Τετάρτη 20 Μαρτίου 2024

Η όαση Σίουα και ένα διήγημα από τους "Χάρτες"..

 Ο  ΗΛΙΟΣ  ΤΗΣ  ΕΡΗΜΟΥ



Από την Αλεξάνδρεια στην Μάρσα Ματρούχ νύχτα φτάσανε. Η πόλη, Φεβρουάριο μήνα, χωρίς την καλοκαιρινή της στολή, έμοιαζε αφημένη, κακοφωτισμένη. Λακκούβες στους δρόμους, απόνερα, στυμένα και πατημένα φρούτα, ένα δρόμος μακρόστενος το παζάρι με γλόμπους για τους νυχτερινούς πελάτες. Θλιμμένο μισοάδειο ξενοδοχείο. Δεν τους αρέσει. Άντε να ξημερώσει να μπούνε και πάλι στο φορτηγάκι και να φτάσουνε στην Όαση. Είμαστε αρχές του ενενήντα-έχει σημασία. Σε δέκα χρόνια η όαση Σίουα θα είναι κόλαση, γεμάτη εξοχικά και βίλες. Μια φήμη που έλεγε ότι ο τάφος του Μεγαλέξανδρου κείται εκείθε, έφερε κόσμο, λεφτά και τσιμέντο. Ο Στέργιος τελεί χρέη κάμεραμαν, ο Διονύσης συντονίζει, γράφει κείμενα, διεκπεραιώνει την έρευνα.

Στη θέση του οδηγού λαγοκοιμάται ο Αιγύπτιος οδηγός καθώς μπαίνουν στην στεππώδη έρημο ΄ δρόμος χαραγμένος σε μια ευθεία, κιτρινισμένο δέρμα φιδιού, ένας ορίζοντας, ένα αβαθές τοπίο. Ο Διονύσης κοιμάται κι ας κουνάει συνεχώς το νοικιασμένο λεωφορειάκι. Ο Στέργιος άγρυπνος, με την κάμερα παραδίπλα, μην προκύψει πλάνο ΄ άλλοι βλέπουν με τα μάτια και άλλοι με την κάμερα. Τρεισήμιση ώρες ταξίδι. Τίποτε στον ορίζοντα. Κιτρινίλα, θαμπή χειμωνιάτικη μέρα που δεν ολοκληρώθηκε στην καρδιά της Σαχάρας.

Γιατί να’ ρχόταν ως εδώ ο Αλέξανδρος; Οι μύθοι κι οι πηγές τον έχουν σίγουρο επισκέπτη, όσο για τον τάφο του, κι αυτός σαν μύθος φυτρώνει παντού. Και ιδού μια νησίδα στη μέση του πουθενά, με χαμηλούς λόφους, φοίνικες που τους κατατρώγει ύπουλα η έρημος και κόκκο κόκκο ετοιμάζεται να απορροφήσει οποιαδήποτε μορφή βλάστησης. Περήφανη κατάρα, έρημος, μεταλλασσόμενη. Πλίνθινα σπίτια, κάρα, ζώα στους δρόμους, χαλασμένα ποδήλατα, μισόγυμνα παιδιά, η πισίνα της Κλεοπάτρας, μια στέρνα με στάσιμα νερά. Ένα καφενείο παράγκα, ένα τεράστιο τσουκάλι που χωράει ολόκληρον άνθρωπο και όπου βράζει συνεχώς το ρύζι ΄ μαύρο τσάι: σφίγγει το έντερο.

Ο τόπος του τάφου σαν πλάνη. Οτιδήποτε θα μπορούσε να είναι εδώ. Μια Ελληνίδα ουρλιάζει ότι ξέρει για Εκείνον, για την Ταφή του, μια Ελληνίδα αρχαιολόγος στην έρημο αντί σε άσυλο. Την φωτογραφίζουν, τριγύρω…

Απέμεινε ο ναός του Άμμωνος Διός, από εκεί που πήρε τον χρησμό ο Αλέξανδρος για να κατακτήσει τον μισό κόσμο για να χάσει μια ολόκληρη ζωή. Ανηφοριά: άμμος, πέτρες και χώμα. Ερειπωμένα κτίρια. Άντε μια ανάσα μέχρι την κορυφή. Το μονοπάτι ήσυχο, ένα σκυλί γαυγίζει στην άκρη της λίμνης που στερεύει, που μαζεύεται. Ο Διονύσης ανεβαίνει και χώνεται ανάμεσα στα μισογκρεμισμένα δώματα. Είναι πολλοί οι αιώνες, πάρα πολλοί και πάλι καλά που απέμειναν και αυτά τα ντουβάρια. Τριγύρω η όαση, στο βάθος, όπου και να δει ως προς οποιαδήποτε κατεύθυνση, το άδειο.

Κουράζεται και κάθεται καταγής με το φόβο κάποιος σκορπιός ή ένα φίδι, που δεν κοιμήθηκε ποτέ, να του επιτεθεί.  Δεν μπορεί κάτι θα έπαθε, εδώ και λίγα λεπτά αφουγκράζεται κάθε χτύπο, κάθε ήχο από παντού, έχει διευρυνθεί η ακοή, η αίσθησή της τεταμένη. Λένε πως τα σκυλιά μυρίζοντας αναγνωρίζουν από δεκάδες μέτρα. Κι άλλοι, αγγίζοντας στα σκοτάδια, υφαίνουν την χαμένη όραση. 

Όμως αυτός, μάτια έχει, μυρωδιά δεν του λείπει αλλά ακούει, ακούει συνεχώς, λες και οι ήχοι, που γυροφέρνουν τον τόπο, ξαναγυρνούν, δεν πάνε χαμένοι. «Τίποτε δεν πάει χαμένο στον κόσμο μας», ομολογεί και κλείνει τα μάτια. Κάθε μόριο, κάθε πληροφορία, κάθε χτύπος περιμένουν να τα περισυλλέξεις και να τα σμίξεις σε νόημα.

Και τι δεν ακούει που δεν ακούμε εμείς. Τι γδούπους, τι οιμωγές, τι προσευχές, τι γλώσσες-αλήθεια τι γλώσσες, πώς προφέρονταν οι γλώσσες; Είχαμε τα ίδια δόντια, τα ίδια χείλη για να συλλαβίσουν τα δικά μας νοήματα; Είχαμε τα ίδια νοήματα; Κι όμως νομίζει ότι αναγνωρίζει τους σπασμούς που όλο και τον πλησιάζουν εκκωφαντικά.

«Πείτε του την αλήθεια, μην προχωρήσει παρά πέρα. Ας χτίσει μια πόλη κι ας βασιλεύσει ήσυχα».

Ποιος μιλάει; Μα ο ίδιος! Ποιος τον αναγκάζει να μιλήσει στη γλώσσα του και να προειδοποιήσει τον Βασιλιά; Να λοιπόν τι ήταν οι μαντείες: ήταν λόγια γυρισμένα στη γλώσσα που ήθελαν να ακουστεί ώστε να περάσει το μήνυμα. Που συνέλλεγαν τους σκορπισμένους ήχους και τις πληροφορίες σε μια στιγμή, τη δεδομένη στιγμή, την επερχόμενη, όταν θα επιτελούνταν οι πράξεις των ανθρώπων.

Ο Διονύσης κατηφόρισε στο κέντρο του χωριού. Σκοτείνιαζε και μόνον το τριώροφο ξενοδοχείο-μπετόν σκέτο-είχε δική του γεννήτρια. Ο Στέργιος τον περίμενε στο καφενείο με ρύζια βρασμένα, τσάγια πολλά και καναδυό ντόπιους να προσπαθούν να συννενοηθούν μαζί του. Κάθισε δίπλα τους σκεπτικός.

«Έχεις κάτι;» τον ρώτησε ο Στέργιος.

«Τίποτε δεν έχω». 

Άρχισε να τρώει ρύζι και η ακοή του μίκρυνε, το τούνελ έκλεινε και ξαφνικά μόνον ο θόρυβος του πηρουνιού ακουγόταν. Δεν είχε λόγο να εξηγήσει οτιδήποτε, ΄Ηταν πολύ αργά πια για να προειδοποιήσει.





Από την συλλογή διηγημάτων ΧΑΡΤΕΣ, Εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗ, 2007










Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ο Γιώργος Περαντωνάκης γράφει για το Ελσίνκι στην Bookpess

   Διπλές ταυτότητες ως μορφές απόκρυψης Bookpress 31/10/2024 Το τελευταίο αυτό μυθιστόρημα του Θεόδωρου Γρηγοριάδη ανήκει καταρχάς στη «λογ...