Γράφει ο καθηγητής Δημήτρης Μαυρογιάννης στην LIFO ένα κείμενο για την περίοδο της μεταπολίτευσης στην Θεσσαλονίκη του λαϊκού περιθωρίου με αναφορά και στο μυθιστόρημα "Το Παρτάλι".
Ειδα αυτήν την φωτογραφία, με αυτούς τους κεφάτους φαντάρους που χορεύουν κάνοντας μαγκιές και θυμήθηκα το μαγαζί του Πρόδρομου που ήταν γιος της Στάσας. Η Στάσα, άλλος μύθος αυτή, είχε ένα ίδιο μαγαζί διακόσια μέτρα πιο πέρα.Ο Πρόδρομος λοιπόν ήταν ένας ψηλός νταρντάνος τριαντάρης γομάρι που είχε μια παράγκα απέναντι από το στρατόπεδο του Παύλου Μελά στην οδό Λαγκαδά. Σωστή επιλογή τόπου αφού οι περισσότεροι πελάτες ήταν φαντάροι σκαστοί.Το έσκαγαν απ το στρατόπεδο πηδώντας πάνω απ τον τοίχο και τα σύρματα, συνεννοημένoi με τους σκοπούς. Φορούσαν φόρμες, εκείνες τις κυπαρισί τις σκούρες με τις πολλές τις τσέπες. Μόνο τις Κυριακές που είχαν έξοδο έρχονταν με την καλές τους τις στολές σαν κι αυτές που φοράν οι φαντάροι της φωτογραφίας..
Στο μαγαζί είχε και φαγητό, συνήθως κοτόπουλο με ρύζι, είχε και λίγους μεζέδες, τυρί και φρούτα που συνόδευαν τις μπύρες, τις ρετσίνες και τα ούζα. Ένα ψυγείο επαγγελματικό με βιτρίνα διαιρούσε το χώρο. Στην κουζίνα η γυναίκα του Πρόδρομου και στη “σάλα” ο Πρόδρομος.Λίγα τραπέζια εφτά; οχτώ; όχι παραπάνω ίσως και λιγότερα. Στο ένα καθόταν η Ζώγια "πρόσωπο" του μαγαζιού. Ήταν ένας φαλακρός κύριος που ντύνονταν τα βράδια, φορούσε περούκα και συνοδεύονταν πάντα από δυο τρεις νεαρούς. Ζεσταίνονταν ή έκανε ότι ζεσταίνεται, σήκωνε την φαρδιά φούστα και έκανε αέρα ανεβοτατεβάζοντας τις άκρες της, δείχνοντας ταυτόχρονα το βρακάκι της. Στην ημερήσια ζωή της είχε μαγαζί που πουλούσε πουλιά και κλουβιά στον Εύοσμο.Μια μικρή και όμορφη, καινούργια στο κουρμπέτι, με φυσικό ξανθό μακρύ μαλί όρθια δίπλα στον ηλεκτρικό διακόπτη πατούσε το κουμπί για το φως και έτσι γίνονταν σαν φωτορυθμικό που ακολουθούσε το ρυθμό της μουσικής από το τζουκ μποξ. Εκεί έριχναν νομίσματα οι μερακλήδες που ήθελαν να μερακλωθούν να ακούσουν και να χορέψουν ακούγοντας Καζαντζίδη, Αγγελόπουλο και Καφάση. Συνήθως βέβαια αυτοί που χόρευαν ήταν οι φαντάροι. Θυμάμαι έναν μάγκα που ενώ χόρευε, ξαφνικά σήκωσε με ένα πήδο τα πόδια ψηλά και τα χέρια στο πάτωμα, χόρευε ανάποδα. Δεν θα ξεχάσω αυτό το πρωτόγνωρο ζεϊμπέκικο.
Υπήρχαν και κάνα δυο άλλες, άσχημα βαμμένες και ντυμένες που κάθονταν με παρέες στα τραπέζια, και πάντα παράγγελναν "ένα βερμουτακι". Όσα περισσότερα τόσο καλλίτερα για αυτές, αφού έτσι ζούσαν κάνοντας κονσομασιόν. Υπήρχαν λίγα σεμνά αγγίγματα στα μπούτια και στα καινούργια βυζιά που φτιάχτηκαν με λατσές (ενέσεις ορμονών). Σε λίγο θα κανόνιζαν για... μετά. Οι πελάτες λαϊκό φάτσες, εργάτες, λιμενεργάτες, χτίστες, φορτηγατζήδες, άνεργοι κολομπαράδες. Γλέντι, πάθη, φωνές ματιές κρυφές και διακριτικές συνεννοήσεις που άναβαν φωτιές και πάθη και μαλώματα. Τότε επενέβαινε ο Πρόδρομος και τα ξεκαθαρίσματα γίνονταν έξω με γροθιές και μερικές φορές και με μαχαίρια. Τα πάθη χοντρά και μπαλώματα λυσσαλέα. Αυτή ήταν η ατμόσφαιρα σε αυτά τα μαγαζιά, που λίγοι της τέχνης την κατέγραψαν. Ο σκηνοθέτης ο Δαμιανός στην ταινία αριστούργημα του Ελληνικού σινεμά “Ευδοκία”, ο Θωμάς Κοροβίνης στο “Κανάλ Νταμούρ” και ο Θόδωρος Γρηγοριάδης στο “Παρτάλι” έχουν καταγράψει εικόνες αυτής της εποχής, αυτών των μαγαζιών. Μιλάμε για την λούμπεν Θεσσαλονίκη στα τέλη του 70
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου