24 Ὀκτωβρίου 2014 by planodion
.
.
Θόδωρος Γρηγοριάδης
.
Τὸ χαμομήλι τῶν Ἀβδήρων
.
«“Σέρνουν”* αὐτὴ τὴν ἐποχή. Ἅμα σὲ τυλίξουν δὲν ξεφεύγεις.»
Οἱ δύο ἄντρες μὲ τοὺς ὁποίους συνομιλοῦσε, χαμογέλασαν. Εἶχαν περάσει τὰ τριάντα, ἀλλὰ δὲν τοὺς ἔλειπε τὸ κέφι. Τὸ αὐτοκίνητο ἀγκομαχοῦσε στὸν ἀνήφορο τῆς ἀρχαίας πόλης. Τὰ χαλάσματα ἦταν σκεπασμένα ἀπὸ κάθε λογῆς χορτάρια καὶ ἡ εἴσοδος ποὺ ὁδηγοῦσε στὸ ἀρχαῖο θέατρο ἦταν πεσμένη. Μοσχομύριζε ρίγανη καὶ θυμάρι. Οἱ δυὸ φίλοι κατέβηκαν ἀπὸ τὸ αὐτοκίνητο ἀνασαίνοντας βαθιά. Εἶχαν καιρὸ νὰ βρεθοῦν καὶ ὁ γάμος τοῦ Ἀνέστη, κοινοῦ τους φίλου ἀπὸ τὸ πανεπιστήμιο τοὺς ἔσμιξε ἀνοιξιάτικα. Καταπιέστηκαν ἀρκετὰ στὴν ἐκκλησία ἀκούγοντας εὐχὲς γιὰ τὴν δική τους τύχη. Ἀποχαιρέτησαν τοὺς νιόπαντρους κι ἔτρεξαν στὸ ξενοδοχεὶο νὰ ἀλλάξουν.
Ἡ πραγματικὴ ἐκδρομὴ ἄρχιζε μετὰ τὰ στεφανώματα καὶ τὰ κουφέτα. Ἐκεῖ πέρα στὴν παραλία, μὲ τὰ πεῦκα καὶ τὰ κυπαρίσσια.
«Ὄμορφα ποὺ εἶναι ἐδῶ», εἶπε ὁ Τάκης. «Λέω νὰ μαζέψω χαμομήλι γιὰ τὴ μάνα μου. Θὰ χαρεῖ πολύ».
Ὁ Θωμᾶς προχώρησε ἀνάμεσα στὶς ξερολιθιές.
«Ἐγὼ θὰ ξαπλώσω. Μὲ κούρασε ἡ τελετή.»
«Δὲν φοβᾶσαι τὰ φίδια; Ἄκουσες τὸ βοσκό;» εἶπε ὁ Τάκης.
Ὁ Θωμᾶς γέλασε καὶ σχολίασε:
«Καλὰ ποὺ εἶναι κι αὐτὸς νὰ φοβίζει τοὺς ἀρχαιοκάπηλους.»
Ἔβαλε τὰ χέρια του πίσω ἀπὸ τὸ σβέρκο ἀγναντεύοντας στὴν κατηφοριὰ τὸ μόλο. Ὕστερα το ἥσυχα θρακικὸ πέλαγος. Γαλήνη. Ὁ Τάκης εἶχε ἁπλώσει τὸ μπουφάν κι ἔριχνε πάνω ἀγκαλιὲς χαμομήλι. Κιτρίνισε ὁ τόπος καὶ μοσχοβόλησε.
Μιὰ ὥρα ἀργότερα σηκώθηκαν νὰ φύγουν. Ὁ Τάκης κρατοῦσε τὸν μπόγο μὲ τὸ χαμομήλι στὴν ἀγκαλιά του σὰν μωρό. Τὸ αὐτοκίνητο ἔκαιγε. Ἔριξαν στὸ πίσω κάθισμα τὸ μπουφὰν καὶ ξεκίνησαν. Μιὰ τελευταία ματιὰ στὰ ἐρείπια καὶ πάλι ὁ χωμάτινος δρόμος. Ἄνθρωπος πουθενά.
Μόνο ποὺ κάτι ἄρχισε νὰ κινεῖται ἐκεῖ πίσω ἀνάμεσα στὰ χαμόμηλα. Ἕνα φίδι δραπέτευε ἀπὸ τὸ μανίκι τοῦ μπουφὰν ἀναζητώντας τὸ δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς στὸν ἀρχαῖο τόπο του.
* Σέρνουν· βορειοελλαδύτικη ἔκφραση γιὰ τὸ “ζευγαρώνουν”.
.
.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου