|
Ελλάδα-Τουρκία, Το νέο κλίμα: Ο γείτονάς μου ο Τούρκος. Ο γείτονάς μου ο Έλληνας
ΑΜΑΝ ΠΙΑ....
Το ντέρτι δυο λαών
«Δε μπορώ, όχι, δε μπορώ να την υποφέρω πια!...Τι πληγή ειν’
αυτή που μου ’στειλες θε μου;... Ως πότε θα την έχω στην
καμπούρα μου;..» (Κ. Ταχτσής: Τρίτο στεφάνι)
Για μερικά χρόνια νόμιζα ότι είχα ξεμπλέξει με την Τουρκία. Πράγματι το τελευταίο διάστημα με ενοχλούσε το επιθετικό της ύφος, η προκλητική της αυθάδεια και αυταρέσκεια, η αίσθηση της μοναδικότητας που προέβαλε για τη γεωγραφική της θέση και την αποστολή της. Ώσπου φέτος βρέθηκα στην κοινή συναυλία της Χαρούλας Αλεξίου και της Σεζάν Ακτσού παρά το γεγονός ότι αποφεύγω εκδηλώσεις με προκαθορισμένους στόχους. Mας παρακίνησε να πάμε ένας Σερραίος φίλος, ανατολικοθρακιώτικης καταγωγής, που έμαθε τούρκικα στο Ίδρυμα Μελετών Χερσονήσου Αίμου. Μαζί μας και δυο Δραμινές φίλες, ποντιακής καταγωγής και αυτές.
Στο κατάμεστο «Παλλάς» η πάθηση επανήλθε. Πρώτη σειρά καθισμένοι κλαίγαμε, φωνάζαμε και τραγουδούσαμε φέρνοντας σε αμηχανία όχι μόνον τους θεατές τριγύρω μας αλλά και τους ίδιους μας τους εαυτούς. Τίποτε δεν είχε αλλάξει λοιπόν. Ως πότε θα την έχω στην καμπούρα μου;
Η τούρκικη πάθηση με ταλανίζει κάπου σαράντα χρόνια. έχοντας περάσει από πολλές φάσεις και διακυμάνσεις. Με υφέσεις και εξάρσεις σαν να τα προσχεδιασμένα προκλητικά επεισόδια.
Παιδί ήμουν και ανάμεσα στις πρώτες λέξεις που μάθαινα στον προσφυγομαχαλά του Παλαιοχωρίου ξεχώριζα τις πιο βαριές και άγνωστες κουβέντες. Άκουγα τον παππού και τη γιαγιά να συνεννοούνται καλύτερα στα τούρκικα ενώ στη συζήτηση έμπαινε και ο μπαμπάς. Δεν ήταν η ανάμνηση της τούρκικης γλώσσας που συντηρούσαν οι παππούδες μου σαράντα χρόνια μετά τον ερχομό τους. Γι αυτούς ήταν μια δίγλωσση εμπειρία. Καμιά θλιβερή μνήμη δε μπορούσε να εμποδίσει την τουρκόφωνη διάσταση της ζωής τους.
Στο μεταξύ εγώ μάθαινα αγγλικά και γερμανικά από έναν δάσκαλο που ερχόταν στο χωριό. Στην αρχή της εφηβείας μου έκραζα τις τούρκικες ταινίες που παίζονταν στον τοπικό κινηματογράφο «Μέγας Αλέξανδρος» ενώ δίπλα μου έκλαιγαν με λυγμούς όχι μόνον οι πρόσφυγες του χωριού αλλά και οι βαθιά ριζωμένοι ντόπιοι στους οποίους όφειλα τη δεύτερη εκδοχή της καταγωγής μου. Στο σχολείο μάθαινα πόσο εχθροί ήταν οι Τούρκοι και στα χαλάσματα των παλιών σπιτιών πολεμούσα τα κόκκινα φέσια έχοντας δίπλα μου μια ευτραφή γειτονοπούλα στον ρόλο της Μπουμπουλίνας ντυμένη βουλγάρικη μπάμπουσκα ελλείψει άλλης ιστορικής αμφίεσης.
Προς το τέλος της δεκαετίας του εβδομήντα η Τουρκία ήταν για μένα μια χώρα αγνοουμένων σαν εκείνους τους «αγνοούμενους» που τους αναζητούσαν οι Κύπριες μάνες με τις φωτογραφίες στο χέρι. Εγώ σπούδαζα αγγλική φιλολογία, η εισβολή στην Κύπρο ήταν γεγονός ενώ η δυτική κουλτούρα εισέβαλε από παντού στο φοιτητικό διαμέρισμα της Σαλονίκης. Πού καιρός για αλλόθρησκους!
Ύστερα ήρθε ο στρατός. Το ναυτικό για την ακρίβεια. Και οι ναυτικές δυνάμεις σε αντίθεση με τις χερσαίες έχουν λόγω ύπαρξης και πλεύσης μόνον για να υπερασπίζονται τη χώρα από την θαλασσοπνίχτρα γείτονα. Παρακολουθούσαμε το «Σισμίκ» και το «Χόρα». Μπαινοβγαίναμε και εμείς και αυτοί σε χωρικά και μη ύδατα -λίγο δύσκολο να χαράξεις όρια πάνω στο κυματιστό πέλαγος! Κάποια στιγμή βρεθήκαμε τόσο παραδίπλα που χαιρετηθήκαμε με έναν ναύτη τούρκο. «Λες να ’ναι εχθρός μου;» αναρωτήθηκα. «Απ’ αυτόν κινδυνεύω; Λες να πρέπει να εξοντώσω αυτό το παιδί που μου μοιάζει;»
Κάτι δε μου άρεσε τότε. Κάτι παράλογο και ψεύτικο φυσούσε σαν μελτέμι. Κάποιοι άλλοι αποφάσιζαν να γίνουμε εχθροί με τους διπλανούς μας όπως και σήμερα κάποιοι άλλοι προαποφασίζουν για τη φιλία μας. Όμως όσες πολιτικές και να χαραχθούν, όσα σχέδια και να εκπονηθούν, τίποτε δεν μπορεί να υποκαταστήσει τον ανθρώπινο παράγοντα. Εκείνον τον ναύτη, στο «εχθρικό» κατάστρωμα, που χαμογελούσε κι ας μην διακρινόταν το γέλιο του. Εγώ το έβλεπα διάπλατο. Οι διασκέψεις και τα λόγια πάνε κι έρχονται σαν κύματα και μποφόρ καμιά φορά. Οι άνθρωποι όμως αποτελούν σταθερές αξίες τους γιατί τα συναισθήματα δεν χαρτογραφούνται στα επιτελεία παρά στις ψυχές τους.
Μετά την θητεία μου έτυχε να γνωρίσω την «εχθρική παράδοση» από κοντά. Διορισμένος καθηγητής στο Τριεθνές του Έβρου (δι-εχθρικό σημείο συνάντησης λαών λόγω και της Βουλγαρίας τότε) άρχισα να ταξιδεύω στην Ανατολή.
Πρώτος σταθμός η Αδριανούπολη που την έβλεπα από το μπαλκόνι μου στην Ορεστιάδα. Χώθηκα στα παζάρια, στα χαμάμ, στα πικάντικα εστιατόρια, γνώρισα ανθρώπους κάθε λογής, φοιτητές, εργάτες, ανθρώπους της αποδώ όχθης του Έβρου. Η χαμένη ανατολή ξεπηδούσε στα παραμύθια του ογδόντα, λίγο άναρχη και τσαπατσούλα, ζαλισμένη κι αυτή με όσα έπρεπε να αντιμετωπίσει στα «εκσυγχρονισμένα» χρόνια που έρχονταν. Διακοπές στη Κωνσταντινούπολη, στην Σμύρνη και στο Αϊβαλί, πέρα δώθε από τα νησιά μας στα παράλια της Μικρασίας. Φίλοι και φίλες, γλέντια, παρέες, συναντήσεις φιλικές και ερωτικές.
Ύστερα άρχισαν οι φανατικές υστερίες, οι βόμβες κι οι προβοκάτσιες. Ο Ευρωπαϊκός εγωισμός μου διαμαρτυρήθηκε. Πείσμωσα. Είχα την εντύπωση ότι με πρόδιδαν για άλλη μια φορά. Απομακρύνθηκα με ιλιγγιώδη ταχύτητα από την ευρασιατική όχθη, βυθιζόμουν στο ευρωπαϊκό όραμα μόνο που κάθε φορά που επισκεπτόμουν τις χώρες της Ευρώπης ένιωθα να περιπλανώμαι σε ένα άψυχο μουσείο. Κάτι έλειπε από εδώ και με πονούσε.
Ήταν η ξεχασμένη ανατολή, οι ενοχές της απάρνησης του άλλου μας εαυτού, η ονείρωξη του χριστιανικού υποσυνείδητου, ο φαλλικός μιναρές που υψωνόταν απειλητικά πάνω από το λαβυρινθώδες clubbing των μεγαλουπόλεων.
Λίγο αργότερα παρασύρθηκα από μιαν άλλη ιδιότητα που και αυτήν πήγαν να μας την μπολιάσουν πάνω που ανακαλύπταμε τον υποτιθέμενο εξευρωπαϊσμένο μας εαυτό: την βαλκανικότητα.
Ο βαλκανικός ιός πήρε μορφή επιδημίας στη δεκαετία του ενενήντα. Τελικά με κούρασαν η βία και η ασυνεννοησία των βαλκανικών κρατών όπως και η ύπουλη στάση της δύσης. Ταλανιζόμενος μεταξύ Βαλκανίων και Ανατολής άρχισα να γέρνω πάλι προς την δεύτερη. Σαν να με αφορούσε περισσότερο. Ήταν πιο μεσογειακή; Έφταιγε η θάλασσα; Η μοίρα των γονιδίων; Τα στροβιλίσματα των δερβίσηδων στην λαϊκή μου ώρα; ΄Ο, τι και να’ ταν δεν νομίζω να υπάρχει πιο παθιασμένη και αρρωστημένη σχέση στον κόσμο μεταξύ δύο πολιτισμών και θρησκειών. Δύο λαών και δύο ηπείρων.
Οι σεισμοί κινητοποίησαν όλους όσους δεν είχαν μνήμες και γονίδια ανατολής. Οι συγκρούσεις στα βάθη της γης ανακίνησαν νέες συνειδήσεις. Εμείς, οι μολυσμένοι της ανατολής, τρομάξαμε πάλι. Άραγε τώρα μας καταλάβαινε ο κόσμος; Γιατί, επιμένω, το ζήτημα της προσέγγισης, είναι ζήτημα του κόσμου. Όσο θα υπάρχουν βίζες, πονηρά διαβατήρια, εξοπλισμοί, παρελάσεις, διασκέψεις, σύμφωνα φιλίας και διαχωριστικές γραμμές, τόσο ο κόσμος θα εμποδίζεται να συνομιλεί. Αφήστε τους ανθρώπους να βρεθούν ελεύθερα και ύστερα θα δείτε.
Φυσικά κάθε προσέγγιση έχει τον τρόπο της και η λογοτεχνία το δικό της. Γράφοντας το 1998 τα «Νερά της Χερσονήσου» όπου θριάμβευε ο «έρωτας» ενός Έλληνα και ενός Μουσουλμάνου τους άφηνα στο τέλος να χωρίζουν, αγαπημένοι και μονιασμένοι, σε ένα σταυροδρόμι της Πόλης. Αρχές του αιώνα χώριζαν με την ελπίδα να ξαναβρεθούν. Η γυναικεία ηρωίδα, μια βιασμένη Ελληνίδα, θα γεννούσε παιδιά από μουσουλμανικό σπέρμα στην Καβάλα. Το βιβλίο τρόμαξε αρκετό κόσμο, εθισμένο στη μακιγιαρισμένη λογοτεχνία.
Ήταν κι αυτό μια εκδοχή: Ο καθένας στο δρόμο του, ήρεμα και πολιτισμένα. Μακάρι σήμερα οι δρόμοι αυτοί να γίνουν διπλής κατεύθυνσης. Ανατολικά και δυτικά και ας τέμνονται κάπου στην υπεροπτική και κατηχητική Ευρώπη. Πιστεύω ότι με λίγη ευρωπαϊκή μόλυνση η Τουρκία θα ξαναδεί τον παλιό και τον καινούργιο της εαυτό. Τρομαγμένη και πιο υποψιασμένη ίσως να σκύψει με κατανόηση στην μικρή χώρα δίπλα της που βιάστηκε να αλλαξοδρομήσει.
Το άνοιγμα στον κόσμο, η παγκοσμιοποίηση, ίσως αναγκάσει όλους μας να δούμε τις αληθινές μας προτεραιότητες και τις πραγματικές αγάπες. Και ότι δεν είμαστε μόνοι. Μέχρι τότε όμως το ντέρτι θα συνεχίζεται. Αμάν πια!
«Δε θα βρεθεί επιτέλους κανένας στραβός χριστιανός να την πάρει...!»
Ελευθεροτυπία Τεύχος-αφιέρωμα:
«Ελλάδα-Τουρκία, Το νέο κλίμα:
Ο γείτονάς μου ο Τούρκος. Ο γείτονάς μου ο Έλληνας»
Παρασκευή 24 Μαρτίου 2000
Υπέροχο κείμενο!
ΑπάντησηΔιαγραφή