Πολύ χαίρομαι για το βιβλίο και το κείμενο που ακολουθεί. Διαβάζω χρόνια τώρα τον Πάτρικ Γουάιτ και ό,τι σχετίζεται με τη ζωή του, καθώς και το βιβλίο του Βρασίδα Καραλή. Δύο από τα κεφάλαιά του δημοσιεύτηκαν στο "Διαβάζω" και στην "Οδό Πανός" το 2003 Κυκλοφορεί από τις εκδόσεις BRANDL & SCHLESINGER.
Γράφει ο Δημήτρης Παπανικολάου
Ο ΔΙΕΘΝΗΣ ΤΥΠΟΣ ΤΟΝ ΑΠΟΚΑΛΟΥΣΕ ΕΠΙΣΤΑΤΗ ΤΟΥ
Γράφει ο Δημήτρης Παπανικολάου
Ο ΔΙΕΘΝΗΣ ΤΥΠΟΣ ΤΟΝ ΑΠΟΚΑΛΟΥΣΕ ΕΠΙΣΤΑΤΗ ΤΟΥ
ΝΟΜΠΕΛΙΣΤΑ ΠΑΤΡΙΚ ΓΟΥΑΪΤ, ΑΛΛΑ Ο ΜΑΝΩΛΗΣ ΛΑΣΚΑΡΗΣ
ΗΤΑΝ Ο ΣΥΝΤΡΟΦΟΣ ΤΟΥ. ΤΟ ΠΟΡΤΡΕΤΟ ΤΟΥ
ΑΠΟ ΤΟΝ ΒΡΑΣΙΔΑ ΚΑΡΑΛΗ ΓΙΝΕΤΑΙ Η ΑΦΟΡΜΗ ΓΙΑ ΜΙΑ
ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΕ ΘΕΜΑ ΤΟΝ ΕΡΩΤΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΜΠΙΣΤΟΣΥΝΗ,
ΤΟ ΤΡΑΥΜΑ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΝΟΙΚΕΙΩΣΗ ΤΗΣ
ΔΙΑΣΠΟΡΑΣ
«Αυτός ο μικρόσωμος Έλληνας με την τεράστια ηθική δύναμη, που έγινε η απόκρυφη μαντάλα, η μυστική γεωμετρία της μέχρι τότε ακατάστατης ζωής μου». Έτσι περιγράφει στην αυτοβιογραφία του ο Αυστραλιανός νομπελίστας συγγραφέας Πάτρικ Γουάιτ τον μεγάλο έρωτά του για τον Μανώλη Λάσκαρη, που υπήρξε για περίπου μισόν αιώνα ο αφοσιωμένος σύντροφος της ζωής του. Αυτή την περιγραφή πρέπει να είχε στο νου του ο Βρασίδας Καραλής το 1993, τρία χρόνια μετά τον θάνατο του Γουάιτ, όταν χτυπούσε το κουδούνι του θρυλικού σπιτιού τους στον αριθμό 20 της Μartin Road στο Centennial Ρark του Σίδνεϊ.
Φανατικός θαυμαστής των μυθιστορημάτων και των θεατρικών έργων του Γουάιτ, ο Καραλής είχε ξεκινήσει ήδη να μεταφράζει κάποια από τα βιβλία του συγγραφέα στα ελληνικά όταν αποφάσισε να αναζητήσει τον Έλληνα σύντροφό του, που έμενε πια μόνος στο σπίτι που είχε μοιραστεί με τον Γουάιτ για δεκαετίες. Πρώτος στόχος του Καραλή ήταν να αντλήσει περισσότερες πληροφορίες για τον νεκρό συγγραφέα, να συζητήσει τα έργα του. Ίσως επίσης, παραδέχεται σήμερα, αυτό που τον έκανε να συνδεθεί φιλικά με τον Λάσκαρη είχε να κάνει και με την «υπόρρητη αλληλεγγύη που νοιώθουν όλοι οι μετανάστες όταν συναντιούνται μεταξύ τους, και συνειδητοποιούν ότι γι΄ αυτούς δεν έχει πια οδό επιστροφής στην πατρίδα». Εν τούτοις, καθώς οι συναντήσεις τους πλήθαιναν και οι συζητήσεις τους γίνονταν όλο και πιο έντονες και απαιτητικές, ο Καραλής συνειδητοποίησε ότι αυτό που ξεδιπλωνόταν μπροστά του ήταν μια μορφή συναρπαστική, προσωπικότητα πολύπλοκη και αντιφατική, σπουδαίας διορατικότητας και γοητείας, το υλικό μιας αυτοβιογραφίας που δεν γράφτηκε ποτέ.
Το βιβλίο Recollections of Μr Μanoly Lascaris που εκδόθηκε στην Αυστραλία τον περασμένο μήνα και ήδη έχει αποσπάσει ευνοϊκότατες κριτικές, είναι η προσπάθεια του Βρασίδα Καραλή, αναπληρωτή καθηγητή Νεοελληνικών Σπουδών στο πανεπιστήμιο του Σίδνεϊ, να ανασυντάξει τις εικόνες και τις μνήμες που έχει κρατήσει από τη φιλία του με τον Μανώλη Λάσκαρη. Καθώς κάθε κεφάλαιο περιγράφει μια συνάντηση και μια συζήτηση με τον Λάσκαρη (ο οποίος πέθανε το 2003), το βιβλίο καταλήγει επίσης μια αγωνιώδης προσπάθεια να καταγραφεί η ίδια η φωνή του Λάσκαρη, έστω διαμεσολαβημένη από τον συγγραφέα. Ο αγγλικός τίτλος, άλλωστε, σημαίνει ταυτόχρονα « Αναμνήσεις από τον κ.Μανώλη Λάσκαρη » και « Οι αναμνήσεις του κ. Μανώλη Λάσκαρη ».
Δεν πρόκειται όμως απλώς για μια χειρονομία με στόχο να ανασυρθεί από την αφάνεια ένας άνθρωπος που έζησε όλη του τη ζωή στη σκιά ενός μεγάλου συγγραφέα και στην υπηρεσία ενός μεγάλου έρωτα. Ούτε θα βρει εδώ ο αναγνώστης λεπτομέρειες της προσωπικής ζωής του Γουάιτ με τον Λάσκαρη που να μην είναι ήδη γνωστές, είτε από την αυτοβιογραφία του συγγραφέα ( Flaws in the Glass ) είτε από την κλασική βιογραφία του από τον David Μarr. Κρατώντας πολύ έξυπνα χαμηλούς τόνους, ο Καραλής αρχίζει μεταφέροντας τις απόψεις του Λάσκαρη για την τέχνη, τη φιλοσοφία, την αισθητική και τη ζωή, καταλήγει όμως να προσφέρει μια πολυεπίπεδη ιστορία με θέμα τον έρωτα και την εμπιστοσύνη, την (ελληνική) γλώσσα και την τέχνη της αφήγησης, το τραύμα της ιστορίας και την ανοικείωση της διασποράς.
Εδώ όμως υπάρχει μια έκπληξη: καθώς ο αφηγητής Καραλής προσπαθεί να καταλάβει τη φιλοσοφία ζωής του συνομιλητή του και στο τέλος αποφασίζει να κάνει αυτή την εμπειρία βιβλίο, ο σνομπ, ελιτιστής, βαθύτατα συναισθηματικός Λάσκαρης μεταμορφώνεται, ούτε λίγο ούτε πολύ, στο αρνητικό του πιο γνωστού χαρακτήρα της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Ο Λάσκαρης του Καραλή στέκεται τελικά στον αντίποδα του Καζαντζακικού Ζορμπά: κλεισμένος στο σπίτι του, λεπταίσθητος και λεπτοκαμωμένος, αφοσιωμένος στην πεμπτουσία του έρωτα και αδιάφορος για την ηδονή, μορφωμένος και βαθυστόχαστος, ο Λάσκαρης προβάλλει εν τούτοις, όπως και ο Ζορμπάς, μια βιωμένη, σωματοποιημένη άποψη για τη ζωή, την ανθρώπινη ηθική, την ισορροπία που αγωνίζεται να κατακτήσει ο άνθρωπος μέσω των Άλλων.
«Πρέπει να δει κανείς τον εαυτό του σαν έναν φιλοξενούμενο», λέει κάποια στιγμή ο Λάσκαρης. «Η ζωή δεν έχει καμία σχέση με την ατομικότητα· η ζωή παίρνει αντίθετα σημασία μέσα από τις συναντήσεις μας με τους άλλους. Μέσα από τις συναντήσεις της ζωής μας μπορούμε να αρθρώσουμε τις φαινομενικά ακατανόητες λέξεις διά των οποίων η ψυχή μας προβάλλει τις πιο παράλογες, τις πιο απίθανες αξιώσεις από την πραγματικότητα. Δεν χρειαζόμαστε θρησκείες: χρειαζόμαστε φιλίες, έρωτες, πάθη».
Γεννημένος το 1912 στο Κάιρο, με καταγωγή από τη Σμύρνη και αριστοκρατική γενιά, ο Μανώλης Λάσκαρης μεγάλωσε στην Αθήνα. Μόλις ενηλικιώθηκε πήγε στην Αλεξάνδρεια, όπου εργάστηκε ως τραπεζικός υπάλληλος. Εκεί γνώρισε μάλιστα και τον Καβάφη (για τον οποίο λέει: «δεν πρέπει να πλύθηκε ποτέ στη ζωή του. Ερχόταν πελάτης στην τράπεζα που δούλευα και βρώμαγε από μακριά, κι ας έβαζε φτηνά αρώματα»). Τον χειμώνα του 1941 γνώρισε τον Πάτρικ Γουάιτ, που βρισκόταν τότε στην Αλεξάνδρεια ως αξιωματικός της Αυστραλιανής Αεροπορίας. Μετά τον πόλεμο και μια αποτυχημένη προσπάθεια να εγκατασταθούν στην Ελλάδα, φεύγουν για την Αυστραλία, όπου και θα μείνουν για την υπόλοιπη ζωή τους. Ο αυστραλιανός και ο διεθνής Τύπος αναφερόταν συχνά σε αυτόν ως «ο αφοσιωμένος επιστάτης του Γουάιτ» και η φύση της σχέσης τους δεν είχε ξεκαθαριστεί ποτέ πριν από τη δημοσίευση της αυτοβιογραφίας του Γουάιτ το 1981. Οι κριτικοί αναφέρουν συχνά ότι ο Λάσκαρης ήταν ο λόγος για τον οποίο ο Γουάιτ στα βιβλία του αναφερόταν τόσο συχνά στην Ελλάδα, αλλά μέχρι εκεί- το στερεότυπο που τον ακολουθεί είναι αυτό του ανθρώπου που έζησε στην αφάνεια. Σε ένα από τα πιο ωραία σημεία του βιβλίου του Καραλή, ο ίδιος ο Λάσκαρης σχολιάζει σχεδόν ειρωνικά:
«Πάντα δημιουργώ αμφίβολες εντυπώσεις. Δεν μπορεί κανείς να πει με σιγουριά αν είμαι έξυπνος ή χαζός, ή αν έζησα με τον Πάτρικ λόγω ενός βαθύτατου συναισθήματος κατωτερότητας, ή επειδή φοβόμουν να αντιμετωπίσω τη ζωή μου πίσω στην πατρίδα... Πρέπει να σου πω ότι ήμουν πάντα αδύναμος και αναποφάσιστος... Αλλά μέσα από την αδυναμία μου, μπορούσα να δω τους άλλους ξεκάθαρα, χωρίς προκαταλήψεις.
Ποτέ δεν ένοιωθαν να απειλούνται από μένα. Τους έδινα χώρο να μιλήσουν, έκανα μόνο μικρές χειρονομίες καλής θέλησης και πρόσφερα αδιόρατες πράξεις συμπαράστασης. Έτσι έμεινα στη ζωή μου κρυμμένος - μα αυτό δεν είναι απαραίτητα κάτι κακό».
Ο Δημήτρης Παπανικολάου είναι λέκτορας Νεοελληνικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης
Φανατικός θαυμαστής των μυθιστορημάτων και των θεατρικών έργων του Γουάιτ, ο Καραλής είχε ξεκινήσει ήδη να μεταφράζει κάποια από τα βιβλία του συγγραφέα στα ελληνικά όταν αποφάσισε να αναζητήσει τον Έλληνα σύντροφό του, που έμενε πια μόνος στο σπίτι που είχε μοιραστεί με τον Γουάιτ για δεκαετίες. Πρώτος στόχος του Καραλή ήταν να αντλήσει περισσότερες πληροφορίες για τον νεκρό συγγραφέα, να συζητήσει τα έργα του. Ίσως επίσης, παραδέχεται σήμερα, αυτό που τον έκανε να συνδεθεί φιλικά με τον Λάσκαρη είχε να κάνει και με την «υπόρρητη αλληλεγγύη που νοιώθουν όλοι οι μετανάστες όταν συναντιούνται μεταξύ τους, και συνειδητοποιούν ότι γι΄ αυτούς δεν έχει πια οδό επιστροφής στην πατρίδα». Εν τούτοις, καθώς οι συναντήσεις τους πλήθαιναν και οι συζητήσεις τους γίνονταν όλο και πιο έντονες και απαιτητικές, ο Καραλής συνειδητοποίησε ότι αυτό που ξεδιπλωνόταν μπροστά του ήταν μια μορφή συναρπαστική, προσωπικότητα πολύπλοκη και αντιφατική, σπουδαίας διορατικότητας και γοητείας, το υλικό μιας αυτοβιογραφίας που δεν γράφτηκε ποτέ.
Το βιβλίο Recollections of Μr Μanoly Lascaris που εκδόθηκε στην Αυστραλία τον περασμένο μήνα και ήδη έχει αποσπάσει ευνοϊκότατες κριτικές, είναι η προσπάθεια του Βρασίδα Καραλή, αναπληρωτή καθηγητή Νεοελληνικών Σπουδών στο πανεπιστήμιο του Σίδνεϊ, να ανασυντάξει τις εικόνες και τις μνήμες που έχει κρατήσει από τη φιλία του με τον Μανώλη Λάσκαρη. Καθώς κάθε κεφάλαιο περιγράφει μια συνάντηση και μια συζήτηση με τον Λάσκαρη (ο οποίος πέθανε το 2003), το βιβλίο καταλήγει επίσης μια αγωνιώδης προσπάθεια να καταγραφεί η ίδια η φωνή του Λάσκαρη, έστω διαμεσολαβημένη από τον συγγραφέα. Ο αγγλικός τίτλος, άλλωστε, σημαίνει ταυτόχρονα « Αναμνήσεις από τον κ.Μανώλη Λάσκαρη » και « Οι αναμνήσεις του κ. Μανώλη Λάσκαρη ».
Δεν πρόκειται όμως απλώς για μια χειρονομία με στόχο να ανασυρθεί από την αφάνεια ένας άνθρωπος που έζησε όλη του τη ζωή στη σκιά ενός μεγάλου συγγραφέα και στην υπηρεσία ενός μεγάλου έρωτα. Ούτε θα βρει εδώ ο αναγνώστης λεπτομέρειες της προσωπικής ζωής του Γουάιτ με τον Λάσκαρη που να μην είναι ήδη γνωστές, είτε από την αυτοβιογραφία του συγγραφέα ( Flaws in the Glass ) είτε από την κλασική βιογραφία του από τον David Μarr. Κρατώντας πολύ έξυπνα χαμηλούς τόνους, ο Καραλής αρχίζει μεταφέροντας τις απόψεις του Λάσκαρη για την τέχνη, τη φιλοσοφία, την αισθητική και τη ζωή, καταλήγει όμως να προσφέρει μια πολυεπίπεδη ιστορία με θέμα τον έρωτα και την εμπιστοσύνη, την (ελληνική) γλώσσα και την τέχνη της αφήγησης, το τραύμα της ιστορίας και την ανοικείωση της διασποράς.
Εδώ όμως υπάρχει μια έκπληξη: καθώς ο αφηγητής Καραλής προσπαθεί να καταλάβει τη φιλοσοφία ζωής του συνομιλητή του και στο τέλος αποφασίζει να κάνει αυτή την εμπειρία βιβλίο, ο σνομπ, ελιτιστής, βαθύτατα συναισθηματικός Λάσκαρης μεταμορφώνεται, ούτε λίγο ούτε πολύ, στο αρνητικό του πιο γνωστού χαρακτήρα της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Ο Λάσκαρης του Καραλή στέκεται τελικά στον αντίποδα του Καζαντζακικού Ζορμπά: κλεισμένος στο σπίτι του, λεπταίσθητος και λεπτοκαμωμένος, αφοσιωμένος στην πεμπτουσία του έρωτα και αδιάφορος για την ηδονή, μορφωμένος και βαθυστόχαστος, ο Λάσκαρης προβάλλει εν τούτοις, όπως και ο Ζορμπάς, μια βιωμένη, σωματοποιημένη άποψη για τη ζωή, την ανθρώπινη ηθική, την ισορροπία που αγωνίζεται να κατακτήσει ο άνθρωπος μέσω των Άλλων.
«Πρέπει να δει κανείς τον εαυτό του σαν έναν φιλοξενούμενο», λέει κάποια στιγμή ο Λάσκαρης. «Η ζωή δεν έχει καμία σχέση με την ατομικότητα· η ζωή παίρνει αντίθετα σημασία μέσα από τις συναντήσεις μας με τους άλλους. Μέσα από τις συναντήσεις της ζωής μας μπορούμε να αρθρώσουμε τις φαινομενικά ακατανόητες λέξεις διά των οποίων η ψυχή μας προβάλλει τις πιο παράλογες, τις πιο απίθανες αξιώσεις από την πραγματικότητα. Δεν χρειαζόμαστε θρησκείες: χρειαζόμαστε φιλίες, έρωτες, πάθη».
Γεννημένος το 1912 στο Κάιρο, με καταγωγή από τη Σμύρνη και αριστοκρατική γενιά, ο Μανώλης Λάσκαρης μεγάλωσε στην Αθήνα. Μόλις ενηλικιώθηκε πήγε στην Αλεξάνδρεια, όπου εργάστηκε ως τραπεζικός υπάλληλος. Εκεί γνώρισε μάλιστα και τον Καβάφη (για τον οποίο λέει: «δεν πρέπει να πλύθηκε ποτέ στη ζωή του. Ερχόταν πελάτης στην τράπεζα που δούλευα και βρώμαγε από μακριά, κι ας έβαζε φτηνά αρώματα»). Τον χειμώνα του 1941 γνώρισε τον Πάτρικ Γουάιτ, που βρισκόταν τότε στην Αλεξάνδρεια ως αξιωματικός της Αυστραλιανής Αεροπορίας. Μετά τον πόλεμο και μια αποτυχημένη προσπάθεια να εγκατασταθούν στην Ελλάδα, φεύγουν για την Αυστραλία, όπου και θα μείνουν για την υπόλοιπη ζωή τους. Ο αυστραλιανός και ο διεθνής Τύπος αναφερόταν συχνά σε αυτόν ως «ο αφοσιωμένος επιστάτης του Γουάιτ» και η φύση της σχέσης τους δεν είχε ξεκαθαριστεί ποτέ πριν από τη δημοσίευση της αυτοβιογραφίας του Γουάιτ το 1981. Οι κριτικοί αναφέρουν συχνά ότι ο Λάσκαρης ήταν ο λόγος για τον οποίο ο Γουάιτ στα βιβλία του αναφερόταν τόσο συχνά στην Ελλάδα, αλλά μέχρι εκεί- το στερεότυπο που τον ακολουθεί είναι αυτό του ανθρώπου που έζησε στην αφάνεια. Σε ένα από τα πιο ωραία σημεία του βιβλίου του Καραλή, ο ίδιος ο Λάσκαρης σχολιάζει σχεδόν ειρωνικά:
«Πάντα δημιουργώ αμφίβολες εντυπώσεις. Δεν μπορεί κανείς να πει με σιγουριά αν είμαι έξυπνος ή χαζός, ή αν έζησα με τον Πάτρικ λόγω ενός βαθύτατου συναισθήματος κατωτερότητας, ή επειδή φοβόμουν να αντιμετωπίσω τη ζωή μου πίσω στην πατρίδα... Πρέπει να σου πω ότι ήμουν πάντα αδύναμος και αναποφάσιστος... Αλλά μέσα από την αδυναμία μου, μπορούσα να δω τους άλλους ξεκάθαρα, χωρίς προκαταλήψεις.
Ποτέ δεν ένοιωθαν να απειλούνται από μένα. Τους έδινα χώρο να μιλήσουν, έκανα μόνο μικρές χειρονομίες καλής θέλησης και πρόσφερα αδιόρατες πράξεις συμπαράστασης. Έτσι έμεινα στη ζωή μου κρυμμένος - μα αυτό δεν είναι απαραίτητα κάτι κακό».
Ο Δημήτρης Παπανικολάου είναι λέκτορας Νεοελληνικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης
Έχει κυκλοφορήσει το "Ψεγάδια στον καθρέφτη" του Πάτρικ Γουάιτ (εκδόσεις τυπωθήτω-Γ.Δαρδανός). Σκέφτηκα πως μπορεί να σε ενδιαφέρει.
ΑπάντησηΔιαγραφή