Κυριακή 24 Μαρτίου 2024

Ένα αφήγημα για την 25η Μαρτίου


Θεόδωρος Γρηγοριάδης


"25 Μαρτίου 1967".


Ενώνουν πάλι τις δυο μεγάλες τάξεις. Ανοίγει η μεσαία πόρτα διάπλατα, αυτή που χωρίζει την Πέμπτη από την Τετάρτη. 'Υστερα ανεβάζουν τα καδρόνια. Τα ίδια πράγματα κάθε χρόνο. Ο επιστάτης ανεβάζει τα πιο βαριά και οι Εκταίοι τα μικρότερα. Τα κορίτσια φροντίζουν τις στολές και τις φουστανέλες.

Εγώ φέτος σαν πιο μεγάλος θα κουβαλήσω εκείνα που λαχταρούσα από την Πρώτη τάξη. Τα μεγάλα χαρτιά. Είναι τυλιγμένα σαν τα χαλιά που μαζεύει η μαμά το καλοκαίρι. Σκληρά χαρτόνια απ' την πολλή μπογιά που 'χουν πάνω τους. Τα βάζουν στην αποθήκη όρθια όλο τον χρόνο και τα προσέχουν μη μουσκέψουν ή μη τα φάνε κάτι παχουλά ποντίκια που τριγυρίζουν στο χωριό.

Εκεί μέσα βλέπεις πολλές σημαιούλες και χάρτινες λωρίδες μπλε άσπρο που γράφουν: «Ζήτω το Εθνος», «Ζήτω η Πατρίς», «Ζήτω ο Βασιλεύς».

Ξετυλίγω το πρώτο χαρτόνι. Ζωγραφισμένο ένα τζάκι με ένα πελώριο παράθυρο στον τοίχο και μπροστά μια κόκκινη πουάν κουρτίνα. Απέξω φαίνονται άδεια τα δένδρα. Γυμνά σαν τα δένδρα του χωριού τον χειμώνα που βλέπω από το παράθυρο της κουζίνας. Στην κουζίνα κοιμάμαι εγώ και λουζόμαστε εκεί μέσα, είναι το μόνο ζεστό δωμάτιο.

Πάνω στη σκηνή δεν είμαι μικρός. Είμαι ένας μεγάλος αλλά δεν έχω σπουδαίο ρόλο, «πρωτοπαλίκαρο» με λένε. Ο ξάδελφός μου πήρε τον πρώτο ρόλο, αφού όλοι οι δάσκαλοι ψωνίζουν από το μπακάλικο του θείου Χαρίλαου και κάνουν χατίρια πιο πολύ στον Χρήστο.

«O Xρήστος είναι πιο ζωηρός απ' τον δικό σας» λέει στη μαμά μου ο δάσκαλος, ο κύριος Λάζαρος, στη γιορτή μου. Είχαν έρθει επίσκεψη είκοσι τρία άτομα, τα μέτρησα.

«Ο Χρήστος τρέχει στην αυλή, ο δικό σας κάθεται στα πεζουλάκια και κοιτάζει τα άλλα παιδιά».

Δεν μπορώ να ακούσω άλλο γιατί με στέλνουν μέσα να κοιμηθώ, στο πίσω δωμάτιο το σκοτεινό. Ακούγεται το ρέμα, τρέχουν πολλά νερά από το βουνό.

Πρωτοπαλίκαρο, άρα δεν φοβάμαι κανέναν, αλλά μου φαίνεται πως θέλω να πάω προς νερού μου. Ετσι το λέμε ευγενικά. Ανοίγω το παράθυρο και ίσα κάτω. Φτύνω τρεις φορές για να μη μου συμβεί κακό. Στο σαλόνι ακούγονται να πίνουν και να τραγουδάνε. Ετσι μαζεύονται στη γιορτή μου κάθε χρόνο, οι καλύτεροι του χωριού, πρόεδρος, δάσκαλοι.

«Θα πιω κρασί ένα βαρέλι» λέω δυνατά στη σκηνή και κοιτάζω τον κόσμο κάτω.

Ο ξάδελφος εξόντωσε όλους τους Τουρκαλάδες και έχουμε πανηγύρι. Μόνον αυτό λέω: «Θα πιω κρασί ένα βαρέλι». Δυο ώρες έργο. Η μαμά ήταν στεναχωρημένη, την έβλεπα κρυμμένος πίσω απ' τις κουρτίνες.

Ξέρω όλα τα λόγια του Χρήστου. Τα ακούω κάθε μέρα στην πρόβα. Στο σπίτι τα ξαναλέω, μόνος, απέξω. Κρεμάω και μια χρωματιστή κουρελού για σκηνικό. ΄Ερχεται την κατεβάζει η μαμά. «Ολο χαζομάρες κάνεις».

Πουθενά δεν μου δίνουν καλό ρόλο.

Στο δεύτερο χαρτόνι είναι ζωγραφισμένο ένα τοπίο με πλάτανο και μια βαθιά ρεματιά. Εκεί μπροστά αναπαύονται τα παλικάρια μετά τη μάχη. Από τον γκρεμό πέφτουν τα κορίτσια του Ζαλόγγου. Κάτω από τον πλάτανο ξαπλώνει ο ξάδελφος και μιλάει, ενώ τα παλικάρια τον κοιτάμε.

Σε ένα τέταρτο θα γυρίσει ΘΡΙΑΜΒΕΥΤΗΣ στο σπίτι για το πανηγύρι. Εκεί θα γιορτάσουμε τη νίκη πίνοντας. Μόνον εκεί μιλάω ότι θα πιω κρασί ένα βαρέλι. Αν όμως πλακώνανε τώρα οι Τούρκοι και πληγώνανε τον ξάδελφο, θα έβγαινα στη σκηνή. Θα τους κυνήγαγα μέχρι τον γκρεμό, να τους γκρεμοτσακίσω. Παίρνω στον ώμο τον ξάδελφο και τον φέρνω πίσω. Ολοι στο σπίτι μ' αγκαλιάζουν που τον έσωσα και τους διηγούμαι το κατόρθωμά μου. Χειροκροτούν από κάτω οι χωριανοί. Η μαμά είναι ευχαριστημένη που είμαι πρωταγωνιστής.

«Μπράβο» μου λέει ο κύριος Λάζαρος. «'Ησουν υπέροχος. Του χρόνου θα σε βάλουμε στον ρόλο του Μεγαλέξανδρου».

ΜΕΓΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ λέγεται ο σινεμάς. Εκεί μας πηγαίνουν με γραμμή, όταν φτάνει διαταγή για να δούμε ταινία. Εχουμε δει τη «Βίβλο». Την «Οδύσσεια» με Αμερικανούς. Ομως εγώ πάω και μόνος μου κρυφά ή με τον θείο Αντώνη που με βάζει τζάμπα. Αυτός δεν χάνει έργα. Να μη χάνω έργα.

«Οδός Μεγάλου Αλεξάνδρου» λέγεται ο δρόμος από την πλατεία μέχρι το τελευταίο προσφυγικό σπίτι ανεβαίνοντας προς το κάστρο. Εκεί είναι το κάστρο του, όμως Αλέξανδρος είναι και ο φίλος μου ο Αλέκος, μικρός όμως.

Ρωτάω τον Ουζούν Σάββα που έχει δει τόσους βασιλιάδες.

«Σίγουρα» μου λέει «ο Αλέξανδρος έζησε κοντά στο χωριό. Ο προπάππος μου τον είχε δει όταν περνούσε από την Ασία».

Ο Ουζούν Σάββας είναι αδελφός της γιαγιάς και ήρθανε από τη Σαμψούντα. Ουζούν στα τουρκικά σημαίνει ψηλός. Ο παππούς δεν τον χωνεύει και του πετάει άσχημες λέξεις. Η γιαγιά κατεβάζει τα μούτρα της. Μιλάνε με τούρκικες παροιμίες. 'Οταν θέλουν να πούνε κάτι δικό τους, το λένε μόνο στα τούρκικα. Ακόμη κι ο μπαμπάς με τον παππού έτσι συνεννοούνται. Σκάνε στα γέλια.

«Αυτή είναι η γλώσσα των εχθρών μας» τους λέω. «Αφού στη σχολική γιορτή σκοτώνουμε συνέχεια τους Τουρκαλάδες».

'Ομως αυτός λέει, «μια χαρά ήμασταν όλοι μαζί κάποτε».

'Υστερα πιάνει το ούτι και αρχίζει να τραγουδάει, ποιος ξέρει σε ποια γλώσσα.



Δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών, στις ΝΗΣΙΔΕΣ,  Μάρτιος 2019

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ο Γιώργος Περαντωνάκης γράφει για το Ελσίνκι στην Bookpess

   Διπλές ταυτότητες ως μορφές απόκρυψης Bookpress 31/10/2024 Το τελευταίο αυτό μυθιστόρημα του Θεόδωρου Γρηγοριάδη ανήκει καταρχάς στη «λογ...