Τρίτη 24 Ιουνίου 2025

Pier Vittorio Tondelli «Χωριστά δωμάτια»

Για την αγάπη, τη θλίψη και την κουίρ ταυτότητα στην Ευρώπη 



Γράφει ο Θεόδωρος Γρηγοριάδης

Μετάφραση: Δέσποινα Γιαννοπούλου, εκδόσεις Πόλις, 2025


Ο συγγραφέας Πιερ Βιτόριο Τοντέλι έγραψε κυρίως τη δεκαετία του ’80 αλλά εξακολουθεί να διαβάζεται στην Ιταλία, καθώς τα βιβλία του κυκλοφορούν σε «κλασική» σειρά και τροφοδοτούν μελέτες για την ιταλική λαϊκή κουλτούρα και την γκέι κοινότητα.

Όπως συμβαίνει και με άλλους συγγραφείς, οι μελετητές του Τοντέλι διχάζονται στα δύο σημαντικότερα χαρακτηριστικά του έργου του: τον καθολικισμό και την ομοφυλοφιλία. Ορισμένοι καθολικοί διανοούμενοι προσπαθούν να ελαχιστοποιήσουν την ομοφυλοφιλία του δίνοντας έμφαση στην οικουμενικότητα του έργου του, εκμεταλλευόμενοι και τον καθολικισμό στον οποίο στράφηκε στα τελευταία, μοιραία, χρόνια της ζωής του[1]. Σ’ αυτά προστίθεται και η αποσιώπηση του συνδρόμου του AIDS από τον ίδιο τον Τοντέλι, ο οποίος πέθανε το 1991 μόλις 36 ετών.

Ο Πιερ Βιτόριο Τοντέλι γεννήθηκε στο Κορέτζο το 1955, κοντά στη Ρέτζο Εμίλια. Τη δεκαετία του ’70 σπούδασε θεωρία λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο της Μπολόνια. Στο πανεπιστήμιο έγραψε το πρώτο του βιβλίο, «Altri Libertini» (1980), που κατηγορήθηκε για τις αναφορές στην ομοφυλοφιλία και τη χρήση ναρκωτικών και για ένα μεγάλο διάστημα αποσιωπήθηκε. Όμως το βιβλίο κέρδισε τελικά τους αναγνώστες και αυτός συνέχισε να πειραματίζεται λογοτεχνικά ασκώντας παράλληλα κριτική σε κοινωνικούς θεσμούς, ακόμη και στον στρατό. Το μυθιστόρημα «Ρίμινι» (1985), πολυφωνικό και πολυδιάστατο, ήταν επίσης ευπώλητο[2].

Τα Χωριστά δωμάτια (1989), το τελευταίο του έργο, εκδόθηκε όσο ζούσε. Το μυθιστόρημα αναπτύσσεται σε «τρεις κινήσεις», σαν τρία μέρη μιας μουσικής συμφωνίας αλλά και σαν τις μετα-κινήσεις του 32χρονου Λέο, πετυχημένου συγγραφέα, ο οποίος ταξιδεύει στην Ευρώπη μετά τον θάνατο του νεαρού αγαπημένου του Τόμας, ενός Γερμανού πιανίστα. Ο Λέο αισθάνεται ήδη γερασμένος, ανασφαλής, αποκομμένος από τις ρίζες του, έχει βιώσει τη διαφορετικότητά του και είναι αποφασισμένος να ζήσει χωρίς σύντροφο. Με τον Τόμας είχαν γνωριστεί σε ένα φιλικό πάρτι, συνέχισαν τη διασκέδαση σε κλαμπ με όλα τα χαρακτηριστικά της δεκαετίας του ’80, χορεύοντας το «I feel love» κάτω από την περιστρεφόμενη ντισκόμπαλα, πίνοντας κονιάκ και ακούγοντας βινύλια στο πικ απ. Ο Λέο πειραματίζεται με ψυχοτρόπα ναρκωτικά, βιώνει εξωσωματικές προβολές και την κοσμική μοναξιά, το απόλυτο Τίποτα. Η ωριμότητά του είναι χαρακτηριστική. Αναλύει τα πάντα γύρω του αλλά και αυτοαναλύεται, αισθάνεται μέρος της γκέι κοινότητας αλλά, μαζί με τον Τόμας, διεκδικούν τη δική τους μοναδικότητα, αταξινόμητοι, όπως πιστεύουν, ανάμεσα στους άλλους. Ακόμη και η ερωτική τους σχέση στηρίχτηκε όχι πάνω στη μονιμότητα αλλά στην απόσταση και την περιοδικότητα. Ζούσαν για μεγάλα χρονικά διαστήματα σε χωριστές πόλεις, σε χωριστά δωμάτια και αυτό -ενδεχομένως- να επανατροφοδοτούσε τον έρωτα και την επιθυμία.


Η φρίκη της Ιστορίας


«Τώρα η παράσταση τελείωνε. Οι πατέρες, οι μητέρες, η Εκκλησία, το κράτος, τα ληξιαρχεία ξαναεπέβαλαν την κυριαρχία τους…» Καθώς ταξιδεύει με τρένο στην Ευρώπη, με χαλαρούς ρυθμούς, προσπαθεί να ξεφύγει από τα όρια του σώματός του και την οδύνη της απώλειας. Ταυτίζει τον χαμό του Τόμας με την Ιστορία της χώρας και της γλώσσας του, με τη φρίκη της Ιστορίας. Η Ευρώπη φέρνει στον νου μνήμες πολέμου, καταστροφών, την αποικιοκρατική της επιβολή, εντοπίζει την ανισότητα που επιβάλλεται στις λαϊκές τάξεις και τους μετανάστες. Το πένθος του Λέο είναι το πένθος ενός διανοούμενου για την τύχη της ηπείρου του, που θυμίζει σκηνικό ταινίας του Γκοντάρ, μια νεκρή Ευρώπη (που θα διασχίσει αργότερα και ο Χρήστος Τσιόλκας). Ο Λέο εύχεται να δικαιωθούν οι μετανάστες, δεν πρόλαβε όμως να δει την συμπατριώτισσά του Μελόνι να εκπονεί τα σχέδια εκτοπισμού τους και να αμφισβητεί τα δικαιώματα της LGBTQ+ κοινότητας.

Για μεγάλο διάστημα ο Λέο εγκλωβίζεται δημιουργικά, δεν γράφει όχι επειδή δεν μπορεί αλλά επειδή δεν θέλει: «Γιατί το σώμα του αρχίζει να τρίζει από το βάρος όσων είναι γραμμένα πάνω του». Ενώ το σώμα του Τόμας, σε μια πολύ οδυνηρή περιγραφή, αποσυντίθεται αγιάτρευτα. Η περιπλάνηση τον οδηγεί στη γενέτειρά του, μια πολίχνη στην κοιλάδα του Πάδου. Εκεί θα ακολουθήσει τον Επιτάφιο της Μεγάλης Παρασκευής, μια νεκρική πομπή που τον αναστατώνει· η περιφορά του πόνου επιβαρύνει την ψυχοσωματική του κατάσταση, η μνήμη του Τόμας αναμοχλεύει τις ενοχές του, ξαναθυμάται τις θυελλώδεις προστριβές ανάμεσά τους. Τελικά κάποιοι φίλοι θα του προσφέρουν ένα δίχτυ προστασίας, μια ιδιότυπη οικογένεια, αφού η πολιτεία δεν το είχε φροντίσει (μόλις το 2016 επιτράπηκε το σύμφωνο συμβίωσης στην Ιταλία).


Πολυσχιδείς όψεις της ομοφυλόφιλης ύπαρξης

Στο μικρό σχετικά μυθιστόρημα ξεπροβάλλουν τα θέματα μιας γενιάς που διεκδίκησε την ερωτική της απελευθέρωση και την κοινωνική ισότητα και που συνεθλίβη από το μοιραίο -ακόμη τότε- σύνδρομο του ΑIDS. Ο συγγραφέας δεν το κατονομάζει αλλά το υπονοεί, ούτε η λέξη γκέι εντοπίζεται παρά μόνον η «ομοφυλοφιλία» ως όρος σε μια γενικευμένη απόφανση. Ωστόσο το μυθιστόρημα είναι μια περιεκτική καταγραφή της κουίρ ταυτότητας, όπως διαμορφωνόταν στη συντηρητική Ιταλία και στην Ευρώπη φτάνοντας μέχρι την πιο απελευθερωμένη Αμερική. Σημαντικές προσωπικότητες της γκέι κουλτούρας, ανάμεσά τους ο Φασμπίντερ και ο Ώντεν, αναφέρονται επίσης, με ιδιαίτερη έμφαση στον Κρίστοφερ Ίσεργουντ του οποίου το μυθιστόρημά του «Ένας άντρας μόνος» (1964)[3] υπήρξε καθοριστικό στην γκέι λογοτεχνία, καθώς θεματοποίησε την απώλεια του ερωτικού συντρόφου και τη μοναξιά που ακολουθεί.

Το μυθιστόρημα του Τοντέλι καταδύεται στις πολυσχιδείς όψεις της ομοφυλόφιλης ύπαρξης, από την αέναη αναζήτηση και τις εφήμερες συνευρέσεις, σημαδεμένες από τα παραισθησιογόνα της εποχής και την ευφορία του χασίς, έως την εμπορευματοποίηση της επιθυμίας και το αβάσταχτο βάρος της ματαίωσης και της κατάθλιψης. Ωστόσο, μέσα από τις στάχτες, αναδύεται η ίδια η επιθυμία ως αστείρευτη πηγή ζωής. Πάντως, στο τέλος της διαδρομής του Λέο επανέρχεται η έμπνευση, η λυτρωτική γραφή μέσα από την κοινωνική αφύπνιση και τη δημιουργική παρατηρητικότητα.

Το τελευταίο μυθιστόρημα του Τοντέλι ήταν η διαθήκη του για τις επόμενες γενιές. Στο πρόσφατο μυθιστόρημα του Ιταλού συγγραφέα Αλμπέρτο Γκαρλίνι «Όλοι θέλουν να χορεύουν»[4], ο Τοντέλι εμφανίζεται ο ίδιος ως χαρακτήρας του μυθιστορήματος! Στο μεταξύ ο σκηνοθέτης Λούκα Γκουαντανίνο ετοιμάζει την επόμενη ταινία του βασισμένη στα Χωριστά δωμάτια, συνεχίζοντας τη θεματική των δύο τελευταίων του ταινιών πάνω στις ομοερωτικές σχέσεις μεγαλύτερων αντρών με νεαρότερους, που βασίζονται σε λογοτεχνικά μυθιστορήματα. Τα άλλα δύο μυθιστορήματα της είναι το «Queer»,[5] του Ουίλιαμ Μπάροουζ, και το «Να με φωνάζεις με το όνομά σου»,[6] του Αντρέ Ασιμάν, ο οποίος έγραψε και την εισαγωγή στα Χωριστά δωμάτια στην πρόσφατη έκδοση της αγγλικής μετάφρασης.


Σημειώσεις:

1. Luca Prono: www .glbtq.com 2003.

2. Εκδόσεις Δελφίνι, 1996, μτφ. Κούλα Καφετζή.

3. Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, 1993, μτφ. Λουκάς Θεοδωρακόπουλος.

4. Εκδόσεις Πόλις, 2021, μτφ. Αχιλλέας Κυριακίδης.

5. Εκδόσεις Τόπος, 2011, μτφ. Γιώργος Μπέτσος.

6. Εκδόσεις Μεταίχμιο, 2018, μτφ. Νίκος Α. Μάντης.


Ιούνιος  8, 2025  ΕΠΟΧΗ, Η εποχή των βιβλίων



Τετάρτη 30 Απριλίου 2025

Η συνέντευξη στο περιοδικό ΡΕΥΜΑΤΑ

 




Το περιοδικό "Ρεύματα" κυκλοφόρησε από το 1991 μέχρι το 1997 και φιλοξένησε πολλά κείμενο πεζογραφίας, άρθρα, δοκίμια και συνεντεύξεις. Στον τόμο αυτό συγκεντρώθηκαν είκοσι τέσσερις συνεντεύξεις συγγραφέων που προέκυψαν από την συζήτηση ανάμεσα στον συγγραφέα και έναν ομότεχνο κριτικό ή συγγραφέα.

       Η δική μου συνέντευξη με την Κατερίνα Σπυροπούλου, μια από τις πιο εκτενείς που έκανα ποτέ,  δημοσιεύτηκε στο τεύχος 38 το καλοκαίρι του 1997, πιθανώς το τελευταίο τεύχος του περιοδικού. Μάλιστα είμαι και ο νεότερος συγγραφικά ανάμεσα στους είκοσι τέσσερις. Είχα εκδώσει ως τότε τρία μυθιστορήματα και μία συλλογή διηγημάτων από τον Κέδρο. Ξαναδιαβάζω τα λόγια και τις σκέψεις μου, μου αρέσει η ροή της συζήτησης, το πόσο διαβασμένη είναι η συνομιλήτριά μου και πόσο χαλαροί είμαστε στα πλαίσια του φιλόξενου περιοδικού που εξέδιδε ο Ντίνος Σιώτης. 

      Τη δεκαετία του 90 οι συνεντεύξεις δεν ήταν τόσο αυτονόητες όπως σήμερα και ήταν τιμητικό να σε επιλέγουν ανάμεσα στα σπουδαία τότε ονόματα της λογοτεχνίας. Δυστυχώς η πάροδος του χρόνου μας στέρησε τους δώδεκα από τους είκοσι τέσσερις ανθολογούμενους. Ίσως ο τίτλος του τόμου αυτού "Είκοσι τέσσερις συγγραφείς γράφουν λογοτεχνική Ιστορία" να είναι πιο αρμοστός σε όσους πέρασαν από την άλλη πλευρά της Ιστορίας.




Κυκλοφορεί στα βιβλιοπωλεία. 2025. 

Παρασκευή 25 Απριλίου 2025

Καινούργιο διήγημα

 


Στο τεύχος 81 (άνοιξη 2025) του περιοδικού "(δε)κατα",  αφιερωμένο στο "διήγημα", υπάρχει το δικό μου διήγημα "Αισχύλου 3/Σκοτεινό όνειρο". Επειδή το περιοδικό, που εκδίδει ο ποιητής Ντίνος Σιώτης, δεν κυκλοφορεί σε διαδικτυακή μορφή, σεβόμενος την αποκλειστικότητα, δεν θα το αναρτήσω στον προσωπικό μου ιστότοπο τουλάχιστον μέχρι το επόμενο τεύχος. Το διήγημα αυτό είναι το δεύτερο που γράφω μέσα στο 2025.

Δευτέρα 7 Απριλίου 2025

Ισπανόφωνες εκδοχές της κουίρ γραφής

 



Γράφει ο Θεόδωρος Γρηγοριάδης


Αλάνα Σ. Πορτέρο «Κακή συνήθεια», μετάφραση: Μαρία Παλαιολόγου, εκδόσεις Πατάκης, 2024

Καμίλα Σόσα Βιγιάδα «Τα παλιοκόριτσα», μετάφραση: Αχιλλέας Κυριακίδης, εκδόσεις Οpera, 2023


Ισχυρή η παρουσία της ισπανόφωνης λογοτεχνίας, με το προνόμιο της κοινής γλώσσας που μιλιέται σε διαφορετικές χώρες και ηπείρους. Θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για μια σπανιόλικη εκδοχή της κουίρ γραφής; Σε δύο βιβλία, που εκδόθηκαν πρόσφατα, εντοπίζουμε ορισμένα κοινά στοιχεία τόσο θεματικά όσο και υφολογικά. Αμφότερα είναι μεθύστερες αφηγήσεις, μάλιστα και στους δύο τίτλους ελλοχεύει το κακό (mala).

Η Αλάνα Πορτέρο γεννήθηκε στη Μαδρίτη το 1978 και σπούδασε στο Αυτόνομο Πανεπιστήμιο της Μαδρίτης. Δραστήριο μέλος της ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητας εξέδωσε το βιβλίο της «Κακή συνήθεια» (La mala costumbre) το 2023 με μεγάλη επιτυχία, ενώ μεταφράζεται σε πολλές γλώσσες. Πρόκειται για ένα μικρό μυθιστόρημα, σε είκοσι εννέα κεφάλαια, που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και αυτομυθοπλασία, μιας και η πρωτοπρόσωπη αφηγήτρια, η Σέμπρε, ταυτίζεται με τη συγγραφέα. 

Η ηρωίδα του βιβλίου μεγαλώνει τη δεκαετία του 1980 στο περιθωριοποιημένο, εργατικό, προάστιο Σαν Μπλας της Μαδρίτης, όπου κακοποιούνται οι γυναίκες από τους συζύγους τους και όπου τα νέα παιδιά πεθαίνουν από τα ναρκωτικά ως «μαζική εκτέλεση αντιφρονούντων ενός καθεστώτος που είχε βρει τον τρόπο να διαιωνιστεί». Καταπιέζεται μέσα στο φαλλοκρατικό σπίτι -ο ταυρομάχος γιος που περίμεναν μάλλον δεν θα φανερωθεί- αντιθέτως τα πρότυπά της είναι οι ποπ τραγουδίστριες και οι πανέμορφες σταρ· διαβάζει, πηγαίνει σινεμά και βυθίζεται στη θλίψη καθώς η «δυσφορία» που νιώθει μέσα στο αγορίστικο σώμα της διογκώνεται, την πνίγει. Αρχίζει να συχνάζει σε στέκια των τραβεστί και των τρανσέξουαλ της εποχής έχοντας πρότυπο την τρανς Μαργαρίτα. Τότε δεν είχε κυριαρχήσει ακόμη ο όρος τρανς αλλά και να υπήρχε, η προσφώνηση μιας τρανς στο αστυνομικό τμήμα ήταν το σαρκαστικό «κύριε».

Μιλώντας για λογαριασμό μιας ολόκληρης γενιάς

Η Σέμπρε, στα δεκατέσσερά της, θα ερωτευτεί τον Γαλλοαμερικανό Τζέι, μια σχέση αξέχαστη «per sempre» (για πάντα), απολαμβάνοντας ερωτικά και συναισθηματικά την επαφή τους. Η μεταμόρφωσή της σε τρανς θα γίνει σταδιακά, μέσα από το πιο αποδεκτό, γκόθικ, ντύσιμο ωστόσο η απόρριψη και η περιφρόνηση του κόσμου θα την ακολουθεί όσο εντάσσεται στον κόσμο της νυχτερινής περιπλάνησης. Στις νύχτες της προσδίδει μια τελετουργικότητα, δύσκολο να διατηρηθούν οι ρόλοι την επόμενη, φωτεινή μέρα και όπου δεν θα μπορεί να εμπιστευτεί κανέναν. Οι ουλές, οι ρωγμές και τα σημάδια παραμένουν μέσα και πάνω στο σώμα και το πέρασμα στην «άλλη μεριά» είναι ένας καθημερινός θάνατος. Θα υπερισχύσει η θέληση, η προάσπιση της επιθυμίας, ο πόθος, το καπρίτσιο. Η τελευταία φράση του βιβλίου της «Ήμουν όλες οι γυναίκες» είναι καθοριστική: όλες οι γυναίκες της μυθολογίας, της γειτονιάς και του κόσμου αλλά εκείνες που επέλεξαν να είναι. Η πορεία της Πορτέρο, μέσα από αγώνες και διαρκή επιμόρφωση, περνάει ένα γερό κοινωνικό μήνυμα. Πώς ένα παιδί, που ασφυκτιά στο σώμα του, μπορεί να επαναπροσδιοριστεί μιλώντας για λογαριασμό μιας ολόκληρης γενιάς και κάθε καταπιεσμένης μειονότητας.

Το βιβλίο είναι γραμμένο με συγκρατημένη ευαισθησία παρά τις σκληρές του κορυφώσεις. Το αγάπησε πολύ ο Αλμοδόβαρ, πρότυπο της ηρωίδας, ενώ η δημοφιλής τραγουδίστρια Ντούα Λίπα το πρόβαλε στο δικό της book club, στο Service95. Σε μια πρόσφατη συνέντευξη της στον δημοσιογράφο Γιώργο Νάστο, η Πορτέρο ανέφερε[1]: «Στη λογοτεχνία, μία από τις καλύτερες συγγραφείς της εποχής μας είναι η Καμίλα Σόσα Βιγιάδα».


Έτσι αρχίζει η πορνεία


Η Βιγιάδα έχει γράψει τα Παλιοκόριτσα (Las malas) το 2019, με τεράστια επιτυχία. Η μετάφραση στα ελληνικά χρηματοδοτήθηκε από το κρατικό πρόγραμμα μετάφρασης της Αργεντινής. Γεννήθηκε στην Κόρδοβα της Αργεντινής το 1982, σπούδασε και έπαιξε στο θέατρο. Όμως η πορεία της δεν ήταν καθόλου εύκολη από τη στιγμή που συνειδητοποίησε ότι δεν ανήκε στο φύλο που γεννήθηκε. Το βιβλίο της περιγράφει πόσο βασανίστηκε από τον μέθυσο πατέρα της, τη διαφυγή της στον κόσμο των τρανς (τις αποκαλεί τραβεστί για την ιστορικότητα του όρου) για να καταλήξει στην καρδιά της πόλης, στο Πάρκο Σαρμιέντο που, αν και μισοσκότεινο, παρείχε ένα δίχτυ ασφαλείας. «Έτσι αρχίζει η πορνεία», γράφει.

Ο κόσμος της είναι αληθινός, αλλά μεταμορφωμένος, δραπετεύει και στο φανταστικό, στον μαγικό ρεαλισμό με τους Ακέφαλους Άντρες, τη γυναίκα πουλί, τη λύκαινα που μισούσε την πανσέληνο. Περισσότερο μυθοπλαστική από την Πορτέρο, αναπλάθει τα αληθινά γεγονότα προσδίδοντας μια δραματικότητα και αναπαραστατικότητα, είναι ασυγκράτητη και αθυρόστομη, δεν υποκύπτει στη λογοτεχνική ευπρέπεια. Στο υπόβαθρο, μια παραπαίουσα χώρα, μια κοινωνία με ελάχιστα ανακλαστικά στη διαφορετικότητα. Και εκείνες, οι τρανς, αναρωτιούνται πώς να επιβιώσουν αποκλεισμένες σε ένα εχθρικό τοπίο. «Η διαφάνεια, η μεταμφίεση η αορατότητα και η οπτική σιωπή ήταν η μικρή καθημερινή μας ευτυχία. Οι στιγμές χαλάρωσης».

Η Βιγιάδα περιγράφει πολλές κοπέλες σαν κι εκείνη με όλα τους τα κουσούρια και τις προσδοκίες. Μέσα από τους πελάτες τους προβάλλονται οι ταξικές και σεξουαλικές διαφοροποιήσεις τους. «Ο κόσμος του πόθου δεν είναι πάντα τόσο λαμπερός», όμως οι τρανς αναδεικνύονται ως Ιερές μορφές και Μητέρες, θυμίζοντας σε ορισμένες σκηνές σελίδες του Ζενέ και τη Μάμα Ρόμα του Παζολίνι.

Δικές μας φωνές

«Να φεύγεις από παντού. Αυτό σημαίνει να ’σαι τραβεστί». Όμως αυτό το φευγιό από τον τόπο, από το φύλο, από το σώμα σου, δεν αφήνει ανέπαφα τα σώματα και τα μυαλά. Η Βιγιάδα, όπως και η Πορτέρο, παλεύουν να επιβιώσουν και είναι θαυμαστό που επέζησαν και κατάφεραν να καταγράψουν τις ιστορίες τους και να τις εκθέσουν στο ευρύτερο αναγνωστικό κοινό. Βεβαίως γνωρίζουν ότι στον χώρο της ισπανόφωνης LGBTQ+ λογοτεχνίας έχουν προϋπάρξει σπουδαίοι συγγραφείς, ποιητές και στοχαστές: Ο Λουίς Θερνούδα, ο Ρεϊνάλντο Αρένας, ο Μανουέλ Πουίχ, ο Χουάν Γκοϊτισόλο, ο Χοσέ Λεσάμα Λίμα, ο πρωτοπόρος Πέδρο Λεμεμπέλ. Μαζί τους συνεχίζουν να γράφουν οι νεότεροι σε διαφορετικά πεδία: η Μαριάνα Ενρίκες, ο Πολ Μπ. Πρεθιάδο, η Κάρμεν Μαρία Ματσάδο, η Σούζι Σοκ κ.ά.

Αυτομυθοπλασία ή μαρτυρία, ακτιβισμός ή λογοτεχνία; Το queerness διαρρηγνύει τις ταυτοτικές κατηγοριοποιήσεις, προτάσσοντας την προσωπική επιλογή και την ισότιμη κατάταξη στον ετεροκανονικό λογοτεχνικό κανόνα. Ας αναλογιστούμε πόσοι συγγραφείς, μίλησαν μέσα από κλειστές ντουλάπες μισανοίγοντας μια χαραμάδα για να μπει μια ακτίνα φωτός, λίγο δροσερό αεράκι. Γι’ αυτό και τα κείμενα των δύο τρανς συγγραφέων είναι κοινωνικά ντοκουμέντα, αντίβαρα στον ραγδαίο, διεθνή και εγχώριο, εκφασισμό του 21ου αιώνα. Φωνές μοναδικές, φωνές δικές μας.


Σημείωση:

1. ΒΗΜΑgazino 12/03/25 «Χρησιμοποιώ το σκοτάδι για να χτίσω κάτι όμορφο»


Εποχή, Η εποχή των βιβλίων 5/04/2025




Πέμπτη 3 Απριλίου 2025

Κριτική για το Ελσίνκι της Τρισεύγενης Γιαννακοπούλου

 


Στο blog της Βιβής Γεωργοντοπούλου  "Λέσχη Ανάγνωσης του "Degas"/, ένα από τα παλιότερα και πιο δραστήρια λογοτεχνικά blog στο διαδίκτυο, δημοσιεύεται η κριτική αυτή.

Γράφει η Τρισεύγενη Γιαννακοπούλου:

          "Σε αυτό το σύντομο σημείωμα δεν θα επαναλάβω όσα εύστοχα παρατηρούν για το βιβλίο του Θεόδωρου Γρηγοριάδη Ελσίνκι για τις λογοτεχνικές και όχι μόνο αρετές του οι Γιώργος Περαντωνάκης στην Bookpress, Αλέξανδρος Ζωγραφάκης στο http://www.istos.gr/literature/reviews, και Νίκος Μπακουνάκης στη LiFO. Θα ήθελα να εμβαθύνω κάπως περισσότερο στην ψυχολογία των δύο κεντρικών χαρακτήρων στα πλαίσια του μεταναστευτικού φαινομένου και να διατυπώσω κάποιες σκέψεις σχετικά με την «ένταξη» των μεταναστών.

Ο Αβίρ είναι  μετανάστης και ως τέτοιος μετακινείται εκούσια σε μία χώρα προκειμένου να εγκατασταθεί εκεί ως μόνιμος κάτοικος ή μελλοντικός πολίτης της. Δεν εξαναγκάζεται να μεταναστεύσει, με τη στενή έννοια, τουλάχιστον όχι κάτω από τι πιεστικές συνθήκες των κινδύνων που απειλούν ένα πρόσφυγα. Έρχεται μόνος έχοντας εγκαταλείψει την οικογένειά του, την πατρίδα του, τη γλώσσα του. Αισθάνεται νοσταλγία, µοναξιά, αλλοτρίωση ακόμα και ενοχή. Ο Αβίρ από κάθε άποψη είναι «στον αέρα», όχι όμως σε έναν αέρα ελευθερίας αλλά σε ένα αποπνικτικό περιβάλλον εξαναγκασμού, διότι, ενώ έχει απαλλαγεί από τα δεσμά της παραδοσιακής κοινωνίας όπου μεγάλωσε, βρίσκεται κάτω από την πιεστική ανάγκη της προσαρμογής και της «ενσωμάτωσης» που συνεπάγεται την αναγκαστική εγκατάλειψη της γλώσσας του, του πολιτισμικού περιβάλλοντός του, της αίσθησης του «ανήκειν». Δέχεται πιέσεις σε κοινωνικό, πολιτιστικό και πνευµατικό επίπεδο και είναι διχασμένος ανάμεσα σε αυτό γνωρίζει καλά αλλά για διάφορους λόγους απορρίπτει, δηλαδή την παραδοσιακή Ανατολή ή τον «φτωχό Νότο» της προέλευσής του και σε αυτό που ελπίζει ότι θα είναι καλύτερο, δηλαδή την νεωτερική πλούσια Δύση. Εκεί όμως οι πολιτισμικές αξίες του θεωρούνται ξεπερασμένες, γελοίες, ενίοτε επικίνδυνες. Αν θέλει να επιβιώσει είναι υποχρεωµένος να ανασυγκροτήσει και να  αναπροσαρµόσει τις αξίες του στις απαιτήσεις των νέων κοινωνιών µέσα στις οποίες καλείται να ζήσει.

Στις διαδρομές του από τη γενέθλια γη στην Αθήνα και τη Φινλανδία και πάλι πίσω, ο συγγραφέας μάς δίνει με λιτό αλλά σαφή τρόπο την τραγική μοίρα του μετανάστη που φεύγει και απαρνείται τις ρίζες του για να αναζητήσει κάτι καλύτερο. Αυτό το φευγιό του γίνεται με μεγάλο προσωπικό κόστος, συνοδεύεται από έλλειψη σταθερότητας, από μια συνεχή ανασφάλεια. Ο Αβίρ επιδιώκει να βιώσει λάθρα μέσα από περίπλοκες διαδρομές και πλαστά διαβατήρια, να αποφύγει να γίνει στόχος, να μην προκαλέσει το νόμο, να επιζήσει στο περιθώριο. Η ομοερωτική ιδιότητά του, τού δημιουργεί ενοχές, τον καθιστά ακόμα πιο ευάλωτο και του επιβάλλει να είναι ακόμα πιο προσεκτικός. Συμπιέζεται αφόρητα καθώς η ενέργεια και η νεανικότητά του  συγκρούονται με τις ανασφάλειές του. Μια από τις πολλές αρετές  του βιβλίου είναι ότι προσεγγίζει με ευαισθησία και διορατικότητα την ψυχολογία του μετανάστη, γιατί, κατά τη γνώμη μου, αυτός είναι στο επίκεντρο. Οι υπόλοιποι χαρακτήρες ακόμα και  ο Αντώνης δρουν κάπως περιφερειακά για να μας δώσουν το βάθος της τραγικότητας του Αβίρ.

Δυο λόγια για την «ένταξη». Η «ένταξη» αφορά αναγκαστικά αποβολή ενός μέρους της πολιτισμικής ταυτότητας του εντασσόμενου: ήθη και έθιμα, γλώσσα, θρησκεία.  Οι «Δυτικές» κοινωνίες ως κατ’ εξοχήν χώρες υποδοχής μεταναστών έχουν ένα πλούσιο και σκοτεινό παρελθόν αποικιοκρατίας. Φανερά ή υπόρρητα θεωρούν τα  πολιτιστικά και πολιτισμικά τους χαρακτηριστικά ανώτερα από αυτά των «ξένων», ιδιαίτερα των φτωχών ξένων. Ωστόσο, οι συνθήκες εξέλιξης κάθε κοινωνίας δεν είναι ούτε γραμμικές ούτε προδιαγεγραμμένες. Ίσως μια γυναίκα να μην αισθάνεται καλύτερα χωρίς τη μαντήλα που έχει συνηθίσει να φορά από παιδί και που ενδέχεται να αντιπροσωπεύει το χαμένο κόσμο της παιδικής της ηλικίας, δηλαδή η μαντήλα ενδέχεται να είναι ένα σύμβολο που δεν μπορούμε να γνωρίζουμε με βεβαιότητα τι ακριβώς αντιπροσωπεύει.  Είναι ίσως ο ίδιος λόγος που ο Αβίρ θέλει το σπίτι του στρωμένο  απ΄ άκρη σ’ άκρη με χαλιά γιατί έτσι έχει μάθει, γιατί είναι ένα κομμάτι από την πατρίδα του που δεν θέλει να αποχωριστεί. Ας ομολογήσουμε ότι, συνειδητά ή ασυνείδητα λειτουργούμε ως πολιτισμικά «ανώτεροι» ζητώντας από τους «άλλους» να «ενταχθούν». Μα, θα πει κάποιος, αυτοί κερδίζουν αφού έρχονται ζητώντας από τη «Δύση» δουλειά, σπίτι, μέλλον. Μισή αλήθεια, διότι και για τη «Δύση» η μετανάστευση εξασφαλίζει φθηνό εργατικό δυναμικό που είναι μια ένεση για την οικονομικής της επιβίωσης. Μήπως το οικονομικό «θαύμα» της μεταπολεμικής Γερμανίας δεν στηρίχθηκε στους gastarbeiders του ευρωπαϊκού νότου, οι οποίοι, ας σημειωθεί,  βίωσαν την απαξίωση που βιώνουν οι σημερινοί μετανάστες;

 Ο Αντώνης δρα ως στήριγμα και αντίβαρο του Αβίρ. Ζει στον τόπο του σαν το ψάρι στο νερό είναι καταξιωμένος στον τομέα του. Η ομοερωτική του ιδιότητα δεν έχει το βαρύ ενοχικό φορτίο που υπήρχε σε άλλες εποχές στις Δυτικές κοινωνίες. Ο αναγκεμένος μετανάστης έρχεται να συμπληρώσει το ψυχολογικό κενό της μοναξιάς και της έλλειψης οικογένειας του Αντώνη. Η σχέση τους, αν αφαιρεθεί το ερωτικό στοιχείο,  μοιάζει πολύ με μια σχέση πατέρα-γιου που εξ ορισμού δεν είναι ισότιμη. Αλλά η σχέση τους δεν είναι ούτε αμιγώς αγαπητική, όπως θα ήταν μια αληθινή σχέση πατέρα-γιου. Ένας αληθινός πατέρας σπάνια θα σχεδίαζε να χρησιμοποιήσει το παιδί του ως ήρωα σε κάποιο μυθιστόρημα.

Η σχέση των δύο κεντρικών ηρώων είναι κατά τη γνώμη μου η συμβολική σχέση της συνάντησης δύο κόσμων. Από τη μια βρίσκεται η ώριμη, νεωτερική, παρακμιακή και εξόχως υποκριτική «Δύση» που -έχοντας εν πολλοίς λύσει τα βασικά προβλήματα επιβίωσης (εις βάρος τίνος;) δρα με μειωμένες αναστολές, ευέλικτο ηθικό κώδικα, αποδυναμωμένες οικογενειακές σχέσεις- η «Δύση» λοιπόν έχει την πολυτέλεια να ασχολείται με υπαρξιακά προβλήματα και ευαισθησίες που συντηρούνται από τα «παθήματα των άλλων», όπως εύστοχα τονίζει ο συγγραφέας στη σελίδα 97. Από την άλλη βρίσκεται ο νέος σε ηλικία αλλά παραδοσιακός, ταλαιπωρημένος και φτωχός «Νότος» που αναζητά ένα νέο ξεκίνημα καταβάλλοντας το πανάκριβο αντίτιμο της αναγκαστικής «ενσωμάτωσης» και αλλοτρίωσης. Η σχέση τους είναι άνιση, γεμάτη πάθος, ένταση και αβεβαιότητα αλλά είναι εκ των προτέρων καταδικασμένη στην απώλεια: αφενός του αγαπημένου προσώπου και αφετέρου της ουτοπίας που αντιπροσωπεύεται από τον τίτλο, εκείνου του τόπου δηλαδή όπου οι προσδοκίες και τα όνειρα πραγματοποιούνται.

Η αρχή του τέλους της ουτοπίας γράφεται πρώτα με την διακοπή της σχέσης των δύο ανδρών που διαφαίνεται στην τελευταία μέρα που είναι μαζί στο Ελσίνκι χωρίς να ξέρουν και οι ίδιοι πως δεν θα ιδωθούν ποτέ ξανά: «Βγαίνοντας στην αυλή, με ρώτησε αν προτιμούσα να πάμε μια βόλτα με το αυτοκίνητο, μόνοι: αρνήθηκα. Καλύτερα να βαδίσουμε λίγο είπα, χωρίς να υποψιαστώ αν η πρότασή του έκρυβε κάτι άλλο. Εκείνος άναψε αμέσως τσιγάρο», σελ. 199. Ο Αβίρ λαχταρά «μια βόλτα με το αυτοκίνητο μόνοι» και ο Αντώνης «δεν υποψιάζεται». Κατά τη γνώμη μου είναι ένα από τα καλύτερα σημεία του βιβλίου.

Ακολουθεί το τέλος της σχέσης του Αβίρ με τη γυναίκα του που διαφαίνεται  μέσα από τα ερωτήματα γιατί και από ποιους έγινε η ληστεία στο σπίτι τους: «ποιοι μπήκαν μέσα, πώς ήξεραν τόσο καλά τις κινήσεις τους […] σελ. 217. Και αμέσως μετά: «[Η Εβίν] κοιτάζει τον άντρα της με πόνο και καχυποψία, και πιάνει ένα στιγμιαίο βλέμμα του, λες κι εκείνος για λίγα μοιραία δευτερόλεπτα διαβάζει τη σκέψη της. Έτσι ξεκινά η αμφιβολία, σε ένα εκατομμυριοστό του δευτερολέπτου», σελ. 218. Γιατί «με καχυποψία;» Μπορούμε να κάνουμε πολλές εικασίες για τους λόγους της ληστείας που υποψιάζεται η γυναίκα και διακρίνουμε την πρώτη ρωγμή στη σχέση του ζευγαριού που χωρίζει μετά από δύο μήνες. Η γυναίκα ίσως ανακαλύπτει μια πλευρά του Αβίρ-που ίσως υποψιαζόταν από πριν αλλά δεν ήθελε να το παραδεχτεί, μήπως όλοι δεν πέφτουμε σε παρόμοιες παγίδες;

Έτσι, ο Αβίρ διακόπτει και τον δεύτερο στενό δεσμό του, (έχει ήδη «φύγει από την ευρύτερη οικογένειά του και την πατρίδα του), σβήνει ακόμα και τα ηλεκτρονικά ίχνη του. Στην διαδικασία αναζήτησης της ταυτότητΆς του προτιμά να γίνει «ο κανένας» μεταφορικά ή και στην κυριολεξία, δεν μπορούμε να ξέρουμε. 

Μήπως τελικά διάλεξε με τον τρόπο αυτό την απόλυτη ελευθερία;

Σάββατο 22 Μαρτίου 2025

Τα βιβλία της ζωής μου

 Αφιέρωμα της Bookpress




Από «Το κοριτσάκι με τα σπίρτα» μέχρι τη «Νανά» και από τα «Ποιήματα» του Καβάφη μέχρι τη «Στέπα», αυτά είναι κάποια από τα βιβλία της ζωής του Θεόδωρου Γρηγοριάδη.

Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός

Το πρώτο βιβλίο που θυμάμαι

Πρώτη δημοτικού μου δώρισαν το Κοριτσάκι με τα σπίρτα του Άντερσεν, εικονογραφημένο.

andersen paramythia

Δεν έχω σπαράξει στο κλάμα πιο πολύ. Να προσέχουμε τι χαρίζουμε... στα παιδιά.

Το αγαπημένο μου βιβλίο ως παιδί

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Παιδικά διηγήματα, εκδ. Άγκυρα 1969.

papadiamantis paidika diigimata

Φυσικά επρόκειτο για διασκευές κάποιων γνωστών του διηγημάτων. Στο εξώφυλλο ο Παπαδιαμάντης σαν βιβλική μορφή και ένα καΐκι που παλεύει στα κύματα. Το είχα μάθει απέξω, ταυτιζόμουν με τα συνομήλικα παιδιά και λίγο... με φόβιζαν ορισμένες ιστορίες.

Το βιβλίο που σημάδεψε την εφηβεία μου

Μέχρι την τρίτη γυμνασίου είχα διαβάσει πολλά λογοτεχνικά βιβλία και έγραφα σύντομες «κριτικές» στο προσωπικό μου ημερολόγιο.

zola nana

Η Νανά του Εμίλ Ζολά με είχε ταράξει με την τολμηρότητά της· τη διάβαζα κρυφά με ευχαρίστηση σε μια εποχή χούντας και κατηχητικού. Πρέπει να ήταν εκδόσεις Δαμιανός 1970.

Το βιβλίο που επηρέασε τη σκέψη μου

Τα ποιήματα του Κ.Π. Καβάφη.

kavafis poiimata

Το 1974 αγόρασα, πρωτοετής φοιτητής στη Θεσσαλονίκη, τον σκληρόδετο τόμο του ΙΚΑΡΟΥ με τα δύο βιβλία μαζί και το κορδόνι σελιδοδείκτη – παραμένει βιβλίο φετίχ στη βιβλιοθήκη μου. Στοίχιζε 180 δραχμές, σεβαστό ποσό για το ισχνό πορτοφόλι μου. Στην σχολή διαβάζαμε τον Καβάφη με τον Γ.Π. Σαββίδη που είχε επιμεληθεί φιλολογικά την έκδοση. Αυτά που ξεπήδησαν από την (τακτική έκτοτε) μελέτη του ήταν πρωτόγνωρα για έναν δεκαοκτάχρονο. Επιφοίτηση, επιφώτιση – για πάντα.

Το βιβλίο που με έκανε να θέλω να γίνω συγγραφέας

Τα μυθιστορήματα που διάβασα στην Αγγλική φιλολογία μου έδειξαν αφηγηματικούς τρόπους: Η Μύριελ Σπαρκ, ο Τζόζεφ Κόνραντ, η Βιρτζίνια Γουλφ, ο Χέρμαν Μέλβιλ. Όμως τα διηγήματα του Γιώργου Ιωάννου, όπως Η μόνη κληρονομιά, μου πρόσφεραν την ελληνικότητα της γλώσσας, το δικό μας αίμα.

ioannou i moni klironomiaioannou diko mas aima
  

Έτσι, εικοσάχρονος, προσπάθησα να τον μιμηθώ γράφοντας για πρώτη φορά διηγήματα-δοκιμές.

Το βιβλίο που ξαναδιαβάζω

Κάθε καλοκαίρι διαβάζω εναλλάξ την Οδύσσεια ή την Ιλιάδα σε διαφορετικές μεταφράσεις.

omyros odysseiaomyros iliada
  

Και κάθε φορά ξεπηδάει το διαχρονικό μεγαλείο του Ομήρου. Τα έχω συνδέσει τόσο πολύ με το ελληνικό καλοκαίρι σαν ειδωμένο μέσα από ελληνολάτρη Ζακ Λακαριέρ.

Το βιβλίο που χαρίζω

Τα διηγήματα του Τσέχοφ. Και ειδικά τη Στέπα.

chehov stepa

Δεν υπάρχει αναγνώστης που θα τα διαβάσει χωρίς να τον αγγίξουν. Λόγος ουσιαστικός, απροσποίητος, συμπυκνώνει όλη την ανθρώπινη διάσταση.

Το βιβλίο που άργησα να ανακαλύψω

Το Υπόγειο του Ντοστογιέφσκι αν και είχα διαβάσει τα ογκώδη του μυθιστορήματα.

dostojefski to ypogeio

Το τελείωσα πρόσφατα μέσα σε μια μέρα, το ξαναδιάβασα μια εβδομάδα μετά και σκοπεύω να ξανακατέβω στο συνταρακτικό υπόγειο της γραφής του.

Το βιβλίο που ντρέπομαι να λέω ότι έχω διαβάσει

Συνήθως δεν έχω τέτοιου είδους ντροπές... Προσέχω!

Το βιβλίο που διαβάζω τώρα

Stranger than Fiction: Lives of the Twentieth-Century Novel (2024) από τον Edwin Frank εκδότη της περίφημης λογοτεχνικής σειράς New York Review of Books Classics series.

frank Stranger than Fiction

Επαναπροσεγγίζει το μυθιστόρημα του 20ου αιώνα επιλέγοντας τριάντα τρία βιβλία εκ των οποίων μόνον τέσσερα είναι αμερικανικά. Δεν χρειάζεται να συμφωνείς πάντα μαζί του αλλά μιλάει πολύ απλά και μακριά από αυτάρεσκες ακαδημαϊκές αναλύσεις.


Λίγα λόγια για τον συγγραφέα

Ο Θεόδωρος Γρηγοριάδης γεννήθηκε στο Παλαιοχώρι Παγγαίου Καβάλας το 1956. Σπούδασε Αγγλική Φιλολογία στο Πανεπιστήµιο της Θεσσαλονίκης και δίδαξε αγγλικά στη δηµόσια εκπαίδευση. Έχει γράψει δώδεκα µυθιστορήµατα, τέσσερις συλλογές διηγηµάτων, µία νουβέλα, ένα αφήγηµα και έναν σκηνικό µονόλογο. Η Ζωή µεθόρια τιµήθηκε µε το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήµατος 2016. Το Τραγούδι του πατέρα βραβεύτηκε το 2019 µε το Βραβείο «Νίκος Θέµελης» του λογοτεχνικού περιοδικού Ο αναγνώστης και η Νοσταλγία της απώλειας µε το Βραβείο Διηγήµατος του ίδιου περιοδικού το 2023. Το µυθιστόρηµα Αλούζα, χίλιοι και ένας εραστές µεταφράστηκε στα αραβικά (2017), η συλλογή διηγηµάτων Γιατί πρόδωσα την πατρίδα µου στα δανέζικα (2021) και η συλλογή διηγηµάτων Η νοσταλγία της απώλειας στα γαλλικά (2024). Είναι µέλος της Εταιρείας Συγγραφέων. Τελευταίο του βιβλίο, το μυθιστόρημα Ελσίνκι (εκδ. Πατάκη).

pataki grigoriadis elsinki




Τρίτη 4 Μαρτίου 2025

Wolfgang Koeppen «Θάνατος στη Ρώμη»



Βάζοντας στο στόχαστρο τον ναζισμό που επιβιώνει

Μαρ 2, 2025  Εποχή, Εποχή των βιβλίων


Γράφει ο Θεόδωρος Γρηγοριάδης 


Μετάφραση: Βασίλης Τσαλής, εκδόσεις Κριτική, 2024


Μια ομάδα Γερμανών επισκεπτών έρχονται στη Ρώμη λίγο μετά τη λήξη του δεύτερου παγκόσμιου πολέμου. Δεν θα τους αποκαλούσες την πιο αρμονική παρέα, κάποιοι συγγενεύουν μεταξύ τους και κάποιοι θέλουν να ξεκόψουν. Ωστόσο, τους ενώνει ένα καλλιτεχνικό γεγονός, μια συμφωνική συναυλία είναι η αφορμή. Τρεις μέρες θα περιφέρονται στη πόλη, κουβαλώντας τις ιστορίες και τα πάθη τους που θα αποκαλυφθούν, εδώ, στην αιώνια πόλη. Ορισμένοι όμως συνδέονται προσωπικά με το αιματηρό ναζιστικό παρελθόν της χώρας τους.


Βασικός χαρακτήρας του μυθιστορήματος ο Γκότλιμπ Γιούντεγιαν, πρώην στρατηγός των SS, που κατάφερε να δραπετεύσει από το Βερολίνο στο τέλος του πολέμου και τώρα με άλλο όνομα αγοράζει παράνομα όπλα για λογαριασμό ενός Άραβα σεΐχη. Αμετανόητος, αδυσώπητος, ονειρεύεται την παλινδρόμηση του ναζισμού, αναριγεί στη σκέψη των εκτελεσμένων θυμάτων, αναπολεί τις στιγμές «μιας εποχής δίχως Γκαίτε» που πυροδότησε το κάψιμο των βιβλίων και την απαρχή του Χίτλερ. Καθώς χάνεται μέσα στην πόλη, στον λαβύρινθο από σοκάκια, προσεταιρίζεται ιδεολογικά τη διαχρονική της ιστορικότητα. Ταυτόχρονα έχει μόνιμα την υποψία ότι τον παρακολουθούν. «Η παράλυση πλανιόταν στην αρχαία ατμόσφαιρα αυτής της πόλης, παράλυση και συμφορά».


Ο συγγραφέας Βόλφγκανγκ Κέπεν τον παρακολουθεί κατά πόδας, δεν θα τον αφήσει να ξεφύγει, το τέλος του Γιούντεγιαν προδιαγράφεται, εντείνοντας την ανασφάλεια και τη διαίσθηση του κινδύνου. «Δεν ήθελε να πεθάνει. Ένιωθε την εγγύτητα του θανάτου. Δεν φοβόταν». Ο πρώην SS περπατάει στην πόλη μετά από χρόνια. Την τελευταία φορά που βρέθηκε στη Ρώμη ήταν με τον Μουσολίνι και ο Ιταλός δικτάτορας τον φοβόταν. Τώρα όμως ο κόσμος τον αγνοεί, πώς είναι δυνατόν να τον προσπερνά αδιάφορα το πλήθος, αυτόν που σκορπούσε τρόμο; Ο Γιούντεγιαν χώνεται σε μια σήραγγα, τον ρουφάει μέσα της σαν πύλη του κάτω κόσμου. Καθόλου τυχαία η προμετωπίδα του βιβλίου, «il mal seme d’ Adamo» προέρχεται από την Κόλαση του Δάντη.

Οι χαρακτήρες

Η γυναίκα του Γιούντεγιαν, η Εύα, παραμένει κλεισμένη στο δωμάτιό της, στο ξενοδοχείο, υστερική και πεισματάρα, ελπίζοντας να ανατείλει μια καινούργια εποχή στη Γερμανία και στην Ευρώπη· σαν ζευγάρι τους δένει το Τρίτο Ράιχ. Ο κουνιάδος του, πάλι, ο Φρίντριχ Πφάφρατ, ένας αξιοσέβαστος δήμαρχος, κατέφτασε με τη γυναίκα του και τους δυο γιους του, τον Ντίτριχ και τον Ζίγκφριντ του οποίου τη συμφωνία θα διευθύνει ο Κίρενμπεργκ, πρώην κρατούμενος στρατοπέδων συγκέντρωσης και νυν πλάνητας διευθυντής ορχήστρας. Όμως ο πατέρας ανησυχεί για την πορεία του Ζίγκφριντ. Θεωρεί ότι το έργο του, που θα παρουσιαστεί σε μια αίθουσα συναυλιών στη Ρώμη, είναι επηρεασμένο από τον μοντερνισμό και τον Σένμπεργκ και σύμφωνα με την προσαρμογή που θα κάνει ο Κίρενμπεργκ. Δυσφορεί επίσης που ο Ζίγκφριντ είναι ομοφυλόφιλος αναζητώντας νεότερους εραστές με κάθε ρίσκο.

Στο μεταξύ, ο γιος του Γιούντεγιαν, ο Άντολφ, ετοιμάζεται να χριστεί καθολικός ιερέας, είναι κι αυτός εδώ στη Ρώμη, δοκιμάζοντας την πίστη και τις πνευματικές του αντοχές. Ο Άντολφ νιώθει ότι η λαμπρή μεγαλοπρέπεια των ναών και του καθεδρικού του Αγίου Πέτρου τον συνθλίβουν. Παράλληλες πορείες για την κόλαση και για τη λύτρωση. Ο Ζίγκφριντ στο ποτάμι με τους πόρνους και μετά στα λουτρά, ο Άντολφ σε ένα μπουντρούμι βασανισμών, σε μια «ατμόσφαιρα τάφου», μια αποκαλυπτική σκηνή που απογειώνεται λογοτεχνικά. Θα αντικρίσει μετά τον πατέρα του σε μια άβολη στιγμή, θα δει τη γύμνια του, σωματική και ψυχική· ο μελλοντικός ιερέας θα κλονιστεί καθώς ο Ζίγκφριντ θα τον παρασύρει και σ’ άλλες γήινες εμπειρίες. 

Πολυεπίπεδο μυθιστόρημα

Πυκνό, πολυεπίπεδο μυθιστόρημα, που, παρά τη σχετικά μικρή του έκταση, δεν αφήνει κανέναν, ούτε τους χαρακτήρες αλλά ούτε και τον αναγνώστη, να χαλαρώσουν. Αυτή η ζοφερή αντι-ξενάγηση στην Αιώνια Πόλη, μόνον τουριστική δεν θα την αποκαλούσαμε, ούτε καν πρωθύστερα φελινική, (αν πήγαινε εκεί το μυαλό μας σε κάποιες στιγμές), είναι μια πόλη σκιών και βεβαρημένης ιστορικής μνήμης. Οι Γερμανοί σέρνονται σαν φαντάσματα, προσδοκώντας την «ανάσταση» της καταρρακωμένης χώρας τους. Ο αφηγηματικός λόγος του Κέπεν είναι ορμητικός, δεν φείδεται εκφραστικών μέσων, εξωστρεφής σε αντίθεση με την εγκλωβισμένη προσωπικότητα των ηρώων του. Στην ίδια σελίδα μιλάνε διαφορετικές φωνές: ο Ζίγκφριντ στο πρώτο πρόσωπο, με την αμεσότητα της εσωτερικής φωνής, σε αντιδιαστολή με το τρίτο πρόσωπο των υπολοίπων, του πατέρα και του θείου, των αδίστακτων συγγενών.

Η επίσκεψη, η εγκατάσταση, η μετατόπιση σε μια άλλη χώρα δεν αφήνει ποτέ ανεπηρέαστο τον ξένο επισκέπτη, πόσο μάλλον έναν καλλιτέχνη ή συγγραφέα. Η Ρώμη ανέκαθεν ενέπνεε τους δημιουργούς ανάλογα με τις προθέσεις τους. Ο Ναθάνιελ Χώθορν, τακτικός προσκυνητής, κάπου αποκάλεσε τη Ρώμη «ένα ψόφιο σε αποσύνθεση πτώμα». Ο Χένρι Τζέιμς την αποθέωσε και πιο πριν την αγκάλιασαν καλλιτεχνικά ο Μπάιρον, ο Σταντάλ, ο Γκόγκολ.

Όμως ο Τόμας Μαν σκιάζει την ιστορία του Κέπεν[1], όχι μόνον με τον Δόκτωρα Φάουστους αλλά και με τον Θάνατο στη Βενετία αφού η τελευταία φράση του μυθιστορήματος του Τόμας Μαν (που είναι και η δεύτερη προμετωπίδα στο βιβλίο του Κέπεν) ανατρέπεται από τον Κέπεν στο φινάλε του δικού του βιβλίου. Πάντως ο Βόλφγκανκ Κέπεν δεν θεωρητικολογεί, εκθέτει ασύστολα και άφοβα τους χαρακτήρες του, αυτό που θα κάνει ακόμη πιο ορμητικά ο Μπέρνχαρντ λίγα χρόνια μετά.

Ο συγγραφέας

Ο Γερμανός Βόλφγκανγκ Κέπεν (1906-1996) όσο ζούσε εξέδωσε μια τριλογία, τη λεγόμενη «Τριλογία της αποτυχίας», της οποίας το πρώτο μέρος, «Περιστέρια στη χλόη», κυκλοφορεί επίσης από τις εκδόσεις Κριτική στα ελληνικά από τον ίδιο έμπειρο μεταφραστή, τον Βασίλη Τσαλή. Ο Κέπεν ισχυριζόταν ότι στα είκοσί του είχε γνωρίσει τον Γιόζεφ Ροτ· η καριέρα του δεν κύλισε ατάραχα, ταλαιπώρησε πολύ και τον εκδότη του που επί δεκαετίες περίμενε ένα επόμενο έργο του. Το 1962 ο Κέπεν τιμήθηκε με το σημαντικό Βραβείο Büchner.

Το 1954, όταν εκδόθηκε το μυθιστόρημα, δεν το υποδέχθηκαν με θετικές κριτικές, καθώς στόχευε τον ναζισμό που ακόμη δεν είχε εκλείψει. Αυτές οι διαβρωτικές και σκοτεινές εικόνες του παρελθόντος, όπως επανερχόταν στις σκέψεις των μεταπολεμικών ναζιστών, δεν ήταν καθόλου ευκολοδιάβαστες. Αλλά ούτε και σήμερα θα είναι, αφού ο Κέπεν στοχάζεται πάνω στη μεταμόρφωση του γερμανικού έθνους καθ’ όλη τη διάρκεια του προηγούμενου αιώνα με προφητικές προβολές στον εικοστό πρώτο.


Σημείωση:

1. Florian Trabert «Il mal seme d’Adamo» Dante’s Inferno and the Problem of the Literary Representation of Evil in Thomas Mann’s Doktor Faustus and Wolfgang Koeppen’s Der Tod in Rom (ελεύθερο στο διαδίκτυο)


Pier Vittorio Tondelli «Χωριστά δωμάτια»

Για την αγάπη, τη θλίψη και την κουίρ ταυτότητα στην Ευρώπη  Γράφει ο Θεόδωρος Γρηγοριάδης Μετάφραση: Δέσποινα Γιαννοπούλου, εκδόσεις Πόλις,...