Τετάρτη 6 Αυγούστου 2025

Αισχύλου 3/σκοτεινό όνειρο. Καινούργιο διήγημα. Από τον Θεόδωρο Γρηγοριάδη

                                     


                                           

                Αισχύλου 3 / Σκοτεινό όνειρο


Τους τελευταίους μήνες είδα αρκετές φορές το ίδιο όνειρο. Το διαμέρισμα, τα δύο χαμηλοτάβανα δωμάτια, το χολ· στα όνειρα, όσα γνωρίζουμε, προβάλλονται σε διαφορετικές διαστάσεις διατηρώντας όμως μια αδιόρατη οικειότητα. Αναγνώριζα το διαμέρισμα της θείας Ζωής, στην Θεσσαλονίκη, στην Αισχύλου 3, έναν δρόμο κάθετο στην Κασσάνδρου και στην Αγίου Δημητρίου απ΄ όπου ξεκινούσε η αρίθμηση.

Στέκομαι στην είσοδο της πολυκατοικίας. Αν και έχουν αντικαταστήσει τα αλουμινένια κουφώματα, η τζαμαρία παραμένει θαμπή και άπλυτη. Η οικοδομή χτίστηκε τη δεκαετία του εξήντα, πήγαινα στο δημοτικό, όταν άρχισαν οι επισκέψεις μου στη θεία Ζωή.

Το όνειρο ήταν δυσάρεστο, κατάμαυρο και δύσοσμο-μύριζε ναι! Έβλεπα τα κολλητά δωμάτια σαν δύο παράλληλους σαρκοφάγους. Κάτι ανησυχητικό και στενάχωρο επανερχόταν στη θύμηση όμως η επανάκτηση των ονείρων δυσκολεύει με το χρόνο, γι αυτό θα προσπαθήσω να εντοπίσω τις αρχικές του προβολές.

Κατεβαίνοντας τα τσιμεντένια σκαλοπάτια, βρισκόσουν σε έναν θεοσκότεινο διάδρομο, αλίμονο αν δεν άναβε μια αραχνιασμένη γυμνή λάμπα. Αριστερά του διαδρόμου τα δύο διαμερίσματα, μία αποθήκη στα δεξιά κλειδωμένη με λουκέτο και μια αλυσίδα που ακουμπούσε στο δάπεδο.

Μύριζε έντονα εδώ κάτω, χρονίσιες μυρωδιές, λεκιασμένα ντουβάρια, σκουριασμένοι σωλήνες. Ανοίγοντας την πόρτα την θείας υπήρχε το υποφωτισμένο χολ και παραμέσα το σαλόνι χωρισμένο στα δύο με ξύλινη τζαμαρία και η κρεβατοκάμαρα. Πολύ μικρή η κουζίνα, τουαλέτα με με ντουζ και τον θερμοσίφωνα μόλις να χωράει. Ωστόσο το διαμέρισμα δεν ήταν τυφλό. Τα δύο δωμάτια και η κουζίνα έβλεπαν γωνιακά στον ακάλυπτο, μια στενόμακρη αυλή περιφραγμένη, στον τοίχο της σκαρφάλωνα να δω τι κρυβόταν πίσω.

Η κοινόχρηστη “ αυλή” ανήκε στα δύο συνεχόμενα διαμερίσματα. Ψηλά ξεχώριζε ο ουρανός, οριοθετημένος από τις γύρω πολυκατοικίες, πανύψηλες φάνταζαν όπως τις έβλεπα από χαμηλά. Στις πίσω όψεις τους, τις πιο παραμελημένες, βρίσκονταν οι κουζίνες, οι λουτροκαμπινέδες, τα στενά μπαλκόνια, με βαρέλια πετρελαίου, μπουριά που έσταζαν, τενεκέδες, σκούπες, μέχρι και ολόκληρες σκάφες είχα δει. Μέσα από μισάνοιχτες πόρτες και στενόμακρα παράθυρα ξεχύνονταν μουσικές, κουβέντες μπερδεμένες, παιδικές φωνές, βηξίματα, φτερνίσματα, πορδές, καζανάκια· ένα σαματατζίδικο, θεόρατο, αντηχείο.

Στα υπόγεια στεγάζονταν αποθήκες, ένα ξυλουργείο ενώ ξεχώριζα την πίσω πλευρά του κινηματογράφου “Αχίλλειον”, ένα τεράστιο ντουβάρι όπου ακουμπούσε η μεγάλη οθόνη. Η είσοδος ήταν από την Αγίου Δημητρίου. Μερικές φορές, παιδί, νόμιζα, ότι θα προβάλλονταν η οθόνη ανάποδα...Στο “Αχίλλειον” πήγαινα τακτικά τον Σεπτέμβριο πριν ανοίξουν τα σχολεία. Είχα κι άλλους θείους στην Ολύμπου, στην Παπάφη, στου Χαριλάου, όμως προτιμούσα τη θεία Ζωή, που με είχε αδυναμία · οι άλλοι θείοι δούλευαν και τα ξαδέλφια μου ήταν μικρότερα για να βγαίνουμε παρέα.

Στην Αισχύλου ένιωθα πιο ελεύθερος, η θεία Ζωή ήταν χαλαρή, με χαρτζιλίκωνε, μ΄ έστελνε στα σινεμά χωρίς να σκιάζεται που ήμουνα μόνος-με τα σημερινά δεδομένα θα ήταν απαγορευτικό. Εκείνη καθόταν στην ραπτική μηχανή και έραβε ατέλειωτα. Είχε συγκάτοικο την Αγάπη, έτσι την έλεγαν, μια παιδική της φίλη από το χωριό. Η Αγάπη είχε καταλήξει στην Θεσσαλονίκη, αποδιωγμένη, παρεξηγημένη από την οικογένεια και το σόι για την ελαφράδα του χαρακτήρα της και την ερωτική της διαθεσιμότητα. Συντροφιά ήθελε η χήρα, θεία μου, λίγη σπιτική βοήθεια. Άσε που, όταν έλειπε για μεγάλα διαστήματα από το διαμέρισμα (πήγαινε στα λουτρά της Αιδηψού και σε φίλες της, στην Λάρισα ή στην Αθήνα), η Αγάπη κρατούσε το σπίτι και πλήρωνε τους λογαριασμούς φυσικά με τα λεφτά της θείας.

Δυο πολυθρόνες και ένα τραπεζάκι για τον καφέ στην αυλή, μια μόνιμη απλώστρα, γλάστρες και φυτά δεν στέριωναν. Όταν έβρεχε ξεχείλιζαν τα νερά στη βουλωμένη σχάρα, λιμνούλα σχημάτιζαν, τα ρούφαγε αργά η γη κάτω από τα τσιμέντα. Πού πήγαινε τόσο βρωμόνερο; Η θεία Ζωή δεν παραπονιόταν για το υπόγειο διαμέρισμα, τόσα είχε στην άκρη και, την εποχή που το αγόρασε, θεωρήθηκε καλή αγορά. Ήθελε να φύγει από τη Θάσο όπου ζούσε με τον θείο Παναγιώτη τη δεκαετία του εξήντα. Εκείνος σκοτώθηκε, γλίστρισε, πάνω στο εμπορικό του καράβι που έκανε το δρομολόγιο Καβάλα-Λήμνο, εκείνη βαριόταν στο νησί, τον χειμώνα ερήμωνε κι αυτή νέα γυναίκα ζούσε μαζί με την πεθερά της και την ανύπαντρη κουνιάδα. Ευτυχώς έπαιρνε την σύνταξη του πρώην ναυτικού, γι αυτό και δεν ξαναπαντρεύτηκε. Ταξίδευε, έμενε μήνες σε ξένα σπίτια ράβοντας προίκες και φορέματα. Έβγαζε επιπλέον χρήματα.


***


Έφηβος απέφευγα το υπόγειο· τα διαμερίσματα των άλλων θείων βρισκόντουσαν σε ορόφους, όχι ότι με ξετρέλαινε η θέα στην Παπάφη ή στου Χαριλάου, αλλά με δυσαρεστούσε το διαμέρισμα της Αισχύλου. Η αφόρητη μυρωδιά από δίπλα, ο αλλόκοτος άντρας που απέφευγαν οι δύο γυναίκες. Εκείνος, βέβαια, δικαιούνταν την ίδια αυλή, έβγαινε τις ζεστές μέρες με λευκό φανελάκι, έπινε μπίρες, κάπνιζε, πετούσε τις καύτρες στο τσιμέντο. Όσες φορές τον έβλεπα, αποτραβιόμουν μέσα, θυμάμαι το κακόβουλο, ειρωνικό του, βλέμμα, να με ρωτά τίνος παιδί είσαι εσύ;Τι με φοβάσαι;

Η Αγάπη στο μεταξύ, κατέβαζε μούτρα με τους επισκέπτες, χειροτέρευε διανοητικά, δεν άντεχα να τη βλέπω έτσι συννεφιασμένη. Έβγαινε μόνον στον φούρνο, με το ζόρι στην αυλή γιατί φανταζόταν ότι κάποιοι την παραμόνευαν-όχι μόνον ο διπλανός- , την κατασκόπευαν απ΄ τα ψηλά τα παραθύρια και τα μπαλκόνια, τους κατηγορούσε ότι έριχναν διάφορα πράγματα από ψηλά, μέχρι και προφυλακτικά, άσε τα ματιάσματα. Δεν έκανε απολύτως τίποτε, με το ζόρι μια σκούπα, καθόταν με τις ώρες στους καναπέδες στα μισοφωτισμένα δωμάτια, με κλεισμένα τα παραθυρόφυλλα, τυλιγμένη με μια εμπριμέ ρόμπα. Το δέρμα της, εύθραυστο, γινόταν ακόμη πιο διάφανο, ο ήλιος δεν εισχωρούσε στ΄ απόσκιο σπίτι. Με μισόλογα κατηγορούσε κάποιους άντρες που την είχε εξαπατήσει και μετά σούφρωνε τα χείλη και σιωπούσε. Μάζευε τα μαλλιά της με κοριτσίστικα κοκαλάκια, αναμφισβήτητα υπήρξε μια όμορφη κοπέλα, δυσανάλογα με το μυαλό της.

Όταν πέρασα στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης αναγκάστηκα τις πρώτες μέρες να μείνω στο υπόγειο μέχρι να νοικιάσω ένα δικό μου χώρο, να ανεξαρτητοποιηθώ για πρώτη φορά στη ζωή μου. Η θεία Ζωή μόλις είχε επιστρέψει από τις διακοπές της στον Αγιόκαμπο, μια χήρα φίλη της την είχε φιλοξενήσει. Με αντιμετώπιζε πια σαν ενήλικα και μου μίλησε προσωπικά για την Αγάπη. Δεν μπορούσε να την αφήσει απροστάτευτη, είχαν περάσει πολλά χρόνια μαζί αλλά δεν άντεχε άλλο ούτε αυτήν ούτε το διαμέρισμα. Όσο γερνούσε ήθελε τα ανοιχτά μέρη, αναζητούσε περισσότερο φως, φιλοξενούνταν σε ξένα σπίτια, σε χήρες και ανύπαντρες, χρήσιμη πάντως για το ράψιμο και την μαγειρική της-άλλο ένα καταπληκτικό της χάρισμα. Ερχόταν στο υπόγειο ν' αφήσει λίγα χρήματα στην Αγάπη, να΄χει να τρώει και να πληρώνονται οι λογαριασμοί που κι αυτοί -σταδιακά- έμεναν απλήρωτοι.

Φοιτητής πήγαινα 3-4 φορές τον χρόνο να τις δω και κάθε φορά με πλάκωνε μαυρίλα. Η πολυκατοικία είχε παρακμάσει, έμεναν ξένοι ή εργάτες, οι παλιοί ένοικοι έφευγαν, οι νεότεροι παραμελούσαν τα διαμερίσματα, το σινεμά κατάντησε ένα σούπερ μάρκετ, τα μικρομάγαζα έκλειναν, η παλιά αίγλη της Αγίου Δημητρίου έσβηνε... Στο μεταξύ εγώ περιπλανιόμουν σ' άλλα στέκια και υπόγεια... Ο διπλανός άφαντος, ο διάδρομος βρωμούσε τσιγαρίλα, σαν να μην έφτανε η μούχλα, απέμεινε ένα καλώδιο χωρίς λαμπτήρα να κρέμεται.


***


Μετά τις σπουδές έφυγα και από την πόλη · κάπου κάπου μάθαινα από τη μάνα μου (της τα έλεγε η αδελφή της) ότι η Αγάπη δεν έβγαινε καθόλου, της κατέβαζε γάλα και φρυγανιές ο ζαχαροπλάστης. Όταν σταμάτησε και η θεία μου να ταξιδεύει, επέστρεψε στο πατρικό της, στο χωριό, άραξε σε ένα μπαουλοντίβανο. Η ζωή συντόμευε και για τις δύο, η απομόνωση θέριευε. Η Αγάπη δεν άνοιγε σε κανέναν, σαν ακατοίκητο έδειχνε το σπίτι. Κανείς δεν την νοιαζόταν. Τουλάχιστον η θεία, επιστρέφοντας στο χωριό, περνούσε καλά ανάμεσα σε συγγενείς και τις γειτόνισσες, είχε τη μάνα μου, είχε κι εμάς, τ΄ ανίψια της. Τα καλοκαίρια, όταν επέστρεφα στο Παγγαίο, την ρωτούσα τι απέγινε η άλλη κι εκείνη κατσούφιαζε, πού να ξέρω, θα την ρούφηξε η γη.

Πώς χάνονται οι ζωές παρασύροντας χώρους και αναμνήσεις; Λίγο πριν πεθάνει η θεία Ζωή μας παρακάλεσε να πάμε στην Θεσσαλονίκη, να δούμε τελικά τι απέγινε το σπίτι και η Αγάπη. Μεγάλη της η χάρη, εγώ έλειπα στο εξωτερικό, οπότε ανέλαβε ο αδελφός μου την αγγαρεία που δυσκόλεψε γιατί αποφάσισε ξαφνικά να πάει κι εκείνη μαζί του κι ας στεκόταν με το ζόρι όρθια.

Οι σκηνές που μου περιέγραψε αργότερα το καρντάσι ήταν θλιβερές, ασήκωτες. Αφού με το ζόρι κατέβηκε εκείνες τις σκάλες, βρήκαν την πόρτα ξεκλείδωτη και το διαμέρισμα ένα σκουπιδότοπο. Η Αγάπη πουθενά όμως κάποιοι άλλοι μπαινόβγαιναν κι άφηναν τα σκουπίδια τους. Βρωμιά έζεχνε παντού και τα δωμάτια άνω κάτω. Η θεία μπήκε στο σαλόνι και άνοιξε το σκαλιστό μπαούλο -αδειανό! Τα προικιά μου, έβγαλε, μια κραυγή, τα στεφάνια μας! Το εικονοστάσι, όπου τα φύλαγε, κι εκείνο άδειο, πάνε και τα εικονίσματα κι ένα θυμάμαι ήταν παλιό, βυζαντινό θαρρείς. Έκλαιγε με λυγμούς βλέποντας το ρημαγμένο σπίτι, κάποτε στρωμένο με χαλιά και κεντήματα. Τίποτα, τίποτα, δεν άφησαν, μονολογούσε. Φεύγοντας δεν πήραν τίποτε μαζί τους. Ο διάδρομος βρώμαγε αποχέτευση. Και όμως ήταν ένα παλατάκι, επέμενε η παλιά νοικοκυρά.

Χτύπησαν μερικά κουδούνια, κανείς δεν απαντούσε και ο μανάβης απέναντι ανέφερε ότι μήνες εκεί μέσα μπαινόβγαιναν διάφορα περιθωριακά άτομα. Και η Αγάπη; Μια ηλικιωμένη, έτσι κι έτσι; Κανείς δεν την είχε δει. Μπορεί την μάζεψαν στην πρόνοια, είπε αυτός. Θα το δούμε, είπε και ο αδελφός μου χωρίς να το εννοεί ούτε αυτός ούτε η καταρρακωμένη θεία.

Στον γυρισμό η θεία Ζωή έκλαιγε ασυγκράτητα και μονολογούσε, πάει το σπίτι μου, πάνε όλα, δεν έμεινε τίποτε. Δεν ξανάδε το διαμέρισμα ούτε και την πόλη. Τα 'μαθα κι εγώ τηλεφωνικά. Οι περιγραφές του αδελφού μου μ΄ αναστάτωσαν, επανήλθαν τα παιδικά και εφηβικά μου ταξίδια, οι βόλτες, τα σινεμά· οι αναφορές στο υπόγειο ανασκάλευαν μέσα μου βαθιά ριζωμένες φοβίες.

Μετά “τα σαράντα” οπλιστήκαμε κουράγιο και πήγαμε πάλι στο διαμέρισμα, μας ειδοποίησαν ότι κατάντησε μια υγειονομική απειλή για όλη την πολυκατοικία. Κληρονομικά μεταβιβαζόταν στη μάνα μας αν το αποδεχόταν. Με σφιγμένα δόντια, για τελευταία φορά, κατήλθαμε στο έρεβος με τον αδελφό μου. Εγώ είχα καθηλωθεί στο διάδρομο, φοβόμουν να προχωρήσω παραμέσα. Φορώντας μάσκες χωθήκαμε στο ερείπιο. Σκατότοπος. Τόσο δυσφόρησα που μου ήρθε εμετός, βγήκα για αέρα στην αυλή που μου φάνηκε ένας τσιμεντωμένος χώρος όπου αυλίζονται οι φυλακισμένοι.

Φεύγοντας, εκεί στο διάδρομο, είδα την πόρτα του διπλανού διαμερίσματος μισάνοιχτη και έναν γερασμένο άντρα να με κοιτάζει σαν τότε που ήμουν παιδί. Σκούρος, αποκρουστικός. Καραδοκούσε, λαμπύριζαν μοχθηρά τα μάτια του, άπλωνε το χέρι του-αφύσικα μακρύ και σκελετωμένο. Τον είχα ξαναδεί; Τι ακριβώς ήθελε να μου πει; Μιλούσε με δυσκολία, δείχνοντας την σπασμένη λάμπα; Το.. φώς...

Πετάχτηκα αγριεμένος. Αν με ρωτήσετε ποια είναι η κοντινότερη εικόνα που έχω για τον θάνατο θα σας έλεγα εκείνη του άντρα, που άπλωνε το χέρι, συλλαβίζοντας με απόκοσμη φωνή: Τά...φος...






Νέα Σμύρνη, Φεβρουάριος 2025

Δημοσιεύτηκε στα (δε)κατα Άνοιξη 2025

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Αισχύλου 3/σκοτεινό όνειρο. Καινούργιο διήγημα. Από τον Θεόδωρο Γρηγοριάδη

                                                                                                                          Αισχύλου 3 / Σκοτε...