Ενας Ελληνας συγγραφέας ταξιδεύει το 2018 στο Ελσίνκι για να επισκεφθεί μια κουρδική οικογένεια. Κυρίως θέλει να δει τον Αβίρ, με τον οποίο είχε σχέση για τρία χρόνια στην Αθήνα. Ο Αβίρ είχε καταλήξει στην Αθήνα στις αρχές του 2000, αποτολμώντας το δύσκολο ταξίδι από το Ιράκ στην Τουρκία και από εκεί με καΐκι στις απέναντι όχθες. Ο αφηγητής αναπολώντας τον δεσμό τους, συλλογίζεται τις ατέρμονες περιπλανήσεις του Αβίρ με τα διαρκώς πονεμένα πέλματα, που διέσχιζαν σύνορα και γεωγραφικές συντεταγμένες, μπλεγμένα σε μια ρευστή, καλειδοσκοπική γη, θαμπή όπως η πατρίδα του η Καλάρ, κατακίτρινη από τις αμμοθίνες. Ο Αντώνης μοιάζει να στοχάζεται την ανεστιότητα του Αβίρ πίσω από την οθόνη του υπολογιστή, όπου συνομιλούσαν τα βράδια. Παρά την αμφίπλευρη αγάπη, η απόσταση ανάμεσά τους παραμένει αδιάνυτη. Κανένα διαβατήριο δεν θα μπορούσε να την άρει.
Αυτή την πικρή απόσταση χαρτογραφεί με λεπταισθησία και διακριτικότητα ο Θεόδωρος Γρηγοριάδης, ταξιδεύοντας πίσω στον χρόνο, σταθμεύοντας ενίοτε σε σημαδιακά τοπόσημα, δολιχοδρομώντας ανάμεσα σε φράγματα και φραγμούς. Οταν ο Αβίρ έφυγε από την Αθήνα, ο Αντώνης οδηγούσε μέχρι τον Αγιο Δημήτριο, κοντά στο νεκροταφείο, την παλιά γειτονιά του φίλου του. Χαμόσπιτα, ερήμωση, μετανάστες. Ομως, μια βαθύτερη, ενδοστρεφής ερημιά είναι εκείνη που τον τραυματίζει καθώς ατενίζει το ρημαγμένο τοπίο. «Ματαίως στον δρόμο προσπαθούσα να εντοπίσω μια σκιά, μια φιγούρα να περπατάει άσκοπα. Κάποια μέρη τελειώνουν μαζί με τους ίσκιους τους κι απομένουν κάτι καντηλάκια μισοσβησμένα, πεθαμένες πυγολαμπίδες στον μέσα χώρο του νεκροταφείου».
Ο Αντώνης αφηγείται σε πρώτο πρόσωπο, σχηματίζοντας μέσα από μνήμες και θραύσματα από διηγήσεις του φίλου του, μια εικόνα της περιφερόμενης ύπαρξης του Αβίρ. Προσπαθεί να καταλάβει, να κατανοήσει και συνάμα να κατακτήσει, την ξενότητα του Αβίρ. Οσο ο τελευταίος αγωνίζεται να γίνει αποδεκτός από το φινλανδικό σύστημα, ο Αντώνης παραμένει σε μια χώρα που αλλάζει ραγδαία. Το αγλαές 2004 είναι ήδη μακριά, η οικονομική κρίση κομματιάζει τα κοινωνικά συμβόλαια, μετατρέποντας την Αθήνα σε «μια απέραντη δυστοπία». Οντας σε συναισθηματική, κοινωνική και οικονομική ανασφάλεια, ο Αντώνης νιώθει πως έρχεται εγγύτερα στην ανεστιότητα του Αβίρ, ο οποίος στο Ελσίνκι βρίσκεται τόσο σε άσυλο όσο και σε αιχμαλωσία. «Πιο βόρεια δε βρέθηκε ποτέ, κάποτε νόμιζε ότι το Ιράκ ήταν το απώτερο σημείο της γης».
Ωστόσο δεν παύει να έχει επίγνωση της μεταξύ τους απόστασης. Αυτή η επίγνωση εντείνεται όταν ο Αντώνης συνειδητοποιεί ότι ενίοτε σκέφτεται τον Αβίρ σε ένα μυθοπλαστικό πλαίσιο, σαν έναν μυθοπλαστικό χαρακτήρα σε ένα προσφυγικό δράμα. Στην επικαιρότητα το προσφυγικό ζήτημα έπαιρνε τραγικές διαστάσεις. Ομως, για εκείνον οι πρόσφυγες δεν ήταν ζήτημα, ήταν το πρόσωπο του Αβίρ, πολύ συγκεκριμένο, πολύ απτό. Βέβαια, το αίσθημα της εγκατάλειψης προσφερόταν «για λίγο μελό». Η συγγραφική του έξη τον παρωθούσε να βιώνει τη θλίψη του κάπως δραματουργικά. Υπήρχε αυτοσαρκασμός, αλλά υπήρχε και λύπη. «Κράτησα ωστόσο το μελοδραματικό στοιχείο της ιστορίας, που λες και την έχτιζα βήμα βήμα. Πώς να ακούσω τραγούδι ελληνικό που τον θύμιζε; Ξεσπούσα σε λυγμούς μέσα στο σπίτι».
Ο Γρηγοριάδης είναι δεινός στις βραδυφλεγείς αφηγήσεις. Εμπιστεύεται σε υπαινιγμούς τις υποδόριες εντάσεις. Η αυτοσυγκράτηση υποδεικνύει τη φόρτιση. Ακόμα και μια λεπτότατη χειρονομία, μια μόλις λέξη, μπορεί να τρεμίζει από πάθος. Η γραφή τού Γρηγοριάδη διακρίνεται από ευγένεια, σαν να μη θέλει να αποστραγγίξει τα γεγονότα από την απώτερη, εν πολλοίς απόκρυφη και απαραβίαστη, σημασία τους. Οι περίτεχνες αποσιωπήσεις γίνονται θύλακες βαρύτιμων αισθημάτων και μονάκριβων λόγων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου