριέρας του, στο καινούργιο υψηλό περιβάλλον αλλά ο γάμος του -σχεδόν στα όρια της ερωτικής αποτυχίας- θα επιταχύνει την προσωπική του αποξένωση. Η ντροπή που νιώθει κάπου βαθιά μέσα του για τις υποχωρήσεις του και τον εκτοπισμό όσων κριτίκαραν την καριέρα του -ακόμη και του τελευταίου κομμουνιστή φίλου του- θα υποχωρήσει μπρος στα οφέλη της εξουσίας.
Ο πιο μεγάλος του ρόλος θα είναι ο Μεφιστοφελής, στην παράσταση για τα εκατό χρόνια από τον θάνατο του Γκέτε. Στην πρεμιέρα παραβρίσκεται ο πρωθυπουργός που σπεύδει να τον συγχαρεί. Η αποθέωση του φέρνει περισσότερη δόξα και δύναμη κι ας «έπεσε η νύχτα στην πατρίδα μας», όπως γράφει ο Κλάους Μαν, και η χώρα έχει βεβηλωθεί. Η φωτιά στο Ράιχσταγκ αντί να τον τρομάξει, τον συγκλονίζει επαίσχυντα και μάλιστα μετά τον εμπρησμό συλλαμβάνεται ο πρώην φίλος του Όττο.
Ταυτόχρονα αισθάνεται και το συναίσθημα της συντριβής, λεκιάζει, νιώθει σημαδεμένος αλλά δεν μπορεί να κάνει πίσω. Πρέπει να πατήσει επί πτωμάτων για να συντηρήσει τη φήμη και στην ισχύ του· συχνάζει στα σαλόνια με τους Ες Ες ενώ στον κοντινό ορίζοντα βγαίνουν καπνοί από τα κρεματόρια. Η δική του «νέγρα», φυγαδευμένη στη Γαλλία, δεν παύει να είναι μια μόνιμη απειλή κι αυτό θα έπρεπε να διευθετηθεί, μην σπιλωθεί η υπόληψη και κινδυνεύσει η θέση του, καθώς έχει στο μεταξύ αναλάβει την διεύθυνση του Κρατικού Θεάτρου. Όμως δεν μπορεί να ανεβάσει πια έργα των σπουδαίων δραματουργών γιατί όλα συμπεριλαμβάνονται στη λίστα των απαγορευμένων βιβλίων. Σταδιακά θα χάσει κάθε ανθρώπινο έρεισμα, μόνον η επίκληση της μάσκας του ηθοποιού θα μπορέσει να του δώσει μια φευγαλέα υπόσταση για να αντέξει τον επερχόμενο κλονισμό του.
Έργο και πολιτική δράση σημαδιακά
Ο Κλάους Μαν γεννήθηκε το 1906 στο Μόναχο, όταν ο πατέρας του Τόμας ήταν ήδη ένας δημοφιλής συγγραφέας. Αρραβωνιάστηκε στα δεκαοκτώ την κόρη του ποιητή και θεατρικού συγγραφέα Φρανκ Βέντεκιντ και μετακόμισαν στο Βερολίνο όπου ο Κλάους έγραφε θεατρικές κριτικές και όπου εμπνεύστηκε το μυθιστόρημα «Ευλαβικός χορός», το πρώτο ομοερωτικό μυθιστόρημα της γερμανικής λογοτεχνίας. Αντιλήφθηκε πολύ έγκαιρα τον κίνδυνο του ναζισμού και, από τις αρχές της δεκαετίας του ’30 και πολύ νωρίτερα από τον «αργοπορημένο» πατέρα του, καταφέρθηκε εναντίον τους.
Το 1933, μόλις είκοσι έξι χρονών, εγκατέλειψε την πατρίδα του για να ζήσει οικειοθελώς εξόριστος σε διάφορες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες. Εγκαταστάθηκε στην Αμερική κατά τη διάρκεια του δεύτερου παγκόσμιου πολέμου, αρθρογραφώντας με πάθος κατά του ναζισμού, μιλώντας για την κατάσταση των εξορίστων αλλά και για το αντικομμουνισμό της Αμερικής που ξεκίνησε τη δεκαετία του ’40. Φιγουράριζε πρώτος στις μαύρες χιτλερικές λίστες ως αντι-ναζί και ανοιχτά ομοφυλόφιλος. Παράλληλα με την πολιτική του δράση, ως χαρακτήρας βρισκόταν σε μια διαρκή υπερδιέγερση και ερωτοτροπούσε με την ιδέα του θανάτου και της αυτοκτονίας.
Μετά το τέλος του πολέμου, απογοητευμένος από τη λογοτεχνική του πορεία και την οικονομική του κατάσταση, επέστρεψε στην Ευρώπη και τελικά βρέθηκε νεκρός σε ένα ξενοδοχείο στις Κάνες το 1949 από υπερβολική δόση υπνωτικών χαπιών. Μπορεί να μην ξεπέρασε ποτέ το όνομα του πατέρα του, να έζησε στη σκιά του «Μάγου Πατέρα» (όπως τονίζει ο βιογράφος του Frederic Spotts), ωστόσο το έργο και η πολιτική του δράση παραμένουν σημαδιακά, περισσότερο από ποτέ. Και αν δεν κατάκτησε την ύψιστη λογοτεχνική κορυφή, μπόρεσε όμως να συμβάλει στη λογοτεχνία με την ιδιαίτερη προσωπική γραφή του, καθιερώνοντας τη μυθιστορηματική βιογραφία αλλά και την αυτοβιογραφική μαρτυρία -ειδικά στην εξομολογητική Κρίσιμη καμπή- ανοίγοντας δρόμους σε άλλους συγγραφείς του εικοστού αιώνα.
Η ομώνυμη κινηματογραφική διασκευή του μυθιστορήματος με σκηνοθέτη τον ούγγρο Ίστβαν Ζάμπο κέρδισε το Όσκαρ Καλύτερης Ξένης Ταινίας, το 1981. Το μυθιστόρημα κυκλοφορεί και από τις εκδόσεις Έρμα σε μετάφραση Σοφίας Αυγερινού (2019). Δύο πρόσφατες, προσεγμένες, εκδόσεις που αποτελούν κίνητρο να ξανα-διαβαστεί το Μεφίστο.
Η Εποχή, Η εποχή των βιβλίων. 7/05/24
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου