Δευτέρα 3 Νοεμβρίου 2008

Σώτη Τριανταφύλλου : απευθείας από το Ντητρόιτ


ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ ΝΤΗΤΡΟ’Ι’Τ


Panic in Detroit-2 Noεμβρίου 2008


Φέτος τον Νοέμβριο πήγα στο Ντιτρόιτ για τις αμερικανικές εκλογές∙ τον Αύγουστο του ’87 είχα πάει για μια συναυλία της Aretha Franklin. Η Aretha μόλις είχε μπει στο Rock’n’Roll Hall of Fame, κάτι που μου φαίνεται, εκτός από μια ακόμα διεστραμμένη αμερικανική επινόηση, σκέτoς εξευτελισμός. Και σαν να μη φτάνει αυτό, το Rock’n’Roll Hall of Fame βρίσκεται στο Κλήβελαντ του Οχάιο, ένα μέρος όπου κανείς δεν θέλει να πάει να χάσει τον καιρό του. Είτε μ’ αρέσει, είτε όχι, το Hall of Fame υπάρχει, και η Aretha ξετρελάθηκε απ’ τη χαρά της που τη δέχτηκαν ως μέλος. Δεν ξέρω γιατί. Για να φτάσω στο Ντητρόιτ, πήρα ένα αεροπλάνο της Northwestern – βρήκα ένα φτηνό εισιτήριο από κείνα που περιμένεις μήπως και δεν σκάσει μύτη κάποιος, και πράγματι πάντα κάποιος δεν σκάει∙ έτσι, την τελευταία στιγμή, ενώ ο πιλότος έχει πάρει κιόλας θέση στο κόκπιτ, σου δίνουν το εισιτήριο μισοτιμής. Ανεμίζοντας την κάρτα επιβιβάσεως, όρμησα στο αεροπλάνο και σωριάστηκα στη θέση με κομμένη την ανάσα. Έτσι, πήγα στο Ντητρόιτ.
Ενώ προσγειωνόμασταν, ένα άλλο αεροπλάνο της Northwestern έπεφτε μπροστά στα μάτια μας τη στιγμή που απογειωνόταν. Εκατόν πενήντα έξι άνθρωποι σκοτώθηκαν. Ο θάνατος διαγραφόταν στον ορίζοντα σε πολλαπλές εικόνες και ήχους: το αεροπλάνο χτύπησε στην αερογέφυρα του αυτοκινητόδρομου και κομματιάστηκε φλεγόμενο∙ καιγόταν με μια μεγάλη φωτιά που μαύριζε τον ουρανό. Αργότερα, μάθαμε πως επέζησε μονάχα ένα τετράχρονο κοριτσάκι που το έλεγαν Σισίλια. Τώρα η Σισίλια θα είναι είκοσι πέντε ετών.

Αυτή ήταν η πρώτη μου μέρα στο Ντητρόιτ, τον Αύγουστο του ‘87∙ μια πόλη ανάπηρη, κομματιασμένη. Σκέφτηκα το “Panic in Detroit” του David Bowie∙ δεν ήταν η πρώτη φορά που το σκεφτόμουν: ο πανικός ταιριάζει στο Ντητρόιτ. Πέντε χρόνια νωρίτερα, ενώ ταξίδευα προς την Καλιφόρνια μ’ ένα σαραβαλιασμένο αυτοκίνητο, είχα ανεβεί στο Ντητρόιτ – στο Ντητρόιτ ανεβαίνεις, στο Μαϊάμι κατεβαίνεις – κι εκεί έμπλεξα με μια παρέα που άκουγε hardcore – ποτέ δεν άκουγα hardcore με δική μου πρωτοβουλία, αλλά, πράγμα παράξενο, έμπλεκα κατ’ εξακολούθηση με hardcore παρέες – και πήγαμε σ’ ένα μπαρ, το Freezer Theater, που βρισκόταν στη λεωφόρο Κας, κοντά στο Μπρονξ Καφέ όπου δούλευε ένας φίλος μου από τη Νέα Υόρκη. Έκανε καριέρα στα καφενεία του Ντητρόιτ. Καταλήξαμε όλοι μαζί στο Freezer Theater επειδή εκεί έπαιζαν hardcore οι Negative Approach, και, όπως ήταν αναμενόμενο, η νύχτα εξελίχθηκε σε εφιάλτη. Ο εφιάλτης ταιριάζει στο Ντητρόιτ: κάποιος βρέθηκε νεκρός στην τουαλέτα του Freezer, και η αστυνομία μπούκαρε με τον τρόπο που μπουκάρει η αστυνομία στις Ηνωμένες Πολιτείες: σαν να επελαύνει ο στρατηγός Σέρμαν στον Πόλεμο της Απόσχισης. Κι αφού μπούκαρε, ανακάλυψε σύριγγες, φακελάκια με σκόνες, ένα σωρό junk, και shit και horse, δεν θυμάμαι ποια ήταν τότε η πιο συνηθισμένη λέξη για την πρέζα. Αργότερα, στο τμήμα, προσπαθούσα να πείσω τους μπάτσους ότι είχα «ανεβεί» στο δρόμο για την Καλιφόρνια, κι ότι θα μπορούσα να έχω «κατεβεί» προς το αναθεματισμένο το Κολάμπους του Οχάιο. Είπα: «Αισθάνομαι άτυχη. Θα μπορούσα να πάρω τον αυτοκινητόδρομο που διασχίζει το Οχάιο και να τα ’χω αποφύγει όλ’ αυτά.» Πανικός στο Ντητρόιτ. «Ήρθα μονάχα για τη μουσική,» πρόσθεσα. “Music, my ass!” σφύριζαν οι μπάτσοι εξετάζοντας τα μπράτσα μας και αναζητώντας ουλές∙ «πρεζάκια!», «καταραμένα πρεζάκια!» αναφωνούσαν εν χορώ. «Θα τεζάρετε, ρε!» «Μανάδες δεν έχετε; ρε! Πατεράδες δεν έχετε;» Κοιτούσα κι εγώ τα χέρια μου που ήταν άσπιλα εκτός από τη σφραγίδα του Freezer Theater στο εσωτερικό του καρπού. Αλλ’ αυτό δεν άλλαξε τίποτα. Έμεινα στο τμήμα μαζί με καμιά εικοσαριά οπαδούς των Negative Approach, ένας από τους οποίους νοσταλγούσε το ιγκουάνα του. «Τι θα μας κάνουνε;» ρώτησα∙ απάντηση δεν πήρα. Πανικός στο Ντητρόιτ. Στην πραγματικότητα, δεν ένιωθα πανικό∙ δεν ξέρω τι ένιωθα, αλλά όχι πανικό, σίγουρα∙ ίσως είμαι ανίκανη για δυνατά συναισθήματα. Ένας άνθρωπος είχε πεθάνει στο Freezer, μια συναυλία hardcore είχε διακοπεί, βρισκόμουν σε κάποιο άθλιο αστυνομικό τμήμα κοντά στον αυτοκινητόδρομο 75, καταμεσής στο ρημαγμένο Ντιτρόιτ. Στον έλεγχο ταυτοτήτων είχα αποτύχει και παγιδευτεί: «Ποια είσαι, πού πας, γιατί είσαι μόνη σου; Τι σκατά κάνεις μόνη σου;» Απάντησα σε όλα, είπα, «είμαι μόνη μου γιατί κανένας δεν με θέλει», κι ο μπάτσος με κοίταξε με καχυποψία, με οίκτο κι έπειτα πάλι με καχυποψία. «Και πας στην Καλιφόρνια, αλλά, σου ’ρθε να περάσεις απ’ το Ντητρόιτ.» «Μάλιστα.» «Γιατί;» «Για τον Ιggy Pop, ξέρετε, για τις Supremes, ξέρετε, τους MC5, για την Κράισλερ...» Ήθελα να προσθέσω: «Γιατί με τραβάνε οι ετοιμοθάνατες πόλεις». «Και πού μένεις;» «Στο Μπρούκλυν» ― και σ΄ αυτό το σημείο ήθελα να προσθέσω, «σε μια γειτονιά που αργοπεθαίνει», αλλά πρόσθεσα, «στο Μπρούκλυν της Νέας Υόρκης, ξέρετε.» Ένα δέντρο μεγαλώνει στο Μπρούκλυν, και τέτοια. Η γέφυρα του Μπρούκλυν, και τέτοια.

Το πρωί μάς άφησαν όλους ελεύθερους, εκτός από έναν που ήταν γεμάτος μελανιές. «Πηγαίντε να ψοφήσετε αλλού, ρε!» τσίριξε ο αρχιφύλακας. «’Αιντε!» Ήμουν άυπνη και δεν θυμόμουν ούτε πού είχα παρκάρει. Μαζί με το παιδί που είχε κατοικίδιο μια ιγκουάνα ψάχναμε γύρω απ’ τη λεωφόρο Κας, στην οδό Τζον Αρ, στη Μπρας, σ’ όλη εκείνη την περιοχή που έμοιαζε βομβαρδισμένη, κι όταν φτάσαμε λίγο πιο νότια, στο Γκρηκτάουν, θυμήθηκα πως είχα αφήσει το αυτοκίνητο έξω από το Μπρονξ Καφέ. «Μετά απ’ όλ’ αυτά, δε θα ξανάρθεις στο Ντητρόιτ,» αναστέναξε το παιδί με το ιγκουάνα, καθώς έμπαινα στο αυτοκίνητο. «Ω,» απάντησα, βάζοντας το κλειδί στη μίζα, «θα ξανάρθω. Σίγουρα θα ξανάρθω.» Ήθελα να προσθέσω: το Aladdin’s Sane ― που περιείχε το “Panic in Detroit” ― ήταν απ’ τους αγαπημένους μου δίσκους, αλλά φοβήθηκα πως ένας θαυμαστής των Negative Approach είτε δεν έχει ιδέα για τον David Bowie, είτε τον περιφρονεί. «Θα ξανάρθω,» είπα, «Ελπίζω να βρεις το ιγκουάνα σου όπως το άφησες.» Εκείνος κούνησε το κεφάλι, κι έπειτα το χέρι. «Καλή αντάμωση», είπε. So long. So long.

Έτσι, ξαναπήγα. Για χάρη του “Panic in Detroit”, και όλων των άλλων. Τον Αύγουστο του ’87, συνέβη εκείνο το αεροπορικό δυστύχημα έπειτα από το οποίο δεν είχα καμιά όρεξη να δω την Aretha∙ άλλωστε, δεν βρήκα εισιτήριο για τη συναυλία. Και παρ’ όλ’ αυτά, πέρασα το βράδυ έξω απ’ το auditorium προσπαθώντας ν’ ακούσω τι γίνεται μέσα∙ δεν άκουγα τίποτα (ηχομόνωση!) και μ’ έπιασε το παράπονο, σκεφτόμουν πόσο loser είμαι, πως ούτε μια θέση σε συναυλία της Aretha δεν μπορώ να βρω, πως βρίσκομαι στην πόλη όπου γεννήθηκε η σόουλ και κάθομαι και κλαψουρίζω μέσα στο σκοτάδι. Πως τα μάτια μου είδαν ένα αεροπλάνο να συντρίβεται στον αέρα. “Panic in Detroit”. Αλλά, καθώς σκεφτόμουν τον Bowie και την Aretha, και το “Rock’n’roll Suicide” που παρ’ ολίγο να με στείλει στον τάφο όταν ήμουν δεκαπέντε χρονών, ακούστηκε μες απ’ το auditorium ένα χειροκρότημα κι έπειτα, πολύ σιγά, με διακοπές, σαν από χαλασμένο τρανζίστορ, το “The House that Jack Built”. Ίσως να το τραγουδούσε για το αναθεματισμένο το Hall of Fame ― “The House that Rock Built” ― αλλά συγκινήθηκα παρ’ όλ’ αυτά, κι όλοι μου οι φόβοι διαλύθηκαν∙ το Ντητρόιτ, η έρημη λεωφόρος Χάρπερ, τα σταυροδρόμια των εθνικών οδών όπου βρυχώνταν τα αυτοκίνητα της Τζένεραλ Μότορς, το εγκαταλελειμμένο πια Freezer Theater, τα συμπονούσα όλα∙ αναρωτιόμουν τι να σκεφτόταν ο David Bowie όταν τραγουδούσε το “Panic in Detroit”, κι αν είχε μυρίσει τον αέρα του Μίσιγκαν, τον βιομηχανικό, παγωμένο αέρα της νύχτας. Το τραγούδι από το Aladdin’s Sane λέει «σειρήνες ουρλιάζουν μες στη βραδινή μελαγχολία», άρα, συμπεραίνω πως είχε μυρίσει τον νυχτερινό αέρα στο Νητρόιτ. Που, καμιά φορά, αν είσαι τυχερός, γεμίζει από διακεκομμένες νότες, όταν η Aretha τραγουδάει “The House that Jack Built”. Τώρα, ακόμα μια φορά, το Ντητρόιτ, η πόλη που έχτισαν οι αυτοκινητοβιομηχανίες, απλώνεται μπροστά μου πανικόβλητο και έρημο, σαν μια στέπα.


Σώτη Τριανταφύλλου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Διώνη Δημητριάδη 10 Κριτικές Αναγνώσεις από τη σύγχρονη Πεζογραφία

                 fractal 10/12/24 Γράφει η  Διώνη Δημητριάδου  //         Θεόδωρος Γρηγοριάδης, Ελσίνκι, εκδόσεις Πατάκη, 2024 Την ιστορία τ...