Σάββατο 26 Φεβρουαρίου 2011

Θωμάς Κοροβίνης "Ο γύρος του θανάτου"


Αναρτώ την ομιλία που έκανα για τον Θωμά Κοροβίνη στην παρουσίαση του βιβλίου του. Δημοσιεύεται αποκλειστικά στο διαδίκτυο.




Θωμάς Κοροβίνης «Ο γύρος του θανάτου»



Εγώ στο δρόμο περπατώ και καίγομαι

Μέσα στο αίμα μ’ έβαψε η αγάπη,

Μου’ μεινε και δε μου’ μεινε μυαλό.

Έλα να δεις πώς μ’ έκανε η αγάπη.

(Γιουνούς Εμρέ, μτφ: Θωμάς Κοροβίνης)



O Κοροβίνης με τη γνώση και την αγάπη του για τη γλώσσα, την ιστορία, την κοινωνία, με την γραφή και με την θεματολογία του, έχει δώσει ένα συγγραφικό στίγμα που ήδη είναι αναγνωρίσιμο σε όσους τον παρακολουθούν από καιρό.

Κινούμενος ανάμεσα σε μια ανθρωπογεωγραφική επικράτεια, που ξεκινάει από την Θεσσαλονίκη και επεκτείνεται στις ακτές της Μικρασίας, στις πρώην οθωμανικές εκτάσεις, στην Κωνσταντινούπολη και πάλι πίσω και πιο βαθιά ανατολικά, ανέλαβε με έναν ξεχωριστό τρόπο να καταγράψει αφηγήσεις, περιπέτειες και δρώμενα ενός κόσμου που αν δεν διέφυγαν ολοσχερώς τα ίχνη του παραμένουν διάστικτα και στη δική μας εποχή.

Φιγούρες που ανήκουν στη δική μας παράδοση αλλά και με ρίζες της ανατολής και όσων γειτονικών λαών μοιραστήκαμε τα ήθη και τα γλέντια τους, ο Καραγκιόζης, κοινωνικές ομάδες απείθαρχες και γοητευτικές, οι Ζεϊμπέκοι, ξεχασμένες τραγουδίστριες της νύχτας, φιγούρες της περιθωρίου και της αντρείας, όλοι μαζί αποτελούν τον κόσμο που ο Κοροβίνης κατέγραψε σε βιβλία διαφορετικής μορφής, άλλοτε σε πρωτοπρόσωπες αφηγήσεις και άλλοτε σε εμπεριστατωμένες έρευνες όπου όμως κι εκεί η άτιμη γοητεία της αφήγησης το ξεβράζει σε λογοτεχνικά ακρογιάλια ή ακόμη και μπορχικούς μικρόκοσμους.

Σίγουρα υπάρχει μια λατρεία για το παρελθόν και τα πράγματα που σβήστηκαν με το γέρασμα του χρόνου και την επερχόμενη αναβάθμιση των θεσμών και της τεχνολογίας αλλά αυτό δεν αποβαίνει ούτε σε μοιρολατρία ούτε σε αποφυγή της πραγματικότητας. Αντιθέτως, συμβάλλει σε έναν ανοιχτό σχολιασμό. Το παρελθόν και τα παραδομένα ήθη σου όταν τα παραδίδεις αμαχητί, εκείνα θα σε ξαναβρούν σαν βραδινοί εφιάλτες. Θυμάμαι τα τελευταία γραπτά του Γιώργου Ιωάννου, όπου θρηνούσε για το τέλος της δικής του Ελλάδας, με την είσοδό της στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τότε τον λοιδορούσαν ως πιθανώς αναχρονιστικό αλλά η Κασσάνδρα της Κασσάνδρου δεν έπεσε έξω σε όσα ξεστόμιζε.

Το ίδιο συμβαίνει και με τον Κοροβίνη. Όσα μας παραδίδει, ανήκουν σε ένα ήθος και μια παραχωμένη (όχι παρωχημένη) ζωή που η επίσημη ή καλοβαλμένη ιστορία δεν θα εντοπίσει. Οι μυθοπλασίες του, οι διασωσμένες αφηγήσεις, οι μικροϊστορίες του, αναπλάθονται με σωστή γλώσσα και τεχνική, με μια κρυμμένη μαγική δύναμη και ένα πάθος που εκλείπει στα ψυχρά εργαστήρια της σπουδαγμένης δημιουργικής γραφής.

Βρίσκομαι εδώ γιατί είμαι φίλος του Θωμά Κοροβίνη. Τον θυμάμαι αχνά να κυκλοφορεί μετά την μεταπολίτευση στους διαδρόμους της Φιλοσοφικής και στα στενά της Θεσσαλονίκης, ως ένας Αλκιβιάδης που μαχόταν με τις ομορφιές της ζωής και της πανεπιστημιακής γνώσης. Τον συνάντησα αργότερα καθηγητή στην Κωνσταντινούπολη, στην δική του Πόλη και με παρέσυρε στα μυστικά της περάσματα, στις ταβέρνες, στα τραγούδια. Μαζί γλεντήσαμε σε κούρδικα μαγαζιά όπου στους τοίχους καπνίζονταν αφίσες του Γκιουνέι και του Γκεβάρα.

Το 1998 στο μυθιστόρημά μου «Τα νερά της Χερσονήσου» τον ευχαριστούσα στο τέλος του βιβλίου για τις μουσικές και τις ζωντανές απαγγελίες σε ποίηση του Γιουνούς Εμρέ, μεταφρασμένες από τον ίδιο. Μέσα από εκείνους τους στίχους έχτιζα έναν ήρωα των αρχών του εικοστού αιώνα, έναν αιρετικό μουσουλμάνο. Και τέλος, φέτος, στο τελευταίο μου μυθιστόρημα, «Ο παλαιστής και ο δερβίσης» φωτογραφίζεται και πάλι ο Κοροβίνης. Εγώ δεν τον είχα ενημερώσει και σχεδόν το αρνήθηκα ότι αυτόν εννοούσα, αλλά ποιος θα σε πιστέψει ότι ο Σαλονικιός τραγουδοποιός ονόματι Ορφέας που άδει στα τούρκικα και στα ελληνικά και πηγαινοέρχεται, δεν θα μπορούσε να είναι άλλος από τον Θωμά, ο ζεϊμπέκης κι ο δερβίσης;

Πριν ένα μήνα, στην «Αυγή» σε ένα άρθρο από τον ποιητή Δημήτρη Αθηνάκη, με τίτλο «Η (παλιά) Θεσσαλονίκη του περιθωρίου και του έρωτα», ο νεαρότερός μας κριτικός αναφέρει την Θεσσαλονίκη ως έναν χαμένο τόπο ερωτικών αναζητήσεων και αναφέρεται στο δικό μου «Παρτάλι», το «Κανάλ ντ’ Αμούρ» του Κοροβίνη και την «Πρωτεύουσα των προσφύγων» του Ιωάννου. Προσωπικά θα επέκτεινα τις περιθωριακές λιμανίσιες φιγούρες του βορρά προσθέτοντας και τον Όμηρο, τον ομοφυλόφιλο Καβαλιώτη στο «Δώρο του πανικού» του Κοσμά Χαρπαντίδη κι εκείνον τον απόκληρο, επίσης ομοφιλόφυλο, Χιώτη στον «Ήλιο με δόντια» του Γιάννη Μακριδάκη. Περιθωριακές φιγούρες, αδικημένες από το κυρίαρχο ρεύμα της ιστορίας, αγνοημένες υπάρξεις που η κοινωνία της εποχής τους τους εξοστράκισε αλλά η δημιουργική γραφή τους ανασταίνει.

Ανάμεσα στα χαμένα κορμιά και ο ήρωας του μυθιστορήματος «Ο γύρος του θανάτου. Ένα μυθιστόρημα για τον Παγκρατίδη, για την πόλη ή για τα φαντάσματα που την στοίχειωσαν και μαζί το μυαλό του Κοροβίνη.

Ο Θωμάς είναι ένας άνθρωπος με εμμονές και αυτές είναι που συγκροτούν τον εκρηκτικό κόσμο του. Ως αναγνώστη σε εντάσσει μέσα σε αυτόν, ενεργοποιεί τους μύθους και αρχίζουν οι φαντασιακές προβολές. Στο «γύρο του θανάτου» μόνον ένα βιογραφικό μυθιστόρημα δεν ήθελε να φτιάξει. Ούτε και ένα ντοκυμαντερίστικο χρονικό για την εκείνη την ομιχλώδη περίοδο. Ο ήρωάς του, είναι φτιαγμένος από μέσα από λαϊκές κουβέντες, λόγια του δρόμου, μισόλογα, εξομολογήσεις, ιδιώματα. Οι πρωτοπρόσωπες διαφορετικές φωνές, καθώς εναλλάσσονται, χτίζουν το πορτρέτο ενός λαϊκού παιδιού, ενός τρυφερού και παραμελημένου εφήβου, ενός ενδοτικού ερωτικού αγγέλου που εκπίπτει όσο ο κόσμος γύρω του αγριεύει.

Ένας ήρωας του λιμανιού, μια λαϊκή συνείδηση που ριζώνει στις αρχέγονες μορφές του Έλληνα που αγωνίζεται για μια μερίδα φαγητό, για μια αγκαλιά και μια ανάσα ελευθερίας. Ο Παγκρατίδης δεν μπαίνει κάτω από ψυχαναλυτικές γραφίδες ούτε σε ποιητικίζουσες περιγραφές..Οι άνθρωποι που αναλαμβάνουν να μιλήσουν για αυτόν αποτελούν τον Χορό του μυθιστορήματος και καθένας χωριστά έναν κορυφαίο που καταθέτει τη δική του εκδοχή.

Έτσι ξεπηδάει μια μορφή που άθελά της ή συγγενικά θυμίζει καταραμένους χαρακτήρες από τις ταινίες του Φασμπίντερ, τα παιδιά της ζωής του Παζολίνι, τους αγιοποιημένους κλέφτες και αλήτες του Ζαν Ζενέ. Όλοι αυτοί, πέρα από την αγωνία για τη ζωή, έχουν μια βίαιη γοητεία, μια σωματική σαγήνη, μια προκλητική παραίσθηση. Αυτοί οι μεθυσμένοι άγγελοι της ζωής, όπως και ο Παγκρατίδης, δεν χωράνε σε καλούπια, δεν βολεύονται στα κοινωνικά κουτιά είτε γιατί τα ξεπερνούν είτε γιατί δεν τους δόθηκε η ευκαιρία να χωρέσουν. Έτσι μοναχικοί, καταραμένοι, απόβλητοι, εγκληματίες, καταντούν βιαστές μιας σκοτεινής ηθικής που δεν χτίστηκε πάνω στο μαφιόζικο life style μιας οργανωμένης και κατά βάθος συντηρητικής εγκληματικής ηθικής. Ο Αρίστος του Κοροβίνη προορίζεται να πεθάνει γιατί δεν αντέχει την αγριωπή κοινωνία των συνεχόμενων και βιασμών.

Ο Θωμάς Κοροβίνης οργανώνει το βιβλίο του προτάσσοντας ρεπορτάζ της εποχής και στον κυρίως έργο χτίζει εννιά διαφορετικές ζωές, τις φωνές των άλλων που έτυχε να προσπεράσουν τον ήρωά του, να τον συναντήσουν, να συνευρεθούν μαζί του. Ο αναγνώστης τους εμπιστεύεται, άραγε ο συγγραφέας έχει φροντίσει να μας δώσει την ετυμηγορία εκείνων που θα ανασυνθέσουν το πορτρέτο ενός αθώου; Έχει ωστόσο σημασία αν είναι στ’ αλήθεια ένοχος ή αθώος ένας ήδη λογοτεχνικός ήρωας; Η λογοτεχνία έχει τη δική της δικαιοσύνη και την απονέμει με ένορκους τους αναγνώστες της.

Ο «γύρος του θανάτου» είναι μια ελεγεία για μια εποχή και μια πόλη που δεν άντεξε την λαϊκότητα και την ανθρωπιά της, είναι μια σαδιστική ιστορία όπου οργανωμένοι θεσμοί και κακοβαλμένοι νόμοι βιάζουν συστηματικά και καθημερινά τους πολίτες καταδικάζοντάς τους, στην ανέχεια, στο περιθώριο, στο προδιαγεγραμμένο έγκλημα.

Από αυτήν την άποψη το βιβλίο του Κοροβίνη είναι ένα ανησυχητικό κείμενο που πρέπει να διαβαστεί ως μια αλληγορική αφήγηση όπου όλοι μας προοριζόμαστε να γίνουμε βιαστές αν όχι αθώων θυμάτων τουλάχιστον της προσωπικής μας ευθύνης και αξιοπρέπειας.

Όμως ας διαβαστεί και ως ένα πεζοτράγουδο την ώρα που η πόλη βουλιάζει στη νύχτα και τα φαντάσματα των αδικοχαμένων βγαίνουν από τα ζοφερά κοιμητήρια της μνήμης. Όμως δεν έχουν πού να πάνε: δρόμους και στενά, γεντι κουλέ και κανάλ ντ΄αμούρ, σινεμά και πάρκα. Γι αυτό και πλανώνται στις σελίδες μοναχικών αναγνωστών που διαβάζουν τραγουδιστά και μερακλίδικα.



Διαβάστηκε στον ΙΑΝΟ, στις 24 Φεβρουαρίου 2010 με αφορμή της παρουσίαση του μυθιστορήματος που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΑΓΡΑ. Στο πάνελ η Ζυράννα Ζατέλη, ο Γιάννης Μακριδάκης, ο Θωμάς Κοροβίνης. Διάβασε η Νένα Μεντή.




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ο Γιώργος Περαντωνάκης γράφει για το Ελσίνκι στην Bookpess

   Διπλές ταυτότητες ως μορφές απόκρυψης Bookpress 31/10/2024 Το τελευταίο αυτό μυθιστόρημα του Θεόδωρου Γρηγοριάδη ανήκει καταρχάς στη «λογ...