Στην "Εφημερίδα των Συντακτών": "Βιβλία στο προσκέφαλο. Πολυδιαβασμένα και πολυαγαπημένα βιβλία που μας διαμόρφωσαν ή μας στήριξαν σε δύσκολες στιγμές".
"Παπαδιαμάντης
για παιδιά” κάπως έτσι ήταν ο τίτλος
των διασκευασμένων διηγημάτων του
Σκιαθίτη που ακόμη υπάρχει στην βιβλιοθήκη
του πατρικού μου. Εικονογραφημένο με
ξυπόλυτα παιδάκια, κακομούτσουνες
γριές, απόκρημνοι γκρεμοί, παλιόσπιτα
με φαντάσματα. Μου το είχαν δωρίσει στο
δημοτικό και το διάβαζα συνεχώς, με δέος
και παραξενιά, μέχρι τα χρόνια του
γυμνασίου. Ξαναβρήκα τον Παπαδιαμάντη
στο πολύτομο έργο του και τον διαβάζω
τακτικά ίσως με λιγότερη συγκίνηση αλλά
με περισσότερη λογική -και πολλές φορές
σαν να 'ναι ένας “ξένος” συγγραφέας-προσπαθώντας
να διεισδύσω στον μεγαλειώδη κόσμο του.
Το
πέρασμα στο Πανεπιστήμιο, στην Αγγλική
φιλολογία, αποτέλεσε την απαρχή της
συνειδητής ανάγνωσης. Ο Τζόζεφ
Κόνραντ με
την “Καρδιά του σκότους” με ταξίδεψε
στην καρδιά της λογοτεχνίας. Ένα σύντομο
μυθιστόρημα, υπόδειγμα για την εσωτερική
του ισορροπία, την λιτή αλλά υποβλητική
γλώσσα, την πολιτική του συνείδηση. Το
ξέρω απέξω.
Η
Μύριελ Σπαρκ,
η Σκοτσέζα metafiction συγγραφέας, με την
οξυδερκή γραφή της, επηρέασε-έστω και
στις προθέσεις- το γράψιμο αλλά και στην
σκέψη μου. Με συμβούλεψε να μιλάω
λιγότερο, να υπαινίσσομαι περισσότερο,
να παρακάμπτω την κοινοτοπία. Βρίσκεται
σε τιμητική θέση στην βιβλιοθήκη μου
με τα 22 μυθοπλαστικά της κείμενα μαζί
με τη βιογραφία της. Μόνιμη σχέση.
Παραπέμπω στα ελληνικά στο μυθιστόρημά
της “Η δεσποινίς Τζην Μπρόντι στην ακμή
της”.
Σπούδαζα
αγγλική φιλολογία γι' αυτό ήμουνα πιο
επιλεκτικός με την ελληνική. “Η μόνη
κληρονομιά” του Γιώργου
Ιωάννου με
ξάφνιασε. Μια οικεία, ζεστή, φωνή μου
μιλούσε για την προσφυγιά, τις προγονικές
ρίζες, τους ανθρώπους της γειτονιάς,
για παραμερισμένα συναισθήματα. Με
καλούσε σε λογοτεχνικούς και βραδινούς
περιπάτους κι όλα αυτά με διαυγή ελληνικά.
Άπαντα τα διηγήματα του Ιωάννου
διαβάζονται τακτικά, ενώ κάθε Μεγάλη
Εβδομάδα ψάλλω τον “Επιτάφιο Θρήνο”.
Η σχέση μου με τον Θεσσαλονικιό παραμένει
αδιάρρηκτη μέχρι σήμερα, μου έδειξε να
είμαι πιο ανθρώπινος όσο γίνεται
ταπεινός. Είναι άλλος ένας πατέρας που
μου λείπει. Είναι ο δικός μου συνδετικός
κρίκος ανάμεσα στη βόρεια Ελλάδα και
την Αθήνα.
Είχα
την τύχη να παρακολουθήσω διαλέξεις
για τον Καβάφη
με τον Γιώργο
Σαββίδη στην Φιλοσοφική Θεσσαλονίκης.
Οι δύο τόμοι του Ίκαρου, που αγοράστηκαν
τότε στο υπόγειο βιβλιοπωλείο του Ραγιά,
διαβάζονται ακόμη χωρίς σταματημό.
Λίγα ποιήματα την ημέρα, καθημερινές
τονωτικές ανάσες. Ο ποιητής αυτός, που
για χρόνια πίστευα με εμμονή ότι με
αφορούσε αποκλειστικά, αποτελεί στάση
ζωής και δημιουργικής αφοσίωσης.
Υπεράσπιση της ατομικότητας αλλά με
συλλογική συνείδηση και σοφία. Σύζευξη
ζωής και ποιητικής.
Ο
Ρολάν Μπαρτ
με τις “Μυθολογίες” ξύπνησε μέσα μου
ερωτήματα για την γλώσσα, την ομιλία,
την εξουσία, την γνώση, την πρακτική του
γραψίματος. Αρχίζω να τον διαβάζω στις
αρχές της δεκαετίας του ογδόντα χωρίς
άγχος αν μου είναι κατανοητός, νιώθοντας
ότι η γραφή του με “διασκεδάζει”, με
ξεκουράζει, με αποπλανεί. Κράτησε πολύ
αυτή η σχέση μας αν και -τα τελευταία
χρόνια- τον έχω κάπως εγκαταλείψει.
Ωστόσο εκείνος μου άνοιξε τα μάτια για
να προσεγγίσω στοχαστές και θεωρητικούς
όπως ο Φουκώ, ο Ντελέζ κ.α.
Διορισμένος
καθηγητής στα σύνορα κουβάλησα μαζί
μου τους- έξη μέχρι τότε- μεταφρασμένους
τόμους του “Αναζητώντας τον χαμένο
χρόνο” του Μαρσέλ
Προυστ. Η
προσωπική φωνή του Γάλλου, εξομολογητική
και εξαντλητική με συντρόφευε στις
μοναχικές μου στιγμές. Μου έδειχνε τη
δύναμη της μεγάλης λογοτεχνίας που από
βίωμα μεταπλάθεται σε υπέρτατη καθολική
συγκίνηση. Να διαβάζεις στα σύνορα τον
Γάλλο, να γίνεσαι πιο παρατηρητικός,
πιο ιδιωματικός και αισθαντικός. Να
οικειοποιείσαι τη φωνή του που έπαψε
εκατό χρόνια πριν. Η ανάγνωση του Προυστ
συνεχίστηκε μέχρι και πρότινος. Κάθε
φορά, που συμπληρωνόταν το έργο του με
μια νέα μετάφραση, έσπευδα να το αποκτήσω.
Έχω ένα όνειρο κάπως δύσβατο όσο περνάει
ο καιρός. Να το ξαναδιαβάσω, χωρίς τις
παύσεις του χρόνου ανακτώντας το και
πάλι.
Ο
Ζαν Ζενέ
,στον “Αιχμάλωτο του έρωτα”, περιγράφει
τη αφοσίωσή του σε έναν μαχητή Παλαιστίνιο,
τις επισκέψεις του στην Παλαιστίνη, τις
σκέψεις του πάνω στον έρωτα, τη βία, την
εξέγερση, την περιπλάνηση διαλεγόμενος
με την πολιτική σωματικά και ιδεολογικά.
Αυτό το μη- μυθιστορηματικό κείμενο για
την αιχμαλωσία και τον κίνδυνο του
έρωτα με παγίδεψε. Το διάβαζα τα καλοκαίρια
στην Τυνησία προσπαθώντας να κατανοήσω,
μέσα από αυτό τη διαφορετικότητα και
την επιθυμία του Άλλου. Με ενέπνευσε να
γράψω το “μεσογειακό ανατολικό” μου
μυθιστόρημα “Αλούζα, χίλιοι κι ένας
εραστές”.
Το
1977 αποστήθιζα τις “Βάκχες”
του Ευριπίδη παίζοντας σε μια φοιτητικά
θεατρική παράσταση. Τις συνέδεσα με τον
τόπο καταγωγής μου στο Παγγαίο, μελέτησα
κάθε μετάφραση μαζί με το πρωτότυπο,
προτίμησα αυτήν του Χειμωνά. Διακειμενικά
αποτέλεσε το υπόβαθρο στο μυθιστόρημά
μου “Έξω από το σώμα”. Αυτό το διαχρονικά
μοντέρνο έργο εισβάλλει στη παγκόσμια
γραμματεία φέρνοντας την επανάσταση,
την αίρεση, την ανατροπή. Είναι οργιαστικό,
παραβατικό, διονυσιακό και τελετουργικό,
επαναπροσδιορίζει τις αντοχές του
κειμένου ως αρχετυπικού δρώμενου και
δραματικής ποιητικής.
Θεόδωρος
Γρηγοριάδης
Τετάρτη 11/11/15
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου