Τρίτη 9 Σεπτεμβρίου 2025

Robert Penn Warren «Ένας τόπος για να επιστρέφεις»



Μετάφραση: Αθηνά Δημητριάδου, εκδόσεις Πόλις, 2025

Γράφει ο Θεόδωρος Γρηγοριάδης


Στο τελευταίο βιβλίο του Ρόμπερτ Πεν Γουόρεν ο αφηγητής και βασικός χαρακτήρας, ο Τζεντ Τιούκσμπερι, αποφασίζει να μιλήσει για όσα τον ταλάνισαν ή καθόρισαν την ύπαρξή του. Για τις ρίζες του, τους γονείς του, την πορεία του από τον ταπεινό Νότο σε μια αναγνωρισμένη ακαδημαϊκή καριέρα, για τους έρωτες και τις γυναίκες και την τελική συμφιλίωση με τον αληθινό του εαυτό.

Η αφήγηση του παρόντος, στο γραφείο του στο Πανεπιστήμιο του Σικάγου, καλύπτει το διάστημα δεκαοκτώ μηνών. Όμως η εμβάθυνση στο παρελθόν, αποσπασματική και επιλεκτική, διανύει μερικές δεκαετίες φτάνοντας πίσω στην παιδική του ηλικία, στο Ντάγκτον της Αλαμπάμα, ένα ταπεινό μέρος του Νότου.

Γράφοντας ο Τζεντ αναθεωρεί, διορθώνει ή μήπως αυτολογοκρίνεται; Κάθε πρωτοπρόσωπος αφηγητής μήπως δεν είναι ένας αφερέγγυος χαρακτήρας;

Από τις παλαιότερες φάσεις της ζωής του Τζεντ Τιούκσμπερι αναδύονται τα βασικά πρόσωπα και συμβάντα της πορείας του πάντα σε συνάρτηση με τον χώρο όπου διαδραματίστηκαν. «Οι τόποι», λέει κάπου, «είναι όλοι ίδιοι»,αλλού: «Ηταν ωραίο όμως να ξέρεις ότι υπήρχε κάπου ένας τόπος να επιστρέφεις», ενώ κάπου αλλού: «Τόπος για μένα δεν υπήρχε». Ωστόσο ο τόπος καταγωγής του, ο Νότος, ανακαλείται διαρκώς και το φευγιό του, το ξεκόλλημα, το όφειλε στη μάνα του, μια ξεχωριστή, λαϊκή, γυναίκα που ο αφηγητής τη ζωντανεύει μέσα από τις αναμνήσεις και τα γράμματά της αφού, από την αναχώρησή του και μετά, δεν πρόλαβε να την ξαναδεί αλλά ούτε κι εκείνη ήθελε να την προλάβει ο γιος της γριά. Εκείνη τον χτύπησε με το παπούτσι στη μύτη και τον σημάδεψε παντοτινά, τον ξαπόστειλε από τον τόπο του που εκείνη έβρισκε αφόρητο αναγκαζόμενη να δουλεύει σε ένα εργοστάσιο κονσερβοποιίας και να ανέχεται τον μέθυσο άντρα της. Εκείνη του έδειξε τον δρόμο, προτρέποντάς τον να παρατήσει τη φιλενάδα του Ροζέλ, μια όμορφη, ερωτική, κοπέλα, με την οποία αυτός θα συναντηθεί σε διαφορετικά μέρη αναζωπυρώνοντας το σαρκικό πάθος τους.


Το σύμπλεγμα του ευνουχισμού


Το μυθιστόρημα ξεκινάει με τον θάνατο του πατέρα του που ουρεί πάνω στο άλογο, κρατώντας τον τεράστιο φαλλό του, μια σκηνή – κλειδί στη διαμόρφωση του χαρακτήρα του Τζεντ. Χρόνια μετά, στον ακαδημαϊκό περίγυρο του Σικάγου, θα αφηγείται την ιστορία του πατέρα πάνω στο άλογο («πώς τα τίναξε ο ντάντης μου»), προσπαθώντας να αποτινάξει την εικόνα του φαλλού, όπως και η μάνα του που πέταξε μέσα στο ρέμα το βαρύ σπαθί του συζύγου της, ακόμη ένα φαλλικό σύμβολο. Όμως και ο Τζεντ θα υπερτονίζει το δικό του «εξόγκωμα», ανάμεσα στα σκέλια, περιγράφοντας τις «διογκώσεις» και τις στύσεις του. Πώς αλλιώς; Έχουμε να κάνουμε με έναν αρσενικό απέναντι στο σύμπλεγμα του ευνουχισμού, με πολλές μάχες και αρκετές ήττες (σχεδόν πάντοτε εις βάρος των γυναικών).


Πόλεμος και θάνατος


Γραμμένο τη δεκαετία του ’70, το μυθιστόρημα εκδόθηκε το 1977, ενώ συνεχιζόταν ο Ψυχρός Πόλεμος και δεν είχε καταλαγιάσει ο απόηχος του πολέμου του Βιετνάμ. Στη χώρα, μετά τη νίκη στον πόλεμο, κυριαρχούσε μια «δολοφονική αθωότητα». Οι πολεμικές μνήμες του Τζεντ ανάγονταν στον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, όταν πολέμησε ενάντια στους Γερμανούς, στο πλευρό των αντιστασιακών Ιταλών στα Απένινα· μερικές βίαιες σκηνές με τον ίδιο να εξοντώνει σαδιστικά έναν Γερμανό αξιωματικό, τον τρομάζουν ακόμη, εκείνη η βαθιά ανάγκη για φόνο.

Η ιταλική θητεία αντιπαραβάλλεται με τις σπουδές του στη λατινική φιλολογία αφού θα εκπονήσει μια σημαντική εργασία για τον Δάντη και την ιδέα ότι (κατά τον Δάντη) ο θάνατος ορίζει το νόημα της ζωής· ωστόσο, τελειώνοντας «το δοκίμιο του θανάτου» θα αισθανθεί ότι είναι η καταδίκη του σε θάνατο. Ο Τζεντ Τιούκσμπερι είναι ένας διανοούμενος που διαρκώς θεωρητικοποιεί τις σκέψεις του. Αποδέχεται τη «μοναξιά του Νότιου», ξεσπά άγρια πάνω σε κρίσεις θυμού, αυτοδαγκώνεται(!). «Δεν ξέρεις τι είσαι, Τζεντ», του φωνάζει η Ροζέλ που επανέρχεται κατά καιρούς στο προσκήνιο και στο κρεβάτι του, άλλοτε παντρεμένη και άλλοτε ως χήρα η οποία έχασε -κάτω από ύποπτες συνθήκες- τον σύζυγό της.

Ωστόσο ο Τζεντ, όπως τον συμβούλεψε η μάνα του, δεν θα την ακολουθήσει. Θα παντρευτεί δύο φορές, η πρώτη του σύζυγος, η ακαδημαϊκός Άγκνες, θα πεθάνει από καρκίνο, ενώ με τη δεύτερη, την Ντοφίν, θα αποκτήσουν ένα γιο. Η Ντοφίν θα τον χωρίσει, φωνάζοντας ότι κανείς τελικά δεν μπορεί να τον αντέξει. Κι εκείνος θα περάσει και πάλι σε φάση απομόνωσης και ενδοσκόπησης έχοντας μοναδικό φίλο έναν Πολωνό Εβραίο που κατέφυγε στην Αμερική· μοιράζονται τη μοναχικότητά τους, ανοίγονται σε συζητήσεις για «ένα κόσμο χωρίς πατρίδα», κάνουν σκέψεις για τους «πρώτους σπασμούς της νεωτερικότητας».


Ανάμεσα στο παραδοσιακό και το μοντέρνο


Μολονότι το μυθιστόρημα «Όλοι οι άνθρωποι του βασιλιά»[1] θεωρείται το αριστούργημα του Ρόμπερτ Πεν Γουόρεν, το συγκεκριμένο και τελευταίο του, είναι εξίσου σημαντικό. Εδώ ο συγγραφέας, εν μέρει αυτοβιογραφούμενος (γιατί παραδέχεται ότι του άρεσε να επιστρέφει στο σπίτι του στο Νότο)[2], αναδεικνύει εσωτερική σοφία, βγαλμένη από τη μελέτη των κειμένων και τις εμπειρίες της ζωής, δεν βιάζεται να ολοκληρώσει και να λειάνει την ιστορία του, ρίχνει τις άγκυρες στον μοντερνισμό και ανακατεύει την τράπουλα όπως σε εκείνες τις ευρηματικές περιγραφές με τα τραπουλόχαρτα (σελ. 283).

Καταξιωμένος λογοτεχνικά πεζογράφος, μέγιστος ποιητής κατά τον Χάρολντ Μπλουμ, με πολλές βραβεύσεις, πνευματικά ταξίδια και σπουδαίες λογοτεχνικές επαφές στην εποχή του, αφήνει σαν διαθήκη ένα μυθιστόρημα πάνω στη μνήμη, τις ρίζες, τον τόπο και τον εκτοπισμό, την προσωπική ολοκλήρωση, τις κοινωνικές προεκτάσεις της αρσενικότητας. Γράφει: «Τώρα είχα το ελεύθερο να είμαι αποκλειστικά αυτό που ήμουνα τη στιγμή που ήμουν». Και: «Μετεωριζόμουν σε μια νέα διάσταση της ύπαρξης». Ωστόσο ομολογεί για «την αίσθηση της ευτυχίας ότι δεν υπήρξε παρελθόν».

Τελικά το μυθιστόρημα «Ένας τόπος για να επιστρέφεις» μετεωρίζεται ανάμεσα στο παραδοσιακό και το μοντέρνο, χτίζοντας γέφυρες για όσα σημαντικά αμερικανικά μυθιστορήματα θα επακολουθήσουν. Ένα βιβλίο για να επιστρέφεις εντοπίζοντας κάθε φορά κάτι διαφορετικό. Η σχολαστική μετάφραση της Αθηνάς Δημητριάδου αποδίδει το κείμενο στο ύψος του πρωτότυπου και οι εκδόσεις Πόλις μάς παραδίδουν, μαζί με τον Αγριότοπο[3], μια σημαντική τριλογία ενός κλασικού συγγραφέα που θα έπρεπε να ξαναδιαβαστεί περισσότερο από ποτέ.


Σημειώσεις:


1. epohi.gr/articles/to-klasiko-mythistorhma-gia-proth-fora-sta-ellhnika

2. www.thestacksreader.com/robert-penn-warren-finds-his-place-to-come-to

3. www.oanagnostis.gr/eleytheroi-alla-ochi-isoi-toy-thanasi-mina


Η Εποχή των βιβλίων, 7/09/2025


Τετάρτη 20 Αυγούστου 2025

Ocean Vuong. Ο αυτοκράτορας της χαράς


 

Δεν έχω διαβάσει ακόμη αυτόν τον πολυσυζητημένο συγγραφέα, δεν βιάζομαι άλλωστε, έχω ακόμη πολλά αδιάβαστα κλασικά και νεότερα βιβλία. Ούτε προσκυνώ ότι μας έρχεται από τις λίστες των ευπώλητων της Αμερικής και από τις μικρές λίστες των αγγλόφωνων βραβείων. Αν μη τι άλλο χρόνια τώρα διαβάζω ό,τι θέλω και ό,τι επιλέγω φτιάχνοντας προσωπικές λίστες και μικρούς κύκλους ανάγνωσης για μένα από μένα...

Επειδή πρόσεξα μια αποθέωση της κριτικής στα ελληνικά σάιτς και στα μέσα δικτύωσης του τελευταίου βιβλίου του Ocean Vuong "Ο αυτοκράτορας της χαράς" παραθέτω εδώ μια κριτική σχεδόν 5.000 λέξεων όπου δεν αφήνει τίποτε όρθιο. Δεν χαίρομαι ούτε συμφωνώ με την κριτική αυτή (αφού δεν διάβασα το βιβλίο) αλλά ως συνδρομητής του περιοδικού London Review of Books βασίζομαι πολύ στις απόψεις των κριτικών της λογοτεχνίας στους οποίους αναθέτει τέτοια μακροσκελή άρθρα, πληρώνοντάς τους -μάλιστα- πολύ καλά...

Μάλιστα στο περιοδικό δημοσιεύονται επιστολές που αντιδρούν και συνεχίζεται ο διάλογος...

Προσωπικά θα τον διαβάσω τον συγγραφέα αν είμαι καλά σε 3 χρόνια σύμφωνα με το δικό μου πρόγραμμα. 

Εδώ ένα απόσπασμα:

....Ι groaned​ my way through The Emperor of Gladness. I writhed. I felt real despair every time I forced myself to open the covers. It was one of the worst ordeals of my reading life. This is because, while it is bad in all the ways that On Earth We’re Briefly Gorgeous was bad, it is also bad in new and unexpected ways. For one, it is a more traditional, peopled novel, spends much more time with its characters and has a much higher proportion of dialogue, for which Vuong has no talent. It tries, and fails, to be funny. Hai’s co-workers at HomeMarket include his self-glorifying manager, a rapping wannabe-wrestler called Big Jean (BJ), with a magic recipe for cornbread and a heart of gold; his Civil War-obsessed cousin Sony; and Maureen, a conspiracy theorist with bad knees and a passion for Star Wars inherited from her dead son. Maureen gives Hai a model of R2-D2 that looks like a penis, which fact is frequently mentioned. A co-worker called Russia has a tattoo of Bugs Bunny eating a suggestive-looking carrot, excuse for further hilarity.....




Τετάρτη 6 Αυγούστου 2025

Αισχύλου 3/σκοτεινό όνειρο. Καινούργιο διήγημα. Από τον Θεόδωρο Γρηγοριάδη

                                     


                                           

                Αισχύλου 3 / Σκοτεινό όνειρο


Τους τελευταίους μήνες είδα αρκετές φορές το ίδιο όνειρο. Το διαμέρισμα, τα δύο χαμηλοτάβανα δωμάτια, το χολ· στα όνειρα, όσα γνωρίζουμε, προβάλλονται σε διαφορετικές διαστάσεις διατηρώντας όμως μια αδιόρατη οικειότητα. Αναγνώριζα το διαμέρισμα της θείας Ζωής, στην Θεσσαλονίκη, στην Αισχύλου 3, έναν δρόμο κάθετο στην Κασσάνδρου και στην Αγίου Δημητρίου απ΄ όπου ξεκινούσε η αρίθμηση.

Στέκομαι στην είσοδο της πολυκατοικίας. Αν και έχουν αντικαταστήσει τα αλουμινένια κουφώματα, η τζαμαρία παραμένει θαμπή και άπλυτη. Η οικοδομή χτίστηκε τη δεκαετία του εξήντα, πήγαινα στο δημοτικό, όταν άρχισαν οι επισκέψεις μου στη θεία Ζωή.

Το όνειρο ήταν δυσάρεστο, κατάμαυρο και δύσοσμο-μύριζε ναι! Έβλεπα τα κολλητά δωμάτια σαν δύο παράλληλους σαρκοφάγους. Κάτι ανησυχητικό και στενάχωρο επανερχόταν στη θύμηση όμως η επανάκτηση των ονείρων δυσκολεύει με το χρόνο, γι αυτό θα προσπαθήσω να εντοπίσω τις αρχικές του προβολές.

Κατεβαίνοντας τα τσιμεντένια σκαλοπάτια, βρισκόσουν σε έναν θεοσκότεινο διάδρομο, αλίμονο αν δεν άναβε μια αραχνιασμένη γυμνή λάμπα. Αριστερά του διαδρόμου τα δύο διαμερίσματα, μία αποθήκη στα δεξιά κλειδωμένη με λουκέτο και μια αλυσίδα που ακουμπούσε στο δάπεδο.

Μύριζε έντονα εδώ κάτω, χρονίσιες μυρωδιές, λεκιασμένα ντουβάρια, σκουριασμένοι σωλήνες. Ανοίγοντας την πόρτα την θείας υπήρχε το υποφωτισμένο χολ και παραμέσα το σαλόνι χωρισμένο στα δύο με ξύλινη τζαμαρία και η κρεβατοκάμαρα. Πολύ μικρή η κουζίνα, τουαλέτα με με ντουζ και τον θερμοσίφωνα μόλις να χωράει. Ωστόσο το διαμέρισμα δεν ήταν τυφλό. Τα δύο δωμάτια και η κουζίνα έβλεπαν γωνιακά στον ακάλυπτο, μια στενόμακρη αυλή περιφραγμένη, στον τοίχο της σκαρφάλωνα να δω τι κρυβόταν πίσω.

Η κοινόχρηστη “ αυλή” ανήκε στα δύο συνεχόμενα διαμερίσματα. Ψηλά ξεχώριζε ο ουρανός, οριοθετημένος από τις γύρω πολυκατοικίες, πανύψηλες φάνταζαν όπως τις έβλεπα από χαμηλά. Στις πίσω όψεις τους, τις πιο παραμελημένες, βρίσκονταν οι κουζίνες, οι λουτροκαμπινέδες, τα στενά μπαλκόνια, με βαρέλια πετρελαίου, μπουριά που έσταζαν, τενεκέδες, σκούπες, μέχρι και ολόκληρες σκάφες είχα δει. Μέσα από μισάνοιχτες πόρτες και στενόμακρα παράθυρα ξεχύνονταν μουσικές, κουβέντες μπερδεμένες, παιδικές φωνές, βηξίματα, φτερνίσματα, πορδές, καζανάκια· ένα σαματατζίδικο, θεόρατο, αντηχείο.

Στα υπόγεια στεγάζονταν αποθήκες, ένα ξυλουργείο ενώ ξεχώριζα την πίσω πλευρά του κινηματογράφου “Αχίλλειον”, ένα τεράστιο ντουβάρι όπου ακουμπούσε η μεγάλη οθόνη. Η είσοδος ήταν από την Αγίου Δημητρίου. Μερικές φορές, παιδί, νόμιζα, ότι θα προβάλλονταν η οθόνη ανάποδα...Στο “Αχίλλειον” πήγαινα τακτικά τον Σεπτέμβριο πριν ανοίξουν τα σχολεία. Είχα κι άλλους θείους στην Ολύμπου, στην Παπάφη, στου Χαριλάου, όμως προτιμούσα τη θεία Ζωή, που με είχε αδυναμία · οι άλλοι θείοι δούλευαν και τα ξαδέλφια μου ήταν μικρότερα για να βγαίνουμε παρέα.

Στην Αισχύλου ένιωθα πιο ελεύθερος, η θεία Ζωή ήταν χαλαρή, με χαρτζιλίκωνε, μ΄ έστελνε στα σινεμά χωρίς να σκιάζεται που ήμουνα μόνος-με τα σημερινά δεδομένα θα ήταν απαγορευτικό. Εκείνη καθόταν στην ραπτική μηχανή και έραβε ατέλειωτα. Είχε συγκάτοικο την Αγάπη, έτσι την έλεγαν, μια παιδική της φίλη από το χωριό. Η Αγάπη είχε καταλήξει στην Θεσσαλονίκη, αποδιωγμένη, παρεξηγημένη από την οικογένεια και το σόι για την ελαφράδα του χαρακτήρα της και την ερωτική της διαθεσιμότητα. Συντροφιά ήθελε η χήρα, θεία μου, λίγη σπιτική βοήθεια. Άσε που, όταν έλειπε για μεγάλα διαστήματα από το διαμέρισμα (πήγαινε στα λουτρά της Αιδηψού και σε φίλες της, στην Λάρισα ή στην Αθήνα), η Αγάπη κρατούσε το σπίτι και πλήρωνε τους λογαριασμούς φυσικά με τα λεφτά της θείας.

Δυο πολυθρόνες και ένα τραπεζάκι για τον καφέ στην αυλή, μια μόνιμη απλώστρα, γλάστρες και φυτά δεν στέριωναν. Όταν έβρεχε ξεχείλιζαν τα νερά στη βουλωμένη σχάρα, λιμνούλα σχημάτιζαν, τα ρούφαγε αργά η γη κάτω από τα τσιμέντα. Πού πήγαινε τόσο βρωμόνερο; Η θεία Ζωή δεν παραπονιόταν για το υπόγειο διαμέρισμα, τόσα είχε στην άκρη και, την εποχή που το αγόρασε, θεωρήθηκε καλή αγορά. Ήθελε να φύγει από τη Θάσο όπου ζούσε με τον θείο Παναγιώτη τη δεκαετία του εξήντα. Εκείνος σκοτώθηκε, γλίστρισε, πάνω στο εμπορικό του καράβι που έκανε το δρομολόγιο Καβάλα-Λήμνο, εκείνη βαριόταν στο νησί, τον χειμώνα ερήμωνε κι αυτή νέα γυναίκα ζούσε μαζί με την πεθερά της και την ανύπαντρη κουνιάδα. Ευτυχώς έπαιρνε την σύνταξη του πρώην ναυτικού, γι αυτό και δεν ξαναπαντρεύτηκε. Ταξίδευε, έμενε μήνες σε ξένα σπίτια ράβοντας προίκες και φορέματα. Έβγαζε επιπλέον χρήματα.


***


Έφηβος απέφευγα το υπόγειο· τα διαμερίσματα των άλλων θείων βρισκόντουσαν σε ορόφους, όχι ότι με ξετρέλαινε η θέα στην Παπάφη ή στου Χαριλάου, αλλά με δυσαρεστούσε το διαμέρισμα της Αισχύλου. Η αφόρητη μυρωδιά από δίπλα, ο αλλόκοτος άντρας που απέφευγαν οι δύο γυναίκες. Εκείνος, βέβαια, δικαιούνταν την ίδια αυλή, έβγαινε τις ζεστές μέρες με λευκό φανελάκι, έπινε μπίρες, κάπνιζε, πετούσε τις καύτρες στο τσιμέντο. Όσες φορές τον έβλεπα, αποτραβιόμουν μέσα, θυμάμαι το κακόβουλο, ειρωνικό του, βλέμμα, να με ρωτά τίνος παιδί είσαι εσύ;Τι με φοβάσαι;

Η Αγάπη στο μεταξύ, κατέβαζε μούτρα με τους επισκέπτες, χειροτέρευε διανοητικά, δεν άντεχα να τη βλέπω έτσι συννεφιασμένη. Έβγαινε μόνον στον φούρνο, με το ζόρι στην αυλή γιατί φανταζόταν ότι κάποιοι την παραμόνευαν-όχι μόνον ο διπλανός- , την κατασκόπευαν απ΄ τα ψηλά τα παραθύρια και τα μπαλκόνια, τους κατηγορούσε ότι έριχναν διάφορα πράγματα από ψηλά, μέχρι και προφυλακτικά, άσε τα ματιάσματα. Δεν έκανε απολύτως τίποτε, με το ζόρι μια σκούπα, καθόταν με τις ώρες στους καναπέδες στα μισοφωτισμένα δωμάτια, με κλεισμένα τα παραθυρόφυλλα, τυλιγμένη με μια εμπριμέ ρόμπα. Το δέρμα της, εύθραυστο, γινόταν ακόμη πιο διάφανο, ο ήλιος δεν εισχωρούσε στ΄ απόσκιο σπίτι. Με μισόλογα κατηγορούσε κάποιους άντρες που την είχαν εξαπατήσει και μετά σούφρωνε τα χείλη και σιωπούσε. Μάζευε τα μαλλιά της με κοριτσίστικα κοκαλάκια, αναμφισβήτητα υπήρξε μια όμορφη κοπέλα, δυσανάλογα με το μυαλό της.

Όταν πέρασα στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης αναγκάστηκα τις πρώτες μέρες να μείνω στο υπόγειο μέχρι να νοικιάσω ένα δικό μου χώρο, να ανεξαρτητοποιηθώ για πρώτη φορά στη ζωή μου. Η θεία Ζωή μόλις είχε επιστρέψει από τις διακοπές της στον Αγιόκαμπο, μια χήρα φίλη της την είχε φιλοξενήσει. Με αντιμετώπιζε πια σαν ενήλικα και μου μίλησε προσωπικά για την Αγάπη. Δεν μπορούσε να την αφήσει απροστάτευτη, είχαν περάσει πολλά χρόνια μαζί αλλά δεν άντεχε άλλο ούτε αυτήν ούτε το διαμέρισμα. Όσο γερνούσε ήθελε τα ανοιχτά μέρη, αναζητούσε περισσότερο φως, φιλοξενούνταν σε ξένα σπίτια, σε χήρες και ανύπαντρες, χρήσιμη πάντως για το ράψιμο και την μαγειρική της-άλλο ένα καταπληκτικό της χάρισμα. Ερχόταν στο υπόγειο ν' αφήσει λίγα χρήματα στην Αγάπη, να΄χει να τρώει και να πληρώνονται οι λογαριασμοί που κι αυτοί -σταδιακά- έμεναν απλήρωτοι.

Φοιτητής πήγαινα 3-4 φορές τον χρόνο να τις δω και κάθε φορά με πλάκωνε μαυρίλα. Η πολυκατοικία είχε παρακμάσει, έμεναν ξένοι ή εργάτες, οι παλιοί ένοικοι έφευγαν, οι νεότεροι παραμελούσαν τα διαμερίσματα, το σινεμά κατάντησε ένα σούπερ μάρκετ, τα μικρομάγαζα έκλειναν, η παλιά αίγλη της Αγίου Δημητρίου έσβηνε... Στο μεταξύ εγώ περιπλανιόμουν σ' άλλα στέκια και υπόγεια... Ο διπλανός άφαντος, ο διάδρομος βρωμούσε τσιγαρίλα, σαν να μην έφτανε η μούχλα, απέμεινε ένα καλώδιο χωρίς λαμπτήρα να κρέμεται.


***


Μετά τις σπουδές έφυγα και από την πόλη · κάπου κάπου μάθαινα από τη μάνα μου (της τα έλεγε η αδελφή της) ότι η Αγάπη δεν έβγαινε καθόλου, της κατέβαζε γάλα και φρυγανιές ο ζαχαροπλάστης. Όταν σταμάτησε και η θεία μου να ταξιδεύει, επέστρεψε στο πατρικό της, στο χωριό, άραξε σε ένα μπαουλοντίβανο. Η ζωή συντόμευε και για τις δύο, η απομόνωση θέριευε. Η Αγάπη δεν άνοιγε σε κανέναν, σαν ακατοίκητο έδειχνε το σπίτι. Κανείς δεν την νοιαζόταν. Τουλάχιστον η θεία, επιστρέφοντας στο χωριό, περνούσε καλά ανάμεσα σε συγγενείς και τις γειτόνισσες, είχε τη μάνα μου, είχε κι εμάς, τ΄ ανίψια της. Τα καλοκαίρια, όταν επέστρεφα στο Παγγαίο, την ρωτούσα τι απέγινε η άλλη κι εκείνη κατσούφιαζε, πού να ξέρω, θα την ρούφηξε η γη.

Πώς χάνονται οι ζωές παρασύροντας χώρους και αναμνήσεις; Λίγο πριν πεθάνει η θεία Ζωή μας παρακάλεσε να πάμε στην Θεσσαλονίκη, να δούμε τελικά τι απέγινε το σπίτι και η Αγάπη. Μεγάλη της η χάρη, εγώ έλειπα στο εξωτερικό, οπότε ανέλαβε ο αδελφός μου την αγγαρεία που δυσκόλεψε γιατί αποφάσισε ξαφνικά να πάει κι εκείνη μαζί του κι ας στεκόταν με το ζόρι όρθια.

Οι σκηνές που μου περιέγραψε αργότερα το καρντάσι ήταν θλιβερές, ασήκωτες. Αφού με το ζόρι κατέβηκε εκείνες τις σκάλες, βρήκαν την πόρτα ξεκλείδωτη και το διαμέρισμα ένα σκουπιδότοπο. Η Αγάπη πουθενά όμως κάποιοι άλλοι μπαινόβγαιναν κι άφηναν τα σκουπίδια τους. Βρωμιά έζεχνε παντού και τα δωμάτια άνω κάτω. Η θεία μπήκε στο σαλόνι και άνοιξε το σκαλιστό μπαούλο -αδειανό! Τα προικιά μου, έβγαλε, μια κραυγή, τα στεφάνια μας! Το εικονοστάσι, όπου τα φύλαγε, κι εκείνο άδειο, πάνε και τα εικονίσματα κι ένα θυμάμαι ήταν παλιό, βυζαντινό θαρρείς. Έκλαιγε με λυγμούς βλέποντας το ρημαγμένο σπίτι, κάποτε στρωμένο με χαλιά και κεντήματα. Τίποτα, τίποτα, δεν άφησαν, μονολογούσε. Φεύγοντας δεν πήραν τίποτε μαζί τους. Ο διάδρομος βρώμαγε αποχέτευση. Και όμως ήταν ένα παλατάκι, επέμενε η παλιά νοικοκυρά.

Χτύπησαν μερικά κουδούνια, κανείς δεν απαντούσε και ο μανάβης απέναντι ανέφερε ότι μήνες εκεί μέσα μπαινόβγαιναν διάφορα περιθωριακά άτομα. Και η Αγάπη; Μια ηλικιωμένη, έτσι κι έτσι; Κανείς δεν την είχε δει. Μπορεί να την μάζεψαν στην πρόνοια, είπε αυτός. Θα το δούμε, είπε και ο αδελφός μου χωρίς να το εννοεί ούτε αυτός ούτε η καταρρακωμένη θεία.

Στον γυρισμό η θεία Ζωή έκλαιγε ασυγκράτητα και μονολογούσε, πάει το σπίτι μου, πάνε όλα, δεν έμεινε τίποτε. Δεν ξανάδε το διαμέρισμα ούτε και την πόλη. Τα 'μαθα κι εγώ τηλεφωνικά. Οι περιγραφές του αδελφού μου μ΄ αναστάτωσαν, επανήλθαν τα παιδικά και εφηβικά μου ταξίδια, οι βόλτες, τα σινεμά· οι αναφορές στο υπόγειο ανασκάλευαν μέσα μου βαθιά ριζωμένες φοβίες.

Μετά “τα σαράντα” οπλιστήκαμε κουράγιο και πήγαμε πάλι στο διαμέρισμα, μας ειδοποίησαν ότι κατάντησε μια υγειονομική απειλή για όλη την πολυκατοικία. Κληρονομικά μεταβιβαζόταν στη μάνα μας αν το αποδεχόταν. Με σφιγμένα δόντια, για τελευταία φορά, κατήλθαμε στο έρεβος με τον αδελφό μου. Εγώ είχα καθηλωθεί στο διάδρομο, φοβόμουν να προχωρήσω παραμέσα. Φορώντας μάσκες χωθήκαμε στο ερείπιο. Σκατότοπος. Τόσο δυσφόρησα που μου ήρθε εμετός, βγήκα για αέρα στην αυλή που μου φάνηκε ένας τσιμεντωμένος χώρος όπου αυλίζονται οι φυλακισμένοι.

Φεύγοντας, εκεί στο διάδρομο, είδα την πόρτα του διπλανού διαμερίσματος μισάνοιχτη και έναν γερασμένο άντρα να με κοιτάζει σαν τότε που ήμουν παιδί. Σκούρος, αποκρουστικός. Καραδοκούσε, λαμπύριζαν μοχθηρά τα μάτια του, άπλωνε το χέρι του-αφύσικα μακρύ και σκελετωμένο. Τον είχα ξαναδεί; Τι ακριβώς ήθελε να μου πει; Μιλούσε με δυσκολία, δείχνοντας την σπασμένη λάμπα; Το.. φώς...

Πετάχτηκα αγριεμένος. Αν με ρωτήσετε ποια είναι η κοντινότερη εικόνα που έχω για τον θάνατο θα σας έλεγα εκείνη του άντρα, που άπλωνε το χέρι, συλλαβίζοντας με απόκοσμη φωνή: Τά...φος...






Νέα Σμύρνη, Φεβρουάριος 2025

Δημοσιεύτηκε στα (δε)κατα Άνοιξη 2025

Δευτέρα 4 Αυγούστου 2025

Before Sebald Was Great



Before Sebald Was Great

By looking at his early work, we can better understand who the German writer was beyond his persona as the melancholy intellectual and serious man of letters.

David Schurman Wallace 

 Εξαιρετικά ενδιαφέρον άρθρο, διαβάζεται ολόκληρο (είναι τεράστιο) εδώ:


Ένα μικρό απόσπασμα: 

 Since his death in 2001, the reputation of W.G. Sebald has become formidable, even imposing. At times, he feels like a totem: the Western world’s last Absolutely Serious Writer. The German English author of novels (or simply works of “prose” if you prefer, as he did) has cast a long and melancholy shadow over the literature of the 21st century: Deeply erudite and formally inventive, his work absorbed the weight (or burden) of European history and literature and established a new model for writers. For those unconvinced by “merely” aesthetic novelties, he was unafraid to wrestle with ethical questions, most famously Germany’s confrontations with historical memory and its inability to fully process the Holocaust. For many—he does have his detractors—he was the capstone of literature in the 20th century, both burnishing and waving goodbye to a sophisticated culture on the wane.

Τετάρτη 23 Ιουλίου 2025

35 χρόνια βιβλία!


 

Συμπληρώνονται φέτος τριάντα πέντε χρόνια από την έκδοση του πρώτου μου βιβλίου και σκέφτηκα να το αυτογιορτάσω με ορισμένες αναρτήσεις εδώ στο μπλογκ. Θα ακολουθήσουν λοιπόν αρκετά λόγια τις επόμενες μέρες ή εβδομάδες ανάμεσα σε άλλες αναρτήσεις με τις κριτικές που γράφω στην "Εποχή" αλλά και άλλες προσωπικές παρουσιάσεις γύρω από τον χώρο του βιβλίου.

                                        


Κυριακή 6 Ιουλίου 2025

Μένης Κουμανταρέας «Δύο φορές Έλληνας»



Eκδόσεις Πατάκη, 2025

Γράφει ο Θεόδωρος Γρηγοριάδης

Το μυθιστόρημα του Μένη Κουμανταρέα «Δύο φορές Έλληνας» κυκλοφόρησε από τον Κέδρο το 2001 και επανεκδίδεται, όπως άλλωστε όλα τα βιβλία του συγγραφέα, από τις εκδόσεις Πατάκη, σε επιμελημένη έκδοση με τα χαρακτηριστικά, λιτά, εξώφυλλα όπου η γραμματοσειρά των τίτλων προέρχεται από την αυθεντική γραφομηχανή του συγγραφέα. Στην έκδοση περιλαμβάνονται οι συνεντεύξεις του συγγραφέα και οι πρώτες κριτικές του μυθιστορήματος που είχε βραβευτεί με το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος 2002.

Πολλά τα θέματα που διαπραγματεύεται το μυθιστόρημα. Η μεταπολεμική Ελλάδα, η διαταραγμένη ελληνική οικογένεια, η διεκδίκηση της ατομικότητας και της ελεύθερης πνευματικής έκφρασης, το αποτύπωμα της Ιστορίας, η συγγραφή ως προσωπική ανάγκη και ως συλλογική αναπαράσταση μιας ρευστής κοινωνίας που πασχίζει να ανασυνταχτεί και να επαναπροσδιοριστεί. 

Ύφος οικείο, κομψά συγκρατημένο, αφήγηση ρεαλιστική, ντοκιμαντερίστικη. Ο αστικός και αθηναϊκός νεορεαλισμός υπονομεύεται διαρκώς από υπαινιγμούς και διακειμενικές αναφορές, ο συγγραφέας «πειράζει» διακριτικά το κείμενο και τη φόρμα του καθώς αυτό που διαβάζουμε είναι το υπό διαμόρφωση μυθιστόρημα που θα γράψει ο βασικός χαρακτήρας, ο Άγγελος. Καθόλου τυχαία δεν κατονομάζονται ο Ντοστογιέφσκι, ο Τολστόι, ο Τσέχωφ αλλά και κάποιοι νεότεροι Έλληνες λογοτέχνες, συγγραφικές καταβολές του συγγραφέα.

Ο Κουμανταρέας ως τριτοπρόσωπος αφηγητής, στέκει δίπλα στους ήρωές του, τους καθοδηγεί, τους ταξιδεύει σε διαφορετικές χρονικές περιόδους υπερβάλλοντας κάποτε στις ευρηματικές συμπτώσεις. Από τη μέση και μετά του μυθιστορήματος η αφηγηματική ροή πυκνώνει και επιταχύνεται. 


Το παρελθόν και η Ιστορία δηλώνουν «παρών»


Απλωμένο από το 1949 μέχρι το 1990, το βιβλίο δεν φέρει κανένας ίχνος νοσταλγικής αναπόλησης της περασμένης εποχής κάτι που υποστηρίζεται από τον τόνο του κειμένου και την εναλλαγή του ιστορικού ενεστώτα με τον απλό αόριστο. Το παρελθόν είναι πάντα ενεργό, με κάποιες λεπτομερείς περιγραφές των εσωτερικών χώρων και των εξωτερικών τοπίων και περιπλανήσεων. Εκεί, ανάμεσα στις αράδες, φανερώνεται ο συγγραφέας και η αγάπη του για την Αθήνα, τους δρόμους και τις γειτονιές της, τα καφενεία και τα ζαχαροπλαστεία, τα ξενοδοχεία. Η ιστορία της πόλης, ο τρόπος που αλλάζει ο αστικός και ο αρχιτεκτονικός της ιστός στο πέρασμα του χρόνου διατυπώνεται μέσα από τις ξεχωριστές ματιές των χαρακτήρων. Έτσι, ο εξ Αμερικής ερχόμενος ανιψιός, χρόνια μετά, αντικρίζει μια μεταμορφωμένη πρωτεύουσα κάνοντας τη διαδρομή Ελληνικό-Κυψέλη, στο πάρτι που καλούν τον Άγγελο το 1990 ξεπροβάλλουν οι νέοι τρόποι διασκέδασης, ένας ανώνυμος ταξιτζής σχολιάζει τον θόρυβο και το μολυσμένο νέφος.

Οι αναφορές σε γνωστά πρόσωπα της πολιτικής και της τέχνης (Σικελιανός, Χατζιδάκης, Κουν, Τσαρούχης μέχρι τον νεότερο Βασιλικό) επικαιροποιούν τη μυθοπλασία. Άλλωστε πολλά ντοκουμέντα, αποσπάσματα εφημερίδων, ραδιοφωνικές ανακοινώσεις παρεμβάλλονται διαδραστικά στην πλοκή. Εμφανής η τσεχωφική ατμόσφαιρα της δράσης και των διαλόγων, ειδικά σε κλειστούς χώρους, στις κουζίνες και στα σαλόνια των μικροαστικών διαμερισμάτων. Οι μαζώξεις σε γενέθλια και γιορτές αποτελούν ολοκληρωμένες θεατρικές πράξεις, αφού εκεί ξεσπούν οι ενδοοικογενειακές εντάσεις και ασυμφωνίες.

Οι δύο αδελφές, η Μάγδα και η Μάχη, με τις οικογένειες και τον φιλικό τους περίγυρο εκπροσωπούν πέρα από τον μικρομεσαίο χώρο τους και τις βασικές πολιτικές τάσεις της εποχής. Ο μόνος τόπος που περιγράφεται εκτός Αθηνών είναι η Μακρόνησος, μια φασιστική κόλαση λίγα ναυτικά μίλια μακριά από το «λίκνο» της αθηναϊκής δημοκρατίας. Όσα συμβαίνουν στο νησί είναι σκληρά και απάνθρωπα, ολοκληρωτισμός και κακοποίηση των πολιτικών αντιφρονούντων. Το κεφάλαιο με την παράσταση της Λυσιστράτης από τους εξόριστους, είναι ένα κεφάλαιο από μόνο του για ανθολόγηση, ενώ μπορεί να διαβαστεί και ως μία queer performance, καθώς διακωμωδεί, μέσω της καρναβαλικής μεταμφίεσης, τα στερεότυπα του φύλου και τα μεσογειακά πρότυπα του αντρισμού.


Ήρωες αντιήρωες


Πάντως στη φαινομενική απλότητα της αφήγησης ξεχωρίζει το προσωπικό ύφος του συγγραφέα που διατρέχει τις εκατοντάδες σελίδες χωρίς να επιβάλλεται. Ο Κουμανταρέας βρίσκεται παντού αλλά όχι πάνω από τον έργο του. Επιλέγει μια συγγραφική περσόνα, λίγο δική του και λίγο σαν του Άγγελου, που δεν ανταγωνίζεται τους χαρακτήρες του γιατί έχει το μέτρο του έμπειρου πεζογράφου. 

Το μυθιστόρημα είναι μια κοινωνική σάγκα, ένα σκεπτόμενο βιβλίο χωρίς φανατισμό και προπαγάνδα, ενώ οι πολιτικές του απόψεις υιοθετούν μια μετριοπαθή κεντροαριστερή θέση. Αφήνει τους χαρακτήρες να μιλήσουν και να αναδειχθούν με τις αντιθέσεις και τις συγκρούσεις τους. Υπάρχει συναίσθημα αλλά όχι μελόδραμα, ερωτισμός και έντονες φαντασιώσεις. Υπάρχει και ο Λεκές, ο ομοφυλόφιλος χαρακτήρας της εποχής, που κακοποιείται μοιραία, τονίζεται η φιλική τρυφερότητα των αντρών, οι γυναίκες, αξέχαστες ηρωίδες, είναι μαχητικές, επουλώνουν τις ρωγμές της οικογένειάς τους αλλά και τις διαρρηγνύουν – ως νεότερες περσόνες των ταχτσικών ηρωίδων. Οι ήρωες του βιβλίου παραμένουν αντιήρωες, με τα κουσούρια και τις ανασφάλειες, με τις αγωνίες και τα πάθη των καθημερινών ανθρώπων.


Η ιδέα ενός Μεγάλου Ελληνικού Μυθιστορήματος


Καθώς περνούσαμε στον 21ο αιώνα γράφτηκαν διεθνώς αρκετά μυθιστορήματα που συγκεφαλαιώνουν τις προηγούμενες δεκαετίες. Τη χρονιά που εκδόθηκε το «Δύο φορές Έλληνες», ο Τζόναθαν Φράνζεν έγραφε τις Διορθώσεις, ενώ είχε εκδοθεί ο Υπόγειος κόσμος του Ντον Ντελίλο με τα οποία βρίσκουμε αρκετές αναλογίες στα αφηγηματικά άλματα, στην έντονη παρουσία του ελληνικού ποδοσφαίρου και του μπέιζμπολ, στον οικογενειακό πυρήνα ως δομικό στοιχείο, στην ανάδειξη του ευρύτερου κοινωνικου-ιστορικού χώρου, στη μη-γραμμική αφήγηση, την αυτοοαναφορικότητα, στην υποδηλούμενη περσόνα του συγγραφέα. Η ιδέα ενός Μεγάλου Ελληνικού Μυθιστορήματος ενδεχομένως να συγκίνησε τον Μένη Κουμανταρέα ύστερα από τα μικρότερα σε όγκο αλλά σημαντικά βιβλία του. Ο Άγγελος, όταν εκφράζει τον φόβο του ότι θα γράψει ένα παλιομοδίτικο μυθιστόρημα, ήδη το εκμοντερνίζει.

Ο Κουμανταρέας, άλλωστε, κατείχε σε βάθος την αμερικανική λογοτεχνία, διάβαζε και μετάφραζε από τα αγγλικά. Αφομοίωσε τους συγγραφείς της γενιάς του ’30 (π.χ. Άγγελο Τερζάκη) και έγραψε στην απέριττη δημοτική της γενιάς του ’60. Πρόκειται για ένα φιλόδοξο μυθιστόρημα που άλλοτε επιταχύνει τον ρυθμό του κι άλλοτε επιβραδύνει, αράζοντας στο παγκάκι της πλατείας για μια ανάσα. Αν και παρουσιάζει τις δυσκολότερες και πιο αντιφατικές πτυχές της ελληνικής ιστορίας, εκπέμπει ένα διαχρονικό, αισιόδοξο, φως – πόσο μακρινό από τη μελαγχολική Σκόνη του χρόνου, το κύκνειο αριστούργημά του. Και μακάρι να μην αναγκαστεί ποτέ ξανά να δηλώσει κανείς δύο φορές Έλληνας. «Μας φτάνει μια φορά», δηλώνει ο συγγραφέας Άγγελος στη μέση του μυθιστορήματος χαρίζοντας με τη φράση αυτή τον τίτλο του βιβλίου αλλά και την ιδεολογική του συμπύκνωση. Όμως στο τέλος του μυθιστορήματος, δεκαετία του ’90, σε μια θεατρική φοιτητική παράσταση που παρακολουθεί, θα ακουστεί και η εκδοχή της νεότερης γενιάς:

Α΄ΦΑΝΤΑΡΟΣ: Μου είπαν ότι αν απαρνιόμουν όσα πιστεύω θα γινόμουν δυο φορές Έλληνας.

Β’ ΦΑΝΤΑΡΟΣ: Κι εμένα το ίδιο.

Γ’ ΦΑΝΤΑΡΟΣ: Και γίνατε δύο φορές μαλάκες.


ΕΠΟΧΗ, Η εποχή των βιβλίων. 

5 Ιουνίου 2025

Τρίτη 24 Ιουνίου 2025

Pier Vittorio Tondelli «Χωριστά δωμάτια»

Για την αγάπη, τη θλίψη και την κουίρ ταυτότητα στην Ευρώπη 



Γράφει ο Θεόδωρος Γρηγοριάδης

Μετάφραση: Δέσποινα Γιαννοπούλου, εκδόσεις Πόλις, 2025


Ο συγγραφέας Πιερ Βιτόριο Τοντέλι έγραψε κυρίως τη δεκαετία του ’80 αλλά εξακολουθεί να διαβάζεται στην Ιταλία, καθώς τα βιβλία του κυκλοφορούν σε «κλασική» σειρά και τροφοδοτούν μελέτες για την ιταλική λαϊκή κουλτούρα και την γκέι κοινότητα.

Όπως συμβαίνει και με άλλους συγγραφείς, οι μελετητές του Τοντέλι διχάζονται στα δύο σημαντικότερα χαρακτηριστικά του έργου του: τον καθολικισμό και την ομοφυλοφιλία. Ορισμένοι καθολικοί διανοούμενοι προσπαθούν να ελαχιστοποιήσουν την ομοφυλοφιλία του δίνοντας έμφαση στην οικουμενικότητα του έργου του, εκμεταλλευόμενοι και τον καθολικισμό στον οποίο στράφηκε στα τελευταία, μοιραία, χρόνια της ζωής του[1]. Σ’ αυτά προστίθεται και η αποσιώπηση του συνδρόμου του AIDS από τον ίδιο τον Τοντέλι, ο οποίος πέθανε το 1991 μόλις 36 ετών.

Ο Πιερ Βιτόριο Τοντέλι γεννήθηκε στο Κορέτζο το 1955, κοντά στη Ρέτζο Εμίλια. Τη δεκαετία του ’70 σπούδασε θεωρία λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο της Μπολόνια. Στο πανεπιστήμιο έγραψε το πρώτο του βιβλίο, «Altri Libertini» (1980), που κατηγορήθηκε για τις αναφορές στην ομοφυλοφιλία και τη χρήση ναρκωτικών και για ένα μεγάλο διάστημα αποσιωπήθηκε. Όμως το βιβλίο κέρδισε τελικά τους αναγνώστες και αυτός συνέχισε να πειραματίζεται λογοτεχνικά ασκώντας παράλληλα κριτική σε κοινωνικούς θεσμούς, ακόμη και στον στρατό. Το μυθιστόρημα «Ρίμινι» (1985), πολυφωνικό και πολυδιάστατο, ήταν επίσης ευπώλητο[2].

Τα Χωριστά δωμάτια (1989), το τελευταίο του έργο, εκδόθηκε όσο ζούσε. Το μυθιστόρημα αναπτύσσεται σε «τρεις κινήσεις», σαν τρία μέρη μιας μουσικής συμφωνίας αλλά και σαν τις μετα-κινήσεις του 32χρονου Λέο, πετυχημένου συγγραφέα, ο οποίος ταξιδεύει στην Ευρώπη μετά τον θάνατο του νεαρού αγαπημένου του Τόμας, ενός Γερμανού πιανίστα. Ο Λέο αισθάνεται ήδη γερασμένος, ανασφαλής, αποκομμένος από τις ρίζες του, έχει βιώσει τη διαφορετικότητά του και είναι αποφασισμένος να ζήσει χωρίς σύντροφο. Με τον Τόμας είχαν γνωριστεί σε ένα φιλικό πάρτι, συνέχισαν τη διασκέδαση σε κλαμπ με όλα τα χαρακτηριστικά της δεκαετίας του ’80, χορεύοντας το «I feel love» κάτω από την περιστρεφόμενη ντισκόμπαλα, πίνοντας κονιάκ και ακούγοντας βινύλια στο πικ απ. Ο Λέο πειραματίζεται με ψυχοτρόπα ναρκωτικά, βιώνει εξωσωματικές προβολές και την κοσμική μοναξιά, το απόλυτο Τίποτα. Η ωριμότητά του είναι χαρακτηριστική. Αναλύει τα πάντα γύρω του αλλά και αυτοαναλύεται, αισθάνεται μέρος της γκέι κοινότητας αλλά, μαζί με τον Τόμας, διεκδικούν τη δική τους μοναδικότητα, αταξινόμητοι, όπως πιστεύουν, ανάμεσα στους άλλους. Ακόμη και η ερωτική τους σχέση στηρίχτηκε όχι πάνω στη μονιμότητα αλλά στην απόσταση και την περιοδικότητα. Ζούσαν για μεγάλα χρονικά διαστήματα σε χωριστές πόλεις, σε χωριστά δωμάτια και αυτό -ενδεχομένως- να επανατροφοδοτούσε τον έρωτα και την επιθυμία.


Η φρίκη της Ιστορίας


«Τώρα η παράσταση τελείωνε. Οι πατέρες, οι μητέρες, η Εκκλησία, το κράτος, τα ληξιαρχεία ξαναεπέβαλαν την κυριαρχία τους…» Καθώς ταξιδεύει με τρένο στην Ευρώπη, με χαλαρούς ρυθμούς, προσπαθεί να ξεφύγει από τα όρια του σώματός του και την οδύνη της απώλειας. Ταυτίζει τον χαμό του Τόμας με την Ιστορία της χώρας και της γλώσσας του, με τη φρίκη της Ιστορίας. Η Ευρώπη φέρνει στον νου μνήμες πολέμου, καταστροφών, την αποικιοκρατική της επιβολή, εντοπίζει την ανισότητα που επιβάλλεται στις λαϊκές τάξεις και τους μετανάστες. Το πένθος του Λέο είναι το πένθος ενός διανοούμενου για την τύχη της ηπείρου του, που θυμίζει σκηνικό ταινίας του Γκοντάρ, μια νεκρή Ευρώπη (που θα διασχίσει αργότερα και ο Χρήστος Τσιόλκας). Ο Λέο εύχεται να δικαιωθούν οι μετανάστες, δεν πρόλαβε όμως να δει την συμπατριώτισσά του Μελόνι να εκπονεί τα σχέδια εκτοπισμού τους και να αμφισβητεί τα δικαιώματα της LGBTQ+ κοινότητας.

Για μεγάλο διάστημα ο Λέο εγκλωβίζεται δημιουργικά, δεν γράφει όχι επειδή δεν μπορεί αλλά επειδή δεν θέλει: «Γιατί το σώμα του αρχίζει να τρίζει από το βάρος όσων είναι γραμμένα πάνω του». Ενώ το σώμα του Τόμας, σε μια πολύ οδυνηρή περιγραφή, αποσυντίθεται αγιάτρευτα. Η περιπλάνηση τον οδηγεί στη γενέτειρά του, μια πολίχνη στην κοιλάδα του Πάδου. Εκεί θα ακολουθήσει τον Επιτάφιο της Μεγάλης Παρασκευής, μια νεκρική πομπή που τον αναστατώνει· η περιφορά του πόνου επιβαρύνει την ψυχοσωματική του κατάσταση, η μνήμη του Τόμας αναμοχλεύει τις ενοχές του, ξαναθυμάται τις θυελλώδεις προστριβές ανάμεσά τους. Τελικά κάποιοι φίλοι θα του προσφέρουν ένα δίχτυ προστασίας, μια ιδιότυπη οικογένεια, αφού η πολιτεία δεν το είχε φροντίσει (μόλις το 2016 επιτράπηκε το σύμφωνο συμβίωσης στην Ιταλία).


Πολυσχιδείς όψεις της ομοφυλόφιλης ύπαρξης

Στο μικρό σχετικά μυθιστόρημα ξεπροβάλλουν τα θέματα μιας γενιάς που διεκδίκησε την ερωτική της απελευθέρωση και την κοινωνική ισότητα και που συνεθλίβη από το μοιραίο -ακόμη τότε- σύνδρομο του ΑIDS. Ο συγγραφέας δεν το κατονομάζει αλλά το υπονοεί, ούτε η λέξη γκέι εντοπίζεται παρά μόνον η «ομοφυλοφιλία» ως όρος σε μια γενικευμένη απόφανση. Ωστόσο το μυθιστόρημα είναι μια περιεκτική καταγραφή της κουίρ ταυτότητας, όπως διαμορφωνόταν στη συντηρητική Ιταλία και στην Ευρώπη φτάνοντας μέχρι την πιο απελευθερωμένη Αμερική. Σημαντικές προσωπικότητες της γκέι κουλτούρας, ανάμεσά τους ο Φασμπίντερ και ο Ώντεν, αναφέρονται επίσης, με ιδιαίτερη έμφαση στον Κρίστοφερ Ίσεργουντ του οποίου το μυθιστόρημά του «Ένας άντρας μόνος» (1964)[3] υπήρξε καθοριστικό στην γκέι λογοτεχνία, καθώς θεματοποίησε την απώλεια του ερωτικού συντρόφου και τη μοναξιά που ακολουθεί.

Το μυθιστόρημα του Τοντέλι καταδύεται στις πολυσχιδείς όψεις της ομοφυλόφιλης ύπαρξης, από την αέναη αναζήτηση και τις εφήμερες συνευρέσεις, σημαδεμένες από τα παραισθησιογόνα της εποχής και την ευφορία του χασίς, έως την εμπορευματοποίηση της επιθυμίας και το αβάσταχτο βάρος της ματαίωσης και της κατάθλιψης. Ωστόσο, μέσα από τις στάχτες, αναδύεται η ίδια η επιθυμία ως αστείρευτη πηγή ζωής. Πάντως, στο τέλος της διαδρομής του Λέο επανέρχεται η έμπνευση, η λυτρωτική γραφή μέσα από την κοινωνική αφύπνιση και τη δημιουργική παρατηρητικότητα.

Το τελευταίο μυθιστόρημα του Τοντέλι ήταν η διαθήκη του για τις επόμενες γενιές. Στο πρόσφατο μυθιστόρημα του Ιταλού συγγραφέα Αλμπέρτο Γκαρλίνι «Όλοι θέλουν να χορεύουν»[4], ο Τοντέλι εμφανίζεται ο ίδιος ως χαρακτήρας του μυθιστορήματος! Στο μεταξύ ο σκηνοθέτης Λούκα Γκουαντανίνο ετοιμάζει την επόμενη ταινία του βασισμένη στα Χωριστά δωμάτια, συνεχίζοντας τη θεματική των δύο τελευταίων του ταινιών πάνω στις ομοερωτικές σχέσεις μεγαλύτερων αντρών με νεαρότερους, που βασίζονται σε λογοτεχνικά μυθιστορήματα. Τα άλλα δύο μυθιστορήματα της είναι το «Queer»,[5] του Ουίλιαμ Μπάροουζ, και το «Να με φωνάζεις με το όνομά σου»,[6] του Αντρέ Ασιμάν, ο οποίος έγραψε και την εισαγωγή στα Χωριστά δωμάτια στην πρόσφατη έκδοση της αγγλικής μετάφρασης.


Σημειώσεις:

1. Luca Prono: www .glbtq.com 2003.

2. Εκδόσεις Δελφίνι, 1996, μτφ. Κούλα Καφετζή.

3. Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, 1993, μτφ. Λουκάς Θεοδωρακόπουλος.

4. Εκδόσεις Πόλις, 2021, μτφ. Αχιλλέας Κυριακίδης.

5. Εκδόσεις Τόπος, 2011, μτφ. Γιώργος Μπέτσος.

6. Εκδόσεις Μεταίχμιο, 2018, μτφ. Νίκος Α. Μάντης.


Ιούνιος  8, 2025  ΕΠΟΧΗ, Η εποχή των βιβλίων



Robert Penn Warren «Ένας τόπος για να επιστρέφεις»

Μετάφραση: Αθηνά Δημητριάδου, εκδόσεις Πόλις, 2025 Γράφει ο Θεόδωρος Γρηγοριάδης Στο τελευταίο βιβλίο του Ρόμπερτ Πεν Γουόρεν ο αφηγητής και...