...Καλά,
κορόιδευε εσύ. Αν έβλεπες τον Έρικ με
βρακί, θα σου κοβόταν η όρεξη, που σου
είναι και κομμένη, απ’ ό,τι βλέπω...
Εκείνο το βράδυ που ήρθε ο Έρικ – έξω
χαλούσε ο κόσμος. Καταιγίδα, βροντές,
αστραπές. O βαρδάρης λυσσομανούσε.
Ξερίζωνε δένδρα, τα παντζούρια μας, πατ
κιουτ, κομματιάστηκαν. Έσταζαν τα δωμάτια
νερά. Το ξενοδοχείο άδειαζε μέρα με τη
μέρα, μόνο για λίγες ώρες έρχονταν πια
οι άνθρωποι, για να κάνουν σεξ. Γαμιστρώνας
θα γίνει το ξενοδοχείο, γκρίνιαζε η
Στελίνα. «Εσύ φταις» της έλεγα και ο
Έρικ στεναχωριόταν. Ήταν ο μόνος κανονικός
πελάτης. «Τι έχεις» του λέω. «Τι να έχω»
μου λέει με σπασμένα ελληνικά, αλλά τώρα
τα μιλούσε καλύτερα, γιατί διάβαζε
ελληνικά βιβλία, «τώρα που θα χειμωνιάσει
σκέφτομαι ότι πρέπει να αλλάξω σπίτι,
να πάω να ζήσω κάπου σαν άνθρωπος. Έχει
πολλή υγρασία εδώ μέσα».
Η
μούχλα τού έφταιγε; Τότε κατάλαβα ότι
εκεί μέσα στο ξενοδοχείο και εγώ και η
Αλόη ζούσαμε σαν σε ίδρυμα. Κλεισμένοι
πάλι από τον κόσμο, κι ας ήμασταν downtown,
στα Λαδάδικα.
«Nα
πας» του λέω. Τι να πω, έτσι που ήμουν,
πώς να αντιδράσω, κοτζάμ αγόρι ντυμένος
Ροσάνα Ποντεστά!
Μάικ!
Άκου με και μην κοιτάς τριγύρω. Χέσε τον
κόσμο, αγόρι μου. Shit! Άκου τι γυρίζει και
μου λέει ο bastardάκος:
«Partales,
ο μόνος λόγος που μένω εδώ μέσα είσαι
εσύ. Μου αρέσεις. Χαίρομαι που σε βλέπω.
Μάθε κάτι. Σε βλέπω σαν κορίτσι, όχι σαν
αγόρι που είσαι στ’ αλήθεια, και αυτό
με στεναχωρεί. Τρελαίνομαι από τη
στεναχώρια. Γιατί να μην είσαι μια κοπέλα
nοrmal...».
Η
λέξη νορμάλ με τσάκισε. Και σήμερα που
την ακούω χτυπάει καμπάνα εσπερινός
στ’ αυτιά μου.
«Κι
αν ήμουν σαν κορίτσι;» γυρνάω και τον
ρωτάω.
«Αν
ήσουν, δεν ξέρω, μπορεί και να σε
ερωτευόμουν. Όμως δεν είσαι, Partales, δεν
είσαι. Τι κρίμα».
Τι
κρίμα!!
Και
τότε, Μάικ, άκουσε, αγόρι μου, τη σκηνή,
γιατί κανείς δεν έζησε τέτοιον έρωτα
στην Ελλάδα και σ’ ολόκληρη την υδρόγειο,
ούτε στο Ποτέ την Κυριακή, που είδαμε
με τον Έρικ μια Δευτέρα. Πέφτει ο bastard
στην αγκαλιά μου και κλαίει με λυγμό
και οδυρμό. Nα ουρλιάζει αμερικάνικα
και ελληνικά κι αρχελληνικά και να λέει:
«Γιατί, γιατί δεν είσαι γυναίκα, γιατί
δεν είσαι αληθινό κορίτσι; Θέλω να κάνω
έρωτα μαζί σου!».
Nα
κάνει έρωτα μαζί μου! Τέτοιο καημό δεν
είδα στη ζωή μου, να με κάψουν τα δώδεκα
Ευαγγέλια. Άκου τώρα τι ένιωσα εγώ.
Παλιά, πριν από χρόνια, ένα πρωί κατάλαβα
ότι μια μέρα θα πεθάνω. Το ένιωσα!
Τρομοκρατήθ’κα! Είπα μέσα μου είναι
αλήθεια. Μια μέρα θα πεθάνεις. Τώρα
καταλάβαινα ότι κάποιος άλλος πέθαινε
για μένα, επειδή δεν ήμουν αυτό που
εκείνος περίμενε...
Ξεκόλλησα
από πάνω του. Ήμουν είκοσι οκτώ χρονών
και οκτώ μήνες just και είχα στο παθητικό
μου το βιασμό του Βούλγαρου. Α, σημείωσε
και κάτι: O Βούλγαρος ήταν tremendously sexy.
Γαμησερότατος. Nα τ’ ακούς εσύ, που τον
βγάλατε κακό στα θέατρα. Μπορεί οι
Βούλγαροι να βάλανε φωτιές στα χωριά
μας, αλλά αυτός έβαζε φωτιά σε ποδιές
και σε κιλότες. Και να ’ταν μόνο αυτό,
πουλάκι μου! Μόλις φύγαμε εμείς από το
χωριό, μια άλλη, μεγαλύτερη κοπέλα, η
Περσεφόνη, τον άρπαξε και έφυγαν. Βούιξε
ο τόπος τότε. Και έφυγαν στην Αυστραλία,
γιατί την γκάστρωσε. Και από τότε κανείς
δεν τους ξανάδε. Φρουτ... τα πουλάκια
μ’!!
Κούνησα
κι εγώ το κωλαράκι μ’, δε λέω! Ζήλευα
την Αλόη. Ήθελα να κάνω τα ίδια καμώματα!
Nαι, ναι, τολμώ να ομολογήσω ότι τον
προκάλεσα. Ό,τι έγινε έγινε. Δεν κάθισα
με άδεια χεράκια. Μη νομίσεις όμως, δεν
ήμουνα του σχοινιού και του παλουκιού.
Πονεμένο ήμουνα. Από τότε κανένας άλλος
δε με πήρε ποτέ, να πέσει η πολυκατοικία
και να με πλακώσει αν λέω ψέματα.
Ανατρίχιαζα να έχω άλλον άντρα μέσα
μου. O Έρικ έμοιαζε με το Βούλγαρο. Είχα
’πωθημένο με αυτόν. Ίδιο μαλλί, ίδια
μάτια, ίδιο ύψος!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου