ΔΟΘΗΚΑΝ ΤΑ ΒΡΑΒΕΙΑ/ επιστολή του Τζόνοθαν Λίτελ για τη βράβευση
Δόθηκαν χθες βράδυ τα λογοτεχνικά βραβεία του περιοδικού (δε) κατά The Athens Prize for Literature. Το βραβείο για το καλύτερο ελληνικό μυθιστόρημα πήρε η Έλενα Μαρούτσου για το μυθιστόρημά της «Μεταξύ συρμού και αποβάθρας» (εκδόσεις Καστανιώτη) και για το καλύτερο ξένο μυθιστόρημα οι «Ευμενίδες» του Τζόνοθαν Λίτελ (εκδόσεις Λιβάνη).
Την τελετή που έλαβε χώρα στο Citylink στην Στοά Σπηρομήλιου παρουσίασε ο Γιάννης Κακουλίδης. Το βραβείο στην Ελληνίδα συγγραφέα έδωσε ο συντονιστής της ελληνικής επιτροπής βραβείου Πέτρος Τατσόπουλος και η συγγραφέας παρέλαβε το βραβείο, μια σύνθεση του γλύπτη Τάκη, και διάβασε ένα απόσπασμα από αυτό. Πρόκειται για μια παράξενη ιστορία παραβίασης. Μια γυναίκα ταξιδεύει συνεχώς με την πλάτη στο χρόνο και στον χώρο. Εξηγεί περιστατικά και προσωπικά βιώματα μέσα από ζωγραφικούς πίνακες του Μαγκρίτ. Η πραγματικότητα αντανακλά τη φανταστία, το χιούμορ την αγωνία και η μυθοπλασία τη ζωγραφική.
Η Έλενα Μαρούτσου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1967 και σπούδασε λογοτεχνία και ζωγραφική στην Αγγλία. Είναι το τρίτο της βιβλίο.
Το βραβείο για το ξένο μυθιστόρημα έδωσε ο Θεόδωρος Γρηγοριάδης διαβάζοντας και το σκεπτικό της βράβευσης. Η εκδότης Γιώτα Λιβάνη παρέλαβε το βραβείο και διάβασε μια επιστολή του Τζόνοθαν Λίτελ που έστειλε καθώς δεν παρίσταται ποτέ σε βραβεύσεις, ούτε καν στα δύο μεγάλα γαλλικά βραβεία της Γαλλικής Ακαδημίας και το Γκονκούρ. Ο μεταφραστής Άγγελος Φιλιππάτος διάβασε ένα απόσπασμα από το βιβλίο.
Το σκεπτικό της βράβευσης του μυθιστορήματος «Ευμενίδες»
Ο αφηγητής και πρωταγωνιστής του βιβλίου, από τα σπάνια βιβλία που ο τίτλος του παραμένει στη μετάφραση ελληνικός, είναι ένας πρώην ανώτερος αξιωματούχος των SS, καλλιεργημένος, με ευρωπαϊκή παιδεία που αναπολεί ηλικιωμένος τις εγκληματικές πράξεις του, χωρίς μεταμέλεια και ενοχή. Η τερατώδης ψυχή του αντανακλά το έγκλημα και την κόλαση του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, την συστηματική εξόντωση των Εβραίων, την εξαφάνιση ιδεών και πολιτισμών σε μια έρημη ήπειρο.
Επικό και περιγραφικό σαν τα κλασικά μυθιστορήματα, εφιαλτικό και τρομακτικό σαν το απόλυτο κακό, οι Ευμενίδες είναι ένα μυθιστόρημα που δεν προσπερνιέται εύκολα ακόμη και από τους αρνητές του.
Του αποδόθηκαν τα μεγαλύτερα βραβεία στη Γαλλία, μεταφράστηκε στις περισσότερες ξένες γλώσσες και αποτέλεσε αντικείμενο πολλών λογοτεχνικών αντεγκλήσεων στην Αμερική το 2008.
Ο σαραντατριάχρονος συγγραφέας Τζόνοθαν Λίτελ, με το πρώτο του αυτό μυθιστόρημα, γράφοντας στην σκιά των λογοτεχνικών μεγεθών όπως του Σελίν, του Ντε Σαντ, του Ζενέ, παρακολουθεί την ιδεολογικοπολιτική αντιφατικότητά τους, καταδύεται στο τέρας που κρύβει μέσα της η ανθρώπινη ύπαρξη.
Πρόκειται για μια επίπονη και ενίοτε οδυνηρή αναγνωστική εμπειρία, επίκαιρη σε μια σημερινή Ευρώπη που δεν παραδειγματίστηκε από το τέρας του φασισμού και αναβιώνει την ακροδεξιά.
Όμως, όπως έλεγε ο Φραντς Κάφκα, ένα βιβλίο πρέπει να είναι το τσεκούρι που σπάζει την παγωμένη θάλασσα μέσα μας. Οι Ευμενίδες δεν είναι απλώς ένα τσεκούρι αλλά ο καμικάζι που ανατινάζεται πάνω στην ιστορία και την λογοτεχνία ζωσμένος με βιβλία.
Η επιστολή του συγγραφέα Τζόνοθαν Λίτελ
Προς την κριτική επιτροπή του Athens Prize for Literature του περιοδικού (Δέ)κατα
Βαρκελώνη 23 Ιουνίου 2009,
Κυρίες και κύριοι,
Μόλις πληροφορήθηκα ότι το βιβλίο μου Les Bienveillantes –«Ευμενίδες» στα ελληνικά– τιμήθηκε με το Athens Prize for Literature. Συγκινήθηκα ιδιαίτερα από την τιμή που μου κάνατε, για τον πρόσθετο λόγο ότι το βραβείο αυτό που μου απονέμεται από και στην ίδια πόλη όπου οι Ευμενίδες, έχοντας καταλαγιάσει επιτέλους λένε: «δέξομεν Παλλάδος ξυνοικίαν, ουδ’ ατιμάσω πόλιν» (δέχομαι να μείνω εδώ μαζί με την Αθηνά κι ούτε την πόλη θα καταφρονέσω).
Την εποχή που ο Αισχύλος έγραψε αυτή τη μεγάλη τραγωδία, η λογοτεχνία ήταν ένα δημόσιο ζήτημα. Μία υπόθεση όλων των πολιτών. Ήταν ένα πολιτικό ζήτημα στο πλαίσιο του οποίου συζητούνταν οι θεμελιώδεις αξίες και τα προβλήματα της πόλεως. Αλλά και ένα θρησκευτικό ζήτημα όπως επίσης και ένα ζήτημα ηθικής και αισθητικής. Η κρίση του λογοτεχνικού έργου ήταν επομένως υπόθεση που αφορούσε το σύνολο της πόλης. Το βραβείο που απονεμόταν ενσάρκωνε το δημόσιο αίσθημα ότι το έργο συνέβαλε σημαντικά στο δημόσιο καλό, και η τελετή απονομής, όπως όλες οι πολιτικές και θρησκευτικές τελετές εκείνης της εποχής, ήταν ένα δημόσιο γεγονός άξιο να καταγραφεί και να το θυμούνται οι επόμενες γενεές.
Σήμερα τα πράγματα είναι διαφορετικά. Ενώ η λογοτεχνία μπορεί και να πραγματεύεται πολιτικά ή θρησκευτικά ζητήματα, δεν μετέχει άμεσα σε αυτά. Ακόμα και όταν προσπαθεί να εξερευνήσει τα βαθύτερα ερωτήματα της ανθρώπινης φύσης, ανήκει πλέον σύμφωνα με την κοινή γνώμη, στη σφαίρα της ανθρώπινης δραστηριότητας που είναι γνωστή ως «κουλτούρα». Θα μπορούσε κανείς να πει ότι το διαζύγιο είναι οριστικό. Το γεγονός καθαυτό δεν είναι ούτε αξιοθαύμαστο ούτε αξιοθρήνητο, είναι απλά πραγματικό. Και ως τέτοιο συνεπάγεται νέους ρόλους, νέες υπευθυνότητες. Πάντα πίστευα ότι η λογοτεχνία είναι σήμερα μία κατ’ εξοχήν ιδιωτική υπόθεση. Και το ό,τι συμβαίνει ανάμεσα σε ένα συγγραφέα και το έργο του ανήκει σε μία σφαίρα εντελώς διαχωρισμένη από τη διάδραση αυτού του έργου με αυτούς που το διαβάζουν, το σχολιάζουν, το εγκωμιάζουν ή το καταδικάζουν. Η ιδιωτικότητα είναι για μένα μία θεμελιώδης προϋπόθεση για να δημιουργώ, για να εργάζομαι. Ήταν και πριν δημοσιευτεί το βιβλίο μου και παραμένει μέχρι σήμερα. Με αυτό το πνεύμα εκφράζω την ελπίδα μου ότι η αδυναμία μου να είμαι σήμερα μαζί σας θα εκληφθεί ως αυτό που είναι, μία εκδήλωση της κοινής αγάπης μας για τη λογοτεχνία. Σας ευχαριστώ πάρα πολύ.
Jonathan Littell
Προς την κριτική επιτροπή του Athens Prize for Literature του περιοδικού (Δέ)κατα
Βαρκελώνη 23 Ιουνίου 2009,
Κυρίες και κύριοι,
Μόλις πληροφορήθηκα ότι το βιβλίο μου Les Bienveillantes –«Ευμενίδες» στα ελληνικά– τιμήθηκε με το Athens Prize for Literature. Συγκινήθηκα ιδιαίτερα από την τιμή που μου κάνατε, για τον πρόσθετο λόγο ότι το βραβείο αυτό που μου απονέμεται από και στην ίδια πόλη όπου οι Ευμενίδες, έχοντας καταλαγιάσει επιτέλους λένε: «δέξομεν Παλλάδος ξυνοικίαν, ουδ’ ατιμάσω πόλιν» (δέχομαι να μείνω εδώ μαζί με την Αθηνά κι ούτε την πόλη θα καταφρονέσω).
Την εποχή που ο Αισχύλος έγραψε αυτή τη μεγάλη τραγωδία, η λογοτεχνία ήταν ένα δημόσιο ζήτημα. Μία υπόθεση όλων των πολιτών. Ήταν ένα πολιτικό ζήτημα στο πλαίσιο του οποίου συζητούνταν οι θεμελιώδεις αξίες και τα προβλήματα της πόλεως. Αλλά και ένα θρησκευτικό ζήτημα όπως επίσης και ένα ζήτημα ηθικής και αισθητικής. Η κρίση του λογοτεχνικού έργου ήταν επομένως υπόθεση που αφορούσε το σύνολο της πόλης. Το βραβείο που απονεμόταν ενσάρκωνε το δημόσιο αίσθημα ότι το έργο συνέβαλε σημαντικά στο δημόσιο καλό, και η τελετή απονομής, όπως όλες οι πολιτικές και θρησκευτικές τελετές εκείνης της εποχής, ήταν ένα δημόσιο γεγονός άξιο να καταγραφεί και να το θυμούνται οι επόμενες γενεές.
Σήμερα τα πράγματα είναι διαφορετικά. Ενώ η λογοτεχνία μπορεί και να πραγματεύεται πολιτικά ή θρησκευτικά ζητήματα, δεν μετέχει άμεσα σε αυτά. Ακόμα και όταν προσπαθεί να εξερευνήσει τα βαθύτερα ερωτήματα της ανθρώπινης φύσης, ανήκει πλέον σύμφωνα με την κοινή γνώμη, στη σφαίρα της ανθρώπινης δραστηριότητας που είναι γνωστή ως «κουλτούρα». Θα μπορούσε κανείς να πει ότι το διαζύγιο είναι οριστικό. Το γεγονός καθαυτό δεν είναι ούτε αξιοθαύμαστο ούτε αξιοθρήνητο, είναι απλά πραγματικό. Και ως τέτοιο συνεπάγεται νέους ρόλους, νέες υπευθυνότητες. Πάντα πίστευα ότι η λογοτεχνία είναι σήμερα μία κατ’ εξοχήν ιδιωτική υπόθεση. Και το ό,τι συμβαίνει ανάμεσα σε ένα συγγραφέα και το έργο του ανήκει σε μία σφαίρα εντελώς διαχωρισμένη από τη διάδραση αυτού του έργου με αυτούς που το διαβάζουν, το σχολιάζουν, το εγκωμιάζουν ή το καταδικάζουν. Η ιδιωτικότητα είναι για μένα μία θεμελιώδης προϋπόθεση για να δημιουργώ, για να εργάζομαι. Ήταν και πριν δημοσιευτεί το βιβλίο μου και παραμένει μέχρι σήμερα. Με αυτό το πνεύμα εκφράζω την ελπίδα μου ότι η αδυναμία μου να είμαι σήμερα μαζί σας θα εκληφθεί ως αυτό που είναι, μία εκδήλωση της κοινής αγάπης μας για τη λογοτεχνία. Σας ευχαριστώ πάρα πολύ.
Jonathan Littell
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου