Δευτέρα 4 Αυγούστου 2025

Before Sebald Was Great



Before Sebald Was Great

By looking at his early work, we can better understand who the German writer was beyond his persona as the melancholy intellectual and serious man of letters.

David Schurman Wallace 

 Εξαιρετικά ενδιαφέρον άρθρο, διαβάζεται ολόκληρο (είναι τεράστιο) εδώ:


Ένα μικρό απόσπασμα: 

 Since his death in 2001, the reputation of W.G. Sebald has become formidable, even imposing. At times, he feels like a totem: the Western world’s last Absolutely Serious Writer. The German English author of novels (or simply works of “prose” if you prefer, as he did) has cast a long and melancholy shadow over the literature of the 21st century: Deeply erudite and formally inventive, his work absorbed the weight (or burden) of European history and literature and established a new model for writers. For those unconvinced by “merely” aesthetic novelties, he was unafraid to wrestle with ethical questions, most famously Germany’s confrontations with historical memory and its inability to fully process the Holocaust. For many—he does have his detractors—he was the capstone of literature in the 20th century, both burnishing and waving goodbye to a sophisticated culture on the wane.

Τετάρτη 23 Ιουλίου 2025

35 χρόνια βιβλία!


 

Συμπληρώνονται φέτος τριάντα πέντε χρόνια από την έκδοση του πρώτου μου βιβλίου και σκέφτηκα να το αυτογιορτάσω με ορισμένες αναρτήσεις εδώ στο μπλογκ. Θα ακολουθήσουν λοιπόν αρκετά λόγια τις επόμενες μέρες ή εβδομάδες ανάμεσα σε άλλες αναρτήσεις με τις κριτικές που γράφω στην "Εποχή" αλλά και άλλες προσωπικές παρουσιάσεις γύρω από τον χώρο του βιβλίου.

                                        


Κυριακή 6 Ιουλίου 2025

Μένης Κουμανταρέας «Δύο φορές Έλληνας»



Eκδόσεις Πατάκη, 2025

Γράφει ο Θεόδωρος Γρηγοριάδης

Το μυθιστόρημα του Μένη Κουμανταρέα «Δύο φορές Έλληνας» κυκλοφόρησε από τον Κέδρο το 2001 και επανεκδίδεται, όπως άλλωστε όλα τα βιβλία του συγγραφέα, από τις εκδόσεις Πατάκη, σε επιμελημένη έκδοση με τα χαρακτηριστικά, λιτά, εξώφυλλα όπου η γραμματοσειρά των τίτλων προέρχεται από την αυθεντική γραφομηχανή του συγγραφέα. Στην έκδοση περιλαμβάνονται οι συνεντεύξεις του συγγραφέα και οι πρώτες κριτικές του μυθιστορήματος που είχε βραβευτεί με το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος 2002.

Πολλά τα θέματα που διαπραγματεύεται το μυθιστόρημα. Η μεταπολεμική Ελλάδα, η διαταραγμένη ελληνική οικογένεια, η διεκδίκηση της ατομικότητας και της ελεύθερης πνευματικής έκφρασης, το αποτύπωμα της Ιστορίας, η συγγραφή ως προσωπική ανάγκη και ως συλλογική αναπαράσταση μιας ρευστής κοινωνίας που πασχίζει να ανασυνταχτεί και να επαναπροσδιοριστεί. 

Ύφος οικείο, κομψά συγκρατημένο, αφήγηση ρεαλιστική, ντοκιμαντερίστικη. Ο αστικός και αθηναϊκός νεορεαλισμός υπονομεύεται διαρκώς από υπαινιγμούς και διακειμενικές αναφορές, ο συγγραφέας «πειράζει» διακριτικά το κείμενο και τη φόρμα του καθώς αυτό που διαβάζουμε είναι το υπό διαμόρφωση μυθιστόρημα που θα γράψει ο βασικός χαρακτήρας, ο Άγγελος. Καθόλου τυχαία δεν κατονομάζονται ο Ντοστογιέφσκι, ο Τολστόι, ο Τσέχωφ αλλά και κάποιοι νεότεροι Έλληνες λογοτέχνες, συγγραφικές καταβολές του συγγραφέα.

Ο Κουμανταρέας ως τριτοπρόσωπος αφηγητής, στέκει δίπλα στους ήρωές του, τους καθοδηγεί, τους ταξιδεύει σε διαφορετικές χρονικές περιόδους υπερβάλλοντας κάποτε στις ευρηματικές συμπτώσεις. Από τη μέση και μετά του μυθιστορήματος η αφηγηματική ροή πυκνώνει και επιταχύνεται. 


Το παρελθόν και η Ιστορία δηλώνουν «παρών»


Απλωμένο από το 1949 μέχρι το 1990, το βιβλίο δεν φέρει κανένας ίχνος νοσταλγικής αναπόλησης της περασμένης εποχής κάτι που υποστηρίζεται από τον τόνο του κειμένου και την εναλλαγή του ιστορικού ενεστώτα με τον απλό αόριστο. Το παρελθόν είναι πάντα ενεργό, με κάποιες λεπτομερείς περιγραφές των εσωτερικών χώρων και των εξωτερικών τοπίων και περιπλανήσεων. Εκεί, ανάμεσα στις αράδες, φανερώνεται ο συγγραφέας και η αγάπη του για την Αθήνα, τους δρόμους και τις γειτονιές της, τα καφενεία και τα ζαχαροπλαστεία, τα ξενοδοχεία. Η ιστορία της πόλης, ο τρόπος που αλλάζει ο αστικός και ο αρχιτεκτονικός της ιστός στο πέρασμα του χρόνου διατυπώνεται μέσα από τις ξεχωριστές ματιές των χαρακτήρων. Έτσι, ο εξ Αμερικής ερχόμενος ανιψιός, χρόνια μετά, αντικρίζει μια μεταμορφωμένη πρωτεύουσα κάνοντας τη διαδρομή Ελληνικό-Κυψέλη, στο πάρτι που καλούν τον Άγγελο το 1990 ξεπροβάλλουν οι νέοι τρόποι διασκέδασης, ένας ανώνυμος ταξιτζής σχολιάζει τον θόρυβο και το μολυσμένο νέφος.

Οι αναφορές σε γνωστά πρόσωπα της πολιτικής και της τέχνης (Σικελιανός, Χατζιδάκης, Κουν, Τσαρούχης μέχρι τον νεότερο Βασιλικό) επικαιροποιούν τη μυθοπλασία. Άλλωστε πολλά ντοκουμέντα, αποσπάσματα εφημερίδων, ραδιοφωνικές ανακοινώσεις παρεμβάλλονται διαδραστικά στην πλοκή. Εμφανής η τσεχωφική ατμόσφαιρα της δράσης και των διαλόγων, ειδικά σε κλειστούς χώρους, στις κουζίνες και στα σαλόνια των μικροαστικών διαμερισμάτων. Οι μαζώξεις σε γενέθλια και γιορτές αποτελούν ολοκληρωμένες θεατρικές πράξεις, αφού εκεί ξεσπούν οι ενδοοικογενειακές εντάσεις και ασυμφωνίες.

Οι δύο αδελφές, η Μάγδα και η Μάχη, με τις οικογένειες και τον φιλικό τους περίγυρο εκπροσωπούν πέρα από τον μικρομεσαίο χώρο τους και τις βασικές πολιτικές τάσεις της εποχής. Ο μόνος τόπος που περιγράφεται εκτός Αθηνών είναι η Μακρόνησος, μια φασιστική κόλαση λίγα ναυτικά μίλια μακριά από το «λίκνο» της αθηναϊκής δημοκρατίας. Όσα συμβαίνουν στο νησί είναι σκληρά και απάνθρωπα, ολοκληρωτισμός και κακοποίηση των πολιτικών αντιφρονούντων. Το κεφάλαιο με την παράσταση της Λυσιστράτης από τους εξόριστους, είναι ένα κεφάλαιο από μόνο του για ανθολόγηση, ενώ μπορεί να διαβαστεί και ως μία queer performance, καθώς διακωμωδεί, μέσω της καρναβαλικής μεταμφίεσης, τα στερεότυπα του φύλου και τα μεσογειακά πρότυπα του αντρισμού.


Ήρωες αντιήρωες


Πάντως στη φαινομενική απλότητα της αφήγησης ξεχωρίζει το προσωπικό ύφος του συγγραφέα που διατρέχει τις εκατοντάδες σελίδες χωρίς να επιβάλλεται. Ο Κουμανταρέας βρίσκεται παντού αλλά όχι πάνω από τον έργο του. Επιλέγει μια συγγραφική περσόνα, λίγο δική του και λίγο σαν του Άγγελου, που δεν ανταγωνίζεται τους χαρακτήρες του γιατί έχει το μέτρο του έμπειρου πεζογράφου. 

Το μυθιστόρημα είναι μια κοινωνική σάγκα, ένα σκεπτόμενο βιβλίο χωρίς φανατισμό και προπαγάνδα, ενώ οι πολιτικές του απόψεις υιοθετούν μια μετριοπαθή κεντροαριστερή θέση. Αφήνει τους χαρακτήρες να μιλήσουν και να αναδειχθούν με τις αντιθέσεις και τις συγκρούσεις τους. Υπάρχει συναίσθημα αλλά όχι μελόδραμα, ερωτισμός και έντονες φαντασιώσεις. Υπάρχει και ο Λεκές, ο ομοφυλόφιλος χαρακτήρας της εποχής, που κακοποιείται μοιραία, τονίζεται η φιλική τρυφερότητα των αντρών, οι γυναίκες, αξέχαστες ηρωίδες, είναι μαχητικές, επουλώνουν τις ρωγμές της οικογένειάς τους αλλά και τις διαρρηγνύουν – ως νεότερες περσόνες των ταχτσικών ηρωίδων. Οι ήρωες του βιβλίου παραμένουν αντιήρωες, με τα κουσούρια και τις ανασφάλειες, με τις αγωνίες και τα πάθη των καθημερινών ανθρώπων.


Η ιδέα ενός Μεγάλου Ελληνικού Μυθιστορήματος


Καθώς περνούσαμε στον 21ο αιώνα γράφτηκαν διεθνώς αρκετά μυθιστορήματα που συγκεφαλαιώνουν τις προηγούμενες δεκαετίες. Τη χρονιά που εκδόθηκε το «Δύο φορές Έλληνες», ο Τζόναθαν Φράνζεν έγραφε τις Διορθώσεις, ενώ είχε εκδοθεί ο Υπόγειος κόσμος του Ντον Ντελίλο με τα οποία βρίσκουμε αρκετές αναλογίες στα αφηγηματικά άλματα, στην έντονη παρουσία του ελληνικού ποδοσφαίρου και του μπέιζμπολ, στον οικογενειακό πυρήνα ως δομικό στοιχείο, στην ανάδειξη του ευρύτερου κοινωνικου-ιστορικού χώρου, στη μη-γραμμική αφήγηση, την αυτοοαναφορικότητα, στην υποδηλούμενη περσόνα του συγγραφέα. Η ιδέα ενός Μεγάλου Ελληνικού Μυθιστορήματος ενδεχομένως να συγκίνησε τον Μένη Κουμανταρέα ύστερα από τα μικρότερα σε όγκο αλλά σημαντικά βιβλία του. Ο Άγγελος, όταν εκφράζει τον φόβο του ότι θα γράψει ένα παλιομοδίτικο μυθιστόρημα, ήδη το εκμοντερνίζει.

Ο Κουμανταρέας, άλλωστε, κατείχε σε βάθος την αμερικανική λογοτεχνία, διάβαζε και μετάφραζε από τα αγγλικά. Αφομοίωσε τους συγγραφείς της γενιάς του ’30 (π.χ. Άγγελο Τερζάκη) και έγραψε στην απέριττη δημοτική της γενιάς του ’60. Πρόκειται για ένα φιλόδοξο μυθιστόρημα που άλλοτε επιταχύνει τον ρυθμό του κι άλλοτε επιβραδύνει, αράζοντας στο παγκάκι της πλατείας για μια ανάσα. Αν και παρουσιάζει τις δυσκολότερες και πιο αντιφατικές πτυχές της ελληνικής ιστορίας, εκπέμπει ένα διαχρονικό, αισιόδοξο, φως – πόσο μακρινό από τη μελαγχολική Σκόνη του χρόνου, το κύκνειο αριστούργημά του. Και μακάρι να μην αναγκαστεί ποτέ ξανά να δηλώσει κανείς δύο φορές Έλληνας. «Μας φτάνει μια φορά», δηλώνει ο συγγραφέας Άγγελος στη μέση του μυθιστορήματος χαρίζοντας με τη φράση αυτή τον τίτλο του βιβλίου αλλά και την ιδεολογική του συμπύκνωση. Όμως στο τέλος του μυθιστορήματος, δεκαετία του ’90, σε μια θεατρική φοιτητική παράσταση που παρακολουθεί, θα ακουστεί και η εκδοχή της νεότερης γενιάς:

Α΄ΦΑΝΤΑΡΟΣ: Μου είπαν ότι αν απαρνιόμουν όσα πιστεύω θα γινόμουν δυο φορές Έλληνας.

Β’ ΦΑΝΤΑΡΟΣ: Κι εμένα το ίδιο.

Γ’ ΦΑΝΤΑΡΟΣ: Και γίνατε δύο φορές μαλάκες.


ΕΠΟΧΗ, Η εποχή των βιβλίων. 

5 Ιουνίου 2025

Τρίτη 24 Ιουνίου 2025

Pier Vittorio Tondelli «Χωριστά δωμάτια»

Για την αγάπη, τη θλίψη και την κουίρ ταυτότητα στην Ευρώπη 



Γράφει ο Θεόδωρος Γρηγοριάδης

Μετάφραση: Δέσποινα Γιαννοπούλου, εκδόσεις Πόλις, 2025


Ο συγγραφέας Πιερ Βιτόριο Τοντέλι έγραψε κυρίως τη δεκαετία του ’80 αλλά εξακολουθεί να διαβάζεται στην Ιταλία, καθώς τα βιβλία του κυκλοφορούν σε «κλασική» σειρά και τροφοδοτούν μελέτες για την ιταλική λαϊκή κουλτούρα και την γκέι κοινότητα.

Όπως συμβαίνει και με άλλους συγγραφείς, οι μελετητές του Τοντέλι διχάζονται στα δύο σημαντικότερα χαρακτηριστικά του έργου του: τον καθολικισμό και την ομοφυλοφιλία. Ορισμένοι καθολικοί διανοούμενοι προσπαθούν να ελαχιστοποιήσουν την ομοφυλοφιλία του δίνοντας έμφαση στην οικουμενικότητα του έργου του, εκμεταλλευόμενοι και τον καθολικισμό στον οποίο στράφηκε στα τελευταία, μοιραία, χρόνια της ζωής του[1]. Σ’ αυτά προστίθεται και η αποσιώπηση του συνδρόμου του AIDS από τον ίδιο τον Τοντέλι, ο οποίος πέθανε το 1991 μόλις 36 ετών.

Ο Πιερ Βιτόριο Τοντέλι γεννήθηκε στο Κορέτζο το 1955, κοντά στη Ρέτζο Εμίλια. Τη δεκαετία του ’70 σπούδασε θεωρία λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο της Μπολόνια. Στο πανεπιστήμιο έγραψε το πρώτο του βιβλίο, «Altri Libertini» (1980), που κατηγορήθηκε για τις αναφορές στην ομοφυλοφιλία και τη χρήση ναρκωτικών και για ένα μεγάλο διάστημα αποσιωπήθηκε. Όμως το βιβλίο κέρδισε τελικά τους αναγνώστες και αυτός συνέχισε να πειραματίζεται λογοτεχνικά ασκώντας παράλληλα κριτική σε κοινωνικούς θεσμούς, ακόμη και στον στρατό. Το μυθιστόρημα «Ρίμινι» (1985), πολυφωνικό και πολυδιάστατο, ήταν επίσης ευπώλητο[2].

Τα Χωριστά δωμάτια (1989), το τελευταίο του έργο, εκδόθηκε όσο ζούσε. Το μυθιστόρημα αναπτύσσεται σε «τρεις κινήσεις», σαν τρία μέρη μιας μουσικής συμφωνίας αλλά και σαν τις μετα-κινήσεις του 32χρονου Λέο, πετυχημένου συγγραφέα, ο οποίος ταξιδεύει στην Ευρώπη μετά τον θάνατο του νεαρού αγαπημένου του Τόμας, ενός Γερμανού πιανίστα. Ο Λέο αισθάνεται ήδη γερασμένος, ανασφαλής, αποκομμένος από τις ρίζες του, έχει βιώσει τη διαφορετικότητά του και είναι αποφασισμένος να ζήσει χωρίς σύντροφο. Με τον Τόμας είχαν γνωριστεί σε ένα φιλικό πάρτι, συνέχισαν τη διασκέδαση σε κλαμπ με όλα τα χαρακτηριστικά της δεκαετίας του ’80, χορεύοντας το «I feel love» κάτω από την περιστρεφόμενη ντισκόμπαλα, πίνοντας κονιάκ και ακούγοντας βινύλια στο πικ απ. Ο Λέο πειραματίζεται με ψυχοτρόπα ναρκωτικά, βιώνει εξωσωματικές προβολές και την κοσμική μοναξιά, το απόλυτο Τίποτα. Η ωριμότητά του είναι χαρακτηριστική. Αναλύει τα πάντα γύρω του αλλά και αυτοαναλύεται, αισθάνεται μέρος της γκέι κοινότητας αλλά, μαζί με τον Τόμας, διεκδικούν τη δική τους μοναδικότητα, αταξινόμητοι, όπως πιστεύουν, ανάμεσα στους άλλους. Ακόμη και η ερωτική τους σχέση στηρίχτηκε όχι πάνω στη μονιμότητα αλλά στην απόσταση και την περιοδικότητα. Ζούσαν για μεγάλα χρονικά διαστήματα σε χωριστές πόλεις, σε χωριστά δωμάτια και αυτό -ενδεχομένως- να επανατροφοδοτούσε τον έρωτα και την επιθυμία.


Η φρίκη της Ιστορίας


«Τώρα η παράσταση τελείωνε. Οι πατέρες, οι μητέρες, η Εκκλησία, το κράτος, τα ληξιαρχεία ξαναεπέβαλαν την κυριαρχία τους…» Καθώς ταξιδεύει με τρένο στην Ευρώπη, με χαλαρούς ρυθμούς, προσπαθεί να ξεφύγει από τα όρια του σώματός του και την οδύνη της απώλειας. Ταυτίζει τον χαμό του Τόμας με την Ιστορία της χώρας και της γλώσσας του, με τη φρίκη της Ιστορίας. Η Ευρώπη φέρνει στον νου μνήμες πολέμου, καταστροφών, την αποικιοκρατική της επιβολή, εντοπίζει την ανισότητα που επιβάλλεται στις λαϊκές τάξεις και τους μετανάστες. Το πένθος του Λέο είναι το πένθος ενός διανοούμενου για την τύχη της ηπείρου του, που θυμίζει σκηνικό ταινίας του Γκοντάρ, μια νεκρή Ευρώπη (που θα διασχίσει αργότερα και ο Χρήστος Τσιόλκας). Ο Λέο εύχεται να δικαιωθούν οι μετανάστες, δεν πρόλαβε όμως να δει την συμπατριώτισσά του Μελόνι να εκπονεί τα σχέδια εκτοπισμού τους και να αμφισβητεί τα δικαιώματα της LGBTQ+ κοινότητας.

Για μεγάλο διάστημα ο Λέο εγκλωβίζεται δημιουργικά, δεν γράφει όχι επειδή δεν μπορεί αλλά επειδή δεν θέλει: «Γιατί το σώμα του αρχίζει να τρίζει από το βάρος όσων είναι γραμμένα πάνω του». Ενώ το σώμα του Τόμας, σε μια πολύ οδυνηρή περιγραφή, αποσυντίθεται αγιάτρευτα. Η περιπλάνηση τον οδηγεί στη γενέτειρά του, μια πολίχνη στην κοιλάδα του Πάδου. Εκεί θα ακολουθήσει τον Επιτάφιο της Μεγάλης Παρασκευής, μια νεκρική πομπή που τον αναστατώνει· η περιφορά του πόνου επιβαρύνει την ψυχοσωματική του κατάσταση, η μνήμη του Τόμας αναμοχλεύει τις ενοχές του, ξαναθυμάται τις θυελλώδεις προστριβές ανάμεσά τους. Τελικά κάποιοι φίλοι θα του προσφέρουν ένα δίχτυ προστασίας, μια ιδιότυπη οικογένεια, αφού η πολιτεία δεν το είχε φροντίσει (μόλις το 2016 επιτράπηκε το σύμφωνο συμβίωσης στην Ιταλία).


Πολυσχιδείς όψεις της ομοφυλόφιλης ύπαρξης

Στο μικρό σχετικά μυθιστόρημα ξεπροβάλλουν τα θέματα μιας γενιάς που διεκδίκησε την ερωτική της απελευθέρωση και την κοινωνική ισότητα και που συνεθλίβη από το μοιραίο -ακόμη τότε- σύνδρομο του ΑIDS. Ο συγγραφέας δεν το κατονομάζει αλλά το υπονοεί, ούτε η λέξη γκέι εντοπίζεται παρά μόνον η «ομοφυλοφιλία» ως όρος σε μια γενικευμένη απόφανση. Ωστόσο το μυθιστόρημα είναι μια περιεκτική καταγραφή της κουίρ ταυτότητας, όπως διαμορφωνόταν στη συντηρητική Ιταλία και στην Ευρώπη φτάνοντας μέχρι την πιο απελευθερωμένη Αμερική. Σημαντικές προσωπικότητες της γκέι κουλτούρας, ανάμεσά τους ο Φασμπίντερ και ο Ώντεν, αναφέρονται επίσης, με ιδιαίτερη έμφαση στον Κρίστοφερ Ίσεργουντ του οποίου το μυθιστόρημά του «Ένας άντρας μόνος» (1964)[3] υπήρξε καθοριστικό στην γκέι λογοτεχνία, καθώς θεματοποίησε την απώλεια του ερωτικού συντρόφου και τη μοναξιά που ακολουθεί.

Το μυθιστόρημα του Τοντέλι καταδύεται στις πολυσχιδείς όψεις της ομοφυλόφιλης ύπαρξης, από την αέναη αναζήτηση και τις εφήμερες συνευρέσεις, σημαδεμένες από τα παραισθησιογόνα της εποχής και την ευφορία του χασίς, έως την εμπορευματοποίηση της επιθυμίας και το αβάσταχτο βάρος της ματαίωσης και της κατάθλιψης. Ωστόσο, μέσα από τις στάχτες, αναδύεται η ίδια η επιθυμία ως αστείρευτη πηγή ζωής. Πάντως, στο τέλος της διαδρομής του Λέο επανέρχεται η έμπνευση, η λυτρωτική γραφή μέσα από την κοινωνική αφύπνιση και τη δημιουργική παρατηρητικότητα.

Το τελευταίο μυθιστόρημα του Τοντέλι ήταν η διαθήκη του για τις επόμενες γενιές. Στο πρόσφατο μυθιστόρημα του Ιταλού συγγραφέα Αλμπέρτο Γκαρλίνι «Όλοι θέλουν να χορεύουν»[4], ο Τοντέλι εμφανίζεται ο ίδιος ως χαρακτήρας του μυθιστορήματος! Στο μεταξύ ο σκηνοθέτης Λούκα Γκουαντανίνο ετοιμάζει την επόμενη ταινία του βασισμένη στα Χωριστά δωμάτια, συνεχίζοντας τη θεματική των δύο τελευταίων του ταινιών πάνω στις ομοερωτικές σχέσεις μεγαλύτερων αντρών με νεαρότερους, που βασίζονται σε λογοτεχνικά μυθιστορήματα. Τα άλλα δύο μυθιστορήματα της είναι το «Queer»,[5] του Ουίλιαμ Μπάροουζ, και το «Να με φωνάζεις με το όνομά σου»,[6] του Αντρέ Ασιμάν, ο οποίος έγραψε και την εισαγωγή στα Χωριστά δωμάτια στην πρόσφατη έκδοση της αγγλικής μετάφρασης.


Σημειώσεις:

1. Luca Prono: www .glbtq.com 2003.

2. Εκδόσεις Δελφίνι, 1996, μτφ. Κούλα Καφετζή.

3. Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, 1993, μτφ. Λουκάς Θεοδωρακόπουλος.

4. Εκδόσεις Πόλις, 2021, μτφ. Αχιλλέας Κυριακίδης.

5. Εκδόσεις Τόπος, 2011, μτφ. Γιώργος Μπέτσος.

6. Εκδόσεις Μεταίχμιο, 2018, μτφ. Νίκος Α. Μάντης.


Ιούνιος  8, 2025  ΕΠΟΧΗ, Η εποχή των βιβλίων



Τετάρτη 30 Απριλίου 2025

Η συνέντευξη στο περιοδικό ΡΕΥΜΑΤΑ

 




Το περιοδικό "Ρεύματα" κυκλοφόρησε από το 1991 μέχρι το 1997 και φιλοξένησε πολλά κείμενο πεζογραφίας, άρθρα, δοκίμια και συνεντεύξεις. Στον τόμο αυτό συγκεντρώθηκαν είκοσι τέσσερις συνεντεύξεις συγγραφέων που προέκυψαν από την συζήτηση ανάμεσα στον συγγραφέα και έναν ομότεχνο κριτικό ή συγγραφέα.

       Η δική μου συνέντευξη με την Κατερίνα Σπυροπούλου, μια από τις πιο εκτενείς που έκανα ποτέ,  δημοσιεύτηκε στο τεύχος 38 το καλοκαίρι του 1997, πιθανώς το τελευταίο τεύχος του περιοδικού. Μάλιστα είμαι και ο νεότερος συγγραφικά ανάμεσα στους είκοσι τέσσερις. Είχα εκδώσει ως τότε τρία μυθιστορήματα και μία συλλογή διηγημάτων από τον Κέδρο. Ξαναδιαβάζω τα λόγια και τις σκέψεις μου, μου αρέσει η ροή της συζήτησης, το πόσο διαβασμένη είναι η συνομιλήτριά μου και πόσο χαλαροί είμαστε στα πλαίσια του φιλόξενου περιοδικού που εξέδιδε ο Ντίνος Σιώτης. 

      Τη δεκαετία του 90 οι συνεντεύξεις δεν ήταν τόσο αυτονόητες όπως σήμερα και ήταν τιμητικό να σε επιλέγουν ανάμεσα στα σπουδαία τότε ονόματα της λογοτεχνίας. Δυστυχώς η πάροδος του χρόνου μας στέρησε τους δώδεκα από τους είκοσι τέσσερις ανθολογούμενους. Ίσως ο τίτλος του τόμου αυτού "Είκοσι τέσσερις συγγραφείς γράφουν λογοτεχνική Ιστορία" να είναι πιο αρμοστός σε όσους πέρασαν από την άλλη πλευρά της Ιστορίας.




Κυκλοφορεί στα βιβλιοπωλεία. 2025. 

Παρασκευή 25 Απριλίου 2025

Καινούργιο διήγημα

 


Στο τεύχος 81 (άνοιξη 2025) του περιοδικού "(δε)κατα",  αφιερωμένο στο "διήγημα", υπάρχει το δικό μου διήγημα "Αισχύλου 3/Σκοτεινό όνειρο". Επειδή το περιοδικό, που εκδίδει ο ποιητής Ντίνος Σιώτης, δεν κυκλοφορεί σε διαδικτυακή μορφή, σεβόμενος την αποκλειστικότητα, δεν θα το αναρτήσω στον προσωπικό μου ιστότοπο τουλάχιστον μέχρι το επόμενο τεύχος. Το διήγημα αυτό είναι το δεύτερο που γράφω μέσα στο 2025.

Δευτέρα 7 Απριλίου 2025

Ισπανόφωνες εκδοχές της κουίρ γραφής

 



Γράφει ο Θεόδωρος Γρηγοριάδης


Αλάνα Σ. Πορτέρο «Κακή συνήθεια», μετάφραση: Μαρία Παλαιολόγου, εκδόσεις Πατάκης, 2024

Καμίλα Σόσα Βιγιάδα «Τα παλιοκόριτσα», μετάφραση: Αχιλλέας Κυριακίδης, εκδόσεις Οpera, 2023


Ισχυρή η παρουσία της ισπανόφωνης λογοτεχνίας, με το προνόμιο της κοινής γλώσσας που μιλιέται σε διαφορετικές χώρες και ηπείρους. Θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για μια σπανιόλικη εκδοχή της κουίρ γραφής; Σε δύο βιβλία, που εκδόθηκαν πρόσφατα, εντοπίζουμε ορισμένα κοινά στοιχεία τόσο θεματικά όσο και υφολογικά. Αμφότερα είναι μεθύστερες αφηγήσεις, μάλιστα και στους δύο τίτλους ελλοχεύει το κακό (mala).

Η Αλάνα Πορτέρο γεννήθηκε στη Μαδρίτη το 1978 και σπούδασε στο Αυτόνομο Πανεπιστήμιο της Μαδρίτης. Δραστήριο μέλος της ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητας εξέδωσε το βιβλίο της «Κακή συνήθεια» (La mala costumbre) το 2023 με μεγάλη επιτυχία, ενώ μεταφράζεται σε πολλές γλώσσες. Πρόκειται για ένα μικρό μυθιστόρημα, σε είκοσι εννέα κεφάλαια, που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και αυτομυθοπλασία, μιας και η πρωτοπρόσωπη αφηγήτρια, η Σέμπρε, ταυτίζεται με τη συγγραφέα. 

Η ηρωίδα του βιβλίου μεγαλώνει τη δεκαετία του 1980 στο περιθωριοποιημένο, εργατικό, προάστιο Σαν Μπλας της Μαδρίτης, όπου κακοποιούνται οι γυναίκες από τους συζύγους τους και όπου τα νέα παιδιά πεθαίνουν από τα ναρκωτικά ως «μαζική εκτέλεση αντιφρονούντων ενός καθεστώτος που είχε βρει τον τρόπο να διαιωνιστεί». Καταπιέζεται μέσα στο φαλλοκρατικό σπίτι -ο ταυρομάχος γιος που περίμεναν μάλλον δεν θα φανερωθεί- αντιθέτως τα πρότυπά της είναι οι ποπ τραγουδίστριες και οι πανέμορφες σταρ· διαβάζει, πηγαίνει σινεμά και βυθίζεται στη θλίψη καθώς η «δυσφορία» που νιώθει μέσα στο αγορίστικο σώμα της διογκώνεται, την πνίγει. Αρχίζει να συχνάζει σε στέκια των τραβεστί και των τρανσέξουαλ της εποχής έχοντας πρότυπο την τρανς Μαργαρίτα. Τότε δεν είχε κυριαρχήσει ακόμη ο όρος τρανς αλλά και να υπήρχε, η προσφώνηση μιας τρανς στο αστυνομικό τμήμα ήταν το σαρκαστικό «κύριε».

Μιλώντας για λογαριασμό μιας ολόκληρης γενιάς

Η Σέμπρε, στα δεκατέσσερά της, θα ερωτευτεί τον Γαλλοαμερικανό Τζέι, μια σχέση αξέχαστη «per sempre» (για πάντα), απολαμβάνοντας ερωτικά και συναισθηματικά την επαφή τους. Η μεταμόρφωσή της σε τρανς θα γίνει σταδιακά, μέσα από το πιο αποδεκτό, γκόθικ, ντύσιμο ωστόσο η απόρριψη και η περιφρόνηση του κόσμου θα την ακολουθεί όσο εντάσσεται στον κόσμο της νυχτερινής περιπλάνησης. Στις νύχτες της προσδίδει μια τελετουργικότητα, δύσκολο να διατηρηθούν οι ρόλοι την επόμενη, φωτεινή μέρα και όπου δεν θα μπορεί να εμπιστευτεί κανέναν. Οι ουλές, οι ρωγμές και τα σημάδια παραμένουν μέσα και πάνω στο σώμα και το πέρασμα στην «άλλη μεριά» είναι ένας καθημερινός θάνατος. Θα υπερισχύσει η θέληση, η προάσπιση της επιθυμίας, ο πόθος, το καπρίτσιο. Η τελευταία φράση του βιβλίου της «Ήμουν όλες οι γυναίκες» είναι καθοριστική: όλες οι γυναίκες της μυθολογίας, της γειτονιάς και του κόσμου αλλά εκείνες που επέλεξαν να είναι. Η πορεία της Πορτέρο, μέσα από αγώνες και διαρκή επιμόρφωση, περνάει ένα γερό κοινωνικό μήνυμα. Πώς ένα παιδί, που ασφυκτιά στο σώμα του, μπορεί να επαναπροσδιοριστεί μιλώντας για λογαριασμό μιας ολόκληρης γενιάς και κάθε καταπιεσμένης μειονότητας.

Το βιβλίο είναι γραμμένο με συγκρατημένη ευαισθησία παρά τις σκληρές του κορυφώσεις. Το αγάπησε πολύ ο Αλμοδόβαρ, πρότυπο της ηρωίδας, ενώ η δημοφιλής τραγουδίστρια Ντούα Λίπα το πρόβαλε στο δικό της book club, στο Service95. Σε μια πρόσφατη συνέντευξη της στον δημοσιογράφο Γιώργο Νάστο, η Πορτέρο ανέφερε[1]: «Στη λογοτεχνία, μία από τις καλύτερες συγγραφείς της εποχής μας είναι η Καμίλα Σόσα Βιγιάδα».


Έτσι αρχίζει η πορνεία


Η Βιγιάδα έχει γράψει τα Παλιοκόριτσα (Las malas) το 2019, με τεράστια επιτυχία. Η μετάφραση στα ελληνικά χρηματοδοτήθηκε από το κρατικό πρόγραμμα μετάφρασης της Αργεντινής. Γεννήθηκε στην Κόρδοβα της Αργεντινής το 1982, σπούδασε και έπαιξε στο θέατρο. Όμως η πορεία της δεν ήταν καθόλου εύκολη από τη στιγμή που συνειδητοποίησε ότι δεν ανήκε στο φύλο που γεννήθηκε. Το βιβλίο της περιγράφει πόσο βασανίστηκε από τον μέθυσο πατέρα της, τη διαφυγή της στον κόσμο των τρανς (τις αποκαλεί τραβεστί για την ιστορικότητα του όρου) για να καταλήξει στην καρδιά της πόλης, στο Πάρκο Σαρμιέντο που, αν και μισοσκότεινο, παρείχε ένα δίχτυ ασφαλείας. «Έτσι αρχίζει η πορνεία», γράφει.

Ο κόσμος της είναι αληθινός, αλλά μεταμορφωμένος, δραπετεύει και στο φανταστικό, στον μαγικό ρεαλισμό με τους Ακέφαλους Άντρες, τη γυναίκα πουλί, τη λύκαινα που μισούσε την πανσέληνο. Περισσότερο μυθοπλαστική από την Πορτέρο, αναπλάθει τα αληθινά γεγονότα προσδίδοντας μια δραματικότητα και αναπαραστατικότητα, είναι ασυγκράτητη και αθυρόστομη, δεν υποκύπτει στη λογοτεχνική ευπρέπεια. Στο υπόβαθρο, μια παραπαίουσα χώρα, μια κοινωνία με ελάχιστα ανακλαστικά στη διαφορετικότητα. Και εκείνες, οι τρανς, αναρωτιούνται πώς να επιβιώσουν αποκλεισμένες σε ένα εχθρικό τοπίο. «Η διαφάνεια, η μεταμφίεση η αορατότητα και η οπτική σιωπή ήταν η μικρή καθημερινή μας ευτυχία. Οι στιγμές χαλάρωσης».

Η Βιγιάδα περιγράφει πολλές κοπέλες σαν κι εκείνη με όλα τους τα κουσούρια και τις προσδοκίες. Μέσα από τους πελάτες τους προβάλλονται οι ταξικές και σεξουαλικές διαφοροποιήσεις τους. «Ο κόσμος του πόθου δεν είναι πάντα τόσο λαμπερός», όμως οι τρανς αναδεικνύονται ως Ιερές μορφές και Μητέρες, θυμίζοντας σε ορισμένες σκηνές σελίδες του Ζενέ και τη Μάμα Ρόμα του Παζολίνι.

Δικές μας φωνές

«Να φεύγεις από παντού. Αυτό σημαίνει να ’σαι τραβεστί». Όμως αυτό το φευγιό από τον τόπο, από το φύλο, από το σώμα σου, δεν αφήνει ανέπαφα τα σώματα και τα μυαλά. Η Βιγιάδα, όπως και η Πορτέρο, παλεύουν να επιβιώσουν και είναι θαυμαστό που επέζησαν και κατάφεραν να καταγράψουν τις ιστορίες τους και να τις εκθέσουν στο ευρύτερο αναγνωστικό κοινό. Βεβαίως γνωρίζουν ότι στον χώρο της ισπανόφωνης LGBTQ+ λογοτεχνίας έχουν προϋπάρξει σπουδαίοι συγγραφείς, ποιητές και στοχαστές: Ο Λουίς Θερνούδα, ο Ρεϊνάλντο Αρένας, ο Μανουέλ Πουίχ, ο Χουάν Γκοϊτισόλο, ο Χοσέ Λεσάμα Λίμα, ο πρωτοπόρος Πέδρο Λεμεμπέλ. Μαζί τους συνεχίζουν να γράφουν οι νεότεροι σε διαφορετικά πεδία: η Μαριάνα Ενρίκες, ο Πολ Μπ. Πρεθιάδο, η Κάρμεν Μαρία Ματσάδο, η Σούζι Σοκ κ.ά.

Αυτομυθοπλασία ή μαρτυρία, ακτιβισμός ή λογοτεχνία; Το queerness διαρρηγνύει τις ταυτοτικές κατηγοριοποιήσεις, προτάσσοντας την προσωπική επιλογή και την ισότιμη κατάταξη στον ετεροκανονικό λογοτεχνικό κανόνα. Ας αναλογιστούμε πόσοι συγγραφείς, μίλησαν μέσα από κλειστές ντουλάπες μισανοίγοντας μια χαραμάδα για να μπει μια ακτίνα φωτός, λίγο δροσερό αεράκι. Γι’ αυτό και τα κείμενα των δύο τρανς συγγραφέων είναι κοινωνικά ντοκουμέντα, αντίβαρα στον ραγδαίο, διεθνή και εγχώριο, εκφασισμό του 21ου αιώνα. Φωνές μοναδικές, φωνές δικές μας.


Σημείωση:

1. ΒΗΜΑgazino 12/03/25 «Χρησιμοποιώ το σκοτάδι για να χτίσω κάτι όμορφο»


Εποχή, Η εποχή των βιβλίων 5/04/2025




Before Sebald Was Great

Before Sebald Was Great By looking at his early work, we can better understand who the German writer was beyond his persona as the melanchol...