Γράφει ο Θεόδωρος Γρηγοριάδης
μετάφραση: Αθηνά Δημητριάδου, εκδόσεις Gutenberg, 2023
Ένας θεατράνθρωπος αποτραβιέται σε ένα μοναχικό σπίτι στη βόρεια θάλασσα της Αγγλίας αντιμέτωπος με τα στοιχεία της φύσης και τα στοιχειά που ρίζωσαν μέσα του. Ο Τσαρλς Άροουμπαϊ, ηθοποιός και συγγραφέας, δεν ξεχνιέται εύκολα μετά την ανάγνωση του καλύτερου μυθιστορήματος της Άιρις Μέρντοκ που της χάρισε το βραβείο Booker 1978.
Στο ογκώδες αυτό μυθιστόρημα, ο άλλος πρωταγωνιστής είναι η ίδια η θάλασσα που αντικατοπτρίζει τις φοβίες και τα συμπλέγματα του Τσαρλς. Ένα τέρας προβάλλει από τον σκοτεινό βυθό σαν μαύρο φίδι, άγνωστο στην επιστήμη, μια γκόθικ ατμόσφαιρα πλανιέται μέσα σπίτι και στον περίγυρο που -χωρίς ηλεκτρικό και ανέσεις- είναι ο ιδανικός τόπος για να αποσυρθεί και να λύσει κάποιος σαν τον Τσαρλς τις προσωπικές του διαφορές και τα υπαρξιακά του ερωτήματα. Κι έτσι ξεκινάει να γράφει. Το μυθιστόρημα που διαβάζουμε είναι, από τη μια, η καταγραφή της καθημερινότητας και, από την άλλη, η διαδικασία της γραφής του βιβλίου του ως προσωπική εξομολόγηση. Ο Τσαρλς γράφοντας την αυτοβιογραφία του, αναρωτιέται διαρκώς για το εγχείρημά του για να καταλήξει σε έναν πρωτοπρόσωπο μη-πιστευτό αφηγητή.
Με βασικές αναφορές στον σαιξπηρικό Πρόσπερο, οι σκηνές που διαδραματίζονται παραπέμπουν σε θεατρικό σκηνικό χώρο που επεκτείνεται στην αχανή φύση του ουρανού και του πελάγους. Τα χρώματα αλλάζουν ανάλογα με τη διάθεση και τη δράση των χαρακτήρων. Ο Τσαρλς θυμάται όσες και όσους συνάντησε και ξανασυναντά τους περισσότερους: Στο σπίτι του εισβάλλουν σταδιακά φίλοι και φίλες, πρώην αγαπημένες που αναδεικνύουν το δράμα αυτού του εγωκεντρικού ατόμου του οποίου το Εγώ είναι πιο τρομακτικό και από το αναδυόμενο τέρας της θάλασσας. Οι συμπτώσεις και τα περιστατικά ενισχύουν τη θεατρική αίσθηση αλλά και τις επιρροές μιας προμοντερνικής ρεαλιστικής αφήγησης καθώς πλαισιώσουν την ιστορία άλλοτε δραστικά και άλλοτε με μια ασυνήθιστη χαλαρότητα για τα δεδομένα της σημερινής μυθιστορηματικής γραφής.
Τρικυμία στη θάλασσα και στην καθημερινότητα
Εκπληκτικές, τρισδιάστατες, περιγραφές της θάλασσας, των κυμάτων και του ορίζοντα ενώ μέσα στο σπίτι κυριαρχεί μια εξίσου τρικυμιώδης καθημερινότητα. Ο Τσαρλς μαγειρεύει με ό,τι βρίσκει πιο εύκολο στην τοπική αγορά και στη φύση, προτρέχοντας της σύγχρονης οργανικής μαγειρικής ενώ, δίνοντας αναλυτικά τις συνταγές των γευμάτων, προλαμβάνει και την τάση της “πεζογραφία της κουζίνας” που μας χόρτασε τα τελευταία χρόνια. Ο σημερινός αναγνώστης μόνον δυσπεψία μπορεί να νιώσει με τις συνταγές που αναφέρονται περισσότερο στο πρώτο μισό του βιβλίου γιατί στο δεύτερο κυριαρχεί η “ανθρωποφαγία”! Οι επισκέπτριες και οι επισκέπτες λύνουν τις διαφορές τους με έναν κακοποιητικό λόγο ή και σωματικά θανατηφόρο τρόπο: σπρώχνονται από τα βράχια στο νερό, στήνουν παγίδες, κρύβουν γράμματα, αποκαλύπτουν μυστικά και εκδικούνται για το παρελθόν.
Σαν κάλεσμα όλων των χαρακτήρων επί σκηνής παρελαύνουν οι παλιές ερωμένες και οι φίλοι. Και τι σύμπτωση: η εφηβική αγάπη του Τσαρλς, η Χάρτλι, ζει λίγο πιο μακριά με έναν αυταρχικό σύζυγο, τον Μπεν και το υιοθετημένο τους παιδί, τον Τίτο, ο οποίος εξαφανίζεται και έρχεται να ζήσει με τον Τσαρλς, άλλη μια σχέση πατέρα και υιοθετημένου γιου. Αργότερα ο Τσαρλς θα παγιδέψει και την Χάρτλι, κλειδώνοντάς την στο πάνω δωμάτιο του σπιτιού του· καταβάλλει κάθε προσπάθεια να την πείσει να εγκαταλείψει τον βίαιο άντρα της στα γεράματα. Θα την φέρει στα όρια της, εκείνη φωνάζει «Κόλαση, είμαι η κόλαση». Σε πιο ήπιες φάσεις η μεταξύ τους κουβέντα, κάπου στη μέση του βιβλίου, απλώνεται σε σαράντα σελίδες, σε έναν διάλογο γεμάτο έντονη επιχειρηματολογία.
Η Μέρντοκ μελέτησε τον Πλάτωνα και έγραψε ογκώδεις τόμους για το έργο του, γιατί να μην ενσωματώσει στα μυθιστορήματά τις τεχνικές του διαλόγου και της φιλοσοφικής σκέψης; Ως φυλακισμένη η Χάρτλι, θυμίζει την Αλμπερτίν του Προυστ αλλά και την ηρωίδα του μυθιστορήματος «Ο Συλλέκτης» του Τζων Φώουλς (που προηγήθηκε της Μέρντοκ), μόνον που στο τέλος η Χάρτλι θα δραπετεύσει σε μιαν άλλη ήπειρο. Όμως κάποιοι άλλοι θα βρούνε παράδοξο και άσχημο τέλος, όπως ο Τίτος, που διάβαζε την ερωτική ποίηση του Δάντη. Ο ξάδελφος του Τσαρλς ο Τζέιμς, στρατιωτικός, οριενταλιστής και βουδιστής, με το δικό του πέρασμα στο Θιβέτ, παραπέμπει στα μυθιστορήματα του Ε.Μ. Φόρστερ. Όπως έγραψε ο κριτικός λογοτεχνίας Frank Kermode, «αν ο κύκλος του Μπλούμσμπερι έχει έναν καλό κληρονόμο, αυτή είναι η Άιρις Μέρντοκ».
Μια συγγραφέας που δεν ενδίδει σε ευκολίες
Η Άιρις Μέρντοκ επικοινωνεί με όλους τους σημαντικούς συγγραφείς που προηγήθηκαν. Φαίνεται η αγάπη της για τον Τολστόι, διαπερνά τον μοντερνισμό, κοντοστέκεται στη μεταμυθοπλασία. Προτιμά τις μεγάλες αφηγήσεις, δίνει άπλετο χώρο και λόγο στους χαρακτήρες, πολλές φορές αισθάνεσαι ότι ως αναγνώστης θα σε καταπιεί η θάλασσα της γραφής της. Τα μυθιστορήματα της Μέρντοκ δεν αποπνέουν λογοτεχνική οικειότητα. Γράφει υψηλή λογοτεχνία και αφ’ υψηλού: δεν ενδίδει σε ευκολίες, δεν ενδίδει στο editing. Βέβαια έγραφε σε μια περίοδο προ-διαδικτυακή όπου σου επιτρεπόταν να αφοσιώνεσαι στο διάβασμα απρόσκοπτα, χωρίς τη σημερινή ψηφιακή αποσπασματικότητα και την αλόγιστη εγρήγορση να προλάβεις το επόμενο βιβλίο. Δύσκολα γράφονται τέτοια μυθιστορήματα με τόση συγγραφική κυριαρχία. Με κωμικοτραγικές καταδύσεις στην υπαρξιακή αγωνία κάθε απλού θνητού ή διάσημου, με έμφαση στην πάλη του Καλού και του Κακού, με φιλοσοφημένη αλλά και διαβρωτική σκέψη.
Η Άιρις Μέρντοκ, (Δουβλίνο, 1919-Οξφόρδη, 1999) παραμένει μια σπουδαία συγγραφέας της αγγλικής λογοτεχνίας και το έργο της ξαναδιαβάζεται και αναλύεται. Πνεύμα ελεύθερο, ανεξάρτητη και τρομερά ελκυστική, τη λάτρεψαν άντρες και γυναίκες. «Η πιο έξυπνη γυναίκα της Αγγλίας», την αποκάλεσε στο αυτοβιογραφικό του βιβλίο ο σύζυγός της Τζόν Μπέιλι. Τότε εκείνη είχε φύγει από τη ζωή με το μυαλό μιας τρίχρονης, καθώς το τέρας του Αλτσχάιμερ συρρίκνωσε την τεράστια σκέψη της.
H αυτοβιογραφική ταινία «Iris» (2001), σε σκηνοθεσία του Ρίτσαρντ Έϊρ, βασισμένη στο βιβλίο του Τζον Μπέιλι και με πρωταγωνίστριες τις Τζούντι Ντεντς και την Κέιτ Γουίνσλετ σε διαφορετικές ηλικίας της συγγραφέως κέρδισε πολλές υποψηφιότητες και κινηματογραφικά βραβεία. Το μυθιστόρημα «Θάλασσα, θάλασσα» εκδόθηκε για πρώτη φορά στα ελληνικά το 1990 από τις εκδόσεις Χατζηνικολή. Η τωρινή μετάφραση της Αθηνάς Δημητριάδου αποδίδει το ιδιόμορφο ύφος του αφηγητή και του αγγλικού πρωτότυπου με θαυμαστή γλωσσική μαεστρία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου