Όταν η Aνατολή έπαψε να εμπνέει σονέτα*
ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ ΚΟΥΡΤΟΒΙΚ
Ογδόντα χρόνια συμπληρώθηκαν φέτος από τη Συνθήκη της Λωζάνης - τελευταία πράξη του δραματικότερου και τραυματικότερου κεφαλαίου στη σύγχρονη ελληνική ιστορία. Μιας εκστρατείας που κατέληξε σε στρατιωτική συντριβή, στην έκλειψη του μικρασιατικού ελληνισμού, στον κατακλυσμό της Ελλάδας των 5 εκατομμυρίων από 1 ½ εκατομμύριο εξαθλιωμένους πρόσφυγες, στη ριζική αλλαγή του κοινωνικού ιστού της χώρας, στην οριστική εγκατάλειψη της Μεγάλης Ιδέας, η οποία αποτελούσε για σχεδόν εκατό χρόνια την κύρια ιδεολογική και πολιτική επιδίωξη του Έθνους.
Έχει ενδιαφέρον να δούμε πώς κατέγραψε, επεξεργάστηκε, ερμήνευσε, αφομοίωσε αυτά τα γεγονότα η ελληνική λογοτεχνία, ιδιαίτερα η πεζογραφία.
Οι πρώτες αποτυπώσεις αφορούσαν, όπως ήταν αναμενόμενο, το δράμα των Ελλήνων της Μικρασίας μετά την ήττα του 1922 και είχαν χαρακτήρα άμεσης μαρτυρίας, με τον συγγραφέα είτε να καταθέτει την προσωπική εμπειρία του, όπως στο Νούμερο 31328 του Ηλία Βενέζη (1931), είτε να καταγράφει την προφορική αφήγηση ενός άλλου, όπως στην Ιστορία ενός αιχμαλώτου του Στρατή Δούκα (1929). Και τα δύο αυτά βιβλία εξιστορούν τις περιπέτειες Μικρασιατών Ελλήνων που αιχμαλωτίστηκαν από τους Τούρκους και κατόρθωσαν να επιβιώσουν από τις μαζικές σφαγές, τις εκτελέσεις, τις πράξεις αντεκδίκησης και τις κακουχίες. Απουσιάζει κάθε απόπειρα πολιτικής ερμηνείας των γεγονότων, απουσιάζει όμως και κάθε εθνικιστικό ή αντιτουρκικό αίσθημα.
Και οι δύο αυτές απουσίες εξηγούνται, ως έναν βαθμό, από το μούδιασμα που είχε καταλάβει την πανελλήνια συνείδηση μετά την, πολύ πρόσφατη ακόμα, καταστροφή του 1922. Ωστόσο, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι στα κείμενα αυτά μιλούν Έλληνες που, όπως παραδέχονται επανειλημμένα στην αφήγησή τους, είχαν ζήσει ώς τότε ειρηνικά με τους Τούρκους. Δεν είναι τυχαίο ότι ο (αριστερός) Στρατής Δούκας αφιερώνει το βιβλίο του «στα κοινά μαρτύρια των λαών», ενώ στο Νούμερο 31328 του (πολιτικά συντηρητικότερου) Ηλία Βενέζη υπάρχει μια σημαδιακή σκηνή. Ένας Τούρκος αξιωματικός επισκέπτεται στη φυλακή έναν Έλληνα γνωστό του που πρόκειται να εκτελεστεί, γιατί κατατάχτηκε στον ελληνικό στρατό και πήρε μέρος σε βιαιοπραγίες. Ο Τούρκος φέρεται στον Έλληνα με συγκρατημένη, λυπημένη φιλικότητα, φροντίζει μάλιστα για την οικογένειά του, που κρατείται κι αυτή. Κάποια στιγμή ρωτάει τον μελλοθάνατο: «Δε ζούσαμε καλά, Νικόλα;». Τότε εκείνος πέφτει στα πόδια του και τον ικετεύει να τους σώσει. Ο Τούρκος αξιωματικός τον βοηθάει να σηκωθεί κι εκφράζει την άρνησή του με τα εξής λόγια: «Δεν πράξατε καλά, Νικόλα». Στην ασχολίαστη περιγραφή αυτής της σκηνής από τον συγγραφέα διαφαίνεται, ίσως, κάποιο αίσθημα ενοχής.
Οι νέες, και ακόμα καταστροφικότερες για την ίδια τη χώρα, εθνικές περιπέτειες της δεκαετίας του 1940 απώθησαν τη μικρασιατική εμπειρία από την πρώτη γραμμή της θεματολογίας των Ελλήνων συγγραφέων. Όχι όμως για πολύ καιρό. Τη δεκαετία του 1960 έρχεται ένα δεύτερο κύμα λογοτεχνικών κειμένων, κυρίως μυθιστορημάτων, που αναφέρονται σ' εκείνα τα συμβάντα. Και αυτά επίσης τα βιβλία είναι γραμμένα από συγγραφείς μικρασιατικής καταγωγής, της ίδιας μάλιστα γενιάς μ' εκείνους του πρώτου κύματος. Οι περισσότεροι ανάμεσά τους έχουν αριστερό προσανατολισμό. H άμεση, προσωπική μαρτυρία για τη ζωή και το τέλος του ελληνισμού στη Μικρασία και τον Βόσπορο κυριαρχεί κι εδώ. H ειρηνική συμβίωση με τους Τούρκους πριν από τη μικρασιατική εκστρατεία περιγράφεται με μεγαλύτερη έμφαση απ' ό, τι στα κείμενα της πρώτης φάσης. Αλλά η πιο ενδιαφέρουσα διαφορά είναι ότι τώρα επιχειρείται μια πολιτική ερμηνεία της καταστροφής του 1922.
Γλίτωσαν. Έλληνες πρόσφυγες από τη Μικρασία κατάφεραν να επιβιβαστούν σε κάποιο πλοίο και να περάσουν στην Ελλάδα πριν από την καταστροφή
Από τα μυθιστορήματα αυτής της δεύτερης περιόδου ξεχωρίζουν ταΜατωμένα χώματα της Διδώς Σωτηρίου (1962) και Στου Χατζηφράγκου του Κοσμά Πολίτη (1963). Για τη Σωτηρίου, κύριοι υπαίτιοι της συμφοράς ήταν οι ξένοι: οι Γερμανοί, που ξεσήκωναν τους Τούρκους εναντίον των «γκιαούρηδων» στη διάρκεια του A' Παγκοσμίου Πολέμου, και στη συνέχεια οι Αγγλογάλλοι, που έσπρωξαν τον Βενιζέλο σε μια τυχοδιωκτική εκστρατεία - όλοι, εννοείται, για να εξυπηρετήσουν τα δικά τους συμφέροντα. Αυτή η ερμηνεία είναι απόλυτα ευθυγραμμισμένη με την παραδοσιακή θέση της ελληνικής Αριστεράς για τον ρόλο της ξένης εξάρτησης σε ολόκληρη τη νεοελληνική ιστορία. Αλλά δεν αφήνει μεγάλα περιθώρια για αυτοκριτική. Ο Μανώλης Αξιώτης, ο νεαρός Μικρασιάτης που πρωταγωνιστεί στα Ματωμένα χώματα, δεν είναι κανένας φανατικός, δεν είναι μεγαλοϊδεάτης κι έχει αγαθές σχέσεις με τους Τούρκους. Ωστόσο, κατατάσσεται εθελοντικά στον ελληνικό στρατό κατοχής. Γιατί; Συγκινήθηκε, όπως μας λέει, από έναν πατριωτικό λόγο που άκουσε στη Σμύρνη. Κι εκεί σταματάει ο προβληματισμός του.
Πιο τολμηρός, σχεδόν αιρετικός, είναι ο Κοσμάς Πολίτης. Γι' αυτόν, οι Ελλαδίτες είναι εξίσου υπεύθυνοι με τους ξένους που τους έστειλαν στη Μικρασία. Φτάνει μάλιστα στο σημείο να πει ότι συμπεριφέρθηκαν και οι ίδιοι σαν ξένοι στη γη όπου αποβιβάστηκαν, ότι, σε αντίθεση με τους Τούρκους, ούτε σεβάστηκαν ούτε συμπόνεσαν τους Έλληνες κατοίκους της και στο τέλος το έσκασαν, αφήνοντας τους ομοεθνείς τους στην τύχη τους. Αυτή η κριτική του Κοσμά Πολίτη, όμως, που καταλήγει με τη δήλωση ότι η πατρίδα δεν είναι μια ιδέα, αλλά ο τόπος όπου μεγάλωσες και ζεις, αποτελεί μάλλον μεμονωμένη περίπτωση στην ελληνική λογοτεχνία. Πολύ πιο χαρακτηριστική για τη νέα διάθεση των συγγραφέων είναι η στάση που εκφράζει η Διδώ Σωτηρίου.
Ένα παράδοξο φαινόμενο είναι η σχετική σπανιότητα κι ελλειπτικότητα των αναφορών της ελληνικής λογοτεχνίας, ώς πρόσφατα, στο δράμα των προσφύγων από τη Μικρασία και την Ανατολική Θράκη μετά την εγκατάστασή τους στην Ελλάδα. H υποδοχή τους από τους γηγενείς δεν ήταν πάνδημα φιλική και πατριωτική, όπως φανερώνει η για δεκαετίες ευρεία χρήση της έκφρασης «τουρκόσπορος». Στη μελέτη της Μακεδονικές ιστορίες και πάθη 1870 - 1990, που πρωτοεκδόθηκε το 1997 στα αγγλικά και κυκλοφόρησε το 2000 στα ελληνικά, η Αναστασία Καρακασίδου σημειώνει μια λεπτομέρεια που θυμίζει εκπληκτικά όσο και αποκαρδιωτικά, λόγω της μετάθεσης ρόλων, σημερινές καταστάσεις: παρ' όλο που τα παιδιά των προσφύγων ήταν γενικά καλύτεροι μαθητές, δεν ορίζονταν σημαιοφόροι στις μαθητικές παρελάσεις. H συγγραφέας αναφέρεται στην κωμόπολη Άσσηρος του Νομού Θεσσαλονίκης, αλλά σίγουρα γίνονταν και αλλού τέτοιες διακρίσεις. Στην ελληνική λογοτεχνία, όμως, για πολλές δεκαετίες όλα αυτά μάλλον αποσιωπούνταν. Μια μείζων εξαίρεση είναι το μυθιστόρημα του Βενέζη Γαλήνη (1939). Μπαίνει κανείς στον πειρασμό να υποθέσει ότι το θέμα αυτό δεν ταίριαζε στις ιδέες της εθνικής ομοψυχίας ή, εναλλακτικά, της ταξικής αλληλεγγύης, που αποτελούσαν τους δύο κυρίαρχους λόγους της εποχής κι ενέπνεαν τους περισσότερους λογοτέχνες.
Όταν ξέρουμε ότι οι Έλληνες συγγραφείς λίγο ασχολήθηκαν με τις ταλαιπωρίες των ομοεθνών τους προσφύγων στην Ελλάδα, εύκολα μαντεύουμε ότι ακόμα λιγότερο ασχολήθηκαν με τους αλλοεθνείς (ή αλλόθρησκους) που ξεριζώθηκαν από την Ελλάδα και πήραν τον δρόμο της προσφυγιάς. Υπάρχει, ωστόσο, μια εντυπωσιακή πρώιμη εξαίρεση: το βιβλίο του Παντελή Πρεβελάκη Το χρονικό μιας πολιτείας, από το 1938. Ο Πρεβελάκης μιλάει εδώ για το Ρέθυμνο, τη γενέτειρά του, και αφιερώνει τις συγκλονιστικότερες σελίδες του στην έξοδο των Τουρκοκρητικών μετά τη συμφωνία ανταλλαγής πληθυσμών. Περιγράφει τον θρήνο των προσφύγων με τρόπο που μαρτυρεί βαθιά ψυχική αναστάτωση και αυθόρμητη, θα έλεγε κανείς ακούσια, συμπόνια. Όσο για την αντίδραση των κατοίκων, Χριστιανών και Μουσουλμάνων, στο άκουσμα της συμφωνίας, λέει χαρακτηριστικά ότι ένιωσαν σαν τσακωμένο αντρόγυνο που, ενώ έχει ξεχάσει τη φιλονικία του, έρχεται ο δεσπότης και το χωρίζει.
Πολύ αργότερα θα υπάρξουν και άλλα παραδείγματα συμπάθειας για τους Τούρκους που εγκατέλειψαν πρόσφυγες την Ελλάδα. Ο Γιώργος Ιωάννου, στο μικρό αφήγημά του «Στου Κεμάλ το σπίτι» από τη συλλογή H μόνη κληρονομιά (1974), μιλάει για μια άγνωστη τουρκόφωνη γυναίκα, η οποία εμφανιζόταν σποραδικά έξω από το σπίτι των δικών του - προσφύγων από την Ανατολική Θράκη εγκατεστημένων στη Θεσσαλονίκη - και παρακαλούσε να της δώσουν ένα ποτήρι νερό από το πηγάδι της αυλής. Στο τέλος αποκαλύπτεται ότι η άγνωστη δεν ήταν τουρκόφωνη χριστιανή, όπως νόμιζαν στην οικογένεια του Ιωάννου, αλλά Τουρκάλα, και ότι είχε μεγαλώσει σ' αυτό το σπίτι, ήταν το πατρικό της πριν από την ανταλλαγή πληθυσμών και αυτή ερχόταν τώρα όποτε μπορούσε από την Τουρκία για να το δει και να γευθεί ξανά το πηγαδίσιο νερό του.
Το 1994 ο παλαίμαχος πολιτικός Μιχάλης Παπακωνσταντίνου εξέδωσε το βιβλίο H γιαγιά μου η Ρούσα, όπου αφηγείται παιδικές αναμνήσεις του από τη γενέτειρά του Κοζάνη των δεκαετιών του 1920 και 1930, με κεντρική μορφή τη γιαγιά του. H γιαγιά Ρούσα είναι πατριώτισσα και μισεί τον Κεμάλ, αλλά πιστεύει πως οι «κακοί Τούρκοι» έφυγαν από τα μέρη εκείνα μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους και όσοι έμειναν είναι καλοί. Όταν, λοιπόν, έρχεται η ώρα της ανταλλαγής συμπάσχει με αυτούς, θεωρεί άδικη τη μοίρα τους, τους καλεί στο σπίτι της, τους εφοδιάζει με ό, τι μπορεί για το αγύριστο ταξίδι της προσφυγιάς.
Έχουμε ήδη περάσει σε μια νέα φάση, όπου άλλου είδους ευαισθησίες κυριαρχούν στον λόγο των Ελλήνων συγγραφέων γύρω από την καταστροφή του 1922 και, γενικά, τις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Στο μυθιστόρημά της Ο βίος του Ισμαήλ Φερίκ πασά (1989), η Ρέα Γαλανάκη μιλάει για το δράμα ενός ανθρώπου με μικτή ταυτότητα, την οποία η Ιστορία τείνει να διασπάσει: ενός χριστιανού Κρητικού που αιχμαλωτίζεται από τους Οθωμανούς στη διάρκεια μιας εξέγερσης τον 19ο αιώνα, μεταφέρεται στην Αίγυπτο, εξισλαμίζεται, ανεβαίνει στην ιεραρχία των αξιωμάτων και, ως υπουργός πολέμου, αποστέλλεται στη γενέτειρά του για να καταπνίξει μια καινούργια εξέγερση των ομοφύλων του.
Με παρόμοιο πνεύμα ο Θεόδωρος Γρηγοριάδης, στο μυθιστόρημά τουΤα νερά της Χερσονήσου (1998), όπου περιγράφει το οδοιπορικό ενός Άγγλου περιηγητή, του Έλληνα διερμηνέα του και ενός μουσουλμάνου ιεροσπουδαστή στη Θράκη (Δυτική και Ανατολική) του 1906, εστιάζει στη βαθιά, κατά κάποιον τρόπο ερωτική φιλία ανάμεσα στον Έλληνα και τον Τούρκο, φιλία η οποία επισφραγίζεται συμβολικά με μια αναβαπτιστήρια τελετουργία όπου ο Τούρκος παίρνει αρχαίο ελληνικό όνομα και ο Έλληνας μουσουλμανικό. Και ο Θανάσης Βαλτινός, από τη μεριά του, στο Συναξάρι Αντρέα Κορδοπάτη, βιβλίο δεύτερο (2000), ανατρέπει δύο ελληνικά ταμπού γύρω από τη μικρασιατική τραγωδία: μιλάει απροκάλυπτα για εκτεταμένες αγριότητες του ελληνικού στρατού εις βάρος του τουρκικού πληθυσμού και για άσπλαχνη μεταχείριση των προσφύγων της Μικρασίας από τους Ελλαδίτες.
Το τι σημαίνουν όλα αυτά το εκφράζει πολύ ωραία ο Θεόδωρος Γρηγοριάδης, με μια απάντηση που δίνει ο Έλληνας ήρωάς του στον Άγγλο περιηγητή: «Δε χρειάζεται να είμαστε προσκολλημένοι στην ίδια εικόνα του εαυτού μας, στην ίδια ταυτότητα».
*Το Νούμερο 31328 του Ηλία Βενέζη αρχίζει με την, ειρωνική βέβαια, πρόταση «1922. H Ανατολή γλυκύτατη πάντα, για σονέτο - κάτι τέτοιο».
ΤΑ ΝΕΑ , 29-11-2003
ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ ΚΟΥΡΤΟΒΙΚ
Ογδόντα χρόνια συμπληρώθηκαν φέτος από τη Συνθήκη της Λωζάνης - τελευταία πράξη του δραματικότερου και τραυματικότερου κεφαλαίου στη σύγχρονη ελληνική ιστορία. Μιας εκστρατείας που κατέληξε σε στρατιωτική συντριβή, στην έκλειψη του μικρασιατικού ελληνισμού, στον κατακλυσμό της Ελλάδας των 5 εκατομμυρίων από 1 ½ εκατομμύριο εξαθλιωμένους πρόσφυγες, στη ριζική αλλαγή του κοινωνικού ιστού της χώρας, στην οριστική εγκατάλειψη της Μεγάλης Ιδέας, η οποία αποτελούσε για σχεδόν εκατό χρόνια την κύρια ιδεολογική και πολιτική επιδίωξη του Έθνους.
Έχει ενδιαφέρον να δούμε πώς κατέγραψε, επεξεργάστηκε, ερμήνευσε, αφομοίωσε αυτά τα γεγονότα η ελληνική λογοτεχνία, ιδιαίτερα η πεζογραφία.
Οι πρώτες αποτυπώσεις αφορούσαν, όπως ήταν αναμενόμενο, το δράμα των Ελλήνων της Μικρασίας μετά την ήττα του 1922 και είχαν χαρακτήρα άμεσης μαρτυρίας, με τον συγγραφέα είτε να καταθέτει την προσωπική εμπειρία του, όπως στο Νούμερο 31328 του Ηλία Βενέζη (1931), είτε να καταγράφει την προφορική αφήγηση ενός άλλου, όπως στην Ιστορία ενός αιχμαλώτου του Στρατή Δούκα (1929). Και τα δύο αυτά βιβλία εξιστορούν τις περιπέτειες Μικρασιατών Ελλήνων που αιχμαλωτίστηκαν από τους Τούρκους και κατόρθωσαν να επιβιώσουν από τις μαζικές σφαγές, τις εκτελέσεις, τις πράξεις αντεκδίκησης και τις κακουχίες. Απουσιάζει κάθε απόπειρα πολιτικής ερμηνείας των γεγονότων, απουσιάζει όμως και κάθε εθνικιστικό ή αντιτουρκικό αίσθημα.
Και οι δύο αυτές απουσίες εξηγούνται, ως έναν βαθμό, από το μούδιασμα που είχε καταλάβει την πανελλήνια συνείδηση μετά την, πολύ πρόσφατη ακόμα, καταστροφή του 1922. Ωστόσο, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι στα κείμενα αυτά μιλούν Έλληνες που, όπως παραδέχονται επανειλημμένα στην αφήγησή τους, είχαν ζήσει ώς τότε ειρηνικά με τους Τούρκους. Δεν είναι τυχαίο ότι ο (αριστερός) Στρατής Δούκας αφιερώνει το βιβλίο του «στα κοινά μαρτύρια των λαών», ενώ στο Νούμερο 31328 του (πολιτικά συντηρητικότερου) Ηλία Βενέζη υπάρχει μια σημαδιακή σκηνή. Ένας Τούρκος αξιωματικός επισκέπτεται στη φυλακή έναν Έλληνα γνωστό του που πρόκειται να εκτελεστεί, γιατί κατατάχτηκε στον ελληνικό στρατό και πήρε μέρος σε βιαιοπραγίες. Ο Τούρκος φέρεται στον Έλληνα με συγκρατημένη, λυπημένη φιλικότητα, φροντίζει μάλιστα για την οικογένειά του, που κρατείται κι αυτή. Κάποια στιγμή ρωτάει τον μελλοθάνατο: «Δε ζούσαμε καλά, Νικόλα;». Τότε εκείνος πέφτει στα πόδια του και τον ικετεύει να τους σώσει. Ο Τούρκος αξιωματικός τον βοηθάει να σηκωθεί κι εκφράζει την άρνησή του με τα εξής λόγια: «Δεν πράξατε καλά, Νικόλα». Στην ασχολίαστη περιγραφή αυτής της σκηνής από τον συγγραφέα διαφαίνεται, ίσως, κάποιο αίσθημα ενοχής.
Οι νέες, και ακόμα καταστροφικότερες για την ίδια τη χώρα, εθνικές περιπέτειες της δεκαετίας του 1940 απώθησαν τη μικρασιατική εμπειρία από την πρώτη γραμμή της θεματολογίας των Ελλήνων συγγραφέων. Όχι όμως για πολύ καιρό. Τη δεκαετία του 1960 έρχεται ένα δεύτερο κύμα λογοτεχνικών κειμένων, κυρίως μυθιστορημάτων, που αναφέρονται σ' εκείνα τα συμβάντα. Και αυτά επίσης τα βιβλία είναι γραμμένα από συγγραφείς μικρασιατικής καταγωγής, της ίδιας μάλιστα γενιάς μ' εκείνους του πρώτου κύματος. Οι περισσότεροι ανάμεσά τους έχουν αριστερό προσανατολισμό. H άμεση, προσωπική μαρτυρία για τη ζωή και το τέλος του ελληνισμού στη Μικρασία και τον Βόσπορο κυριαρχεί κι εδώ. H ειρηνική συμβίωση με τους Τούρκους πριν από τη μικρασιατική εκστρατεία περιγράφεται με μεγαλύτερη έμφαση απ' ό, τι στα κείμενα της πρώτης φάσης. Αλλά η πιο ενδιαφέρουσα διαφορά είναι ότι τώρα επιχειρείται μια πολιτική ερμηνεία της καταστροφής του 1922.
Γλίτωσαν. Έλληνες πρόσφυγες από τη Μικρασία κατάφεραν να επιβιβαστούν σε κάποιο πλοίο και να περάσουν στην Ελλάδα πριν από την καταστροφή
Από τα μυθιστορήματα αυτής της δεύτερης περιόδου ξεχωρίζουν ταΜατωμένα χώματα της Διδώς Σωτηρίου (1962) και Στου Χατζηφράγκου του Κοσμά Πολίτη (1963). Για τη Σωτηρίου, κύριοι υπαίτιοι της συμφοράς ήταν οι ξένοι: οι Γερμανοί, που ξεσήκωναν τους Τούρκους εναντίον των «γκιαούρηδων» στη διάρκεια του A' Παγκοσμίου Πολέμου, και στη συνέχεια οι Αγγλογάλλοι, που έσπρωξαν τον Βενιζέλο σε μια τυχοδιωκτική εκστρατεία - όλοι, εννοείται, για να εξυπηρετήσουν τα δικά τους συμφέροντα. Αυτή η ερμηνεία είναι απόλυτα ευθυγραμμισμένη με την παραδοσιακή θέση της ελληνικής Αριστεράς για τον ρόλο της ξένης εξάρτησης σε ολόκληρη τη νεοελληνική ιστορία. Αλλά δεν αφήνει μεγάλα περιθώρια για αυτοκριτική. Ο Μανώλης Αξιώτης, ο νεαρός Μικρασιάτης που πρωταγωνιστεί στα Ματωμένα χώματα, δεν είναι κανένας φανατικός, δεν είναι μεγαλοϊδεάτης κι έχει αγαθές σχέσεις με τους Τούρκους. Ωστόσο, κατατάσσεται εθελοντικά στον ελληνικό στρατό κατοχής. Γιατί; Συγκινήθηκε, όπως μας λέει, από έναν πατριωτικό λόγο που άκουσε στη Σμύρνη. Κι εκεί σταματάει ο προβληματισμός του.
Πιο τολμηρός, σχεδόν αιρετικός, είναι ο Κοσμάς Πολίτης. Γι' αυτόν, οι Ελλαδίτες είναι εξίσου υπεύθυνοι με τους ξένους που τους έστειλαν στη Μικρασία. Φτάνει μάλιστα στο σημείο να πει ότι συμπεριφέρθηκαν και οι ίδιοι σαν ξένοι στη γη όπου αποβιβάστηκαν, ότι, σε αντίθεση με τους Τούρκους, ούτε σεβάστηκαν ούτε συμπόνεσαν τους Έλληνες κατοίκους της και στο τέλος το έσκασαν, αφήνοντας τους ομοεθνείς τους στην τύχη τους. Αυτή η κριτική του Κοσμά Πολίτη, όμως, που καταλήγει με τη δήλωση ότι η πατρίδα δεν είναι μια ιδέα, αλλά ο τόπος όπου μεγάλωσες και ζεις, αποτελεί μάλλον μεμονωμένη περίπτωση στην ελληνική λογοτεχνία. Πολύ πιο χαρακτηριστική για τη νέα διάθεση των συγγραφέων είναι η στάση που εκφράζει η Διδώ Σωτηρίου.
Ένα παράδοξο φαινόμενο είναι η σχετική σπανιότητα κι ελλειπτικότητα των αναφορών της ελληνικής λογοτεχνίας, ώς πρόσφατα, στο δράμα των προσφύγων από τη Μικρασία και την Ανατολική Θράκη μετά την εγκατάστασή τους στην Ελλάδα. H υποδοχή τους από τους γηγενείς δεν ήταν πάνδημα φιλική και πατριωτική, όπως φανερώνει η για δεκαετίες ευρεία χρήση της έκφρασης «τουρκόσπορος». Στη μελέτη της Μακεδονικές ιστορίες και πάθη 1870 - 1990, που πρωτοεκδόθηκε το 1997 στα αγγλικά και κυκλοφόρησε το 2000 στα ελληνικά, η Αναστασία Καρακασίδου σημειώνει μια λεπτομέρεια που θυμίζει εκπληκτικά όσο και αποκαρδιωτικά, λόγω της μετάθεσης ρόλων, σημερινές καταστάσεις: παρ' όλο που τα παιδιά των προσφύγων ήταν γενικά καλύτεροι μαθητές, δεν ορίζονταν σημαιοφόροι στις μαθητικές παρελάσεις. H συγγραφέας αναφέρεται στην κωμόπολη Άσσηρος του Νομού Θεσσαλονίκης, αλλά σίγουρα γίνονταν και αλλού τέτοιες διακρίσεις. Στην ελληνική λογοτεχνία, όμως, για πολλές δεκαετίες όλα αυτά μάλλον αποσιωπούνταν. Μια μείζων εξαίρεση είναι το μυθιστόρημα του Βενέζη Γαλήνη (1939). Μπαίνει κανείς στον πειρασμό να υποθέσει ότι το θέμα αυτό δεν ταίριαζε στις ιδέες της εθνικής ομοψυχίας ή, εναλλακτικά, της ταξικής αλληλεγγύης, που αποτελούσαν τους δύο κυρίαρχους λόγους της εποχής κι ενέπνεαν τους περισσότερους λογοτέχνες.
Όταν ξέρουμε ότι οι Έλληνες συγγραφείς λίγο ασχολήθηκαν με τις ταλαιπωρίες των ομοεθνών τους προσφύγων στην Ελλάδα, εύκολα μαντεύουμε ότι ακόμα λιγότερο ασχολήθηκαν με τους αλλοεθνείς (ή αλλόθρησκους) που ξεριζώθηκαν από την Ελλάδα και πήραν τον δρόμο της προσφυγιάς. Υπάρχει, ωστόσο, μια εντυπωσιακή πρώιμη εξαίρεση: το βιβλίο του Παντελή Πρεβελάκη Το χρονικό μιας πολιτείας, από το 1938. Ο Πρεβελάκης μιλάει εδώ για το Ρέθυμνο, τη γενέτειρά του, και αφιερώνει τις συγκλονιστικότερες σελίδες του στην έξοδο των Τουρκοκρητικών μετά τη συμφωνία ανταλλαγής πληθυσμών. Περιγράφει τον θρήνο των προσφύγων με τρόπο που μαρτυρεί βαθιά ψυχική αναστάτωση και αυθόρμητη, θα έλεγε κανείς ακούσια, συμπόνια. Όσο για την αντίδραση των κατοίκων, Χριστιανών και Μουσουλμάνων, στο άκουσμα της συμφωνίας, λέει χαρακτηριστικά ότι ένιωσαν σαν τσακωμένο αντρόγυνο που, ενώ έχει ξεχάσει τη φιλονικία του, έρχεται ο δεσπότης και το χωρίζει.
Πολύ αργότερα θα υπάρξουν και άλλα παραδείγματα συμπάθειας για τους Τούρκους που εγκατέλειψαν πρόσφυγες την Ελλάδα. Ο Γιώργος Ιωάννου, στο μικρό αφήγημά του «Στου Κεμάλ το σπίτι» από τη συλλογή H μόνη κληρονομιά (1974), μιλάει για μια άγνωστη τουρκόφωνη γυναίκα, η οποία εμφανιζόταν σποραδικά έξω από το σπίτι των δικών του - προσφύγων από την Ανατολική Θράκη εγκατεστημένων στη Θεσσαλονίκη - και παρακαλούσε να της δώσουν ένα ποτήρι νερό από το πηγάδι της αυλής. Στο τέλος αποκαλύπτεται ότι η άγνωστη δεν ήταν τουρκόφωνη χριστιανή, όπως νόμιζαν στην οικογένεια του Ιωάννου, αλλά Τουρκάλα, και ότι είχε μεγαλώσει σ' αυτό το σπίτι, ήταν το πατρικό της πριν από την ανταλλαγή πληθυσμών και αυτή ερχόταν τώρα όποτε μπορούσε από την Τουρκία για να το δει και να γευθεί ξανά το πηγαδίσιο νερό του.
Το 1994 ο παλαίμαχος πολιτικός Μιχάλης Παπακωνσταντίνου εξέδωσε το βιβλίο H γιαγιά μου η Ρούσα, όπου αφηγείται παιδικές αναμνήσεις του από τη γενέτειρά του Κοζάνη των δεκαετιών του 1920 και 1930, με κεντρική μορφή τη γιαγιά του. H γιαγιά Ρούσα είναι πατριώτισσα και μισεί τον Κεμάλ, αλλά πιστεύει πως οι «κακοί Τούρκοι» έφυγαν από τα μέρη εκείνα μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους και όσοι έμειναν είναι καλοί. Όταν, λοιπόν, έρχεται η ώρα της ανταλλαγής συμπάσχει με αυτούς, θεωρεί άδικη τη μοίρα τους, τους καλεί στο σπίτι της, τους εφοδιάζει με ό, τι μπορεί για το αγύριστο ταξίδι της προσφυγιάς.
Έχουμε ήδη περάσει σε μια νέα φάση, όπου άλλου είδους ευαισθησίες κυριαρχούν στον λόγο των Ελλήνων συγγραφέων γύρω από την καταστροφή του 1922 και, γενικά, τις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Στο μυθιστόρημά της Ο βίος του Ισμαήλ Φερίκ πασά (1989), η Ρέα Γαλανάκη μιλάει για το δράμα ενός ανθρώπου με μικτή ταυτότητα, την οποία η Ιστορία τείνει να διασπάσει: ενός χριστιανού Κρητικού που αιχμαλωτίζεται από τους Οθωμανούς στη διάρκεια μιας εξέγερσης τον 19ο αιώνα, μεταφέρεται στην Αίγυπτο, εξισλαμίζεται, ανεβαίνει στην ιεραρχία των αξιωμάτων και, ως υπουργός πολέμου, αποστέλλεται στη γενέτειρά του για να καταπνίξει μια καινούργια εξέγερση των ομοφύλων του.
Με παρόμοιο πνεύμα ο Θεόδωρος Γρηγοριάδης, στο μυθιστόρημά τουΤα νερά της Χερσονήσου (1998), όπου περιγράφει το οδοιπορικό ενός Άγγλου περιηγητή, του Έλληνα διερμηνέα του και ενός μουσουλμάνου ιεροσπουδαστή στη Θράκη (Δυτική και Ανατολική) του 1906, εστιάζει στη βαθιά, κατά κάποιον τρόπο ερωτική φιλία ανάμεσα στον Έλληνα και τον Τούρκο, φιλία η οποία επισφραγίζεται συμβολικά με μια αναβαπτιστήρια τελετουργία όπου ο Τούρκος παίρνει αρχαίο ελληνικό όνομα και ο Έλληνας μουσουλμανικό. Και ο Θανάσης Βαλτινός, από τη μεριά του, στο Συναξάρι Αντρέα Κορδοπάτη, βιβλίο δεύτερο (2000), ανατρέπει δύο ελληνικά ταμπού γύρω από τη μικρασιατική τραγωδία: μιλάει απροκάλυπτα για εκτεταμένες αγριότητες του ελληνικού στρατού εις βάρος του τουρκικού πληθυσμού και για άσπλαχνη μεταχείριση των προσφύγων της Μικρασίας από τους Ελλαδίτες.
Το τι σημαίνουν όλα αυτά το εκφράζει πολύ ωραία ο Θεόδωρος Γρηγοριάδης, με μια απάντηση που δίνει ο Έλληνας ήρωάς του στον Άγγλο περιηγητή: «Δε χρειάζεται να είμαστε προσκολλημένοι στην ίδια εικόνα του εαυτού μας, στην ίδια ταυτότητα».
*Το Νούμερο 31328 του Ηλία Βενέζη αρχίζει με την, ειρωνική βέβαια, πρόταση «1922. H Ανατολή γλυκύτατη πάντα, για σονέτο - κάτι τέτοιο».
ΤΑ ΝΕΑ , 29-11-2003
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου