Του Θεόδωρου Γρηγοριάδη
Ο Σαλ, εκ του Σαλβατόρε, επώνυμο Γουέμπ, αποχαιρετά τη μάνα του και φεύγει από το Μέιν για ένα ταξίδι χωρίς «γυρισμό»: θα διασχίσει την Αμερική φτάνοντας στο Μεξικό όπου θα υποστεί επέμβαση αλλαγής φύλου ή «διόρθωση» διασχίζοντας τα όρια της υπόστασής του.
Ο Σαλ είναι ένα από εκείνα τα σκληροδουλεμένα άτομα που θα μπορούσες να βρεις και στις ιστορίες του Στάινμπεκ, ωστόσο δεν αισθάνεται κανονικός μέσα στο φύλο του. Αυτό το μακρινό ταξίδι τού δίνει χρόνο να σκεφτεί όσα προηγήθηκαν χωρίς να ενδιαφέρεται να απολαύσει τις ενδεχόμενες ομορφιές της χώρας του. Πρέπει να διανύει καθημερινά εκατοντάδες χιλιόμετρα, να φροντίζει να έχει βενζίνη, να ξεκουράζεται σε φτηνά μοτέλ. Ταξιδεύει σε μια μονότονη διαδρομή, μένει σε άχαρα δωμάτια όπου στους καθρέπτες παρατηρεί το σώμα του προσπαθώντας να το φανταστεί όπως θα προκύψει μετά.
Τώρα πια δεν χρειάζεται κούρεμα, η ορμονοθεραπεία έχει κάνει τη δουλειά της, το πέος του, που για άλλους είναι άγχος και φθόνος, για εκείνον παραμένει απλώς μία ενοχλητική προέκταση.
Ταξιδεύοντας ο Σαλ, μέσα από μια πρωτοπρόσωπη συνειρμική αφήγηση, θυμάται με πόσες δυσκολίες μεγάλωσε, πόσο πολύ δούλεψε σε πολλές διαφορετικές εργασίες, αναλογίζεται την αδελφή του, την Άσλι, την μόνη που αισθάνεται δική του και σκοπεύει να συναντήσει. Ταυτόχρονα βιώνει τις δικές του αποσιωπήσεις, παίρνει χάπια αντικαταθλιπτικά, προσπερνάει μικρές πόλεις του Νότου, επικίνδυνες ζώνες συντηρητισμού και απαξίωσης των προσωπικών και κοινωνικών δικαιωμάτων.
Ταξίδι στην ενδοχώρα
Καθ΄ οδόν θα συναντήσει έναν κοντοκουρεμένο νεαρό, ντυμένο λες για gay parade, αλλά στην πραγματικότητα είναι ένας στρατιώτης που πολέμησε στο Αφγανιστάν. Εκείνος ταξιδεύει προς τα σύνορα και προτείνει στον Σαλ να συνταξιδέψουν και να μοιραστούν τη διαδρομή. Έχει κι αυτός το «κουσούρι» του: ένα ξύλινο πόδι. Ο Σαλ σκέφτεται να τον ξεφορτωθεί πριν συναντήσει την Άσλι, όμως ο Μπραντ τον ακολουθεί και έτσι οι δυο τους συναντάνε την αδελφή του. Ο Σαλ της δίνει το πάπλωμα που του φόρτωσε η μάνα τους και της ανακοινώνει ότι πάει να κάνει την επέμβαση. Το μεσημέρι τρώνε όλοι οικογενειακά, παιδιά, φίλοι, ενώ ο άντρας της Άσλι κάνει εξονυχιστικές ερωτήσεις για το τι θα συμβεί στην Τιχουάνα. Ο μάτσο νοικοκύρης θα ακούσει από το στόμα του κουνιάδου του: «Δεν είμαι γκέι, Μπαζ. Είμαι γυναίκα σε ανδρικό σώμα».
Το ταξίδι του Σαλ με τον Μπραντ συνεχίζεται. Κατασκηνώνουν στην έρημη όχθη μιας λίμνης, πλατσουρίζουν στα νερά γυμνοί. Όπως στα μυθιστορήματα του Μαρκ Τουέιν, οι ήρωες στους Μηχανικούς καταρράκτες διατηρούν αφοπλιστική αθωότητα. Ωστόσο, η ψυχοσύνθεση όλων είναι περίπλοκη: ακόμα και ο εμφανώς αθώος Μπραντ θα αποκαλύψει αργότερα μια διαφορετική πτυχή της ζωής του.
Στην Οκλαχόμα, για πρώτη φορά ο Σαλ ανησυχεί. Είναι μια πόλη με βίαιο παρελθόν, με ρατσιστικούς φόνους των οποίων οι δράστες δεν αποκαλύφτηκαν ποτέ. Στο μεταξύ, όσο ο Σαλ προσθέτει χιλιόμετρα διαδρομής, τόσο προσθέτει μακιγιάζ και γυναικεία εξαρτήματα στην εμφάνισή του. Στο εξής θα ταξιδεύει ντυμένος γυναίκα - τουλάχιστον εξωτερικά. Και ακριβώς έτσι θα επισκεφτεί τη θεία Λουίζα και τον θείο Ντον στην απομακρυσμένη φάρμα τους. Ο Σαλ αναζητάει κατά βάθος την αποδοχή, μια οικογενειακή κυψέλη, και εδώ, με τον θείο Ντον, έχει να μάθει και άλλα οικογενειακά μυστικά μέσα από αποκαλυπτικές εξομολογήσεις. Βρισκόμαστε ήδη στη μέση του ταξιδιού και στη μέση ακριβώς της νουβέλας. Σταματάμε ωστόσο την περιγραφή της δράσης και των πιο σημαντικών εξελίξεων που έρχονται στο τέλος.
Μυθιστόρημα σε μέγεθος νουβέλας
Στη νουβέλα υπάρχει πλοκή και υλικό για ένα μεγάλο μυθιστόρημα – καθόλου δύσκολο για την έμπειρη συγγραφέα. Ωστόσο επιλέγει τη μικρή φόρμα για να δώσει πυκνότητα στον συγκρατημένο χαρακτήρα του αφηγητή και στη ροή της ιστορίας. Ο Σαλ είναι ολιγόλογος αλλά οξυδερκής. «Δεν κλαίω στις περιστάσεις όπου κλαίνε οι άνδρες - κλαίω σε όλες τις περιστάσεις». Εδώ βρίσκεται και το κλειδί του χαρακτήρα του. Εμπεριέχει την πανανθρώπινη διάσταση αν και εξωτερικά θα ήθελε να μοιάζει σε κορίτσι. Ο Σαλ δοκιμάζεται, διασχίζει μια ακαταλόγιστη και άχαρη χώρα, όπου με καίριες αναφορές καταδεικνύεται η βαρβαρότητα, η πολιτική σκοτοδίνη, οι παραμελημένες ζωές των απλών ανθρώπων. Ο λόγος του θυμίζει τραγούδι μπλουζ που αντηχεί ώρα μετά το τέλος του βιβλίου.
Η Σώτη Τριανταφύλλου, στο ώριμο και καλογραμμένο της μυθιστόρημα Σπάνιες γαίες, έβαλε τον ήρωά της να αναζητάει τα δύσκολα στον απόηχο της επανάστασης των μπολσεβίκων. Μετά το ρώσικο μυθιστόρημα επιστρέφει στην Αμερική για να μας διηγηθεί μια ιστορία, πιο κοντά στην Φτωχή Μάργκο. Ως συγγραφέας διατηρεί απόλυτη σαφήνεια στο λόγο της, καθαρότητα στην διατύπωση, αφοπλιστική αμεσότητα που, ορισμένες φορές, οι πάσχοντες από «λογοτεχνίτιδα» το εκλαμβάνουν ως «ξενικό ιδίωμα». Με την Τριανταφύλλου συμβαίνει το ίδιο όπως και με τον Κώστα Ταχτσή: Κάποιοι συγχέουν το ιδιωτικό με το δημιουργικό. Ο Ταχτσής έγραφε σε πρώτο πρόσωπο γυναικείο, καθιέρωσε την πρώτη αφηγήτρια της νεοελληνικής λογοτεχνίας, γιατί ήταν δεινός αφηγητής και αναγνώστης.
Η Σώτη Τριανταφύλλου, στα μυθιστορήματά της που διαδραματίζονται στην Αμερική (μια χώρα που την έζησε και τη βιώνει) θυμίζει ενίοτε Αμερικανίδα γιατί μεταφέρει πειστικά το ύφος και την σκέψη των ηρώων της. Κι εδώ εγείρεται άλλη μια αναγνωστική αντίφαση: όταν διαβάζουμε ένα ξένο μυθιστόρημα αναζητούμε την γλωσσική αντιστοιχία της χώρας απ' όπου προέρχεται. Στην περίπτωση της Τριανταφύλλου η επιτυχία είναι διπλή γιατί, στους Μηχανικούς Καταρράκτες, αναγνωρίζεις ότι μιλάει ένας Αμερικανός χαρακτήρας μέσα σε ένα ελληνικό μυθιστόρημα.
Οι Μηχανικοί Καταρράκτες είναι πολλά μαζί: ιστορία δρόμου αλλά και οδοιπορικό προσωπικής αυτογνωσίας. Έχει γέλιο, κλάμα, απελπισία, ακρότητες, μια σπαρακτική καθημερινότητα, είναι μια φελινική La Strada της εποχής μας, που διαδραματίζεται σε μια χώρα όπου οι κοινωνικές και πολιτικές της παρεμβάσεις αφορούν όλον τον κόσμο. Από την έννοια αυτή το σώμα του Σαλ αποτελεί μια σωματοποιημένη μεταφορά της χώρας του, μια πολιτική και κοινωνική διαφορετικότητα.
Η ιστορία της Σάλλυ, στο τέλος, αφήνει μια ευεργετική αύρα, μια ανθρώπινη ελπίδα για επαφή και αποδοχή, για κοινωνική συμβίωση όλων με όλους ή με εκείνους που έχουμε επιλέξει. Πρωτίστως όμως μας μιλάει για εκείνες τις επιλογές που κατά βάθος επιθυμούμε και δεν θέλουμε να μας τις στερήσει κανείς.
Ο Σαλ είναι ένα από εκείνα τα σκληροδουλεμένα άτομα που θα μπορούσες να βρεις και στις ιστορίες του Στάινμπεκ, ωστόσο δεν αισθάνεται κανονικός μέσα στο φύλο του. Αυτό το μακρινό ταξίδι τού δίνει χρόνο να σκεφτεί όσα προηγήθηκαν χωρίς να ενδιαφέρεται να απολαύσει τις ενδεχόμενες ομορφιές της χώρας του. Πρέπει να διανύει καθημερινά εκατοντάδες χιλιόμετρα, να φροντίζει να έχει βενζίνη, να ξεκουράζεται σε φτηνά μοτέλ. Ταξιδεύει σε μια μονότονη διαδρομή, μένει σε άχαρα δωμάτια όπου στους καθρέπτες παρατηρεί το σώμα του προσπαθώντας να το φανταστεί όπως θα προκύψει μετά.
Τώρα πια δεν χρειάζεται κούρεμα, η ορμονοθεραπεία έχει κάνει τη δουλειά της, το πέος του, που για άλλους είναι άγχος και φθόνος, για εκείνον παραμένει απλώς μία ενοχλητική προέκταση.
Ταξιδεύοντας ο Σαλ, μέσα από μια πρωτοπρόσωπη συνειρμική αφήγηση, θυμάται με πόσες δυσκολίες μεγάλωσε, πόσο πολύ δούλεψε σε πολλές διαφορετικές εργασίες, αναλογίζεται την αδελφή του, την Άσλι, την μόνη που αισθάνεται δική του και σκοπεύει να συναντήσει. Ταυτόχρονα βιώνει τις δικές του αποσιωπήσεις, παίρνει χάπια αντικαταθλιπτικά, προσπερνάει μικρές πόλεις του Νότου, επικίνδυνες ζώνες συντηρητισμού και απαξίωσης των προσωπικών και κοινωνικών δικαιωμάτων.
Ταξίδι στην ενδοχώρα
Καθ΄ οδόν θα συναντήσει έναν κοντοκουρεμένο νεαρό, ντυμένο λες για gay parade, αλλά στην πραγματικότητα είναι ένας στρατιώτης που πολέμησε στο Αφγανιστάν. Εκείνος ταξιδεύει προς τα σύνορα και προτείνει στον Σαλ να συνταξιδέψουν και να μοιραστούν τη διαδρομή. Έχει κι αυτός το «κουσούρι» του: ένα ξύλινο πόδι. Ο Σαλ σκέφτεται να τον ξεφορτωθεί πριν συναντήσει την Άσλι, όμως ο Μπραντ τον ακολουθεί και έτσι οι δυο τους συναντάνε την αδελφή του. Ο Σαλ της δίνει το πάπλωμα που του φόρτωσε η μάνα τους και της ανακοινώνει ότι πάει να κάνει την επέμβαση. Το μεσημέρι τρώνε όλοι οικογενειακά, παιδιά, φίλοι, ενώ ο άντρας της Άσλι κάνει εξονυχιστικές ερωτήσεις για το τι θα συμβεί στην Τιχουάνα. Ο μάτσο νοικοκύρης θα ακούσει από το στόμα του κουνιάδου του: «Δεν είμαι γκέι, Μπαζ. Είμαι γυναίκα σε ανδρικό σώμα».
Το ταξίδι του Σαλ με τον Μπραντ συνεχίζεται. Κατασκηνώνουν στην έρημη όχθη μιας λίμνης, πλατσουρίζουν στα νερά γυμνοί. Όπως στα μυθιστορήματα του Μαρκ Τουέιν, οι ήρωες στους Μηχανικούς καταρράκτες διατηρούν αφοπλιστική αθωότητα. Ωστόσο, η ψυχοσύνθεση όλων είναι περίπλοκη: ακόμα και ο εμφανώς αθώος Μπραντ θα αποκαλύψει αργότερα μια διαφορετική πτυχή της ζωής του.
Στην Οκλαχόμα, για πρώτη φορά ο Σαλ ανησυχεί. Είναι μια πόλη με βίαιο παρελθόν, με ρατσιστικούς φόνους των οποίων οι δράστες δεν αποκαλύφτηκαν ποτέ. Στο μεταξύ, όσο ο Σαλ προσθέτει χιλιόμετρα διαδρομής, τόσο προσθέτει μακιγιάζ και γυναικεία εξαρτήματα στην εμφάνισή του. Στο εξής θα ταξιδεύει ντυμένος γυναίκα - τουλάχιστον εξωτερικά. Και ακριβώς έτσι θα επισκεφτεί τη θεία Λουίζα και τον θείο Ντον στην απομακρυσμένη φάρμα τους. Ο Σαλ αναζητάει κατά βάθος την αποδοχή, μια οικογενειακή κυψέλη, και εδώ, με τον θείο Ντον, έχει να μάθει και άλλα οικογενειακά μυστικά μέσα από αποκαλυπτικές εξομολογήσεις. Βρισκόμαστε ήδη στη μέση του ταξιδιού και στη μέση ακριβώς της νουβέλας. Σταματάμε ωστόσο την περιγραφή της δράσης και των πιο σημαντικών εξελίξεων που έρχονται στο τέλος.
Μυθιστόρημα σε μέγεθος νουβέλας
Στη νουβέλα υπάρχει πλοκή και υλικό για ένα μεγάλο μυθιστόρημα – καθόλου δύσκολο για την έμπειρη συγγραφέα. Ωστόσο επιλέγει τη μικρή φόρμα για να δώσει πυκνότητα στον συγκρατημένο χαρακτήρα του αφηγητή και στη ροή της ιστορίας. Ο Σαλ είναι ολιγόλογος αλλά οξυδερκής. «Δεν κλαίω στις περιστάσεις όπου κλαίνε οι άνδρες - κλαίω σε όλες τις περιστάσεις». Εδώ βρίσκεται και το κλειδί του χαρακτήρα του. Εμπεριέχει την πανανθρώπινη διάσταση αν και εξωτερικά θα ήθελε να μοιάζει σε κορίτσι. Ο Σαλ δοκιμάζεται, διασχίζει μια ακαταλόγιστη και άχαρη χώρα, όπου με καίριες αναφορές καταδεικνύεται η βαρβαρότητα, η πολιτική σκοτοδίνη, οι παραμελημένες ζωές των απλών ανθρώπων. Ο λόγος του θυμίζει τραγούδι μπλουζ που αντηχεί ώρα μετά το τέλος του βιβλίου.
Η Σώτη Τριανταφύλλου, στο ώριμο και καλογραμμένο της μυθιστόρημα Σπάνιες γαίες, έβαλε τον ήρωά της να αναζητάει τα δύσκολα στον απόηχο της επανάστασης των μπολσεβίκων. Μετά το ρώσικο μυθιστόρημα επιστρέφει στην Αμερική για να μας διηγηθεί μια ιστορία, πιο κοντά στην Φτωχή Μάργκο. Ως συγγραφέας διατηρεί απόλυτη σαφήνεια στο λόγο της, καθαρότητα στην διατύπωση, αφοπλιστική αμεσότητα που, ορισμένες φορές, οι πάσχοντες από «λογοτεχνίτιδα» το εκλαμβάνουν ως «ξενικό ιδίωμα». Με την Τριανταφύλλου συμβαίνει το ίδιο όπως και με τον Κώστα Ταχτσή: Κάποιοι συγχέουν το ιδιωτικό με το δημιουργικό. Ο Ταχτσής έγραφε σε πρώτο πρόσωπο γυναικείο, καθιέρωσε την πρώτη αφηγήτρια της νεοελληνικής λογοτεχνίας, γιατί ήταν δεινός αφηγητής και αναγνώστης.
Η Σώτη Τριανταφύλλου, στα μυθιστορήματά της που διαδραματίζονται στην Αμερική (μια χώρα που την έζησε και τη βιώνει) θυμίζει ενίοτε Αμερικανίδα γιατί μεταφέρει πειστικά το ύφος και την σκέψη των ηρώων της. Κι εδώ εγείρεται άλλη μια αναγνωστική αντίφαση: όταν διαβάζουμε ένα ξένο μυθιστόρημα αναζητούμε την γλωσσική αντιστοιχία της χώρας απ' όπου προέρχεται. Στην περίπτωση της Τριανταφύλλου η επιτυχία είναι διπλή γιατί, στους Μηχανικούς Καταρράκτες, αναγνωρίζεις ότι μιλάει ένας Αμερικανός χαρακτήρας μέσα σε ένα ελληνικό μυθιστόρημα.
Οι Μηχανικοί Καταρράκτες είναι πολλά μαζί: ιστορία δρόμου αλλά και οδοιπορικό προσωπικής αυτογνωσίας. Έχει γέλιο, κλάμα, απελπισία, ακρότητες, μια σπαρακτική καθημερινότητα, είναι μια φελινική La Strada της εποχής μας, που διαδραματίζεται σε μια χώρα όπου οι κοινωνικές και πολιτικές της παρεμβάσεις αφορούν όλον τον κόσμο. Από την έννοια αυτή το σώμα του Σαλ αποτελεί μια σωματοποιημένη μεταφορά της χώρας του, μια πολιτική και κοινωνική διαφορετικότητα.
Η ιστορία της Σάλλυ, στο τέλος, αφήνει μια ευεργετική αύρα, μια ανθρώπινη ελπίδα για επαφή και αποδοχή, για κοινωνική συμβίωση όλων με όλους ή με εκείνους που έχουμε επιλέξει. Πρωτίστως όμως μας μιλάει για εκείνες τις επιλογές που κατά βάθος επιθυμούμε και δεν θέλουμε να μας τις στερήσει κανείς.
Δημοσιεύτηκε στην bookpress
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου