Τρίτη 15 Οκτωβρίου 2024

Joseph Conrad «Τύχη - Μια ιστορία σε δύο μέρη»


 

μετάφραση: Μιχάλης Παπαντωνόπουλος εκδόσεις Gutenberg, 2023   


Γράφει ο Θεόδωρος Γρηγοριάδης



Η έκδοση ενός αμετάφραστου μυθιστορήματος του Τζόζεφ Κόνραντ (1857-1924) είναι σπουδαίο εκδοτικό γεγονός αν σκεφτεί κανείς ότι Η καρδιά του σκότους μετράει τρεις μεταφράσεις σε κυκλοφορία. Η Τύχη δεν συγκαταλέγεται ανάμεσα στα μεγάλα έργα του μοντερνιστή συγγραφέα, φέρνει όμως τα αποτυπώματα των μυθοπλασιών που προηγήθηκαν και μάλιστα σε μια στιγμή που ο Κόνραντ, στα πενήντα επτά του, ήθελε να αποδείξει ότι είναι ακόμη ακμαίος. Θα πεθάνει δέκα χρόνια αργότερα έχοντας αφήσει πίσω του μια ανεκτίμητη κληρονομιά στην αγγλική και παγκόσμια λογοτεχνία. Ένας Πολωνός, που πολιτογραφήθηκε Άγγλος, εμπλουτίζοντας τη γλώσσα και τη μυθοπλασία μιας χώρας με ισχυρή λογοτεχνική παράδοση.

Η Τύχη κυκλοφόρησε το 2014, αφού είχε δημοσιευτεί σε συνέχειες στο κυριακάτικο ένθετο της εφημερίδας New York Herald. Πούλησε 13.000 αντίτυπα, τρεις φορές περισσότερο από το προηγούμενο μυθιστόρημα του «Με τα μάτια ενός δυτικού», και ακολούθησαν 20.000 αντίτυπα στην Αμερική καθιστώντας την το πλέον ευπώλητο βιβλίο του. Ήταν το μοναδικό του έργο με γυναικεία ηρωίδα και «ευτυχισμένο» τέλος. Διαβάζοντας το μυθιστόρημα διαπιστώνουμε ότι οι αποφάνσεις αυτές είναι μάλλον άστοχες. Ενδεχομένως ένα δυνατό μάρκετιγκ και ένας επίμονος εκδότης να ώθησαν το βιβλίο στην εμπορικότητα την οποία –γιατί όχι– την επιθυμούσε επιτέλους και ο ίδιος ο συγγραφέας.

Η ιστορία δεν είναι καθόλου γραμμική, αναπαράγεται μέσα από διαφορετικούς αφηγητές που μεταφέρουν και συμπληρώνουν τα στοιχεία των προηγούμενων. Ο βασικός αφηγητής είναι ανώνυμος, αυτός πρωτακούει για την Φλόρα Μπαράλ από τον γνωστό μας Μάρλοου, τον ναυτικό που συναντήσαμε σε προηγούμενες ιστορίες του Κόνραντ («Νιάτα», «Η καρδιά του σκότους», «Λόρδος Τζιμ»). Εδώ είναι κάπως πιο κουρασμένος και έξω από τα νερά του καθώς δεν βρίσκεται στα θαλασσινά νερά. Άλλωστε το μισό περίπου μυθιστόρημα διαδραματίζεται στην αγγλική στεριά και έπειτα η δράση μεταφέρεται πάνω στο καράβι όπου θα συμπλεύσουν –τυχαία;– οι βασικοί χαρακτήρες του μυθιστορήματος: η νεαρή γυναίκα Φλόρα Μπαράλ, ο γερασμένος πατέρας της, που μόλις έχει αποφυλακιστεί, ο πλοίαρχος Άντονι και ο νεαρός ανθυποπλοίαρχος Πάουελ, βασικός τροφοδότης της ιστορίας μέσω του Μάρλοου για τον οποίο ο ανώνυμος αφηγητής τονίζει: «Με τον Μάρλοου ποτέ δεν μπορείς να είσαι σίγουρος». Δεν είναι και ο μόνος αφού στο μυθιστόρημα κυριαρχούν οι «αναξιόπιστοι αφηγητές». Και πώς όχι, όταν η ιστορία έχει συμβεί μερικά χρόνια πριν, κατά τη διάρκεια δεκαεπτά ετών, και πυροδοτείται από τη συνάντηση του Μάρλοου με τον υποπλοίαρχο Πάουελ στα έλη των αγγλικών ακτών.

Κορίτσι στη θάλασσα

Το κορίτσι, μοναχοπαίδι του Ντε Μπαράλ, θα φιλοξενηθεί από την οικογένεια των Φέιν, τη στιγμή που ο πατέρας της φυλακίζεται ύστερα από μια σειρά μεγάλων οικονομικών σκανδάλων – πιο απλά έχοντας καταληστέψει όσους του είχαν εμπιστευτεί τα χρήματά τους για επενδύσεις και γρήγορο κέρδος. Ο τραπεζίτης Ντε Μπαράλ, μετά το κραχ, είναι πια κατάδικος με αποτέλεσμα οι καταθέτες και οι αρχές να του έχουν πάρει πίσω ακόμη και το ρολόι του. Οι Φέιν είναι ένα ιδιαίτερο ζευγάρι που θα χρειαζόταν σελίδες για να περιγραφεί. Η απόφασή τους να προστατέψουν μια ταλαιπωρημένη, φτωχή, έφηβη και να την κρατήσουν μακριά από έναν αδιάφορο συγγενή της (τον έστειλε ο Μπαράλ να την πάρει κοντά του), παραπέμπει στα έργα του Ντίκενς, για τον οποίο μάλιστα γίνεται ευκρινής αναφορά μέσα στο μυθιστόρημα.

Κανένας δεν την ήθελε κοντά του. Η Φλόρα είναι ατίθαση, ακοινώνητη, θυμωμένη με όλους και αργότερα αποφασίζει να ακολουθήσει τον πλοίαρχο Άντονι, αδελφό της κυρίας Φέιν, ύστερα από τόσα χρόνια ταλαιπωρίας και κακομεταχείρισης που υπέστη, φτάνοντας στα όρια της τρέλας. Η απόφασή της αναστατώνει τους Φέιν, αλλά και το πλήρωμα του Φερντέιλ που θα την υποδεχθεί με καχυποψία στη νέα της ζωή μέσα στη θάλασσα. Ο πλοίαρχος Άντονι, ντροπαλός και αμήχανος με τις γυναίκες, έπρεπε να εξηγήσει πολλά στη φεμινίστρια αδελφή του, η οποία δυσπιστούσε σε κάθε αντρική άποψη που δεν ενείχε επαρκή θηλυκότητα. Όμως ο λιγομίλητος Άντονι, γιος εκκεντρικού ποιητή, ήταν και ο μόνος που μίλησε ανοιχτά στην Φλόρα: «Είμαι ο άντρας που θα σας πάρει μακριά τους... μου είπατε ότι δεν έχετε φίλους. Ούτε κι εγώ... Με ποιον θα αποχωριζόσασταν; Κανέναν. Δεν έχετε κανέναν να σας ανήκει». Ο ερωτευμένος πλοίαρχος πράγματι θα την σώσει.

Στη μισά του μυθιστορήματος ο Μάρλοου, φέρνει με την αφήγησή του στο προσκήνιο την Φλόρα που την συνάντησε στον δρόμο έτοιμη να ακολουθήσει τον Άντονι. Με τον Μάρλοου είχαν ξαναβρεθεί, σε μια δύσκολη, αυτοκτονική στιγμή της ζωής της όμως τώρα: «Αδύνατη, κοκαλιάρα σχεδόν, με το σεμνό μαύρο της φόρεμα, αποτελούσε μια ελκυστική και οπωσδήποτε ποθητή μικρόσωμη φιγούρα.»

Και όμως η παρουσία της επιταχύνει τον ρυθμό της ιστορίας, παρόλο που η νεοπαντρεμένη Φλόρα βρίσκεται συνεχώς κλεισμένη στην καμπίνα της έχοντας βασικό ανταγωνιστή της το πλήρωμα και ειδικά τον υποπλοίαρχο Φράνκλιν, ο οποίος δεν ήθελε να μοιραστεί με τίποτε και με κανέναν τον πλοίαρχο Άντονι! Τελικά, η Φλόρα ήταν καταδικασμένη να την υποψιάζονται ακόμη και μέσα στη θάλασσα! Οι σκηνές εν πλω θα μεταφερθούν στον Μάρλοου από τον ανθυποπλοίαρχο Πάουελ, ο οποίος θα παίξει καθοριστικό ρόλο στην έκβαση της ιστορίας πάνω στο Φερντέιλ.

Τύχη μέσα στην ατυχία

Διαβάζοντας σήμερα την Τύχη αναρωτιόμαστε πόσο διαφορετικοί ήταν οι αναγνώστες του Κόνραντ ώστε να παρακολουθούν σε συνέχειες μια ιστορία με τόση περίπλοκη δομή. Βέβαια, η τελική εκδοχή του κειμένου υπέστη κάποιες αλλαγές αλλά εκεί, στο μπάσιμο του 20ού αιώνα, που ερχόταν δριμύς και ανήσυχος, η λογοτεχνία άνοιγε τα πρώτα της μεγάλα μέτωπα. Οι μοντερνιστές καταβυθίζονταν στη γραφή και στην κοινωνία, ένα κίνημα στο οποίο ο Κόνραντ υπήρξε πρωτοπόρος εκδίδοντας το 1895 το πρώτο του μυθιστόρημα «Η τρέλα του Αλμάγερ» και το 1902 το αριστουργηματικό Η καρδιά του σκότους».


Η Τύχη μιλάει –έστω και πρωτοφεμινιστικά– για τη γυναίκα, για τη συντροφικότητα των αντρών, για τις φούσκες των τραπεζιτών και την απληστία των επενδυτών, για την αβεβαιότητα της ανθρώπινης ύπαρξης. Το σκοτάδι κι εδώ επικρατεί ως βασικό ατμοσφαιρικό ή αλληγορικό στοιχείο, στη θάλασσα, στα έλη, στη νύχτα, στις ψυχές, στη μοναχικότητα των ανθρώπων. Προφανώς η τύχη αλλάζει στη ζωή ορισμένων υπάρξεων όπως της Φλόρας, αν θεωρηθεί «τυχερή» με όσα έζησε και όσα εμείς μαθαίνουμε διαθλασμένα και αποσπασματικά. Η ασυγκράτητη και ανήσυχη αφήγηση της Τύχης συμπίπτει εκδοτικά και με την έναρξη του πρώτου παγκόσμιου πολέμου όπου κανένας δεν θα σταθεί τυχερός.


Η Εποχή , Εποχή των βιβλίων 8/09/24 


Κυριακή 13 Οκτωβρίου 2024

Han Kang’s Nobel win underscores essential role of translators as literary tastemakers




www.japantimes.co.jpjapantimes.co.jp

Han Kang’s Nobel win underscores essential role of translators as literary tastemakers

By Mike Fu Oct. 11th, 2024


Han Kang’s eminence in the literary world was reaffirmed by the Swedish Academy’s announcement on Thursday that she will be conferred this year’s Nobel Prize in Literature.

Though she has been publishing in her native South Korea since the early 1990s, the 53-year-old Han was virtually unknown to Western readers until the English translation of “The Vegetarian” in 2016. Her meteoric rise since attests to the outsize influence that individual translators can exert on the literary world and a burgeoning global interest in East Asian storytelling.

Deborah Smith, the British translator of “The Vegetarian,” decided to learn Korean in 2009 on a lark. Freshly graduated from college, she found herself floundering in the wake of the global financial crisis and thought that learning a language would be “useful and enjoyable.” She chose Korean specifically because there was “barely anything available in English ... so the work had to be out there.”


A few years later, Smith encountered Han’s writing while pursuing a PhD in Korean literature. She won over an editor with her sample translation of “The Vegetarian,” which had been released in Korea in 2007. The book, Han’s first to appear in English, was published by Portobello Books in 2015 and received the International Booker Prize the following year.

Since then, three more of Han’s novels have appeared in English: “Human Acts” (2016), “The White Book” (2017) and “Greek Lessons” (2023), all of them translated by Smith, the last in partnership with Emily Yae Won. A fourth — “We Do Not Part,” translated by Yae Won and Paige Aniyah Morris — is scheduled to be released in January 2025.

“The Vegetarian” has now been translated into more than 30 languages. The author acknowledged that the dramatic increase in translated literature from Korea in recent years may be partially tied to her high-profile Booker win, but is also connected to the country’s soft power cachet in the film and music industries.

Smith founded Tilted Axis Press in 2015, a translation-focused publishing house that has put out works such as “Tokyo Ueno Station” by Yu Miri (translated by Morgan Giles), winner of the 2020 National Book Award, and “Love in the Big City” by Sang Young Park (translated by Anton Hur), an English-language debut that was longlisted for the 2022 International Booker Prize.

A person examines a stack of Han Kang's novels in English at a book store in Seoul. Translations of Han into English and other languages paved the way for her consideration by the Nobel Committee for Literature.

The impact of these titles, among others, demonstrates that literary translators are not simply advocates of individual authors and facilitators of cultural flow, but have the potential to be outright tastemakers for a worldwide literary audience.

For better or worse, the prevalence of English as a global lingua franca means that anglophone translators wield more power than their compatriots. Years before Smith’s translation drew worldwide attention, the Japanese edition of “The Vegetarian” by Kim Hoon-ah had been published as “Saishoku Shugisha,” in 2011. Kim had majored in Japanese literature at university and was motivated to translate from Korean to Japanese, in particular, when she discovered the lopsided nature of the literary flow between the two countries.

Han’s other essays, poetry and fiction appear in Japanese translations by Ayako Furukawa, Shunsaku Ide and Mariko Saito. Meanwhile, more than a dozen translations of “The Vegetarian” appeared following Han’s global debut via the International Booker Prize.

Han’s Nobel win marks the first time a Korean-language author has received this top accolade. She is only the fifth author (and first woman) from East Asia to be recognized, after Yasunari Kawabata and Kenzaburo Oe broke ground in the 20th century, followed by Chinese writers Gao Xingjian and Mo Yan.


As recently as Tuesday, Han had been given 33-to-1 odds on winning the Nobel Prize by a prominent U.K. betting outlet. Rumors were flying that Can Xue, an avant-garde Chinese writer whose sensibilities have been described as Kafkaesque, would clinch the prize.


Besides the Nobel, major industry accolades like the U.K.-based International Booker Prize and the United States’ National Book Award for Translated Literature also have a record of spotlighting East Asian authors in translation — including Bora Chung (translated by Anton Hur), Ge Fei (translated by Canaan Morse), Yoko Tawada (translated by Margaret Mitsutani) and Yang Shuang-zi (translated by Lin King) — on their shortlists.


These nominations and awards may represent a peak in a writer’s career, but one must not lose sight of the fact that Western institutions and judging committees would have no access to these literatures at all were it not for the painstaking effort of translators and the publishing houses that make space for them. The abysmal statistic of 3% — the proportion of new translations published annually in the anglophone sphere, an already tiny number that gets further parceled out across all languages and comes with a heavy European bias — means that every title is a leap of faith.


“The challenging task for any translator is to navigate through this dark tunnel of loss,” Han ruminated in a 2023 interview with the Booker Prize Foundation, regarding the impossibility of finding perfect commensurability between languages. But only by moving through this tunnel can one find communion, on the other side, with readers who would never be able to undertake the journey themselves.



Σάββατο 12 Οκτωβρίου 2024

Ο Θεοφάνης Παναγιωτόπουλος γράφει για το Ελσίνκι


Fractal  18/0624


«Ένα βιβλίο για την επίπλαστη ελευθερία μας, τις κοινωνικές αδικίες, τους προσωπικούς και συνεχείς αγώνες»

Γράφει ο Θεοφάνης Λ.Παναγιωτόπουλος // *

 

Ένα ανοιξιάτικο απόγευμα στο Παγκράτι ο συγγραφέας Θεόδωρος Γρηγοριάδης παρουσίασε το νέο του μυθιστόρημα με τίτλο: Ελσίνκι – το οποίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη.


Οι πρωταγωνιστές του βιβλίου είναι δύο άνδρες. Ένας Έλληνας συγγραφέας κι ένας Κούρδος πρόσφυγας. Μια συνάντηση καθοριστικής και ζωτικής σημασίας. Το μέλλον ακαθόριστο το παρελθόν τους κοινό. Η μνήμη θα τρέχει ανάμεσα τους από εδώ και στο εξής.


‘’Από εκεί κατέβαινε ο Αβίρ. Στον φωτισμένο δρόμο διέκρινα μια ψηλόλιγνη φιγούρα, ένα περπάτημα προδοτικό, που μ’ έκανε να σταματήσω και να τον ρωτήσω πού πήγαινε. Μιλούσε καλά ελληνικά. Πήγαινε σε ένα ίντερνετ καφέ στο κέντρο. Στα σκοτεινά, μου φάνηκε ήρεμος, τα μάτια γυάλιζαν υγρά. Τον ζύγισα με το ένστικτο. Να τον έβαζα μέσα στο αυτοκίνητο; Τελικά πρότεινα να τον κατεβάσω εγώ στην Ομόνοια. Μπήκε πρόθυμα, σπρώχνοντας πίσω το κάθισμα του συνοδηγού για να χωρέσει. Έβαλα χαμηλή μουσική. Μιλούσαμε γενικά και αόριστα, “μη σε ξέρω από κάπου;”. Τον χάιδεψα απαλά και ενέδωσε, τραβώντας το σώμα του παραπίσω. Έδειχνε πανέτοιμος’’.


Ο Αβίρ αφήνει την πατρίδα του, την πόλη Καλάρ η οποία βρίσκεται στην περιοχή του Κουρδιστάν στο Ιράκ. Φεύγει μακριά από τον πόλεμο που μαίνεται στη Μέση Ανατολή. Πρώτος σταθμός το Ελληνικό κράτος και ο Αντώνης, η φωτεινή αχτίδα στο άγνωστο. Δεύτερος σταθμό το Τουρκού της Φιλανδίας όπου αγωνίζεται με εμπόδιο την ατελείωτη γραφειοκρατία για νομιμοποιήσει την παραμονή του, εκεί θα γνωριστεί με μια γυναίκα. Αυτή εδώ μοιάζει μια σκοτεινή γραμμή στο άγνωστο. Έπειτα από μερικά χρόνια θα γίνει πολίτης της Φιλανδίας και θα παντρευτεί με τη συμπατριώτισσα του, Εβίν με την οποία θα αποκτήσει παιδιά. Η Εβίν είναι μια μετέωρη αχτίδα στη ζωή του.


Με ιδιαίτερη οικονομία λέξεων και ένα συνεχές παιχνίδι παρόντος – παρελθόντος ο συγγραφέας Θ.Γ. καταφέρνει να κρατήσει τον αναγνώστη με κομμένη την ανάσα ως το τέλος. Η γραφή του ρεαλιστική, σκληρή και συγχρόνως με σπαράγματα ρομαντισμού και ποιητικότητας. Ένα βιβλίο για την επίπλαστη ελευθερία μας, τις κοινωνικές αδικίες, τους προσωπικούς και συνεχείς αγώνες που καλείται ο σημερινός άνθρωπος να δίνει κάθε μέρα για υπερασπιστεί τα δικαιώματα του. Ένα βιβλίο με φόντο την Ελληνική κοινωνία που πασχίζει μέσα από τις αγκυλώσεις του παρελθόντος να γίνει σύγχρονη και δίκαιη με ίσα δικαιώματα και ελευθερίες προς τους πολίτες της.



*O Θεοφάνης Λ.Παναγιωτόπουλος είναι Συγγραφέας, Θεολόγος, Ραδιοφωνικός Παραγωγός & Αρθρογράφος


  


Κυριακή 6 Οκτωβρίου 2024

Η Χρύσα Φάντη γράφει για το Ελσίνκι στην ΕΦΣΥΝ



Αδιέξοδη περιπλάνηση

 Γράφει η Χρύσα Φάντη

    

Με το Ελσίνκι, ο γνωστός και βραβευμένος συγγραφέας Θεόδωρος Γρηγοριάδης διευρύνει την τολμηρή γραφή του, εμπλουτίζοντάς την με νέα στοιχεία επινόησης και αυτομυθοπλασίας.

Με το Ελσίνκι, ο γνωστός και βραβευμένος συγγραφέας Θεόδωρος Γρηγοριάδης διευρύνει την τολμηρή γραφή του, εμπλουτίζοντάς την με νέα στοιχεία επινόησης και αυτομυθοπλασίας∙ μια γραφή που άρχισε να δημοσιεύεται δεκαετίες πριν, απέσπασε ευρύτερα την προσοχή και έγινε ιδιαίτερα αισθητή και διακριτή με τον Ναύτη (1993), τον Αρχαίο Φαλλό (1995), τον Χάρτη (2007), το Παρτάλι (2017) και πολλά ακόμη πεζογραφήματα - επιτυχία που συνεχίστηκε με το Γιατί πρόδωσα την πατρίδα μου (2018), Το τραγούδι του πατέρα (2019) και τη Νοσταλγία της Απώλειας (2020).


Στο ανά χείρας, πιο πρόσφατο μυθιστόρημά του, μέσ’ από τη ματιά του Αντώνη, ενός ώριμου ηλικιακά συγγραφέα, ο πραγματικός συγγραφέας του Ελσίνκι ακολουθεί και καταγράφει, άλλοτε ελλειπτικά και άλλοτε δίνοντας έμφαση στη λεπτομέρεια, τις εναγώνιες αμφιταλαντεύσεις και τις ριψοκίνδυνες μετακινήσεις ενός νεαρού Κούρδου, του Αβίρ, αναδεικνύοντας ταυτόχρονα σημαντικές όψεις από το μεγάλο κάδρο της σύγχρονης προσφυγιάς και τις αλματώδεις ιστορικές, κοινωνικές και πολιτισμικές ανατροπές που αυτή έχει επιφέρει στον κόσμο.


Ο νεαρός Αβίρ, στην τρίχρονη παραμονή του στην Αθήνα, γίνεται συγκάτοικος, επιστήθιος φίλος και αποκλειστικός ερωτικός σύντροφος του Αντώνη, στη συνέχεια όμως αφήνοντας πίσω του την Ελλάδα εγκαθίσταται στο Τούρκου της Φινλανδίας και προσπαθεί με κάθε τρόπο να τελέσει έναν ψεύτικο γάμο, με στόχο μια μόνιμη άδεια παραμονής και ένα φινλανδικό διαβατήριο. «Συγκατοικούσα επί τρία χρόνια με έναν Κούρδο παράνομο, που ζει σήμερα με την οικογένειά του στη Φινλανδία», μας πληροφορεί ο συγγραφέας σε παλαιότερη συνέντευξή του, ενώ και στο μυθιστόρημά του, ο Κούρδος πρωταγωνιστής του, χρόνια μετά, έχοντας επανέλθει στην πατρίδα του και μην μπορώντας να προσαρμοστεί στις εκεί επικρατούσες συνθήκες, την εγκαταλείπει ξανά και επιστρέφει στη Φινλανδία. Ο άλλοτε νεαρός εραστής είναι πλέον ένας καταπονημένος άνθρωπος, πατέρας τριών παιδιών, παντρεμένος με την Εβίν, την κοπέλα που είχαν διαλέξει γι’ αυτόν οι γονείς του.


Ο Γρηγοριάδης, περιγράφοντας την ανέχεια και τους επώδυνους συμβιβασμούς του Αβίρ, σε αντιπαραβολή και αντίστιξη με την ελευθερία, την υλική ευμάρεια και την ασφάλεια που απολάμβαναν και την οποία -τηρουμένων των αναλογιών- συνεχίζουν ακόμη να απολαμβάνουν οι νόμιμοι πολίτες των χωρών της Δύσης, αναπτύσσει μια πολυμορφική και πολύπτυχη αφήγηση, που αποτελείται [α] από μια τριτοπρόσωπη εξιστόρηση όπου οι ίδιοι τίτλοι επαναλαμβάνονται ασύγχρονα, όπως για παράδειγμα: «Ελσίνκι Φινλανδία 2018», «Τούρκου Φινλανδία 2009», «Ελσίνκι Φινλανδία 2018», «Τούρκου Φινλανδία 2009» και ούτω καθ’ εξής), [β] μια δεύτερη γραφή που περιλαμβάνει διαλόγους από τα μηνύματα που αντάλλασσαν μέσω διαδικτύου οι ήρωές του και [γ] μια τρίτη, αμιγώς πρωτοπρόσωπη, στοχαστική και σε σημεία σπαρακτική, από τη μεριά του Αντώνη (και μυθοπλαστικού άλτερ έγκο του): «Τον ξαναβρήκα στο φινλανδικό σπίτι του κι από δίπλα τη γλυκιά φίλη του, που έτρεξε να τον μαζέψει από τους σταθμούς. […] Αυτό που έβλεπα στα λόγια μα και στις εκφράσεις του όταν μιλούσαμε -τώρα πια και με κάμερα- ήταν μια απαρέσκεια για τη χώρα που τον φιλοξενούσε» (σελ. 135).


Μέσ’ από αυτή την εναλλασσόμενη, ζαλιστική αλλά και αριστοτεχνικά δομημένη εξιστόρηση, παραθέτει εν θερμώ αλλά και με ρεαλισμό τις απανωτές διακυμάνσεις των χαρακτήρων του, φτάνοντας μέχρι το σήμερα («Βίσμπυ Σουηδία Μάρτιος 2023»), ένα σήμερα με άμεσες τις συνέπειες από έναν πόλεμο και στην Ευρώπη, ενώ παράλληλα εκθέτει και αναλύει ψύχραιμα τα γεγονότα που κυριαρχούσαν στην Ελλάδα πριν, μετά, και μεσούσης της οικονομικής κρίσης, σε μιαν ατμόσφαιρα σκοτεινή, δυσοίωνη και πολύ διαφορετική από εκείνες της Φινλανδίας και της Σουηδίας. Χάρη σ’ αυτό το πολυμορφικό και χωροχρονικό «πίσω-μπρος», με ύφος χαμηλόφωνο και γλώσσα λιτή και αβίαστη μιλά για τους δαίμονες και τις ερωτικές και κοινωνικές αναστολές του νεαρού Κούρδου αλλά και τη βαθιά και μακρόχρονη σχέση αγάπης που αναπτύσσεται ανάμεσα σ’ αυτόν και τον Ελληνα φίλο του.


Μετά από κάποιες δυσάρεστες εξελίξεις και μιαν αινιγματική εξαφάνιση πολλά θα μείνουν μετέωρα και ανοιχτά σε αντιφατικές ερμηνείες, ενώνοντας το συλλογικό με το ατομικό δράμα και υποδηλώνοντας με τρυφερότητα και χωρίς καμιά πρόθεση ωραιοποίησης ή εξιδανίκευσης την ταραγμένη ψυχοσύνθεση εκείνων που αναγκάστηκαν να διασχίσουν παράτυπα αφιλόξενες χώρες και θάλασσες∙ πρόσφυγες που υπέστησαν τα πάντα στην προσπάθειά τους να γλιτώσουν από τον πόλεμο και τα επακόλουθά του.


Εφημερίδα των Συντακτών, ΝΗΣΙΔΕΣ , ΑΝΟΙΧΤΟ ΒΙΒΛΙΟ  8/06/24


Παρασκευή 4 Οκτωβρίου 2024

Σταντάλ «Ιταλικά χρονικά»


 

Μετάφραση: Μαρία Παπαδήμα, εκδόσεις Καστανιώτη, 2024


Γράφει ο Θεόδωρος Γρηγοριάδης


Ο πολυτάλαντος και πολυδιάστατος Σταντάλ γεννήθηκε ως Μαρί-Ανρί Μπελ το 1783. Έγραψε και με ψευδώνυμα, αφήνοντας πίσω του ένα μεγάλο όγκο γραπτών, αλληλογραφίας και αρθρογραφίας. Τα δύο κορυφαία του έργα, «Το μοναστήρι της Πάρμας» και το «Κόκκινο και μαύρο», βρίσκονται διαρκώς στις λίστες των κλασικών έργων της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Όμως τα «Ιταλικά χρονικά» σπανίως εκδόθηκαν ολοκληρωμένα και παρουσιάζουν μεγάλο ενδιαφέρον τόσο για το περιεχόμενο και το ιστορικό τους υπόβαθρο όσο και για την αφηγηματική τους ιδιαιτερότητα. Κάποιες από τις οκτώ ιστορίες στηρίζονται πάνω σε αληθινά γεγονότα, άλλες έχουν επινοηθεί ενώ στην παρούσα καινούρια, επιμελημένη, έκδοση έχουμε και δύο ανολοκλήρωτες ιστορίες, τα τελευταία του γραπτά πριν αφήσει αυτόν τον κόσμο όπου έζησε με μεγάλη ένταση ως συγγραφέας, ταξιδευτής και εραστής.


Διεκδίκησε όσα μπορούσε να του προσφέρει η τύχη αλλά και η επιθυμία του, ταξίδευε χωρίς να ριζώνει κάπου. Δεν άφηνε τίποτε να τον καθηλώσει, ακόμη και η δόξα. Κάπου είπε: «Όσο προχωράω, τόσο η φιλοδοξία με απωθεί. Απλώς είναι σαν να εξαρτάται η ευτυχία σου από τους άλλους» (1812). Γι’ αυτή την ευτυχία προσπερνούσε τα πάντα, έγραφε και ζούσε σαρωτικά, καθιστώντας τον εαυτό του ήρωα ενός αυτοβιογραφικού βιβλίου. Αν του άρεσε μια γυναίκα ακόμη και ενός στενού συγγενούς του θα την διεκδικούσε, αν τον ενδιέφερε ένα ξένο κείμενο μπορούσε να το ενσωματώσει στα δικά του. [1]


Παράτησε τις σπουδές του στο Παρίσι, ακολούθησε τον Ναπολέοντα στη Ρωσία και μόλις 17 ετών αποφάσισε ότι η Ιταλία ήταν η χώρα που τον γοήτευε, την έβρισκε πιο απελευθερωμένη και ανθρώπινη από την υποκριτική Γαλλία. Έτσι προέκυψαν τα «Ιταλικά χρονικά» που όμως δεν εκδόθηκαν όσο ζούσε. Στηρίχτηκε σε κάποια ντοκουμέντα, που ανακάλυψε στη βιβλιοθήκη μιας φιλικής οικογένειας Ιταλών, τα οποία αναφέρονταν σε προγενέστερες εποχές, κυρίως του 16ου αιώνα. Επιλέγοντας το προσωπείο του μεταφραστή - συγγραφέα, που μεταφράζει απευθείας από τα χειρόγραφα (π.χ., του 1598 στην ιστορία «Η ηγουμένη του Κάστρο»), αποτολμά να αναπαράγει το ύφος των παλαιοτέρων γραπτών, ζητώντας... συγγνώμη για τυχόν ατοπήματα από τον αναγνώστη και «για εκείνους αλλά και για τον ίδιο»! Δηλαδή μια τεχνική που δεν στηρίζεται σε λογοτεχνικά ευρήματα αλλά γεννιέται αυθόρμητα, χώρια οι προβληματισμοί του για την απόδοση και την πιστότητα της μετάφρασης και -ακόμη παραπέρα- τον παραμερισμό της φαντασίας με σκοπό την ανάδειξη της «αλήθειας», της μαρτυρίας, του ρεαλισμού. Ο Σταντάλ δεν χρειάζεται, όπως ο Μπαλζάκ ή ο Τολστόι, συμβολισμούς και φαντασία. Επινοούν και γράφουν στο δικό τους παρόν. Δεν υπάρχει «δημιουργική γραφή» αλλά αυτοδημιούργητη.

                                        

«Η ηγουμένη του Κάστρο»


Βία, έρωτες, εξουσία, εκκλησία, φεουδαρχία, «ιταλοί τυραννίσκοι του μεσαίωνα» που καθιστούσαν τους ληστές πολύ πιο συμπαθητικούς στα μάτια του λαού. Στην Ηγουμένη του Κάστρο η νεαρή πριγκίπισσα, κλεισμένη στο μοναστήρι από τον πατέρα της, προσπαθεί με κάθε τρόπο να επικοινωνήσει με τον αγαπημένο της, έναν φτωχότερο και αγαπησιάρη νέο. Όμως αυτή η σχέση δεν θα ευοδώσει, αφού πάντα μία ηγουμένη, ένας αρχιδούκας, ένας Πάπας, ένας πατέρας θα τους καταδιώκει. Τρεις ιστορίες διαδραματίζονται μέσα στα οχυρωμένα και, πάμπλουτα από δωρεές και δωροδοκίες, μοναστήρια. Δεν είναι καθόλου ρομαντικές. Κρύβουν βία και ολοκληρωτισμό, στέρηση των ανθρώπινων δικαιωμάτων και συναισθημάτων. Τα νεαρά κορίτσια, που συναντάμε ως μοναχές σε μοναστηριακές υπερδομές, έχουν κλειστεί εκεί από την οικογένειά τους για να μην κληρονομήσουν τις πατρικές περιουσίες που θα μεταβιβαστούν στα αγόρια της οικογένειας, κι αυτό με την εκκωφαντική συνεργασία της Εκκλησίας με την μπουρζουαζία. Πολλές εξωθούνται στην αυτοκτονία αν αθετήσουν την παρθενία τους. Αλίμονο σε κάθε κορίτσι που έχει αδέλφια. Στην ιστορία «Βιτόρια Ακοραμπάνι», η αριστοκράτισσα θα προκαλέσει τον θάνατο του συζύγου της διεκδικώντας έναν ποθητό εραστή αλλά κι αυτή θα έχει άδοξο τέλος.


«Οι Τσέντσι»


 «Οι Τσέντσι» παραμένει το πιο βίαιο, σαδιστικό, χρονικό. Ο οικογενειάρχης Φραντσέσκο κακοποιεί με κάθε τρόπο τους γιους του και βιάζει την κόρη του αναγκάζοντας να παρακολουθεί η σύζυγος και μάνα. Και όταν αυτές θα βάλουν να τον σκοτώσουν θα εκτελεστούν δημόσια με βίαιο τρόπο μπρος στα πλήθη, χωρίς κανένα ελαφρυντικό. Σκηνές αποτροπιαστικές, μεταφερμένες από την πένα του Σταντάλ, μέσα από τα «ιταλικά της Ρώμης» στα γαλλικά της εποχής του, για να διαβάζουν οι συμπατριώτες του τι συνέβαινε στη μεσαιωνική Ιταλία. «Όμως εγώ, νεαρός Γάλλος, γεννημένος στα βόρεια του Παρισιού, είμαι σίγουρος ότι μπορώ να μαντέψω τι ένιωθαν οι ιταλικές αυτές ψυχές το έτος 1559; Μπορώ, στην καλύτερη περίπτωση, να ελπίζω ότι θα μαντέψω τι μπορεί να φανεί κομψό και ενδιαφέρον στους Γάλλους αναγνώστες του 1838». Τι να μας πουν οι θεωρίες πρόσληψης του κειμένου και ο «ορίζοντας προσδοκιών» του αναγνώστη” πόσο μάλλον η σημερινή ιστορική μυθοπλασία μέσα από άνευρες γραφικότητες και αναπαραστάσεις;


 «Δούκισσα ντι Παλιάνο»


Στην Δούκισσα ντι Παλιάνο (Παλέρμο 1838), ο Σταντάλ αναζητά το «ιταλικό πάθος» στη Σικελία και κατά πόσον ευδοκιμεί ακόμη: μια δούκισσα ερωτεύεται έναν νεαρό ιππότη για να ξεπέσει από τον φθόνο και το κάρφωμα του στενού της περιβάλλοντος. Στο μεταξύ ο Πάπας Πίος Ε΄ εξαλείφει όλα τα αντίγραφα της δίκης για να μην αναθεωρηθεί μελλοντικά. Σε όλα τα χρονικά η χριστιανική υποκρισία αναδεικνύεται εφαλτήριο κάθε προσωπικής και κοινωνικής καταπίεσης και όλα αυτά στο όνομα του Θεού με εκτελεστή την Εκκλησία. Ο Σταντάλ καταγράφει ουδέτερα -καμιά φορά με σαδιστική ψυχρότητα- και ενώ δεν γίνεται καταγγελτικός, εκθέτει με τέτοιο τρόπο τα γεγονότα ώστε ο αναγνώστης της εποχής του να φοβάται μη λαβωθεί κι αυτός από τις μαχαιριές ή μη βρεθεί νεκρός ανάμεσα στο πλήθος που ποδοπατιέται παρακολουθώντας τη δημόσια εκτέλεση ενός καταδικασμένου. Ωστόσο επιμένει στα πάθη του έρωτα και αντιμάχεται κάθε εμπόδιο και με κάθε τίμημα: Μεταμφιέσεις, κρυφές συναντήσεις, συνομωσίες, εξορίες, αιματοκυλίσματα, κρυφοί κώδικες επικοινωνίας ανάμεσα στους εραστές.


Κι εμείς, ως σημερινοί αναγνώστες, καλούμαστε να διαβάσουμε τα χρονικά μιας σκοτεινής ευρωπαϊκής περιόδου με τη διαμεσολάβηση του Σταντάλ. Αυτή η μετάβαση από τα μεσαιωνικά χρονικά στη αναπλασμένη νεοτερικότητα της εποχής του συγγραφέα φτάνει και στον αιώνα μας όπου οι διαπροσωπικές σχέσεις «μεταρρυθμίζονται» ακόμη από την εκκλησία και το κράτος, ενώ οι ερωτικές επιθυμίες και φαντασιώσεις εγκλωβίζονται στις σύγχρονες εφαρμογές κοινωνικής δικτύωσης -τα ψηφιακά μοναστήρια-, προς όφελος πάντα εκείνων που τα παρέχουν με το αζημίωτο.


 

Σημείωση:

1. Tim Parks «A Pair of Yellow Gloves: Stendhal’s», Italian Chronicles, Oct. 19th, 2017 LRB


Η Εποχή, Η εποχή των βιβλίων. 6/07/24 


Τετάρτη 2 Οκτωβρίου 2024

Klaus Mann «Μεφίστο»

 




Μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου, εκδόσεις Άγρα, 2020   


Γράφει ο Θεόδωρος Γρηγοριάδης


«Το μυθιστόρημα μιας καριέρας» είναι ο υπότιτλος του Μεφίστο και είναι η μυθιστορηματική βιογραφία, του ηθοποιού Χέντρικ Χέφγκεν που κατόρθωσε να κάνει μια μεγάλη καριέρα, προδίδοντας την τάξη του, τους φίλους και τις ιδέες του, προκειμένου να ανελιχθεί μέσα στο ζοφερό περιβάλλον του ναζισμού. Το βιβλίο κυκλοφόρησε το 1936 και επαινέθηκε σε μια επιστολή από τον Τόμας Μαν προς τον γιο του Κλάους. Ωστόσο, μόλις το 1981 μπόρεσε να κυκλοφορήσει ελεύθερο στην Γερμανία, ύστερα από μια σειρά απαγορεύσεων που επιβλήθηκαν από το ναζιστικό καθεστώς και κατόπιν μηνύσεων, στα μέσα της δεκαετίας του ’60, από τους κληρονόμους του Γκούσταφ Γκρίντγκενς τον οποίο αναγνώρισαν στον μυθοπλαστικό χαρακτήρα του Χέντρικ Χέφγκεν.

Πράγματι οι ομοιότητες του πρώην φίλου και συζύγου της αδελφής του Κλάους, Έρικα, είναι πολλές αλλά αυτό που εντυπώνεται στον σημερινό αναγνώστη είναι μια πολύ δυνατή ιστορία που διαβάζεται ως η απόλυτη συναλλαγή ενός ηθοποιού με την χιτλερική εξουσία, η συμφωνία του καλλιτέχνη με τον Διάβολο που δεν είναι παρά το τέρας του ναζισμού. Καθόλου τυχαία η προμετωπίδα στην αρχή του μυθιστορήματος είναι μια ρήση του Γκέτε από το έργο του «Wilhelm Meister»: «όλα τα λάθη των ανθρώπων τα συγχωρώ στους ηθοποιούς· κανένα λάθος του ηθοποιού δεν συγχωρώ στους ανθρώπους».

Ο Χέντρικ Χέφγκεν ξεκίνησε ως μπρεχτικός ηθοποιός για να καταλήξει ο μεγάλος προστατευόμενος του χιτλερισμού. Η πρώτη επαφή του τριανταεννιάχρονου Χέφγκεν με τον υπουργό Προπαγάνδας γίνεται στην παράσταση «Αμλετ». Η σύζυγος του υπουργού, Λόττε Λίντενταλ, πρώην ηθοποιός, θα είναι το πρόσωπο κλειδί για τη σταδιακή προσέγγιση των δύο αντρών. Ωστόσο το αίμα κυλάει παντού και οι Εβραίοι στέλνονται στα στρατόπεδα, «μια σιωπηρή συμφωνία που κυριαρχούσε όχι μόνον σ’ εκείνη την αίθουσα αλλά και στη χώρα ολόκληρη». Ο Χέφγκεν, παρά τις πρώτες του επαφές με τους αντιστασιακούς και κομμουνιστές, είναι εκείνος ο χαρακτήρας που «πάντα κάτι του τυχαίνει την τελευταία στιγμή όταν πρόκειται για αποφάσεις που θα μπορούσαν να βλάψουν την καριέρα του». Αριβίστας, κακός και περιφρονητικός απέναντι στους άλλους, ξεχωρίζει ως ηθοποιός για το παίξιμό του. Και αυτό είναι το χαρτί που παίζει καλύτερα και εκτός σκηνής.


 Η φευγαλέα υπόσταση της μάσκας του ηθοποιού

Σε πρώτη φάση θα προσπαθήσει να απαλλαγεί από το επιβαρυντικό παρελθόν του, θα παραμερίσει την ερωμένη του με μαύρη καταγωγή, το ίδιο και άλλα φιλικά πρόσωπα που είχαν αντικαθεστωτική δράση. Νευρωτικός, υστερικός χαρακτήρας, διοχέτευε τις κρίσεις του στη ζωή και στο θέατρο, εκεί όπου πιθανώς κρίνονταν ως συνταρακτικές οι ερμηνείες του - ειδικά στους ρόλους των κακών. Εκεί όπου ταυτιζόταν με το Κακό. Οι επιλογές του στο εξής στοχεύουν στην άνοδο της καριέρας του, στο καινούργιο υψηλό περιβάλλον αλλά ο γάμος του -σχεδόν στα όρια της ερωτικής αποτυχίας- θα επιταχύνει την προσωπική του αποξένωση. Η ντροπή που νιώθει κάπου βαθιά μέσα του για τις υποχωρήσεις του και τον εκτοπισμό όσων κριτίκαραν την καριέρα του -ακόμη και του τελευταίου κομμουνιστή φίλου του- θα υποχωρήσει μπρος στα οφέλη της εξουσίας.

Ο πιο μεγάλος του ρόλος θα είναι ο Μεφιστοφελής, στην παράσταση για τα εκατό χρόνια από τον θάνατο του Γκέτε. Στην πρεμιέρα παραβρίσκεται ο πρωθυπουργός που σπεύδει να τον συγχαρεί. Η αποθέωση του φέρνει περισσότερη δόξα και δύναμη κι ας «έπεσε η νύχτα στην πατρίδα μας», όπως γράφει ο Κλάους Μαν, και η χώρα έχει βεβηλωθεί. Η φωτιά στο Ράιχσταγκ αντί να τον τρομάξει, τον συγκλονίζει επαίσχυντα και μάλιστα μετά τον εμπρησμό συλλαμβάνεται ο πρώην φίλος του Όττο.

Ταυτόχρονα αισθάνεται και το συναίσθημα της συντριβής, λεκιάζει, νιώθει σημαδεμένος αλλά δεν μπορεί να κάνει πίσω. Πρέπει να πατήσει επί πτωμάτων για να συντηρήσει τη φήμη και στην ισχύ του· συχνάζει στα σαλόνια με τους Ες Ες ενώ στον κοντινό ορίζοντα βγαίνουν καπνοί από τα κρεματόρια. Η δική του «νέγρα», φυγαδευμένη στη Γαλλία, δεν παύει να είναι μια μόνιμη απειλή κι αυτό θα έπρεπε να διευθετηθεί, μην σπιλωθεί η υπόληψη και κινδυνεύσει η θέση του, καθώς έχει στο μεταξύ αναλάβει την διεύθυνση του Κρατικού Θεάτρου. Όμως δεν μπορεί να ανεβάσει πια έργα των σπουδαίων δραματουργών γιατί όλα συμπεριλαμβάνονται στη λίστα των απαγορευμένων βιβλίων. Σταδιακά θα χάσει κάθε ανθρώπινο έρεισμα, μόνον η επίκληση της μάσκας του ηθοποιού θα μπορέσει να του δώσει μια φευγαλέα υπόσταση για να αντέξει τον επερχόμενο κλονισμό του.


 Έργο και πολιτική δράση σημαδιακά


Ο Κλάους Μαν γεννήθηκε το 1906 στο Μόναχο, όταν ο πατέρας του Τόμας ήταν ήδη ένας δημοφιλής συγγραφέας. Αρραβωνιάστηκε στα δεκαοκτώ την κόρη του ποιητή και θεατρικού συγγραφέα Φρανκ Βέντεκιντ και μετακόμισαν στο Βερολίνο όπου ο Κλάους έγραφε θεατρικές κριτικές και όπου εμπνεύστηκε το μυθιστόρημα «Ευλαβικός χορός», το πρώτο ομοερωτικό μυθιστόρημα της γερμανικής λογοτεχνίας. Αντιλήφθηκε πολύ έγκαιρα τον κίνδυνο του ναζισμού και, από τις αρχές της δεκαετίας του ’30 και πολύ νωρίτερα από τον «αργοπορημένο» πατέρα του, καταφέρθηκε εναντίον τους.

Το 1933, μόλις είκοσι έξι χρονών, εγκατέλειψε την πατρίδα του για να ζήσει οικειοθελώς εξόριστος σε διάφορες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες. Εγκαταστάθηκε στην Αμερική κατά τη διάρκεια του δεύτερου παγκόσμιου πολέμου, αρθρογραφώντας με πάθος κατά του ναζισμού, μιλώντας για την κατάσταση των εξορίστων αλλά και για το αντικομμουνισμό της Αμερικής που ξεκίνησε τη δεκαετία του ’40. Φιγουράριζε πρώτος στις μαύρες χιτλερικές λίστες ως αντι-ναζί και ανοιχτά ομοφυλόφιλος. Παράλληλα με την πολιτική του δράση, ως χαρακτήρας βρισκόταν σε μια διαρκή υπερδιέγερση και ερωτοτροπούσε με την ιδέα του θανάτου και της αυτοκτονίας.

Μετά το τέλος του πολέμου, απογοητευμένος από τη λογοτεχνική του πορεία και την οικονομική του κατάσταση, επέστρεψε στην Ευρώπη και τελικά βρέθηκε νεκρός σε ένα ξενοδοχείο στις Κάνες το 1949 από υπερβολική δόση υπνωτικών χαπιών. Μπορεί να μην ξεπέρασε ποτέ το όνομα του πατέρα του, να έζησε στη σκιά του «Μάγου Πατέρα» (όπως τονίζει ο βιογράφος του Frederic Spotts), ωστόσο το έργο και η πολιτική του δράση παραμένουν σημαδιακά, περισσότερο από ποτέ. Και αν δεν κατάκτησε την ύψιστη λογοτεχνική κορυφή, μπόρεσε όμως να συμβάλει στη λογοτεχνία με την ιδιαίτερη προσωπική γραφή του, καθιερώνοντας τη μυθιστορηματική βιογραφία αλλά και την αυτοβιογραφική μαρτυρία -ειδικά στην εξομολογητική Κρίσιμη καμπή- ανοίγοντας δρόμους σε άλλους συγγραφείς του εικοστού αιώνα.

Η ομώνυμη κινηματογραφική διασκευή του μυθιστορήματος με σκηνοθέτη τον ούγγρο Ίστβαν Ζάμπο κέρδισε το Όσκαρ Καλύτερης Ξένης Ταινίας, το 1981. Το μυθιστόρημα κυκλοφορεί και από τις εκδόσεις Έρμα σε μετάφραση Σοφίας Αυγερινού (2019). Δύο πρόσφατες, προσεγμένες, εκδόσεις που αποτελούν κίνητρο να ξανα-διαβαστεί το Μεφίστο.


Η Εποχή, Η εποχή των βιβλίων. 7/05/24 


Joseph Conrad «Τύχη - Μια ιστορία σε δύο μέρη»

  μετάφραση: Μιχάλης Παπαντωνόπουλος εκδόσεις Gutenberg, 2023    Γράφει ο Θεόδωρος Γρηγοριάδης Η έκδοση ενός αμετάφραστου μυθιστορήματος του...