Απόσπασμα από το μυθιστόρημα "Αλούζα, χίλιοι και ένας εραστές" (2005, Πατάκης).
Ο Ζακ, εξηγεί στα γαλλικά την πορεία που πρέπει να ακολουθήσουν έχοντας και τον καπετάνιο δίπλα του, έναν εύσωμο άντρα που καπνίζει νύχτα-μέρα. Ο Ζακ, με άμεση πρόσβαση σε προξενικές αρχές, μπόρεσε να εξασφαλίσει άδεια προσέγγισης στις ακτές της Λιβύης. Φυσικά μόνον δύο μέρες και για απόλυτα ερευνητικούς λόγους-ούτε καν τουριστικούς. Η Νατάσσα φαίνεται να βαριέται τις διατυπώσεις. Ακούει πάντως με προσοχή και σπανίως διακόπτει για κάποια διευκρινιστική ερώτηση. Ο Ζακ, ανάμεσα στα σύγχρονα εγχειρίδια που χρησιμοποιεί ξεφυλλίζει προσεκτικά μια Γεωγραφία σε αραβικά. Η Νατάσσα σκύβει τώρα με ενδιαφέρον να δει τους ακατέργαστους γεωγραφικούς όγκους, τις εικόνες, τα σχέδια. Μία έκδοση που ακόμη δεν είχε μεταφραστεί σε ευρωπαϊκή γλώσσα.
Η Κυρηναϊκή ακτή αποδεικνύεται θεσπέσια σε αρχαιότητες. Οι κίονες και τα σπασμένα αγάλματα αναδύουν μια περασμένη θλίψη. Τα κυπαρίσσια και τα πεύκα συμπληρώνουν την εικόνα ενός κοιμητηρίου, ανοιχτού προς τη θάλασσα. Κάνει ζέστη παρότι έχει μπει πια ο Σεπτέμβριος. Ο Ζακ είναι ερευνητής, έχει σπουδάσει φιλολογία, αρχαιολογία, ιστορία ανατολικών λαών.
‘Η Λευκή θάλασσα΄ σχολιάζει όπως την αποκαλούσαν οι Άραβες.
‘Εκτιμούσα πολύ τον πατέρα σας… Έκανε σημαντικές ανακαλύψεις. Ακόμη και τώρα στηριζόμαστε πάνω στα δικά του κείμενα…Η δουλειά που έκανε στις ερήμους στη Μέση Ανατολή είναι μοναδική, Νατάσσα’
Κανείς δεν θέλει να δει την Τρίπολη ύστερα από την εξαντλητική ξενάγηση στα ρωμαϊκά και στα ελληνιστικά ερείπια. Ο Ζακ δεν αντέχει μία πόλη όπου δεν μπορείς να βρεις ένα καλό εστιατόριο, να ανοίξεις ένα μπουκάλι κρασί. Επιστρέφουν στο κότερο και ετοιμάζεται βραδινό γεύμα.
Στον ντόκο τριγυρίζουν πολλοί αστυνομικοί. Η παρέα είναι ενήμεροι ότι το καθεστώς δεν σηκώνει πολλές ιδιαιτερότητες.
Δίπλα στον Ζακ κάθεται ένας μελαχρινός άντρας που τον ακούει προσεκτικά και στρίβει συνεχώς τσιγάρα. Υποτίθεται ότι ήταν ξεναγός τους, αποδείχτηκε ότι απλά τους προσέγγισε μήπως και διέφευγε κατά ένα-παράνομο τρόπο-μαζί τους. Επιστρατεύει όλα του τα χαρτιά, προτείνει ένα χαλαρωτικό μασάζ στη Νατάσσα, βγάζοντας ένα αιθέριο λάδι από το σακίδιο του. Η Νατάσσα μυρίζει το περιεχόμενο και αποτραβιέται στην κουκέτα μαζί του. Τα χέρια του, πράγματι, γλιστρούν σαν σε βελούδινη επιφάνεια. Η γλώσσα του, είναι επίσης, σαν μικρή ευκίνητη σαύρα, κάτι που θα αναγκάσει αργότερα την Νατάσσα, όταν θα απομείνει μόνη να το σημειώσει ξεχωριστά, στο μικρό βιβλιαράκι, μέσα στο νεσεσέρ, που κουβαλάει μαζί της.
Το βράδυ θα φύγει συνοδευόμενος από την ΄’φιλική’ αστυνομία που θα τον περιμένει στο λιμάνι.
«Ήταν δόκιμος», λέει ο Ζακ, «αυτή είναι η ιστορία του νεαρού Λίβυου. Καταδικάστηκε για μοιχεία και μπήκε δυο χρόνια φυλακή. Από τότε δεν είδε καλή μέρα».
Ο Ζακ συνομιλεί με τον Τίτο συνεχώς, άλλωστε είναι φίλοι από χρόνια. Ο Ζακ επιμένει για κάτι που η Νατάσσα ακούει με ενδιαφέρον. Ίσως ο Έλληνας ποιητής Άγγελος Σικελιανός να εμπνεύσθηκε από αυτές ακριβώς τις τοποθεσίες τότε που έκανε περιοδεία στη Μεσόγειο και στη Μέση Ανατολή...
Η Νατάσσα ρωτάει να μάθει πότε συνέβησαν όλα αυτά. Ο Τίτοκαι ο Ζακ θα αναλάβουν να της μεταφέρουν τις γνώσεις του. Εκείνη ακούει άλλοτε προσεκτικά και άλλοτε τα προσπερνάει.
«Αν ζούσε η μητέρα μου...» λέει η Νατάσσα.
«Αν ζούσε…»
Η Νατάσσα σταμάτησε και ακούμπησε κάτω το μικρό βιβλιαράκι. Σκούπισε ελαφρώς τα μάτια της, σαν να ήταν κάτι αλλεργικό αυτό που την ενοχλούσε, και όχι οι μνήμες που αναδύονταν και αναρωτήθηκε μήπως θα έπρεπε να απαλείψει κάθε αναφορά σε πολύ προσωπικές στιγμές. Όμως καμία περιπέτεια της ζωής μας δεν απόλυτα ξεκομμένη από τις βαθύτερες εξηγήσεις που μας σπρώχνουν να τις ζήσουμε. Η Μαριάννα κουνούσε το κεφάλι της συγκατανευτικά, τώρα πια γνώριζε ότι δεν θα έπρεπε να επεμβαίνει για να ρωτάει, μπορούσε μόνο να ζητάει επανάληψη μιας σκηνής και ενός στοιχείου. Οι μονολεκτικές περιγραφές της Νατάσσας αναπτύσσονταν πάραυτα μέσα από τις δικές της παραστάσεις, μόνον που κι αυτές ήταν φτιαγμένες σύμφωνα με την εικόνα που είχε για την άλλη, ή μάλλον σύμφωνα με την εικόνα που η Νατάσσα της έδινε σε κάθε δεδομένη στιγμή. Ήταν επίσης χαρακτηριστικό της Νατάσσας, ότι μόλις τελείωνε η «δουλειά» δεν μιλούσε και δεν ήθελε καμία αναφορά στις προηγούμενες περιόδους. Μόνον στη μάνα της σταματούσε για λίγο.
«Είχε πολλές γνώσεις, χωρίς να έχει διαβάσει βιβλία. Μάθαινε, βέβαια, και από τον πολυμαθή πατέρα μου… Ήξερε αστρολογία, απάγγειλε ποίηση, γιάτρευε τους ανθρώπους με τα λόγια και τη ζέση της. Κληρονόμησα και από τους δύο τη φιλομάθεια και τη περιέργεια. Δεν ανέχομαι ανθρώπους γύρω μου που δεν έχουν να μου δώσουν κάτι, μια πληροφορία, μια γνώση. Τους βαριέμαι. Από την άλλη μπορώ να δώσω τα πάντα για να πάρω κάτι θετικό. Είναι δύο αραβικές λέξεις που περιγράφουν αυτό που εννοώ Adab, είναι η παιδεία, τα γράμματα και adib είναι αυτός που γνωρίζει.»
Έριξε εκείνο το συρτό, σφύριγμα. Στην πόρτα φάνηκε ο Χακάν σέρνοντας το πόδι του.
«Χακάν…Να φάτε μόνοι σας το βράδυ. Αύριο θα
πάμε για ψώνια, ποιανού είναι η σειρά;»
«Δική μου…»
«Εγώ το ήξερα. Η φίλη μου η Μαριάννα απ’ εδώ αγωνιά να σου κάνει μάθημα», είπε γελώντας με νόημα η Νατάσσα.
«Κάνει τώρα, καλό μάθημα, στο Σαμπάτ».
«Θα ρθει και η σειρά σου…»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου