Το διήγημα ίσως θα πρέπει να θεωρηθεί, αν όχι
το βασικό είδος της νεοελληνικής πεζογραφίας, σίγουρα όμως ως εκείνο που
έδωσε τα πρώτα δείγματα μιας ποιοτικής πεζογραφικής οντότητας στη
γλώσσα μας μετά την ανακήρυξη του ελληνικού κράτους.
Σταχυολογώ πρόχειρα: Εμμανουήλ Ροΐδης (γεν.
1836), Γεώργιος Βιζυηνός (γεν. 1849), Αλέξανδρος Μωραϊτίδης (γεν. 1850),
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης (γεν. 1851), Ανδρέας Καρκαβίτσας (γεν. 1865),
Αλεξάνδρα Παπαδοπούλου (γεν. 1867), Δημοσθένης Βουτυράς (γεν. 1872) –
ανάμεσα και σε άλλους πεζογράφους που από τα μέσα του 19ου αιώνα έως τις
αρχές του 20ού γράφουν το είδος αυτό του πεζού λόγου και βάζουν τις
βάσεις της σύγχρονης λογοτεχνικής έκφρασης που αναζητά την ταυτότητα του
Νεοέλληνα, άλλοτε χρησιμοποιώντας την ηθογραφία, άλλοτε ανατρέχοντας
στην ιστορία, σε άλλες περιπτώσεις με μια πρώιμη ενδοσκόπηση.
Με τη γενιά του μεσοπολέμου, το μυθιστόρημα
έρχεται να κατακτήσει την πρώτη θέση στην προτίμηση του Νεοέλληνα
αναγνώστη, που κι αυτός με τη σειρά του αποκτά μια αστική συνείδηση και
άρα λογικό είναι να στρέφεται προς το κατεξοχήν λογοτεχνικό είδος της
ευρωπαϊκής αστικής τάξης.
Ο 20ός αιώνας έκλεισε με την παντοδυναμία μεν
του μυθιστορήματος, αλλά παράλληλα μας άφησε την κληρονομιά και πλέον
σύντομων κειμένων, με τις υπογραφές του Γιώργου Ιωάννου, του Μάριου
Χάκκα, του Επαμεινώνδα Γονατά κ.ά.
Στα πρώτα πλέον χρόνια του 21ου αιώνα, μπορεί
να εξακολουθεί το μυθιστόρημα να αποτελεί το αγαπημένο είδος του
αναγνωστικού κοινού, αλλά οι νεότεροι και αρκετοί παλαιότεροι συγγραφείς
αναζητούν να περάσουν τη δική τους συγγραφική παρουσία μέσα από
σύντομες αφηγήσεις – ενίοτε τόσο σύντομες, που μερικές φορές δεν μπορεί
μήτε ως διηγήματα να θεωρηθούν και έτσι χαρακτηρίζονται ως κείμενα
μικρής φόρμας. Και πάλι με μια πρόχειρη επιλογή αναφέρω τους: Περικλή
Σφυρίδη, Ηλία Παπαδημητρακόπουλο, Γιώργο Σκαμπαρδώνη, Αργύρη Χιόνη,
Σωτήρη Δημητρίου, Αχιλλέα Κυριακίδη, Ηλία Παπαμόσχο, Δημοσθένη
Παπαμάρκο, Παναγιώτη Χατζημωυσιάδη, Ούρσουλα Φωσκόλου κ.ά.
Παράλληλα, οι νέες οικονομικές συνθήκες έχουν
οδηγήσει τους εκδότες να εκδίδουν ολιγοσέλιδα βιβλία (όταν μάλιστα αυτά
είναι γραμμένα με τέτοιο τρόπο ώστε να απευθύνονται σε μικρές ομάδες
απαιτητικών αναγνωστών). Και κάτω από αυτές τις συνθήκες, οι νεότεροι
τουλάχιστον εκδοτικοί οίκοι επιλέγουν τις συλλογές μικρών, μικρότατων
κειμένων.
Θα πρέπει όμως και να θυμηθούμε πως από τα
τέλη της δεκαετίας του ’90 και έως την κρίση του ’10, πολλά έντυπα
συνήθιζαν (κυρίως κατά τη διάρκεια των εορτών ή των καλοκαιρινών
διακοπών) να προσφέρουν στους αγοραστές τους διηγήματα που Έλληνες
συγγραφείς είχαν κληθεί να γράψουν βασισμένοι σε κάποιο θέμα της
επικαιρότητας ή εποχικό. Με αυτόν τον τρόπο γραφτήκανε πολλά διηγήματα
που συχνά οι συγγραφείς τους φροντίζουν να τα εντάξουν όλα μαζί σε ένα
νέο βιβλίο.
Μια συλλογή διηγημάτων πιστεύω πως θα πρέπει
να έχει έναν ενιαίο κεντρικό άξονα. Τα μικρής έκτασης κείμενα που θα
περιλαμβάνει καλό θα είναι να περιτριγυρίζουν το κεντρικό θέμα και έτσι
να έχουμε μια ιδιότυπα πολυπρισματική προσέγγισή του. Μα αρκετά συχνά
διαβάζουμε και συλλογές διηγημάτων που γραφτήκανε σε διαφορετικές
χρονικές περιόδους και που το καθένα τους στηρίζεται και σε έναν άλλο
προβληματισμό. Θα έλεγα πως σε αυτή την κατηγορία τοποθετείται και το
τελευταίο βιβλίο του Θεόδωρου Γρηγοριάδη.
Όπως και ο ίδιος μάς ενημερώνει στο Επίμετρο
αλλά και στον κατάλογο των πρώτων δημοσιεύσεων, τα διηγήματα της
συλλογής έχουν γραφτεί με την ευκαιρία αναθέσεων από διάφορα έντυπα.
Βέβαια –φροντίζει να πληροφορήσει τον αναγνώστη– τα περισσότερα από αυτά
υπήρχαν ως σημειώσεις λίγο ή περισσότερο ολοκληρωμένες σε προσωπικά του
τετράδια. Και μετά την αποδοχή της ανάθεσης, τους έδωσε την οριστική
τους μορφή.
Η συγγραφή του πρώτου έγινε το 1993 και του
τελευταίου το 2018. Και νομίζω πως πολύ σωστά έχουν εντός της συλλογής
τοποθετηθεί σύμφωνα με τη χρονολογία πρώτης δημοσίευσής τους, γιατί έτσι
ο αναγνώστης πλέον μπορεί να τα διαβάσει όχι ως κείμενα που τυχαίως
συνυπάρχουν, αλλά ως ένα οδοιπορικό του τρόπου που ο συγγραφέας
αντιδρούσε συγγραφικά στα διάφορα γεγονότα όλων αυτών των ετών.
Είκοσι πέντε διηγήματα δημοσιευμένα και ένα
αδημοσίευτο σε έναν τόμο 314 σελίδων. Σε ένα από αυτά, ο Γρηγοριάδης
γράφει: «Λίγο πριν πλησιάσω για να συλλέξω ακόμα μια ιστορία βουτηγμένη
άλλοτε στην επαρχιακή ομίχλη μιας παραλιακής πόλης κι άλλοτε στο λαμπερό
καλοκαιρινό φως, φρόντισα να ρίξω μια ματιά έξω από την τζαμόπορτα…»
Ναι, ακριβώς αυτό είναι όλο το βιβλίο – ματιές
έξω από την τζαμόπορτα. Ματιές που άλλοτε κατρακυλάνε στις ανηφοριές
της Καβάλας, άλλοτε σταματούν στα στέκια της Θεσσαλονίκης, άλλοτε
περνάνε και από αθηναϊκές γειτονιές, κάποτε ταξιδεύουν σε ποικίλους
επαρχιακούς μας τόπους, μα τριγυρίζουν και σε άλλες χώρες. Ματιές που
παρατηρούνε την επικαιρότητα για να τη μετατρέψουν με την τέχνη της
αφήγησης σε μόνιμη αναγνωστική εμπειρία.
Μα ο Γρηγοριάδης είναι συγγραφέας
ανθρωποκεντρικός – τα γεγονότα τα βλέπει να σημαδεύουν ανθρώπους και
αυτά τα σημάδια μετατρέπει σε ιστορίες. Χωρίς να αποσιωπά το κοινωνικό ή
πολιτικό δεδομένο, εστιάζει την προσοχή του στο άτομο. Και με αυτό
συνομιλεί. Πάντα με μια τάση διακριτικότητας, συχνά και ηθελημένης
αποσιώπησης, καθώς σέβεται τις ενοχές και συμμετέχει σε αποφάσεις που
δεν θέλουν να αφήσουν τους ίσκιους μέσα στους οποίους πάρθηκαν.
Διηγήματα
ιδιαίτερα καλογραμμένα, που μπορεί ακόμα να θεωρηθούν στην πλειοψηφία
τους και ως κοινωνικά-πολιτικά σχόλια πάνω σε μια εικοσιπενταετία. Η
συλλογή τους σε έναν τόμο (τρίτος τόμος διηγημάτων του ίδιου συγγραφέα
έναντι δώδεκα μυθιστορημάτων του κι ενός μονολόγου) επιβεβαιώνει τελικά
πως ο Θεόδωρος Γρηγοριάδης είναι από εκείνους τους συγγραφείς που δεν
δέχονται να βλέπουν μόνο το μέρος – το σύνολο, ακόμα κι όταν υπονοείται,
παραμένει κεντρικό ζήτημα των προβληματισμών του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου