Πέμπτη 17 Απριλίου 2014

Lena Hoff "Ο Νικόλας Κάλας και η πρόκληση του υπερρεαλισμού"

ΧΡΟΝΟΣ  //  τεύχος ΔΩΔΕΚΑ, Απρίλιος 2014

παντού και πάντα με άξονα την πολεμική


Ο Νικόλας Κάλας επιστρέφει στο προσκήνιο για να ξαναδιαβαστεί, χάρη στο βιβλίο της Lena Hoff που μελέτησε το ανέκδοτο αρχείο του στο Δανικό Ινστιτούτο της Αθήνας

Θεόδωρος Γρηγοριάδης

Ανατρεπτικός, πρωτοποριακός, προφητικός, πολιτικός ακτιβιστής, με διαφορετικές ταυτότητες και ονόματα, ο Νικόλας Κάλας, ένας Έλληνας εμιγκρέ, άφησε πίσω του ένα αρχείο που βρίσκεται πια σε ελληνικό έδαφος και από το οποίο προέκυψε η εξαιρετική μελέτη της Lena Hoff Ο Νικόλας Κάλας και η πρόκληση του υπερρεαλισμού(Lena Hoff, Nicolas Calas and the Challenge of Surrealism, Museum Tusculanum Press, 2014).

Η επιρροή του Τρότσκι
Τον Μάρτιο του 2014 βρέθηκα στη Δανία, καλεσμένος συγγραφέας του Υπουργείου Πολιτισμού της Δανίας και ανάμεσα στις πολιτιστικές επαφές και εκδηλώσεις επισκεφτήκαμε το Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης Louisiana, έξω από την Κοπεγχάγη, ένα διεθνές γνωστό μουσείο τόσο για τις μόνιμες συλλογές μοντέρνας τέχνης όσο και για τις περιοδικές εκθέσεις. Την επομένη, σε μια άλλη εκδήλωση στο Πανεπιστήμιο της Κοπεγχάγης, παρευρισκόταν ο Jordy Findanis, κατά το ήμισυ ελληνικής καταγωγής και εκδότης του Museum Tusculanum Press, ενός ανεξάρτητου εκδοτικού οίκου που εδρεύει στο Πανεπιστήμιο της Κοπεγχάγης και ειδικεύεται σε εκδόσεις ανθρωπιστικών και κοινωνικών σπουδών, ο οποίος μου χάρισε ένα βιβλίο που μόλις είχε εκδοθεί. Αφορούσε τη ζωή και το έργο του Νικόλα Κάλας μα κυρίως τη σχέση του με το κίνημα του υπερρεαλισμού. Γράφτηκε στα αγγλικά από τη Lena Hoff, που σπούδασε ελληνικά στο Πανεπιστήμιο της Κοπεγχάγης και έζησε για αρκετά χρόνια στην Αθήνα. Εκεί, στο Δανικό Ινστιτούτο, έμαθε ότι υπήρχε το αρχείο του Νικόλα Κάλας το οποίο εκείνος είχε δώσει αρχικά στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης Louisiana.
H γνωριμία του πρώην διευθυντή του Μουσείου Louisiana, ένα από τα σημαντικότερα μουσεία του κόσμου μοντέρνας τέχνης, Steingrim Laursen το 1972 στη Νέα Υόρκη με τον Νικόλα Κάλας ήταν καθοριστική. Ο Κάλας δεν υπήρξε μόνο ένας διορατικός κριτικός της μοντέρνας τέχνης αλλά και συλλέκτης. Η φιλία τους είχε ως αποτέλεσμα να καταλήξει η συλλογή και το αρχείο του Κάλας και της συζύγου του στη Δανία μέσω Νέας Υόρκης όπου και παρέμεινε για μια δεκαετία για να το μεταβιβάσει στο Δανικό Ινστιτούτο της Αθήνας το 1999. Η Lena Hoff μελετώντας τους υπερρεαλιστές επικεντρώθηκε στον Νικόλα Κάλας και της δόθηκε η δυνατότητα να καταλογογραφήσει το αρχείο του και να έχει άμεση πρόσβαση σε γνωστό αλλά και σε ανέκδοτο υλικό. Μια πρώτη έκδοση που προέκυψε ήταν τοΝικόλας Κάλας-Μιχάλης Ράπτης. Μια πολιτική αλληλογραφία. Στη συνέχεια έκανε το διδακτορικό της στο Πανεπιστήμιο του Μπέρμιγχαμ και, δουλεύοντας εκ νέου το υλικό της, το επεξέτεινε και το συμπλήρωσε ώστε να αποκτήσει τη μορφή της έκδοσης αυτής με τον τίτλο Nicolas Calas and the Challenge of Surrealism.
Το βιβλίο είναι διαρθρωμένο σε έξι κεφάλαια με υποενότητες μέσα από τα οποία παρακολουθούμε τη διαμόρφωση της πολιτικής και καλλιτεχνικής σκέψης του Νικόλα Κάλας από τα πρώτα χρόνια του στην Ελλάδα μέχρι την εγκατάστασή του στην Αμερική. Έγραψε στα ελληνικά, τα γαλλικά και τα αγγλικά, είχε την τύχη να συμπέσει με τα μεγαλύτερα καλλιτεχνικά και πολιτικά κινήματα στο εξωτερικό και να τα αντιτεθεί τόσο εκεί όσο και στην ελληνική τους –αν και μικρότερη– εκδοχή.
Γόνος αστικής και πλούσιας οικογένειας, με πατέρα Χιώτη δικηγόρο, αντιβενιζελικό πολιτευτή και ιδιοκτήτη ναυτιλιακών επιχειρήσεων στη Ρουμανία, γεννημένος στην Ελβετία το 1907 αλλά μεγαλωμένος στην Αθήνα, ήρθε νωρίς σε επαφή με τις μεγαλύτερες κοινωνικοπολιτικές αλλαγές στην Ελλάδα. Η άφιξη και η εγκατάσταση των προσφύγων του 1922 τον συγκλόνισαν, η αδιαφορία και η αδιαλλαξία του πατέρα του ως προς τους «ξένους» τον επηρέασαν πολύ ώστε να διαφοροποιηθεί επαρκώς από τις ιδέες και τον χώρο του. Εντάχθηκε στην Αριστερά, έλαβε μέρος σε διαδηλώσεις ήδη από τα φοιτητικά του χρόνια στη Νομική και ήρθε αντιμέτωπος με το κατεστημένο της σχολής, επειδή τόλμησε να γράφει στη δημοτική από το 1923.
Από το 1930, αν και προσπάθησε να εργαστεί ως δικηγόρος, δημοσίευε τακτικά κείμενα και άρθρα σε επιφανή περιοδικά της εποχής. Το 1929 άσκησε έντονη κριτική στον νεοσυμβολισμό του Καρυωτάκη γιατί πίστευε ότι η νεότερη γενιά δεν έπρεπε να υποκύψει στην απελπισία και την έλλειψη προοπτικής. Πολύ σύντομα ξεκίνησε η συνομιλία και η φιλία του με τον Γιώργο Θεοτοκά, αποδεχόμενος με ενθουσιασμό το Ελεύθερο πνεύμα του. Όμως οι αντιθέσεις τους δεν άργησαν να φανούν όσον αφορούσε τον πολιτικό τους προσανατολισμό. Η θέση του Κάλας για την προλεταριακή τέχνη ήταν εμφανής: έπρεπε να υπάρχει ένα κοινωνικό υπόβαθρο που να απηχεί την εποχή και τον προβληματισμό της. Η επιρροή του Τρότσκι ήταν καθοριστική στη διαμόρφωση των θέσεών του.
Στραμμένος προς μια περισσότερο διεθνιστική υιοθέτηση της τέχνης και της πολιτικής άρχισε να διαμορφώνει το –ρευστό για καιρό– ιδεολογικό του πορτρέτο: διανοούμενος, με αστικό υπόβαθρο, φροϋδομαρξιστής με αιρετικές για την τέχνη απόψεις που απέρριπταν τον σοσιαλιστικό ρεαλισμό ενώ εναγκαλίζονταν τον σουρεαλισμό και τον φουτουρισμό, αφήνοντάς τον έκθετο απέναντι στην επίσημη γραμμή του Κομμουνιστικού Κόμματος. Αν και δεν ήταν μέλος του Κόμματος, είδε τον εαυτό του σε μια παράλληλη πορεία με τον Τρότσκι και η έξοδός του από τη χώρα, στο Παρίσι, του έδωσε μεγαλύτερα πεδία έκφρασης και εμπλοκής με ανθρώπους που προσέγγιζε ιδεολογικά και καλλιτεχνικά: πρωτίστως βέβαια το υπερρεαλιστικό κίνημα.

Μια πρωτοποριακή έκφραση
Ακολουθώ κατά βήμα τη μελέτη της Lena Hoff και τις επιμέρους ενότητες που φωτίζουν διεξοδικά πτυχές της περιόδου όπως η σχέση του φροϋδομαρξισμού και της τέχνης. Ο Κάλας πράγματι εμποτίζεται από τις ιδέες μιας νέας Αριστεράς που θα του επέτρεπαν να πειραματιστεί με μια νέα ποιητική γλώσσα και οι φροϋδομαρξιστικές έννοιες θα αναμειγνύονταν με την πρωτοπορία του υπερρεαλισμού και του φουτουρισμού.
Οι μεταμορφώσεις του, τόσο καλλιτεχνικά όσο και προσωπικά, τον ώθησαν να υιοθετήσει διαφορετικά προσωπεία και ψευδώνυμα. Η αναζήτηση της ταυτότητας ξεπερνούσε το προσωπικό του επίπεδο και συνέπιπτε με εκείνο της ελληνικότητας που αποτέλεσε και το πεδίο διαμόρφωσής της στην Ελλάδα, της γενιάς που είχε γνωρίσει, μόνο που αυτός πια παρενέβαινε από το εξωτερικό και με περισσότερα διευρυμένα εργαλεία σκέψης.
Σίγουρα τα πρώτα του ποιήματα προκάλεσαν την κατεστημένη λογοτεχνική τάξη. Ο Ανδρέας Καραντώνης τον αποκαθήλωνε με απαξιωτικούς όρους «υπερμοντέρνος θορυβοποιός με αντιαισθητική ιδιοσυγκρασία», ενώ κατανοήθηκε καλύτερα από τους μοντερνιστές της Θεσσαλονίκης, όπως ο Γιώργος Δέλιος (άλλωστε ήταν και οι πρώτοι που υποδέχτηκαν τον Τζόυς επί ελληνικού εδάφους). Μην έχοντας αθηνοκεντρική λογοτεχνική υποστήριξη, η ποίηση του Κάλας δεν ευδοκίμησε στο πλαίσιο της, οριοθετημένης από τη γενιά του τριάντα, «ελληνικότητας». Ο Κάλας χρησιμοποιούσε άλλο λεξιλόγιο, τα τοπία του ήταν ανοίκεια και τα ονόματά του αφελληνισμένα. Η κριτική που ασκούσε στην ελληνικότητα και την Ελλάδα απομακρυνόταν από την ελλαδικότητα του σεφερικού και του ελυτικού τοπίου. Διαισθάνθηκε έγκαιρα την τουριστικοποίηση των ελληνικών συμβόλων όπως η Ακρόπολη και της αρχαίας κληρονομιάς και τον απελπισμένο αγώνα να ενωθούν όλα σε μια διαχρονική αφήγηση, ερείπια και σκουπίδια του δικού του –τότε– παρόντος. Η δική του πρόταση δεν εφησύχαζε αλλά διέκοπτε τους κατεστημένους ειρμούς και προβλημάτιζε. Πρώτος, πριν από τον Ελύτη, αποθέωνε το Αιγαίο, όχι όμως σαν μια διαχρονική ψαλμωδία αλλά καταδείχνοντας τη γυμνότητα και τη μοναξιά του και ενίοτε τη βιαιότητά του. Για τον Κάλας, η τέχνη έπρεπε να επιστρέψει στην παγανιστική της μορφή και την πρωτόγνωρη σημασία της.
Απορρίπτοντας ωστόσο τον σοσιαλιστικό ρεαλισμό αλλά και την ιδεολογία της ελληνικότητας της γενιάς του τριάντα, απομονωνόταν και από το λογοτεχνικό κατεστημένο και την κυρίαρχη αριστερή ιδεολογία. Αρνιόταν να εμπλακεί στη διαμόρφωση του νέου ελληνικού μύθου αντιπροτείνοντας μια ποίηση πειραματική με πολιτικό ριζοσπαστισμό ταυτόχρονα. Η Lena Hoff, από την άποψη αυτή, διαφοροποιείται από κάποιες απόψεις περί γενικότερης μοντερνιστικής τάσης στον εικοστό αιώνα, δίνοντας έμφαση στον Κάλας ως τον πλέον πρωτοποριακό και μάλιστα ίσως τον πιο αυθεντικό πρωτοπόρο αφού θέλησε να εμποτίσει τον αριστερισμό του στη ζωή και την τέχνη με ταυτόχρονο πειραματισμό τόσο στο κοινωνικό γίγνεσθαι όσο και στο καλλιτεχνικό. Σε αυτή τη φάση ανιχνεύει συγγένειες και συνάφειες με το έργο του Μαγιακόφσκι του οποίου η αυτοκτονία δεν πτόησε ούτε τον Κάλας ούτε τους Γάλλους υπερρεαλιστές στο να βρουν μια ισορροπία ανάμεσα στην τέχνη και την πολιτική.
Το χάσμα του Κάλας με τους εκπροσώπους του εδώ υπερρεαλισμού σύντομα θα βάθαινε αφού εκείνος εισχωρούσε στη γαλλική επικράτεια, ενώ στην Ελλάδα οι αντίστοιχοι ποιητές αδυνατούσαν να σχηματίσουν μια συγκροτημένη ομάδα. Στην πραγματικότητα ο Κάλας (σύμφωνα με τη Hoff) δεν ήταν ένας Έλληνας υπερρεαλιστής αλλά ένας υπερρεαλιστής που τύχαινε να είναι Έλληνας. Γι’ αυτό και απέμεινε μοναδικός στον αγώνα του να δημιουργήσει έναν πυρήνα στην πρωτοποριακή έκφραση. Όμως η εγκατάστασή του στο Παρίσι είχε δημιουργήσει όλες εκείνες τις προϋποθέσεις που θα καταστάλαζαν στο έργο του Εστίες πυρκαγιάς.
Στο μεταξύ η δικτατορία του Μεταξά εμπόδισε τις μετακινήσεις του στην Ελλάδα και την ανανέωση του διαβατηρίου του. Τελικά, χάρη σε φιλικές παρεμβάσεις, κατόρθωσε να το ανανεώσει και να μείνει οριστικά στο Παρίσι, στον κύκλο του Μπρετόν, να ολοκληρώσει το θεωρητικό του έργο Εστίες πυρκαγιάς και να νομιμοποιήσει πια το όνομα Νικόλας Κάλας. Στο Παρίσι παρέμεινε πιστός στον κύκλο των τροτσκιστών υπερρεαλιστών, την περίοδο μάλιστα εκείνη έγινε φίλος με τον Μιχάλη Ράπτη, μια φιλία διαρκείας που έδωσε ώθηση στη διεθνή διαμαρτυρία κατά της ελληνικής χούντας. Από την περίοδο εκείνη όμως οι Εστίες πυρκαγιάςπαραμένουν ακόμη άσβεστες. Πρόκειται για ένα οριακό έργο όπου φαίνεται η απέραντη γνώση του σε πολλά διαφορετικά πεδία όπως η ψυχανάλυση, η ποίηση, οι πολιτικές επιστήμες, η ανθρωπολογία και η κοινωνιολογία, όλα μαζί προορισμένα να εμπνεύσουν και να δημιουργήσουν μια νέα σκέψη, αναθεωρητική, προοδευτική και ανατρεπτική.

Η αντι-τέχνη ως διαμαρτυρία
Η καταβύθιση της Ευρώπης στη φρίκη του πολέμου και του φασισμού δυσχέραινε την παραμονή του Κάλας στο Παρίσι και, όπως ομολογούσε σε ένα γράμμα του προς τον Γιώργο Θεοτοκά, «κι όπου πας βρωμάει σαπίλα». Λίγο πριν ξεσπάσει ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος έφτασε στη Λισαβόνα και λίγους μήνες μετά έφυγε στην Αμερική ως ένας από τους πρώτους εμιγκρέ υπερρεαλιστές. Ευτυχώς εκεί τον περίμεναν άνθρωποι των γραμμάτων και με τον καιρό καθιερώθηκε κυρίως ως ένας σημαντικός κριτικός τέχνης. Η ραγδαία παρέμβαση του μακαρθισμού, στη δεκαετία του εβδομήντα, σήμανε το τέλος της ριζοσπαστικής πολιτικής έκφρασης, ενώ έβλεπε πολλούς πρώην αριστερούς και τροτσκιστές να μεταμορφώνονται σε αντικομμουνιστές.
Τα κείμενά του επικεντρώνονταν σε πολιτικά και φιλοσοφικά ερωτήματα, θέτοντας ζητήματα ηθικής, την ιδέα της ελευθερίας αλλά και της ευθύνης σε σχέση με τον ναζισμό και τον Χίτλερ. Από τις Εστίες πυρκαγιάς αρκετές ιδέες χρησίμευσαν στην εξήγηση της ανόδου του φασισμού στην Ευρώπη και του Χίτλερ στη Γερμανία και ειδικά στην ψυχολογία του ναζισμού με όρους σαδομαζοχιστικής εξάρτησης ανάμεσα στον ηγέτη και τις μάζες, μια εξάρτηση βασισμένη στο συναίσθημα της αγωνίας και της ενοχής. Η διαμάχη του με τον Μπρετόν συνεχίστηκε πάνω σε ζητήματα ελευθερίας και ευθύνης και επανήλθε στον ρόλο του καλλιτέχνη και της παρεμβατικότητάς του στην κοινωνία. Άλλωστε, μετά τη δολοφονία του Τρότσκι το 1940, ο Κάλας είχε ήδη εμποτίσει τις υπερρεαλιστικές του θέσεις προς μια περισσότερο αποφασιστική πολιτική κατεύθυνση, σε αντίθεση με τον Μπρετόν που βάδιζε προς την αντίθετη. Αποτέλεσμα αυτής της διαφωνίας ήταν και η εκπόνηση του Προς ένα τρίτο σουρεαλιστικό μανιφέστο για να επαναπροσδιοριστεί με νέους υπερρεαλιστικούς όρους η στάση τους μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και την ηθική κρίση που προκλήθηκε από τον ναζισμό. Στο πλαίσιο αυτό η λογοτεχνική ματιά του Κάλας δέσμευε περισσότερο την εσωτερικότητα του Τζόυς και του Προυστ απορρίπτοντας πια την ποίηση του Έλιοτ ως μία ποίηση κατηχητική. Όμως ο ρόλος του τεχνοκριτικού θα ήταν στο εξής ο πλέον σημαντικός και αναγνωρίσιμος. Η μακρόχρονη ενασχόλησή του με το τρίπτυχο του Ιερώνυμου Μπος Ο κήπος των γήινων απολαύσεων είναι μοναδική. Το τρίπτυχο αποτέλεσε ένα αίνιγμα, μια αλληγορία της ανθρώπινης ματαιότητας αλλά το τελικό του χειρόγραφο δεν μπόρεσε ποτέ να εκδοθεί.
Δυσκολίες έκδοσης είχαν και τα υπόλοιπα γραπτά του, ειδικά τη μεταπολεμική περίοδο και μέχρι τις αρχές του 1960. Τη δεκαετία του ’50, μετά τον θάνατο του πατέρα του, πηγαινοερχόταν στην Ελλάδα για κάποιες οικογενειακές εκκρεμότητες. Διετέλεσε καθηγητής τέχνης στο Πανεπιστήμιο του Νιου Τζέρσυ αυξάνοντας και πάλι τη φήμη του ως τεχνοκριτικού, αν και σήμερα έχει πια ξεχαστεί. Τη δεκαετία του ’60 και με κείμενα και καλλιτεχνικές παρεμβάσεις άρχισε να επανενεργοποιείται η πολιτική του στάση ερμηνεύοντας την τέχνη και τη λογοτεχνία μέσα από ένα ευρύτερο πολιτιστικό και πολιτικό πλαίσιο. Τα κείμενά του στο Village Voice και το Arts Magazine, ανάμεσα στο 1964 και το 1966, ήταν ιδιαίτερα δημοφιλή και μαχητικά ως προς τον ρόλο του καλλιτέχνη, την ελευθερία και την ευθύνη, τη σημασία της τέχνης ως ένα πεδίο αντιπαλότητας.
Αφυπνισμένος με την εποχή του υποστηρίζει τα σπουδαστικά κινήματα της δεκαετίας του ’60 αλλά αποστασιοποιείται από το κίνημα των χίπις κατηγορώντας το ως ένα γελοίο απολίτικο θέαμα. Την ίδια διαφορά, ανάμεσα στον συνειδητοποιημένο φοιτητή ή τον μαύρο ακτιβιστή και τον χίπη, την επεξέτεινε και στη διαφορά ανάμεσα στους υπερρεαλιστές και τους μπίτνικ. Είναι γνωστή η διαμάχη του με τον Άλαν Γκίνσμπεργκ και η εμμονή του Κάλας απέναντι στις ηδονιστικές και απολίτικες θέσεις των μπίτνικ. Η πολιτική επαγρύπνηση του Κάλας σχετιζόταν με την άνοδο της Νέας Αριστεράς αλλά και τη δικτατορία των συνταγματαρχών. Το σουρεαλιστικό κίνημα θα μπορούσε εκ νέου να αποτελέσει μια ανατρεπτική πρόταση και να επανασυνδεθεί με τις κοινωνικές δυνάμεις, την επανάσταση και την αλλαγή, ακόμη και αν έπρεπε να εκτραπεί σε εντελώς διαφορετικές κατευθύνσεις.
Στο πλαίσιο αυτής της αναθεωρητικής τάσης υιοθέτησε το κίνημα της «αντι-τέχνης» την οποία έβλεπε περισσότερο οικεία με τα κινήματα του υπερρεαλισμού, του φουτουρισμού και των ντανταϊστών. Η «αντι-τέχνη» από μόνη της αποτελούσε μια διαμαρτυρία ενάντια στην εποχή της. Η επιρροή του Μαρκούζε σε αυτή τη φάση της θεωρητικής του αναθεώρησης ήταν εμφανής και ειδικά με το έργο του Μαρκούζε Ο μονοδιάστατος άνθρωπος. Σε ένα μάλιστα κείμενό του, «Η σφίγγα», ο Κάλας περιγράφει τον αρνητικό ρόλο των μουσείων που αλλοιώνουν και αφοπλίζουν την οποιαδήποτε σημασία της «αντι-τέχνης» που θα έπρεπε να αποτελεί μια βίαιη διαμαρτυρία ενάντια στο κοινωνικό κατεστημένο.
Ο Κάλας παρέμεινε ακλόνητος στη θέση του ότι ο υπερρεαλισμός έπρεπε να αλλάξει τον κόσμο και η ανάγκη αυτή πρέπει να αντανακλάται στα έργα του. Η αντίθεσή του, με τον διαφεύγοντα εξ αριστερών Μπρετόν, θα καθορίσει κι άλλο τη σκέψη του, καθιστώντας τον έναν «μάρτυρα» των ιδεών του. Ποτέ δεν θα απέρριπτε το ερώτημα «πού πάμε» γιατί παρέμεινε ένας πιστός υπερρεαλιστής που, στο πέρασμα του χρόνου, θα αφομοίωνε νέα κινήματα και σκέψεις όπως η ποπ αρτ, ή οι απόψεις του Βιττγκενστάιν για την τέχνη ως ένα γλωσσικό παιγνίδι. Εντούτοις οι σχέσεις του με την αναδυόμενη γενιά των σουρεαλιστών στην Αμερική το 1960 δεν ήταν πάντα ιδανικές αφού οι προσπάθειές του να τους μεταστρέψει δεν απέδιδαν.
Η τελευταία φάση του Νικόλα Κάλας θα τον βρει σε έναν ποιητικό δρόμο της Αθήνας: την Οδό Νικήτα Ράντου. Η στροφή του σε σατιρικά ποιήματα τον έκανε πιο επιθετικό αφού οι στίχοι του στρέφονταν ενάντια στη θρησκεία, τον καπιταλισμό, το λογοτεχνικό και πολιτιστικό κατεστημένο, την τουριστικοποίηση της Ελλάδας, τη βασιλική οικογένεια και τη χούντα. Η πρώτη εμφάνιση των ποιημάτων του από τη συλλογή αυτή έγινε στο πρωτοποριακό λογοτεχνικό περιοδικό Πάλι. Η αποκοπή του από τον ελληνικό περίγυρο και τη γλώσσα τού είχε στερήσει την ποιητική έκφραση στα ελληνικά στην οποία επανερχόταν με την ένταση και την κριτική δύναμη της απόστασης αλλά και των εσωτερικών του ανακατατάξεων. Φυσικά στην Ελλάδα κυριαρχούν ο Σεφέρης και ο Ελύτης, όμως είναι ολοφάνερη η αντίθεση ανάμεσα στο γλωσσικό και το αισθητικό τους εργαλείο. Ο Κάλας χρησιμοποιεί κάθε είδους ειρωνεία, παραδοξολογία, αντιθέσεις, λογοπαίγνια, βίαιες υπερβολές. Δεν καθησυχάζει και δεν σαγηνεύει τον αναγνώστη, τον πυρπολεί λεκτικά, απροειδοποίητα.
Για άλλη μια φορά στην Ελλάδα θα είναι ένας ξένος, ένας ανένταχτος αφού οι αλλαγές στην ελληνική κοινωνία και τον πολιτισμό, όλα αυτά τα χρόνια της διαμονής του στην Αμερική, τον αποξένωσαν ακόμη πιο πολύ και θα έπρεπε να καλύψει μεγάλα χάσματα ανάμεσα στους Έλληνες που ξαναβρίσκει, και στην προσωπική του ταυτότητα. Η υπερρεαλιστική γλώσσα, με τις εκτινάξεις, τις υπεκφυγές, τις άμεσες «προσβολές» της αλλά και τις εσωτερικές μανίες της διαταραγμένης ψυχικά τέχνης που πάντα αποθέωναν οι σουρεαλιστές, του έδωσαν την ευκαιρία να εκφραστεί και πάλι και να επαναπροσδιορίσει τις διαφορετικές πλευρές της προσωπικότητάς του «as a poet, diagnostician, polemicist and surrealist». Ο ίδιος θα δυσκολευτεί να επαναπροσδιοριστεί: είναι Έλληνας του εξωτερικού που ξαναγύρισε ή ένας περιπλανώμενος Έλληνας, ένας μετανάστης στην ίδια του τη χώρα;
Μετά το 1970 ξεκίνησε μια επανεκτίμηση του υπερρεαλισμού αλλά και του Κάλας ιδιαίτερα στην Ελλάδα και ειδικά μετά την πτώση της χούντας απ' όταν ξεκίνησαν να διαφοροποιούνται κινήματα και λογοτεχνικές τάσεις. Η ενσωμάτωση του Κάλας στο κίνημα του ελληνικού μοντερνισμού θα ήταν πια αναπόφευκτη. Το 1977 ηΟδός Νικήτα Ράντου με πρόλογο του Οδυσσέα Ελύτη βραβεύεται με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης. Θα κυκλοφορήσουν και ορισμένα ακόμη έργα του και θα αρχίσει η αποτίμηση του έργου και της σκέψης του. Ο ίδιος είχε πει ότι δεν γράφει για να τον διαβάζουν αλλά για να ξαναδιαβαστεί και σίγουρα ολοκληρώνεται το όραμά του έστω και σχετικά καθυστερημένα. Γιατί, εκτός από πρωτοπόρος κριτικός και ποιητής, υπήρξε ένα μαχητικό κοινωνικά και πολιτικά άτομο που διεκδίκησε την ελευθερία σε κάθε μορφής έκφραση.
Το εξαιρετικό βιβλίο της Lena Hoff ολοκληρώνεται με αποσπάσματα από τη δουλειά του Κάλας και σημειώσεις που οδηγούν και σε άλλες πηγές. Πρόκειται για μια κοπιαστική εργασία που θα αποτελέσει οδηγό πλοήγησης στη μελέτη του έργου του πρωτοπόρου Έλληνα. Με την ελπίδα βέβαια ότι θα μεταφραστεί και στα ελληνικά ώστε να γίνει ακόμη πιο προσιτό και στους μη αγγλομαθείς.
files/chronosmag/themes/theme_one/faviconXronos.png


 ΧΡΟΝΟΣ 12 (04.2014) 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ο Γιώργος Περαντωνάκης γράφει για το Ελσίνκι στην Bookpess

   Διπλές ταυτότητες ως μορφές απόκρυψης Bookpress 31/10/2024 Το τελευταίο αυτό μυθιστόρημα του Θεόδωρου Γρηγοριάδη ανήκει καταρχάς στη «λογ...