Το βιβλίο απαρτίζεται από εφτά μέρη, ένα εισαγωγικό και ένα επιλογικό «Σήμερα». Σύνολο εννέα μέρη. Ο συγγραφέας μάς καλεί «στη θάλασσα της νύχτας και της φαντασίας» του, με μια χειμαρρώδη αφήγηση, σαν ένα «βιογραφικό» γεμάτο ενδιαφέρον που απαιτεί γερό στομάχι και δύναμη να αντέξεις όλα τα παράξενα και θλιβερά του κόσμου.
Αν εξαιρέσεις τη νοσταλγία του παππού για τη χαμένη πατρίδα του και την οδύσσεια του ποντιακού ελληνισμού, η οποία μάλιστα θυμίζει κάτι από τη σεφερική μικρασιατική οδύσσεια (λεκτικώς και συναισθηματικώς μόνο, εφόσον ο Σεφέρης μιλάει ακροθιγώς για πράγματα και καταστάσεις που παρέλκουν), όλα τα άλλα έχουν μια ωμότητα, μια ειλικρίνεια ανατριχιαστική. Ο παππούς, λοιπόν, θυμάται: «Ύστερα από τόση ταλαιπωρία ξεχνούσαμε τα σπίτια μας, τους συγγενείς μας που χάσαμε τη θάλασσα απ' όπου μας είχαν διώξει. Η δική μας θάλασσα ήταν μαύρη και κλειστή. Με φόβιζε τα βράδια. Όμως ήταν γεμάτη ψάρια, βαριά σαν λιμνίσια, που τα πιάναμε με τα χέρια. Όλα τότε τα πιάναμε με τα χέρια μας...»
Και ο εγγονός θυμάται τα δικά του. Την οικογένεια, στον κάμπο των Φιλίππων, σ' ένα παραθαλάσσιο, παραλίμνιο ή παρακανάλιο χωριό, όπου κατέληξε μετά το μακρινό ταξίδι του ξεριζωμού της, τον ανύπαντρο θείο με τις παραξενιές του που έχει αφήσει το στίγμα του στο πορνείο, το παιδί που θέλει να το μυήσει στα ερωτικά, τη μικροαστική νοοτροπία σε σχέση με τα γράμματα και το σχολείο, τη θεία, τον γαμπρό, τη συμφωνημένη απαγωγή και όλα εκείνα που στήνουν το σκηνικό της μίζερης μικροζωής.
Εν γένει ο «ναύτης» του Γρηγοριάδη ταξιδεύει σε βουρκώδη και θολά νερά, συναναστρέφεται με περιφερειακά άτομα, κάνει ζουμ σε σωματικές λεπτομέρειες με μεγάλη άνεση, περνάει πολύ χρόνο πάνω στο κρεβάτι και πάντα ένα κρεβάτι είναι το σημείο αναφοράς της αφήγησής του, καθώς επίσης και σπίτια παλιά μουχλιασμένα, πρώην στάβλοι, σπίτια που απομυζούν κάθε ανθρώπινη υγιή δραστηριότητα.
Το παιδί μεγαλώνει σιγά σιγά, γράφει καλές εκθέσεις και διαβάζει βιβλία με τα οποία ταξιδεύει σε χώρες μακρινές. Αργότερα θα υπηρετήσει ως ναύτης τη θητεία του, οπότε θα ταξιδέψει και πραγματικά. Αλλά όπου και αν πάει, όπου και αν συναναστραφεί, ένα είναι το στίγμα. Ο πληρωμένος έρωτας, οι γυναίκες, τα «κορίτσια», οι «γοργόνες» στις λάσπες. Κάποτε θα πάρει το απολυτήριο του στρατού και θα ξεμείνει στη Μυτιλήνη. Και εκεί τα ίδια. Ό,τι βλέπει κι όπου πάει είναι γυναίκες της συγκεκριμένης κατηγορίας. Ό,τι μοιάζει φυσιολογικό είναι παράταιρο, πλήττει με την κανονικότητα, θεωρεί εκφυλισμό του άντρα τον γάμο. Παράταιρες είναι οι θρησκευόμενες γυναίκες που πάνε για προσκύνημα στη Λέσβο, ενώ δίνονται με άνεση οι αλλοδαπές που πάνε για το ειδικό ξεφάντωμα στο ίδιο νησί. Ιδιαιτέρως τον γοητεύει μια μικρή στο κάστρο της Μυτιλήνης. Κι εδώ, θα λέγαμε, πως επικεντρώνεται το ενδιαφέρον του βιβλίου.
Εν γένει ο «ναύτης» του Γρηγοριάδη ταξιδεύει σε βουρκώδη και θολά νερά, συναναστρέφεται με περιφερειακά άτομα, κάνει ζουμ σε σωματικές λεπτομέρειες με μεγάλη άνεση, περνάει πολύ χρόνο πάνω στο κρεβάτι και πάντα ένα κρεβάτι είναι το σημείο αναφοράς της αφήγησής του, καθώς επίσης και σπίτια παλιά μουχλιασμένα, πρώην στάβλοι, σπίτια που απομυζούν κάθε ανθρώπινη υγιή δραστηριότητα.
Τα κεφάλαια είναι μικρά, η αφήγησή γρήγορη, χωρίς περιττές περιγραφές, η εναλλαγή των εικόνων και η παραστατικότητα συνθέτουν καλά το σκηνικό, η ηθελημένη αφέλεια, οι απόψεις πίσω από την αμεριμνησία των λόγων, που διατυπώνονται δήθεν αδιάφορα, δήθεν αθώα, το λεξιλόγιο που δεν δεσμεύεται από την ευπρέπεια και δεν διστάζει να χρησιμοποιήσει την κατάλληλη για την περίσταση λέξη, για να αποδώσει τα πράγματα, όλα συμβάλλουν σ' αυτό που θέλει να στήσει. Έναν εφιάλτη, μια τραγωδία, μια δύσκολη κάθαρση.
Τρίτη 9 Δεκεμβρίου 2014
diastiho.gr
Τρίτη 9 Δεκεμβρίου 2014
diastiho.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου