ΑΝΟΙΧΤΟ ΒΙΒΛΙΟ
Επάνοδοι, επαναγραφές, επαμφοτερισμοί
Γράφει ο Γιώργος Ν. Περαντωνάκης
ΑΥΤΑ ΠΟΥ ΞΕΧΩΡΙΣΑΝ ΤΟ 2015
Ξαναπιάνουμε το νήμα της επισκόπησης των τίτλων της χρονιάς από το περασμένο Σάββατο, όπου είχαμε παρουσιάσει τις ενότητες: μεταφρασμένη και ελληνική ποίηση, ξένη λογοτεχνία και δοκίμιο-μελέτη (συνολικά 90 τίτλους). Ο φιλόλογος και κριτικός λογοτεχνίας Γιώργος Ν. Περαντωνάκης διακρίνει, ομαδοποιεί και επισημαίνει γραφές, ροπές και διαθέσεις μέσα από τίτλους σύγχρονης ελληνικής πεζογραφίας της χρονιάς που φεύγει.
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
Ενας ετήσιος απολογισμός δεν είναι μια απλή καταγραφή ονομάτων και τίτλων, αλλά ένας στοχασμός για την κατεύθυνση της λογοτεχνίας και τα βήματα που έκανε στη θεματική, στην αισθητική, στη σκέψη.
Είναι λ.χ. η κρίση ένα δυνατό διεγερτικό για να πυροδοτήσει εξελίξεις; Αντέχουν στον χρόνο το ιστορικό και το αστυνομικό μυθιστόρημα; Είναι η μικρή φόρα κατάλληλη να αποδώσει τους σύγχρονους προβληματισμούς; Οδεύουμε προς μεγάλα κοινωνικά αφηγήματα ή προς έναν ατομοκεντρικό λόγο;
Μια πρώτη δέσμη βιβλίων στηρίζεται στην επικαιρότητα, την οποία φυσικά η λογοτεχνία διυλίζει και επαναπροβάλλει με τους δικούς της όρους. Ακριβώς μέσα στην κρίση βρίσκεται η Ρέα Γαλανάκη («Η άκρα ταπείνωση», Καστανιώτης), καθώς σε μια Αθήνα που φλέγεται οι χαρακτήρες της εκφράζουν μια άλλη φωνή.
Στην ίδια πόλη κινούνται τα διηγήματα του Κώστα Κατσουλάρη («Νυχτερινό δελτίο», Πόλις), όπου οι διπολικές αντιθέσεις αναδεικνύουν τα πολλά σύγχρονα πρόσωπα της πρωτεύουσας, και το αφήγημα του Δημήτρη Ελευθεράκη «Η δύσκολη τέχνη» (Αντίποδες), που αφορμάται από το γκράφιτι στο Πολυτεχνείο, για να προβληματίσει πάνω στην αντιμετώπιση της κουλτούρας, παλιάς και νέας, από τους σύγχρονους Ελληνες.
Οι μετανάστες στον Κολωνό εμπνέουν τον Θανάση Σκρουμπέλο («Κόρη του Οιδίποδα», Τόπος), όπου ο τυφλός Οιδίποδας συνδέεται με μια ιστορία trafficking, και τον Τηλέμαχο Κώτσια, ο οποίος σε δύο νουβέλες, «Οι δεινόσαυροι των Αθηνών – Ταξίδι σε λάθος χώρα» (Πατάκης), εστιάζει στις τράπεζες, στην ελληνική γραφειοκρατία και στο κυνήγι των Αλβανών μεταναστών.
Η μετανάστευση, αυτή τη φορά των Ελλήνων ανά γης, απασχολεί μια πλειάδα συγγραφέων: τη Μαρλένα Πολιτοπούλου στο αστυνομικό μυθιστόρημά της «Η Πηνελόπη των νεφών» (Μεταίχμιο) για τους Gastarbeiter της Γερμανίας, τον Θοδωρή Καλλιφατίδη («Πάντα θα επιστρέφω», Γαβριηλίδης) για τη μετοίκηση στην Αυστραλία και τη Σουηδία και την Κάλλια Παπαδάκη («Δενδρίτες», Πόλις) για την (α)φιλόξενη Αμερική. Φαίνεται ότι η καταφυγή των Ελλήνων σε άλλες πατρίδες αντανακλά τη σημερινή φυγή χιλιάδων νέων στο εξωτερικό, κι αυτό είναι αξιοσημείωτο.
Μια που μίλησα για αστυνομική λογοτεχνία, οφείλω να παρατηρήσω ότι αυτή απουσιάζει σε ποσότητα και ποιότητα, με εξαίρεση τη Χριστίνα Καράμπελα που γράφει ένα αστυνομικό με μεταφυσικές προεκτάσεις («Ο ψίθυρος της Ευδοκίας», Πόλις).
Αλλά και το ιστορικό αφήγημα δεν δίνει έντονα το «παρών», αφού το παρελθόν, μολονότι μιλάει συνεχώς στον Νεοέλληνα, φέτος δεν λειτούργησε εκτεταμένα ως πηγή έμπνευσης, πλην εξαιρέσεων όπως: ο Εμφύλιος λ.χ. στη «Νιλουφέρ στα χρόνια της κρίσης» (Εστία) του Δημήτρη Φύσσα, που συνδέει το τότε με το τώρα, ο πόλεμος της Κορέας στην «Πρωινή γαλήνη» (Μεταίχμιο) του Ηλία Μαγκλίνη, όπου η ενηλικίωση ενός νέου συνδέεται με την ουτοπία της αεροπορίας και του έρωτα, κι η δεκαετία του ’80 στη «Ζωή μεθόρια» (Πατάκης) του Θεόδωρου Γρηγοριάδη, κατά την οποία ο αποτυχημένος έρωτας έρχεται σαν μοίρα και σαν σπάθη.
Ανάλογα, πρόσωπα του παρελθόντος ενέπνευσαν τρεις Ελληνες λογοτέχνες, την Ερση Σωτηροπούλου, που θέλησε να μιλήσει για τη στροφή του Καβάφη από τους βαλτωμένους του στίχους στην τολμηρή ποίηση («Τι μένει από τη νύχτα», Πατάκης), τον Κώστα Αρκουδέα, ο οποίος αναζήτησε σε ένα μυθιστόρημα-ντοκουμέντο τα ίχνη του χαμένου Νόμπελ του Καζαντζάκη («Το χαμένο Νόμπελ», Καστανιώτης), και τον Τάκη Θεοδωρόπουλο, που έβαλε τον Συκουτρή να αυτοκτονεί σε αντίθεση με τη συγκάλυψη που επιχειρήθηκε («Βερονάλ», Μεταίχμιο).
Από τις βιογραφήσεις πνευματικών ανθρώπων, παίρνω τη σκυτάλη για να επισημάνω τη διάθεση πολλών λογοτεχνών να στηριχτούν σε κείμενα άλλων για να δημιουργήσουν. Είναι μια ορατή τάση διακειμενικότητας που ξαναγράφει ιστορίες προγενέστερων δημιουργών, εγγεγραμμένες στο σήμερα μιας αδιέξοδης εποχής.
Ο Δημήτρης Νόλλας ξαναγράφει το «Διπλό βιβλίο» του Δ. Χατζή στα «Μάρμαρα στη μέση» (Ικαρος), όπου η σχέση Ελλάδας και Γερμανίας παρουσιάζεται αντιστικτικά, και η Ελενα Μαρούτσου στις εξαιρετικές «Χυδαίες ορχιδέες» (Κίχλη) αναδιηγείται κλασικές ερωτικές ιστορίες με αισθαντικό αλλά και πικρό τρόπο.
Ξαναγυρνώ στην επικαιρότητα, ιδωμένη και επεξεργασμένη από τους πεζογράφους με πλάγιες ματιές, με διεισδυτικές παρατηρήσεις, με απρόοπτες τσεκουριές. Η παγκοσμιοποίηση αλέθεται στις μυλόπετρες του «Αεροπλάστ» (Εστία) της Αντζελας Δημητρακάκη, η οποία προσπαθεί να αποδώσει αντιπροσωπευτικούς χαρακτήρες που πνίγονται μέσα στο κενό που κουβαλάνε.
Στον αντίποδα της κοσμοπολίτικης περιήγησης η θεσσαλική ντοπιολαλιά της Βασιλικής Πέτσα στα διηγήματα «Μόνο το αρνί» (Πόλις) έρχεται να προσγειώσει τις φυγόκεντρες δυνάμεις της σκέψης μας σε πιο γήινες κινήσεις.
Από την άλλη, ο σύγχρονος καταναλωτισμός βάλλεται με διαφορετικό τρόπο από τον Γιάννη Μακριδάκη που καλεί σε μια φυσιολατρική οικονομία («Αντί στεφάνου», Εστία) και τον Δημήτρη Σωτάκη που ανοίγει υπεραγορά σε ένα ερημονήσι του Ειρηνικού, για να καυτηριάσει το επιχειρηματικό πνεύμα της Δύσης («Η ιστορία ενός σούπερ μάρκετ», Κέδρος).
Από κει και πέρα, ο πεζός λόγος κινήθηκε και σε πιο προσωποκεντρικές αφηγήσεις, σε προσπάθειες απολογισμού, σε εικόνες νοσταλγίας, σε αναμοχλεύσεις προσωπικών τραυμάτων. Η Δώρα Κασκάλη στο «Μαύρο κουτί της μνήμης τους» (Οκτώ) θέτει το άτομο στο κέντρο ποικίλων δινών, που καταπλακώνουν τον ψυχισμό του και μεταδίδουν ανάλογα αισθήματα στον αναγνώστη.
Ο Θωμάς Κάππας στα λιλιπούτεια κείμενά του «Πικρούτσικα πικρούτσικα» (Εστία) θυμάται, αυτοαναλύεται, σχολιάζει τον εαυτό του και ακαριαία ξαναβρίσκει σημεία του παρελθόντος του με νέο βλέμμα. Τον σεξουαλικό εαυτό του ατόμου ανασυνθέτει και ο Κώστας Καβανόζης στο «Χαρτόκουτο» (Πατάκης), όπου εξιστορείται η ταλάντωση ανάμεσα στη μοναχική ηδονοθηρία και στη διαπροσωπική συνουσία.
Τη γειτνιάζουσα με το ζώο γενετήσια πλευρά του ανθρώπου προβάλλει στο «Σενάριο αθανασίας» (Μεταίχμιο) ο Βασίλης Γκουρογιάννης, ο οποίος μυθοπλαστικά υποστηρίζει ότι ο καθένας μας είναι ένα υβριδικό ον, όπως οι Κένταυροι, μισός άνθρωπος και μισός ζώο, μισός ηθικός και μισός ενστικτώδης, μισός μονογαμικός και μισός πολυγαμικός.
Ιδιαίτερη αναφορά χρήζει η νουβέλα του Φαίδωνα Ταμβακάκη «Η αναπαλαίωση» (Εστία), όπου το άτομο αναζητά σαν άλλος Οδυσσέας την εμπειρία του ταξιδιού, αλλά πάντα μια Πηνελόπη θα είναι εκεί. Ο συγγραφέας συνδέει τη θάλασσα και τη γυναίκα, υποδεικνύοντας ότι η επιστροφή στην Ιθάκη δεν σημαίνει κατ’ ανάγκην μια πετυχημένη αναπαλαίωση.
Παράλληλα, τη δική τους φωνή εκπέμπουν, προς φυγόκεντρες ίσως κατευθύνσεις, η Ιωάννα Καρυστιάνη στο «Φαράγγι» (Καστανιώτης) που κάνει τον απολογισμό της γενιάς της, με σταθερό έδαφος τη γενέτειρα Κρήτη, και ο Γιώργος Συμπάρδης στο καλύτερό του βιβλίο «Μεγάλες γυναίκες» (Μεταίχμιο), όπου φωτίζει μεταξύ ρητού και υπόρρητου την γκρίζα ζώνη ανάμεσα στην ανιδιοτελή αγάπη και τον υστερόβουλο έρωτα.
Μετεωρισμό βλέπουμε και στο έργο του αγγλοτραφούς Πάνου Καρνέζη «Φυγάδες» (Πατάκης), όχι πλέον στον ερωτικό στίβο αλλά στον πολιτισμικό, αφού η ιστορία κινείται στο κενό ανάμεσα στα παραδοσιακά πιστεύω μιας λατινοαμερικανικής κοινωνίας και τον χριστιανικό νέο κόσμο.
Τελικά, βλέπουμε πολλά κείμενα του 2015 να αμφιταλαντεύονται μεταξύ δύο επιλογών, καθώς οι ήρωές τους βρίσκονται σε ένα ρευστό «ανάμεσα», που σηματοδοτεί δύο πιθανές αποφάσεις, δύο ταυτότητες, δύο δρόμους.
Συνήθως, ανάμεσα στο ενστικτώδες ζώο και τον ηθικό άνθρωπο (Γκουρογιάννης), τη θάλασσα και τη στεριά (Ταμβακάκης), την αγάπη και τον έρωτα (Συμπάρδης), τους ντόπιους θεούς και τον Χριστό (Καρνέζης), η επιλογή μένει εκκρεμής, σαν η εποχή μας να είναι αναποφάσιστη και υβριδική, να προσπαθεί να συγκεράσει τα αντίθετα, αλλά συχνά να μένει συναισθηματικά τραυματισμένη από την αδυναμία της να καταλήξει σε κάτι πιο ξεκάθαρο.
Τρεις πεζογράφοι υπόσχονται πολλά στα νέα τους βιβλία: ο πρόσφατα χαμένος Μένης Κουμανταρέας άφησε τη «Σειρήνα της ερήμου» (Πατάκης), το τελευταίο παιδί στη μακρά παραγωγή του, και δύο γυναίκες, η Δήμητρα Κολλιάκου με το «Ημισυ του παντός» (Πατάκης) κι η Μαρία Ξυλούρη με την «Τελευταία βάρδια του καλλιγράφου» (Καλέντης), πραγματεύονται τη σύγκρουση γιου και πατέρα, η πρώτη μέσω της αδυναμίας επικοινωνίας, η οποία οδηγεί στην αναμόχλευση του παρελθόντος, κι η δεύτερη μέσω ενός ενοχικού τραύματος που κουβαλά ο γιος (κι ο εγγονός) από τον προδότη πατέρα/παππού.
Ελπιδοφόρα μηνύματα αφήνουν νέοι σχετικά συγγραφείς, οι οποίοι με ένα δυναμικό ξεκίνημα ή με ένα άρτιο υστερότερο έργο αφήνουν το στίγμα τους στο έτος που φεύγει.
Ο Θωμάς Συμεωνίδης με ένα καφκικής εμπνεύσεως μυθιστόρημα, «Γίνε ο ήρωάς μου!» (Γαβριηλίδης), αναδεικνύει έντεχνα την αδυναμία του πολίτη να αντιδράσει απέναντι στον λαβύρινθο της κρατικής γραφειοκρατίας, ο Γιάννης Παπαγιάννης στο «Διπλό πρόσωπο του νου» (Κριτική) φτιάχνει συνεχή αντιθετικά παιχνίδια, για να φωτίσει τη διάσταση τέχνης και πραγματικότητας, ο Θοδωρής Ρακόπουλος στη «Νυχτερίδα στην τσέπη» (Νεφέλη) κατασκευάζει σκοτεινά σκηνικά, μέσα στα οποία το απρόσμενο θεωρείται φυσιολογικό, ο Βασίλης Χουλιαράς στις «Ιστορίες από το αρχιπέλαγος Φουάν» (Μελάνι) συνομιλεί με το θείο και ταξιδεύει με ευφυείς συστροφές τους ήρωες και τους αναγνώστες σε νέους κόσμους, και τέλος η Βίκη Κλεφτογιάννη στις «14 ζωές στη Σαλονίκη» (Κέδρος) σκιαγραφεί την πόλη και πολλούς από τους κατοίκους της με έξυπνους ελιγμούς.
Κλείνω με τη ναυαρχίδα της ελληνικής πεζογραφίας, το διήγημα με τις πρωτεϊκές μορφές που παίρνει. Από τις οξείες επιθέσεις της Λένας Κιτσοπούλου, που καυτηριάζουν το ίδιο το αλαζονικό «εγώ» και την κοινωνική σήψη («Το μάτι του ψαριού», Μεταίχμιο), ώς τους προσγειωμένους ήρωες της Δέσποινας Μπάτρη, που προτιμούν τη θυσία προκρίνοντας έναν ενσυνείδητο ανθρωπισμό («Ή όλοι ή κανείς», Μεταίχμιο), κι από την ποιητική φυσιολατρία του Ηλία Παπαμόσχου, η οποία γεμίζει με συναισθήματα της γης και της ανθρωπιάς («Η αλεπού της σκάλας και άλλες ιστορίες», Κίχλη), μέχρι τους «Δρόμους» (Πατάκης) του αδικοχαμένου Πέτρου Κουτσιαμπασάκου, ο οποίος στα διηγήματα της συλλογής του στήνει σκηνικά συναντήσεων και επικοινωνίας μεταξύ των χαρακτήρων του.
Τέλος, προσδοκίες γεννούν συλλογές που κυκλοφορούν μες στον Δεκέμβριο: η «Επείγουσα ανάγκη ελέου» (Εστία) του Θανάση Βαλτινού και «Τα όνειρα μού δέλουν» (Πατάκης) του Σωτήρη Δημητρίου, περιλαμβάνουν αντίστοιχα ερωτικές προσωπογραφίες, σκιαγραφημένες σαν μουντές αναμνήσεις, και πορτρέτα λαϊκών ανθρώπων, δοσμένα με ζωντάνια και με τον ιδιαίτερο ανθρωπισμό του διηγηματογράφου, όπως κι η «Λίγη φλόγα, πολλή στάχτη» (Αγρα) του Γιάννη Ατζακά, όπου η ματωμένη Ιστορία συμπλέκεται με τις προσωπικές ιστορίες.
Επάνοδοι, επαναγραφές, επαμφοτερισμοί
Γράφει ο Γιώργος Ν. Περαντωνάκης
ΑΥΤΑ ΠΟΥ ΞΕΧΩΡΙΣΑΝ ΤΟ 2015
Ξαναπιάνουμε το νήμα της επισκόπησης των τίτλων της χρονιάς από το περασμένο Σάββατο, όπου είχαμε παρουσιάσει τις ενότητες: μεταφρασμένη και ελληνική ποίηση, ξένη λογοτεχνία και δοκίμιο-μελέτη (συνολικά 90 τίτλους). Ο φιλόλογος και κριτικός λογοτεχνίας Γιώργος Ν. Περαντωνάκης διακρίνει, ομαδοποιεί και επισημαίνει γραφές, ροπές και διαθέσεις μέσα από τίτλους σύγχρονης ελληνικής πεζογραφίας της χρονιάς που φεύγει.
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
Ενας ετήσιος απολογισμός δεν είναι μια απλή καταγραφή ονομάτων και τίτλων, αλλά ένας στοχασμός για την κατεύθυνση της λογοτεχνίας και τα βήματα που έκανε στη θεματική, στην αισθητική, στη σκέψη.
Είναι λ.χ. η κρίση ένα δυνατό διεγερτικό για να πυροδοτήσει εξελίξεις; Αντέχουν στον χρόνο το ιστορικό και το αστυνομικό μυθιστόρημα; Είναι η μικρή φόρα κατάλληλη να αποδώσει τους σύγχρονους προβληματισμούς; Οδεύουμε προς μεγάλα κοινωνικά αφηγήματα ή προς έναν ατομοκεντρικό λόγο;
Μια πρώτη δέσμη βιβλίων στηρίζεται στην επικαιρότητα, την οποία φυσικά η λογοτεχνία διυλίζει και επαναπροβάλλει με τους δικούς της όρους. Ακριβώς μέσα στην κρίση βρίσκεται η Ρέα Γαλανάκη («Η άκρα ταπείνωση», Καστανιώτης), καθώς σε μια Αθήνα που φλέγεται οι χαρακτήρες της εκφράζουν μια άλλη φωνή.
Στην ίδια πόλη κινούνται τα διηγήματα του Κώστα Κατσουλάρη («Νυχτερινό δελτίο», Πόλις), όπου οι διπολικές αντιθέσεις αναδεικνύουν τα πολλά σύγχρονα πρόσωπα της πρωτεύουσας, και το αφήγημα του Δημήτρη Ελευθεράκη «Η δύσκολη τέχνη» (Αντίποδες), που αφορμάται από το γκράφιτι στο Πολυτεχνείο, για να προβληματίσει πάνω στην αντιμετώπιση της κουλτούρας, παλιάς και νέας, από τους σύγχρονους Ελληνες.
Οι μετανάστες στον Κολωνό εμπνέουν τον Θανάση Σκρουμπέλο («Κόρη του Οιδίποδα», Τόπος), όπου ο τυφλός Οιδίποδας συνδέεται με μια ιστορία trafficking, και τον Τηλέμαχο Κώτσια, ο οποίος σε δύο νουβέλες, «Οι δεινόσαυροι των Αθηνών – Ταξίδι σε λάθος χώρα» (Πατάκης), εστιάζει στις τράπεζες, στην ελληνική γραφειοκρατία και στο κυνήγι των Αλβανών μεταναστών.
Η μετανάστευση, αυτή τη φορά των Ελλήνων ανά γης, απασχολεί μια πλειάδα συγγραφέων: τη Μαρλένα Πολιτοπούλου στο αστυνομικό μυθιστόρημά της «Η Πηνελόπη των νεφών» (Μεταίχμιο) για τους Gastarbeiter της Γερμανίας, τον Θοδωρή Καλλιφατίδη («Πάντα θα επιστρέφω», Γαβριηλίδης) για τη μετοίκηση στην Αυστραλία και τη Σουηδία και την Κάλλια Παπαδάκη («Δενδρίτες», Πόλις) για την (α)φιλόξενη Αμερική. Φαίνεται ότι η καταφυγή των Ελλήνων σε άλλες πατρίδες αντανακλά τη σημερινή φυγή χιλιάδων νέων στο εξωτερικό, κι αυτό είναι αξιοσημείωτο.
Μια που μίλησα για αστυνομική λογοτεχνία, οφείλω να παρατηρήσω ότι αυτή απουσιάζει σε ποσότητα και ποιότητα, με εξαίρεση τη Χριστίνα Καράμπελα που γράφει ένα αστυνομικό με μεταφυσικές προεκτάσεις («Ο ψίθυρος της Ευδοκίας», Πόλις).
Αλλά και το ιστορικό αφήγημα δεν δίνει έντονα το «παρών», αφού το παρελθόν, μολονότι μιλάει συνεχώς στον Νεοέλληνα, φέτος δεν λειτούργησε εκτεταμένα ως πηγή έμπνευσης, πλην εξαιρέσεων όπως: ο Εμφύλιος λ.χ. στη «Νιλουφέρ στα χρόνια της κρίσης» (Εστία) του Δημήτρη Φύσσα, που συνδέει το τότε με το τώρα, ο πόλεμος της Κορέας στην «Πρωινή γαλήνη» (Μεταίχμιο) του Ηλία Μαγκλίνη, όπου η ενηλικίωση ενός νέου συνδέεται με την ουτοπία της αεροπορίας και του έρωτα, κι η δεκαετία του ’80 στη «Ζωή μεθόρια» (Πατάκης) του Θεόδωρου Γρηγοριάδη, κατά την οποία ο αποτυχημένος έρωτας έρχεται σαν μοίρα και σαν σπάθη.
Ανάλογα, πρόσωπα του παρελθόντος ενέπνευσαν τρεις Ελληνες λογοτέχνες, την Ερση Σωτηροπούλου, που θέλησε να μιλήσει για τη στροφή του Καβάφη από τους βαλτωμένους του στίχους στην τολμηρή ποίηση («Τι μένει από τη νύχτα», Πατάκης), τον Κώστα Αρκουδέα, ο οποίος αναζήτησε σε ένα μυθιστόρημα-ντοκουμέντο τα ίχνη του χαμένου Νόμπελ του Καζαντζάκη («Το χαμένο Νόμπελ», Καστανιώτης), και τον Τάκη Θεοδωρόπουλο, που έβαλε τον Συκουτρή να αυτοκτονεί σε αντίθεση με τη συγκάλυψη που επιχειρήθηκε («Βερονάλ», Μεταίχμιο).
Από τις βιογραφήσεις πνευματικών ανθρώπων, παίρνω τη σκυτάλη για να επισημάνω τη διάθεση πολλών λογοτεχνών να στηριχτούν σε κείμενα άλλων για να δημιουργήσουν. Είναι μια ορατή τάση διακειμενικότητας που ξαναγράφει ιστορίες προγενέστερων δημιουργών, εγγεγραμμένες στο σήμερα μιας αδιέξοδης εποχής.
Ο Δημήτρης Νόλλας ξαναγράφει το «Διπλό βιβλίο» του Δ. Χατζή στα «Μάρμαρα στη μέση» (Ικαρος), όπου η σχέση Ελλάδας και Γερμανίας παρουσιάζεται αντιστικτικά, και η Ελενα Μαρούτσου στις εξαιρετικές «Χυδαίες ορχιδέες» (Κίχλη) αναδιηγείται κλασικές ερωτικές ιστορίες με αισθαντικό αλλά και πικρό τρόπο.
Ξαναγυρνώ στην επικαιρότητα, ιδωμένη και επεξεργασμένη από τους πεζογράφους με πλάγιες ματιές, με διεισδυτικές παρατηρήσεις, με απρόοπτες τσεκουριές. Η παγκοσμιοποίηση αλέθεται στις μυλόπετρες του «Αεροπλάστ» (Εστία) της Αντζελας Δημητρακάκη, η οποία προσπαθεί να αποδώσει αντιπροσωπευτικούς χαρακτήρες που πνίγονται μέσα στο κενό που κουβαλάνε.
Στον αντίποδα της κοσμοπολίτικης περιήγησης η θεσσαλική ντοπιολαλιά της Βασιλικής Πέτσα στα διηγήματα «Μόνο το αρνί» (Πόλις) έρχεται να προσγειώσει τις φυγόκεντρες δυνάμεις της σκέψης μας σε πιο γήινες κινήσεις.
Από την άλλη, ο σύγχρονος καταναλωτισμός βάλλεται με διαφορετικό τρόπο από τον Γιάννη Μακριδάκη που καλεί σε μια φυσιολατρική οικονομία («Αντί στεφάνου», Εστία) και τον Δημήτρη Σωτάκη που ανοίγει υπεραγορά σε ένα ερημονήσι του Ειρηνικού, για να καυτηριάσει το επιχειρηματικό πνεύμα της Δύσης («Η ιστορία ενός σούπερ μάρκετ», Κέδρος).
Από κει και πέρα, ο πεζός λόγος κινήθηκε και σε πιο προσωποκεντρικές αφηγήσεις, σε προσπάθειες απολογισμού, σε εικόνες νοσταλγίας, σε αναμοχλεύσεις προσωπικών τραυμάτων. Η Δώρα Κασκάλη στο «Μαύρο κουτί της μνήμης τους» (Οκτώ) θέτει το άτομο στο κέντρο ποικίλων δινών, που καταπλακώνουν τον ψυχισμό του και μεταδίδουν ανάλογα αισθήματα στον αναγνώστη.
Ο Θωμάς Κάππας στα λιλιπούτεια κείμενά του «Πικρούτσικα πικρούτσικα» (Εστία) θυμάται, αυτοαναλύεται, σχολιάζει τον εαυτό του και ακαριαία ξαναβρίσκει σημεία του παρελθόντος του με νέο βλέμμα. Τον σεξουαλικό εαυτό του ατόμου ανασυνθέτει και ο Κώστας Καβανόζης στο «Χαρτόκουτο» (Πατάκης), όπου εξιστορείται η ταλάντωση ανάμεσα στη μοναχική ηδονοθηρία και στη διαπροσωπική συνουσία.
Τη γειτνιάζουσα με το ζώο γενετήσια πλευρά του ανθρώπου προβάλλει στο «Σενάριο αθανασίας» (Μεταίχμιο) ο Βασίλης Γκουρογιάννης, ο οποίος μυθοπλαστικά υποστηρίζει ότι ο καθένας μας είναι ένα υβριδικό ον, όπως οι Κένταυροι, μισός άνθρωπος και μισός ζώο, μισός ηθικός και μισός ενστικτώδης, μισός μονογαμικός και μισός πολυγαμικός.
Ιδιαίτερη αναφορά χρήζει η νουβέλα του Φαίδωνα Ταμβακάκη «Η αναπαλαίωση» (Εστία), όπου το άτομο αναζητά σαν άλλος Οδυσσέας την εμπειρία του ταξιδιού, αλλά πάντα μια Πηνελόπη θα είναι εκεί. Ο συγγραφέας συνδέει τη θάλασσα και τη γυναίκα, υποδεικνύοντας ότι η επιστροφή στην Ιθάκη δεν σημαίνει κατ’ ανάγκην μια πετυχημένη αναπαλαίωση.
Παράλληλα, τη δική τους φωνή εκπέμπουν, προς φυγόκεντρες ίσως κατευθύνσεις, η Ιωάννα Καρυστιάνη στο «Φαράγγι» (Καστανιώτης) που κάνει τον απολογισμό της γενιάς της, με σταθερό έδαφος τη γενέτειρα Κρήτη, και ο Γιώργος Συμπάρδης στο καλύτερό του βιβλίο «Μεγάλες γυναίκες» (Μεταίχμιο), όπου φωτίζει μεταξύ ρητού και υπόρρητου την γκρίζα ζώνη ανάμεσα στην ανιδιοτελή αγάπη και τον υστερόβουλο έρωτα.
Μετεωρισμό βλέπουμε και στο έργο του αγγλοτραφούς Πάνου Καρνέζη «Φυγάδες» (Πατάκης), όχι πλέον στον ερωτικό στίβο αλλά στον πολιτισμικό, αφού η ιστορία κινείται στο κενό ανάμεσα στα παραδοσιακά πιστεύω μιας λατινοαμερικανικής κοινωνίας και τον χριστιανικό νέο κόσμο.
Τελικά, βλέπουμε πολλά κείμενα του 2015 να αμφιταλαντεύονται μεταξύ δύο επιλογών, καθώς οι ήρωές τους βρίσκονται σε ένα ρευστό «ανάμεσα», που σηματοδοτεί δύο πιθανές αποφάσεις, δύο ταυτότητες, δύο δρόμους.
Συνήθως, ανάμεσα στο ενστικτώδες ζώο και τον ηθικό άνθρωπο (Γκουρογιάννης), τη θάλασσα και τη στεριά (Ταμβακάκης), την αγάπη και τον έρωτα (Συμπάρδης), τους ντόπιους θεούς και τον Χριστό (Καρνέζης), η επιλογή μένει εκκρεμής, σαν η εποχή μας να είναι αναποφάσιστη και υβριδική, να προσπαθεί να συγκεράσει τα αντίθετα, αλλά συχνά να μένει συναισθηματικά τραυματισμένη από την αδυναμία της να καταλήξει σε κάτι πιο ξεκάθαρο.
Τρεις πεζογράφοι υπόσχονται πολλά στα νέα τους βιβλία: ο πρόσφατα χαμένος Μένης Κουμανταρέας άφησε τη «Σειρήνα της ερήμου» (Πατάκης), το τελευταίο παιδί στη μακρά παραγωγή του, και δύο γυναίκες, η Δήμητρα Κολλιάκου με το «Ημισυ του παντός» (Πατάκης) κι η Μαρία Ξυλούρη με την «Τελευταία βάρδια του καλλιγράφου» (Καλέντης), πραγματεύονται τη σύγκρουση γιου και πατέρα, η πρώτη μέσω της αδυναμίας επικοινωνίας, η οποία οδηγεί στην αναμόχλευση του παρελθόντος, κι η δεύτερη μέσω ενός ενοχικού τραύματος που κουβαλά ο γιος (κι ο εγγονός) από τον προδότη πατέρα/παππού.
Ελπιδοφόρα μηνύματα αφήνουν νέοι σχετικά συγγραφείς, οι οποίοι με ένα δυναμικό ξεκίνημα ή με ένα άρτιο υστερότερο έργο αφήνουν το στίγμα τους στο έτος που φεύγει.
Ο Θωμάς Συμεωνίδης με ένα καφκικής εμπνεύσεως μυθιστόρημα, «Γίνε ο ήρωάς μου!» (Γαβριηλίδης), αναδεικνύει έντεχνα την αδυναμία του πολίτη να αντιδράσει απέναντι στον λαβύρινθο της κρατικής γραφειοκρατίας, ο Γιάννης Παπαγιάννης στο «Διπλό πρόσωπο του νου» (Κριτική) φτιάχνει συνεχή αντιθετικά παιχνίδια, για να φωτίσει τη διάσταση τέχνης και πραγματικότητας, ο Θοδωρής Ρακόπουλος στη «Νυχτερίδα στην τσέπη» (Νεφέλη) κατασκευάζει σκοτεινά σκηνικά, μέσα στα οποία το απρόσμενο θεωρείται φυσιολογικό, ο Βασίλης Χουλιαράς στις «Ιστορίες από το αρχιπέλαγος Φουάν» (Μελάνι) συνομιλεί με το θείο και ταξιδεύει με ευφυείς συστροφές τους ήρωες και τους αναγνώστες σε νέους κόσμους, και τέλος η Βίκη Κλεφτογιάννη στις «14 ζωές στη Σαλονίκη» (Κέδρος) σκιαγραφεί την πόλη και πολλούς από τους κατοίκους της με έξυπνους ελιγμούς.
Κλείνω με τη ναυαρχίδα της ελληνικής πεζογραφίας, το διήγημα με τις πρωτεϊκές μορφές που παίρνει. Από τις οξείες επιθέσεις της Λένας Κιτσοπούλου, που καυτηριάζουν το ίδιο το αλαζονικό «εγώ» και την κοινωνική σήψη («Το μάτι του ψαριού», Μεταίχμιο), ώς τους προσγειωμένους ήρωες της Δέσποινας Μπάτρη, που προτιμούν τη θυσία προκρίνοντας έναν ενσυνείδητο ανθρωπισμό («Ή όλοι ή κανείς», Μεταίχμιο), κι από την ποιητική φυσιολατρία του Ηλία Παπαμόσχου, η οποία γεμίζει με συναισθήματα της γης και της ανθρωπιάς («Η αλεπού της σκάλας και άλλες ιστορίες», Κίχλη), μέχρι τους «Δρόμους» (Πατάκης) του αδικοχαμένου Πέτρου Κουτσιαμπασάκου, ο οποίος στα διηγήματα της συλλογής του στήνει σκηνικά συναντήσεων και επικοινωνίας μεταξύ των χαρακτήρων του.
Τέλος, προσδοκίες γεννούν συλλογές που κυκλοφορούν μες στον Δεκέμβριο: η «Επείγουσα ανάγκη ελέου» (Εστία) του Θανάση Βαλτινού και «Τα όνειρα μού δέλουν» (Πατάκης) του Σωτήρη Δημητρίου, περιλαμβάνουν αντίστοιχα ερωτικές προσωπογραφίες, σκιαγραφημένες σαν μουντές αναμνήσεις, και πορτρέτα λαϊκών ανθρώπων, δοσμένα με ζωντάνια και με τον ιδιαίτερο ανθρωπισμό του διηγηματογράφου, όπως κι η «Λίγη φλόγα, πολλή στάχτη» (Αγρα) του Γιάννη Ατζακά, όπου η ματωμένη Ιστορία συμπλέκεται με τις προσωπικές ιστορίες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου