Με το τελευταίο του μυθιστόρημα, «Ζωή μεθόρια» και μέσα από την κεντρική του ηρωίδα, Ζωή, ο Θεόδωρος Γρηγοριάδης επιχειρεί ένα πορτρέτο της γενιάς που ενηλικιώθηκε μέσα στη χούντα, ή μάλλον μιας μειονοτικής μερίδας αυτής της γενιάς, αποδίδοντάς της ως κύρια χαρακτηριστικά τη ρευστότητα και μια διαρκή και επίπονη προσήλωση στην έννοια της ελευθερίας ως αυτοσκοπού.
Ηδη από τον τρόπο με τον οποίο διαμορφώνει τις συνθήκες της κεντρικής ηρωίδας του, αυτά τα στοιχεία είναι εμφανή: η Ζωή δεν έχει ένα σταθερό κέντρο βάρους ή σημείο αναφοράς, μεταφέρεται από πόλη σε πόλη κάθε χρόνο ανάλογα με τους διορισμούς της, ξεκινώντας από τη Θεσσαλονίκη και συνεχίζοντας διαδοχικά στην Ορεστιάδα, στο Διδυμότειχο, στην Ξάνθη.
Ταυτόχρονα, και σε αντίθεση με τις φίλες της και τον κοινωνικό της περίγυρο, δεν επιδιώκει ούτε την επαγγελματική/οικονομική επιτυχία ούτε την οικογενειακή αποκατάσταση, επιλέγοντας χαλαρές σχέσεις. Σταδιακά αποσύρεται από οτιδήποτε έχει να κάνει με το προσκήνιο, σε αντίθεση με τις φίλες και τους φίλους της, που παντρεύονται, επιτυγχάνουν επαγγελματικά και συμμετέχουν στο μαζικό ρεύμα των πολιτικών αλλαγών που χαρακτήρισε τη δεκαετία του ’80.
Η οιονεί αυτή «περιθωριακότητα» (ακριβέστερα, και σύμφωνα με τη γλώσσα του βιβλίου, μεθοριακότητα) της Ζωής σχετίζεται και με την τάση της προς τη «θεωρία», όπως το θέτει η ίδια στο σημειωματάριό της, που μάλιστα αποτελεί και την προμετωπίδα του βιβλίου («…λατρέψαμε τη θεωρία…»), και εκφράζεται ανάγλυφα και μέσα από τη σχέση της με τους άντρες, και ιδιαίτερα με τον Γιάννη – πρώην μαθητή της σε τμήματα ενηλίκων (η Ζωή είναι καθηγήτρια αγγλικών), ο οποίος στη συνέχεια μπαρκάρει ναυτικός.
Η σχέση της μαζί του, σχέση εξ αποστάσεως, είναι στην πραγματικότητα σχέση στη θεωρία, αφού επιτρέπει στη Ζωή να μην της δώσει κεντρικό χαρακτήρα στην πορεία της. «Είμαστε σαν μια κρυφή σχέση ενώ δεν τρέχει κανένας λόγος», της λέει σε κάποιο σημείο ο Γιάννης, ο οποίος δυσαρεστείται από την περιθωριακή θέση που έχει στη ζωή της.
Ομως αυτό που μοιάζει να έχει μεγαλύτερη σημασία για την ίδια τη Ζωή είναι η ελευθερία της, και μάλιστα η ελευθερία ως αυτοσκοπός, όχι ως δυνατότητα για πράγματα που θέλει να κάνει αλλά ως απαλλαγή από πράγματα που θέλει να αποφύγει – εξ ου και η ίδια αισθάνεται πιο άνετα με την απουσία του αγαπημένου της παρά με την παρουσία του.
Στο παραπάνω πλαίσιο, το βιβλίο παρακολουθεί τη σταδιακή αποστασιοποίηση της Ζωής από όσα συμβαίνουν γύρω της, τον τρόπο με τον οποίο μένει εκτός του κλίματος της κοινωνικής και πολιτικής αλλαγής της εποχής και ταυτόχρονα απομακρύνεται ψυχολογικά από τους φίλους και τις φίλες της.
Μάλιστα, η αποστασιοποίηση αυτή αποτυπώνεται σε επίπεδο πλοκής και με ένα δραματικό γεγονός, ένα ατύχημα που της προκαλεί ένα είδος προσωρινής απώλειας της «συναισθηματικής μνήμης» της, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να συνδέσει τα πρόσωπα με τα συναισθήματα που της προκαλούσαν. Ετσι κι αλλιώς όμως, αυτή η αδυναμία να παρακολουθήσει συναισθηματικά όσα διαδραματίζονται στη ζωή της θα ήταν η προφανής εξέλιξη της εθελούσιας απομόνωσής της, την οποία το ατύχημα απλώς επιτάχυνε και υπογράμμισε δραματουργικά.
Παρόμοια λειτουργία –έμφασης– επιτελεί και η τραγική κατάληξη όλων των αντρών με τους οποίους σχετίζεται η Ζωή στο βιβλίο: η «σύμπτωση» αυτή υπογραμμίζει τη δυστοκία στη σχέση της Ζωής με τους άντρες, την οποία αντιμετώπιζε πάντα ως μια καταπιεστική δομή που απειλούσε την ελευθερία της.
Συνολικά, ο Γρηγοριάδης συνταιριάζει όλα αυτά τα στοιχεία με τη γνωστή αφηγηματική του δεξιοτεχνία, καταφέρνοντας να τα εντάξει μέσα σε μια πλοκή ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα και σε πρώτο επίπεδο. Πετυχαίνει έτσι να αποδώσει άρτια το κλίμα εκείνης της δεκαετίας, χωρίς να μένει στην επιφάνεια, αλλά σκάβοντας στην ψυχολογία των ηρώων του, κυρίως βέβαια της Ζωής, και αναδεικνύοντας τα προσωπικά και ευρύτερα διλήμματα μπροστά στα οποία βρέθηκαν οι σκεπτόμενοι άνθρωποι της εποχής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου