22
ΤΟ
ΠΡΩΤΟ ΒΡΑΔΥ ΣΤΟ ΝΗΣΙ κοιμηθήκαμε
χωρισμένοι κατά φύλο. Οι γυναίκες στο
πάνω πάτωμα και οι τρεις άνδρες στο
κάτω. Μου άρεσε αυτός ο διακανονισμός.
Η θεία Έλλη δεν ήθελε καν να συζητήσει
το ενδεχόμενο να κοιμηθεί με τον Γρηγόρη
στο ίδιο κρεβάτι, τη στιγμή που ήταν
φιλοξενούμενοι σε σπίτι συγγενών.
Κρατούσαν μερικά προσχήματα ακόμη όσο
κρατούσε ο αρραβώνας τους.
Έτσι,
βρεθήκαμε στο κάτω πάτωμα, που ετοιμάστηκε
ειδικά για μας — εμένα, τον Γρηγόρη και
τον Παναγιώτη. Ο Παναγιώτης διάλεξε το
καθιστικό δωμάτιο με το μονό ντιβάνι
και έκλεισε την πόρτα πίσω του παρ' όλη
τη ζέστη που επικρατούσε το βράδυ εκείνο.
Μαζί
με τον Γρηγόρη μείναμε στο άλλο δωμάτιο,
το οποίο χρησίμευε ως βοηθητική
κρεβατοκάμαρα. Υπήρχε ένα τεράστιο
παλιό κρεβάτι στη γωνιά, με υπερυψωμένα
σίδερα στα άκρα του, σαν καγκελωτή πόρτα
σε αυλή.
Από
το ανοιχτό παράθυρο έμπαινε λίγος αέρας,
αλλά όχι αρκετός για να μας δροσίσει.
Φορούσαμε άσπρες φανέλες και εσώρουχα,
τα οποία μου δημιουργούσαν κάποια
δυσκαμψία. Όσο ήμασταν στη θάλασσα με
τα μαγιό, το θεωρούσα φυσιολογικό. Όμως,
έτσι ακριβώς, με τα φαρδιά βρακιά πάνω
στο κρεβάτι, αισθανόμουν αμηχανία.
Ο
Γρηγόρης ήταν ευδιάθετος και είχε μια
περίεργη έκφραση. Έβαλε τα χέρια του
κάτω από τον σβέρκο και κοίταζε το ταβάνι
που φωτιζόταν από το παράθυρο. «Αϋπνίες»
είπε.
Εγώ
προσπαθούσα να βολευτώ σε μια γωνιά. Θα
προτιμούσα να κοιμόμουν κάπου αλλού,
μόνος μου, παρά να σκέφτομαι ότι κάθε
μου κίνηση θα γινόταν αντιληπτή από
τον Γρηγόρη. Τον ήξερα, τον συμπαθούσα,
αλλά το να βρεθώ σε ένα σιδερένιο κρεβάτι
με τον αρραβωνιαστικό της θείας μου
μου έφερνε ένα μικρό δέος.
Το
χειρότερο βέβαια ήταν πως, επειδή εκείνος
ήταν βαρύτερος, δημιουργούσε τέτοια
κλίση στο στρώμα, ώστε εγώ αναγκαζόμουν
να κρατηθώ από τα πλάγια για να μην
κυλήσω προς το μέρος του.
«Τι
σκέφτεσαι;» με ρώτησε σε μια προσπάθεια
να ανοίξει συζήτηση.
«Τον
θείο Παναγιώτη» απάντησα. «Πάλι δεν
κατάφερε να της πει κουβέντα».
Ο
Γρηγόρης χαμογέλασε. «Χαμένη ιστορία»,
είπε. «Όπως όλες οι ιστορίες. Παραμύθια.
Δεν κολλάει αυτή η σχέση. Η γυναίκα αυτή
βρίσκεται αλλού. Δεν το βλέπει κανείς;»
Το
έβλεπα εγώ όμως. Εκείνος άραγε πώς το
είχε δει;
«Δεν
ξέρω πόσο μπορώ να σου μιλάω ανοιχτά»,
συνέχισε. «Νομίζω ότι είσαι ο καλύτερος
φίλος μου. Αλλά αυτό που μου συνέβη
σήμερα στη θάλασσα, αν δεν το πω κάπου,
θα σκάσω».
Ήξερα
τι θα μου έλεγε. Κολυμπούσα, λέει, στα
βαθιά, αφού ο βυθός από κάτω έχασκε σαν
γκρεμός. Για μια στιγμή σταμάτησα το
κολύμπι και έμεινα ακίνητος. Τα μάτια
μου έκλεισαν. Ήθελα να χαλαρώσω έστω
για λίγα δευτερόλεπτα. Τότε, από κάτω
μου, ανάμεσα στα πόδια μου, ένιωσα μια
μικρή αναστάτωση. Σαν κάτι να με
περιτριγύριζε. Δε με ενοχλούσε γιατί
ήταν σαν χάδι. Γι' αυτό κι εγώ αφέθηκα.
Το χάδι έγινε πιο έντονο. Ένιωσα να μου
τραβούν το μαγιό προς τα κάτω. Μια αίσθηση
ότι σε ρουφάνε προς τον βυθό και δεν
μπορείς να ξεφύγεις. Μια γλυκιά δύναμη
που κρατούσε αιχμάλωτα τα σκέλια μου.
Ξαφνικά σαν να παρέλυσα. Έβγαλα μια
κραυγή και έσκυψα να δω. Ένα πλάσμα σαν
μεγάλο ψάρι απομακρύνθηκε στον βυθό.
Συμβαίνει όταν είσαι ανοιχτά στα νερά
να έχεις τέτοιες εικόνες.
Ξυπνούσε
σαν από όνειρο δίπλα μου. Το άσπρο του
εσώρουχο ήταν
σαν κατάρτι.
«Κι
αν δεν ήταν όνειρο;» ρώτησα.
Δεν
ντράπηκε για την κατάστασή του. «Κι εγώ
πιστεύω ότι ήταν κάτι αληθινό. Όμως τι
μπορεί να συνέβη;» Γύρισε μπρούμυτα.
«Μου
λείπει η Έλλη» είπε. «Εσένα δε σου λείπει
ένα κορίτσι;»
Ήταν
ένα ήσυχο βράδυ. Μιλούσαμε ψιθυριστά.
Ήθελα να του πω τα πάντα για μένα. Τι
ακριβώς συνέβαινε.
«Μου
λείπει» του είπα. «Όμως... θέλω να ξέρω
μερικά πράγματα».
Γύρισε
προς το μέρος μου. «Είσαι παρθένος, ε;»
Το έλεγε φυσιολογικά. «Σε καταλαβαίνω.
Γι' αυτό δεν ήθελες στα "σπίτια"».
Ήρθε πιο κοντά μου. «Άσε με να σε βοηθήσω.
Είσαι δικός μου άνθρωπος».
Μου
κόπηκε η αναπνοή. Έβαλε το χέρι του πάνω
στο δικό μου εσώρουχο. «Κλείσε τα μάτια
και ονειρέψου ό,τι θέλεις. Χαλάρωσε».
Μου
κατέβασε το εσώρουχο και το έβγαλε. Μ'
έπιασε από εκεί. Το μυστικό μου στα χέρια
του. Ένα κλειστό μυστικό. Με χάιδεψε
μέχρι που σκλήρυνα.
«Βάλε
κι εσύ το χέρι σου σε μένα» είπε. «Θα
βοηθήσει».
Άρχισε
να ανεβοκατεβάζει το χέρι του. Μου
ερχόταν πόνος και ζάλη μαζί. Τράβηξε
ξαφνικά το δέρμα μου. Ούρλιαξα από το
κόψιμο. Μου έφευγε αίμα και άσπρο μαζί.
«Αυτό
ήταν» μουρμούρισε. «Λίγος πόνος θα σου
μείνει. Σκουπίσου εδώ. Στη φανέλα μου».
Σκούπισε το δικό του χέρι πρώτα.
«Είδες
μέχρι κι εγώ... σαν παιδί... έλα, μην
ντρέπεσαι... μεταξύ μας είμαστε...» Είδα
ότι ήμουν σαν κι αυτόν πια. «Είσαι
έτοιμος» μου είπε.
Από
την άκρη του κρεβατιού βρέθηκα να κυλάω
στη μεριά του. Μ' αγκάλιασε τρυφερά ενώ
σκουπιζόμουν ακόμη.
«Δεν
ήταν όνειρο» του λέω. «Μέσα στη θάλασσα.
Αυτό που έπαθες. Ήταν εκείνη. Η ξένη
γυναίκα. Σ' ακολούθησε στα βαθιά. Εκείνη
ήταν».
(ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ, Στις ακτές των βουνών)
(ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ, Στις ακτές των βουνών)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου