Θεόδωρος Γρηγοριάδης, συγγραφέας «Ιστορίες φυσικών και αφύσικων καταστροφών», Πατρίσια Χάισμιθ, εκδόσεις Άγρα»
«Η συγγραφέας του Ρίπλεϊ και της Κάρολ επιστρέφει στη μικρή φόρμα και την οργανώνει μοναδικά. Δεν συγκεντρώνει συλλεκτικά τα διηγήματά της αλλά γράφει μια συλλογή με ένα συγκεκριμένο σκεπτικό, όπως το δηλώνει και ο τίτλος του βιβλίου που κυκλοφόρησε το 1987. Αυτή τη φορά στο στόχαστρό της είναι μια ολόκληρη εποχή, μια χώρα, οι θεσμοί και οι ψυχώσεις της αλλά και η επερχόμενη παγκοσμιοποίηση. Μυστικά ιατρικά πειράματα, μια φάλαινα φαντασιακός εχθρός, η διαχείριση των πυρηνικών αποβλήτων, η κατάντια μιας αφρικανικής χώρας και πρώην αποικίας, ψυχιατρεία-αποθήκες, κατσαρίδες που νικούν τον παράλογο καταναλωτικό πολιτισμό, παρένθετες μητέρες σε διωγμό, μια “προβληματική” γυναίκα 190 ετών, ο διαταραγμένος Πάπας, η σύζυγος του προέδρου των ΗΠΑ που ξεκινάει έναν πυρηνικό πόλεμο λόγω βλακείας. Χιούμορ, σαρκασμός, ανελέητο σφυροκόπημα στην υποκρισία και την απαξίωση των ανθρώπινων αξιών. Καθαρό γράψιμο, βέβαια όχι η κορυφαία στιγμή της αλλά ένα βιβλίο που μέσα από την αναταραχή που προκαλεί διασκεδάζει και ευφραίνει τον αναγνώστη. Μια συγγραφέας που μοιράζεται μαζί σου την οξύνοια και τον προβληματισμό της».
Αλέξης Σταμάτης, συγγραφέας «Καλά και σήμερα, Το χρονικό του καρκίνου στο δικό μου στήθος, Σοφία Νικολαΐδου, εκδόσεις Μεταίχμιο»
«Πριν από ένα χρόνο, στις 19 Δεκεμβρίου 2014 στις 1.33 μμ, έστειλα στη Σοφία ένα e-mail για μια παρουσίαση του βιβλίου μου «Μελίσσια» στον Ιανό Θεσσαλονίκης. Θα ήταν μια καλή ευκαιρία να ξαναπούμε, έγραψα. Η απάντηση ήρθε στις 6.29μμ. και ήταν η εξής: Καλέ μου Αλέξη, δεν έχεις σημειώσει ημερομηνία:). Όπως και να' χει, δε θα μπορέσω να έρθω. Είμαι σε χημειοθεραπεία. Όλα βαίνουν καλώς, όμως έχω κόψει τις παρουσιάσεις (και τις δικές μου και των φίλων:).Εύχομαι από καρδιάς καλοτάξιδο, υγεία και χαρά, με χαμόγελο, σ Εάν στη θέση μιας λέξης υπήρχε μια άλλη, θα σήμαινε ότι η Σοφία είχε ένα κώλυμα, μια ανειλημμένη υποχρέωση, κάποιο ταξίδι. Όμως στην οθόνη η λέξη έστεκε μεγαλοπρεπής στο άψογο Times New Roman font της: «χημειοθεραπεία». Της απάντησα αμέσως. Έτσι έμαθα ότι η Σοφία είχε καρκίνο του μαστού. Η αφήγηση αυτή είναι στην κυριολεξία εγγεγραμμένη στα κύτταρα της (τα λογοτεχνικά αλλά και τα πραγματικά). Στο βιβλίο κάποια ζωτικά ζητήματα στα οποία η Νικολαΐδου απαντά με το δικό της μοναδικό, ειλικρινή, αυτοσαρκαστικό, ουσιαστικό, ενίοτε χιουμοριστικό, ενίοτε ζοφερό αλλά πάντοτε βαθιά ανθρώπινο τρόπο. Η επιλογή της, σχεδόν αμέσως μετά τη διάγνωση είναι η γραφή. Η γραφή την κρατά σε ισορροπία, της δημιουργεί την ζωτική απόσταση, όχι την απώθηση, αλλά την ευεργετική αυτή απομάκρυνση που μεταμορφώνει την αφήγηση (το χρονικό) του καρκίνου (της αρρώστιας) σε αφήγηση ζωής. Πρόκειται για ένα τύποις «χρονικό» το όποιο ωστόσο είναι πούρα λογοτεχνία. Με αισθήματα, συγκρούσεις, ανατροπές. Η Σοφία Νικολαΐδου κοιτάζει απ’ ευθείας τον εχθρό στα μάτια. Τον αναγνωρίζει από την πρώτη στιγμή. Δεν είναι τυχαίο ότι δεν εκστομίζει πότε το «γιατί σε μένα;» Όσο για τη ίδια τη λογοτεχνία, μιλάμε για ένα βιβλίο που γράφτηκε εν θερμώ και δημοσιεύτηκε δέκα τρεις μόλις μήνες μετά το συμβάν. Παρόλη την «επείγουσα» και χρονογραφική του συνθήκη, το επίπεδο γραφής είναι υψηλότατο, ο αφηγηματικός ρυθμός είναι μαστορικός, η «ευεργετική απόσταση» δραστικότατη, κάνοντας αυτή την ανταπόκριση από την εμπόλεμη ζώνη της νόσου ένα πραγματικά ψυχωφελές και αξιοδιάβαστο ανάγνωσμα, αποδεικνύοντας περίτρανα πως, ό,τι κι αν συμβαίνει, once as writer always a writer. Ένα λάιβ χρονικό μιας αρρώστιας-ταμπού που σπάει κόκαλα. Άξιο να διαβαστεί από όλους είτε έχουν προσλαμβάνουσες είτε όχι».
Στέργια Κάββαλου, συγγραφέας «ΤΑ ΕΤΕΡΟΦΩΤΑ, Αγγελική Δημουλή, εκδόσεις ΒΑΚΧΙΚΟΝ»
Τα ποιήματα αυτά θέλουν να ζήσουν. Σε πείσμα της αστικής ασφυξίας, του ρατσιστικού καιρού, της θάλασσας που δε χορταίνει να καταπίνει, της δανεικής και δανεισμένης γλώσσας. Γιατί τα ποιήματα αυτά είναι ιαχές μωρού, ποιος είπε ότι τα παιδιά δεν ξέρουν από πόλεμο, που η Αγγελική μοιάζει να παίζει στα γόνατα. Μωρού με ταυτότητα αθηναϊκή, μεσογειακή και παγκόσμια. Μωρού που όταν πεινάει, κλαίει, τόσο απλά. Και που έρχεται η ποιήτρια να του μιλήσει για τις αλυσίδες και τις νεραντζιές της κάθε πόλης, της κάθε εποχής. Κι εκείνο ακούει και ξέρει ότι όποιος και να του δέσει τα χεράκια, θα βρει τρόπο και λυγμό να μπουσουλήσει. Έστω και όπως - όπως. Όχι σε κάποιο αισιόδοξο μέλλον, αλλά στο παρόν. Γιατί δεν είναι θέμα καρμικής ισορροπίας αλλά επιβίωσης.
Σπύρος Γιανναράς, συγγραφέας «Σύσσημον ή Τα Κεφάλαια» (βιβλίο δεύτερο), Νίκος Α. Παναγιωτόπουλος, εκδόσεις Το Ροδακιό»
«Η συνάντηση με τα σπουδαία βιβλία, τα βιβλία εκείνα τα οποία επηρεάζουν καταλυτικά το βλέμμα και ενδεχομένως τη ζωή μας, δεν εξαρτάται τόσο από εκείνα, όσο απ’ τη χρονική στιγμή της ζωής μας που ερχόμαστε σε επαφή μαζί τους. Η συνάντηση με ένα (μεγάλο) βιβλίο έχει κάτι μεταφυσικό. Πολλές φορές μπορεί να σπάει η στάμνα για τ’ αθάνατο νερό, μια μονάχα φορά σπάει η παγωμένη θάλασσα μέσα μας, για να παραφράσουμε λίγο τη συγκλονιστικά καίρια φράση του Φραντς Κάφκα. Μπορεί να χρειαστούν πολλά αποτυχημένα ραντεβού μ’ ένα βιβλίο μέχρι να προκαλέσει την πρώτη εκείνη εντός μας και θα μας παρασύρει σ’ ένα μυητικό ταξίδι απ’ το οποίο βγαίνουμε για πάντα αλλαγμένοι. Υπάρχουν και τα βιβλία εκείνα που αγγίζουν μια ευαίσθητη χορδή απ’ το πρώτο συναπάντημα. Βιβλία που απ’ το ξεφύλλισμα των πρώτων σελίδων αντιλαμβανόμαστε πως «κάτι σπουδαίο συμβαίνει εδώ». Κάτι πρόκειται, συν τω χρόνω να μας συγκλονίσει συγκλαδοκορμόριζα όπως έλεγε ο μέγας συγγραφέας. Τέτοια ήταν η δική μου επαφή με το μεγάλο, επικής ορμής, αφηγηματικό ποίημα του Νίκου Α. Παναγιωτόπουλου «Σύσσημον ή Τα Κεφάλαια», το δεύτερο μέρος του οποίου (βιβλίο δεύτερο) κυκλοφόρησε φέτος από τις εκδόσεις Ροδακιό. Το Σύσσημον είναι ένα ποίημα ποταμός, μια μεγάλη μουσική, μια ομηρική προσευχή, καρπός πολυετούς αναμέτρησης του Ποιητή με το νόημα των πραγμάτων, των λέξεων, αλλά και με την ίδια τη μοναξιά του. «Κι απ’ τα δυο δυσκολότερα πράγματα που είναι / να μεγαλώνεις παιδιά και το να μεγαλώνεις ο ίδιος / είχα συντροφιά μου το δεύτερο». Ένα ποίημα/πόνημα που πρέπει να συναθροιστεί μαζί με τα θεϊκά εκείνα έργα του Κόλριτζ (Η μπαλάντα του γερο-ναυτικού) του Πάουντ και του Έλιοτ με τα οποία συνομιλεί, ακροφιλώντας το άχραντο, οιονεί αχειροποίητο φόρεμά τους. Όπως συμβαίνει με κάθε Ποιητικό έργο της ποίησης ή της πεζογραφίας, το θέμα ή το σκοπούμενο, κι εν γένει το περιεχόμενο του Σύσσημον, είναι των αδυνάτων αδύνατο να (προσδι)οριστεί και να περιγραφεί δίχως να παραφραστεί. Και η παράφραση είναι η μεγάλη θανατηφόρα ασθένεια της λογοτεχνίας. Εν συντομία και υπό μορφήν αποφθέγματος, θα μπορούσαμε απλώς να επαναλάβουμε τα λόγια του Ποιητή, ο οποίος ομολογεί πώς η επιθυμία του ήταν να φτιάξει «ένα έπος της παρακμής». Απόφθεγμα που αφορά φυσικά, ολάκερο το εγχείρημα, καθότι το δεύτερο βιβλίο αν και διαβάζεται αυτόνομα, δεν δύναται να υπάρξει δίχως και έξω από το πρώτο. Κι η παρακμή συνοψίζεται, εικάζω στο δίστιχο: «Η άγνοια των πνευματικών πηγών ήτανε πια η παράδοση / (όλα ήταν άγνοια ή καπηλεία της γνώσης)». Με άλλα, παρακινδυνευμένα μάλλον λόγια, το Σύσσημον είναι η προμηθεϊκή απόπειρα επανεύρεσης ενός πνευματικού κέντρου γύρω απ’ το οποίο να δύναται να ανδρωθεί ένας ποιητικός, δηλαδή βαθιά υπαρξιακός λόγος που να αποδίδει ένα κάποιο νόημα στην ύπαρξη. Να απηχεί έναν τρόπο. Εν προκειμένω τον χαμένο τρόπο της τέχνης να σχετίζεται με τη ζωή. Εξ ου και το Σύσσημον συνομιλεί με τα αλλοτινά έργα μιας εποχής πριν την οριστική αιμορραγία του νοήματος. Είναι ένα έργο του καιρού μας καταδικασμένο από τα γεννοφάσκια του να παραμείνει ένα έργο εκτός εποχής. Αγκυροβολημένο στο αέναο παρόν της ποίησης κοιτάζοντας κατάματα και καταπάνω στον καιρό, ψελλίζοντας εξ υπαρχής το αίνιγμα της δημιουργίας. Γι’ αυτό και το Σύσσημον είναι ένα σπάραγμα (κι υπενθύμιση ότι έργο ολοκληρωμένο δεν υπάρχει) για όλα εκείνα τα θεμελιώδη και παραμελημένα, που εξακολουθούν να σπαράζουν βουβά εντός μας.
Δημήτρης Οικονόμου, συγγραφέας «Άλμπα, Θωμάς Τσαλαπάτης, Εκδόσεις Εκάτη»
«Η Ποίηση είναι μια τέχνη που στην Ελλάδα μεταλαμπαδεύεται από γενιά σε γενιά. Οι ποιητές κρατήθηκαν γερά στις επάλξεις κι άντεξαν τα χτυπήματα της βίαιης επέλασης του χάρτινου τίποτα, του ψεύτικου περιτυλίγματος των, πριν την κρίση, χρόνων. Καθόλου τυχαία λοιπόν, μέσα στην κρίση, νέοι ποιητές εμφανίζονται, γεννιούνται, δημιουργούν με εξαιρετικά αποτελέσματα. Όμως εκτός από μια καλή ποιητική σύνθεση, ζητούμενο είναι το ποιητικό όραμα, ένα αντίβαρο, μια ενιαία αντιπρόταση, ένα υλικό ονείρων που τόσο πολύ ως αναγνώστες έχουμε ανάγκη αυτή την εποχή. Το κυνήγι των μαγισσών, ο κατακερματισμός σε όλα τα επίπεδα, αντανακλάται, ασυνείδητα ίσως, και στην ποίηση που δεν ενδιαφέρεται να οικοδομήσει μια ποιητική πολιτεία. Να όμως που κάποιοι μοιράζονται την ίδια ανησυχία, όπως ο 30χρονος Θωμάς Τσαλαπάτης που δημιουργεί την Άλμπα. Μια πολιτεία με 7 γειτονιές και 6 ημέρες (Πέμπτες δεν υπάρχουν) που ζει μόνο στο παρόν , που όλες οι διαδρομές κρατάνε μόνο 10 λεπτά, που η όψη είναι βλέμμα και που η αυτάρκεια των κατοίκων τις μέρες με καθαρό ουρανό μετατοπίζεται κατά λίγα εκατοστά, είναι οι μέρες που οι κάτοικοι ονομάζουν ταξίδι. Και μέσα εκεί περιφέρεται η Άλμπα , μια κοπέλα, λευκή, άσπιλη, άυλη, που αναβοσβήνει τους ίσκιους των ανθρώπων κάθε ξημέρωμα και που εξουσιάζει ποιητή και ανθρώπους. Με επιρροές από Μαγιακόσφκσι (σύννεφο στην τσέπη) και Έλιοτ (Τετάρτη της στάχτης) ο Τσαλαπάτης (τόσο νέος και τόσο νωρίς) υλοποιεί ένα ονειρώδες, μοναχικό, ποιητικό σύμπαν με έντονο κοινωνικό σχολιασμό, υπαρξιακές αναζητήσεις και φιλοσοφικό υπόβαθρο, από τα καλύτερα βιβλία του 2015, που αξίζει να διαβαστεί για στίχους σαν κι αυτούς: «Εδώ προσευχή είναι η πέτρα/ Και ο άνθρωπος/μια κλωστή θαυμάτων/ραμμένη σ' ένα αντίο».
Γλυκερία Μπασδέκη, συγγραφέας-ποιήτρια. «Τι μένει από τη νύχτα, Έρση Σωτηροπούλου, εκδόσεις Πατάκη»
«Ήταν ό,τι καλύτερο διάβασα φέτος-δηλαδή και του χρόνου και του παραχρόνου. Δεν είναι μυθιστορηματική βιογραφία του Καβάφη η "νύχτα" της Σωτηροπούλου -είναι μια γλωσσική βουτιά στην επιθυμία που κοχλάζει και ζέχνει ανάμεσα σε λινά σεντόνια ευρωπαϊκών μεγαλοξενοδοχείων και δημόσιες τουαλέτες. Είναι φούρνος και κατάψυξη στην πιο "ανεπαισθήτως" γλωσσική θερμοκρασία».
Δημήτρης Στεφανάκης, συγγραφέας. «Ερωτοτροπίες, Χαβιέρ Μαρίας, εκδόσεις Πατάκη» «Είναι το βιβλίο που ξεχώρισα για το 2015, ένα βιβλίο γραμμένο από ένα πραγματικό μετρ της σύγχρονης λογοτεχνίας. Ο Μαρίας καταφέρνει να μπολιάσει τις αναγνώσεις του με τη γνωστή ρηξικέλευθη γραφή του. Αποδεικνύει έτσι ότι τα μεγάλα βιβλία δεν γράφονται στην τύχη. Πίσω από αυτά υπάρχει πάντα ένας μεγάλος συγγραφέας».
Γρηγόρης Μπέκος, βιβλιοκριτικός εφημερίδα ΒΗΜΑ
Εξηγούμαι εξ αρχής για να μην παρεξηγηθώ στην πορεία: επέλεξα (ορισμένα από τα) βιβλία που διάβασα (στη διάρκεια τούτης της χρονιάς για λογαριασμό του «Βήματος» όπου εργάζομαι) και τα προτείνω στους αναγνώστες σας όχι επειδή πρέπει να τα διαβάσουν αλλά επειδή θεωρώ ότι αξίζει τον κόπο να τα αναζητήσουν – είναι άλλωστε τόσο εκτεταμένη η «κριτική» αμετροέπεια στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ειδικά εις ό,τι αφορά τη λογοτεχνία, είναι τόσες πολλές οι «εξυμνήσεις» και τόσες πολλές οι «κατεδαφίσεις» για να το πω κι αλλιώς, που όλο αυτό έχει καταντήσει γελοίο και ταυτοχρόνως ύποπτο. Όντας πεπεισμένος ότι το πιάσατε το υπονοούμενο, ότι δηλαδή η ευθύνη βαραίνει αποκλειστικά εσάς που διαβάζετε, συνεχίζω. Στο πεδίο της ελληνικής πεζογραφίας θεωρώ ότι ξεχώρισαν τα νέα μυθιστορήματα της Ιωάννας Καρυστιάνη («Το φαράγγι», Καστανιώτης) και της Έρσης Σωτηροπούλου («Τι μένει από τη νύχτα», Πατάκης). Η πρώτη, μια συγγραφέας που χαρτογραφεί χρόνια τώρα την ανθρώπινη ερημία, έγραψε ένα ιδιαιτέρως αγαπητικό βιβλίο, ένα από τα καλύτερά της ως σήμερα κατά την ταπεινή μου άποψη, ώριμο και εξόχως «φωτεινό» για τα «σκοτεινά» δεδομένα της (προσωπικά δεν έχω κανένα πρόβλημα με τη «σκοτεινιά» της Καρυστιάνη, το λέω κάπως καταχρηστικά για να συνεννοηθούμε ακόμη και με αυτούς που έχουν). Η δεύτερη, μια περίπτωση αν μη τι άλλο ξεχωριστή και πάντοτε ερεθιστική, παρακολουθεί (έχοντας ερευνήσει αρκετά) τον Κ.Π. Καβάφη σ’ ένα ταξίδι που έκανε ο νεαρός (τότε) ποιητής στο Παρίσι του 1897 με τον μεγαλύτερο αδερφό του. Μπορείς να (ανα)δημιουργήσεις έναν ολόκληρο κόσμο, να (ανα)πλάσεις μια ολόκληρη ατμόσφαιρα έχοντας ως κινητήριο μοχλό της μυθοπλασίας σου μια ταπεινή αντρική τρίχα; Ε, λοιπόν, η Σωτηροπούλου μπορεί, έτσι απλά και όμορφα. Στο πεδίο της ξένης (ή μεταφρασμένης) πεζογραφίας προκρίνω τα πολύ σημαντικά μυθιστορήματα δύο συγγραφέων που τιμήθηκαν (δικαίως) με το Νομπέλ Λογοτεχνίας: «Οι περιπέτειες του Ώγκι Μαρτς» του Αμερικανού Σωλ Μπέλοου (Καστανιώτης) και το «Ομαδικό πορτρέτο με μία κυρία» του Γερμανού Χάινριχ Μπελ (Πόλις). Γιατί; Γιατί κατέχουν εξέχουσα θέση στην εργογραφία και των δύο και γιατί και οι δύο ανήκουν στους «σύγχρονους κλασικούς» (όπως τους αποκαλώ εγώ), δηλαδή θα διαβάζονται (είμαι σίγουρος) μετά και τον δικό μου θάνατο και τον δικό σας (που διαβάζετε τώρα αυτές τις γραμμές). Σταματώ εδώ, όχι επειδή δεν έχω άλλα να προσθέσω στο πεδίο λ.χ. της ιστορίας ή του δοκιμίου, αλλά επειδή πρέπει κανείς κάπου να σταματά. Καλή χρονιά σε όλες και όλους!
Δημήτρης Αθηνάκης, βιβλιοκριτικός εφημερίδα ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
Η ιστορία ― η δική μας και των «πραγμάτων» μας «Αν έπρεπε να μιλήσω για συναρπαστικά βιβλία του 2015, τότε θα έβαζα δύο σ’ αυτό το περίφημο βάθρο: τις «Αριστερές της Γαλλίας» του Jacques Julliard (μτφρ. Χριστιάννα Σαμαρά, εκδ. Πόλις) και τις «Λογοκρατορίες» του Nicholas Ostler (μτφρ. Νίκος Κούτρας, εκδ. Polaris). Το πρώτο, που περιμένει τον Γενάρη του, το έχω, από απληστία, διατρέξει ολόκληρο ― είναι, ουσιαστικά, το βιβλίο, μοναδικό στο είδος του, της ωρίμανσης αλλά και της οπισθοδρόμησης, των διαρκών πηγαινέλα της δημοκρατίας, μέσα από την ιστορία της γαλλικής Αριστεράς, που ανέκαθεν ήταν η Αριστερά του κόσμου, της καρδιάς του· της καρδιάς μας. Οι «Λογοκρατορίες» είναι η πρώτη (και μοναδική, επίσης) ιστορία των γλωσσών του κόσμου, ειπωμένη σαν ένα γεμάτο ένταση παραμύθι. Η εξέλιξη του λόγου, των εκατομμυρίων γλωσσών, η Ιστορία του ανθρώπου, οι τεκτονικές σεισμικές δονήσεις της Ιστορίας μας, μέσα από την ιστορία του τρόπου μας να επικοινωνούμε. Ένα συναρπαστικό έργο εξέλιξης, διακυμάνσεων, ανόδου και παρακμής ― τίνος; Του ανθρώπου. Και των πραγμάτων του. Ο μεταφραστής και ο επιμελητής του έργου (Παναγιώτης Κριμπάς) έκαναν αποστολικό έργο· η δουλειά που μας προσέφεραν είναι ένα μεγάλο δώρο· είτε ασχολούμαστε με τις λέξεις είτε όχι, οι «Λογοκρατορίες», με τις 763 σελίδες τους, είναι, νομίζω, ένα έργο που μας αφορά όλους· είναι ένα έργο για μας· και για τα «πράγματά» μας». Πηγή: www.lifo.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου